ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ.308/2015

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Ενάγων

ν.

 

SEBASTIAN VIOREL SIRBU

Εναγόμενος

Ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Μ. Βασιλειάδης για Μιχάλης Βασιλειάδης ΔΕΠΕ, για τον Ενάγοντα

Γ. Κωνσταντίνου για Κ.Μ. Χατζηπιέρας, για τον Εναγόμενο

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.        Ο Ενάγων, την 01.03.2013, οδηγούσε μοτοποδήλατο στον δρόμο Γιαλιάς, με κατεύθυνση τον κύριο δρόμο Αγίας Μαρίνας-Αργάκας. Είναι η θέση του πως ο ίδιος σταμάτησε στο σημείο «Αλτ», με πρόθεση να κατευθυνθεί προς την Αγία Μαρίνα, ήλεγξε την τροχαία κίνηση και μπήκε στον κύριο δρόμο, στρίβοντας δεξιά, για να κατευθυνθεί προς την Αγία Μαρίνα. Ο Εναγόμενος, τότε, ο οποίος οδηγούσε αυτοκίνητο κατά μήκος του κύριου δρόμου Αγίας Μαρίνας – Αργάκας, με κατεύθυνση προς την Αργάκα, εισήλθε στη λωρίδα που οδηγούσε ο Ενάγων, αποκόπτοντάς του την πορεία. Επήλθε σύγκρουση, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν να τραυματιστεί σοβαρά ο Ενάγων.

 

2.        Ο Ενάγων καταλογίζει την ευθύνη για το ατύχημα στον Εναγόμενο. Όπως θέτει, μεταξύ άλλων, οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα· δεν ελάττωσε ταχύτητα, ενώ βρισκόταν σε στροφή ή επικίνδυνη διασταύρωση και είχε περιορισμένη ορατότητα· ήταν απρόσεκτος και οδηγούσε με αδιαφορία ή στην λανθασμένη πλευρά του δρόμου· αγνόησε τη συχνότητα της τροχαίας κίνησης και την ασφάλεια του Ενάγοντος· παρέλειψε να προειδοποιήσει και εμφανίστηκε απότομα μπροστά στον Ενάγοντα, χωρίς να ελιχθεί ή να διευθύνει το όχημά του προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

3.        Ο Ενάγων, μετά τη σύγκρουση, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του, μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης, όπου παρέμεινε μέχρι την 07.03.2013, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε θάλαμο, όπου παρέμεινε μέχρι την 20.03.2013. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε και παρέμεινε για περαιτέρω τρεις ημέρες στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, μετά την πάροδο των οποίων έλαβε εξιτήριο. Η ιατρική εκτίμηση ήταν πως είχε υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που ήταν και ο σοβαρότερος τραυματισμός του. Περιγράφει, στην αγωγή του, τις ιατρικές πράξεις που έγιναν για την αντιμετώπιση του τραυματισμού του και την ανάρρωσή του και ισχυρίζεται πως πολλές ενοχλήσεις παρέμεναν μόνιμα. Περιγράφει, επίσης, τον τρόπο που ο τραυματισμός αυτός επηρέασε την προσωπική ζωή του και τις καθημερινές ασχολίες του. Τότε, ήταν 17 ετών. Αναφέρει πως, μεταξύ άλλων, επηρεάστηκε η μετέπειτα επαγγελματική του ζωή, εφόσον δεν μπόρεσε να υποβάλει αίτηση για μόνιμη απασχόληση στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς, όπως επιθυμούσε. Επηρεάστηκε αισθητά η ποιότητα της ζωής του. Αξιώνει γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη, καθώς και ειδικές αποζημιώσεις €3.145,00 για το ιατρικό πιστοποιητικό (€800,00), την Αστυνομική Έκθεση (€25,00), τις ζημιές του μοτοποδηλάτου (€260,00), τα ημερομίσθια της μητέρας-συνοδού του (€1.500,00) και τα προσωπικά του αντικείμενα που είχαν καταστραφεί (ρούχα, κινητό τηλέφωνο, γυαλιά) (€500,00).

 

4.        Ο Εναγόμενος, από την άλλη, δεν αρνείται πως υπήρξε σύγκρουση μεταξύ του οχήματός του και του μοτοποδηλάτου του Ενάγοντος στον εν λόγω δρόμο. Ωστόσο, έχει διαφορετική εκδοχή ως προς τον τρόπο που έγινε το ατύχημα. Ισχυρίζεται πως ήταν ο Ενάγων που εισήλθε από πάροδο στον κύριο δρόμο, όπου πορεύονταν ο Εναγόμενος, με αποτέλεσμα να του αποκόψει τη νόμιμη πορεία. Η σύγκρουση, όπως προβάλλει, οφείλεται στην αμέλεια ή και παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του Ενάγοντος. Εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο χωρίς να εντοπίσει την παρουσία του οχήματος του Εναγόμενου, βίαια, απότομα, αποκόπτοντας τη νόμιμη πορεία του Εναγόμενου, χωρίς οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης. Οδηγούσε απερίσκεπτα και απρόσεκτα, χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς επαρκή εμπειρία στην οδήγηση, και αγνοώντας πλήρως την τροχαία κυκλοφορία. Γι’ αυτό, ο Ενάγων είχε κατηγορηθεί και ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου για αμελή οδήγηση και είχε παραδεχθεί την ενοχή. Ο Εναγόμενος αρνείται και τα λεγόμενα του Ενάγοντος που σχετίζονται με τον τραυματισμό του και τις ζημιές του. Θέτει τον Ενάγοντα σε διαδικασία απόδειξης, και ισχυρίζεται πως, σε κάθε περίπτωση, για οποιονδήποτε τραυματισμό υπέστη ο Ενάγων, ευθύνη είχε ο ίδιος, εφόσον συνέβαλε καθοριστικά το γεγονός ότι παρέλειψε να φορεί προστατευτικό κράνος. Ο Εναγόμενος αξιώνει την απόρριψη της αγωγής του Ενάγοντος.

 

5.        Με απαντητικό δικόγραφο, ο Ενάγων αρνείται τις θέσεις του Εναγόμενου και επιμένει στη δική του εκδοχή.

 

6.        Επίδικα, εκ των δικογράφων, είναι τόσο η ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα όσο και η έκταση της ζημιάς του Ενάγοντος. Εάν ο Εναγόμενος ευθύνεται να αποζημιώσει τον Ενάγοντα, σε τι ποσοστό, καθώς και το ύψος τέτοιας αποζημίωσης.

 

Διαδικασία

 

7.        Για την απόδειξη της υπόθεσης του Ενάγοντος, προσκομίστηκε μαρτυρία από επτά μάρτυρες, που αντεξετάστηκαν από τον συνήγορο του Εναγόμενου. Για την πλευρά του Εναγόμενου, προσκομίστηκε μαρτυρία από τρεις μάρτυρες, που αντεξετάστηκαν από τον συνήγορο του Ενάγοντος. Ό,τι αναφέρθηκε από τους μάρτυρες, είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της δίκης. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από συνολικά 20 έγγραφα ή δέσμες εγγράφων, που σημάνθηκαν κατάλληλα, είναι φυλαγμένα και ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας. Μετά από την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, εκθέτοντας την επιχειρηματολογία τους, υπέρ της εκδοχής του Ενάγοντος ή του Εναγόμενου, αντίστοιχα.

 

8.        Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου κάθε αναφορά και καταχώριση που έγινε, στην ολοκληρωμένη μορφή της, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές

 

9.        Η υπόθεση του Ενάγοντος βασίζεται και προωθείται στη νομική βάση της αμέλειας. Τι συνιστά «αμέλεια», προβλέπεται και στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Πρόκειται για την τέλεση πράξης που, υπό τις περιστάσεις, δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο, ή την παράλειψη τέλεσης πράξης που, υπό τις περιστάσεις, τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. Στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, ο Ενάγων θα πρέπει να αποδείξει πως ο Εναγόμενος οδήγησε ή παράλειψε να οδηγήσει κατά τρόπο που, υπό τις ίδιες περιστάσεις με τις επίδικες, ένας λογικός συνετός οδηγός θα οδηγούσε.

 

10.     Η αμέλεια συνυφαίνεται με τον χρόνο, τον τόπο και τις υπόλοιπες συνθήκες που οδήγησαν στο ατύχημα. Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον μέριμνας ή επιμέλειας (duty of care), απρόσωπα, έναντι σε κάθε άλλο πρόσωπο που χρησιμοποιεί την ίδια οδό, τον ίδιο δρόμο. Το καθήκον αυτό προσδιορίζεται και συγκεκριμενοποιείται μέσα στο εκάστοτε πραγματικό πλαίσιο. Το κριτήριο εάν υπήρξε παράβασή του (breach of duty) είναι αντικειμενικό και το μέτρο είναι ο μέσος συνετός οδηγός, όχι ο τέλειος[1]. Εάν η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι λογικά εμφανής, το να μην πάρει ένας οδηγός τις αναγκαίες προφυλάξεις, συνιστά αμέλεια. Εάν, όμως, η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι μόνο μια απλή πιθανότητα, που δεν θα περνούσε από το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, τότε, το να μην πάρει ένας οδηγός πρόσθετες προφυλάξεις, δεν αποτελεί αμέλεια[2]. Χρειάζεται, πέραν του καθήκοντος επιμέλειας και της παράβασής του, επίσης, να αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημιάς και η αιτιώδης συνάφεια (causation) μεταξύ της αμέλειας του ενεχόμενου οδηγού και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης[3].

 

11.     Το Δικαστήριο καταλήγει στις εκτιμήσεις του ως προς την ύπαρξη αμέλειας (παράβασης καθήκοντος επιμέλειας), ως θέμα κοινής λογικής (as a matter of sheer common sense). Ανέκαθεν, όμως, υπήρχε η δυνατότητα ή και η αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, για επιμέρους τεχνικά θέματα, που σχετίζονται με τις περιστάσεις του τροχαίου ατυχήματος (λ.χ. την εκτιμώμενη θέση των οχημάτων πριν από τη σύγκρουση, την ταχύτητα, κ.λπ.). Όπως λέχθηκε και στη Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1:

 

«The trial Judge may look at the real and other relevant evidence establishing the totality of the circumstances in which an accident has happened and draw inferences and reach conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion, but as a matter of sheer common sense - (Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 CLR 1007, at 1018). It is settled, however, that trial Judges should not turn themselves into experts and thus come to conclusions without the evidence, of an expert (see, inter alia, Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 CLR 248, at 253; Siakos v. A. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333; Shakolascasé (supra) and loakim v. Soteriades (1984)1 CLR 175).

 

Στη Siakos v. Nicolaou (1980) 1 CLR 333, όπου το Δικαστήριο σε πρώτο βαθμό βασίστηκε στα ίχνη φρένων των δύο ενεχόμενων οχημάτων που είχαν σημειωθεί στο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος που είχε ετοιμάσει η Αστυνομία, για να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν η ταχύτητα των δύο οχημάτων, κατ’ έφεση, τονίστηκε ότι, σε τροχαία ατυχήματα, οι δικαστές δεν μπορούν να βασίζονται στη πραγματική μαρτυρία και να καταλήγουν σε δικά τους συμπεράσματα, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του πραγματογνώμονα. Επαναλήφθηκε και στην Παπαϊωάννου ν. Νικολάου (2005) 1 ΑΑΔ 800, οι δικαστές έχουν την ευχέρεια να καταφεύγουν σε κοινές γενικές γνώσεις, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πλαίσιο αυτό και να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες.

 

12.     Σύμφωνα με το άρθρο 57 Κεφ.148, αν ο ενάγων υποστεί ζημιά συνεπεία εν μέρει δικού του πταίσματος και εν μέρει πταίσματος του εναγόμενου (συντρέχουσα αμέλεια), η αξίωση, σε σχέση με τη ζημιά αυτή, δεν αναιρείται λόγω πταίσματος του ενάγοντος. Ωστόσο, η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα μειώνεται, κατά την έκταση που κρίνει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης του ενάγοντος στη ζημιά. Σε τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται πρώτα η ολική αποζημίωση που θα μπορούσε να καταβληθεί, εάν δεν συνέτρεχε πταίσμα του ενάγοντος.

 

13.     Όπως είναι επίσης νομολογημένο[4], η αμέλεια συνιστά νομική έννοια. Εξαντλείται στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Δεν είναι μετρήσιμη με απόλυτους αριθμητικούς υπολογισμούς. Είναι ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Όπως ο οδηγός έχει την υποχρέωση να ελέγχει και να οδηγεί συνετά το όχημά του, έτσι και ο άλλος οδηγός ή πεζός, κατά περίπτωση, έχει συντρέχουσα αμέλεια, εάν δεν λαμβάνει μέτρα προς αυτοπροστασία του, με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Η συντρέχουσα αμέλεια εδράζεται βασικά στον καθήκον αυτοπροστασίας. Το βάρος απόδειξής της έχει ο εναγόμενος. Η κατανομή της ευθύνης κρίνεται στη βάση της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας που αφορά την οδική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων, με γνώμονα το τελικό αποτέλεσμα. Η συμβολή εκάστου σε αυτό συναρτάται με τη λογική πρόβλεψη των συνεπειών που ενδεχομένως να προκύψουν, όταν υπάρχει απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί σε κάθε ένα από τα μέρη.

 

14.     Υπάρχει ένα πλέγμα νόμων και κανονισμών σχετικών με την οδική συμπεριφορά, όπως, μεταξύ άλλων, ο περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμο 86/1972 ή και οι περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμοί 1984-2013 (ημερομηνία του ατυχήματος). Η παράβασή τους δεν συνιστά κατ’ ανάγκη αμέλεια, ωστόσο, δι’ αυτών, δυνατόν να προσδιορίζεται και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας. Μία αγωγή δυνατόν να βασίζεται και σε παράβαση νόμου ή κανονισμού, που δημιουργεί αστική ευθύνη, ωστόσο υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να εγείρεται τέτοια αγωγή, ενώ οι προϋποθέσεις απόδειξης τέτοιας υπόθεσης διαφοροποιούνται από τις προϋποθέσεις απόδειξης της οδικής αμέλειας. Η αγωγή του Ενάγοντος, αν και αναφέρεται διαζευκτικά σε λεπτομέρειες αμέλειας ή και παράβασης εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων, είναι, στο περιεχόμενό της, αλλά και ως προωθήθηκε, αγωγή οδικής αμέλειας.

 

15.     Δυνατόν για τις παραβάσεις των προαναφερόμενων νόμων και κανονισμών να προκύπτουν ποινικές κατηγορίες. Η παραδοχή της διάπραξης τέτοιων τροχαίων αδικημάτων μπορεί ενδεχομένως να συμβεί, για διάφορους λόγους. Στη Hollington v. Hewthorn & Co. Ltd. [1943] 2 All ER. 35, είχε αποφασιστεί πως η διαπίστωση ενοχής σε ποινική δίκη μετά από ακρόαση δεν είναι αποδεκτή ως μαρτυρία στην αστική δίκη, για διάφορους λόγους, ωστόσο, στη Goody v. Odhams Press Ltd [1966] 3 All E.R. 369, υπήρξε διαφωνία με αυτό τον κανόνα, όπως και στην In Barclays Bank Ltd v. Cole [1966] 3VV All E.R. 948, προσέγγιση που προτιμήθηκε και στη μετέπειτα νομοθεσία, αλλά και εγχώρια, στις Athienou Bus Co Ltd v. Vassiliou (1970) 1 CLR 365, Nicolaou v. Louca (1985) 1 CLR 91, Philippou v. Odysseos (ανωτέρω) και Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 ΑΑΔ 713. Κατέστη σαφές πως η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια παραδοχής των πρωτογενών γεγονότων που την στοιχειοθετούν, είναι τυπική παραδοχή, και είναι αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία.  Ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιήθηκε σε μετέπειτα, πιο πρόσφατη νομολογία[5].

 

16.     Στην Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256, έτυχε υπόμνησης και η διάσταση της δημόσιας πολιτικής, ενώ τονίστηκε και ότι δεν υπάρχει παραδοχή υπό όρους, αλλά η παραδοχή ενοχής με ταυτόχρονη διατύπωση οποιασδήποτε επιφύλαξης ως συστατικού της, είναι ανεπίτρεπτη. Η αποδεικτική σημασία της παραδοχής συναρτάται προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα. Έπειτα, άλλο θέμα είναι η παραδοχή των γεγονότων που συνιστούν την αμέλεια του ενάγοντος σε προηγούμενη ποινική δίκη, και άλλο τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του εναγόμενου. Όσο και αν αναμένεται η επίκληση της συντρέχουσας αμέλειας άλλου, ως παράγοντα σχετικού προς την επιμέτρηση της ποινής, η παράλειψη επίκλησης της, δεν σημαίνει και, χωρίς άλλο, αδυναμία έγερσης συντρέχουσας αμέλειας του άλλου εμπλεκόμενου οδηγού σε μεταγενέστερη διαδικασία.

 

Μαρτυρία

 

17.     Για την υπόθεση του Ενάγοντος, δόθηκε μαρτυρία από τον Αστ.3734 Ε. Ευσταθίου (ΜΕ1), τον ίδιο τον Ενάγοντα (ΜΕ2), τον Αστ.1299 Π. Αναστασίου (ΜΕ3), τον Αστ.1142 Κ. Κωνσταντίνου (ΜΕ4), τον Άγγελο Αγαθαγγέλου (ΜΕ5), τον Μ. Θεοδώρου (ΜΕ6) και τη Ν. Νικολάου (ΜΕ7). Η πλευρά του Εναγόμενου προσκόμισε μαρτυρία από την Ι. Παυλίδου (ΜΥ1), τον ίδιο τον Εναγόμενο (ΜΥ2) και τον Γ. Τζιρκαλλή (ΜΥ3).

 

Αστ.3734 Ε. Ευσταθίου (ΜΕ1)

 

18.     Ο ΜΕ1, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, εργάζονταν στον Αστυνομικό Σταθμό Πόλης Χρυσοχούς. Ήταν σε υπηρεσία κατά την ώρα του ατυχήματος, όταν, ενώ ήταν σε μηχανοκίνητη περιπολία, τον ενημέρωσαν πως συνέβη σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Αφού μετέβη στον τόπο του ατυχήματος, εντόπισε το αυτοκίνητο του Εναγόμενου. Εκεί, εντόπισε μόνο τον Εναγόμενο. Ο οδηγός του μοτοποδηλάτου είχε ήδη μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Το αυτοκίνητο ήταν εκεί, ενώ το μοτοποδήλατο είχε μετακινηθεί. Απέκλεισε την σκηνή και ειδοποίησε την Τροχαία Πάφου για την περαιτέρω διερεύνηση. Δεν διατηρεί μνήμες από την ευρύτερη σκηνή, λόγω της παρόδου του χρόνου, ωστόσο ανέφερε πως είχε ετοιμάσει συνοπτική έκθεση. Το ατύχημα έγινε σε κατοικημένη περιοχή, με όριο ταχύτητας τα 50 χλμ/ώρα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, η δύση ήταν 17:42, ενώ το δυστύχημα έγινε περί ώρα 16:35, η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν στεγνή και καθαρή, ο καιρός καλός. Δεν είδε την κατάθεση του οδηγού του αυτοκινήτου, ούτε γνωρίζει για τις ζημιές των οχημάτων. Γνωρίζει πως, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του, ο Ενάγων είχε μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

 

19.     Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως η Τροχαία κλήθηκε λόγω της σοβαρότητας του ατυχήματος. Ο ίδιος παρέμεινε στη σκηνή γύρω στην μιάμιση ώρα. Το μόνο που έκανε ήταν να αποκλείσει τη σκηνή. Έκανε και έλεγχο αλκοόλης στον οδηγό του αυτοκινήτου, με μηδενική ένδειξη. Ο ΜΕ1 είχε στην κατοχή του τον φάκελο της υπόθεσης, που σχετίζεται με την ποινική διερεύνηση, ο οποίος περιείχε τις καταθέσεις και τα σχεδιαγράμματα του ατυχήματος. Αν και κατά την κυρίως εξέτασή του, για αδιευκρίνιστο λόγο, δεν είχε ερωτηθεί σχετικά, ούτε του ζητήθηκε από τον συνήγορο του Ενάγοντος να καταθέσει οποιοδήποτε έγγραφο από τον φάκελο αυτό, κατά την αντεξέτασή του, του ζητήθηκε από τον συνήγορο του Εναγόμενου να καταθέσει μέρος του περιεχομένου του. Όπως και έπραξε. Ο μάρτυρας κατέθεσε τα Τεκμήρια 2 έως και 13. Ο Ενάγων, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, είχε κατηγορηθεί για ποινικά αδικήματα, περιλαμβανομένης της αμελούς οδήγηση. Καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση με αριθμό 3860/2014. Για την τρίτη και την πέμπτη κατηγορία, υπήρξε αναστολή της ποινικής δίωξης. Υπήρξε παραδοχή για τα υπόλοιπα αδικήματα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν κατηγορήθηκε γιατί δεν είχε προκύψει οτιδήποτε εναντίον του. Ο κύριος δρόμος, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, ήταν εκείνος που οδηγούσε το αυτοκίνητο, και ο οδηγός σε εκείνο τον δρόμο είχε την προτεραιότητα.

 

20.     Το Τεκμήριο 2 είναι που έδωσε ο Ρ.Ε. στην Αστυνομία. Ο Ρ.Ε. είναι ένας εκ των δύο φίλων του Ενάγοντος, που ήταν στο σημείο, κατά την ώρα του ατυχήματος. Ο Ρ.Ε., μαζί με τον Κ.Μ., οδηγούσαν και οι ίδιοι μοτοσικλέτες, όπως και ο Ενάγων, και πορεύονταν προς την ίδια κατεύθυνση. Με βάση την κατάθεση του Ρ.Ε.,  σε σχέση με τον τρόπο που έγινε το ατύχημα, την 01.03.2013,

 

«…και περίπου η ώρα 1630 ενώ ήμασταν πάνω στο αλτ και οι τρεις μας να μπούμε στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς-Αγίας Μαρίνας-Χρυσοχούς και μιλούσαμε, ο Σταύρος ο οποίος οδηγούσε και αυτός μια μοτορούα μάρκας Honda Chaly χρώματος άσπρου μπήκε μέσα στο κύριο δρόμο για να πάει προς Αγία Μαρίνα-Χρυσοχούς. Την συγκεκριμένη στιγμή που ο Σταύρος μπήκε στο δρόμο αυτοκίνητο που ερχόταν από την Αγία Μαρίνα με κατεύθυνση την Π. Χρυσοχούς χτύπησε τον Σταύρο στο πλευρό της μοτορούας που οδηγούσε με αποτέλεσμα να του χτυπήσει και να πέσει στο δρόμο και να τραυματιστεί».

 

21.     Το Τεκμήριο 3 είναι η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ο Κ.Μ., ο άλλος φίλος του Ενάγοντος και στην οποία αναφέρονται τα ίδια που αναφέρονται και στην κατάθεση του Ρ.Ε. (Τεκμήριο 2), σχεδόν με πανομοιότυπο λεκτικό ως προς τον τρόπο που έγινε η σύγκρουση.

 

22.     Το Τεκμήριο 4 είναι η κατάθεση του Ενάγοντος στην Αστυνομία. Σε εκείνην, ο Ενάγων ανέφερε, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο που έγινε το ατύχημα, τα εξής:

 

«Αφού κατευθυνθήκαμε από το δρόμο που οδηγεί στη Γυαλιά φτάσαμε στο αλτ που είναι ο κύριος δρόμος Αγίας Μαρίνας Χρυσοχούς-Π. Χρυσοχούς. Αφού κοίταξα δεξιά και αριστερά και μετά ξανά δεξιά και δεν ερχόταν κάποιο αυτοκίνητο εισήλθα στον κύριο δρόμο για να πάω προς Αγία Μαρίνα. Την στιγμή εκείνη αυτοκίνητο που ερχόταν από δεξιά μου δηλαδή από Αγία Μαρίνα προς Π. Χρυσοχούς με χτύπησε στη δεξιά πλευρά μου με αποτέλεσμα να πέσω στο δρόμο. Μετά δεν θυμάμαι τι έγινε. Ήμουν κάτοχος μαθητικής άδειας οδηγού την μέρα του δυστυχήματος. Δεν φορούσα προστατευτικό κράνος αλλά ούτε και η μοτόρα μου δεν είχε φώτα. Την ώρα του δυστυχήματος η ταχύτητα μου ήταν 5-10 χιλιόμετρα. Ο εν λόγο οδηγός του αυτοκινήτου που χτυπήσαμε δεν πάτησε φρένα πριν να με χτυπήσει αλλά ούτε την πουρού του έπαιξε.»

 

23.     Στο Τεκμήριο 5, την δική του κατάθεση, ο ΜΕ1 ανέφερε ό,τι και στο Δικαστήριο. Το Τεκμήριο 6 είναι η κατάθεση του ΜΕ4, που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην Τροχαία Πάφου. Αναφορικά με τα Τεκμήρια 6 και 9, κατατέθηκαν από τον ΜΕ1 απλώς για ήταν στην κατοχή του. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει η μαρτυρία του ΜΕ4, επομένως αναφορά σε αυτή την έγγραφη μαρτυρία θα γίνει κατά την παράθεση της μαρτυρίας του ΜΕ4. Αναφορικά με τα Τεκμήρια 7, 8 και 10, κατατέθηκαν από τον ΜΕ1, επίσης, επειδή ήταν στην κατοχή του. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει η μαρτυρία του ΜΕ3 που φέρεται να έλαβε τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 7 και 8 και στον οποίο αφορά η κατάθεση του Τεκμηρίου 10, επομένως αναφορά σε αυτή την έγγραφη μαρτυρία, επίσης, θα γίνει κατά την εξέταση της μαρτυρίας του ΜΕ3.

 

24.     Το Τεκμήριο 11 είναι η κατάθεση που έδωσε ο Εναγόμενος στην Αστυνομία. Σε εκείνην, ο Εναγόμενος ανέφερε τα εξής, σε σχέση με τον τρόπο που έγινε το ατύχημα:

 

«Μόλις πέρασα από το καφενείο του Τ.Γ. όπου σε αυτό το σημείο υπάρχει στροφή αριστερή εν σχέση με την πορεία μου και αμέσως ο δρόμος ευθυγραμμίζεται είδα από απόσταση γύρω στα 70 μέτρα τρεις μοτορούες να είναι σταματημένες δίπλα δίπλα η μια με την άλλη, ακριβώς στο Αλτ του δρόμο του χωριού Γυαλιά. Το Αλτ είναι στη συμβολή του κύριου δρόμου με το δρόμο που κατευθύνεται από την Γυαλιά. Σε κάθε μοτόρα επέβαινε ένα άτομο. Κανένας από αυτούς δεν έφερε προστατευτικό κράνος αλλά δεν αναγνώρισα κανένα από τους οδηγούς γιατί δεν είδα τα πρόσωπα τους. Από ότι κατάλαβα συνομιλούσαν μεταξύ τους. Εγώ συνέχισα την πορεία μου και ξαφνικά σε απόσταση γύρω στα 10 μέτρα περίπου είδα την μια μοτορούα να μπαίνει στον δρόμο και να κατευθύνεται με πρόθεση από ότι κατάλαβα προς Αγία Μαρίνα, εγώ ξαφνιάστηκαν και πάτησα ελαφριά τα στόπερ και γύρισα ελαφριά το τιμόνι μου προς τα δεξιά με το σκεπτικό ότι ο οδηγός της μοτορούας θα έβλεπε και θα σταματούσε αλλά δυστυχώς δεν σταμάτησε με αποτέλεσμα να συγκρουστεί στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μου, ο οδηγός της πετάχτηκε στο μπροστινό μου ανεμοθώρακα και μετά έπεσε στην άσφαλτο και συγκεκριμένα περίπου στο κέντρο της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας. Απ’ ότι κατάλαβα φαίνεται ότι μετά την σύγκρουση αρχικώς έσπρωξα την μοτόρα, ο οδηγός της πετάχτηκε και μετά σταμάτησα στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σε απόσταση γύρω στα 15 μέτρα περίπου από το σημείο σύγκρουσης. Η σύγκρουση έγινε στην δική μου λωρίδα κυκλοφορίας δηλαδή την αριστερή εν σχέση με την πορεία μου σχεδόν στο κέντρο του δρόμου και περίπου απέναντι από το Αλτ. Η μοτορούα σταμάτησε στο κέντρο περίπου της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας. Αμέσως κατέβηκα από το αυτοκίνητο πήγα κοντά στον τραυματία … …».

 

25.     Στο Τεκμήριο 12, που είναι η συνοπτική έκθεση που ετοίμασε ο ΜΕ1, αναφέρεται στον Ενάγοντα ως στον κατηγορούμενο, γιατί είχε ήδη κατηγορηθεί από τον ΜΕ1, και αναφέρει, ως προς τα γεγονότα, αυτά που προκύπτουν το μαρτυρικό υλικό.  

 

26.     Το Τεκμήριο 13 είναι η ανακριτική κατάθεση που έλαβε ο ΜΕ1 από τον Ενάγοντα, στην οποία τον κατηγόρησε για έξι αδικήματα, αυτά που ο ΜΕ1 ανέφερε και ενώπιον του Δικαστηρίου, και ο Ενάγων απάντησε ό,τι ο ΜΕ1 ανέφερε και στο Τεκμήριο 12.

 

Ο Ενάγων (ΜΕ2)

 

27.     Ο Ενάγων, κατά την κυρίως εξέτασή του και μέσω της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α) ανέφερε ό,τι ακριβώς ανέφερε και στην αγωγή του. Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως σήμερα εργάζεται κανονικά σε βιομηχανία/ξυλουργείο, στη Πόλη Χρυσοχούς. Οδηγεί αυτοκίνητο πλέον. Την ημέρα του ατυχήματος, ο δρόμος δεν είχε κίνηση. Ήταν τα τρία μοτοποδήλατα, το ένα πίσω από το άλλο. Δεν είχε ασφάλεια ούτε κράνος φορούσε. Σταμάτησαν στο «Αλτ». Ήθελε να πάει προς τα δεξιά, δηλαδή προς την Αγία Μαρίνα. Για να γίνει αυτό, έπρεπε πρώτα να διασχίσει μια λωρίδα και μετά να μπει στην άλλη λωρίδα. Δεν είδε τίποτε, όταν κοίταξε. Ερωτήθηκε τότε, εφόσον δεν είδε τίποτε, πώς είναι σε θέση να λέει ότι ο Ενάγων οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα. Ο Ενάγων ανέφερε πως, την ώρα που μπήκε στον δρόμο, όταν εισήλθε ήδη στη λωρίδα κυκλοφορίας του, που γύρισε στη λωρίδα του, είδε ένα αυτοκίνητο σε απόσταση να έρχεται πάνω του μέσα στη λωρίδα του. Εννοώντας τη λωρίδα που ήθελε να μπει, που μπήκε ήδη. Του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 9(α) και ότι, σε αυτό το σχεδιάγραμμα, το σημείο Χ, που είναι το σημείο σύγκρουσης, είναι μέσα στη λωρίδα του αυτοκινήτου, επομένως ερωτήθηκε πώς ο ίδιος αναφέρει τώρα ότι, όταν μπήκε στη λωρίδα του, τον κτύπησε ο Εναγόμενος. Ο Ενάγων, τότε, απάντησε πως, όπως φαίνεται το σημείο Χ, ο ίδιος έμπαινε στη λωρίδα του, το αυτοκίνητο ήταν στην πλευρά που οδηγούσε ο ίδιος γιατί, εάν ήταν στην κανονική πλευρά που έπρεπε να οδηγεί το αυτοκίνητο, απλώς θα περνούσε. Ερωτήθηκε, τότε, εάν διαφωνεί με το σχέδιο και απάντησε πως ναι, διαφωνεί, σίγουρα.

 

28.     Ο λόγος που δεν ανέφερε αυτή την εκδοχή οπουδήποτε ήταν, όπως είπε, επειδή ήταν σε καταστολή, αλλά μετά, όπως λέει, το μετέφερε στον Αστυνομικό στον οποίο έδωσε κατάθεση. Του υποδείχθηκε η κατάθεσή του, Τεκμήριο 4, και ερωτήθηκε, πού αναφέρεται. Τότε, ο Εναγόμενος είπε πως δεν αναφέρεται με τον τρόπο αυτό, αλλά λέει πως αυτοκίνητο που ερχόταν από την Αγία Μαρίνα τον κτύπησε στη δεξιά πλευρά του. Επίσης, ο ίδιος δεν είχε υπογράψει το σχέδιο. Όταν κοίταξε δεξιά-αριστερά, μπορούσε να δει γύρω στα 80-90 μέτρα, μπορεί και παραπάνω. Δεν είδε οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Το αντιλήφθηκε όταν περνούσε στη μέση του δρόμου που χωρίζει τις δύο λωρίδες για να πάρει τον δρόμο του. Όταν ο Ενάγων ερωτήθηκε οι άλλες μοτοσικλέτες τι έκαναν, ανέφερε πως έμπαιναν ένας-ένας και λογικά την ώρα που μπήκε ο ίδιος, εάν έστριψε το αυτοκίνητο στη στροφή με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δεν είδαν οι άλλοι. Τον είδε και δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε, αλλά, όπως είπε, δεν μπορεί να πει με σαφήνεια. Ερωτήθηκε, για τον ίδιο, ποια ταχύτητα είναι η «ιλιγγιώδης», και ανέφερε 100 χιλιόμετρα, προσδιορίζοντας ότι τέτοια πρέπει να ήταν η ταχύτητα του Εναγόμενου. Γνωρίζει πως η προτεραιότητα ήταν στον κύριο δρόμο, που κινείτο το αυτοκίνητο και ότι, για να εισέλθει στον κύριο δρόμο, έπρεπε να ελέγξει ότι είναι ασφαλές. Ωστόσο, με τα λεγόμενά του, δεν αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, ούτε ότι ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου, δείχνοντας επιμονή ως προς το γεγονός ότι το σημείο της σύγκρουσης ήταν μέσα στη δική του λωρίδα, και όχι στη λωρίδα που οδηγούσε ο Εναγόμενος, και πως αυτό εξηγείται απλώς με τα σημεία των ζημιών, στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου, και, αντίστοιχα, στη δεξιά πλευρά του μοτοποδηλάτου. Επίσης, ως προς το γεγονός πως ο Εναγόμενος έτρεχε πολύ, γι’ αυτό δεν τον είδε, όταν κοίταξε και μπήκε στον δρόμο, αλλά και γι’ αυτό δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν στη συνέχεια, έχοντας διανύσει την πορεία του και έχοντας εισέλθει στη λωρίδα του, τον είδε ξαφνικά. Επέμεινε, επίσης, ότι έτσι ανέφερε τα γεγονότα, αλλά παραλείφθηκε η αναφορά τους από την Αστυνομία.

 

29.     Όταν υποβλήθηκε στον Ενάγοντα πως ο μόνος υπεύθυνος για το τροχαίο ατύχημα ήταν ο ίδιος, απάντησε πως το ατύχημά του ήταν σχεδόν θανατηφόρο και ίσως να έριξαν το φταίξιμο στον ίδιο γιατί ήταν σε αυτή την κατάσταση, για να έχει ελαφρυντικά ο Εναγόμενος, που ήταν ζωντανός και να μην έχει συνέπειες. Το σχέδιο βγήκε από την Αστυνομία υπέρ του Εναγόμενου, ειδάλλως δεν θα το υπέγραφε. Επέμεινε και ως προς την εκδοχή του πως, όταν του υποδείχθηκε το πρόχειρο σχέδιο, κατά τον χρόνο που έδωσε κατάθεση, υπέδειξε και σημείωσε το σημείο σύγκρουσης και ότι ανέφερε τη διαφωνία του. Του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 9(β), να αναφέρει πού το σημείωσε, και τότε ανέφερε πως το πρόχειρο σχέδιο δεν είναι το Τεκμήριο 9(β), αλλά ήταν μια πανομοιότυπη κόλλα.

 

30.     Για τα ιατρικά θέματα, δέχθηκε τη θέση πως ο ίδιος δεν είναι σε θέση να απαντήσει, γιατί δεν γνωρίζει ιατρικούς όρους. Ξέρει, όμως, όπως είπε, πως μέχρι και σήμερα, παθαίνει κεφαλαλγία και ζάλη που θεωρεί πως είναι μετατραυματική γιατί παρουσιάζεται μετά τον τραυματισμό του. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, όταν χρειάζεται, ωστόσο δεν έχει εξεταστεί ξανά ιατρικά γιατί δεν το θεώρησε σημαντικό, ούτε είναι μέσα στα άμεσα σχέδια του. Τα πρώτα δύο με τρία χρόνια, όπως ανέφερε, υποβάλλονταν τακτικά σε εξετάσεις, ωστόσο δεν θεώρησε σημαντικό, για να το αναφέρει στην αγωγή του. Την αντιεπιληπτική αγωγή, την λάμβανε για ένα χρόνο, ωστόσο του ανέφερε ο ιατρός πως, σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του δυνατόν να έχει επιληπτική κρίση, που να οφείλεται στο κτύπημα στο κεφάλι. Μέχρι και σήμερα, ωστόσο, δεν παρουσίασε κάποια επιληπτική κρίση. Η πίεση στον εγκέφαλο, όπως ανέφερε, που τον εμποδίζει να κάνει ορισμένα πράγματα, να είναι πολλή ώρα στον ήλιο, να κάνει κατάδυση, να εργάζεται πολλές ώρες, να ακούει δυνατό ήχο, που τον οδηγεί σε συχνή υπερκόπωση, είναι τα μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού του. Δεν θεωρεί πως υπάρχει ιατρική βοήθεια γι’ αυτά. Επικαλέστηκε την ιατρική έκθεση που ήδη ετοιμάστηκε, μη αναφέροντας άλλους ιατρούς ή διαδικασίες. Ανέφερε πως δεν θυμάται πόσο συχνά επισκέπτονταν τον ιατρό ή πότε ήταν η τελευταία φορά.

 

31.     Ερωτήθηκε εάν είχε να προσκομίσει κάποιο έγγραφο από την Εθνική Φρουρά, λόγω των αναφορών του, στην αγωγή. Έψαξε μέσα στο πορτοφόλι του, έδειξε ένα έγγραφο που έβγαλε από εκεί, ωστόσο δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε στο Δικαστήριο. Οδηγεί αυτοκίνητο, αλλά αποφεύγει να μπαίνει σε αυτοκίνητο ως συνοδηγός. Για την αξίωσή του για την καταστροφή των προσωπικών του αντικειμένων, δεν είχε κάποια απόδειξη να προσκομίσει. Η μητέρα του, τότε, εργάζονταν σε υπεραγορά στην Πόλη Χρυσοχούς. Δεν ξέρει τι μισθό λάμβανε, αλλά ήταν με άδεια, ενόσω ο ίδιος ήταν ασθενής. Δεν γνωρίζει εάν πληρώθηκε από τη δουλειά της.

 

Ο Αστ.1299 Π. Αναστασίου (ΜΕ3)

 

32.     Ο ΜΕ3, που κατά τον χρόνο του ατυχήματος υπηρετούσε στην Τροχαία Πάφου, επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος με τον ΜΕ4, την επιθεώρησαν και βοήθησε τον ΜΕ4 να ετοιμάσει πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Ο ίδιος πήρε αριθμό φωτογραφιών. Την επόμενη ημέρα, πήρε φωτογραφίες και από τα οχήματα και ήλεγξε τα οχήματα, εάν είχαν μηχανική βλάβη που συνέτεινε. Αναγνώρισε τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 7 και 8, πως είναι εκείνες που έλαβε. Στο Τεκμήριο 7, όπως εξήγησε, είναι οι φωτογραφίες από τη σκηνή του ατυχήματος και περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες από την σκηνή που επισκέφθηκε την επόμενη ημέρα. Στο Τεκμήριο 8, είναι οι φωτογραφίες της επόμενης ημέρας, στον σταθμό, όπου φαίνονται οι ζημιές των οχημάτων. Επρόκειτο, όπως είπε, για τροχαίο με πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, υπήρχε πιθανότητα να εξελιχθεί σε θανατηφόρο. Τις φωτογραφίες τις εμφάνισε ο ίδιος. Αναγνώρισε, επίσης, το Τεκμήριο 10, που είναι η κατάθεσή του. Ανέφερε πως ο ίδιος βοήθησε στην ετοιμασία του πρόχειρου σχεδίου του Τεκμηρίου 9(β). Το συμμετρικό σχέδιο του Τεκμηρίου 9(α) ετοιμάστηκε στη συνέχεια από τον ΜΕ4. Στα σημεία Κ και Κ1 στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που μεταφέρθηκαν και στο συμμετρικό, είναι σημάδια που φαίνονταν ως κηλίδες αίματος, που ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς την Αγία Μαρίνα. Δεν έγιναν οποιεσδήποτε μετρήσεις αναφορικά με την ταχύτητα γιατί, όπως ανέφερε, δεν υπήρχαν αναγκαία δεδομένα, δηλαδή ίχνη τροχοπέδησης. Ερωτήθηκε, με βάση τις μετρήσεις της Αστυνομίας και το σχεδιάγραμμα, πού βρίσκονταν το όχημα του Εναγόμενου κατά την ώρα της σύγκρουσης. Ο μάρτυρας ανέφερε  πως, με βάση το σημείο σύγκρουσης και τις ζημιές του, βρίσκονταν στο κέντρο του δρόμου, στην κεντρική διαχωριστική γραμμή, με μέρος της δεξιάς του πλευράς, να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου.

 

33.     Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως την οδική προτεραιότητα είχε ο οδηγός του αυτοκινήτου, που κινείτο στον κύριο δρόμο. Το σήμα «Αλτ», που υποχρεώνει για στάση, είναι στη συμβολή του κύριου δρόμου με την πάροδο. Ο υπόχρεος για τη στάση είναι αυτός που εισέρχεται στον κύριο δρόμο από την πάροδο. Δεν υπάρχει αντίστοιχο σήμα που να υποχρεώνει σε στάση τον οδηγό που κινείται στον κύριο δρόμο. Το σημείο σύγκρουσης Χ, όπως εξήγησε, δεν είναι «κουκίδα», έχει ένα εύρος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες 15 και 16 του Τεκμηρίου 8, η επαφή των δύο οχημάτων είχε εύρος. Εάν υπολογιστεί αυτό το δεδομένο, το αυτοκίνητο ήταν στο κέντρο του δρόμου, άρα η δεξιά πλευρά του ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Ερωτήθηκε, για ποιο λόγο μπορεί να έγινε αυτό. Ο μάρτυρας ανέφερε πως ενδεχομένως να ήταν κάποια ενέργεια για την αποφυγή της σύγκρουσης, αλλά υπάρχουν πολλοί πιθανοί λόγοι. Το σημείο Α1 επί του σχεδιαγράμματος είναι στο σημείο 2 στη φωτογραφία 6 του Τεκμηρίου 7. Το σημείο 1 στη φωτογραφία αυτή είναι το σημείο σύγκρουσης. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν από τη διερεύνηση, τα μέλη της Αστυνομίας, είναι πως το μοτοποδήλατο εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το αυτοκίνητο που κινείτο σε αυτόν. Το γεγονός ότι δεν βρήκαν ίχνη τροχοπέδησης, όπως είπε, μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Είτε ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν είχε χρόνο να αντιδράσει από την απόσταση που είδε το μοτοποδήλατο, είτε να μπορούσε να το δει από κάποια απόσταση και να μην το είδε. Το σίγουρο, όπως ανέφερε, ήταν πως δεν αντέδρασε μέχρι το σημείο της σύγκρουσης. Τα ίχνη τροχοπέδησης σχετίζονται με την ταχύτητα. Ανάλογα με το μήκος τους, υπολογίζεται η ταχύτητα του αυτοκινήτου. Όταν υπάρχουν. Όταν η ταχύτητα είναι χαμηλή, για παράδειγμα στα 50 χλμ./ώρα, πιθανόν να υπάρξουν ίχνη τροχοπέδησης εάν ο οδηγός πατήσει φρένο. Κατά την επανεξέτασή του, ο μάρτυρας διευκρίνισε πως ο ρόλος της ταχύτητας, σε ό,τι ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, είναι ως προς τον χρόνο αντίδρασης που έχει ένας οδηγός. Στο Τεκμήριο 10, ο ΜΕ3 αναφέρει τα προσόντα του και αναλυτικά τις ενέργειες που έκανε, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη λήψη και εμφάνιση των φωτογραφιών των Τεκμηρίων 7 και 8. Αναφέρει, επίσης, τα ευρήματά του σχετικά με τις ζημιές των οχημάτων. Στο αυτοκίνητο, οι ζημιές ήταν σε ολόκληρο το μπροστινό μέρος και στον μπροστινό ανεμοθώρακα. Στο μοτοποδήλατο, οι ζημιές ήταν στο εξώστ στη δεξιά πλευρά και στις μπροστινές περόνες. Αναφέρονται οι ζημιές από την πτώση.

 

Ο Αστ.1142 Κ. Κωνσταντίνου (ΜΕ4)

 

34.     Ο ΜΕ4 που κατά τον χρόνο του ατυχήματος, επίσης, υπηρετούσε στην Τροχαία Πάφου, ανέφερε πως επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος με τον ΜΕ3 και ετοίμασε το σχεδιάγραμμα της σκηνής της σύγκρουσης. Εξήγησε πως, όταν υπάρχουν οδικές συγκρούσεις είναι πολύ σοβαρές και υπάρχει πιθανότητα να εξελιχθούν σε θανατηφόρες, τότε τα σχέδια ή σε κάποιες περιπτώσεις και τη διερεύνηση τα κάνει η τροχαία Πάφου, σε όλη την Επαρχία Πάφου. Αναγνώρισε το Τεκμήριο 6, που είναι η κατάθεσή του, καθώς και τα Τεκμήρια 9(α)(β). Το συμμετρικό σχεδιάγραμμα του Τεκμηρίου 9(α), όπως ανέφερε, ετοιμάστηκε με βάση το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Τεκμηρίου 9(β). Το Τεκμήριο 9(β) είχε υπογραφεί από τον Εναγόμενο, εφόσον ο Ενάγων είχε τραυματιστεί σοβαρά και είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Στις μετρήσεις, βοήθησε ο ΜΕ3. Κατά τις μετρήσεις, παρών ήταν ο Εναγόμενος. Ο ΜΕ4 εξήγησε όλες τις σημειώσεις επί των Τεκμηρίων 9(α)(β), για τις οποίες ερωτήθηκε. Το σημείο Β1 είναι η θέση που υπέδειξε ο Εναγόμενος πως ήταν το μοτοποδήλατο, όταν το είδε. Ο μάρτυρας εξήγησε και όλες τις μετρήσεις και όλες τις αναφορές στο υπόμνημα. Όταν επισκέφθηκε τη σκηνή, το μοτοποδήλατο δεν βρίσκονταν στον χώρο, επομένως δεν μπορούσε να σημειωθεί πάνω στο σχέδιο. Δεν θυμάται να του ανέφερε οποιοσδήποτε σε ποια πλευρά του δρόμου ήταν το μοποδήλατο πριν να μετακινηθεί. Με βάση τις μετρήσεις και τις φωτογραφίες, όπως ανέφερε, έτσι όπως προέκυψε και το σημείο επαφής του αυτοκινήτου με τη μοτοσικλέτα, κατά τη σύγκρουση, ένα μεγάλο μέρος του αυτοκινήτου ήταν στη δεξιά λωρίδα, σύμφωνα με την πορεία του. Οι φωτογραφίες των Τεκμηρίων 7 και 8 είναι στην παρουσία και του ΜΕ4 που λήφθηκαν από τον ΜΕ3. Η πιο σημαντική φωτογραφία, όπως ανέφερε, είναι εκείνη που απεικονίζει το σημείο επαφής του αυτοκινήτου με τη μοτοσικλέτα, η φωτογραφία 16 του Τεκμηρίου 8. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως ανέφερε, δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης, που είναι απαραίτητα για να γίνουν μετρήσεις, με χρήση συγκεκριμένης συσκευής. Εξέφρασε τη γνώμη, ο ΜΕ4, πως ο οδηγός του αυτοκινήτου, για να αποφύγει τη σύγκρουση, θα μπορούσε ίσως να φρενάρει ή να οδηγήσει το όχημά του αριστερά ή δεξιά.

 

35.      Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε πως η εμπλοκή του ήταν να κάνει τα σχεδιαγράμματα, ενώ βοήθησε και τον ΜΕ3 στη λήψη των φωτογραφιών. Προτεραιότητα είναι το αυτοκίνητο, που κινείτο στον κύριο δρόμο. Το σημείο Β1 το τοποθέτησε γιατί το έδειξε ο οδηγός του αυτοκινήτου. Δεν ασχολήθηκε ο ίδιος περαιτέρω με τις καταθέσεις. Διευκρίνισε πως τα 13-14 μέτρα που ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασή του, στην υποθετική ερώτηση, ισχύουν στην περίπτωση που δεν υπάρχει εμπόδιο μπροστά στο όχημα που θα ανακόψει αυτά τα 13-14 μέτρα. Εάν υπάρχει εμπόδιο, εξαρτάται από το μέγεθος του εμποδίου, τον όγκο του. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε κλείδωμα των τροχών, δηλαδή απότομο φρενάρισμα. Ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει γιατί βρισκόταν το όχημα του Εναγόμενου στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου, ούτε τι ενέργεια είχε κάνει προηγουμένως ο οδηγός του αυτοκινήτου, ή τι είχε γίνει για να καταλήξει εκεί το αυτοκίνητο. Δικαιολογείται όμως μια αποφευκτική κίνηση του οδηγού του αυτοκινήτου. Δεν μπορεί να ξέρει εάν αυτό συνάδει με το τι ανέφερε ο οδηγός του αυτοκινήτου, ότι είδε το μοτοποδήλατο να εισέρχεται στον δρόμο από το σημείο Β1. Πέραν των υποθέσεων, δεν ξέρει τι αντίδραση είχε κάνει ο οδηγός του αυτοκινήτου, δεδομένου πως δεν είχε ούτε ίχνη τροχοπέδησης για να γίνει μέτρηση. Εάν ληφθεί ως δεδομένο ότι πήγε πιο δεξιά, για να αποφύγει τη σύγκρουση, όταν ο ίδιος λέει 10 μέτρα, φαίνεται πως, για να προλάβει να αντιδράσει, θα έπρεπε να ήταν ακόμα 13,8 μέτρα πιο πίσω. Διαβάζοντας την εκδοχή του Ενάγοντος, στο Τεκμήριο 4, ανέφερε πως δεν συνάδει με τα δεδομένα γιατί το όχημα βρίσκονταν ήδη στον δρόμο. Η ορατότητα στο σημείο ήταν αρκετά μεγάλη, από το σημείο σύγκρουσης, τόσο με κατεύθυνση στην Αγία Μαρίνα όσο και προς Αργάκα. Το σημείο σύγκρουσης, με βάση τις φωτογραφίες, στις οποίες επίσης παρέπεμψε, είναι την αριστερή λωρίδα, σύμφωνα με την πορεία του αυτοκινήτου. Ανέφερε πως δεν υποδείχθηκε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα στον Ενάγοντα, γιατί δεν του ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Αργότερα, όπως ανέφερε, όταν λήφθηκε κατάθεση, θα έπρεπε να του εξηγηθεί το πρόχειρο σχεδιάγραμμα και να αναφέρει αν συμφωνεί ή διαφωνεί με αυτό. Δεν ήρθε σε γνώση του οτιδήποτε περί διαφωνίας του οδηγού της μοτοσικλέτας με το σχεδιάγραμμα. Στην περίπτωση που κάποιος διαφωνήσει με το σημείο Χ, την ώρα λήψης της κατάθεσης, μπορεί να επισκεφθεί τη σκηνή μαζί με τον αστυνομικό και να υποδείξει το σημείο σύγκρουσης. Είναι συνήθως ο αστυνομικός που συντάσσει το πρόχειρο σχεδιάγραμμα υπεύθυνος να μεταφέρει και αυτό το σημείο πάνω στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα. Κατά την επανεξέτασή του, ο μάρτυρας διευκρίνισε πως η πρακτική που χρησιμοποιείται είναι αυτή, με την πρώτη ευκαιρία που θα μπορέσει να το πράξει ο τραυματίας οδηγός, θα του εξηγηθεί το σχεδιάγραμμα.

 

Ο Α. Αγαθαγγέλου (ΜΕ5)

 

36.     Ο ΜΕ5 είναι προσοντούχος και πεπειραμένος μηχανολόγος εκτιμητής και πραγματογνώμονας τροχαίων ατυχημάτων, που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα από το 1983. Του ανατέθηκε η ετοιμασία έκθεσης για το τροχαίο ατύχημα, την οποία ετοίμασε. Είναι το Τεκμήριο 14, το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε.

 

37.     Στο Τεκμήριο 14, όπως αναφέρει ο μάρτυρας, οι πληροφορίες που και ο ίδιος είχε στην κατοχή του είναι το Τεκμήριο 9(α), τα Τεκμήρια 4, 6, 10, 11, δηλαδή τις καταθέσεις των εμπλεκόμενων οδηγών και των ΜΕ3 και ΜΕ4, φωτογραφικό υλικό, ενώ επισκέφθηκε και ο ίδιος τη σκηνή, την 25.02.2023, προς καταμέτρηση της ορατότητας. Στις πρώτες σελίδες της έκθεσής του, μεταφέρει τα λεγόμενα του Ενάγοντος και του Εναγόμενου και τονίζει τις αναφερόμενες από αυτούς αποστάσεις ή ταχύτητα. Ενσωματώνει στην έκθεσή του αεροφωτογραφία του σημείου του ατυχήματος και φωτογραφίες που απεικονίζουν, μεταξύ άλλων, τα σημεία μέτρησης της ορατότητας στα 80 μέτρα και στα 100 μέτρα αντίστοιχα, τη συμβολή του δρόμου, και την κατεύθυνση προς Αργάκα από απόσταση 50 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης. Στην έκθεσή του, επίσης, αναφέρει πληροφορίες για τις ζημιές των εμπλεκόμενων οχημάτων και χρησιμοποιεί το φωτογραφικό υλικό της Αστυνομίας. Στην τεχνική ανάλυση, που βασίζεται σε αυτά τα δεδομένα, αναφέρει πως, με βάση τα σημεία επαφής που είχαν τα οχήματα και τη φορά της κρούσης μεταξύ τους, σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, το οποίο εντοπίστηκε στη μέση του δρόμου, από το ίχνος εκδοράς μήκους 18,6 μέτρων που άφησε στην άσφαλτο το αριστερό υποπόδιο («πατίδι») του μοτοποδηλάτου, τα οχήματα τοποθετούνται επί της σκηνής του ατυχήματος του Τεκμηρίου 9(α) με τον τρόπο που απεικονίζει ο ίδιος. Ειδικότερα, τοποθέτησε, με το σημείο Β3, το αυτοκίνητο, με τη δεξιά του πλευρά ελαφρώς τοποθετημένη στη δεξιά λωρίδα, λέγοντας πως απεικονίζει την πορεία του οχήματος του Εναγόμενου από την αντίδραση του οδηγού πριν από τη σύγκρουση.

 

38.     Σύμφωνα με την απόσταση μετά το σημείο σύγκρουσης που το αυτοκίνητο «κατέληξε», η οποία είναι 35 μέτρα συν την απόσταση δράσης που χρειάστηκε το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει της πορείας του προς αποφυγή της σύγκρουσης, η οποία απόσταση είναι τουλάχιστον 2 φορές το μήκος του αυτοκινήτου, δηλαδή 8 μέτρα, η ολική απόσταση ακινητοποίησης είναι 43 μέτρα συν την απόσταση σκέψης. Συγκρίνοντας αυτή την απόσταση με τον πίνακα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (typical stopping distances), το αυτοκίνητο κινείτο, όπως λέει, με ταχύτητα πάνω από 80 χλμ./ώρα, αφού με αυτή την ταχύτητα ένα όχημα χρειάζεται 38 μέτρα συν την απόσταση στέψης για να σταματήσει. Η τελική θέση του αυτοκινήτου, η οποία ήταν σε απόσταση 35 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης και το γεγονός ότι το μοτοποδήλατο σύρθηκε επί της ασφάλτου για 18,6 μέτρα πριν να καταλήξει εκτός δρόμου σύμφωνα με την κατεύθυνση του ίχνους που άφησε, ως επίσης και η έκταση των ζημιών που υπέστησαν τα εμπλεκόμενα οχήματα από τη σύγκρουση, επιβεβαιώνουν, κατά τη θέση του, το γεγονός ότι η κρούση μεταξύ τους ήταν «σφοδρή» και ότι, πριν από τη σύγκρουση, το αυτοκίνητο κινείτο με ταχύτητα πάνω από το νόμιμο όριο των 50 χλμ./ώρα. Το μοτοποδήλατο, βγαίνοντας από την πάροδο, κινήθηκε 4,9 μέτρα στον δρόμο και ήταν σε κάθετη με ελαφρώς διαγώνια διάταξη μεταξύ αριστερής και δεξιάς λωρίδας ως η πορεία του αυτοκινήτου, όταν έγινε η σύγκρουση. Ο χρόνος που χρειάστηκε να εκκινήσει και να διανύσει το μοτοποδήλατο την απόσταση των 4,9 μέτρων από τη στάση αναμονής, σύμφωνα με την ταχύτητα των 5 χλμ./ώρα, που μπορούσε να αναπτύξει το μοτοποδήλατο, ήταν το ελάχιστο 3,5 δευτερόλεπτα. Η ορατότητα του μοτοποδηλάτη προς τα δεξιά είναι 80 μέτρα. Αν το αυτοκίνητο κινείτο με ταχύτητα 50 χλμ./ώρα, θα ήταν σε απόσταση από το σημείο σύγκρουσης 50 μέτρα, όταν το μοτοποδήλατο ξεκίνησε να εισέρχεται στον δρόμο από το σημείο «Αλτ». Συνεπώς, όπως θέτει, θα υπήρχε ορατότητα μεταξύ οδηγού του αυτοκινήτου και του μοτοποδηλάτη και ως εκ τούτου ή το μοτοποδήλατο δεν θα εισέρχονταν εντός του δρόμου ή το αυτοκίνητο θα μπορούσε να σταματήσει και να αποφύγει τη σύγκρουση. Το αυτοκίνητο ήταν εξοπλισμένο με αντιολισθητικό σύστημα πέδησης (ΑΒS) και δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης. Στην έκθεση, παρατίθεται ο πίνακας του κώδικα οδικής κυκλοφορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, που επινοήθηκε μετά από έρευνα για τα αυτοκίνητο εξοπλισμένα με αντιολισθητικό σύστημα πέδησης (ABS) και ο οποίος, όπως αναφέρει, υιοθετείται και από τον την εγχώρια νομοθεσία. Ο ίδιος προσκομίστηκε σε μεγέθυνση ως Τεκμήριο 14(α) με πρόσθετες επεξηγήσεις. Με βάση αυτά, ο ΜΕ5 καταλήγει στο συμπέρασμά του πως η αιτία του ατυχήματος ήταν αποκλειστικά η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον οδηγό του αυτοκινήτου, ο οποίος, με την ταχύτητα που ταξίδευε, εμπόδισε τη χρήση του δρόμου από άλλους χρήστες και προκάλεσε το ατύχημα.

 

39.     Κατά την αντεξέτασή του μάρτυρα, ο ίδιος ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του δόθηκε, αλλά δεν το μελέτησε γιατί, όπως ανέφερε, δεν ήταν καθαρογραμμένο. Δεν συνομίλησε με οποιονδήποτε από τους εμπλεκόμενους οδηγούς, αλλά όλες οι τοποθετήσεις και συμπεράσματα ήταν βασισμένα στα στοιχεία που αναφέρει πως κατείχε και στην επιτόπου επίσκεψη. Η μορφολογία του σημείου δεν είναι η ίδια με τότε, γιατί αυτή τη στιγμή η συμβολή είναι υπερυψωμένη και το όριο ταχύτητας μειώθηκε στα 30 χλμ./ώρα, όπως καθιερώθηκε σχεδόν σε όλους τους υπεραστικούς δρόμους που περνούν μέσα από κατοικημένες περιοχές. Συμφωνεί ότι η οδική προτεραιότητα είναι στα οχήματα που κινούνται στον κύριο δρόμο. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε αυτό το δεδομένο, όπως λέει, επίτηδες, αλλά προκύπτει ούτως ή άλλως από τις αναφορές του. Παρόλο που ανέφερε πως το σημείο Χ ήταν «στη μέση του δρόμου», συμφωνεί πως είναι εκείνο που σημειώθηκε από την Αστυνομία, που ήταν στην πλευρά του οδηγού του αυτοκινήτου και δεν το απέκρυψε, όπως είπε, εφόσον το απεικονίζει παραθέτοντας και το υφιστάμενο φωτογραφικό υλικό. Ερωτήθηκε, ο μάρτυρας, εάν γνωρίζει τον λόγο που το αυτοκίνητο, όπως είχε κτυπηθεί, μετατοπίστηκε ένα μέρος του στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Δεν έδωσε κάποια σαφή απάντηση, ο μάρτυρας, ούτε αναφέρθηκε σε πιθανή προσπάθεια του οδηγού του αυτοκινήτου να αποφύγει τη σύγκρουση, λέγοντας πως απλώς το τοποθέτησε επί του σχεδίου με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία. Η σύγκρουση, όπως την απεικόνισε, κατά τη θέση του, ήταν μετωπική, ελαφρώς διαγώνια λόγω της θέσης του οχήματος κατά τη σύγκρουση σε σχέση με τη θέση της μοτοσικλέτας. Ο μάρτυρας, ωστόσο, δεν διαφωνεί με το σχεδιάγραμμα της Αστυνομίας. Του υποβλήθηκε πως δεν πρόκειται για μετωπική σύγκρουση και ο μάρτυρας επέμεινε πως είναι μετωπική. Συμφωνεί πως στον όποιο κίνδυνο που παρουσιάζεται, κάθε άνθρωπος μπορεί να αντιδράσει διαφορετικά, ανάλογα με την αντίληψη και πόσο προσεκτικός είναι. Μπορεί να πατήσει φρένο και ταυτόχρονα να στρίψει το τιμόνι. Έλαβε υπόψη την αναφορά του Εναγόμενου πως είδε τη μοτοσικλέτα του Ενάγοντος να εισέρχεται στον δρόμο στα 10 μέτρα, αλλά διαφωνεί με το σημείο Β1 που υπέδειξε ο Εναγόμενος στην Αστυνομία. Αυτή η απόσταση είναι, κατά τη γνώμη του, πάρα πολύ μικρή, για να γίνει ελιγμός του αυτοκινήτου και να φρενάρει ταυτόχρονα, θεωρώντας ότι η ορθή απόσταση που ο Εναγόμενος είδε τον μοτοποδηλάτη πρέπει να ήταν μεταξύ 15 και 18 μέτρα πριν από το σημείο Β1. Για την τελική θέση του αυτοκινήτου, το Β2, εκτός από την βασική μαρτυρία του Εναγόμενου, δεν υπάρχει άλλο δεδομένο. Ο ίδιος, όπως είπε, δεν έκανε έρευνα για να διαπιστώσει γιατί το αυτοκίνητο σταμάτησε εκεί. Δεν μπορεί να πει αν επιβράδυνε ή επιτάχυνε μέχρι να σταματήσει ή οτιδήποτε άλλο, αλλά η όλη διαδικασία που σταμάτησε μέχρι εκεί, με την ταχύτητα που κινείτο, έγινε μέσα σε 2 δευτερόλεπτα, γι’ αυτό και λαμβάνεται ως δεδομένο πως, όταν πατήσει κάποιος τα φρένα μετά από κάποιο κίνδυνο, το αυτοκίνητο σταματά με την τελική του θέση όπως απεικονίζεται στο συμμετρικό σχέδιο της Αστυνομίας. Το συμπέρασμα ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου εξάγεται, όπως είπε, από την απόσταση που έδρασε ο οδηγός μέχρι την τελική θέση του οχήματος. Αυτή η απόσταση, συγκρίνοντας με την απόσταση που φαίνεται από τον ενδεικτικό πίνακα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το όχημα κινούνταν πάνω από 80 χλμ./ώρα, όταν είδε τον μοτοποδηλάτη να εισέρχεται εντός της πορείας του. Δεν μπορεί να υπολογίσει την ταχύτητα που ταξίδευε η μοτοσικλέτα διότι το ίχνος τριβής που άφησε δεν είναι αντιπροσωπευτικό ως προς την ταχύτητα που σύρθηκε από το Χ ως την τελική θέση, δεν είναι ίχνος τροχοπέδησης, αλλά ίχνος ολίσθησης ενός μεταλλικού αντικειμένου, και δεν υπάρχει φόρμουλα υπολογισμού της ταχύτητας βάσει αυτού. Αν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης, θα τα χρησιμοποιούσε. Ο συνήγορος του Εναγόμενου επέμεινε να πιέζει τον μάρτυρα, βάζοντάς τον σε μια διαδικασία να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς μέσα στην αίθουσα, επί υποθετικών δεδομένων, διαδικασία που ανακόπηκε από το Δικαστήριο. Σε σχέση με το συμπέρασμά του, ο μάρτυρας δεν δέχθηκε οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης του Ενάγοντος, που μπήκε ξαφνικά στον δρόμο, γιατί, όπως είπε, ο Ενάγων είχε το κάθε δικαίωμα χρήσης του δρόμου, όπως ο καθένας, το όριο ταχύτητας που ορίζεται είναι για να δίδεται η δυνατότητα σε όλους τους χρήστες να χρησιμοποιούν τον δρόμο. Θεωρεί πως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε ανακοπή πορείας. Δεν συμφώνησε ότι η τεχνική του οδηγεί σε λανθασμένο αποτέλεσμα όσον αφορά την ταχύτητα που οδηγούσε ο Εναγόμενος.

 

Ο Μ. Θεοδώρου (ΜΕ6)

 

40.     Ο ΜΕ6 είναι ιατρός από το 2006. Το 2013, εργάζονταν στο νοσοκομείο της Πόλης Χρυχοσούς. Ήταν ο ιατρός υπηρεσίας στο ΤΑΕΠ τη συγκεκριμένη ημέρα που έγινε το τροχαίο ατύχημα. Λήφθηκε κλήση ότι υπήρχε τροχαίο στον δρόμο, το ασθενοφόρο ήταν σε διακομιδή άλλου ασθενούς, πήρε ο ίδιος το ασθενοφόρο που ήταν διαθέσιμο, χωρίς οδηγό, οδήγησε μόνο με νοσηλευτή και έσπευσε αμέσως. Τον ενημέρωσαν ότι ερχόταν αυτοκίνητο και τους είπε όταν τους δουν, να τους κάνουν νόημα, ξεκίνησαν, κάπου στη διαδρομή συναντήθηκαν με το ασθενοφόρο, παρέλαβαν τον τραυματία, τον έβαλαν σε σανίδα, τοποθέτησαν αυχενικό κολλάρο, ορούς, έγινε κλινική εξέταση και αποφάσισαν ότι πρέπει να τον μεταφέρουν. Είχε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η κλίμακα γλασκώβης του είναι 7-8 (το μέγιστο είναι το 15), είχε ανισοχωρία και ήταν αρκετά διεγερτικός, ανήσυχος, που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Ήταν κρίσιμα. Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε πως η ειδικότητά του είναι η γενική ιατρική. Παρόλο που πέρασαν αρκετά χρόνια, διατηρεί μνήμες, λόγω του επεισοδιακού τρόπου που χρειάστηκε να πάρει ο ίδιος το ασθενοφόρο. Δεν επισκέφθηκε ο ίδιος οποτεδήποτε τη σκηνή του ατυχήματος, λόγω του τρόπου που μεταφέρθηκε ο Ενάγων. Έκτοτε, τον εξέτασε ακόμα 1-2 φορές, όταν είχε μεταβεί στο ΤΑΕΠ με αναφερόμενη ζάλη. Τον είδε και άλλες φορές μέσα στην πόλη. Δεν είχε οτιδήποτε στη κατοχή του για να παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Εξήγησε πως το μόνο που ελέγχεται στην κρανιοεγκεφαλική κάκωση είναι η ανισοχωρία, η κατάσταση που ήταν υπερδιεγερτικός, η κλίμακα γλασκώβης που ήταν κάτω από το 8. Δεν θυμάται να συνέταξε ο ίδιος κάποιο πιστοποιητικό.

 

Ν. Νικολάου (ΜΕ7)

 

41.     Η ΜΕ7 είναι υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του Ενάγοντος από το 1995. Είχε στην κατοχή της, στον φάκελο της υπόθεσης, ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με τον Ενάγοντα, τα οποία κατέθεσε (Τεκμήρια 15 και 16). Τα είχε προσκομίσει ο Ενάγων και είχαν αποκαλυφθεί και ενόρκως. Είχε κλητευθεί ο ιατρός που τα συνέταξε, για να έρθει στο Δικαστήριο, για σκοπούς υποστήριξης των πιστοποιητικών. Ο δικαστικός επιδότης ενημέρωσε πως δεν ήταν στον χώρο εργασίας του, επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς γιατί ήταν ο αδελφός του σε κρίσιμη κατάσταση στην Αγγλία, και μετά ήταν να κάνει επέμβαση ο ίδιος. Μετά επικοινώνησε ο κύριος Βασιλειάδης, ήταν παρούσα και η ίδια, τον παρακάλεσε να έρθει στο Δικαστήριο. Επικοινώνησε μαζί του ξανά και την 30.05.2023, σε ανοιχτή ακρόαση, ήταν παρούσα, απάντησε μια κυρία και είπε πως ο ιατρός χειρουργήθηκε και δεν μπορεί να μιλήσει ή να μετακινηθεί. Κατέθεσε τη σχετική κλήση και την ειδοποίηση επίδοσης (Τεκμήριο 17). Κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε πως η ίδια, προσωπικά, δεν μίλησε με τον ιατρό. Μίλησε ο κύριος Βασιλειάδης και ήταν παρούσα. Η ίδια δεν έχει να κάνει με τη σύνταξη των εγγράφων και δεν είναι ιατρός.

 

Η Ι. Παυλίδου (ΜΥ1)

 

42.     Η ΜΥ1 είναι υπάλληλος στο ποινικό τμήμα του Πρωτοκολλητείου του Ε.Δ. Πάφου. Κλητεύθηκε για να καταθέσει έγγραφα από τον φάκελο της ποινικής υπόθεσης 3860/2014 Ε.Δ. Πάφου. Κατέθεσε κατηγορητήριο στο οποίο κατηγορούμενος ήταν ο Ενάγων, που περιλαμβάνει συνολικά σε έξι αδικήματα (Τεκμήριο 18). Σύμφωνα με το πρακτικό ημερομηνίας 25.05.2017, μετά από παραδοχή, επιβλήθηκε πρόστιμο στις κατηγορίες 1, 2, 4, 6, υπάρχουν και βαθμοί ποινής σχετικά με κάποιες κατηγορίες. Σχετικά με τις κατηγορίες 3 και 5, υπάρχει αναστολή ποινικής δίωξης με πρακτικό ίδιας ημερομηνίας. Δεν υπάρχει αποστενογραφημένο πρακτικό σχετικά με τα γεγονότα. Ανέφερε τις ποινές που επιβλήθηκαν. Κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε πως, από τον φάκελο, δεν μπορεί να πει η ίδια κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η παραδοχή. Δεν είναι αποστενογραφημένα τα πρακτικά σχετικά με τον μετριασμό της ποινής. Μέχρι την 25.05.2017, υπήρξαν διάφορες αναβολές. Ανέφερε τα όσα λέχθηκαν στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, ωστόσο η μάρτυρας αρνήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο το σχετικό πρακτικό της απόφασης, αναφέροντας πως έπρεπε να ληφθεί άδεια και να ακολουθηθεί διαδικασία.

 

Ο Εναγόμενος (ΜΥ2)

 

43.     Ο Εναγόμενος έδωσε μαρτυρία με τη βοήθεια διερμηνέα. Διαμένει στην Κύπρο για σχεδόν 16 χρόνια. Θυμάται το ατύχημα που είχε την 01.03.2013. Αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (Τεκμήριο 11) και υιοθέτησε το περιεχόμενό της. Οι ζημιές του αυτοκινήτου του πληρώθηκαν από την ασφάλεια, όπως ανέφερε. Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως χρησιμοποιεί την Ελληνική γλώσσα σε ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά του. Το ίδιο συνέβαινε και το 2013. Η απόσταση από τον χώρο εργασίας του μέχρι το σημείο σύγκρουσης είναι, όπως είπε, περίπου, 1 χιλιόμετρο, χωρίς βεβαίως να την έχει μετρήσει. Ως συνήθως, όταν κλείνει το εργοστάσιο, μέχρι να αποχωρήσει, η διαδικασία παίρνει 2-5 λεπτά, αναλόγως. Και τη συγκεκριμένη ημέρα, χρειάστηκαν περίπου 5 λεπτά για να κλείσει το εργοστάσιο και να πάει στο αυτοκίνητο. Σχόλασε ώρα 16:20 και το ατύχημα έγινε 16:30. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε να του υποδείξει αυτά που ανέφερε στην κατάθεσή του, ήταν μόνο ο ίδιος στο σημείο, και η Αστυνομία. Ο ίδιος είχε αναφέρει στους νεαρούς, που είχαν βάλει τον τραυματία στο αυτοκίνητο, πως θα ήταν πιο ασφαλές να περιμένουν το ασθενοφόρο, ωστόσο δεν το έπραξαν. Όσον αφορά την ορατότητα, είναι περιορισμένη, ως ένα σημείο, λόγω των στροφών, ωστόσο, είδε τις μοτοσικλέτες στα 70 μέτρα, σταματημένες, και συνέχισε τον δρόμο του. Κατάλαβε ότι μιλούσαν διότι τα κεφάλια τους ήταν γυρισμένα ο ένας προς τον άλλον και δεν κοιτούσαν τον δρόμο. Ξεκίνησε η τελευταία μοτοσικλέτα (έδειξε με το αριστερό του χέρι την τελευταία μοτοσικλέτα προς τα αριστερά). Βγήκε μπροστά του στα 10 μέτρα περίπου. Η πρόθεση του μοτοποδηλάτη ήταν να πάει στην Αγία Μαρίνα γιατί ήρθε με το μπροστινό μέρος της μοτοσικλέτας του στραμμένο προς εκείνη την κατεύθυνση. Εάν θα πήγαινε από την άλλη κατεύθυνση, θα έκανε, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, άλλη κίνηση, πιθανόν τότε η σύγκρουση να γινότανε από πίσω. Έδειξε, στον χώρο του Δικαστηρίου, την απόσταση, για αν εξηγήσει πώς αντιλαμβάνεται τις αποστάσεις, περιλαμβανομένης αυτής των 10 μέτρων. Πάτησε ελαφρά τα φρένα, από εκείνη τη στιγμή που τον είδε να μπαίνει, και προσπάθησε να γυρίσει το τιμόνι του στα δεξιά, και να τον αποφύγει, έτσι σκέφτηκε ότι θα τον δει ο μοτοποδηλάτης και θα σταματήσει. Έτσι θεώρησε ορθό να πράξει εκείνη τη στιγμή. Όταν του υποβλήθηκε πως θα μπορούσε και έπρεπε να πάει αριστερά, για να αποφευχθεί η σύγκρουση, ο Εναγόμενος απάντησε πως θα μπορούσε τότε να κτυπήσει τους άλλους δύο μοτοποδηλάτες, που ήταν στα αριστερά του. Για να τους αποφύγει, έπρεπε να κάνει στροφή παραπάνω από 90 μοίρες. Του υποβλήθηκε πως δεν υπήρχε περίπτωση να χτυπήσει τις άλλες μοτοσικλέτες, αν πήγαινε αριστερά, αντί δεξιά, και ο μάρτυρας ήταν σταθερός πως, όταν ήρθε μπροστά του ο Ενάγων, δεν μπορούσε να κάνει αριστερά γιατί θα κτυπούσε τις άλλες μοτοσικλέτες. Ανέφερε, στην κατάθεσή του, ότι έκανε λίγο δεξιά, αλλά δεν θεώρησε ότι έπρεπε αναφέρει και γιατί δεν πήρε αριστερά. Ερωτήθηκε γιατί δεν πάτησε δυνατά τα φρένα του. Ανέφερε πως κατάλαβε ότι τον είδε ο μοτοποδηλάτης, και προσπάθησε να αποφύγει την επαφή με αυτό τον τρόπο. Εάν πατούσε πιο δυνατά τα φρένα του, θα μπορούσε να τον κτυπήσει αμέσως, σκέφτηκε να τον αποφύγει, γι’ αυτό έστριψε. Εάν έβγαινε η μοτοσικλέτα από τα 70 μέτρα, που είχε αρχικά ο ίδιος δει τις μοτοσικλέτες, απλώς θα είχε ήδη πάει στην άλλη πλευρά. Ανέφερε πως ήταν περίπου 10 τα μέτρα που είδε τη μοτοσικλέτα του Ενάγοντος να μπαίνει στον δρόμο, χωρίς να λέει πως αποκλείεται να ήταν 8 ή 11, όμως, σε κάθε περίπτωση, εκεί που ήταν τη δεδομένη χρονική στιγμή, εάν πατούσε τα φρένα για να σταματήσει άμεσα, θα τον κτυπούσε, και προσπάθησε να τον αποφύγει. Είχε υπολογίσει ότι ο μοτοποδηλάτης θα σταματήσει επειδή δεν μπορούσε να βγει. Βγήκε λίγο μπροστά από τους υπόλοιπους επειδή ήταν τρίτος στη σειρά, για να έχει καλύτερη ορατότητα, γιατί, όπως ήταν τελευταίος, ο τρίτος, δεν μπορούσε να δει. Τότε είχε και ο ίδιος κάνει λίγο πιο δεξιά. Υπολόγισε πως ο οδηγός θα τον έβλεπε και θα σταματούσε, αλλά δεν σταμάτησε, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί. Το μοτοποδήλατο ήρθε μπροστά του και ήταν και τα δύο οχήματα εν κινήσει, ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει την επαφή, αλλά η μοτοσικλέτα προχώρησε και έγινε η σύγκρουση. Ο ίδιος πορεύονταν στον δικό του δρόμο, κανονικά. Συμφώνησε με τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 8 που του υποδείχθηκαν. Μετά τη σύγκρουση, ο Εναγόμενος βρέθηκε πάνω στον ανεμοθώρακα και έπειτα έπεσε στον δρόμο. Ο ίδιος προσπάθησε να μην πάει πάνω του, έστριψε δεξιά. Το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγο πιο κάτω, δεν γνωρίζει την απόσταση, μπορεί να ήταν περίπου 15 μέτρα, είδε την κατάσταση και σκέφτηκε να βγάλει το αυτοκίνητο από τον δρόμο, για να υπάρχει ασφάλεια. Δεν οδήγησε προς τα πίσω. Πήγε απευθείας και σταμάτησε το αυτοκίνητο εκεί που σημειώθηκε από την Αστυνομία ως η τελική του θέση. Του υποβλήθηκε πως, για να βγει στον ανεμοθώρακα του ο οδηγός της του μοτοποδηλάτου, σημαίνει πως έτρεχε υπερβολικά. Ο μάρτυρας είπε πως δεν είναι ειδικός στη φυσική, όμως όταν τον κτυπάς, αμέσως έρχεται από πάνω. Ο ίδιος δεν είχε μεγάλη ταχύτητα, αλλά περίπου 50 χλμ./ώρα. Του υποβλήθηκε πως αυτό του είπαν να πει επειδή υπήρχε πιθανότητα το ατύχημα να ήταν θανατηφόρο, για να μην του βρουν ευθύνη. Ο μάρτυρας απάντησε πως καθημερινά πήγαινε στον δρόμο και γνωρίζει ποια είναι τα όρια, δεν του είπε οποιοσδήποτε κάτι σχετικό. Η σύγκρουση έγινε στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του. Αλλά, επειδή έκανε στα δεξιά, για να αποφύγει τη σύγκρουση, δεν ξέρει εάν μετατοπίστηκε το όχημά του στην άλλη λωρίδα, που, όπως είπε, θα ήταν λογικό να μετατοπιστεί. Το σημείο σύγκρουσης Χ είναι βασικά στο αριστερό του φανάρι, όπως εξήγησε. Όταν κατέβηκε από το όχημα, μετά δεν μπορεί να θυμηθεί πού ήταν ο τραυματίας, ακριβώς, αλλά, όπως είπε, ό,τι είχε αναφέρει τότε, που είχε φρέσκα στο μυαλό του τα γεγονότα, ισχύει. Ο ήλιος ήταν μπροστά του, όπως πήγαινε. Λόγω της διαμόρφωσης του δρόμου, με τις στροφές, δεν θα μπορούσε να πηγαίνει 80 χλμ./ώρα, είναι ένα χωριό, όπως ανέφερε. Έπειτα, δεν είχε λόγο να οδηγεί πιο γρήγορα, αλλά και δεν υπάρχει και δυνατότητα αύξησης ταχύτητας στο σημείο.

 

Ο Γ. Τζιρκαλλής (ΜΥ3)

 

44.     Ο ΜΥ3 ανέφερε πως είναι, μεταξύ άλλων, προσοντούχος και πεπειραμένος εμπειρογνώμονας τροχαίων ατυχημάτων. Κατέθεσε κατάλογο με τα προσόντα του (Τεκμήριο 19). Έλαβε οδηγίες για να διερευνήσει το επίδικο ατύχημα. Δεν επισκέφθηκε τη σκηνή. Οι οδηγίες του ήταν να βρει την ταχύτητα του οχήματος κατά την ώρα της σύγκρουσης. Για τον σκοπό αυτό, του δόθηκαν το σχεδιάγραμμα της Αστυνομίας, οι καταθέσεις των αστυνομικών, η κατάθεση του οδηγού του οχήματος και η κατάθεση του οδηγού του μοτοποδηλάτου. Επίσης, του δόθηκε η έκθεση του ΜΕ5 και την έλαβε υπόψη του. Σύμφωνα με την έρευνά του, στο διαδίκτυο, το αυτοκίνητο είχε βάρος 1.155 κιλά και το μοτοποδήλατο 76 κιλά (Τεκμήριο 20). Έχει δει, επίσης, τις φωτογραφίες. Στο Τεκμήριο 9(α), όπως ανέφερε, υπάρχει το ίχνος των 18,60 μέτρων από το αριστερό «πατίδι» του μοτοποδηλάτου, όταν αυτό τρίβονταν στην άσφαλτο. Γενικά ομιλούντες, όπως είπε, και με κανόνες φυσικής, το βαρύτερο αντικείμενο μεταφέρει την ταχύτητά του στο ελαφρύτερο αντικείμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, το αυτοκίνητο που είχε τη μεγαλύτερη ορμή. Βάσει αυτής της εκδοράς, υποστήριξε πως υπάρχει η δυνατότητα υπολογισμού της ταχύτητας. Ειδικότερα, όπως είπε, έγιναν πολλές μελέτες για μοτοσικλέτες που τρίβονται στην άσφαλτο. Ο συντελεστής τριβής είναι 0,33 μέχρι 0,54. Όταν δεν γίνεται έλεγχος επιτόπου, χρησιμοποιούνται και οι δύο συντελεστές. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η εξίσωση “Vi=√2 – 2ad”. Με τους δύο διαφορετικούς συντελεστές, η μια ταχύτητα είναι 39,50 χλμ./ώρα και η άλλη είναι μεταξύ 50-54 χλμ./ώρα. Αυτή η μέθοδος, όπως υποστήριξε, είναι η πιο ασφαλής. Υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές αντιδράσεις του οδηγού. Σε αυτή την περίπτωση, ο οδηγός λέει, όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, έστριψε το τιμόνι και πάτησε ελαφριά το φρένο του, αυτό ονομάζεται «complex reaction», περίπλοκη αντίδραση, κάθε αντίδραση που κάνει ένας οδηγός έχουμε ένα δευτερόλεπτο, και το «discriminating reaction time», είναι ο χρόνος που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο. Η απόσταση που διένυσε η μοτοσικλέτα από το σημείο σύγκρουσης ήταν 4,9 μέτρα. Με δεδομένο ότι, στην κατάθεσή του, ο Ενάγων αναφέρεται ότι αυτός κινείτο με 5-10 χλμ./ώρα, μπορεί να υπολογιστεί η ώρα που έκανε για να φτάσει στο σημείο σύγκρουσης, από το σημείο που εκκίνησε, δηλαδή από το «Αλτ» που ήταν σταματημένος.

 

45.     Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε πως του ανέθεσαν την εργασία αυτή πριν δύο εβδομάδες. Δεν χρειάζονταν να πάει επιτόπου, γιατί έχει κάνει αναπαράσταση με τα δεδομένα που έχουν δώσει, και το ερώτημα ήταν μόνο να βρει την ταχύτητα του οχήματος κατά την ώρα της σύγκρουσης, άρα, ξέροντας τον συντελεστή τριβής, ξέροντας τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης της μοτοσικλέτας, ξέροντας τη δύναμη βαρύτητας, χρησιμοποιείται η εξίσωση που υπέδειξε. Είναι, όπως είπε, απλώς μαθηματικά. Ερωτήθηκε, ο μάρτυρας, αν μπορεί ένα σταματημένο όχημα να εκκινήσει με ταχύτητα, και αναφέρθηκε σε ταχύτητα που αναπτύχθηκε. Εξέφρασε τη διαφωνία του με τον πίνακα που χρησιμοποίησε ο ΜΕ5 γιατί, όπως λέει, δίδονταν προ ετών, πλέον δεν χρησιμοποιείται, βασίζεται σε μη πραγματικές συνθήκες. Σε πραγματικές συνθήκες, όμως, για κάθε κίνηση που κάνει ο οδηγός, προστίθεται ένα δευτερόλεπτο. Υποβλήθηκε στον μάρτυρα πως ο Εναγόμενος έτρεχε με 80 χλμ./ώρα, με βάση τα δεδομένα. Ο μάρτυρας διαφώνησε.

 

Αξιολόγηση και Εξέταση

 

46.     Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[6], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

47.     Για ορισμένα ζητήματα, που είναι εκτός του πεδίου της κοινής γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, το Δικαστήριο δυνατόν να χρειάζεται, κατ’ εξαίρεση, μαρτυρία γνώμης, από εμπειρογνώμονα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό, για θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας[7]. Τι αποτελεί αντικείμενο κοινής γνώσης και ανθρώπινης εμπειρίας και τι αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, δεν αποκλείεται να συγχέεται γιατί, στη σύγχρονη εποχή, είναι διευρυμένη η πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία και η δυνατότητα διάδοσής της, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Αυτή η πραγματικότητα συχνά αυξάνει και τις απαιτήσεις σχετικά με την εμπειρογνωμοσύνη, ανάλογα. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα, ως επίσης καθοδηγεί η νομολογία[8], είναι με βάση τα ίδια προαναφερόμενα κριτήρια, τα οποία εστιάζουν στη βασιμότητα ή την εγκυρότητα της γνώμης του. Περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων, που δεν εκτίθενται εξαντλητικά, την πληρότητα της αιτιολογίας που δίδεται για τη συγκεκριμένη γνώμη, τη συνάφεια ή την ακρίβεια ή την επάρκεια στην παρουσίαση και τεκμηρίωσή της, τον βαθμό της μελέτης για τον σχηματισμό της. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες και γνώσεις, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Συναφώς, το Δικαστήριο πρώτα αξιολογεί την ειδική μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, και αφού την κατανοήσει,  με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την εξειδικευμένη πτυχή της υπόθεσης. 

 

Η ευθύνη

 

48.     Σχετική με το θέμα της ευθύνης είναι η μαρτυρία των ΜΕ1, του Ενάγοντος (ΜΕ2), του ΜΕ3, του ΜΕ4 και του ΜΕ5. Από την πλευρά του Εναγόμενου, σχετική είναι η μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3.

 

49.     Η μαρτυρία του ΜΕ1 δεν αμφισβητήθηκε κατ’ ουσία. Απεναντίας, χρησιμοποιήθηκε από την πλευρά του Εναγόμενου, για την απόδειξη της δικής του υπόθεσης. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε ο ΜΕ1 να ανέφερε αναληθώς τις ενέργειες διερεύνησης που έγιναν σε σχέση με το τροχαίο ατύχημα ή να μην ισχύει το γεγονός ότι τα έγγραφα που κατέχει και κατέθεσε αποτελούν μέρος του φακέλου της ποινικής διερεύνησης. Παρεμβάλλεται, βεβαίως, πως ο ΜΕ1 δεν κατέθεσε τα Τεκμήρια 2, 3, 4 και 13 για να αποδείξει τα γεγονότα που αναφέρονται στις καταθέσεις αυτές από τους μάρτυρες που του τα ανέφεραν ως αληθή, αλλά για να αποδείξει το γεγονός πως έλαβε ο ίδιος τις συγκεκριμένες καταθέσεις και του αναφέρθηκαν αυτά που κατέγραψε. Το Τεκμήριο 4 αναγνωρίστηκε από τον Ενάγοντα, ως η αστυνομική του κατάθεση και είναι ενώπιον του Δικαστηρίου ο ίδιος ο Ενάγων, η αξιοπιστία του οποίου εξετάζεται. Οι ενέργειες του ΜΕ1, όπως αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, δεν αποκλίνουν από όσα ανέφερε και στην κατάθεσή του, Τεκμήριο 5. Η συνοπτική του έκθεση, Τεκμήριο 12, περιλαμβάνει όσα προκύπτουν από το υλικό που συλλέχθηκε, που δικαιολογούσαν, κατά τη γνώμη του μάρτυρα, την εισήγηση για την ποινική δίωξη του Ενάγοντος. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως ο ΜΕ1 συνέταξε τη συγκεκριμένη συνοπτική έκθεση βάσει της οποίας εισηγήθηκε την ποινική δίωξη του Ενάγοντος. Κατέθεσε, ο ΜΕ1, το Τεκμήριο 6 ως έγγραφο που αναμφίβολα αποτελεί μέρος του αστυνομικού φακέλου, και που είχε επίσης στην κατοχή του. Το ίδιο αναγνωρίστηκε από τον ΜΕ4, ως η δική του κατάθεση. Επίσης, τα Τεκμήρια 7, 8 και 10, κατατέθηκαν από τον ΜΕ1, που τα είχε στην κατοχή του, και αναγνωρίστηκαν από τον ΜΕ3. Το Τεκμήριο 11, επίσης, που κατέθεσε ο ΜΕ1, αναγνωρίστηκε από τον Εναγόμενο ως η αστυνομική του κατάθεση. Ο ίδιος ο Εναγόμενος είναι επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου και η αξιοπιστία του αξιολογείται. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΕ1 ως αξιόπιστη μαρτυρία σε σχέση με τις ενέργειες που έγιναν για τη διερεύνηση του τροχαίου ατυχήματος από την Αστυνομία, καθώς και ότι, στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης, προέκυψαν και τα έγγραφα που ο ΜΕ1 κατέθεσε στο Δικαστήριο.

 

50.     Ο Ενάγων (ΜΕ2) δεν έπεισε το Δικαστήριο πως, την ώρα που μπήκε στον δρόμο, εισήλθε και στη λωρίδα κυκλοφορίας του, ότι δηλαδή έφτασε και γύρισε ήδη στη λωρίδα του, και πως τότε είδε ένα αυτοκίνητο, σε απόσταση, να έρχεται πάνω του, ενώ ήταν μέσα στη λωρίδα του. Αυτή η μαρτυρία του, όπως και ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στη λωρίδα που ήδη μπήκε, για να κατευθυνθεί προς την Αγία Μαρίνα, δεν συνάδει με το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος, Τεκμήριο 9(α), ούτε με τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 7 και 8, στα οποία βασίστηκε μάλιστα και ο ΜΕ5, μάρτυρας της δικής του υπόθεσης. Εξάλλου, κατά την αντεξέτασή του, ο Ενάγων διαφοροποίησε την εκδοχή αυτή, και πάλι, λέγοντας πως αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο όταν ο ίδιος περνούσε στη μέση του δρόμου που χωρίζει τις δύο λωρίδες, για να πάρει τον δρόμο του. Στο Τεκμήριο 7, στις φωτογραφίες 7 και 8, απεικονίζεται σε μεγέθυνση το σημείο σύγκρουσης 1, το οποίο βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του δρόμου, δηλαδή στην πλευρά του δρόμου που είναι και η πάροδος, που οδηγούσε ο Εναγόμενος. Αυτό δείχνει και η φωτογραφία 5, με πιο ευρεία απεικόνιση. Στις φωτογραφίες 1, 21, 22, 23 του Τεκμηρίου 7, απεικονίζεται και το όχημα του Εναγόμενου, τοποθετημένο στην άκρια του δρόμου, που, στο πλάτος του, το όχημα, στο συγκεκριμένο σημείο που σταμάτησε, που σημειώνεται και στο Τεκμήριο 9(α), φαίνεται να καταλαμβάνει σημαντικό από το πλάτος μιας λωρίδας, ενώ το πλάτος του κύριου δρόμου, σύμφωνα με τις μετρήσεις στο σχεδιάγραμμα του Τεκμηρίου 9(α), δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς. Οι κηλίδες αίματος Κ και Κ1, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες 16 έως 21 του Τεκμηρίου 7, είναι στη δεξιά πλευρά του δρόμου, η μία κοντά στην διαχωριστική άσπρη γραμμή και η άλλη προς την δεξιά άσπρη γραμμή της λωρίδας, σε αρκετή απόσταση από το σημείο σύγκρουσης, αλλά και από το σημείο εισόδου στον κύριο δρόμο, από την πάροδο. Όσον αφορά τις ζημιές στο αυτοκίνητο, που είναι δεξιοτίμονο, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες 23, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 34 του Τεκμηρίου 7, αλλά και από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 8, δεν είναι στην πλευρά του οδηγού, αλλά στην πλευρά του συνοδηγού, δηλαδή στην αριστερή και μπροστινή πλευρά του οχήματος. Όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες 47, 48, 50, 52, που απεικονίζουν τη σκηνή του ατυχήματος, σε συνάρτηση με το σχεδιάγραμμα του Τεκμηρίου 9(α), η απόσταση από το σημείο «Αλτ», στην πάροδο, μέχρι το μέσο του δρόμου, δεν είναι μεγάλη. Η μέτρησή της, στο Τεκμήριο 9(α), είναι 4,90 μέτρα. Στις φωτογραφίες 15, 16, 18, 19, 20 του Τεκμηρίου 8, φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο το μοτοποδήλατο ήρθε σε επαφή με το αυτοκίνητο, ή το αντίθετο, σύμφωνα με τις ζημιές εκάστου και τη διερεύνηση της Αστυνομίας. Από αυτές τις φωτογραφίες, δεν φαίνεται το μοτοποδήλατο να είχε ήδη περάσει ή να μπορούσε να περάσει στη δεξιά λωρίδα, εφόσον απεικονίζεται επαφή με το αριστερό και μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, που παραπέμπει σε ανακοπή πορείας του αυτοκινήτου. Οι ζημιές της μοτοσικλέτας στη δεξιά της πλευράς βεβαιώνουν ότι η μοτοσικλέτα ήταν σε οριζόντια θέση κατά το πλάτος του κύριου δρόμου, εξ ου και οι αντίστοιχες ζημιές του αυτοκινήτου ήταν στο αριστερό και μπροστινό του μέρος. Εάν ίσχυε η εκδοχή του Ενάγοντος, οι ζημιές της μοτοσικλέτας θα ήταν μεν στο δεξιό της μέρος, αλλά οι ζημιές του αυτοκινήτου θα ήταν πιο εκτεταμένες στο δεξιό του μέρος, στην πλευρά του οδηγού.

 

51.     Ο ΜΕ2 αναφέρθηκε, επίσης, ασαφώς, σε στροφή του αυτοκινήτου και έπειτα σε «ιλιγγιώδη ταχύτητα», χωρίς η μαρτυρία του να ερείδεται σε οποιαδήποτε αντικειμενικό στοιχείο. Έπειτα, στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, Τεκμήριο 4, δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε περί «ιλιγγιώδους ταχύτητας» του οδηγού του αυτοκινήτου. Το ευλόγως αναμενόμενο θα ήταν πως ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός, θα το είχε αναφέρει. Θα το είχαν ενδεχομένως αναφέρει και οι Ρ.Ε. και Κ.Μ. στις δικές τους καταθέσεις (Τεκμήρια 2 και 3). Ότι πέρασε ένα όχημα με «ιλιγγιώδη ταχύτητα». Αντίθετα, οι Ρ.Ε. και Κ.Μ. ανέφεραν στον ΜΕ1 πως την ώρα που ο Ενάγων μπήκε στον δρόμο, περνούσε το αυτοκίνητο. Δεν έπεισε, επίσης, ο Ενάγων, το Δικαστήριο ότι ο ίδιος εξέφρασε κάποια διαφωνία με το σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 9(β), η οποία αγνοήθηκε, ή και ότι δεν αναγράφηκε η εκδοχή του για τα γεγονότα ορθά από την Αστυνομία, γιατί τάχα υπήρχε ένα πλάνο πίσω από όλα τα πράγματα να προστατευτεί ο Εναγόμενος και να επιρριφθεί η ευθύνη στον Ενάγοντα, λόγω της πιθανότητας θανάτου· στο πλαίσιο του οποίου, και κάποια άλλη πρόχειρη κόλλα, στην οποία σημείωσε το δικό του σημείο Χ, αποκρύπτεται ή χάθηκε. Ο Ενάγων είχε επιβιώσει και έδωσε κανονικά κατάθεση στην Αστυνομία και δεν θα μπορούσε τότε να ισχύει κάποιο πλάνο προστασίας του Εναγόμενου, για οποιονδήποτε λόγο. Ο Εναγόμενος ήταν ένας απλός εργάτης σε ξυλουργείο, με καταγωγή από τη Ρουμανία, που επέστρεφε από τη δουλειά του. Δεν υποδείχθηκε λόγος που να δίνει μια πιο εκλογικευμένη διάσταση στην εκδοχή του Ενάγοντος ότι βασικά η Αστυνομία θέλησε να ευνοήσει τον Εναγόμενο έναντι του Ενάγοντος, λόγω του ενδεχόμενου θανάτου του Ενάγοντος. 

 

52.     Ο τρόπος που ο Ενάγων επιχείρησε, κατά τη διαδικασία, να αποποιηθεί οποιαδήποτε δική του ευθύνη για το ατύχημα, δεν συνάδει είτε με την παραδοχή του στο ποινικό Δικαστήριο, όπου οδηγήθηκε με βάση τα γεγονότα που εκτέθηκαν και στη συνοπτική έκθεση του ΜΕ1 (Τεκμήριο 12), είτε με το σύνολο των γεγονότων που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Κλόνισε και την αξιοπιστία της εκδοχής του σχετικά με την ευθύνη. Ο ίδιος εισήλθε από μια πάροδο σε έναν κύριο δρόμο, στον οποίο βρίσκονταν ήδη ο Εναγόμενος. Δεν είχε εμφανιστεί ξαφνικά ο Εναγόμενος μπροστά στον Ενάγοντα. Αυτή τη διάσταση ο Ενάγων έδειξε να μην την δέχεται, εστιάζοντας σε μια υπόθεση σχετικά με την ταχύτητα του Εναγόμενου, τον οποίον, ταυτόχρονα, ανέφερε πως δεν είδε έγκαιρα ή ότι τον είδε για πρώτη φορά σε διαφορετικά χρονικά σημεία, όταν προσέγγιζε τη μέση του δρόμου και όταν γύρισε ήδη στη λωρίδα του. Δεν είναι αποδεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία του Ενάγοντος ως προς τα γεγονότα που ανέφερε σχετικά με τον τρόπο που έγινε το ατύχημα, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας του ότι ο Εναγόμενος έτρεχε με «ιλιγγιώδη ταχύτητα».

 

53.     Δεν αμφισβητήθηκε πως ο ΜΕ3, που κατά τον χρόνο του ατυχήματος υπηρετούσε στην Τροχαία Πάφου, επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος με τον ΜΕ4, την επιθεώρησαν και ετοίμασαν μαζί το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 9(β), βάσει του οποίου, στη συνέχεια, ο ΜΕ4 ετοίμασε το συμμετρικό σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 9(α). Ούτε ότι ο ΜΕ3 έλαβε τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 7 και 8, που όντως απεικονίζουν τη σκηνή και τα οχήματα που ενεπλάκησαν στο ατύχημα, με τις ζημιές τους, ως προκλήθηκαν από αυτό. Κατά τη μαρτυρία τους, οι ΜΕ3 και ΜΕ4 ήταν πλήρως επεξηγηματικοί, δεν τους υποδείχθηκε πως έκαναν οποιοδήποτε λάθος στη διερεύνηση ή ότι ισχύει κάποια άλλη εκδοχή ως προς τα γεγονότα που σχετίζονται με τη διερεύνηση ή τις μετρήσεις στις οποίες προέβησαν. Έπειτα, στη δική τους μαρτυρία είναι που βασίστηκαν οι ΜΕ5 και ΜΥ3 για να προβούν στις δικές τους εκτιμήσεις. Βεβαίως, οι ΜΕ3 και ΜΕ4 δεν ασχολήθηκαν με την ταχύτητα του Εναγόμενου, γιατί δεν είχαν ενδείξεις ότι υπήρχε αυξημένη ταχύτητα, που να τους οδηγεί σε τέτοια αναγκαία διερεύνηση. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4, ως προς τα γεγονότα που ανέφεραν, ως αξιόπιστη μαρτυρία.

 

54.     Βασική μαρτυρία της πλευράς του Ενάγοντος ήταν εκείνη του ΜΕ5, μέσω της οποίας ο Ενάγων επιχείρησε να αποδείξει πως ο Εναγόμενος είναι αμελής, εστιάζοντας κυρίως στην ταχύτητα του οχήματος του Εναγόμενου πριν από τη σύγκρουση. Ο ΜΕ5 δεν έκανε κάποια αναπαράσταση. Ερμήνευσε τα υφιστάμενα στοιχεία και πρόσθετα επιθεώρησε σε παρόντα χρόνο τη σκηνή του ατυχήματος. Όσον αφορά την ορατότητα που μέτρησε ο ΜΕ5, η μαρτυρία του αυτή δεν αμφισβητήθηκε, συνάδει με τη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4 και με το Τεκμήριο 9(α), και είναι αποδεκτή.

 

55.     Πέραν αυτής, σε ό,τι ανέφερε ο ΜΕ5 επί της υφιστάμενης μαρτυρίας, ως ερμηνεία ή γνώμη, ήταν έκδηλη η προσπάθεια του να προκληθεί στρέβλωση, για να δοθεί μια τεχνική διάσταση στην εκδοχή του Ενάγοντος πως ο Εναγόμενος έτρεχε τόσο πολύ, που βασικά παρέσυρε τον μοτοποδηλάτη που ήδη μπήκε και χρησιμοποιούσε δικαιωματικά τον δρόμο. Υπήρξαν προφανείς συστολές του ΜΕ5 στο να εκφράσει τα πράγματα με ακρίβεια. Όπως, για παράδειγμα, πως ο Εναγόμενος κινείτο στον κύριο δρόμο και είχε την οδική προτεραιότητα, ή ότι είχε και ο ίδιος ο Εναγόμενος μια εκδοχή, που δεν μπορούσε να εκληφθεί ως εξ αρχής αμφισβητούμενη, αλλά όχι και εκείνη του Ενάγοντος. Αυτή η τακτική, σε συνάρτηση με τον απόλυτο τρόπο που διατύπωσε το συμπέρασμά του ο ΜΕ5, κρούοντας και στο γεγονός ότι υπήρξε ποινική καταδίκη του Ενάγοντος, δημιούργησε έντονα την εικόνα στο Δικαστήριο, ότι ο ΜΕ5 επιχειρούσε να βοηθήσει τον Ενάγοντα να αποδείξει οδική αμέλεια του Εναγόμενου, για να προκύψει αποζημίωση του Ενάγοντος από κάπου, για ό,τι του συνέβη, και μάλιστα σε πλήρες ποσοστό ευθύνης. Με την προσέγγισή του, που ήταν απλώς δική του ερμηνεία της μαρτυρίας, χωρίς πρωτογενή δεδομένα ή ακόμα και εναπόθεση εξειδίκευσης σε αυτήν, δεν δείχνει στο Δικαστήριο γιατί θα πρέπει να βασιστεί στην κρίση του, για να διαπιστώσει την ευθύνη για το ατύχημα.

 

56.     Εστιάζοντας όμως στην ταχύτητα, στο σημείο όπου υποτίθεται πως ο ΜΕ5 έδωσε ειδική μαρτυρία, το συμπέρασμα του ΜΕ5 ότι ο Εναγόμενος είπε ψέματα πως είδε τον Ενάγοντα να εισέρχεται στον δρόμο από το σημείο Β1 είναι γιατί υπολογίζει την απόσταση του σημείου Β1 μέχρι το σημείο Χ στα 8,8 μέτρα και αυτή η απόσταση είναι μικρή για να περιληφθεί σε αυτήν η απόσταση σκέψης, σύμφωνα με τον πίνακα που χρησιμοποιεί. Υπάρχει μια μεγάλη παρανόηση ως προς τον πίνακα αυτό, στη μαρτυρία του ΜΕ5. Ο πίνακας αναφορικά με τις τυπικές αποστάσεις ακινητοποίησης του οχήματος περιλαμβάνεται στον Rule 126 του The Highway Code του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο σκοπός του, όπως προκύπτει από το σχετικό κείμενο, είναι να δώσει καθοδήγηση σχετικά με την απόσταση που θα ήταν ασφαλές να τηρεί ένα όχημα από το προπορευόμενό του. Βασίζεται στη διαπίστωση ότι η ταχύτητα επηρεάζει τον έλεγχο του οχήματος, περιλαμβανομένης της δυνατότητας άμεσης ακινητοποίησής του, όταν χρειάζεται, σε καθαρή απόσταση, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Υπάρχει αντίστοιχα ο κανόνας των 2 δευτερολέπτων απόστασης από το προπορευόμενο όχημα, όταν τα οχήματα κινούνται σε αυτοκινητόδρομο. Η τυπική απόσταση ακινητοποίησης, στην Αγγλική νομοθεσία, υπολογίστηκε με βάση τον χρόνο που χρειάζεται για να σκεφτεί και να αντιδράσει ο οδηγός στον κίνδυνο (thinking distance) και τον χρόνο που χρειάζεται για να εφαρμόσει φρένα ώστε να ακινητοποιήσει το όχημα (breaking distance). Το άθροισμα της TD και της BD είναι η απόσταση ακινητοποίησης (stopping distance) ST. Οι αποστάσεις είναι τυπικές και υπόκεινται σε διάφορες διαφοροποιήσεις, αναλόγως της κατάστασης του δρόμου ή του οχήματος ή του οδηγού ή του περιβάλλοντος. Ο πίνακας αυτός δεν χρησιμοποιείται και δεν μπορεί να λειτουργήσει αντιστρόφως ανάλογα. Στον πίνακα, οι ταχύτητες είναι δεδομένες (given speed) και βάσει αυτών υπολογίζονται τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει η δυνατότητα, από το σημείο ακινητοποίησης ενός οχήματος, μετά από μία σύγκρουση, να υποτεθεί η αρχική του ταχύτητα, βάσει της δοσμένης στον πίνακα ταχύτητας. Αυτό γιατί ο τρόπος και ο λόγος ακινητοποίησης ενός οχήματος μετά από σύγκρουση διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση και δεν είναι ξεκάθαρα ή κατ’ ανάγκη απότοκο της ταχύτητας πριν από τη σύγκρουση. Δεν έχει την έννοια της SD. Η ίδια η σύγκρουση, ως το αποτέλεσμα που επιχειρεί να αποτρέψει ο προληπτικός πίνακας, αφού συμβεί, θέτει εκτός εφαρμογής τον ίδιο. Τουλάχιστον, αυτός ο πίνακας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την ανάδειξη και απόδειξη τέτοιας αιτιακής σχέσης μεταξύ του σημείου ακινητοποίησης του οχήματος μετά τη σύγκρουση με την αρχική του ταχύτητα, αδιάφορα από τον μεσολαβούντα παράγοντα της σύγκρουσης και του είδους και του τρόπου και του λόγους της σύγκρουσης.  Δεν προσκομίστηκε από τον ΜΕ5 οποιαδήποτε μελέτη ή επιστημονικό άρθρο που να διαψεύδει ό,τι λογικά συνάγεται από τη δεδομένη χρήση του πίνακα αυτού στην οδική νομοθεσία.

 

57.     Ο ΜΕ5 κατ’ ακρίβεια δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με οποιαδήποτε εξειδικευμένη, επιστημονική γνώση ή γνώση απορρέουσα από πείρα διερεύνησης τροχαίων ατυχημάτων. Έπειτα, δεν θεωρώ πως διερεύνησε το τροχαίο ατύχημα καθόλου, με το να εκφέρει απλώς την γνώμη του επί των υφιστάμενων δεδομένων, την οποία παρουσίασε ως εξειδικευμένη γνώμη. Δεν χρησιμοποιούνται ίδιες αποστάσεις για κάθε είδος μηχανοκίνητου οχήματος, είτε είναι σαλούν αυτοκίνητο, είτε είναι φορτηγό, είτε είναι μοτοποδήλατο. Ο ΜΕ5 επικαλέστηκε, όμως, τον προαναφερόμενο πίνακα και όταν ερωτήθηκε για την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του Ενάγοντος. Αδικαιολόγητα. Εκθεμελιώνοντας πλέον και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να βασιστεί, για οποιονδήποτε λόγο, στις αξιολογικές εκτιμήσεις που εξέφρασε ο ΜΕ5 επί των δεδομένων που συνέλεξε η Αστυνομία, για να αναδείξει θέματα που υποτίθεται πως δεν είχε τα δεδομένα και την ικανότητα να αναδείξει η Αστυνομία.

 

58.     Το να σταματήσει το όχημα στο σημείο Β2, εν προκειμένω, δεν συνιστά κατ’ ανάγκη την απόσταση ακινητοποίησης, λόγω ταχύτητας, όπως εξέλαβε ο ΜΕ5. Ο ίδιος ο ΜΥ2 ανέφερε πως επέλεξε να σταματήσει σιγά-σιγά στη δεξιά πλευρά, να βγει από τον δρόμο, γιατί αυτό ήταν πιο ασφαλές να πράξει. Ο ΜΕ5 δόμησε όμως μια θεωρία υπολογισμού της ταχύτητας χωρίς να πείθει το Δικαστήριο για την επιστημοσύνη της, για να πει ότι βασικά ο Εναγόμενος κτύπησε τον Ενάγοντα με ταχύτητα, τουλάχιστον 80 χλμ./ώρα, εννοώντας «σφοδρά», και ότι μάλιστα τον έριξε σε μεγάλη απόσταση. Αυτό το τεκμαίρει από το ίχνος που άφησε το μοτοποδήλατο για 18,60 μέτρα, το οποίο, όμως, δεν απέκλεισε να μπορούσε να αφήσει και με δύναμη ταχύτητας 50 χλμ./ώρα. Η ότι οι ίδιες ζημιές αποκλείεται να συμβούν με ταχύτητα 50 χλμ./ώρα και συμβαίνουν μόνο με ταχύτητα 80 χλμ./ώρα. Η διατύπωσή του πως, εάν η ορατότητα στο σημείο ήταν 80 μέτρα και το όχημα κινείτο με 50 χλμ./ώρα, θα ήταν σε απόσταση 50 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης, όταν το μοτοποδήλατο ξεκίνησε να εισέρχεται στον δρόμο από το σημείο «Αλτ», είναι ασαφής και εκκινεί με αόριστο δεδομένο. Ο Εναγόμενος είχε πει πως είδε τον Ενάγοντα στα 70 μέτρα, αλλά όταν εισήλθε στον δρόμο, που δεν ήταν άμεσα η είσοδός του στον δρόμο, το αυτοκίνητο ήταν ήδη σε απόσταση περίπου 10 μέτρα. Εν τέλει, η μαρτυρία του ΜΕ5 δεν εξηγεί το ζητούμενο, τι θα μπορούσε να πράξει ο Εναγόμενος με αυτά τα δεδομένα, τη θέαση της εισόδου του μοτοποδηλάτου στον δρόμο στα 10 μέτρα, και όχι με βάση οποιαδήποτε άλλα υποθετικά και εν τέλει ανύπαρκτα δεδομένα. Γιατί το μόνο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος που υπάρχει, που έχει συντεθεί με βάση τα πρωτογενή δεδομένα, είναι το Τεκμήριο 9(α)(β).

 

59.     Η προσπάθεια του ΜΕ5 να υποστηρίξει πως ο Εναγόμενος είδε τον Ενάγοντα στα 24 μέτρα πριν από τη σύγκρουση και ότι μπορούσε να σταματήσει στα 3 μέτρα κινήθηκε με υποθετικά δεδομένα, που δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία που ο ΜΕ5 είχε στην κατοχή του, για να ερμηνεύσει. Επιχείρησε, αντ’ αυτού, να αμφισβητήσει την αξιοπιστία αποκλειστικά του Εναγόμενου, ποτέ του Ενάγοντος. Χαρακτηριστικά, έφτασε στο σημείο να πει πως μπορεί η όραση του Ενάγοντος να ήταν ανεπαρκής, γι’ αυτό να μην είδε τον Εναγόμενο να υπάρχει και να κινείται στον δρόμο, ως αυτό να ήταν δικαιολογία που ο Ενάγων εισήλθε στον κύριο δρόμο, ενώ εκείνη την ώρα περνούσε το όχημα του Εναγόμενου. Έπειτα, ανέφερε, προσπαθώντας ξανά να δικαιολογήσει τον Ενάγοντα, «άμα τον θωρείς τον άλλο 70-80 μέτρα μακριά, εν να κάτσεις να περιμένεις, να ξημερώσει για να μπεις στον δρόμο;».

 

60.     Από διάφορα σημεία της μαρτυρία του ΜΕ5, φαίνονταν ότι ο ΜΕ5 δεν είχε πρόθεση να αναγνωρίσει οποιαδήποτε δικαιολογία για την οδική συμπεριφορά του Εναγόμενου. Σχεδόν τον παρουσίασε ως έναν ασυνείδητο και αδιάφορο οδηγό, που παρέσυρε με ταχύτητα τον Ενάγοντα και τον πέταξε σε απόσταση. Δεδομένα που ουδεμία σχέση έχουν με το οδικό προφίλ του Εναγόμενου που έδωσε η Αστυνομία και γενικότερα με τα γεγονότα που μαρτυρήθηκαν, αλλά και την όλη παρουσία του Εναγόμενου. Όταν ερωτήθηκε εάν γνωρίζει τον λόγο που το αυτοκίνητο, όπως είχε κτυπηθεί, μετατοπίστηκε ένα μέρος του στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, απέφυγε να δώσει κάποια σαφή απάντηση, ή να αναφερθεί σε πιθανή προσπάθεια του οδηγού του αυτοκινήτου να αποφύγει τη σύγκρουση, λέγοντας πως απλώς το τοποθέτησε επί του σχεδίου με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία. Το μοτοποδήλατο δεν ερχόταν απέναντι από το όχημα και η σύγκρουση δεν επήλθε με τα με τα μπροστινά μέρη των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων. Απλώς το μοτοποδήλατο, επιχειρώντας να στρίψει προς τα δεξιά του, πήρε την κλίση και συγκρούστηκε με το μπροστινό και δεξί μέρος του στον αριστερό και μπροστινό μέρος του οχήματος του Εναγόμενου γιατί ακριβώς εκείνη την ώρα περνούσε από το ίδιο σημείο ο Εναγόμενος. Ωστόσο, η επιμονή του ΜΕ5 στην υποστήριξη πως η σύγκρουση ήταν «μετωπική» ήταν δηλωτική του ότι ο ΜΕ5 εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο παραπέμπει η ίδια η έννοια.

 

61.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η μαρτυρία του ΜΕ5 ότι η αυξημένη οδική ταχύτητα του Εναγόμενου, άνω του νόμιμου ορίου των 50 χλμ./ώρα, είναι η αποκλειστική αιτία του ατυχήματος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη. Ούτε η μαρτυρία του ότι ο Εναγόμενος οδηγούσε, κατά τον χρόνο της σύγκρουσης, με ταχύτητα άνω των 50 χλμ./ώρα.

 

62.     Η ΜΥ1 απλώς κατέθεσε το κατηγορητήριο (Τεκμήριο 18) και ανέφερε τα γεγονότα που προκύπτουν από τον ποινικό φάκελο. Αρνήθηκε να εφοδιάσει το Δικαστήριο με την αιτιολογημένη απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου που ήταν καταχωρισμένη στον φάκελο της ποινικής υπόθεσης, προτάσσοντας λόγους της υπηρεσίας της. Ένας μάρτυρας που προσέρχεται για να καταθέσει στο Δικαστήριο, από οποιαδήποτε υπηρεσία κι αν προέρχεται, είτε καταθέτει τα έγγραφα που κατέχει και κλήθηκε να καταθέσει, είτε όχι. Οι αναφορές της ΜΥ1 σε περιεχόμενο εγγράφου που δεν κατατέθηκε, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο γιατί δεν έχει ενώπιον του το συγκεκριμένο έγγραφο, που θα μπορούσε, με ανάλογες ενέργειες - όχι βεβαίως του Δικαστηρίου - να κατατεθεί. Εξαιρουμένης της αναφοράς της ΜΥ1 σε έγγραφο που δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, ως προς τα γεγονότα που η ΜΥ1 κατέθεσε, ότι ο Ενάγων κατηγορήθηκε (Τεκμήριο 18), ομολόγησε ενοχή και καταδικάστηκε σε κάποιες εκ των κατηγοριών, περιλαμβανομένης της αμελούς οδήγησης, δεν αμφισβητήθηκαν, συνάδουν και με την υπόλοιπη μαρτυρία, και αυτή η μαρτυρία είναι αποδεκτή. Τα δε γεγονότα της Αστυνομίας, στη βάση των οποίων προωθήθηκε και η ποινική διαδικασία, φαίνεται πως είναι εκείνα που περιλήφθηκαν και στη συνοπτική έκθεση του ΜΕ1.

 

63.     Σε αντίθεση με τον Ενάγοντα, που διαφοροποίησε την εκδοχή του σήμερα, ο εμμάρτυρος λόγος του Εναγόμενου (ΜΥ2), στα περισσότερα σημεία του, ήταν πολύ σταθερός, ευθύς, συγκεκριμένος, λογικός και ειλικρινής. Ακόμα και στα σημεία που ο Εναγόμενος θα μπορούσε να προβάλει δικαιολογίες για τις αποφάσεις του, δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια να ωραιοποιήσει τα γεγονότα. Είπε πως δεν ξέρει εάν έκανε το σωστό, αλλά εκείνη την στιγμή, εκείνο σκέφτηκε να κάνει. Στα σημεία όπου φυσιολογικά δεν μπορούσε να θυμάται ο Εναγόμενος, δεν πρόσθεσε τεχνηέντως δεδομένα. Εξήγησε πως η αναφορά του στα 10 μέτρα ήταν κατά προσέγγιση, χωρίς να αποκλείει να ήταν λίγο λιγότερα ή λίγο περισσότερα, με την έννοια ότι, εκείνη την ώρα, που παρουσιάστηκε μπροστά του ο κίνδυνος, λογικά κατά τα λοιπά, δεν μπήκε και δεν θα αναμένονταν και να μπει στη διαδικασία να μετρήσει. Απλώς επιχείρησε να αποφύγει τον κίνδυνο, όπως τον εξέλαβε. Εξήγησε πώς προέκυψε ο κίνδυνος. Δεν ήταν κάτι που εξ αρχής οφείλονταν στο ότι ο ίδιος δεν οδηγούσε ορθά στον συγκεκριμένο δρόμο. Είδε τα τρία μοτοποδήλατα να στέκονται στο «Αλτ» από απόσταση 70 μέτρων, προφανώς γιατί ήταν προσεκτικός στον δρόμο. Ωστόσο, δεν είχε και λόγο να σταματήσει την πορεία του. Ο κίνδυνος προέκυψε όταν ένα από τα τρία μοτοποδήλατα, αυτό που οδηγούσε ο Ενάγων, βγήκε λίγο πιο μπροστά από τα άλλα, επειδή ήταν τρίτο στη σειρά, για να έχει ο οδηγός του καλύτερη ορατότητα. Σε εκείνο το σημείο, που πρόβαλε πιο μπροστά ο Ενάγων, ο Εναγόμενος φρέναρε απαλά και έκανε πιο δεξιά, αναμένοντας πως θα τον δει ο Ενάγων και θα σταματήσει. Ωστόσο, ο Ενάγων συνέχισε. Η εξήγησή του, που συνάδει και με τα Τεκμήρια 7, 8 και 9(α)(β), τοποθέτησε σε πιο λογική διάσταση όλα τα δεδομένα. Όπως και ότι ο ίδιος περνούσε καθημερινά από εκείνο τον δρόμο και δεν είχε ανάγκη κάποιον να του πει οτιδήποτε, αλλά και ότι ήταν ένας δρόμος στο χωριό στον οποίο, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να τρέξει, αλλά και δεν είχε λόγο να οδηγεί με αυξημένη ταχύτητα ή να φερθεί με παρόρμηση μέσα στον δρόμο. Εξήγησε και γιατί τότε ο ίδιος ενήργησε έτσι, όταν είδε τον Ενάγοντα να εισέρχεται στον δρόμο. Παρά την επίμονη αντεξέτασή του, ο Εναγόμενος δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, και δεν κλονίστηκε σε οποιοδήποτε σημείο η αξιοπιστία του. Η μαρτυρία του είναι στο σύνολό της αποδεκτή, ως αξιόπιστη. Εάν με βάση αυτήν, σε συνάρτηση με το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας, κρίνεται πως ο Εναγόμενος μπορούσε ή έπρεπε να πράξει και οτιδήποτε άλλο (π.χ. να ελιχθεί δεξιότερα ή να χρησιμοποιήσει ηχητικό σήμα, κ.λπ.), από αυτό που ήδη έπραξε (να φρενάρει απαλά και να στρίψει το τιμόνι του λίγο προς τα δεξιά) που βασίστηκε στον υπολογισμό του ότι ο Ενάγων θα τον έβλεπε και δεν θα προχωρούσε περισσότερο στον δρόμο, είναι ένα διαφορετικό θέμα.

 

64.     Ο ΜΥ3 κλήθηκε εκτάκτως από την πλευρά του Εναγόμενου να δώσει μαρτυρία, που δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο, χωρίς προδικασία, εστιάζοντας στην ταχύτητα του Ενάγοντος, χωρίς να έχει ετοιμάσει οποιαδήποτε έκθεση και φορτίζοντας τη διαδικασία με άγνωστες και ασαφείς μαθηματικές πράξεις, που έκανε μόνος του, αφανώς, στο εδώλιο. Η προφορική μαρτυρία του ήταν τόσο πρόχειρη και συγκεχυμένη, που δεν μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί σε αυτήν, για να βοηθηθεί σε οποιαδήποτε κρίση του. Πέραν αυτού, ουδέποτε τέθηκε ως δεδομένο πως ο Ενάγων, ενώ εκκίνησε από το «Αλτ», εισήλθε με μεγάλη ταχύτητα στον δρόμο. Ευλόγως, δεν θα ήταν εφικτό να εκκινήσει το μοτοποδήλατο με μεγάλη ταχύτητα. Η εκδοχή του ίδιου του Εναγόμενου ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη που επιχείρησε ο ΜΥ3 να καταδείξει, απροειδοποίητα, βασιζόμενη στο ίχνος που άφησε το «πατίδι» του μοτοποδηλάτου στην άσφαλτο, και προσπαθώντας να παρουσιάσει μια θεωρία, χωρίς οποιεσδήποτε σαφείς παραπομπές στην επιστήμη. Η μαρτυρία του ΜΥ3 δεν είναι αποδεκτή.

 

65.     Συνοψίζοντας τα ευρήματα που προκύπτουν από όσα συνομολογούνται και από την αποδεκτή μαρτυρία, σε σχέση με την ευθύνη: Ο Ενάγων, την 01.03.2013, περί ώρα 16:35, οδηγούσε μοτοποδήλατο σε δρόμο της Γιαλιάς, με κατεύθυνση προς τον κύριο δρόμο της Αγίας Μαρίνας-Αργάκας. Μαζί με τον Ενάγοντα, ήταν δύο ακόμα μοτοποδήλατα, που τα οδηγούσαν οι Ρ.Ε. και Κ.Μ.. Η ορατότητά τους, προς την κατεύθυνση της Αγίας Μαρίνας, ήταν καλή. Τα τρία μοτοποδήλατα σταμάτησαν στο σημείο «Αλτ», στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο και οι οδηγοί μιλούσαν αναμεταξύ τους. Ο Εναγόμενος είχε σχολάσει από την εργασία του και οδηγούσε στον κύριο δρόμο της Αγίας Μαρίνας-Αρκάκας, με κατεύθυνση προς την Αργάκα. Η περιοχή ήταν κατοικημένη, το ανώτατο όριο ταχύτητας στον κύριο δρόμο ήταν 50 χλμ./ώρα, η ώρα της δύσης ήταν 17:42, η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν στεγνή και καθαρή, ο καιρός ήταν καλός.  Ο ορατότητα του Εναγόμενου ήταν καλή ορατότητα και οδηγούσε με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε το νόμιμο όριο των 50 χλμ./ώρα, γι’ αυτό είδε τους μοτοποδηλάτες από απόσταση 70 μέτρων, να στέκονται στο σημείο «Αλτ» και συνέχισε κανονικά την πορεία του. Η οδική προτεραιότητα ήταν στον κύριο δρόμο, όπου οδηγούσε ο Εναγόμενος. Όταν ο Εναγόμενος προσέγγισε το σημείο της συμβολής, όπου βρίσκονταν οι τρεις νεαροί, σε απόσταση περίπου 10 μέτρα πριν από αυτήν, είδε τον Ενάγοντα να προβάλλει πιο μπροστά από τους άλλους, για να έχει καλύτερη ορατότητα, και, με αυτόν τον τρόπο, να εισέρχεται κανονικά στον κύριο δρόμο, δείχνοντας πρόθεση να κατευθυνθεί προς την Αγία Μαρίνα. Ο Εναγόμενος, αντιδρώντας, πάτησε ελαφριά τα φρένα του αυτοκινήτου του και έστριψε το τιμόνι του προς τα δεξιά, υπολογίζοντας πως ο Ενάγων, έτσι, θα τον δει και θα σταματήσει. Ωστόσο, ο Ενάγων προχώρησε κι άλλο μέσα στον δρόμο, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα, του Ενάγοντος και του Εναγόμενου, να συγκρουστούν, περίπου στο μέσο του κύριου δρόμου. Ο Εναγόμενος δεν μπορούσε να στρίψει αριστερά, εφόσον ήταν τα άλλα μοτοποδήλατα, ενώ θεώρησε πως, εάν πατήσει καλά τα φρένα του, για να ακινητοποιήσει το όχημά του, θα ήταν πιθανότερη η σύγκρουση. Το μοτοποδήλατο συγκρούστηκε με το μπροστινό και δεξί μέρος της στο αριστερό φανάρι και το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, ο Ενάγων πετάχτηκε από το μοτοποδήλατο στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου και στη συνέχεια, έπεσε στην άσφλατο. Μετά από τη σύγκρουση, ο Εναγόμενος σταμάτησε το όχημά του δεξιά, βγάζοντάς το από τον δρόμο, πριν από την άφιξη της Αστυνομίας. Το μοτοποδήλατο, επίσης, μετατοπίστηκε από την σκηνή του ατυχήματος πριν από την άφιξη της Αστυνομίας. Στο μέρος του ατυχήματος μετέβη πρώτα ο ΜΕ1, ο οποίος απέκλεισε την σκηνή και ειδοποίησε την Τροχαία Πάφου για την περαιτέρω διερεύνηση. Ο ΜΕ1 παρέμεινε στη σκηνή γύρω στην μιάμιση ώρα. Έκανε επίσης έλεγχο αλκοόλης στον οδηγό του αυτοκινήτου, με μηδενική ένδειξη. Τα μέλη της Τροχαίας Πάφου ΜΕ3 και ΜΕ4 μετέβησαν στη σκηνή του ατυχήματος, την επιθεώρησαν και ετοίμασαν πρόχειρο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος. Ο ΜΕ3 έλαβε αριθμό φωτογραφιών. Την επόμενη ημέρα, ο ΜΕ3 πήρε φωτογραφίες και από τα οχήματα και ήλεγξε τα οχήματα, εάν είχαν μηχανική βλάβη που συνέτεινε. Δεν υπήρχε. Τις φωτογραφίες τις εμφάνισε ο ίδιος. Ετοίμασε σχετική κατάθεσή του για τις ενέργειες στις οποίες προέβη. Στο αυτοκίνητο, οι ζημιές βεβαιώθηκαν πως ήταν σε ολόκληρο το μπροστινό μέρος, ιδίως προς τα αριστερά, και στον μπροστινό ανεμοθώρακα. Στο μοτοποδήλατο, οι ζημιές ήταν στο εξώστ στη δεξιά πλευρά και στις μπροστινές περόνες.  Ο ΜΕ4 επίσης ανέφερε τις ενέργειες στις οποίες προέβη σε κατάθεση που έδωσε. Το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος είχε υπογραφεί μόνο από τον Εναγόμενο γιατί ο Ενάγων είχε τραυματιστεί σοβαρά και είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Στη βάση πρόχειρου σχεδιαγράμματος ετοιμάστηκε το συμμετρικό σχεδιάγραμμα. Τα σχεδιαγράμματα του Τεκμηρίου 9 είναι τα μόνα σχεδιαγράμματα για το ατύχημα και οι μετρήσεις που περιέχουν είναι οι μόνες μετρήσεις που έγιναν στη σκηνή του ατυχήματος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Στο πλαίσιο της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης που εκκίνησε, μεταξύ άλλων, ο ΜΕ1 έλαβε καταθέσεις από τους Ρ.Ε. και Κ.Μ.. Έλαβε επίσης κατάθεση από τον Ενάγοντα. Εξηγεί τις σχετικές ενέργειές του στη δική του κατάθεση. Κατάθεση στην Αστυνομία έδωσε και ο Εναγόμενος. Ο ΜΕ1, βάσει του υλικού που προέκυψε κατά τη διερεύνηση, με συνοπτική έκθεση που ετοίμασε, εισηγήθηκε την ποινική δίωξη του Ενάγοντος, τον οποίο είχε κατηγορήσει. Εναντίον του Ενάγοντος, καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση αρ. 3860/2014 Ε.Δ. Πάφου για 6 αδικήματα, περιλαμβανομένης της αμελούς οδήγησης. Την 25.05.2017, ο Ενάγων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε κάποιες κατηγορίες, περιλαμβανομένης της αμελούς οδήγησης.

 

66.     Έχοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο και τα γεγονότα, διαπιστώνονται τα εξής: Εφόσον γίνονταν χρήση του «Αλτ» από τον Ενάγοντα, το λογικό θα ήταν ότι θέλει να εισέλθει στον κύριο δρόμο. Βεβαίως, πριν από την είσοδο του Ενάγοντος στον κύριο δρόμο, όπου κατά προτεραιότητα κινείτο ο Εναγόμενος, ο Εναγόμενος δεν είχε και συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας έναντι στον Ενάγοντα, γι’ αυτό, όταν τον είδε, από την απόσταση των 70 μέτρων, απλά συνέχισε την πορεία του. Το καθήκον επιμέλειας του Εναγόμενου έναντι στον Ενάγοντα δημιουργήθηκε και συγκεκριμενοποιήθηκε όταν ο Ενάγων εισήλθε στον κύριο δρόμο, όπου κινείτο και ο Εναγόμενος, και έκδηλα προέκυψε ο κίνδυνος[9].

 

67.     Η αντίδραση του Εναγόμενου, όταν παρουσιάστηκε ο κίνδυνος, ήταν το απαλό φρενάρισμα και το στρίψιμο προς τα δεξιά. Κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν η καλύτερη δυνατή αποτρεπτική κίνηση που ο Εναγόμενος μπορούσε να λάβει, υπό τις περιστάσεις. Ακόμα και με δεδομένη την αγωνία και το δίλημμα της στιγμής. Εξ αυτής της, συνειδητής κατά βάση, επιλογής του Εναγόμενου, μετατέθηκε και αφέθηκε ουσιαστικά το βάρος της αποφυγής της σύγκρουσης στον Ενάγοντα. Ο Εναγόμενος υπολόγισε πως ο Ενάγων ενεργεί λογικά, δημιουργώντας του χώρο και χρόνο, για να δει την παρουσία του Εναγόμενου στον δρόμο, και να σταματήσει, ή εκείνος (ο Ενάγων) να ελιχθεί κατάλληλα, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Δεν έγινε χρήση ηχητικής σειρήνας ή καταλληλότερος ελιγμός προς τα δεξιά ή καταλληλότερος έλεγχος της ταχύτητας, με γνώμονα, όχι να δει ο Ενάγων τον Εναγόμενο και να σταματήσει για να αποφευχθεί η σύγκρουση, αλλά για να αποφευχθεί η σύγκρουση από τον Εναγόμενο. Αν και ο Εναγόμενος κατέθεσε πειστικά πως δεν μπορούσε είτε να στρίψει αριστερά, όπου υπήρχαν τα άλλα μοτοποδήλατα, είτε να φρενάρει δυνατά για να ακινητοποιήσει το όχημά του στο σημείο όπου ο Ενάγων προσέγγιζε, γιατί θεώρησε πως τότε θα ήταν πιο πιθανή η σύγκρουση, φαίνεται πως είχε τον χρόνο ή την ευκαιρία να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση. Απλώς επέλεξε, μάλλον ευγενικά, να αφήσει το περιθώριο επιλογής στον Ενάγοντα, να τον δει εκείνος και να σταματήσει, παρά να εξαντλήσει τη δυνατότητα στον δικό του οδικό χειρισμό. Γι’ αυτό, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν είναι συγκρίσιμα με τα γεγονότα της Κασιέρη ν. Κυριάκου (1997) 1 ΑΑΔ 1246, στην οποία παρέπεμψε η πλευρά του Εναγόμενου. Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει αμέλεια του Εναγόμενου.

 

68.     Η βασική αιτία της σύγκρουσης, όμως, ήταν η ενέργεια του Ενάγοντος να εισέλθει στον κύριο δρόμο, στον οποίο ήδη βρίσκονταν ο Εναγόμενος, πριν ο Εναγόμενος ολοκληρώσει την δική του πορεία, και θέτοντάς του τον ξαφνικό κίνδυνο, να πρέπει να αντιδράσει, για να αποφύγει τη σύγκρουση. Ο Εναγόμενος δεν εξάντλησε τη δυνατότητα που είχε να αυτοπροστατευθεί, αλλά άφησε χώρο και χρόνο στον Ενάγοντα να τον δει εκείνος, με το να ελαττώσει ταχύτητα και να στρίψει ελαφρώς δεξιά, τεκμαίροντας πως και ο Ενάγων ήταν όσο προσεκτικός και ο Εναγόμενος. Ο Ενάγων συνέχισε κανονικά και συγκρούστηκε με τον Εναγόμενο. Εάν ο Ενάγων κοίταζε προσεκτικά, έβλεπε τον Εναγόμενο που ήδη βρίσκονταν στον δρόμο, και περίμενε να ολοκληρώσει το πέρασμά του, δεν θα συνέβαινε το ατύχημα.

 

69.     Κατανέμοντας την ευθύνη για το ατύχημα αυτό, υπό τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης, το 10% μόνον ανήκει στον Εναγόμενο και το 90% ανήκει στον Ενάγοντα.

 

Η ζημιά και οι αποζημιώσεις

 

70.     Σχετική με το θέμα αυτό ήταν κυρίως η μαρτυρία του Ενάγοντος, του ΜΕ6 και της ΜΕ7. Επίσης, οι ΜΕ1, ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΥ2 ανέφεραν πως υπήρξε τραυματισμός του Ενάγοντος από το ατύχημα, μετά από το οποίο μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο από τον τόπο του ατυχήματος.

 

71.     Όσον αφορά τη μαρτυρία του Ενάγοντος (ΜΕ2) ότι από το ατύχημα αυτό τραυματίστηκε, το γεγονός ότι τραυματίστηκε, ειδικότερα ότι υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, δεν αμφισβητήθηκε, ως τέτοιο. Συνάδει και με τη μαρτυρία του ΜΕ6, γενικού ιατρού που παρέλαβε τον Ενάγοντα με το ασθενοφόρο και τον εξέτασε. Δεν υποβλήθηκε η θέση πως ο Ενάγων εξήλθε από τη σύγκρουση, που αναμφίβολα έγινε, χωρίς οποιονδήποτε τραυματισμό, ή με διαφορετικό τραυματισμό από αυτόν που ισχυρίστηκε, της βαριάς κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, ή ότι όσα ανέφερε στην παράγραφο 6 της γραπτής του δήλωσης είναι αναληθείς δηλώσεις γεγονότων. Δεν υπάρχει κάποια άλλη εκδοχή ως προς τα γεγονότα που σχετίζονται με τον τραυματισμό του. Η αναφορά του Ενάγοντος πως υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση είναι βεβαίως εξ ακοής του ιατρού του, εφόσον ο ίδιος ο Ενάγων δεν είναι ιατρός. Εξ ακοής ήταν και η μαρτυρία της ΜΕ7, που κατέθεσε τα Τεκμήρια 15 και 16, εξηγώντας πως έγινε προσπάθεια κλήτευσης και του ιδίου του ιατρού, χωρίς αποτέλεσμα.

 

72.     Σύμφωνα με το άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, «εξ ακοής μαρτυρία» σημαίνει δήλωση που έγινε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που καταθέτει σε δικαστική διαδικασία και η οποία προσάγεται ως μαρτυρία για απόδειξη των όσων αναφέρονται σε αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος για τη δήλωση του ιατρού Χ.Μ., ότι ο Ενάγων υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, και για τις ιατρικές πράξεις που έγιναν για σκοπούς νοσηλείας του, όπως οι δηλώσεις αυτές μεταφέρθηκαν από τον Ενάγοντα και από την ΜΕ7, δια των Τεκμηρίων 15 και 16. Ως μεταφέρθηκαν, φέρονται ως πρώτου βαθμού εξ ακοής δηλώσεις, όσον αφορά τον Ενάγοντα, και πέραν του πρώτου βαθμού εξ ακοής δηλώσεις, όσον αφορά τη ΜΕ7, στην οποία ο Ενάγων είχε δώσει τα Τεκμήρια 15 και 16.

 

73.     Σύμφωνα με το άρθρο 24 Κεφ.9, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής.

 

74.     Με βάση το άρθρο 26 Κεφ.9, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, εν προκειμένω των ιατρό Χ.Μ., τότε, οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που προσήγαγε την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση. Το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Όταν μάρτυρας κλητεύεται, δυνάμει του άρθρου 26 Κεφ.9, λογίζεται ως εάν είχε κλητευθεί από το διάδικο ο οποίος έχει προσαγάγει την αρχική δήλωση με εξ ακοής μαρτυρία. Σε περίπτωση που η μαρτυρία κατά την αντεξέταση του μάρτυρα που είχε προβεί στην αρχική δήλωση και κλήθηκε δυνάμει του άρθρου 26 Κεφ.9, είναι ουσιωδώς διαφορετική από την προσαχθείσα εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο δύναται, στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, να μη αποδέχεται την εξ ακοής μαρτυρία που είναι σε αντίθεση με την αρχική δήλωση. Σε περίπτωση κλήτευσης ως μάρτυρα δυνάμει του άρθρου 26 Κεφ.9 του προσώπου που είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τα έξοδα καταβάλλονται από το διάδικο που προσήγαγε την εξ ακοής μαρτυρία, εκτός εάν το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της δίκης, διατάξει άλλως πως.

 

75.     Η επιλογή του συνηγόρου του Εναγόμενου να μην αντεξετάσει τον Ενάγοντα και την ΜΕ7 επί των ιατρικών θεμάτων, επειδή δεν είναι ιατροί, αλλά και να μην υποβάλει σε αυτούς ή στον ΜΕ6 τη θέση ότι ο Ενάγων δεν υπέστη τραυματισμό ή βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, στη βάση της πληροφορίας ότι θα κατέθεσε ο θεράπων ιατρός του Ενάγοντος, δεν εμπόδιζε την πλευρά του Ενάγοντος, βλέποντας πως εν τέλει αυτό δεν κατέστη κατορθωτό, να κλητεύσει η ίδια τον ιατρό Χ.Μ. για αντεξέταση.

 

76.     Το άρθρο 27 Κεφ.9 προβλέπει ορισμένα κριτήρια σχετικά με την αξιολόγηση της εξ ακοής μαρτυρίας.  Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας. Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας αυτής, λαμβάνει υπόψη το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση· το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται· το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού· κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα· κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι· το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση· κατά  πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση· κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 27 Κεφ.9,  κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.

 

77.     Δεν αντικρούστηκε η μαρτυρία της ΜΕ7 ότι έγινε προσπάθεια κλήτευσης του ιατρού ως μάρτυρα, αλλά ανεπιτυχώς. Αυτό φαίνεται και από το Τεκμήριο 17, που συνάδει με τη μαρτυρία της ΜΕ7. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης το γεγονός ότι τα Τεκμήρια 15 και 16 συντάχθηκαν όντως από τον ιατρό Χ.Μ. και δόθηκαν στον Ενάγοντα και από τον Ενάγοντα στην ΜΕ7. Εφόσον δεν είχε επιδοθεί κλήση μάρτυρος στον ιατρό, δεν θα ήταν εφικτό να εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του. Οι δηλώσεις του ιατρού Χ.Μ. μεταφέρθηκαν αυτούσιες στο Δικαστήριο, όπως προκύπτουν από τα Τεκμήρια 15 και 16. Δεν υποβλήθηκε, κατά τη διαδικασία, πως οι δηλώσεις του Χ.Μ. στα Τεκμήρια 15 και 16, όπως μεταφέρθηκαν από τον Ενάγοντα και από την ΜΕ7, είναι αναληθείς και ότι ισχύει κάποια άλλη εκδοχή, για να ενεργοποιήσει την ανάγκη αναζήτησης περαιτέρω μαρτυρίας, για να αποδείξει ο Ενάγων πως υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, για την αντιμετώπιση της οποίας νοσηλεύθηκε και θα έπρεπε, στην πορεία, να προσέχει. Δεν υπάρχει επίσης αντικρουόμενη ιατρική μαρτυρία, έναντι σε αυτήν την εξ ακοής ιατρική μαρτυρία. Οι ίδιες δηλώσεις περί βαριάς κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης συνάδουν και με τη μαρτυρία του ΜΕ6, που εξέτασε ο ίδιος τον Ενάγοντα, κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, αλλά και το αναντίλεκτο από όλους γεγονός πως ο Ενάγων τραυματίστηκε από το ατύχημα αυτό. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως ο Χ.Μ. είχε λόγο ή συμφέρον να αποκρύψει την αλήθεια σε σχέση με την ιατρική κατάσταση του Ενάγοντος μετά το ατύχημα ή τη νοσηλεία του, ενώ και η πλευρά του Εναγόμενου μπορούσε να εξετάσει τον Ενάγοντα από ιατρό της επιλογής της. Προσκομίστηκε η μαρτυρία με τον τρόπο αυτό γιατί ο Ενάγων δεν είχε άλλο τρόπο να αποδείξει την υπόθεσή του, για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Δεν θα συμφωνήσω με την πλευρά του Εναγόμενου πως δεν θα πρέπει να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία αυτή και βασικά να αγνοηθεί.

 

78.     Το Τεκμήριο 15 είναι ιατρικό πιστοποιητικό που συνέταξε ο ιατρός Μ.Χ. και πιστοποιεί ότι ο Ενάγων υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, διασωληνώθηκε λόγω βαριάς νευρολογικής εικόνας και χαμηλής κλίμακας Γλασκώβης 6/15. Υποβλήθηκε σε απεικονιστικό έλεγχο. Λόγω της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης μεταφέρθηκε επειγόντως στο νευροχειρουργικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου υποβλήθηκε σε νέα αξονική τομογραφία εγκεφάλου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο χειρουργείο όπου τοποθετήθηκε μετρητής ενδοκράνιου πιέσεως. Στη συνέχεια, είχε νοσηλευτεί στη μονάδα εντακτικής παρακολούθησης του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας διασωληνωμένος και υπό καταστολή και μυοχάλαση μέχρι την 07.03.2013, οπότε αφαιρέθηκε ο τραχειοσωλήνας και ο ασθενής μεταφέρθηκε στον νευροχειρουργικό θάλαμο για συνέχιση της νοσηλείας. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας, υποβάλλονταν σε προληπτική αντιεπιληπτική αγωγή με Epanutin που διακόπηκε στην πορεία. Χρειάζονταν κατά διαστήματα Haldol λόγω υποδιέγερσης. Την 12.03.2013 υποβλήθηκε σε νέα αξονική τομογραφία λόγω έντονης κεφαλαλγίας και διαπιστώθηκε αύξηση των θλάσεων του εγκεφαλικού παρεγχύματος. Συνέχισε τη συντηρητική αγωγή και την 20.03.2013 μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, από όπου απολύθηκε. Ο ίδιος παραπονείται για περαιτέρω κεφαλαλγία και ζάλη, αλλά δεν έγιναν περαιτέρω ιατρικής εξετάσεις. Ουδέποτε υπέστη επιληψία, χωρίς να αποκλείεται να παρουσιάσει επιληψία κάποια στιγμή στη ζωή του, που να συνδέεται με τον τραυματισμό του.

 

79.     Υπό το σύνολο των περιστάσεων, το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του Ενάγοντος, του ΜΕ6 και της ΜΕ7 και στο Τεκμήριο 15, για να προβεί σε ευρήματα, ως τα πιο πάνω, εφόσον έναντι στην εκδοχή που αυτά δίδουν, δεν υπάρχει αντικρουόμενη ιατρική μαρτυρία, για τη διάγνωση του Ενάγοντος μετά από το ατύχημα.

 

80.     Στο Τεκμήριο 15, δεν αναφέρεται οτιδήποτε σχετιζόμενο με το αναντίλεκτο γεγονός ότι ο Ενάγων δεν φορούσε προστατευτικό κράνος. Ο βαρύς τραυματισμός του ήταν στο κεφάλι. Από την άλλη, πέρα από τη γενική γνώση πως το προστατευτικό κράνος παρέχει σχετική προστασία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει πως, εάν ο Ενάγων φορούσε προστατευτικό κράνος, δεν θα τραυματίζονταν καθόλου στο κεφάλι από το ατύχημα αυτό, ούτε ότι θα τραυματίζονταν σε μικρότερη έκταση από εκείνην που μαρτυρεί το Τεκμήριο 15. Δεν θα ήταν κάτι που θα μπορούσε απλώς να υποτεθεί. Δεν μπορεί να λεχθεί πως αποσυνδέεται ο τραυματισμός του Ενάγοντος από το ατύχημα, εξαιτίας της παράλειψης του Ενάγοντος να φορεί προστατευτικό κράνος, για τους σκοπούς αιτιώδους συνάφειας, αν και το ότι δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, ως συμπεριφορά του Ενάγοντος που τον άφησε έκθετο σε σοβαρότερο τραυματισμό, ως παράλειψη λήψης υποχρεωτικού μέτρου αυτοπροστασίας του, λαμβάνεται υπόψη στην όλη προσέγγιση της υπόθεσης, και αναφορικά με την έκταση του πόνου και την ταλαιπωρία που εν τέλει ο Ενάγων υπέστη.

 

81.     Το Τεκμήριο 16 είναι απλώς βεβαίωση που δόθηκε για σκοπούς αγνώστου περιεχομένου αίτησης του Ενάγοντος στην Εθνική Φρουρά. Αναφέρονται ως συστάσεις η αποφυγή έκθεσης στον ήλιο, έντονης σωματικής άσκησης, έκθεσης σε θορύβους υψηλής έντασης, η φυσιοθεραπεία και αποφυγή φύλαξης σκοπιάς. Λόγω της συγκεκριμένης σκοπιμότητας του εγγράφου, δεν μπορεί το Δικαστήριο, βάσει αυτού, να γενικεύσει τις αναφορές στο έγγραφο αυτό ως διαχρονικές ιατρικές συστάσεις για την κατάσταση υγείας του Ενάγοντος.

 

82.     Υπάρχει βεβαίως η μαρτυρία του Ενάγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, πως ο ίδιος βιώνει γενικότερα περιορισμούς, όπως το να είναι πολλή ώρα στον ήλιο, να κάνει κατάδυση, να εργάζεται για πολλές ώρες, να ακούει δυνατό ήχο, που τον οδηγεί σε συχνή υπερκόπωση. Δεν θεωρεί πως υπάρχει ιατρική βοήθεια γι’ αυτά. Ο Ενάγων δεν προσκόμισε περαιτέρω ιατρική μαρτυρία για να μπορούν να θεωρηθούν από το Δικαστήριο όλα αυτά ως μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού του. Επίσης, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για κάποια φοβία, που να δίδει ψυχιατρική διάσταση. Τέλος, δεν προσκομίστηκε ούτε κάποια μαρτυρία ότι θα μπορούσε να εισαχθεί σε Στρατιωτική Σχολή, εάν δεν τραυματίζονταν, και ότι, λόγω του ατυχήματος του, δεν εντάχθηκε, και χάνει συγκεκριμένα εισοδήματα, και τι είδους εισοδήματα. Το γεγονός ότι ο Ενάγων, κατά το ατύχημα, ήταν 17 ετών, δεν χρησιμοποιείται από μόνο του, ως δεδομένο, για να εξαχθεί εξ αυτού και μόνον απώλεια μελλοντικών απολαβών. Ο ίδιος ανέφερε πως εργάζεται κανονικά, και δεν είναι γνωστά τα λοιπά προσόντα του, που δεν σχετίζονται με το ατύχημα, για να μπορεί να συμπεράνει, ένας παρατηρητής, όπως και το Δικαστήριο, πως ο Ενάγων, χωρίς τον τραυματισμό αυτό, θα είχε καλύτερες εργασιακές προοπτικές, που του αποστέρησε το ατύχημα. Ωστόσο, είναι κατανοητό πως, από τον τραυματισμό του, ο Ενάγων, ευλόγως, υπέστη ταλαιπωρία και πόνο, που συνυφαίνεται με τη φύση του τραυματισμού του.

 

83.     Ο κύριος τραυματισμός του Ενάγοντος, που δεν φορούσε προστατευτικό κράνος κατά το ατύχημα, ήταν η βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, για την οποία υπήρξε διακινδύνευση της ζωής του, χειρουργική αντιμετώπιση, νοσηλεία 20 ημερών περιλαμβανομένης της νοσηλείας σε μονάδα εντατικής φροντίδας, και περαιτέρω φαρμακευτική αγωγή για πρόληψη τυχόν επιληψίας, που δεν παρουσιάστηκε οποτεδήποτε από το 2013. Για τους υπόλοιπους τραυματισμούς, που δεν ήταν σοβαροί και αναφέρονται ακροθιγώς χωρίς επεξηγήσεις, δεν δόθηκε επαρκής μαρτυρία, καθώς η εστίαση της μαρτυρίας του Ενάγοντος ήταν στον τραυματισμό που υπέστη στο κεφάλι. Ο Ενάγων ευλόγως κάνει μια πιο προσεκτική ζωή, έχοντας στο ιατρικό ιστορικό του αυτόν τον τραυματισμό, αλλά δεν έχει αποδειχθεί πως έχει μόνιμα κατάλοιπα.

 

84.     Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τύχει υπόμνησης πως η αρχή που διέπει τον υπολογισμό των αποζημιώσεων είναι η αρχή της αποκατάστασης[10]. Με βάση αυτήν, οι (συνήθεις) αποζημιώσεις που επιδικάζονται θα πρέπει να είναι εκείνο το ποσό το οποίο θα θέσει τον ενάγοντα στην θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν λάμβανε χώρα το ζημιογόνο συμβάν. Το ποσό που θα επιδικαστεί θα πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο, μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικά αποδεκτού[11]. Έχει αναγνωριστεί προ ετών η τάση της νομολογίας για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονταν στο παρελθόν[12], που αντανακλά την μεγαλύτερη ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο· τάση που δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί. Οι αποζημιώσεις παραμένουν το μέσο αποτίμησης του ανθρώπινου πόνου και αντιμετώπισης των δυσχερειών που επιφέρει η σωματική βλάβη στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση· όπως και το χρήμα παραμένει ένα φύσει ατελές μέσο για να επιφέρει την πλήρη αποκατάσταση. Λαμβάνεται υπόψη και η αγοραστική αξία του χρήματος μέσα στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον[13]. Αλλά ως τέτοιο, ατελές μέσο, το χρήμα, δεν θα πρέπει να ωθεί σε μίαν ανέλεγκτη πορεία αύξησης των αποζημιώσεων[14]. Ενόψει του ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων σε κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστός, η υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με τα ποσά που επιδικάστηκαν σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό, χωρίς όμως να δεσμεύει.

 

85.     Η εισήγηση της πλευράς του Ενάγοντος για €100.000,00 επί πλήρους ευθύνης θεωρώ πως είναι υπερβολική. Στην Οικονομίδου ν. Κουβέλλα (2012) 1 ΑΑΔ 2299, στην οποία παραπέμπει, οι τραυματισμοί ήταν πιο σοβαροί, όπως και στην Καϊλας ν. Παπαχαραλάμπους (2009) 1 ΑΑΔ 596 ή και στη Μεταξάς ν. Μεταξά (2001) 1 ΑΑΔ 773 ή στην Κουμή ν. Κυριάκου, Πολιτική Έφεση 81/2013, ημερομηνίας 14.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:A184. Ακόμα και στη Τσιβίκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση 350/2011, ημερομηνίας 29.05.2018, ECLI:CY:AD:2018:A255, υπήρξαν μόνιμα κατάλοιπα από το κτύπημα στο κεφάλι σε μία από τις αισθήσεις του εφεσείοντος, νευροαισθητήρια βαρηκοΐα κυρίως στο αριστερό αυτί, που οδήγησε στην αύξηση του ποσού των €50.000,00, στις €80.000,00. Βεβαίως, πέρασαν και κάποια χρόνια από την έκδοση ορισμένων εξ αυτών των αποφάσεων. Το Δικαστήριο, με αυτή τη σύνθεση, στην Παπαδόπουλος ν. Δήμος Πάφου, αγωγή αρ. 2159/2015, ημερομηνίας 19.02.2024, για σοβαρό τραυματισμό στον αριστερό καρπό με κατάλοιπα και λιγότερο σοβαρούς τραυματισμούς στο δεξί γόνατο και στον δεξιό ώμο, τραυματισμοί για τους οποίους ο ενάγων είχε υποβληθεί σε επαναλαμβανόμενα χειρουργεία και μακροχρόνια ταλαιπωρία, στην οποία συνέβαλε και η κακή μετατραυματική φροντίδα, επιδίκασε €40.000,00 επί πλήρους ευθύνης.

 

86.     Η παραμετροποίηση της αποζημίωσης, σε συνάρτηση με τις προσεγγίσεις άλλων Δικαστηρίων ή άλλων περιπτώσεων, είναι απλώς για να πλαισιωθεί το δίκαιο και εύλογο αυτής. Έχοντας υπόψη τις αρχές της αποζημίωσης, τις τάσεις της νομολογίας, σε συνάρτηση με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, και το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον, τη λογική συνέχεια στην πρακτική του Δικαστηρίου και γενικότερα ό,τι έχει αναφερθεί, κρίνεται πως, για τον πόνο και την ταλαιπωρία του Ενάγοντος, το ποσό των €60.000,00, επί πλήρους ευθύνης, είναι δίκαιο και εύλογο. Στο ποσοστό ευθύνης του Εναγόμενου, δηλαδή στο 10%, το ποσό αυτό απολήγει σε €6.000,00. Αυτό το ποσό μπορεί να επιδικαστεί ως γενική αποζημίωση. Ο νόμιμος τόκος θα είναι από την καταχώριση της αγωγής.

 

87.     Κατά κανόνα, οι ειδικές αποζημιώσεις αποδεικνύονται αυστηρά[15]. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για την απόδειξη των κονδυλίων που ο Ενάγων δικογράφησε ως ειδικές ζημιές και απαιτεί, ενώ η προφορική μαρτυρία του ιδίου επ’ αυτών αμφισβητήθηκε. Θα αναμένονταν να προσκομιστεί σχετική μαρτυρία, όπως κάποια εκτίμηση για το ύψος των ζημιών του μοτοποδηλάτου μαζί με απόδειξη ότι ανήκε στον Ενάγοντα, κάποιο έγγραφο σχετικό με τα έξοδα φροντίδας και συσχέτισή τους με προσωπική ζημιά, κάποια περιγραφή και ενδεικτική αξία των προσωπικών αντικειμένων, κάποιες αποδείξεις πληρωμής ποσών που διεκδικούνται ως έξοδα. Δεν έχε αποδειχθεί η αξίωση του Ενάγοντος για οποιοδήποτε ποσό ειδικών αποζημιώσεων.

 

Κατάληξη

 

88.     Συμπερασματικά, μέσα από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, στο σύνολό της, έχει αποδειχθεί πως το ατύχημα που υπέστη ο Ενάγων οφείλεται κατά 10% σε αμέλεια του Εναγόμενου, που συνίσταται στην παράλειψή του να λάβει αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέτρο, όταν εκδηλώθηκε κίνδυνος στον δρόμο, που είχε τη δυνατότητα να λάβει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, και σε 90% στην ευθύνη του Ενάγοντος, ο οποίος εισήλθε στον κύριο δρόμο στον οποίο κινείτο νόμιμα ο Εναγόμενος, θέτοντας τον Εναγόμενο ενώπιον ξαφνικού κινδύνου. Ο Ενάγων, από το ατύχημα, υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, για την οποία διακινδύνευσε και χρειάστηκε να χειρουργηθεί, και να νοσηλευτεί για περίπου 20 ημέρες, περιλαμβανομένης της νοσηλείας σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Έπειτα, να λάβει φαρμακευτική αγωγή για μετέπειτα χρονικό διάστημα, για την πρόληψη της επιληψίας. Δεν έχει μόνιμα κατάλοιπα, ωστόσο ζει με προσοχή που επιβάλλει ο παλαιότερος τραυματισμός του, ενώ μπορεί να έχει περιστασιακές ενοχλήσεις εξαιτίας του. Υπολογίστηκε επί πλήρους ευθύνης αρμόζον ποσό αποζημίωσης €60.000,00, το οποίο, στο ποσοστό αμέλειας του Εναγόμενου, δίδει €6.000,00. Δεν αποδείχθηκε από τον Ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό ως ειδική ζημιά του.

 

89.     Όσον αφορά τα έξοδα, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ανάγκη απόκλισης από τον κανόνα, ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας στην οποία έχουν προκύψει.

 

90.     Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €6.000,00, πλέον νόμιμος τόκος ετησίως, από την καταχώριση της αγωγής, μέχρι εξόφλησης, πλέον για τα έξοδα της αγωγής, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €2.000,00 - €10.000,00.

 

 

(Υπ.) …………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Βλ. και Σωκράτους v. Αστυνοµίας (1989) 2 ΑΑΔ 1Αλεξάνδρου v. Λεβέντη (1996) 1 ΑΑΔ 420.

[2] Βλ. και Lang vLondon Transport Executive (1959) 3 All E.R. 609, Παναγιώτου νΜαύρου (1970) 1 CLR  215.

[3] Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1 ΑΑΔ 178.

[4] Βλ. και Χαραλάμπους ν. McGill, Πολιτικής Έφεση 38/2015, ημερομηνίας 18.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A527, Μάρκου ν. Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση 246/2012, ημερομηνίας 27.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310, Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28.

[5] Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396, Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1 ΑΑΔ 1181, Κουμή ν. Κυριάκου, Πολιτική Έφεση 81/2013, ημερομηνίας 14.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:A184.

[6]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[7]. Μακρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, Πιττάλης ν. Ianira EntrLtd (1997) 1 ΑΑΔ 184, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14.12.2023.

[8]. Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832.

[9] Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 ΑΑΔ 642Παπαχριστοδούλου v. Χ"Νεοφύτου (1991) 1 ΑΑΔ 426, 433.

[10] Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 CLR 65.

[11] Paraskevopoulos v. Georghiou (1970) 1 CLR 116.

[12] Paraskevaides (OverseasLtd vChristofi (1992) 1 CLR 789.

[13] Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 CLR 130Karavallis v. Economides (1970) 1 CLR 271.

[14] Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66.

[15] Βλ. και Ηρακλέους ν. Πίτρου (1991) 1 ΑΑΔ 239.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο