ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ

Συν. Αγωγές υπ. αρ. 1542/15 (οδηγός)

με την αγωγή υπ. αρ. 160/19

 

 

Μεταξύ:                                                                    

    ΚΥΡΙΑΚΟΣ Γ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ, εκ Πάφου

 

Ενάγοντας

                     και

 

             ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

Εναγόμενης

 

         Και

 

Μεταξύ:                                                                    

    ΚΩΣΤΑΚΗΣ Θ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, εκ Πάφου

 

Ενάγοντας

                     και

 

             ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

 

Εναγόμενης

 

Ημερομηνία: 28/02/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Μιχαηλίδης

Για Εναγόμενη: κα. κ. Κ. Στιβαρού για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι πιο πάνω αγωγές καταχωρήθηκαν μετά την εγκατάσταση από την Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος τάσης 132.000 κιλοβατώρων («132ΚV») άνωθεν του ακινήτου των Εναγόντων οι οποίοι είναι συνιδιοκτήτες κατά το ½ στο επίδικο ακίνητο, ούτως ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά / εγκατάσταση, των εν λόγω καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 παρέχει εξουσία στην Εναγόμενη να τοποθετεί ηλεκτρικές γραμμές διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλη από γη που καλύπτεται από οικοδομές, νοουμένου ότι εξασφαλιστεί προς τον σκοπό τούτο συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες και κατόχους της γης ή σε περίπτωση άρνησης τους, από τον Έπαρχο.

 

Για σκοπούς παράθεσης του ιστορικού των δύο αγωγών που έχουν καταχωρηθεί παρεμβάλλεται ότι, η αγωγή υπ. αρ. 1542/15 καταχωρήθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα – Μ.Ε.1 την 07/09/15 ενώ η αγωγή υπ. αρ. 160/19 καταχωρήθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα Μ.Ε.2 την 15/02/19. Σύμφωνα με την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και πιο συγκεκριμένα με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί τόσο από τον Ενάγοντα – Μ.Ε.1 της αγωγής υπ. αρ. 1542/15 όσο και από τον  Ενάγοντα  -  Μ.Ε.2 της αγωγής υπ.αρ. 160/19 και δεν έχουν αμφισβητηθεί,  οι υπό αναφορά Ενάγοντες είναι οι ιδιοκτήτες ανά ½ του επίδικου ακινήτου για το οποίο βεβαίως και δεν υπήρξε οποιοδήποτε επίσημος διαχωρισμός ο οποίος να είναι καταχωρημένος στο Κτηματολόγιο, εφόσον είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους προφορικά για τον τρόπο του διαχωρισμού του επίδικου ακινήτου. Σημειώνεται βεβαίως ότι κατόπιν αιτήσεως που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο την 20/01/20 από τους δικηγόρους της Εναγόμενης εκδόθηκε την 14/02/20 διάταγμα συνένωσης των πιο πάνω αγωγών.  

 

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών, ότι η τοποθέτηση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος έλαβαν χώρα κατόπιν συγκατάθεσης που λήφθηκε από τον Έπαρχο Πάφου, καθότι οι Ενάγοντες δεν είχαν δώσει την δική τους συγκατάθεση.

 

Πιο συγκεκριμένα ο Ενάγοντας με την Αγωγή υπ. αρ 1542/15 αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Ε) Αποζημιώσεις δια παράνομον και άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως επέμβασιν επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας του Ενάγοντα.

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ) Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Ειδικές αποζημιώσεις €25,559 - ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Κ) Απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη προσωπικά και ή δια των διευθυντών και ή δια των αντιπροσώπων της και ή υπαλλήλων αυτής, παράνομα άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και ή προκαλεί οχληρία και ζημιά στο ακίνητο του Ενάγοντα λόγω της εγκατάστασης σε αυτό πυλώνα και ή της διέλευσης εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV.

 

Λ)Νόμιμο τόκο από 4.3.2009.

 

Μ) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Σε ότι αφορά τις θεραπείας που ο Ενάγοντας με την Αγωγή υπ. αρ 160/19  αξιώνει αυτές είναι οι ακόλουθες :

 

Ε) Αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων δια, άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως, διαρκή ζημιογόνον και επιβλαβή επίδρασιν και επέμβασιν δια της διαρκούς εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας του ενάγοντα υπ’αρ. εγγραφής: χχχχ, τεμ: χχχ, μερίδιο: 1/2, Φ/Σχ: χχ/χχ, τοποθεσία: χχχχχχχ του χχχχχχχ, στο Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, υπό της εναγομένης Α.Η.Κ., η οποία ενήργησε και ενεργεί αντισυνταγματικά προκαλώντας διαρκή ζημίαν επί του ακινήτου του ενάγοντα.

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές   αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και διαρκώς ζημιογόνου συμπεριφοράς και πράξεων και ενεργειών αυτών προς τον ενάγοντα και/ή άλλως πως υπό των εναγομένων αντισυνταγματικά εις βάρος της οικονομικής αξίας του ακινήτου του ενάγοντα, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

Ζ) Περαιτέρω, αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή δικαιώματα χρήσης και/ή δικαιώματα κάρπωσης και/ή εκμετάλλευσης και/ή άλλως πως, επί του ακινήτου του ενάγοντα.

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζομένου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή δικαιώματα χρήσης και/ή δικαιώματα κάρπωσης και/ή εκμετάλλευσης και/ή άλλως πως, επί του ακινήτου του ενάγοντα.

Θ) Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων, λόγω διαρκούς εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγο) απώλειας ανέσεων του ενάγοντα και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής του ηρεμίας, λόγω της διαρκούς και επιβλαβούς χρήσης, εκμετάλλευσης και κάρπωσης και εμπορικής χρήσης και εκμετάλλευσης του τεμαχίου του ενάγοντα από τους εναγόμενους.

I) Αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων για μείωση της οικονομικής και/ή αγοραστικής και/ή άλλως πως αξίας του κτήματος του ενάγοντα λόγω της παρουσίας και διέλευσης των εναερίων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV και λόγω της εκπομπής των επιβλαβών και ανθυγιεινών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, διαρκώς, μόνιμα και ζημιογόνα επί του ακινήτου του ενάγοντα.

Κ) Ειδικές αποζημιώσεις βασει του άρθρου 23 του Συντάγματος εναντίον των εναγομένων ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται, πλέον επιπρόσθετες αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων δια την διαρκή και μόνιμη και ζημιογόνο κατασκευή και τοποθέτηση χαλύβδινου πυλώνα ύψους περίπου 30 μέτρων εντός του τεμαχίου του ενάγοντα.                                        

Λ) Απόφαση του Δικαστηρίου για αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος προς όφελος του ενάγοντα λόγω του ότι η εναγόμενη προσωπικά και/ή δια των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων αυτής, διαρκώς ζημιογόνα και επιβλαβώς, άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και/ή χρησιμοποιεί και/ή προκαλεί διαρκώς οχληρία και διαρκώς ζημία στο ακίνητο του ενάγοντα υπ’αρ. εγγραφής: χχχχ, τεμ: χχχ, μερίδιο: 1/2, Φ/Σχ: χχ/χχ, τοποθεσία: χχχχχ του χχχχχχχ, στο Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, λόγω της διαρκούς ζημιογόνου μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό πυλώνα και/ή της διαρκούς ζημιογόνου μόνιμης διέλευσης εναερίων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV και της συνεπακολούθου μόνιμης και επιβλαβούς και ανθυγιεινούς εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επί του ακινήτου του ενάγοντα, ως ανωτέρω.

Αναφορικά με τις θεραπείες που οι Ενάγοντας με την έκθεση απαίτησης τους σε σχέση πάντοτε με τα αιτητικά Α, Β, Γ και Δ, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά αποσύρθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι η απαίτηση τους περιορίστηκε ως τα αιτητικά που καταγράφονται ανωτέρω.  Επίσης σε ότι αφορά την αγωγή υπ. αρ. 1426/15 θα πρέπει να αναφερθεί ότι αποσύρθηκαν και οι απαιτήσεις στην παράγραφο 16 γ και δ της Έκθεσης Απαίτησης.

Μ) Νόμιμο τόκο από 4.3.2009.

Ν) Εξοδα πλέον Φ.Π.Α.

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόντων

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησής κατά τον ουσιώδη χρόνο οι Ενάγοντες ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες και κάτοχοι του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/χχχχ, Τεμάχιο χχχ, Φ./Σχ. χχ/χχ, στην τοποθεσία χχχχχχ του χχχχχχχ  έδαφος του χωριού Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, από τώρα και στο εξής «το επίδικο ακίνητο». Η Εναγόμενη απέστειλε στους Ενάγοντες συστημένη επιστολή με την οποία  τους ζητούσε να συγκατατεθούν για την εγκατάσταση/διέλευση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος 132 ΚV, άνωθεν του ακινήτου τους. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να συγκατατεθούν και έτσι η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη συγκατάθεση, κάτι το οποίο τελικά και επέτυχε. Η συγκατάθεση που δόθηκε στην Εναγόμενη ήταν βεβαίως υπό όρους. Η Εναγόμενη πέραν των πιο πάνω ενεργειών στις οποίες προέβηκε, προχώρησε και εξασφάλισε Πολεοδομική άδεια και στην συνέχεια Πολεοδομική έγκριση, για την κατασκευή, τοποθέτηση και εγκατάσταση της εναέριας γραμμής αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του ακινήτου τους. Υπέγραψε μάλιστα και συμφωνία με τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Πάφου στη βάση της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται από την εν λόγω εγκατάσταση.

Έτσι, κατά ή περί το έτος 2009 – 2011, η Εναγόμενη προχώρησε στην τοποθέτηση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί στους Ενάγοντες σοβαρή οικονομική ζημιά, αφού το γεγονός αυτό είχε ως συνεπακόλουθο η οικονομική αξία του ακινήτου τους να μειωθεί ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίζονται, ότι τα εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια τα οποία διέρχονται άνωθεν του ακινήτου τους επέφεραν δυσμενή αποτελέσματα ως  προς την αξιοποίηση του και ως εκ τούτου απαιτούν να αποζημιωθούν από την Εναγόμενη. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι τα ηλεκτροφόρα  αυτά καλώδια που έχουν εγκατασταθεί άνωθεν του ακινήτου τους, μεταφέρουν ασταμάτητα ηλεκτρικό φορτίο υψηλής τάσης ρεύματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο και εκπέμπει ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία ως γνωστόν είναι επιβλαβή στον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν καρκίνο ως και θάνατο. Επίσης ισχυρίζονται ότι η παρουσία των εναέριων καλωδίων, προκαλούν «φόβο και τρόμο και δημόσιο φόβο (Publics fear)» καθώς και ότι  ο εξοπλισμός που έχει εγκαταστήσει η Εναγόμενη, προκαλεί πραγματική και αντικειμενική οχληρία στο ακίνητο τους με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σωματικής και ψυχικής τους υγείας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω εγκαταστάσεων που έχουν τοποθετηθεί στο ακίνητο, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι παρεμποδίζονται από του να προβαίνουν στην οποιαδήποτε ανάπτυξη, χρήση και αξιοποίηση του ακινήτου τους, αφού η εγκατάσταση των γραμμών είναι αποτρεπτική για την αγορά, πώληση, αξιοποίηση, κάρπωση και εκμετάλλευση της περιουσίας τους, λόγω της γενικής εντύπωσης (General Public Opinion) ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που δημιουργείται προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.

 

Υποστηρίζεται επίσης και η θέση, ότι οι Ενάγοντες εμποδίζονται από του να προβαίνουν στις συνήθεις αγροτικές δραστηριότητες περιποίησης και ή συντήρησης των δέντρων και των φυτειών του κτήματος τους (κλάδεμα, ποτισμός, ψεκασμός) λόγω του ότι η υγεία και η ασφάλειά τους τίθενται υπό συνεχή και σοβαρό κίνδυνο αλλά και συνεχή ψυχική αναστάτωση και αγωνία.  Περαιτέρω ότι λόγω της παράλειψης και ή άρνησης της Εναγόμενης να προσφέρει στους Ενάγοντες για τις πιο πάνω επεμβάσεις στο επίδικο ακίνητο, οποιοδήποτε ποσό για αποζημίωση, η Εναγόμενη δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να χρησιμοποιεί αυτό, μέχρι που να καθοριστεί και πληρωθεί το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται. Από την πιο πάνω συνεχή παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης, οι Ενάγοντες υφίστανται διαρκή ζημιά για την οποία απαιτούν όπως αποζημιωθούν.  

 

Η ζημιά για την οποία δικαιούται σε αποζημιώσεις ο Ενάγοντας αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ. 1542/15 ανέρχεται στο ποσό των €25,599  ενώ σε σχέση με την αγωγή υπ. αρ. 160/19 ο Ενάγοντας αξιώνει το ποσό των €23,799, ποσά τα οποία και αποτελούν την ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας έκαστου του μεριδίου τους.

Σημειώνεται βεβαίως ότι δηλώθηκε εκ μέρους της πλευράς των Εναγόντων ότι η ουσιώδης μείωση της ζημιάς αναφορικά με το όλο ακίνητο, ανέρχεται στο ποσό των €50.000, ποσό το οποίο και αποτελεί την ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας του ένεκα της περιγραφόμενης επέμβασης της Εναγόμενης,

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόμενης

 

Η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει σε αμφότερες τις Αγωγές, αρνείται την απαίτηση των Εναγόντων προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς και εγείρει παράλληλα αριθμό προδικαστικών ενστάσεων προωθώντας ουσιαστικά την θέση, ότι η αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους εκάστου Ενάγοντα δεν είναι δικαιολογημένη καθώς και ότι δεν νομιμοποιείται να εγείρει την συγκεκριμένη αγωγή.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις και στις δύο αγωγές που έχουν καταχωρηθεί  :

 

  1. Εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η κάθε αγωγή αφορά σε ισχυριζόμενη ζημιά και/ή δυσμενή αποτελέσματα για την αξιοποίηση της επίδικης ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμένα του ακινήτου με αρ. εγγραφής χχχχ, τεμ. χχχ, Φ/Σχ. χχ/χχ, στη τοποθεσία χχχχχχ του χχχχχχχ, έδαφος Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, στη συνέχεια αναφερόμενο ως «το τεμάχιο», λόγω ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή λόγω ισχυριζόμενης παράνομης εγκατάστασης εναέριας γραμμής υψηλής τάσης στο τεμάχιο, η αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης, καθότι έπρεπε να προηγηθεί η εμπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής και/ή προσφυγών και έκδοση ακυρωτικής απόφασης και/ή αποφάσεων, αφενός ως προς το θέμα της απόφασης και/ή αποφάσεων τοποθέτησης μέρους της εναέριας γραμμής μεταφοράς (στη συνέχεια ως αναφερόμενης ως «η επίδικη γραμμή») στο τεμάχιο και αφετέρου, ως προς τη σχετική Πολεοδομική Άδεια σε σχέση με την πορεία της επίδικης γραμμής και/ή σε κάθε περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στερείται καθ' ύλην δικαιοδοσίας ν' αποφανθεί περί της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή εγκατάστασης.

 

  1. Περαιτέρω εγείρεται η προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η κάθε μια αγωγή αφορά σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά και/ή μείωση της αξίας ακίνητης περιουσίας από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, για την οποία εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια και δυνάμει αυτής συνάφθηκε, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72), η Συμφωνία ημερομηνίας 31.1.08, μεταξύ της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρχής, για εφαρμογή του Άρθρου 68 του εν λόγω Νόμου (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Συμφωνία») η οποία Συμφωνία δεσμεύει την Αρχή για καταβολή αποζημιώσεων, η Αγωγή είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη και/ή δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι ο Ενάγοντας δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου του εν λόγω Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και / ή της Συμφωνίας την οποία και ο ίδιος επικαλείται.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που η Αγωγή και/ή Έκθεση Απαίτησης έχει ως νομική βάση την ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση, η Αρχή εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα αγωγή είναι απαράδεκτη και ή δεν μπορεί να προχωρήσει και ή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στερείται δικαιοδοσίας να της επιληφθεί καθότι εφαρμοστέα στην παρούσα περίπτωση είναι η διαδικασία που καθορίζουν τα άρθρα 35 επόμενα του περί Ανάπτυξης Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, και ή η διαδικασία που καθορίζει το άρθρο 41 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που η Αγωγή έχει ως νομική βάση την παράνομη επέμβαση οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου και ή ο Ενάγοντας (σε ότι αφορά την Υπεράσπιση που έχει καταχωρηθεί στην Αγωγή  υπ.αρ. 1542/15 δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων Α μέχρι και Δ καθώς και των θεραπειών Ε και Κ, του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης , ενώ σε ότι αφορά την Αγωγή υπ. αρ. 160/19 ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων Α μέχρι Δ καθώς και των θεραπειών Ε, ΣΤ και Λ) καθότι η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων και ή θεραπειών.  

 

  1. Πρόσθετα και/ή ειδικά με το αιτούμενο διάταγμα Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τη νομολογία που διέπουν την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματα, δεν νομιμοποιείται ο Ενάγοντας στην έκδοση του.

 

  1. Πρόσθετα, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, η παρούσα Αγωγή, δεν αποκαλύπτει βάση αγωγής εναντίον της και/ή ότι δεν στοιχειοθετείτε αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα εναντίον της Αρχής και/ή ότι στη βάση των γεγονότων που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν υφίσταται η ισχυριζόμενη και/ή ισχυριζόμενες βάσεις αγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη παραδέχεται ότι η κυριότητα του ½ του μεριδίου του επίδικου ακινήτου ανήκει στον Μ.Ε.1 αναφορικά με την αγωγή 1542/15 και το υπόλοιπο ½ στην κυριότητα του Μ.Ε.2, δηλαδή του Ενάγοντα στην αγωγή 160/19, από το έτος 1990. Επίσης παραδέχεται ότι η Εναγόμενη απέστειλε συστημένη επιστολή στους Ενάγοντες ζητώντας την συγκατάθεση τους, για την τοποθέτηση εναέριας γραμμής ρεύματος 132 ΚV διαμέσω και ή άνωθεν του τεμαχίου τους υπ. αρ.675. Βεβαίως δεν παραδέχεται τον ισχυρισμό των Εναγόντων ότι η εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού έλαβε χώρα κατά τα έτη 2009 - 2011 αλλά ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό επεσυνέβη κατά ή περί το έτος 2011 - 2012.  Η Εναγόμενη περαιτέρω απορρίπτει κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται περί ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι  τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια αρ. ΠΑΦ/00407/2004 και τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις ΠΑΦ/00407/2004/Α, ΠΑΦ/00407/2004/Β και ΠΑΦ/00407/2004/Γ σε σχέση με την πορεία της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη γραμμή. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας υπογράφηκε μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συμφωνία η οποία προνοεί μεταξύ άλλων ότι η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την Πολεοδομική Άδεια. Με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, η Εναγόμενη προχώρησε στη διαδικασία εξασφάλισης των απαιτούμενων εγκρίσεων, από τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα και/ή Αρχών και επίσης, στην εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, με βάση το Άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφάλαιο 170.

 

Μεταξύ των ιδιοκτητών, τα τεμάχια των οποίων επηρεάζονταν από την εναέρια γραμμή, «Στρουμπί-  Πόλις» ήταν και οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε2 , Ενάγοντες και ιδιοκτήτες ανά ½ του επίδικου ακινήτου, τους οποίους και αποστάλθηκε κατά/ή περί την 04/11/2008, σχετικό έντυπο για να παραχωρήσουν τη συγκατάθεση τους για την τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο τεμάχιο. Επειδή οι Ενάγοντες όμως αρνήθηκαν και ή δεν ανταποκρίθηκαν εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη σχετική Νομοθεσία, η Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, η οποία δόθηκε την 04/03/2009, υπό τους όρους της Συμφωνίας. Η Εναγόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 09/03/2009, ενημέρωσε τους Ενάγοντες για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου.

 

Οι Ενάγοντες και ή οι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου ουδέποτε προσέβαλαν ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, την Πολεοδομική Άδεια, αλλά ούτε και την απόφαση της Εναγόμενης που ολοκληρώθηκε με την προαναφερόμενη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου, για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο και/ή πάνω από το επίδικο ακίνητο.

 

Οι εργασίες εγκατάστασης της επίδικης γραμμής στο επίδικο ακίνητο, έγιναν κατά / ή περί τα έτη 2011 - 2012 και οι εν λόγω εργασίες συνίστανται στην εγκατάσταση ηλεκτρικού δικτύου υπεράνω του δυτικού μέρους του τεμαχίου. Το όλο έργο της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» ολοκληρώθηκε κατά / ή περί το έτος 2012 και η εν λόγω εναέρια γραμμή (μέρος της οποίας αποτελεί και η επίδικη γραμμή) ενεργοποιήθηκε κατά / ή περί το Νοέμβριου του 2012.

 

Περαιτέρω αποτελεί θέση της Εναγόμενης, ότι καμία ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου επήλθε ένεκα της διέλευσης των εναέριων καλωδίων αλλά ακόμη και αν αποδειχθεί ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε επιζήμια επίδραση επί του ακινήτου, ουδέποτε οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στην αρμόδια Αρχή για αξίωση αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών των άρθρων 67 και 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και/ή της Συμφωνίας που υπεγράφη και ή της συγκατάθεσης του Έπαρχου και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καθορισμού τέτοιας αποζημίωσης από Πολιτικό Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώση, σε καμία περίπτωση η ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου ανέρχεται σε €20,799 για έκαστο ½ μερίδιο και ή για οποιοδήποτε ποσό διεκδικείται, καθότι, ως η Εναγόμενη διατείνεται, το πολεοδομικό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν δικαιολογεί την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του. Οι δε ισχυριζόμενες απώλειες και ζημιές είναι υπερβολικές, παράλογες, διογκωμένες και λανθασμένα εκτιμημένες και ποσώς δικαιούται αυτές.

 

Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται περί επικινδυνότητας της επίδικης γραμμής, οχληρίας, ρύπανσης, ακαλαισθησίας και θορύβου καθώς και των ισχυριζόμενων αποτελεσμάτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι για σκοπούς λειτουργίας της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης τόσο τα όρια της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών πεδίων όσο και οι τεχνικές προδιαγραφές για την μη πρόκληση θορύβου, καθορίστηκαν από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς.  

 

Η Εναγόμενη αρνείται επίσης ότι από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών  υπήρξε παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο καθώς και ότι επηρεάζονται αρνητικά άμεσα οι ανέσεις και η ησυχία του τεμαχίου και ότι επίσης η διέλευση της επίδικης γραμμής έχει προκαλέσει στο τεμάχιο δυσμενή επίδραση με αποτέλεσμα την μείωση της οικονομικής του αξίας καλώντας τους Ενάγοντες σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους. Περαιτέρω αρνείται ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής έχει εκμηδενίσει τις προοπτικές ανάπτυξης και αξιοποίησης του τεμαχίου και δεν αποδέχεται ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι στοιχείο αποτρεπτικό για την αγορά και/ή αξιοποίηση και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση του λόγω της γενικής και κοινής εκτίμησης ότι αυτή ενδεχόμενα να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο μη καθορισμός και πληρωμή αποζημίωσης στους Ενάγοντες για την παρουσία της επίδικης γραμμής ουδόλως επιδρούν στη νόμιμη παρουσία της εν λόγω γραμμής ούτε και αποτελούν προϋπόθεση στο δικαίωμα της Εναγόμενης για εγκατάσταση τέτοιας γραμμής.

 

Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι η μείωση της αξίας του τεμαχίου λόγω της τοποθέτησης της επίδικης γραμμής δεν ανέρχεται στο ποσό που διεκδικείται καθότι το Πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του.

 

Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη εκ μέρους των Εναγόντων πρόκληση οχληρίας, η Εναγόμενη αρνείται την πρόκληση της και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μη προσβολή της Πολεοδομικής άδειας και ή της απόφασης για την εγκατάσταση της γραμμής έχει ως συνέπεια οι εν λόγω άδειες και ή αποφάσεις να την δεσμεύουν και να επενεργούν προς όφελος της Αρχής.

 

Απάντηση στην Υπεράσπιση

 

Από πλευράς τους οι Ενάγοντες απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε η Εναγόμενη με τις δικογραφημένες θέσεις της, τις απέρριψαν και επέμειναν στις δικές τους θέσεις οι οποίες προωθούνται με την Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησαν. Ταυτόχρονα δε υποστήριξαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει πλήρη δικαιοδοσία να εκδικάσει τις παρούσες αγωγές. Μάλιστα με την απάντηση που έχει καταχωρηθεί από τον Ενάγοντα στην Αγωγή υπ. αρ. 160/19 απαιτεί όπως αυτός αποζημιωθεί από την Εναγόμενη βάσει του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα με βάση το άρθρο 23 και 30.

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης του Ενάγοντα αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ. 1542/15 έδωσε μαρτυρία ο Κυριάκος Χατζήκυριακος (Μ.Ε.1) ιδιοκτήτης κατά ½ του επίδικου ακινήτου ενώ αναφορικά με το υπόλοιπο ½ μερίδιο, ο Ενάγοντας της Αγωγής 160/19 Κωστάκης Θ. Κωνσταντίνου (Μ.Ε.2). Επίσης μαρτυρία δόθηκε και από τον εκτιμητή ακινήτων Πολύκαρπο Πολυκάρπου (Μ.Ε.3).  Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Εναγόμενης κατέθεσε στο Δικαστήριο η Βιργινία Λαζάρου (Μ.Υ.1), εκτιμήτρια ακινήτων.  Σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 33 τεκμήρια για τα οποία θα γίνεται αναφορά όποτε και όπου κριθεί απαραίτητο.

 

Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου γι’ αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω αυτολεξεί. Θα παρατεθούν όμως τα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των επίδικων θεμάτων. Ως έχει εξάλλου λεχθεί στην G & K Exclusive Fashions Ltd v. Ρόδου Παπαδοπούλου και άλλων (2001) 1 (Α) Α. Α. Δ. 88 το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της (βλ. επίσης ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/02/2021).

 

Ο Μ.Ε.1 είναι η ο ιδιοκτήτης κατά  ½ του επίδικου τεμαχίου το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Λούρες του Λαουθκιού, έδαφος του χωριού Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου. Κατά την κυρίως εξέταση του, αναφέρθηκε στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου του, και πιο συγκεκριμένα στο γεγονός ότι αυτό διαθέτει δικαίωμα διαβάσεως συνολικού πλάτους τριών μέτρων και πέντε εκατοστών (3,05) κατά μήκος του δυτικού του συνόρου, όπως επίσης και ότι κοντά από τεμάχιο του άλλα τεμάχια έχουν αναπτυχθεί εφόσον σε αυτά ανεγέρθηκαν κατοικίες.  Περαιτέρω ο Μ.Ε.1 αναφέρθηκε στην ενημέρωση που έλαβε δια μέσω της επιστολής που του αποστάλθηκε από την Εναγόμενη, αναφορικά με την εγκατάσταση των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος οι οποίες σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, θα περνούσαν άνωθεν του τεμαχίου του. Ο Μ.Ε.1 εξήγησε ότι η ενημέρωση που έλαβε από την Εναγόμενη στην συνέχεια υλοποιήθηκε, εφόσον πράγματι ενώ ο ίδιος δεν είχε δώσει την συγκατάθεση του, εντούτοις η εναέρια γραμμή υψηλής τάσεως ρεύματος εγκαταστάθηκε άνωθεν του τεμαχίου του αφής στιγμής είχε δοθεί η συγκατάθεση για την εγκατάσταση τους από τον Έπαρχο Πάφου για την οποία μάλιστα και ενημερώθηκε. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε μάλιστα και στις συνέπειες που είχε προς τον ίδιο και την οικογένεια του η εγκατάσταση της εξ λόγω γραμμής από την Εναγόμενη, αφού όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, είχε διαταραχθεί η ψυχική του υγεία λόγω των κινδύνων που εγκυμονεί η παρουσία των εν λόγω γραμμών άνωθεν του τεμαχίου του, καθότι παράγουν  ασταμάτητα ισχυρότατο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο με αποτέλεσμα να προκαλούνται σοβαρές ασθένειες όπως για παράδειγμα καρκίνος.

 

Ο Μ.Ε.1 αναφέρθηκε και στο χρονικό διάστημα προ της εγκαταστάσεως της εναέριας γραμμής επί του τεμαχίου του, υποστηρίζοντας την θέση ότι το καλλιεργούσε ανελλιπώς φυτεύοντας δέντρα και πιο συγκεκριμένα μηλιές. Σύμφωνα όμως με τον μάρτυρα, έπαψε να το καλλιεργεί αμέσως μετά την εγκατάσταση της γραμμής λόγω ακριβώς του φόβου που του είχε προκληθεί από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος. Ο Μ.Ε.1 αναφέρθηκε επίσης και στο γεγονός ότι από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου μέχρι και σήμερα ουδέν ποσό έχει λάβει ως αποζημίωση αναφορικά με την ζημιά που του προκλήθηκε στο εν λόγω ακίνητο την οποία και εντάσσει στο ποσό της τάξεως των €20.000 ευρώ πλέον εκτιμητικά έξοδα.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.1 ερωτήθηκε για το κατά πόσο προχώρησε σε οποιαδήποτε διαβήματα υποβολής αιτήσεως για μετακίνηση της επίδικης γραμμής ένεκα τυχόν εξασφαλίσεως από πλευράς του άδειας οικοδομής, καθώς επίσης και για το κατά πόσο είχε υποβάλει οποιαδήποτε απαίτηση αποζημίωσης προς την Εναγόμενη λόγω των εγκαταστάσεων που τοποθετήθηκαν άνωθεν του τεμαχίου του. Ο Μ.Ε1 απαντώντας ανέφερε ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν έπραξε καθώς και ότι ουσιαστικά το μόνο δικονομικό διάβημα το οποίο είχε ασκήσει, ήταν την καταχώρηση της αγωγής. Στην συνέχεια, ερωτώμενος από την συνήγορο της Εναγόμενης για το κατά πόσο είχε στα μελλοντικά του σχέδια υπόψη την αξιοποίηση του εν λόγω τεμαχίου του με ανέγερση οικοδομής, ο Μ.Ε.1 εξήγησε ότι δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα, καθότι μετά από την εγκατάσταση της γραμμής ο ίδιος δεν επιθυμούσε να τεθεί σε κίνδυνο τόσο η δική του υγεία όσο και η υγεία των παιδιών του λόγω της ύπαρξης των γραμμών. Εξήγησε βεβαίως ότι, θα ήθελε ο ίδιος μελλοντικά να έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει το εν λόγω τεμάχιο αφής στιγμής μάλιστα στην γύρω περιοχή που αυτό βρίσκεται, άλλα τεμάχια έχουν αναπτυχθεί είτε με την ανέγερση επαύλεων είτε με την ανέγερση σπιτιών.   

 

Σε ότι αφορά το καθεστώς στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω τεμάχιο, η πλευρά της Εναγόμενης υπέβαλε στον μάρτυρα την θέση ότι το αυτό διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής και έτσι λόγω του ότι είναι και περίκλειστο δεν έχει οποιαδήποτε δυνατότητα οικιστικής ανάπτυξης εφόσον δεν πληροί και τις προϋποθέσεις που τίθενται στην Δήλωση Πολιτικής. Ο Μ.Ε.1 αρνήθηκε ότι το τεμάχιο του είναι περίκλειστο και υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι υπάρχει δικαίωμα διαβάσεως, προσθέτοντας μάλιστα ότι η Δήλωση Πολιτικής από καιρό σε καιρό τροποποιείται και συνεπώς στο μέλλον μπορεί να του παρασχεθεί η δυνατότητα μιας τέτοιας ανάπτυξης.

 

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.1 κατά την αντεξέταση του ότι το ποσό αποζημίωσης που ο ίδιος διεκδικεί αναφορικά με το ½ του μεριδίου που κατέχει του είναι αυτό της τάξεως των €20,000, η συνήγορος της Υπεράσπισης της Εναγόμενης πληροφόρησε τον μάρτυρα ότι με βάση τις διαφορετικές εκθέσεις εκτίμησης που ετοιμάστηκαν από δύο διαφορετικούς εκτιμητές και οι οποίες μάλιστα έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια, διεκδικούνται διαφορετικά ποσά από τον ίδιο τα οποία μάλιστα και δεν συμβαδίζουν το ένα με το άλλο. Ο Μ.Ε.1 εξήγησε ότι έχει περιέλθει στην αντίληψη του η πιο πάνω διαφορά που υπάρχει ως προς τα ποσά των εκτιμήσεων που ετοιμάστηκαν, αναφέροντας όμως ότι ο ίδιος δεν είναι ειδικός εκτιμητής για να μπορεί να τοποθετηθεί επί ενός τέτοιου ζητήματος που έχει προκύψει.

 

Αντεξεταζόμενος επίσης κλήθηκε να υποδείξει επί του Τεκμηρίου 8, το μέρος του τεμαχίου το οποίο του αναλογεί με βάση την προφορική συμφωνία που έχει συνάψει μαζί με τον Μ.Ε.2 ο οποίος είναι ο ιδιοκτήτης του υπόλοιπου ½ του τεμαχίου, και αφού το υπέδειξε, του υποβλήθηκε η θέση ότι οι γραμμές που έχουν εγκατασταθεί σε καμία απολύτως περίπτωση δεν τον εμποδίζουν να το αναπτύξει εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του εν λόγω τεμαχίου παραμένει ελεύθερο χωρίς δηλαδή να διέρχονται άνωθεν του μέρους αυτού οι γραμμές της Εναγόμενης.  Ο Μ.Ε.1 απαντώντας ανάφερε ότι ο ίδιος θα ήθελε να αναπτύξει το τεμάχιο του στο σημείο που ο ίδιος επιθυμεί και όχι στο σημείο που θα του υποδειχθεί από την Εναγόμενη.  

 

Επόμενος μάρτυρας κλήθηκε και κατέθεσε ο Ενάγοντας στην Αγωγή υπ. αρ. 160/19 ο οποίος είναι ο συνιδιοκτήτης του υπολοίπου ½ του επίδικου τεμαχίου. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 κινήθηκε εντός των ιδίων πλαισίων όπως και η μαρτυρία του Μ.Ε.1, αφού και αυτός αναφέρθηκε κατά την κυρίως εξέταση του, στο ιστορικό της ενημέρωσης που έλαβε από την Εναγόμενη αναφορικά με την εγκατάσταση άνωθεν του τεμαχίου του της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος καθώς και στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου του. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 το τεμάχιο του δεν είναι περίκλειστο αφού αυτό εξυπηρετείται από δικαίωμα διαβάσεως.

 

Αποτέλεσε βασική θέση του Μ.Ε.2 κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης του προκάλεσε μεγάλο φόβο λόγω του ότι τα σύρματα που έχουν τοποθετηθεί άνωθεν του τεμαχίου του εκπέμπουν δυνατούς θορύβους και ευθύνονται για την πρόκληση σοβαρών ασθενειών. Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τον μάρτυρα είχε ως αποτέλεσμα και αυτός να σταματήσει να το καλλιεργεί ως αμπέλι. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι ένεκα της εγκατάστασης του εξοπλισμού της Εναγόμενης έπαψε πλέον να επισκέπτεται πλέον το τροχόσπιτο που είχε εγκαταστήσει στο εν λόγω ακίνητο, το οποίο είχε με σκοπό να ξεκουράζεται μαζί με την οικογένεια του και να ψήνει την σούβλα του τα Σαββατοκύριακα.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την πιο πάνω θέση του Μ.Ε.2 κατά την μαρτυρία του, η Υπεράσπιση με την σειρά της υπέβαλε στον μάρτυρα την θέση ότι το μερίδιο του είναι αρκετά μεγάλο ούτως ώστε αυτός να μπορεί να τοποθετηθεί το εν λόγω τροχόσπιτο που διαθέτει σε σημείο που να μην βρίσκεται κάτω από τον εξοπλισμό της Εναγόμενης και έτσι ο ίδιος να μπορεί να το επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια του και γενικά να το απολαμβάνει. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας επέμεινε στην αρχική του θέση του ότι η ύπαρξη και μόνο των εν λόγω καλωδίων άνωθεν του ακινήτου, του έχει προκαλέσει τέτοιο μεγάλο φόβο και ενόχληση, ούτως ώστε ο ίδιος να μην επιθυμεί πλέον να το επισκέπτεται το επίδικο ακίνητο αλλά ούτε και να το καλλιεργεί.

 

Σε ότι αφορά την θέση της Υπεράσπισης ότι από την στιγμή της ενημέρωσης που έλαβε από την Εναγόμενη για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της εντός του τεμαχίου του, ο ίδιος δεν επιχείρησε να ασκήσει οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα που του παρέχει ο νόμος και συνεπώς εφησυχάστηκε, ο μάρτυρας συμφώνησε αναφέροντας μάλιστα ότι το μόνο που έπραξε ήταν να καταχωρήσει την υπό εκδίκαση αγωγή εναντίον της Εναγόμενης.

 

Ερωτώμενος στην συνέχεια ο Μ.Ε.1 από την συνήγορο της Υπεράσπισης της Εναγόμενης αναφορικά με το πολεοδομικό καθεστώς του τεμαχίου του και πιο συγκεκριμένα για κατά πόσο υπήρξε από μέρους του οποιαδήποτε χρονική στιγμή η πρόθεση για μελλοντική ανέγερση οικοδομής, απάντησε ότι ουδέποτε είχε τέτοια πρόθεση αρνούμενος όμως να συμφωνήσει παράλληλα με την θέση που του τέθηκε ότι δηλαδή η Δήλωση Πολιτικής ενόψει των χαρακτηριστικών που διαθέτει το τεμάχιο του δεν του παρέχει ένα τέτοιο δικαίωμα. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας υπέδειξε ότι το επίδικο τεμάχιο διαθέτει μελλοντική προοπτική ανάπτυξης με κτίσιμο οικοδομής, καθότι σε κοντινό σημείο από αυτό, υπάρχουν άλλα τεμάχια που έχουν αναπτυχθεί με την ανέγερση οικοδομών. Τέλος, σε ότι αφορά το ποσό της αποζημίωσης που διεκδικεί, ο μάρτυρας ανάφερε ότι αυτό ανέρχεται στις €36,600.  

 

Επόμενος μάρτυρας από την πλευρά των Εναγόντων κλήθηκε και κατέθεσε ο Μ.Ε.3 Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αρχικά ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σπουδές του και γενικά στα προσόντα και την εμπειρία του ως εκτιμητής ακινήτων, καταθέτοντας προς υποστήριξη των όσων ανέφερε και σχετικά έγγραφα (Τεκμήριο 25). Ο Μ.Ε.3 ανέφερε ότι ενήργησε στη βάση των οδηγιών που του δόθηκαν από τον Μ.Ε.1 και τον Μ.Ε.2 με σκοπό να προβεί σε μελέτη για να εξακριβώσει τον βαθμό επηρεασμού του επίδικου ακινήτου από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης καθώς και ότι στην βάση των οδηγιών αυτών που του δόθηκαν διαπίστωσε τελικά ότι το ποσό της αποζημίωσης που θα πρέπει να καταβληθεί αναφορικά με την επιζήμια επίδραση στο εν λόγω ακίνητο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €79.317, δηλαδή ποσό €39,659 για τον κάθε ένα από τους δύο ιδιοκτήτες του. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την ακροαματική διαδικασία στο Δικαστήριο κατατέθηκαν συνολικά τέσσερις εκθέσεις εκτίμησης τις οποίες από την μια ο Μ.Ε.3 δεν αρνήθηκε κατά την αντεξέταση του ότι ετοιμάστηκαν από τον ίδιο,  αναγνωρίζοντας μάλιστα και την υπογραφή του.  Από την άλλη όμως  π ο Μ.Ε.3 υπέδειξε ότι το περιεχόμενο των δύο εξ αυτών των εκθέσεων δεν μπορεί να υιοθετηθεί από τον ίδιο για σκοπούς παράθεσης της μαρτυρίας του δίδοντας προς τούτο την δική του εξήγηση.  

 

Πιο συγκεκριμένα προκύπτει ότι ο Μ.Ε.3 ετοίμασε δύο εκθέσεις εκτίμησης αναφορικά με το ½ του τεμαχίου του οποίου η κυριότητα ανήκει στον Μ.Ε.1 (Τεκμήρια 12 και 13), καθώς και άλλες δύο εκθέσεις εκτίμησης αναφορικά με το μερίδιο κατά ½ που ανήκει στον Μ.Ε.2 (Τεκμήρια 23 και 24). Κατά την κυρίως εξέταση του ο Μ.Ε.3 υπέδειξε ότι δεν υιοθετεί και δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 12 και 23 ενόψει της ετοιμασίας πιο πρόσφατων εκθέσεων εκτίμησης, δηλαδή των Τεκμηρίων 13 και 24 το οποίο και υιοθετεί για τους λόγους που εξήγησε. Επίσης ο Μ.Ε.2 κατά την μαρτυρία του ζήτησε όπως του καταβληθούν και τα εκτιμητικά του έξοδα, ύψους €2,500 για έκαστην εκτίμηση που έχει ετοιμάσει και έχει υιοθετήσει για σκοπούς παράθεσης της μαρτυρίας του, δηλαδή των Τεκμηρίων 13 και 24.  

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.3 αμφισβητήθηκε τόσο για την επάρκεια των γνώσεων του όσο και για τα προσόντα και την εμπειρία του από την Υπεράσπιση, αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι η ετοιμασία από μέρους του τεσσάρων διαφορετικών εκθέσεων εκτίμησης καταδεικνύει από μέρους του δίχως άλλο ανεπάρκεια γνώσεων και εμπειρίας. Επίσης υποβλήθηκε στον Μ.Ε.3 και η θέση ότι η ανεπάρκεια των γνώσεων αλλά και η έλλειψη εμπειρίας από μέρους του καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι μόλις προσφάτως έχει αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο και εγγραφεί στο ΕΤΕΚ καθώς επίσης και ότι από τα συγκριτικά που ετοίμασε και έλαβε υπόψη, διαφάνηκε ότι προέβηκε σε λανθασμένους υπολογισμούς και συνακόλουθα σε λανθασμένα συμπεράσματα καθότι έλαβε υπόψη του μη συγκρίσιμα ακίνητα, είτε λόγο μεγέθους, είτε λόγω άλλων χαρακτηριστικών.

 

Από την άλλη, ο Μ.Ε.3 υπεραμυνόμενος των πιο πάνω θέσεων που του υποβλήθηκαν από την Υπεράσπιση, εξήγησε καταρχήν ότι κατά την στιγμή της ετοιμασίας των αρχικών εκθέσεων εκτίμησης, δηλαδή των Τεκμηρίων 12 και 23 δεν είχε επαρκή χρόνο στην διάθεση του για να ετοιμάσει τις εκθέσεις αυτές με αποτέλεσμα να γίνουν βιαστικά και έτσι ότι ο ίδιος θεώρησε ορθότερο να ετοιμάσει νέες εκθέσεις εκτίμησης, δηλαδή τα Τεκμήρια 13 και 24 οι οποίες είναι και πιο πρόσφατες. Σε σχέση με την συγκριτική μέθοδο την οποία και χρησιμοποίησε με σκοπό να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, ο Μ.Ε.3 διαφώνησε με την θέση της Υπεράσπισης ότι προέβηκε σε λανθασμένα ευρήματα για τους λόγους που του υποβλήθηκαν, όπως για παράδειγμα ότι δεν προέβηκε σε ορθές αναπροσαρμογές λόγω μεγέθους, ότι επίσης δεν έλαβε υπόψη ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και γενικά ότι χρησιμοποίησε τεμάχια με μη πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, υποδεικνύοντας δια μέσω των δικών του απαντήσεων ότι προέβηκε στην σωστή διεργασία με βάση την εκτιμητική μέθοδο για τον καθορισμό αποζημίωσης, αφού πρωτίστως εντόπισε τον ουσιώδη χρόνο της ζημιάς και στην συνέχεια τα πλησιέστερα τεμάχια από το επίδικο που έχουν και πανομοιότυπα χαρακτηριστικά. Σε ότι αφορά τώρα την θέση της Υπεράσπισης ότι το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο και άρα η βάση των δεδομένων που έλαβε υπόψη είναι λανθασμένη, ο Μ.Ε.3 επέμεινε στην θέση του ότι το επίδικο τεμάχιο δεν είναι περίκλειστο αφού αυτό εξυπηρετείται από δικαίωμα διάβασης.

 

Αναφορικά τώρα με την θέση του Μ.Ε.3 ο ουσιώδης χρόνος πρόκλησης της ζημιάς είναι η ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου και όχι οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία μετά από την εγκατάσταση της γραμμής και μετέπειτα ως η Υπεράσπιση υποστηρίζει,  υποβλήθηκε στον μάρτυρα η θέση ότι μέσα από το περιεχόμενο των εκθέσεων εκτίμησης του προκύπτει ότι ο ίδιος αυτοαναιρείται για την πιο πάνω θέση του, αφού και ο ίδιος έχει περιλάβει στις εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασε, αριθμό φωτογραφιών που έχουν λήφθηκαν περί το έτος . Ο Μ.Ε.3 απαντώντας εξήγησε ότι οι φωτογραφίες αυτές, ουδεμία σχέση έχουν με τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου και συνακόλουθα τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς, αλλά ότι αυτές τέθηκαν από τον ίδιο στις εκθέσεις εκτίμησης που έχει εκπονήσει, με μοναδικό σκοπό να καταδείξουν προς το Δικαστήριο την εικόνα που έχει σήμερα το επίδικο τεμάχιο μετά την εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων της Εναγόμενης καθώς και των πυλώνων που αυτά τα σύρματα στηρίζονται.  

 

Αναφορικά τώρα με την θέση του Μ.Ε.3 ότι τα ηλεκτροφόρα σύρματα που έχουν τοποθετηθεί άνωθεν του επίδικου τεμαχίου, εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία είναι επικίνδυνα και βλαβερά για τον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν ασθένειες και πιο συγκεκριμένα καρκίνο, ο μάρτυρας συμφώνησε με την θέση της Υπεράσπισης ότι δεν είναι ειδικός επί του ζητήματος τούτου καθώς και ότι όλα όσα έχει αναφέρει τα γνωρίζει μόνο μέσα από επιστημονικά άρθρα που έχει μελετήσει και τίποτα περισσότερο. Από την άλλη όμως υπέδειξε, ότι τεμάχια πάνω από τα οποία περνούν οι γραμμές της Εναγόμενης δεν αποτελούν πόλο έλξης ενδιαφερόμενων αγοραστών καθότι κανένας λογικός αγοραστής δεν θα προτιμήσει να αγοράσει αυτού του είδους τα τεμάχια, αλλά, τεμάχια που βρίσκονται πλησίον της θάλασσας, κοντά στο κέντρο πόλης και γενικά σε περιοχές που παρέχουν ανέσεις. Σε ότι αφορά τις πωλήσεις που η Υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι έχουν γίνει σε τεμάχια επηρεαζόμενα από τις γραμμές της Εναγόμενης όπως είναι και το επίδικο, ο Μ.Ε.3 εξήγησε ότι οι πωλήσεις αυτές δεν αντικατοπτρίζουν μια πραγματική εικόνα για το τι συμβαίνει στην αγορά και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρώτον διότι οι πωλήσεις αυτές δεν αφορούν γειτονικά τεμάχια με το επίδικο τεμάχιο και δεύτερον διότι οι πωλήσεις αυτές είναι μεμονωμένες σχετικά με τον αριθμό εκατομμυρίων πωλήσεων που γίνονται συνεχώς αναφορικά με τεμάχια που δεν επηρεάζονται από τις γραμμές.

 

Από την αντίπερα όχθη, η Μ.Υ.1 κλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης για να καταθέσει ως εκτιμήτρια ακινήτων και ετοίμασε μετά από εντολή της Εναγόμενης, έκθεση εκτίμησης την 09/06/16 αναφορικά με την αγωγή 1542/15 (Τεκμήριο 28) και  την 20/08/19 έκθεση εκτίμησης αναφορικά με την αγωγή 160/19 (Τεκμήριο 29). Η γραπτή δήλωση της μάρτυρας αποτελεί το Τεκμήριο 26 ενώ οι τίτλοι σπουδών και τα προσόντα της το Τεκμήριο 27. H M.Y.1 επεξήγησε κατά την μαρτυρία της, ότι οι εν λόγω εκθέσεις έγιναν με σκοπό τον υπολογισμό της επιζήμιας επίδρασης λόγω της διέλευσης των εναέριων γραμμών πάνω από το τεμάχιο χρησιμοποιώντας την συγκριτική μέθοδο. Σύμφωνα με την Μ.Υ.1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 09/06/16 που ετοίμασε την έκθεση εκτίμησης της αναφορικά με το επίδικο ακίνητο στα πλαίσια της αγωγής 1542/15, χωρίς την διέλευση της γραμμής είχε αγοραία αξία €46.000 ενώ μετά την εγκατάσταση των γραμμών η αξία μειώθηκε και υπολογίζεται στις €42,000 Ευρώ. Ως εκ τούτου σύμφωνα με την Μ.Υ.1 ο καθορισμός της αποζημίωσης του επίδικου ακινήτου υπολογίζεται στις €4,000, δηλαδή ανά ½ μερίδιο €2,000.  Σε ότι αφορά τώρα την αγοραία αξία που είχε το επίδικο ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 20/08/19, με βάση την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε στα πλαίσια της αγωγής 160/19 χωρίς την διέλευση της γραμμής αυτό είχε αγοραία αξία €73.500 ενώ μετά την εγκατάσταση των γραμμών η αξία μειώθηκε και υπολογίζεται στις €67.000. Ως εκ τούτου σύμφωνα με την Μ.Υ.1 ο καθορισμός της αποζημίωσης του επίδικου ακινήτου υπολογίζεται στις €6,500, δηλαδή ανά ½ μερίδιο €3,450.

 

Το εν λόγω τεμάχιο σύμφωνα με την Μ.Υ.1 εμπίπτει στην Πολεοδομική ζώνη Γ3 και η χρήση του είναι αποκλειστικά γεωργική. Προκύπτει μάλιστα σύμφωνα με την κα. Λαζάρου, ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και διαθέτει δικαίωμα διάβασης πλάτους τριών μέτρων και πέντε εκατοστών (3,05 μ) και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει οποιαδήποτε οικιστικής ανάπτυξης με βάση την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής. Αποτέλεσε επομένως βασική θέση της Μ.Υ.1, ότι, παρόλο που υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου ένα τεμάχιο παρά το γεγονός ότι εντάσσεται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 μπορεί να αναπτυχθεί και η αξία του να αυξηθεί, εν προκειμένω το συγκεκριμένο τεμάχιο στερείται αυτής της προοπτικής στο παρών στάδιο. Βεβαίως σύμφωνα με την Μ.Υ.1 η έκταση του επίδικου τεμαχίου είναι τέτοια που ακόμα και στην περίπτωση που θα διδόταν ή θα δοθεί Πολεοδομική άδεια για ανέγερση κατοικίας, αυτή δεδομένου του ότι η επίδικη γραμμή διαπερνά το τεμάχιο από το ακραίο δυτικό του μέρος, θα μπορούσε να χωροθετηθεί στο υπόλοιπο του μέρος ακόμα και για το ½ μερίδιο του κάθε Ενάγοντα χωρίς δηλαδή να αποτελεί εμπόδιο η διέλευση της γραμμής.

 

Η Μ.Υ.1 κατά την κυρίως εξέταση της και στην προσπάθεια της να υποστηρίξει τεκμηριωμένα την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε, παρουσίασε στο Δικαστήριο διάφορα έγγραφα καταθέτοντας τα ως τεκμήρια, με απώτερο σκοπό να καταδείξει ότι οι υπολογισμοί με βάση τους οποίους ο Μ.Ε.3 εκπόνησε τις δικές του εκτιμήσεις είναι λανθασμένοι καθότι έχει βασιστεί σε εσφαλμένους υπολογισμούς, αλλά και ότι, μεταξύ των εκθέσεων που έχουν ετοιμαστεί από τους δύο διαφορετικούς εκτιμητές της Ενάγουσας υπάρχουν στους υπολογισμούς που εκπόνησαν ουσιώδης διαφορές. Η Μ.Υ.1 υποστήριξε περαιτέρω ότι οι ουσιώδης αυτές διαφορές που εντοπίζονται στις εκθέσεις αφορούν κυρίως στο εμβαδό του επηρεασμού στο ακίνητο, στον ουσιώδη χρόνο υπολογισμού της επιζήμιας επίδρασης και κατά συνέπεια της αγοραίας αξίας, και εν τέλη της υπολογιζόμενης αποζημίωσης. Σε ότι αφορά την θέση της ότι ο Μ.Ε.3 προέβηκε σε λανθασμένους υπολογισμούς και εκπόνησε εσφαλμένες εκθέσεις εκτιμήσεις, η Μ.Υ.1 παρουσίασε στο Δικαστήριο και το Τεκμήριο 33 το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε αναφορικά με τα σχόλια τα οποία κατέγραψε σε σχέση με το περιεχόμενο της έκθεσης εκτίμησης του Τεκμηρίου 12.

 

Περαιτέρω και ιδιαίτερα προς υποστήριξη της θέσης της, ότι, η εγκατάσταση εναέριων γραμμών υψηλής τάσεως ρεύματος σε ένα ακίνητο δεν εξανεμίζει αυτομάτως και την προοπτική αυτό να πωληθεί, ως ήταν και ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.3, η Μ.Υ.1, κατέθεσε στο Δικαστήριο αναλυτικό πίνακα ακινήτων τα οποία ενώ επηρεάζονται από την εγκατάσταση γραμμής εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος (Τεκμήριο 35) εντούτοις έχουν πωληθεί. Περαιτέρω υπέδειξε μέσω του Τεκμηρίου 36 που παρουσιάστηκε, ότι μεταξύ ενός τεμαχίου που επηρεάζεται από εναέριες γραμμές ρεύματος σε σχέση με ένα άλλο που δεν επηρεάζεται, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ουσιώδης διαφορά ως προς την τιμή της πώλησης τους ακόμη και μετά την εγκατάσταση των γραμμών (Τεμάχιο 131 σε σχέση με το Τεμάχιο 135). Επίσης, προς υποστήριξη της θέσης της ότι τα τεμάχια που επηρεάζονται από την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος μπορούν να αξιοποιηθούν και άρα δεν υπόκεινται στο μέγεθος της ζημιάς που υποστηρίχθηκε από τον Μ.Ε.3, η Μ.Υ.1 παρουσίασε τα Τεκμήρια 37 και 38 στα οποία φαίνονται μέσα από αεροφωτογραφίες που κατέθεσε, ότι αυτά έχουν πράγματι αξιοποιηθεί, το μεν πρώτο δηλαδή το Τεμάχιο 500 – Τεκμήριο 37 δια της εγκαταστάσεως κτηνοτροφικής μονάδας ενώ σε ότι αφορά το δεύτερο, δηλαδή το Τεμάχιο 18 – Τεκμήριο 38 με φωτοβολταικό πάρκο.

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Υ.1 αρχικά αναφέρθηκε στα χαρακτηριστικά του επίδικου τεμαχίου καθώς και στον χρόνο που βασίστηκε σχετικά με την πρόκληση της ζημιάς σε αυτό. Αποτέλεσε βασική θέση της Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση της ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο παρά το γεγονός ότι με βάση το τίτλο ιδιοκτησίας έχει δικαίωμα διαβάσεως πλάτους 3,05 μέτρων κατά μήκος του δυτικού του συνόρου, καθότι σύμφωνα με την μάρτυρα το τεμάχιο αυτό δεν εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου.

 

Σε ότι αφορά τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς η Μ.Υ.1 αντεξεταζόμενη υποστήριξε την θέση, ότι ο υπολογισμός της ζημιάς έγινε με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία του έτους 2016 αναφορικά με το ½ του ακινήτου που εκτίμησε αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ.1542/15 ενώ σε ότι αφορά την αγωγή υπ. αρ. 160/19 την 20/8/19 , δηλαδή κατά τον χρόνο ετοιμασίας της έκθεσης της , αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις επρόκειτο για αποζημίωση και όχι για απαλλοτρίωση.  Σύμφωνα όμως με την θέση την οποία καταγράφει η μάρτυρας και στην γραπτή της δήλωση, λόγω του ότι οι εν λόγω αγωγές εκδικάζονται περί το έτος 2023  θεωρεί ως πρέπον και ορθό να ληφθεί υπόψη η τρέχουσα αγοραία αξία για το επίδικο ακίνητο η οποία εξάχθηκε με βάση την εκτίμηση που ετοίμασε την 20/08/19 δηλαδή με βάση το Τεκμήριο 29, και όχι με την προηγούμενη έκθεση εκτίμησης της. Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων αμφισβήτησε την ορθότητα των υπολογισμών στους οποίους προέβηκε η Μ.Υ.1 ένεκα του ότι στηρίχθηκε σε λανθασμένο χρόνο ως προς την εκτίμηση της ζημιάς δηλαδή περί το έτος 2016 και περί το έτος 2019  ενώ θα έπρεπε να θεωρήσει ως ουσιώδη χρόνο, την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση των γραμμών. Τέθηκε επίσης εκ μέρους της πλευράς των Εναγόντων στην Μ.Υ.1 η θέση, ότι η ίδια ενήργησε επί σκοπό και πιο συγκεκριμένα μεροληπτικά και χωρίς την δέουσα αντικειμενικότητα, καθότι υπάκουσε τυφλά στις οδηγίες που της δόθηκαν από την Εναγόμενη για να υπολογίσει την ζημιά με βάση την αξία του ακινήτου κατά τα πιο πάνω έτη όπου οι τιμές ήταν κατά πολύ πιο χαμηλές συγκριτικά με τις τιμές των ακινήτων κατά το έτος 2009 όπου δόθηκε και η συγκατάθεση, πριν δηλαδή από την περίοδο της οικονομικής κρίσης που είχε επέλθει στην Κύπρο.  Η Μ.Υ.1 δεν αποδέχτηκε την πιο πάνω θέση αναφέροντας ότι δεν μπορεί να γνωρίζει πότε έχει αρχίσει να επέρχεται η ζημιά στο ακίνητο, καθώς και ότι η ζημιά που επήλθε δεν είναι ουσιώδης αφού το εν λόγω τεμάχιο δεν εμπίπτει εντός της οικιστικής ζώνης και άρα η μείωση της αξίας του υπολογίζεται λόγω του περιορισμού στην ανάπτυξη του μελλοντικά. Αποδέχθηκε όμως από την άλλη κατά την αντεξέταση της, την θέση της πλευράς των Εναγόντων ότι αν ο χρόνος υπολογισμού της ζημιάς ήταν διαφορετικός από αυτό που η ίδια έλαβε υπόψη, σαφώς και ο υπολογισμός της αποζημίωσης, δηλαδή το ποσό που θα έπρεπε να επιδικαστεί,  θα ήταν και διαφορετικό.

 

Σε ότι δε αφορά τις ερωτήσεις που τέθηκαν στην μάρτυρα αναφορικά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Δήλωση Πολιτικής, η Μ.Υ.1 συμφώνησε με την θέση της Ενάγουσας, ότι πράγματι είναι δυνατή σε κάποιες περιπτώσεις η οικιστική ανάπτυξη, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον Νόμο. Αποτέλεσε όμως βασική θέση της Μ.Υ.1 ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις για οικιστική ανάπτυξη όπως καθορίζονται από την Δήλωση Πολιτικής καθότι εκτός του ότι αυτό είναι περίκλειστο, απέχει συν τοις άλλοις πέραν του 1,5 χιλιόμετρων σε ευθεία πορεία από την κατοικημένη περιοχή του χωριού Στρουμπί και 2,2 χιλιόμετρα απόσταση, βόρεια του κυρίου δρόμου Στρουμπί – Πολέμι .  

 

Επίσης η Μ.Υ.1 αντεξετάστηκε και σε σχέση με τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στα δικά της συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγόντων ότι έχει χρησιμοποιήσει για σκοπούς ετοιμασίας των δικών της εκθέσεων εκτίμησης τεμάχια συγκρίσιμα με το επίδικο. Σε ότι αφορά την χρήση του ακίνητου κάτω από τις γραμμές ήτοι εντός του άξονα των 15 ½  μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών, αποτέλεσε βασική θέση της Μ.Υ1 ότι ο εκτιμητής της Ενάγουσας λανθασμένα έλαβε υπόψη ότι αχρηστεύετε παντελώς το πιο πάνω κομμάτι της γης, καθότι αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί χωρίς από την άλλη να διαφωνεί με το ότι πέραν των 12 ½ μέτρων σε περίπτωση ανέγερσης οικοδομής χρειάζεται να απέχει επιπλέον 3 μέτρα δεξιά και αριστερά, ήτοι σύνολο 15 ½ μέτρων εκατέρωθεν από τον νοητό άξονα της γραμμής σύμφωνα με τους κανόνες Μεταφοράς και Διανομής.  

 

Γενικά η Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση της αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγόντων για όλες τις θέσεις τις οποίες προέβαλε όσο και αναφορικά με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στις εκθέσεις εκτιμήσεις που εκπόνησε. Ήταν και αποτέλεσε βασική θέση της πλευράς των Εναγόντων, ότι η Μ.Υ.1 ενήργησε μεροληπτικά υπέρ της Εναγόμενης και σε καμία περίπτωση τα όσα υπέδειξε στο Δικαστήριο δεν καταδεικνύουν από μέρους της αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με τις οποίες υποστήριξαν ο καθένας τους το αξιόπιστο της εκδοχής τους.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων έχουν καταγραφεί και τις έχω μελετήσει με προσοχή και η βοήθεια που μου παρείχαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές επισημάνσεις τους στάθηκαν πολύ υποβοηθητικές. Όπου κριθεί αναγκαίο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά  σε αυτές όπως και σε παράθεση αποσπασμάτων από αυτές στο κατάλληλο σημείο έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

 

Γεγονότα που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την μαρτυρία και είναι μη αμφισβητούμενα  

 

Οι Ενάγοντες κατά τον ουσιώδη στις παρούσες αγωγές χρόνο, είναι οι ιδιοκτήτες κατά ½ έκαστος του χωραφιού με αριθμό εγγραφής 0/7536, Φ./Σχ. 45/05, Τεμάχιο 675 με συνολικό εμβαδό 18,395 τ.μ στην Τοποθεσία Λούρες του Λαουθκιού στην Κοινότητα Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου. Ο διαχωρισμός του εν λόγω τεμαχίου έγινε κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ενώ επίσημος διαχωρισμός δεν βρίσκεται καταχωρημένος στο Κτηματολόγιο. Το χωράφι αυτό εντάσσεται στην Πολεοδομική Ζώνη Γ3 η οποία διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 1990 του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Την 14/07/2006 η Εναγόμενη την Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/00407/2004 και στη συνέχεια τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις, για αποξήλωση της υφιστάμενης εναέριας γραμμής Ανατολικό – Πόλης Χρυσοχούς και εγκατάσταση νέας, με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας και της Πολεοδομικής Έγκρισης υπογράφηκε την 31/01/2008 μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, συμφωνία η οποία και προνοεί ότι, η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του ίδιου Νόμου σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την ως άνω αναφερόμενη Πολεοδομική Άδεια. Η Εναγόμενη ακολούθως προχώρησε με τη διαδικασία για την εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους ιδιοκτήτες του επηρεαζόμενου επίδικου ακινήτου με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και προς τούτο με επιστολή της ημερομηνίας 04/11/2008 προς τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ζήτησε τη συγκατάθεσή της.

 

Επειδή οι Ενάγοντες, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 όμως δεν ανταποκρίθηκαν στην πιο πάνω επιστολή της Εναγόμενης, η τελευταία αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου, ζητώντας έτσι την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση της προτιθέμενης εναέριας γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170. Την 04/03/2009 ο Έπαρχος Πάφου υπό τους όρους της συμφωνίας, έδωσε τη συγκατάθεσή του (Τεκμήριο 5). Έτσι οι Ενάγοντες ενημερώθηκαν από την Εναγόμενη με επιστολή ημερομηνίας 09/03/2009 ότι ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεσή, επισυνάπτοντας μάλιστα αντίγραφο της εν λόγω συγκατάθεσης στην συγκεκριμένη επιστολή. Οι Ενάγοντες ενώ έλαβαν την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε διαβήματα για προσβολή είτε της Πολεοδομικής Άδειας ούτε της απόφασης της Εναγόμενης η οποία ολοκληρώθηκε με την συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου. Καμία δε απαίτηση για αποζημίωση προώθησε πέραν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

Ο Μ.Ε.1 μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής υπ. αρ. 1542/15 και ο Μ.Ε.2 μέχρι την καταχώρηση της αγωγής 160/19, δεν είχαν αποταθεί στην Πολεοδομική Αρχή με σκοπό να τους χορηγηθεί άδεια για την ανέγερση μονάδας κατοικίας. Ούτε μέχρι και σήμερα βεβαίως αποτάθηκαν στην Εναγόμενη για να της υποδείξουν ότι οι γραμμές που έχουν τοποθετηθεί, αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της επηρεαζόμενης γης, δηλαδή του επίδικου ακίνητου, παρουσιάζοντας οποιαδήποτε άδεια οικοδομής για να μετακινηθεί ο εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί στο εν λόγω τεμάχιο γης ως άλλωστε αυτό υποδείχθηκε στους Ενάγοντες δια μέσω των επιστολών που τους αποστάλθηκαν την 04/11/08 (Τεκμήριο 2 και Τεκμήριο 15), αντίστοιχα.  

 

Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη επί των δικογράφων της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων στα οποία ανωτέρω υπέδειξα. Επομένως το μόνο ζήτημα που θα απομένει για να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, είναι αυτό των αποζημιώσεων, εφόσον τα υπόλοιπα ζητήματα είναι καθαρά νομικά ζητήματα.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης. Σημειώνεται ότι αφής στιγμής οι υπό κρίση αγωγές συνεκδικάζονται με βάση το διάταγμα συνένωσης που έχει εκδοθεί το γεγονός αυτό από μόνο του, εξ υπακούει και την κοινή εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που εγέρθηκαν σε κάθε μια εκ των αγωγών που καταχωρήθηκαν αφού εν πάση περίπτωση στα δικόγραφα της Υπεράσπισης της Εναγόμενης προβάλλονται οι ίδιες προδικαστικές ενστάσεις αντίστοιχα.

 

Προκύπτει δε από τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά ότι η 1η, η 3η ,4η και 5η προδικαστική ένσταση αναφορικά με την αγωγή υπ.αρ 1542/15 και με τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά αναφορικά με την 1η, 3η και 4η προδικαστική ένσταση αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ.160/19,αφορούν ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα και αλληλένδετα καθότι αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό αδυναμία προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και κατ’ επέκταση στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς που εγείρονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και να εκδώσει τα επιζητούμενα υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ διατάγματα, ως αυτά καταγράφονται στο παρακλητικό της κάθε μιας Έκθεσης Απαίτησης που έχει καταχωρηθεί.

 

Σημειώνεται ότι αναφορικά με τα ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων παρά το γεγονός ότι απέσυρε περί την 27/10/23 τα παρακλητικά των Εκθέσεων Απαίτησης, υπό στοιχεία Α - Δ, εντούτοις παραμένουν προς εξέταση τα παρακλητικά υπό στοιχεία Ε), Στ) και Κ) και Ε), Στ) και Λ) της αντίστοιχης παραγράφου 19 στις Εκθέσεις Απαίτησης, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν και να επιδιώκουν την απόδοση αποζημιώσεων και πάλι στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Εναγόμενης.

 

Απόλυτα σχετική με τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις είναι η Ανδρέας Λάντου κ.α. ν. Γεωργίας Συμεού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/10, απόφαση ημερομηνίας 07/03/2014. Στην εν λόγω υπόθεση οι Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων /Εναγόμενων αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητό τους στο οποίο η Εφεσείουσα / Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση πασσάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα / Εναγόμενου 1. Ομοίως, ως και στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Έπαρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του δικαίωσε τους Ενάγοντες / Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεστεί παράνομη επέμβαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.α. ν. Μ. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Η πιο πάνω όμως απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατράπηκε κατ’ έφεση με το Ανώτατο Δικαστήριο να αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. 

…..

 

Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.  Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Χαράλαμπος Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί ως κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η Εναγόμενη εξασφάλισε όλες τις αναγκαίες Πολεοδομικές Άδειες και Εγκρίσεις για την εγκατάσταση της γραμμής η οποία θα επηρέαζε τόσο άλλα πολλά ακίνητα όσο και το επίδικο. Στην συνέχεια και ενώ ζητήθηκε από τους Ενάγοντες να παραχωρήσουν την συγκατάθεση τους για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής εντός του τεμαχίου τους, και αφού δεν δόθηκε από τους ίδιους μια τέτοια συγκατάθεση, η Εναγόμενη προχώρησε στη λήψη της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου. Μετά την λήψη της πιο πάνω συγκατάθεσης και αφού η τελευταία κοινοποιήθηκε και στους Ενάγοντες με σχετική επιστολή, η Εναγόμενη εισήλθε στο επίδικο ακίνητο εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες για την τοποθέτηση των εναέριων καλωδίων.

 

Αφής στιγμής λοιπόν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, είναι πασιφανές, ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα εισόδου στο επίδικο ακίνητο ενώ από την άλλη οι Ενάγοντες δεν προέβηκαν σε κανένα δικονομικό διάβημα ως και οι ίδιοι αποδέχτηκαν κατά την μαρτυρία τους, για να προσβάλουν την απόφαση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση τη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου η οποία και είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι το παρών Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και κατ’ επέκταση να αποφασίσει τις εν λόγω Αγωγές στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες υπό στοιχεία Ε, ΣΤ και Κ και Ε, ΣΤ και Λ αντίστοιχα οι οποίες και επιζητούνται στις Εκθέσεις Απαίτησης. Εν πάση περιτπώση θεωρώ ότι το γεγονός και μόνο ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης έλαβαν χώρα κάτω από το νομικό πλαίσιο και τον μανδύα του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και δεν έχουν αμφισβητηθεί με προσφυγή, αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προσδίδεται η αναγκαία νομιμότητα στην τοποθέτηση της εναέριας γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου κατά τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση (βλ. Κοσμά ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1980) 2 J.S.C. 350, Κυμίσης ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Δαλίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 628).

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον το ζήτημα αυτό προκύπτει μέσα από την 6η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Εναγόμενη στο δικόγραφο της Υπεράσπισης που έχει καταχωρηθεί στην αγωγή υπ. αρ. 1542/15 καθώς και της 5η προδικαστικής ένστασης που εγέρθηκε με το δικόγραφο της Υπεράσπισης στην αγωγή υπ. αρ. 160/19. Απάντηση φυσικά στο πιο πάνω ερώτημα δύναται να δώσουν τα δικόγραφα της Έκθεσης Απαίτησης γι’ αυτό και θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο των εν λόγω δικογράφων με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί ή όχι την μοναδική αιτία αγωγής που προωθείται, ή κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος καθώς και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ως ήταν η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας στην τελική του αγόρευση.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο της Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα -Μ.Ε.2 στην αγωγή υπ. αρ. 160/19 προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι οι επί το πλείστο οι παράγραφοι αναφέρονται  στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης της Εναγόμενης επί του επίδικου ακινήτου σε συνάρτηση πάντοτε με την απουσία συγκατάθεσης του ίδιου του Ενάγοντα, θεωρώ ότι εντοπίζεται σε κάποιες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης έστω και συγκαλυμμένα ενώ σε άλλες ρητά, όπως δηλαδή στις παραγράφους 11 και 15, ότι η παρούσα αγωγή προωθείται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων του Ενάγοντα επί την βάση του άρθρου 23(3)του Συντάγματος. Σε ότι αφορά τώρα το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης που έχει καταχωρηθεί στην αγωγή υπ. αρ. 1542/15 θα πρέπει να αναφέρω ότι  θεωρώ ότι εντοπίζεται έστω και συγκαλυμμένα ότι η παρούσα αγωγή προωθείται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων του Ενάγοντα Μ.Ε1 παρόλο που στο δικόγραφο αυτής της αγωγής δεν γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο διατυπώνω προκύπτει μέσα από το σύνολο των δικογραφημένων ισχυρισμών της συγκεκριμένη Έκθεσης Απαίτησης και ειδικότερα από τα όσα δικογραφούνται στην παράγραφο 11, 12, 13 και 15 αφού μάλιστα όπως διασαφηνίζεται η διέλευση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του επίδικου ακινήτου προκαλεί συνεχή ζημιά και ειδικότερα ουσιώδη μείωση στην αξία του, αξιώνοντας ως ζημιά την εν λόγω επίδραση. Αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη δύναται να εκληφθεί ότι στοιχειοθετεί μια δεύτερη βάση αγωγής, αυτής της κατ’ ισχυρισμό πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να αποδοθεί δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους  ανεπάρκειας (βλ. Γιώργος Χριστοδούλου κ.α ν. Antonius HMF Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802).

 

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι ιδιαίτερα στην αγωγή υπ. αρ. αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ. 1542/15  δεν επιζητείται ρητά θεραπεία επί την βάση του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, εφόσον τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στις Εκθέσεις Απαίτησης είτε ρητά είτε και συγκαλυμμένα, μπορούν να στοιχειοθετήσουν και τη θεραπεία για τη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου που επέφεραν οι δεσμεύσεις που τέθηκαν από την Εναγόμενη και οι οποίες αποτελούν περιορισμό υπό τον μανδύα του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προκύπτει ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που προωθεί η Εναγόμενη αντίστοιχα και στις δύο αγωγές αναφορικά με το ζήτημα αυτό, απορρίπτονται αφού έχει κριθεί ότι έστω και συγκεκαλυμμένα αναφορικά με την αγωγή 1542/15 ενώ και ρητά και συγκαλυμμένα αναφορικά με την αγωγή 160/19, αποκαλύπτεται και δεύτερη βάση αγωγής που είναι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των Εναγόντων Μ.Ε1 και Μ.Ε.2, η οποία κατ’ ισχυρισμό προκαλεί σε αυτούς ζημιά την οποία και αξιώνουν να τους αποδοθεί υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

 

Παραμένει λοιπόν για εξέταση και η 2η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι οι αγωγές, στην έκταση που αυτές αφορούν στην απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης ζημιάς και/ή μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη καθότι οι Ενάγοντες δεν ενεργοποίησαν τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, και ειδικότερα δεν απέστειλαν γραπτή απαίτηση αποζημίωσης στην Εναγόμενη ως το άρθρο 67 του ίδιου Νόμου προβλέπει.

 

Στην παρούσα υπόθεση μέσω της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης τόσο άνωθεν όσο και εντός του τεμαχίου των Εναγόντων, προκάλεσε περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ο οποίος βεβαίως και ρυθμίζεται από το άρθρο 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170 (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233). Σε περίπτωση δε τέτοιου περιορισμού ο οποίος τυχόν κριθεί ότι μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, το ποσό της αποζημίωσης, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής γενικά και αόριστα για αποζημιώσεις, αφού το εν λόγω άρθρο σαφώς παραπέμπει σε «νόμο» ο οποίος εν προκειμένω είναι ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ο Περί Πολεοδομίας Νόμος και οι δυνάμει αυτού Κανονισμοί, Ν. 90/72. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με ζητήματα αποζημίωσης εφαρμογή σύμφωνα με την συνήγορο έχουν τα άρθρα 67 και 68 τα οποία διέπουν την διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για καθορισμό των αποζημιώσεων. Πιο συγκεκριμένα η πλευρά της Εναγομένης υποστηρίζει την θέση ότι ενόψει της εξασφάλισης Πολεοδομικής Έγκρισης αλλά και στην βάση της συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Εναγόμενη η οποία προνοεί ότι οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι οφείλει η τελευταία στους Ενάγοντες αυτές θα πρέπει να καθοριστούν στην βάση του άρθρου 68 του Ν. 90/72 και συνεπώς δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επιλογής στους Ενάγοντες για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις με καταχώρηση αγωγής σε πολιτικό Δικαστήριο, ως έχουν εν προκειμένω πράξει, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 διαδικασία.  

 

Καταρχήν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 23(3) του Συντάγματος καθορίζει τα εξής :

 

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Τα δε άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 προνοούν τα ακόλουθα :

 

67.-(1) Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:

 

Νοείται ότι ο Υπουργός, αφού ικανοποιηθή ότι, λόγω απουσίας εκ Κύπρου, ασθενείας ή άλλης ευλόγου αιτίας, ο απαιτών αποζημίωσιν εκωλύθη από του να επιδώση ειδοποίησιν της απαιτήσεως του εντός της εν τω παρόντι εδαφίω οριζομένης προθεσμίας, δύναται να παραχωρήση (προ, κατά ή μετά την ημερομηνίαν κατά την οποίαν προθεσμία προς υποβολήν απαιτήσεως άλλως θα εξέπνεε) τοιαύτην παράτασιν προθεσμίας διά την υποβολήν τοιαύτης απαιτήσεως οία θα ήτο υπό τας περιστάσεις εύλογος.

 

(2) Πάσα ειδοποίησις απαιτήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον να γενήται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

(3) Εάν, εντός εξ μηνών από της υπό της Πολεοδομικής Αρχής λήψεως απαιτήσεως υποβληθείσης συμφώνως προς το παρόν άρθρον, η Πολεοδομική Αρχή και ο απαιτών δεν δυνηθώσι να καταλήξωσιν εις συμφωνίαν επί της δυνάμει του παρόντος Νόμου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως, η αποζημίωσις αύτη καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι οσάκις η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποιή εις οιονδήποτε απαιτούντα ότι κατά την άποψιν αυτής ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή και η τοιαύτη άποψις της Πολεοδομικής Αρχής δεν διαμφισβητήται υπό του αιτητού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός τριών μηνών από της γνωστοποιήσεως ταύτης, ο απαιτών θεωρείται ως συμφωνήσας εις το ότι ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή.

 

(4) Πάσα προσφυγή εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν υπό του Δικαστηρίου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως θα γένηται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

 

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

 

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της Εναγομένης οι οποίες και προβάλλονται προς υποστήριξη της εξεταζόμενης προδικαστικής ένστασης σε κάθε μια εκ των αγωγών αντίστοιχα, με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά της, οι πιο πάνω εισηγήσεις της δεν με βρίσκουν καθόλου σύμφωνο. Και αυτό γιατί πρωτίστως δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο η θέση της Εναγομένης ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για υποστήριξη ανεξάρτητου αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπόθεση Αγωγή 5019/80 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των Εναγουσών για αποζημιώσεις αποκλειστικά και μόνο στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι δεν αξιωνόταν ρητά θεραπεία με βάση το εν λόγω άρθρο αφού οι εκεί Ενάγουσες περιορίστηκαν στη δικογράφηση γεγονότων και ισχυρισμών προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους για παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης στο ακίνητό τους. Σχετική επίσης με το πιο πάνω ζήτημα είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους Μιχάλης Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 2143 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

   

«Με τις διατάξεις του άρθρου 10  του Νόμου, ο νομοθέτης θέτει σειρά αρχών προς το σκοπό προσδιορισμού της δικαίας και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Δικαία θεωρείται η αποζημίωση η οποία εξισούται με την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στην αξία του ακινήτου, όπως διασαφηνίζεται στις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.15/62. Η παράγραφος (η) του άρθρου αυτού ορίζει ότι η καταβλητέα αποζημίωση αυξάνεται για ποσό ανάλογο προς την προγενέστερη μείωση της αξίας του κτήματος λόγω περιορισμών τεθέντων: (σ.738,  Ν.25/83)

 

«...... δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι περιορισμοί στη χρήση ακινήτου οι οποίοι μειώνουν ουσιωδώς την αξία του  παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) παρέχει ο νομοθέτης τη δυνατότητα καταβολής στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, πρόσθετης αποζημίωσης την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται  βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου. Στην Κούλουμου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10(η) του Νόμου.

 

…………………..

 

Όπως επεξηγείται στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργαλλίδου κ. άλλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, το άρθρο 10(η) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα προσθήκης στην καταβλητέα αποζημίωση και οιουδήποτε ποσού το οποίο κρίνεται καταβλητέο λόγω προηγούμενων περιορισμών στη χρήση του κτήματος, που τέθηκαν βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Η αποζημίωση περί ου ο λόγος εξισούται με την αποζημίωση που θα εδικαιούτο να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης με αγωγή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 23.3  του Συντάγματος.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Χρήσιμη και κατατοπιστική ανάλυση επί του ζητήματος αυτού σε σχέση με τη δυνατότητα πολίτη να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια για καθορισμό αποζημιώσεων σε περίπτωση επιβολής περιορισμών στη βάση των προνοιών του Συντάγματος γίνεται και στο σύγγραμμα του Ανδρέα Α. Συμεού, «Η προστασία της Ιδιοκτησίας και η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση της στην Κύπρο» όπου στη σελίδα 54 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόνοια στον νόμο για καταβολή αποζημιώσεων, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του να απαιτήσει, με βάση τον “υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας”, τέτοιες αποζημιώσεις. Η απαίτηση υποβάλλεται, κατ’ αρχήν στην αρμόδια αρχή και στη συνέχεια, αν δεν υπάρξει συμφωνία, στο Δικαστήριο».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος σαφώς μπορεί να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση αγώγιμου δικαιώματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε υποστήριξή του από ειδικό νόμο, αφού εξάλλου η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος προνοεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί όρος, δέσμευση ή περιορισμός, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζόμενη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».

 

Αδιαμφισβήτητα στην παρούσα περίπτωση επιβλήθηκαν στην επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία περιορισμοί οι οποίοι επιτεύχθηκαν μετά από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Από το έτος που λήφθηκε η συγκατάθεση είναι φανερό ότι η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα για καταβολή ή προσφορά αποζημίωσης προς την Ενάγουσα. Στην υπόθεση Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου λέχθηκε ότι «η υπό της Αρχής προταθείσα με το Τεκ.5 αποζημίωση ήταν, πέραν από την υποχρέωσή της να προσφέρει αποζημίωση με βάση τις ιδιαίτερες πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, προσπάθεια διευθέτησης της οικονομικής διαφοράς, έτσι που η μη αποδοχή της να αποτελεί «διαφωνία», που επιτρέπει στις ιδιοκτήτριες να εγείρουν την αγωγή στο Πολιτικό Δικαστήριο.».

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 και 15 που έχουν κατατεθεί και αποτελούν τα έντυπα  συγκατάθεσης που αποστάλθηκαν στους Ενάγοντες προς υπογραφή, η Εναγόμενη δηλώνει την δέσμευσή μόνο «εάν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών, και παρουσιαστεί άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η ΑΗΚ αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίηση της γης ή εάν η ΑΗΚ θεωρεί την εν λόγω μετακίνηση ανέφικτη, να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο». Σαφώς λοιπόν στα εν λόγω έγγραφα δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη αναφορά για δέσμευση της Εναγόμενης να αποζημιώσει τους Ενάγοντες για οποιαδήποτε άλλη ζημιά που τυχόν η διέλευση των εναέριων γραμμών θα επέφερε στο ακίνητο τους. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε πρόθεση της Εναγομένης να διαβουλευτεί με τους Ενάγοντες και να την αποζημιώσει διευθετώντας έτσι την τυχόν οικονομική διαφορά που θα προέκυπτε στην μεταξύ τους σχέση με τους Εναγόμενους, πλην των λόγων που εκτίθονται επί του Τεκμηρίου 2 και 15, και συνεπώς αυτό δεν μπορεί παρά μονό να θεωρηθεί ως «διαφωνία» η οποία δίδει το δικαίωμα στους Ενάγοντες να προχωρήσουν στην διεκδίκηση αποζημιώσεων σε Πολιτικό Δικαστήριο με βάση την πρόνοια του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος.

 

Αποτέλεσε επιπλέον εισήγηση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι εφόσον οι Ενάγοντες δεν ενεργοποίησαν τις πρόνοιες του άρθρου 67 του Ν.90/72 υποβάλλοντας στην Πολεοδομική Αρχή και/ή στην Εναγόμενη απαίτηση αποζημίωσης κωλύονται από το προωθούν την απαίτηση τους για αποζημιώσεις. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση οι Ενάγοντες δεν συνδέουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ζημιά που υπέστησαν και συνεχίζουν να υπόκεινται με οποιαδήποτε πράξη της Πολεοδομικής Αρχής και συνεπακόλουθα με την εφαρμογή του Ν. 90/72 αλλά με τις πράξεις της Αρχής Ηλεκτρισμού και συνεπώς η οποιαδήποτε απαίτηση της εδράζεται στις πρόνοιες του Νόμου 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, το οποίο θεωρώ ότι παρέχει τη δυνατότητα για αναζήτηση αποζημιώσεων για τον εν λόγω περιορισμό.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και η δεύτερη προδικαστική ένσταση σε κάθε αγωγή δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο προκλήθηκε ουσιώδης ζημιά ή ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου συνεπεία της της διέλευσης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης άνωθεν του εν λόγω ακινήτου. Την απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα σαφώς επίκεται να δώσει η εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προηγηθεί βεβαίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν από την μαρτυρία που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, προκύπτει, ότι, υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι, αναγκαίο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη τους, να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για να καθοριστούν τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα, βάσει των οποίων, εν συνεχεία, το Δικαστήριο θα εξετάσει / αξιολογήσει για να κρίνει, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Συναφώς, έχει νομολογηθεί, ότι, το Δικαστήριο, είναι επιτρεπτό να περιοριστεί στο να εξετάσει εκείνη την μαρτυρία και όπου, σε σχέση με αυτή, είναι απαραίτητο, προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η αξιολόγησή τους θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια για το ζήτημα αυτό νομολογία (βλ. Ζαβρού v. Χαραλάμπους(1996) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Τέλος σημειώνω ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα και της συνοχής της σε σχέση προς τη δικογραφείσα εκδοχή της κάθε πλευράς. Ως λέχθηκε στη Γιώργου Παπαγεωργίου ν Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ 24

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. [...] Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.».

 

Ο Μ.Ε.1 είναι ο ιδιοκτήτης του ½ του επίδικου τεμαχίου. Κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο απαντούσε άμεσα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν από και συνεπώς δεν διέκρινα να διακατέχεται από έλλειψη ειλικρίνειας αφού από τα όσα καταμαρτυρούσε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν διαφάνηκε ότι ήθελε να αποκρύψει ή ακόμα να παραποιήσει την αλήθεια. Αξίζει να σημειωθεί βεβαίως ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα αφορά σε γεγονότα τα οποία είναι μη αμφισβητούμενα, αφού αυτά αφορούν είτε στο ιστορικό της ενημέρωσης που έλαβε από την Εναγομένη για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της, είτε στην συγκατάθεση που δόθηκε από τον Έπαρχο Πάφου για την τοποθέτηση της εναέριας γραμμής, είτε ακόμη στην μη άσκηση οποιονδήποτε άλλων δικονομικών διαβημάτων από μέρους του πέραν της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, είτε τέλος στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου του. Σε ότι αφορά δε την κατάθεση των εκθέσεων εμπειρογνωμοσύνης από μέρους του και δη αρχικά του Τεκμηρίου 11 που αφορά την έκθεση εκτίμησης του κ. Νικόλα Γερμανού, αυτό που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι ο συγκεκριμένος εκτιμητής δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει και να υποστηρίξει το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης που αφορά τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει αναφορικά με το ποσό της αποζημίωσης που έχει δοθεί με αποτέλεσμα η εν λόγω μαρτυρία να είναι εξ’ ακοής για την οποία και δεν μπορώ να προσδώσω ουδεμία βαρύτητα εφόσον καμία απολύτως δικαιολογία ή και εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο για ποιο λόγο ο κ. Νικόλας Γερμανός που την εκπόνησε δεν έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να καταθέσει. Δεν παραγνωρίζω ότι, με βάση τις πρόνοιες του περί Αποδείξεων Νόμου, Κεφ.9, κατ’ εξαίρεση του αναλλοίωτου κανόνα, επιτρέπεται η προσκόμιση εξ ακοής μαρτυρίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας διάδικος απαλλάσσεται από την ευθύνη του να ενεργεί σύμφωνα και με τον κανόνα απόδειξης που επιβάλλει την προσκόμιση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας εκεί που τούτο είναι ευχερές. Παραπέμπω δε στην ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ ν. XIAODAN LIU, Έφεση Αρ. 13/2015, 5/10/2016. Τα ίδια ισχύουν βεβαίως και σε ότι αφορά το περιεχόμενου του Τεκμήριου 22 το οποίο έχει επίσης κατατεθεί και αφορά την έκθεση εκτίμησης του Νικόλα Γερμανού ημερ. 17/02/19.

 

Σε ότι αφορά τώρα την έκθεση εκτίμησης του Μ.Ε.3 Τεκμήριο 12 την οποία ο Μ.Ε.1 επίσης κατέθεσε, θα πρέπει να αναφέρω ότι ο κ. Πολυκάρπου κατά την μαρτυρία του είχε αρνηθεί να υιοθετήσει το εν λόγω έγγραφο, δηλαδή το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έκθεσης εκτίμησης καθότι όπως ο ίδιος ανέφερε, την αναιρεί. Μάλιστα εξήγησε ότι η συγκεκριμένη έκθεση εκτίμησης έχει αντικατασταθεί από το Τεκμήριο 13 το οποίο και έχει υιοθετήσει αναφορικά με τα συμπεράσματα που εκπόνησε σε σχέση με αγωγή 1542/15. Αφής στιγμής λοιπόν το Τεκμήριο 12 δεν έχει υιοθετηθεί από τον μάρτυρα για σκοπούς παράθεσης της μαρτυρίας του και αφού όπως ο ίδιος ο μάρτυρας εξήγησε αυτή δεν έχει πλέον οποιαδήποτε ισχύ, συνεπάγεται ότι και το περιεχόμενο του εν λόγου εγγράφου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Τα ίδια βεβαίως αυτομάτως ισχύουν και σε ότι αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 23 σε σχέση πάντοτε με την αγωγή 160/19 το οποίο ο Μ.Ε.3 επίσης δεν έχει υιοθετήσει για τους ίδιους πάντοτε λόγους που υπέδειξε.

 

Από το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 αυτό που δεν μπορώ να αποδεχτώ βεβαίως είναι την θέση του ότι λόγω της ύπαρξης της εναέριας γραμμής καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο ευθύνεται για την πρόκληση σοβαρών ασθενειών. Και αυτό διότι το εν λόγω μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 αποτελεί την γνώμη του και μόνο, με αποτέλεσμα τα όσα έχουν αναφερθεί από τον μάρτυρα επί του ζητήματος τούτου να είναι μετέωρα εφόσον δεν στηρίζονται σε οποιοδήποτε επιστημολογικό ή γνωσιολογικό υπόβαθρο. Συνεπώς και η πιο πάνω θέση του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω ο Μ.Ε.1 κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο πλην του σημείου το οποίο ανωτέρω έχω υποδείξει.

 

Ερχόμενος τώρα στην μαρτυρία του Μ.Ε.2 η οποία όπως ανέφερα κινήθηκε ουσιαστικά στα ίδια πλαίσια με αυτήν του Μ.Ε.1, επίσης δεν έχω διαπιστώσει εξετάζοντας το περιεχόμενο της οτιδήποτε που να μπορώ να αναφέρω ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ειλικρινής κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Τουναντίον διαπίστωσα ότι έλεγε την αλήθεια για τα όσα γνώριζε εφόσον απαντούσε στις ερωτήσεις που του τέθηκαν με αμεσότητα και σαφήνεια χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό. Όπως ο ίδιος ο Μ.Ε.2 εξήγησε στο Δικαστήριο, το μεγάλο του παράπονο από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής ρεύματος ήταν κυρίως το γεγονός ότι αναγκάστηκε να μην επισκέπτεται την περιουσία του και πιο συγκεκριμένα το τροχόσπιτο που είχε εκεί εγκαταστήσει λόγω του φόβου που του είχε δημιουργηθεί για την υγεία τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του από την εγκατάσταση της γραμμής. Ο Μ.Ε.3 δεν ήταν βεβαίως σε θέση να αναφέρει με ακρίβεια ότι πράγματι η εγκατάσταση της εν λόγω γραμμής εγκυμονεί τους συγκεκριμένους κινδύνους που ο ίδιος υπέδειξε.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί, ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση καθότι αφορά σε γεγονότα τα οποία είναι παραδεκτά και από τις δύο πλευρές.

 

Συνεπακόλουθα ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή πλην των όσων έχει αναφέρει σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής καθότι δεν είναι ειδικός επί των συγκεκριμένων θεμάτων που υπέδειξε.

 

Η μόνη μαρτυρία που απομένει λοιπόν για να εξεταστεί, και η οποία θεωρώ ότι είναι η πιο ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση για την απόδειξη του μεγέθους της ζημιάς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης στο επίδικο τεμάχιο, είναι αυτή των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταθέσουν ως εκτιμητές ακινήτων, δηλαδή του Μ.Ε.3 εκ μέρους της Ενάγουσας και της Μ.Υ.1 εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και η Μ.Υ.1 αντεξετάστηκαν και από την μια αλλά και από την άλλη πλευρά αναφορικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους σε θέματα αντεξέτασης τα οποία και αμφισβητήθηκαν εκατέρωθεν. Παρά την αμφισβήτηση όμως που υπήρξε αναφορικά και με τους δύο μάρτυρες, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί τα προσόντα των εν λόγω μαρτύρων, οι τίτλοι σπουδών τους καθώς και το βιογραφικό τους σημείωμα, τα οποία και αποτελούν έγγραφα που στην ουσία τους παρά τις υποβολές που έχουν τεθεί δεν έχουν αμφισβητηθεί. Στρεφόμενος τώρα στην θέση που εγέρθηκε από  πλευράς της Εναγόμενης κατά την γραπτή της αγόρευση, ότι δηλαδή η ετοιμασία από μέρους του Μ.Ε.3 δύο διαφορετικών εκθέσεων εκτίμησης για κάθε μια αγωγή που έχει καταχωρηθεί, αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη που να καταδεικνύει από μέρους του έλλειψη εμπειρίας αλλά και αναξιοπιστίας με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να πρέπει να απορρίψει την μαρτυρία του και ουσιαστικά να μην τον αποδεχτεί ως εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων, με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά της Υπεράσπισης η πιο πάνω θέση που έχει προβληθεί δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Και αυτό γιατί είμαι της γνώμης ότι η ετοιμασία από μέρους του Μ.Ε.3  δύο διαφορετικών εκθέσεων αναφορικά με την κάθε υπόθεση καθώς και η δικαιολογία που προβληθεί από μέρους του κατά την ακροαματική διαδικασία αναφορικά με την ετοιμασία των εκθέσεων αυτών, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει αυτομάτως και τους μοναδικούς λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει στα πιο πάνω συμπεράσματα που η ευπαιδευτή συνήγορος της Υπεράσπισης έχει εισηγηθεί προς το Δικαστήριο.  Δεν παραγνωρίζω μάλιστα ότι και η πλευρά της Υπεράσπισης δια μέσω της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 που δόθηκε κατά την αντεξέταση της, μετά από σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου της πλευράς των Εναγόντων, ούτε η ίδια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει για διάφορα ζητήματα που τέθηκαν κατά την αντεξέταση της, όπως για παράδειγμα για το πότε είχε ξεκινήσει η ζημιά στο ακίνητο, για το πότε χρονολογικά είχε τοποθετηθεί η επίδικη γραμμή, για το αν δόθηκε συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες του εν λόγω τεμαχίου και για το κατά πόσο είχε εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια και πολεοδομική έγκριση. Το Δικαστήριο όμως θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα πιο πάνω ζητήματα που προέκυψαν κατά την μαρτυρία είτε της μία είτε της άλλης πλευράς κατ’ απομόνωση και μικροσκοπικά.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν καταθέσει τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και η Μ.Υ.1 με σκοπό να υποστηρίξουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους, καθώς κυρίως και το σύνολο απαντήσεων που έδωσαν αλλά και των θέσεων που έχουν υποστηρίξει κατά την δια ζώσης μαρτυρίας τους αλλά και μέσα από τις εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασαν, ιδιαιτέρα δε τα όσα υποστήριξαν και αιτιολόγησαν αναφορικά με τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης  της ζημιάς στο εν λόγω ακίνητο, τα χαρακτηριστικά του εν λόγω ακινήτου, το ποσοστό και το μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης άνωθεν του επίδικου τεμαχίου καθώς και την μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν με σκοπό να καταλήξουν έκαστος στα δικά του συμπεράσματα, έχω πεισθεί ότι τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και η Μ.Υ.1 κατέχουν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται όσο και την εμπειρία για να κριθούν ως εμπειρογνώμονες εκτιμητές ακινήτων.  Εξάλλου σημειώνεται ότι τα έγγραφα που αφορούν τα προσόντα τους δεν έχουν αμφισβητηθεί και στην ουσία τους από την κάθε πλευρά. Σημειώνεται μάλιστα ότι παρά το γεγονός ότι ο Μ.Ε.3 δεν έχει αποκτήσει σαφέστατα την εμπειρία που η Μ.Υ.1 διαθέτει στον χώρο εκτίμησης ακινήτων, το γεγονός αυτό και μόνο από μόνο του σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει και την έλλειψη εμπειρίας από μέρους του. Εξάλλου η εμπειρία του Μ.Ε.3 προκύπτει πέραν του μικρού χρονικού διαστήματος που ασχολήθηκε με το εν λόγω αντικείμενο σε σχέση με την Μ.Υ.1 και από το σύνολο των απαντήσεων του επί των κρίσιμων ζητημάτων που απάντησε όπως ανωτέρω ανέφερα, αντεξεταζόμενος κατά την μαρτυρία του για την οποία λόγος θα γίνει αμέσως πιο κάτω.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και η Μ.Υ.1 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτιμήσεων ακινήτων και ως πρόσωπα τα οποία μπορούν να προβούν στις εκτιμήσεις τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο.  

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Επίσης έχει τονιστεί ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα εμπειρογνώμονα στο εδώλιο είναι, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωστεί η αξιοπιστία του (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβράαμ (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1441). Ακόμα έχει κριθεί και επιβεβαιωθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ΄ ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984 και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Αυγουστή (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ.  528).

 

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν πρέπει να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1020). Σημειώνεται ότι η ανάγκη για την παράθεση τεκμηριωμένων στοιχειών από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, τίθεται και στην υπόθεση SΥΝCON LTD v. Ανδρέα Χρίστου (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1314.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά στα όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει αξιόπιστο από τις μαρτυρίες.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει ως αξιόπιστα. Στην υπόθεση μεταξύ Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. ALEXIA & POLIS ESTATES LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 987 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Work Ltd (1971) 1 C.L.R. 146 το Εφετείο υπέδειξε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει "να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο" (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1622). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 619).

 

Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1399 η απουσία συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ποια μαρτυρία είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ποια μαρτυρία στήριξε την απόφαση του για υπολογισμό των αποζημιώσεων οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στη Δημητρίου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 1 Α.Α.Δ. 34, το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε άλλα αντικειμενικά κριτήρια, κατέληξε στο ποσοστό 10% για την επαύξηση του εναπομείναντος κτήματος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί το Εφετείο δεν είχε την απαραίτητη πρωτογενή αξιολόγηση του "αποδεικτικού υλικού προς αποτίμηση, πάνω στη βάση διαφορετικών δεδομένων της σημασίας της εξαγγελίας της κατασκευής της λεωφόρου".

 

Στη Φαντάρου ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν είχε, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει, επίσης, αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετη εφόσον "στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος" (Βλ. και Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 376). Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ένας από τους λόγους παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται στην έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη της αντίστοιχης εκτίμησης των δύο εκτιμητών και το μόνο δικαστήριο το οποίο ενδείκνυται να αποφανθεί αναφορικά με αυτό το θέμα είναι το δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες όταν θα καταθέτουν ενώπιον του και όχι το Εφετείο (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. CYEMS LTD (1992) 1 A.A.Δ. 1182, 1195 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60))."

 

Στην υπόθεση Φαντάρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στην Charalambous (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν πολλά σοβαρά μειονεκτήματα στις εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της η μαρτυρία του ενός ή του άλλου από τους δύο εκτιμητές. Έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή της Rashid Ali (πιο πάνω) έκαμε τους δικούς του υπολογισμούς και προσαρμογές μετά από εξέταση της μαρτυρίας στο σύνολό της. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης προέβει σε σύγκριση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων με το κάθε ένα από τα συγκριτικά τεμάχια και έκαμε τις προσαρμογές εκείνες που θεώρησε αναγκαίες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών δεν ήταν το αποτέλεσμα εικοτολογίας ούτε και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Βασίσθηκαν και οι δύο εκτιμητές πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Ο μεν εκτιμητής του εφεσείοντα πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων, ο δε εκτιμητής της εφεσίβλητης πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις χωραφιών. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί στην Charalambous (πιο πάνω) στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Ακολουθεί πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη εφόσον στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 376).»

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία των δύο εκτιμητών στηρίζεται στις εκθέσεις που ετοίμασαν, υιοθέτησαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο ενώ κατέθεταν ενώπιον μου. Σε ότι αφορά τις εκθέσεις εκτίμησης του Μ.Ε.3 (Τεκμήριο 12 και Τεκμήριο 23) το περιεχόμενο των οποίων δεν υιοθετήθηκε από τον ίδιο κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας του για τους λόγους που ο ίδιος εξήγησε στο Δικαστήριο, θα πρέπει να τονίσω ότι, τα όσα αφορούν τις συγκεκριμένες εκθέσεις εκτίμησης σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν ούτε αντικείμενο σχολιασμού στην παρούσα υπόθεση αλλά ούτε και αξιολόγησης ενόψει του ότι όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας υπέδειξε ότι οι συγκεκριμένες εκθέσεις εκτίμησης δεν βρίσκονται σήμερα σε ισχύ ενόψει της ετοιμασίας από μέρους του νέων εκθέσεων εκτίμησης της οποίες και έχει υιοθετήσει (Τεκμήριο 13 και Τεκμήριο 24).

 

Αδιαμφισβήτητα το περιεχόμενο της μαρτυρίας των εκτιμητών συγκρίθηκε και συνεκτιμήθηκε για σκοπούς αξιολόγησης με τις εκθέσεις που ετοίμασαν κυρίως δε σε ότι αφορά τους πίνακες συγκριτικών πωλήσεων ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, εφόσον και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο όπως εξήγησαν για να καταλήξουν στο ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στο επίδικο τεμάχιο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η συγκριτική μέθοδος είναι η πιο πειστική και κατ’ εξοχήν εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμούς της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί και την μοναδική μέθοδο αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι, ανάλογα με την ιδιαίτερη χρήση του υπό εκτίμηση ακινήτου, όπως είναι η μέθοδος ανάπτυξης, τουριστικής, οικιστικής ή άλλης. Στον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και δυνατότητες της γης περιλαμβανομένης και της ανάπτυξής της όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Cripps Compulsory Acquisition of Land, 10η έκδοση, σελ. 885 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 206, παράγρ. 250.  

 

Υπογραμμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της συγκριτικής μεθόδου εκτίμησης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως την ύπαρξη πωλήσεων περιουσίας συγκρίσιμης σε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ακινήτων όπως και πωλήσεων κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκριτικές πωλήσεις ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτίμησης, είναι επιτρεπτή η αναδρομή σε άλλες πωλήσεις είτε πριν είτε μετά τον υπό κρίση ουσιώδη χρόνο για σκοπούς εκτίμησης (βλ. Σεργίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339, 344). Όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα ενός συγκρίσιμου ακινήτου με το επίδικο ακίνητο, τόσο ασφαλέστερο είναι να στηριχθεί κάποιος στην τιμή πώλησης του ως ένδειξη της αξίας του υπό κρίση ακινήτου στην ελεύθερη αγορά.

 

Και οι δύο μάρτυρες κατ' αρχήν κρίνεται ότι επιχείρησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας όλα τα στοιχεία που έκριναν ως ορθά, προκειμένου να καθοριστεί το δίκαιο ποσό της αποζημίωσης.  Δεν παρατηρείται απόκρυψη στοιχείων τα οποία θα επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο που θα αποφανθεί το Δικαστήριο.  Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε μπορεί να κάνει αποδεκτή πλήρως τη γνώμη των δύο μαρτύρων και αποδέχεται μόνο μέρος της μαρτυρίας τους.

 

Αν και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο εκτίμησης εντούτοις υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ τους όσον αφορά τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας. Το μεγάλο αυτό χάσμα που παρατηρείται οφείλεται και περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από 3 άξονες: (1) τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, (2) το εμβαδό του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και (3) το ποσοστό επηρεασμού που επέφερε ο περιορισμός στο ακίνητο.   

Ο Μ.Ε.3 δια μέσω των Τεκμηρίων 13 και 24 υιοθέτησε ως αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το ποσό των €20,66 τ.μ. ανά τετραγωνικό μέτρο έχοντας υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 04/03/2009, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού χρησιμοποίησε συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν περί τα έτη 2007 και 2008, πλησίον δηλαδή του ουσιώδη χρόνου. Τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι η επιλογή του να θεωρήσει την 04/03/2009 ως τον ουσιώδη χρόνο είναι η ορθή, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου ήταν καθοριστική, ενόψει του ότι το ακίνητο υφίστατο τον περιορισμό καθότι η απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει την επίδικη γραμμή ήταν καθοριστική.

Από την άλλη η Μ.Υ.1, θεώρησε ως ορθό χρόνο για να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου την ημερομηνία ετοιμασίας της τελευταίας εκτίμησής της ως ίδια υπέδειξε και κατά την μαρτυρία της (Τεκμήριο 29), δηλαδή την 20/08/19, κατά την οποία όπως ανέφερε της δόθηκε και η εντολή από την Εναγόμενη να ετοιμάσει έκθεση αναφορικά με την αγωγή 160/19 αφού την έκθεση εκτίμησης της αναφορικά με την αγωγή 1541/15 (Τεκμήριο 28) την είχε ετοιμάσει την 09/06/16, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο. Μέσα από την τελευταία έκθεση που ετοίμασε και υιοθέτησε κατά την μαρτυρία της, για σκοπούς υπολογισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου θεώρησε ότι το ποσό των €4 ανά τετραγωνικό μέτρο είναι το ικανοποιητικό για να χρησιμοποιήσει έντεκα συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν μεταξύ των ετών 2017 -  2019. Η Μ.Υ1 κατά την μαρτυρία της υποστήριξε μάλιστα ότι αυτό το έπραξε διότι οι όροι εντολής της από την Εναγόμενη ήταν να υπολογιστεί η τρέχουσα αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου, αφού ο υπολογισμός στον οποίο θα προέβαινε δεν ήταν σε σχέση με απαλλοτρίωση ακινήτου και έτσι δεν όφειλε να λάβει υπόψη τον χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  Από την άλλη βεβαίως η ίδια η μάρτυρας στην έκθεση εκτίμησης που έχει ετοιμάσει (σελ. 17 - 18) αναφέρεται στο οικονομικό σκηνικό και δη στις οικονομικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στην Κύπρο με το κούρεμα των καταθέσεων και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος περί το έτος 2013 με συνεπακόλουθο και την μετέπειτα απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος.

Η θέση των δύο μαρτύρων ως προς τον ουσιώδη χρόνο διαφάνηκε ότι ήταν άρδην διαφορετική με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου και συνεπακόλουθα της πρέπουσας καταβλητέας αποζημίωσης να διαφέρει κατά πολύ.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 23(3) του Συντάγματος η υποχρέωση της Αρχής να καταβάλει αποζημίωση γεννάται άμεσα με την επιβολή του περιορισμού και πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατό με συνεπακόλουθο η υποχρέωση αυτή να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ζημιά που επέρχεται στο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει να υφίσταται τον περιορισμό. Εν προκειμένω ο χρόνος δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλος εκτός από την 04/03/09 όταν ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεση του καθιστώντας έτσι οριστική την απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει τον επίδικο εξοπλισμό της, τόσο εντός όσο και άνωθεν του επίδικου τεμαχίου γης.  Το γεγονός και μόνο ότι οι Ενάγοντες επέλεξαν να κινηθούν δικαστικά καταχωρώντας τις πιο πάνω αγωγές περί το έτος 2015 και περί το έτος 2019 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνει και την υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει την αποζημίωση που της αναλογεί, αφού από την άλλη οι Ενάγοντες επιχειρούν με τον τρόπο αυτό αναπόφευκτα, να προασπιστούν τα Συνταγματικά τους δικαιώματα και να διεκδικήσουν την αποζημίωση που τους αναλογεί για την ζημιά που έχουν υποστεί.  

Κρίνω λοιπόν ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο επήλθε η ζημιά στο ακίνητο και ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου, ενώ από την άλλη κρίνω ότι η θέση της Εναγόμενης ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος που της δόθηκε η εντολή για την ετοιμασία της έκθεσης εκτίμησης της αναφορικά με το επηρεαζόμενο ακίνητο καθότι ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί από πλευράς της, σε αντίθεση πάντοτε με την κατάληξη μου η οποία και στηρίζεται στην εφαρμογή του ίδιου του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

Είναι φανερό μετά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η έκθεση εκτίμησης της Μ.Υ.1 σε ότι αφορά τον υπολογισμό και τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου με βάση τις τιμές των ετών 2017 - 2019 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτό διότι τα εν λόγω συγκριτικά που η μάρτυρας χρησιμοποίησε για να εξάγει συμπεράσματα έλαβαν χώρα κατά πολύ πιο μετά από τον χρόνο ο οποίος έχει αποφασιστεί ως ο ουσιώδης.  Στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας v. Παπουή, (2004) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πωλήσεις που απέχουν χρονικά από την δημοσίευση της γνωστοποίησης δεν παρέχουν βάση για ακριβή συμπεράσματα.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προχωρώ να εξετάσω τώρα κατά πόσο οι συγκριτικές πωλήσεις που λήφθηκαν υπόψη από τον Μ.Ε.3 δικαιολογούν και την αποδοχή της μαρτυρίας του. Κρίνω όμως αναγκαίο πριν προχωρήσω στο στάδιο αυτό, να εξετάσω τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και συνεπώς δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποια από τα συγκριτικά τεμάχια που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Μ.Ε.3 στην έκθεση που εκπόνησε αλλά και ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας προέβηκε σε λανθασμένες αναπροσαρμογές. Σύμφωνα με την πλευρά την πλευρά της Υπεράσπισης, το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο ενόψει του ότι, παρά το γεγονός ότι αυτό διαθέτει  εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης πλάτους 3,05 μέτρων εντούτοις αυτό σύμφωνα και με την Διαδικτυακή Πύλη του Κτηματολογίου, Τεκμήριο 30, είναι περίκλειστο. Αντίθετη βεβαίως ήταν η θέση του Μ.Ε.3 ο οποίος υποστήριξε κατηγορηματικά ότι αφής στιγμής υπάρχει το  εγγεγραμμένο μονοπάτι στο εν λόγω ακίνητο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί περίκλειστο.   

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας κατά νου και το Τεκμήριο 40 το οποίο αφορά την Εντολή 1/1194 δυνάμει του άρθρου 6 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου η οποία έχει κατατεθεί και αποτελεί μη αμφισβητούμενο γεγονός ως προς το περιεχόμενο της σε σχέση πάντοτε με τον καθορισμό της ενιαίας πολιτικής και ομοιόμορφης πρακτικής που αφορά την ερμηνεία του όρου «ικανοποιητική προσπέλαση» στα πλαίσια αιτήσεων για σκοπούς χορηγήσεως πολεοδομικής άδειας, προκύπτει μέσα από τα άρθρα 2.9 ότι το μονοπάτι θεωρείται ως ικανοποιητική προσπέλαση για σκοπούς της συγκεκριμένης εντολής όταν αυτό έχει πλάτος τουλάχιστον περί τα 4 μέτρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οχήματα εφόσον προηγουμένως έχουν εξασφαλιστεί οι συγκαταθέσεις των επηρεαζόμενων ιδιοκτησιών και έχει κατατεθεί αίτηση της οικίας Τοπικής Αρχής για την εγγραφή του ως δημοσίου δρόμου.  

Έχοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω καθώς και την μαρτυρία που έχει προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν έχει αμφισβητηθεί, ότι δηλαδή το εν λόγω τεμάχιο έχει δικαίωμα διαβάσεως πλάτους 3,05 μέτρων κατά μήκος του δυτικού του συνόρου και όχι πλάτους πέραν των 4 μέτρων ως η ανωτέρω Εντολή καθορίζει για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων για χορήγηση Πολεοδομιής άδειας, καθώς και ότι το εν λόγω τεμάχιο δεν εφάπτεται ούτε και το ίδιο επί οποιουδήποτε εγγεγραμμένου δρόμου, καταλήγω ότι πράγματι το εν λόγω τεμάχιο είναι περίκλειστο.

Συνεπώς και καταλήγω στο συμπέρασμα το οποίο συνακόλουθα αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο.

Στρεφόμενος τώρα στις συγκριτικές πωλήσεις που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1 υπ’ αριθμό 1 – 7 κρίνεται ότι αυτή που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης είναι μόνο η συγκριτική πώληση που αφορά στο τεμάχιο  201  Φ/ΣΧ 3561 υπό στοιχείο 6 στον πίνακα συγκριτικών πωλήσεων του Τεκμηρίου 13 και του Τεκμηρίου 24,  καθότι είναι και η μόνη που διαθέτει συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με το επίδικο αφού όπως και ο ίδιος ο Μ.Ε.3 αναφέρει στον συγκριτικό του πίνακα πρόκειται για τεμάχιο περίκλειστο το οποίο διαθέτει σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του, τα οποία και καταγράφει στην σελ. 11 των Τεκμηρίων 13 και 24 δικαίωμα διάβασης όπως ομοίως και το επίδικο. Σε ότι μάλιστα αφορά τις αναπροσαρμογές στις οποίες ο Μ.Ε.3 προβαίνει είτε λόγω τοποθεσίας είτε λόγω μεγέθους θεωρώ ότι αυτές είναι ορθές, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αναπροσαρμογές που έχει πραγματοποιήσει αναφορικά με τα υπόλοιπα συγκριτικά τεμάχια. Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες συγκριτικές πωλήσεις στις οποίες  ο Μ.Ε.3 έχει λάβει υπόψη και δεν έχω αποδεχτεί, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκριτικό υπό στοιχείο 1 δεν διαθέτει συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με το επίδικο εφόσον αυτό εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου ενώ σε ότι αφορά τα υπόλοιπα συγκριτικά παρατηρώ ότι ο Μ.Ε.3 προέβηκε σε θετικές αναπροσαρμογές λόγω πρόσβασης ενώ δεν θα έπρεπε να προβεί σε καμία απολύτως αναπροσαρμογή καθότι το επίδικο τεμάχιο ήταν και αυτό περίκλειστο όπως και τα συγκριτικά που είχε λάβει υπόψη. Ως υποδείχθηκε δε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπούη αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να επιλέξει εκείνες τις συγκριτικές πωλήσεις κτημάτων που έχουν τα ίδια νομικά κα φυσικά χαρακτηριστικά με το επίδικο, κατά περίπτωση, επειδή μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την πραγματική αξία του επίδικου κτήματος.

Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα της πώλησης του τεμαχίου 201 – συγκριτικό υπό στοιχείο 6 το οποίο αποδέχομαι - σε σχέση πάντοτε με το επίδικο, δεν θεωρώ ότι το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της πώλησης του πρώτου, δηλαδή την 17/04/07 από  την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου την 04/03/2009 είναι απαγορευτικό χρονικό διάστημα για σκοπούς σύγκρισης στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται για χρονικό διάστημα 23 περίπου μηνών μόνο. Εξάλλου αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών ότι οι τιμές των ακινήτων ήταν αυξημένες πριν από την οικονομική κρίση και το κούρεμα των Τραπεζών (απόφαση του Euro Group ημερ. 16/03/13) που έλαβε χώρα περί το έτος 2013. Συνεπώς η απόσταση που υπάρχει μεταξύ της πώλησης και της συγκατάθεσης δεν μπορεί να κριθεί απαγορευτική για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στη νομολογία δεν καθορίζεται χρονικά πόσο είναι επιτρεπτό ή λογικό να ανατρέξει κανείς για να πάρει συγκριτικά στοιχεία, εκτός από την περίπτωση των 8 ετών όπως κρίθηκε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπουής (ανωτέρω). 

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ότι το προαναφερόμενο ακίνητο, δηλαδή το Τεμάχιο 201 είναι το μόνο που συνιστά ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο αφού τα χαρακτηριστικά του με βάση τις αναπροσαρμογές που έχουν γίνει, προσομοιάζουν με το ακίνητο  για να υπολογιστεί και να καθοριστεί η εύλογη τιμή για την κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του επίδικου ακινήτου.

Στη βάση δε της υπολογιζόμενης τιμής των €14,55 που έχω καταλήξει ότι ήταν αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο την 04/03/2009 αποτελεί συνεπώς εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανερχόταν σε €267,647,25 έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε 18,395 τ.μ.  

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι υπήρξε διάσταση ως προς τις θέσεις και των δύο εμπειρογνωμόνων αναφορικά με το ποσοστό της άμεσα επηρεαζόμενης έκτασης του επίδικου ακινήτου από την διέλευση των γραμμών. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.3 υποστήριξε την θέση ότι το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος των 15,50 μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών αντιστοιχεί σε 2,337 τ.μ.  ενώ παράλληλα σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάζεται έμμεσα και επιπλέον μέρος γης 15 μέτρων εκατέρωθεν του κέντρου διέλευσης των γραμμών το οποίο αντιστοιχεί σε 2,274 τ.μ. Ως προς τον άμεσο επηρεασμό ο Μ.Ε.3 τον εντάσσει σε ποσοστό 100 % ενώ ως προς τον έμμεσο επηρεασμό σε ποσοστό 60%. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ως προς το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου υπάρχει και επηρεασμός της τάξης του 1 %.

Από την αντίπερα όχθη η Μ.Υ.1 υποστηρίζει μέσω της δικής της εκτίμησης ότι το εμβαδό επηρεασμού αντιστοιχεί στα 12,5 μέτρα δεξιά και αριστερά των γραμμών και όχι στα 15,5 μέτρα ως υποστηρίχθηκε από τον Μ.Ε.3. Σύμφωνα μάλιστα με την κα. Λαζάρου, επειδή το επίδικο ακίνητο εντάσσεται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 και το ενδεχόμενο ανάπτυξης του στο μέλλον είναι περιορισμένο, η άμεσα επιζήμια επίδραση σε αυτό ανέρχεται στο 30 % στο επηρεαζόμενο μέρος του επίδικου ακινήτου, ενώ στο υπόλοιπο μέρος ήτοι στα 13,784 τ.μ υπάρχει ο επηρεασμός της τάξης του 5 %.

Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι από τη διέλευση της εναέριας γραμμής επιβάλλεται περιορισμός οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος της εν λόγω γραμμής σε λωρίδα γης πλάτους 25 τετραγωνικών μέτρων (12.5 τετραγωνικά μέτρα ένθεν και ένθεν της γραμμής).  Ο M.E.3 αμφισβήτησε ότι οι Ενάγοντες δεν θα πρέπει να επωμιστούν και τα  επιπλέον τετραγωνικά μέτρα που απαιτούνται και τα οποία ο ίδιος έλαβε υπόψη ως πολεοδομικούς περιορισμούς διευκρινίζοντας καθότι εάν δεν τοποθετείτο η επίδικη εναέρια γραμμή, οι Ενάγοντες, σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης, θα έπρεπε να αφήσουν 3 τετραγωνικά μέτρα απόσταση από το σύνορο ενώ τώρα, ένεκα της διέλευσης της επίδικης γραμμής, θα υποχρεωθούν να αφήσουν αυτά τα 3 τετραγωνικά μέτρα, αριστερά και δεξιά της γραμμής.  

Καταρχήν αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το άρθρο 32 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, απαγορεύεται η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής κάτω ή κοντά στις εναέριες γραμμές μεταφοράς, εκτός εάν εξασφαλιστεί η γραπτή συγκατάθεση του αναδόχου. Περαιτέρω εξετάζοντας την μαρτυρία της Μ.Υ.1 η ίδια φαίνεται να αναιρεί την θέση που προέβαλε κατά την εκπόνηση της έκθεσης εκτίμησης της, ότι ο άμεσος επηρεασμός από την διέλευση της γραμμής έγκειται στα 12,5 μέτρα αφού μάλιστα στην ίδια έκθεση δεν φαίνεται να διαφωνεί με την θέση του Μ.Ε.3 ότι σε περίπτωση ανέγερσης οικοδομής αυτή θα πρέπει να απέχει σε οριζόντια απόσταση τουλάχιστον 15,5 μέτρα από τον νοητό άξονα (κέντρο) μιας εναέριας γραμμής με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει ως προς το σημείο αυτό του άμεσου επηρεασμού τους υπολογισμούς τους οποίους προέβηκε ο Μ.Ε.3 ο οποίος υποστήριξε ότι σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης αυτή θα πρέπει να γίνει σε απόσταση 15.5 τετραγωνικών μέτρων δεξιά και αριστερά της γραμμής, με αποτέλεσμα η ύπαρξη της γραμμής να επηρεάζει λωρίδα γης σε πλάτος όχι 25 τετραγωνικά μέτρα αλλά 31 τετραγωνικά μέτρα κατά μήκος της γραμμής.

Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κρίνω λοιπόν, ότι η άμεσα επηρεαζόμενη έκταση γης του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στα 2,337 τ.μ και όχι στο σύνολο των τετραγωνικών μέτρων που αντιστοιχούν στους υπολογισμούς της Μ.Υ.1 με βάση τα 12 ½ μέτρα εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής.

Τέλος, δεν υπήρξε σύγκλιση ούτε και ως προς το ποσοστό επιζήμιας επίδρασης που η διέλευση της επίδικης εναέριας γραμμής επιφέρει στην αξία του επίδικου ακινήτου. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που εδώ το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει δεν είναι αν υπάρχει ή όχι επιζήμια επίδραση στο επίδικο ακίνητο, αλλά το ποσοστό της επίδρασης αυτής. Και τούτο, γιατί ως ήδη έχει λεχθεί, είναι σε τελική ανάλυση κοινά αποδεκτό ότι τέτοια επιζήμια επίδραση υπάρχει.

Ο Μ.Ε.3 καθόρισε το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης σε ποσοστό 100% επί του άμεσα επηρεαζόμενου εμβαδού του επίδικου ακινήτου, το οποίο ως έχει κριθεί ανωτέρω είναι 2,337 τετραγωνικά μέτρα, και σε ποσοστό 60% αναφορικά με 2,274 τμ. Σε ότι αφορά το εναπομείναν μέρος του επίδικου ακινήτου ήτοι αυτό των 13,784 τ.μ. επίσης υποστήριξε ότι υπάρχει επηρεασμός της τάξης του 1%.  Ο μάρτυρας για να αιτιολογήσει την εν λόγω κατάληξή του ανέφερε ότι ένεκα της διέλευσης ηλεκτροφόρων καλωδίων δημιουργούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία, ως υποστήριξε, είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς περιλαμβανομένου του ανθρώπου. Τέτοιου είδους φαινόμενα, συνέχισε, ως είναι η ύπαρξη ηλεκτροφόρων καλωδίων και/ή πυλώνων προκαλούν το φαινόμενο του δημόσιου φόβου (public fear), ζήτημα για το οποίο υπάρχει πληθώρα άρθρων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται και να αποφεύγει να αγοράζει ακίνητα κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Περαιτέρω υποστήριξε ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητους περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.

Πέραν των πιο πάνω ήτο η θέση του Μ.Ε.3. ότι τα επίδικα καλώδια προκαλούν πέραν του δημόσιου φόβου και οχληρία αισθητική αλλά και ηχητική. Περαιτέρω η ύπαρξη των καλωδίων επηρεάζει και τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών αφού τα γεωργικά μηχανήματα δεν μπορούν να διέρχονται με ασφάλεια κάτωθεν της εναέριας γραμμής ενώ το τεμάχιο διχοτομείται με αποτέλεσμα η καλλιέργεια του επί το πλείστο να είναι αδύνατη και περιορίζει τη μελλοντική χρήση της γης.

Κατά την μαρτυρία του ο Μ.Ε.3 και πιο συγκεκριμένα στις εκθέσεις εκτίμησής που εκπόνησε υποστήριξε την θέση ότι η διέλευση της επίδικης γραμμής επηρεάζει τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών με αποτέλεσμα το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές να καταστρέφεται  ολοσχερώς και να μην μπορεί να καλλιεργηθεί καθόλου, καθότι καθίσταται αδύνατη η καλλιέργεια του τεμαχίου ως ενιαία επιφάνεια  για τους λόγους που εξηγεί στις εν λόγω εκθέσεις εκτίμησης.

Με όλο τον σεβασμό προς τον μάρτυρα τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου είναι εντελώς θεωρητικά και δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε ασφαλή δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να λάβει υπόψη ούτως ώστε να κριθεί ότι πράγματι ο επηρεασμός που προκύπτει ως προς την χρήση αυτού του σημείου της γης που βρίσκεται κάτωθεν των γραμμών είναι της τάξης του 100 %  όπως και έχει υποστηρίζει. Μάλιστα όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν του επηρεασμού που προκύπτει σε αυτού του είδους τεμάχια που έχουν εγκατασταθεί γραμμές ή ακόμα και σε γειτονικά τεμάχια το ενδεχόμενο της πώλησης τους και της αγοράς τους δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού όπως ήδη έχει διαφανεί από την μαρτυρία της Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο άλλα παρόμοια τεμάχια με το επίδικο φαίνεται να έχουν πωληθεί, θέση την οποία και αποδέχομαι.

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.3 ότι η ύπαρξη των εν λόγω γραμμών προκαλεί δημόσιο φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ερωτώμενος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να τοποθετείται επί ζητημάτων υγείας και προβλημάτων που ενδεχόμενα προκαλούν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, συμφώνησε ότι πράγματι δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε και είναι ειδικός αναφορικά με την ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά πεδία στην υγεία του ανθρώπου. Συμφώνησε μάλιστα ότι τα όσα έχει αναφέρει επί του ζητήματος τούτου είναι με βάση την γνώση που απέκτησε από διάφορα άρθρα τα οποία έχει μελετήσει και που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τα όσα ο ίδιος υπέδειξε αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων στην υγεία μας.

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων κρίνω επίσης ότι ούτε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 δεν μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο επί του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη οχληρίας και να εκτιμηθεί και να καθοριστεί ο βαθμός πρόκλησης οχληρίας από την εγγύτητα των καλωδίων. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν για τα όσα ο ίδιος πρόβαλε για τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η θέση του Μ.Ε.3 αναφορικά με την άμεση επιζήμια επίδραση σε ποσοστό 100 % δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν έχει αποδειχθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό η ζημιά ως ο Μ.Ε.3 υποστήριξε, αλλά ούτε και σε σχέση με τα οποιαδήποτε ποσοστά, ήτοι αυτό των 60% σε σχέση με τα 15 μέτρα εκατέρωθεν των 15,5 μέτρων του άμεσου επηρεασμού από την γραμμή καθώς και του 1% επί του υπόλοιπου μέρους του επίδικου ακινήτου υποστηρίχθηκε κατά την μαρτυρία του. Και αυτό διότι ουσιαστικά οι Ενάγοντες δεν στερούνται της κατοχής της πραγματικά επηρεαζόμενης έκτασης την οποία και μπορούν να εξακολουθήσουν να καλλιεργούν ή ακόμη και να αξιοποιήσουν εφόσον οι ίδιοι επιθυμούν όπως μάλιστα έχει συμβεί και με άλλα ακίνητα εντός των οποίων έχει εγκατασταθεί ο εξοπλισμός της Εναγόμενης και για τα οποία η Υπεράσπιση παρουσίασε στο Δικαστήριο σχετική μαρτυρία χωρίς να αμφισβητηθεί (βλ. ακίνητο εντός του οποίου έχει αναπτυχθεί κτηνοτροφική μονάδα ενώ εντός άλλου ακινήτου φωτοβολταικό πάρκο).  Το γεγονός και μόνο ότι οι Ενάγοντες επέλεξαν για δικούς τους ψυχολογικούς λόγους να σταματήσουν την καλλιέργεια του συγκεκριμένου τεμαχίου η την περαιτέρω αξιοποίηση του ή ακόμη και το να επισκέπτονται μετά την εγκατάσταση των γραμμών το εν λόγω τεμάχιο, ασφαλώς και δεν αποτελεί αυτό από μόνο του παράγοντα που να μπορεί να τεκμηριώσει και την θέση του μάρτυρα περί ολοκληρωτικής καταστροφής της γης που επηρεάζεται κάτω από τις γραμμές του εν λόγω τεμαχίου ή του ποσοστού επηρεασμού που ο ίδιος κατατάσσει ως προς το υπόλοιπο μέρος του. Ως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις, η τοποθέτηση μεταλλικών πυλώνων και ηλεκτροφόρων συρμάτων υψηλής τάσης πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί παρά μόνο περιορισμό στη χρήση της και όχι στέρηση ιδιοκτησίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω)

Εξάλλου το ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο ενέπιπτε και συνεχίζει να εμπίπτει εντός της Γεωργικής Πολεοδομικής Ζώνης Γ3 και να ρυθμίζεται  από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για την Ανάπτυξη στην Ύπαιθρο και τα Χωριά και καλύπτονταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής περί Μεμονωμένης Κατοικίας χωρίς δυνατότητα όμως άμεσης ανάπτυξης με δεδομένο ότι αυτό είναι περίκλειστο μη πληρώντας τα κριτήρια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.». Εν πάση περιπτώσει καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι οι Ενάγοντες ένεκα του περιορισμού που επιβλήθηκε στο επίδικο ακίνητο στερήθηκαν της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης αυτού.   

Από την άλλη θα συμφωνήσω με την λογική της Μ.Υ.1 αναφορικά με το ποσοστό επηρεασμού το οποίο υπολόγισε και ανέρχεται σε αυτό της τάξης του 30 %  (6.5 του Τεκμηρίου 29) έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το επίδικο ακίνητο δεν χάνει κάτι από τη χρήση του ως γεωργική και ότι ο μόνος περιορισμός που επιβάλλει η Εναγόμενη είναι η μη ανέγερση κτιρίων κάτωθι της επίδικης εναέριας γραμμής για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης. Επαναλαμβάνεται ότι η πολεοδομική ζώνη είναι αυτή που καθορίζει τη χρήση του ακινήτου με το επίδικο να εμπίπτει στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική με συντελεστή δόμησης 10% για γεωργικούς σκοπούς χωρίς όμως να αποκλείεται η κατά παρέκκλιση παροχή άδειας για άλλους σκοπούς, κάτι το οποίο όμως δεν μετατρέπει τη χρήση του. Το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο και δεν διαθέτει ικανοποιητική δίοδο για οικοδομικούς σκοπούς, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα παροχής τέτοιας διόδου στο μέλλον. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο ποσοστό επηρεασμού της τάξης του 5 % θα πρέπει να υποδείξω ότι με βάση το Τεκμήριο 29, το ποσοστό αυτό επηρεασμού δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε σαφή δεδομένα αλλά από μια γενική αναφορά της μάρτυρας ως προς το σημείο τούτο και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να εξάγει με  ασφάλεια ένα τέτοιο συμπέρασμα. Συνεπώς και δεν μπορώ να αποδεχτώ τον επηρεασμό της τάξης του 5% σε ότι αφορά το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου εφόσον καμία σχετική μαρτυρία που να υποστηρίζει έναν τέτοιο ισχυρισμό δεν έχει δοθεί.

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκταση γης του επίδικου ακινήτου που επηρεάζεται και το ποσοστό επηρεασμού που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε κατά 10,201 (2,337 τ.μ. x 14,55 x 0.30), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση.

Ως προς τον διεκδικούμενο τόκο επί των αποζημιώσεων κατέληξα πως η ορθή προσέγγιση  θα ήταν να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την ημερομηνία καταχώρησης της κάθε αγωγής εφόσον αυτές διαφέρουν ως προς τον χρόνο καταχώρησης τους και εφόσον αποσυνενωθούν, έχοντας υπόψη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς των Εναγόντων να αξιώσουν οιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη. Για την κατάληξη μου να επιδικάσω τον πιο πάνω τόκο έλαβα υπόψη τη σχετική νομολογία  και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 496 και Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 881, 893). Ως προς την επιχειρηματολογία της Εναγόμενης ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται σε νόμιμο τόκο από την καταχώριση της Αγωγής ένεκα της αδράνειάς τους να απευθυνθούν στην Εναγόμενη για αξίωση αποζημιώσεων στη βάση της νενομισμένης διαδικασίας έστω και μετά την καταχώριση της Αγωγής θεωρώ ότι δεν έχει οιοδήποτε έρεισμα. Εφόσον οι Ενάγοντες επέλεξαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα που τους παρέχει το άρθρο 23(3) του Συντάγματος, έστω και αργοπορημένα, θεωρώ ότι δύνανται να λάβουν τόκους επί οιουδήποτε ποσού επιδικαστεί προς όφελός τους από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής τους.  

Απομένει το ζήτημα εξόδων του Μ.Ε.3. Στην Έκθεση Απαίτησης της αγωγής 1542/15 αναφέρεται ότι αξιώνεται το ποσό των €1,500 εκτιμητικά έξοδα, ως ειδική ζημιά που ο Ενάγοντας υπέστη πλέον Φ.Π.Α. Σύμφωνα τώρα με την Έκθεση Απαίτησης της αγωγής 160/19 φαίνεται να αξιώνεται μεγαλύτερο ποσό από αυτό που αξιώνεται στην Αγωγή 1542/14, ήτοι ποσό ύψους  €3,000 ως εκτιμητικά έξοδα. Από την άλλη βεβαίως ο Μ.Ε.3 κατά την μαρτυρία του και πιο συγκεκριμένα και με βάση την έκθεση εκτίμησης του Τεκμήριο 13, φαίνεται να αξιώνει σε σχέση με τα εκτιμητικά του έξοδα ποσό μεγαλύτερο από το δικογραφημένο, δηλαδή αυτό της τάξης των 2.500 αντί του ποσού των €1,500 που έχει δικογραφηθεί. Ως προς την πιο πάνω διαφορά που εντοπίζεται τονίζεται ότι καμία δικαιολογία ή εξήγηση δεν έχει δοθεί στο Δικαστήριο από πλευράς του. Σε ότι δε αφορά την έκθεση εκτίμησης  που έχει ετοιμάσει αναφορικά με την αγωγή υπ.αρ. 160/19 και είναι το Τεκμήριο 24, ο Μ.Ε.3 αξιώνει μικρότερο ποσό από αυτό που αξιώνεται με την Έκθεση Απαίτησης και πιο συγκεκριμένα φαίνεται να αξιώνει το ποσό των €2,500 αντί αυτό των €3.000 που δικογραφείται. Στο σημείο αυτό θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί ότι οι πιο πάνω εκθέσεις εκτιμήσεις που ετοίμασε δεν αφορούν διαφορετικά ακίνητα αλλά το ίδιο επίδικο και ως εκ τούτου τα όσα αναγράφονται και αναφέρονται επί του περιεχομένου και των δύο αυτών εκθέσεων να αφορούν τα ίδια επακριβώς στοιχεία και χαρακτηριστικά του ακινήτου. Μάλιστα διαφαίνεται ότι ο Μ.Ε.3 χρησιμοποιώντας την συγκριτική μέθοδο για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, έλαβε υπόψη τα ίδια συγκριτικά τεμάχια και για τις δύο εκθέσεις αφού σε αυτές καταγράφεται η ίδια επακριβώς μεθοδολογία η οποία τον βοήθησε να καταλήξει στο ποσό της αποζημίωσης.

Κρίνω λοιπόν ως ορθό δίκαιο και σκόπιμο όπως επιδικαστεί στον Μ.Ε.3 το ποσό των 2,500 ευρώ ως εκτιμητικά έξοδα και για τις δύο αγωγές αφού η ετοιμασία των πιο πάνω εκθέσεων εκτίμησης από μέρους του βασίστηκε επί των ιδίων δεδομένων τα οποία έλαβε υπόψη και γενικά επί ενός κοινού παρονομαστή. Συνεπώς και για κάθε μια εκ των αγωγών που έχει καταχωρηθεί θα επιδικαστεί το ποσό των €1,250 το οποίο αντιστοιχεί στο ½ του ποσού των €2,500 που θα επιδικαστεί.

Τέλος όσον αφορά τις λοιπές αξιώσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ήδη κατά το στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων από την Εναγόμενη προδικαστικών ενστάσεων και σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων και την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης τούτες θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκαν από τους Ενάγοντες αφού καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξή των και κανένας λόγος έγινε από τον συνήγορό της στις αγορεύσεις του ότι επιμένει στην απόδοσή των.

Ως εκ των ανωτέρω καταλήγω ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν  αποζημίωση για την ουσιώδη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου συμφώνως του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των συνενωμένων Αγωγών.

Στην Αγωγή υπ. αρ. 1542/15 εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των 5.100 πλέον νόμιμο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον το ποσό των 1,250 ευρώ εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Στην Αγωγή υπ.αρ. 160/19 εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των 5.100 πλέον νόμιμο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον το ποσό των 1,250 ευρώ εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Ως προς τα έξοδα, με δεδομένο τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εν απουσία λόγων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων στην κάθε μια εκ των πιο πάνω Αγωγών και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής, ήτοι στην κλίμακα €2.000 - €10.000 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της κάθε μιας εκ των αγωγών μέχρι εξόφλησης. Νοείται ότι για τις εμφανίσεις καθ’ όν χρόνο οι πιο πάνω Αγωγές ήταν συνενωμένες, οι Ενάγοντες θα δικαιούνται ένα σετ εξόδων.  

 

 

(Υπ.)……………………………….

                                                                                           Σ. Συμεού , Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο