ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 2129/2015

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

Ενάγων

ν.

 

ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 04 Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

Α. Δημητριάδης με Χρ. Δημητριάδου (κα) για Ανδρέας Χρ. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για τον Ενάγοντα

Κ. Χ’Θεοδοσίου (κα) για Λ. Γεωργίου, για την Εναγόμενη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.        Ο Ενάγων, ιδιοκτήτης οχήματος τα στοιχεία του οποίου αναφέρονται στην αγωγή, είχε ασφαλισμένο το όχημά του στην Εναγόμενη, με περιεκτική κάλυψη, για την περίοδο από την 29.10.2014 μέχρι την 28.10.2015, για €11.809,00. Την 21.12.2014, ενώ κατά τη θέση του το ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν σε ισχύ, το όχημα του, οδηγούμενο από τον αδελφό του, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και υπέστη ζημιές, για την επιδιόρθωση των οποίων χρειάζονταν €9.200,00, ενώ η προ του ατυχήματος αξίας του οχήματος ήταν €10.000,00. Ο Ενάγων ενημέρωσε την Εναγόμενη σχετικά με τη ζημιά και της ζήτησε να την καλύψει. Η απαίτηση έγινε και δια δικηγόρου. Η Εναγόμενη αρνήθηκε. Ο Ενάγων αξιώνει το ποσό των €9.200,00 με την αγωγή του.

 

2.        Η άρνηση της Εναγόμενης εξακολουθεί να υφίσταται και ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν αμφισβητεί πως συνάφθηκε συμφωνία ασφάλισης του οχήματος του Ενάγοντος ούτε ότι όντως συνέβη το ατύχημα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ενάγων. Προβάλλει, όμως, πως ο Ενάγων είχε παραβεί όρο του ασφαλιστικού συμβολαίου, ώστε να μην έχει δικαίωμα κάλυψης, ενώ και το όχημά του δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ειδικότερα, στο Μέρος 4 – Γενικοί Όροι, αναγράφονταν ρητά, κάτω από τον τίτλο «πιστοποιητικό καταλληλότητας» πως το ασφαλιστήριο δεν θα είχε ισχύ και δεν θα πληρώνονταν οποιαδήποτε απαίτηση σε περίπτωση που το όχημα δεν διέθετε πιστοποιητικό καταλληλότητας σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία. Την 22.01.2015, η Εναγόμενη είχε ενημερώσει τον Ενάγοντα πως είχε παραβεί αυτόν τον όρο του συμβολαίου, που ήταν ουσιώδης. Περαιτέρω, η Εναγόμενη αρνείται τη ζημιά που ισχυρίζεται ο Ενάγων.

 

3.        Ο Ενάγων, με το απαντητικό του δικόγραφο, επιμένει στη δική του εκδοχή.

 

4.        Επίδικα θέματα είναι τα εξής: εάν οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που συνάφθηκε μεταξύ του Ενάγοντος και της Εναγόμενης περιείχαν όρο αναφορικά με το πιστοποιητικό καταλληλότητας, κι αν ο Ενάγων παραβίασε τέτοιον όρο, κατά τρόπο που επηρεάζει την υποχρέωση της Εναγόμενης να παρέχει κάλυψη βάσει της σύμβασης. Περαιτέρω, το ύψος της ζημιάς που ισχυρίζεται ο Ενάγων.

 

Διαδικασία

 

5.        Για την υπόθεση του Ενάγοντος, μαρτυρία έδωσε ο ίδιος (ΜΕ1), που αντεξετάστηκε από την δικηγόρο της Εναγόμενης. Για την υπόθεση της Εναγόμενης, μαρτυρία δόθηκε από την Ξένια Παπαδοπούλου (ΜΥ1) και από τον Ανδρέα Παπαδόπουλο (ΜΥ2), που αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο του Ενάγοντος. Η μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της δίκης. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από έγγραφα ή δέσμες εγγράφων που κατατέθηκαν σημάνθηκαν ως τα Τεκμήρια 1 έως 15, είναι ασφαλισμένα στον φάκελο της υπόθεσης. Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των διαδίκων αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

6.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

7.        Για ορισμένα ζητήματα, που είναι εκτός του πεδίου της κοινής γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, το Δικαστήριο δυνατόν να χρειάζεται, κατ’ εξαίρεση, μαρτυρία γνώμης, από εμπειρογνώμονα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό, για θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας[2]. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα, ως επίσης καθοδηγεί η νομολογία[3], είναι με βάση τα ίδια προαναφερόμενα κριτήρια, τα οποία εστιάζουν στη βασιμότητα ή την εγκυρότητα της γνώμης του. Περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων, που δεν εκτίθενται εξαντλητικά, την πληρότητα της αιτιολογίας που δίδεται για τη συγκεκριμένη γνώμη, τη συνάφεια ή την ακρίβεια ή την επάρκεια στην παρουσίαση και τεκμηρίωσή της, τον βαθμό της μελέτης για τον σχηματισμό της. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες και γνώσεις, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Συναφώς, το Δικαστήριο πρώτα αξιολογεί την ειδική μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, και αφού την κατανοήσει,  με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την εξειδικευμένη πτυχή της υπόθεσης. 

 

8.        Ο Ενάγων, στη δική του μαρτυρία, ανέφερε πως η ασφαλιστική σύμβαση για το όχημά του (Τεκμήριο 1) συνάφθηκε μέσω του πατέρα του, με την Εναγόμενη, που είναι γνωστή εγγεγραμμένη ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο (Τεκμήριο 2). Η πρόταση ασφάλισης (Τεκμήριο 3) ήταν η μόνη που συμπληρώθηκε και υπογράφθηκε από τον ίδιο, με σκοπό να εκδοθεί αρχικά το προασφαλιστήριο και στη συνέχεια η κανονική ασφάλεια. Τα στοιχεία που δήλωσε ο Ενάγων ήταν τα μόνα ουσιώδη που επηρέαζαν τη σύμβαση ασφάλισης. Η Εναγόμενη έδωσε στον πατέρα του Ενάγοντος τη σχετική προσφορά ασφάλισης του οχήματος, το προασφαλιστήριο, το πιστοποιητικό ασφάλισης με τον πίνακα του συμβολαίου και το σημείωμα πρόσθετων πράξεων (Τεκμήρια 4, 5, 6). Ουδέποτε ο ίδιος επισκέφθηκε το γραφείο της Εναγόμενης και ουδέποτε δόθηκε από την Εναγόμενη, είτε στον πατέρα του είτε στον ίδιο, έντυπο με οποιουσδήποτε άλλους όρους. Όσες φορές ανανεώθηκε η ασφαλιστική κάλυψη, δεν λήφθηκαν άλλοι όροι (Τεκμήρια 7, ). Έπειτα, ουδέποτε έγινε αναφορά στο ότι έπρεπε να υφίσταται πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήματος για να καλύπτει η ασφάλεια ζημιές του οχήματος. Η ασφάλεια ήταν περιεκτική και κάλυπτε οποιαδήποτε ζημιά στο όχημα ή απώλεια. Εάν η επιδιόρθωση ήταν ασύμφορη, θα έπρεπε να αποζημιώσουν τον Ενάγοντα. Πριν από το ατύχημα, το όχημα ήταν σε καλή κατάσταση, γίνονταν τακτικοί έλεγχοι και επιθεωρήσεις και συντηρείτο συχνά. Μετά το ατύχημα (Τεκμήριο 8), εκπρόσωπος της Εναγόμενης είχε επιθεωρήσει και εκτιμήσει τη ζημιά του οχήματος, που επιβεβαίωσε πως καταστράφηκε ολοσχερώς (Τεκμήριο 9). Ήταν όχημα που είχε αγοραστεί καινούριο το 2009 (Τεκμήριο 10). Η απαίτηση του Ενάγοντος, ειδικότερα, είναι με βάση την εκτίμηση του εκτιμητή της Εναγόμενης που έγινε. Ωστόσο, τότε η Εναγόμενη πρόταξε για πρώτη φορά θέμα οδήγησης κατά παράβαση των όρων του συμβολαίου, με επιστολή της ημερομηνίας 22.01.2015 (Τεκμήριο 11), αρχικά μη διευκρινίζοντας τον όρο που παραβιάστηκε και πως εννοούσε την μη έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας. Το περιεχόμενο της επιστολής του Τεκμηρίου 11 απορρίφθηκε με απαντητική επιστολή των δικηγόρων του Ενάγοντος ημερομηνίας 02.02.2015 (Τεκμήριο 12). Ο Ενάγων προσκόμισε στο Δικαστήριο και αντίγραφα των τιμολογίων που σχετίζονται με τη συντήρηση του οχήματος (Τεκμήριο 13). Ανέφερε επίσης πως υπήρχε συνέπεια ως προς την πληρωμή των ασφαλίστρων.

 

9.        Κατά την αντεξέτασή του, ο Ενάγων ήταν σταθερός στην εκδοχή του ότι ουδέποτε δόθηκε κάποιο έντυπο με άλλους όρους ασφάλισης και απλώς, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, είχε λήξει το ΜΟΤ, χωρίς να τύχει της προσοχής. Η συνήγορος της Εναγόμενης υπέδειξε στον Ενάγοντα ένα βιβλιαράκι με όρους, το οποίο ο Ενάγων δεν αναγνώρισε, λέγοντας ότι δεν το είχε δει οποτεδήποτε. Επιχειρήθηκε η κατάθεσή του στο Δικαστήριο μέσω του Ενάγοντος, που δεν επιτράπηκε. Για την υπόθεση που σχηματίστηκε σχετικά με το τροχαίο ατύχημα δεν γνωρίζει οτιδήποτε. Αρνήθηκε την υποβολή πως ο ΜΥ2 είχε επισυνάψει στην πρόταση ασφάλισης το βιβλιαράκι με τους όρους ασφάλισης, που θα έπρεπε να είχε αναγνώσει ο Ενάγων. Όπως, όμως, γνωρίζει, ούτε ο πατέρας του είχε γνώση για ένα τέτοιο βιβλιαράκι με όρους.

 

10.     Η ΜΥ1, διευθύντρια αξιολόγησης κινδύνων στον κλάδο μηχανοκίνητων οχημάτων της Εναγόμενης, στην Επαρχία Λευκωσίας, γνώστρια των γεγονότων που σχετίζονται με την υπόθεση αυτή, ανέφερε, σε σχέση με τα επίδικα θέματα, πως αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης ασφάλισης είναι και οι γενικοί όροι ασφάλισης που περιέχονται στο βιβλιαράκι (Τεκμήριο 14). Εκεί αναφέρονται οι αναγκαίοι ορισμοί και οι προϋποθέσεις. Το βιβλιαράκι αυτό δίδεται πάντοτε στον ασφαλισμένο ή στον πελάτη, όπως έγινε και στην προκειμένη περίπτωση. Η σύμβαση, κατά την ανανέωση, συνάφθηκε μέσω της αντιπροσώπου της Εναγόμενης στην Πάφο A.M.A. Pacific Insurance Agents Ltd, που, όπως γνωρίζει η μάρτυρας, παρέδωσε και το βιβλιαράκι. Αυτή η διαδικασία ακολουθείται με όλους τους πελάτες.

 

11.     Κατά την αντεξέτασή της, δέχθηκε πως η ίδια αντλεί γνώση απλώς από τη διαδικασία που ξέρει πως ακολουθείται, χωρίς να έχει προσωπική γνώση για το τι παραδόθηκε ή δεν παραδόθηκε. Δεν υπάρχει κάποιο σημείωμα ότι παραδόθηκε, αλλά αυτή είναι η διαδικασία. Ερωτήθηκε εάν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά, σε οποιοδήποτε έγγραφο, που να παραπέμπει στην ύπαρξη του Τεκμηρίου 14, και η μάρτυρας εξήγησε πως πρέπει να δίδεται βάσει της νομοθεσίας, στην οποία γίνεται αναφορά. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει ξεχωριστή αναφορά, πρόκειται για έγγραφα που απορρέουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση αναγραφής της ύπαρξης των όρων σε άλλα έγγραφα. Ο διαμεσολαβητής θα αναφέρει ακριβώς, είπε, τι έγινε, ως προς την παράδοση, η ίδια μη δεχόμενη πως δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. Ο συγκεκριμένος ασφαλιστικός αντιπρόσωπος, όπως γνωρίζει, είναι πάντοτε επιμελής στις υποχρεώσεις του.

 

12.     Ο ΜΥ2 είναι ο διευθυντής της A.M.A. Pacific Insurance Agents Ltd, που είναι εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης και αναφορικά με την Εναγόμενη, εγγεγραμμένη με βάση τον σχετικό νόμο (Τεκμήριο 15), και ενεργούσε ως ο ασφαλιστικός αντιπρόσωπός της και στην περίπτωση του Ενάγοντος. Ανέφερε πως το βιβλιαράκι με τους γενικούς όρους δίδεται πάντοτε στον ασφαλισμένο, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση, κατά τον Οκτώβριο του 2009, που ήταν η πρώτη έκδοση του συμβολαίου. Στον μετέπειτα χρόνο και συγκεκριμένα την 29.10.2014, απλώς έγινε η ανανέωση. Η διαδικασία τηρείται για όλους τους πελάτες και τηρήθηκε και στην προκειμένη περίπτωση.

 

13.     Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΥ2 ανέφερε πως δεν μιλά για αυτό καθαυτό το Τεκμήριο 14, εφόσον, σε κάθε εποχή, οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αλλάξουν το βιβλιαράκι. Η ουσία, όπως είπε, είναι πως ακολουθούν πάντα τη διαδικασία όπως πρέπει, δηλαδή παραδίδουν και το βιβλιαράκι που περιγράφει τους όρους. Ερωτήθηκε με επιμονή εάν τον Οκτώβριο του 2009 παρέδωσε το Τεκμήριο 14 στον ασφαλισμένο ή όχι, και ο μάρτυρας είπε «το παραδώσαμε, βεβαίως», απλώς, όπως εξήγησε, δεν μπορεί να θυμηθεί αν ήταν σε αυτή τη μορφή, επειδή οι εταιρείες αλλάζουν κατά καιρούς τα βιβλιαράκια τους. Επέμεινε ως προς την εκδοχή του ότι παρέδωσε και το βιβλιαράκι της Εναγόμενης στην προκειμένη περίπτωση και είναι μια δουλειά που κάνει για πολλά χρόνια. Ο πατέρας του Ενάγοντος είναι γνωστό του πρόσωπο και, όπως γνωρίζει, έχει όλες τις ασφάλειες μαζί τους, ενδεχομένως και πριν από το 2009. Δεν θυμάται, όπως είπε, αν σύμβαση συνάφθηκε μέσω του πατέρα του Ενάγοντος και εάν ουδέποτε συναντήθηκαν και με τον Ενάγοντα, καθότι πέρασαν πολλά χρόνια από το 2009. Το βιβλιαράκι λογικά θα το έδωσε στον ενδιαφερόμενο, είτε στον πατέρα του είτε στον ίδιο, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί όλες τις λεπτομέρειες, γι’ αυτό αναφέρεται στη συνηθισμένη πρακτική. Συνάπτονται γύρω στις 4.000 – 5.000 τον χρόνο, περίπου 500 τον μήνα, επομένως είναι λογικό να μην θυμάται την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Δεν τηρούνται σημειώματα σχετικά με το τι έγγραφα δίδονται για τον κάθε ασφαλισμένο γιατί, όπως είπε, είναι ρυθμισμένος ο τρόπος λειτουργίας τους. Δεν υπάρχει διαδικασία βεβαίωσης παραλαβής οποιουδήποτε εγγράφου από τον ασφαλισμένο, ούτε είναι απόφαση του ίδιου εάν πρέπει να υπάρξει τέτοια διαδικασία. Πάντοτε, όπως είπε, παρέχει πλήρη ενημέρωση και ουδέποτε είχε παρεξηγήσεις με πελάτες. Εάν ο Ενάγων δεν έλαβε γνώση, όπως είπε, δεν ευθύνεται ο ίδιος, μπορεί να το παρέλαβε και απλώς να μην το διάβασε. Αλλά δεν μπορεί να προσκομίσει και κάποιου άλλου είδους απόδειξη ότι το παρέλαβε. Παρέλαβε το προϊόν για το οποίο πλήρωσε, που, ως προϊόν, περιλάμβανε και το συγκεκριμένο ενημερωτικό βιβλιαράκι, που το περιγράφει.

 

14.     Το μόνο σκέλος της μαρτυρίας του Ενάγοντος που αμφισβητήθηκε, αυτής που δόθηκε για την απαίτησή του, ήταν αυτό που σχετίζεται με την αναφορά του πως δεν υπήρξε οποτεδήποτε ενημέρωση για την ύπαρξη συμβατικού όρου σχετικού με το πιστοποιητικό ασφάλισης. Εάν υπήρξε ενημέρωση ή όχι, δεν ήταν ζήτημα για το οποίο μπορούσε να τοποθετηθεί ο Ενάγων, εφόσον ήταν ο πατέρας του που ανέλαβε τα σχετικά με την ασφάλιση του οχήματός του. Ο ίδιος, όπως είπε, ήταν φοιτητής, δεν ασχολήθηκε, και απλώς συμπλήρωσε και υπέγραψε την πρόταση ασφάλισης που του πήρε ο πατέρας του το 2009 (ΜΕ3), και έκτοτε γίνονται απλώς ανανεώσεις. Για το εάν ενημερώθηκε ή όχι ο πατέρας του Ενάγοντος από τον ΜΥ2, κατά την ανανέωση ημερομηνίας 29.10.2014, η εξ ακοής μαρτυρία του Ενάγοντος ότι δεν ενημερώθηκε, επαληθεύτηκε πάντως με τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, με τον τρόπο που θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Παρεμβάλλεται πως ο Ενάγων δεν αμφισβήτησε το γεγονός πως δεν υπήρχε πιστοποιητικό καταλληλότητας κατά τον συγκεκριμένο χρόνο που προκλήθηκε η ζημιά στο όχημα. Το θέμα της ενημέρωσης έπεται και εξαρτάται από την απάντηση του θέματος, για ποιους συμβατικούς όρους γίνεται ο λόγος, εάν υπάρχουν ή όχι.

 

15.     Για το συγκεκριμένο θέμα, εάν υπήρχε τέτοιος συμβατικός όρος ή όχι, σχετικός με το πιστοποιητικό ακαταλληλότητας, ο Ενάγων, που δεν ήταν παρών κατά τη σύναψη της σύμβασης το 2009 ή κατά τον χρόνο οποιασδήποτε ανανέωσής της, και δεν γνωρίζει καν τον ΜΥ2, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να συμπληρώσει και να υπογράψει την πρόταση ασφάλισης (Τεκμήριο 3), δεν προσκόμισε ο ίδιος στο Δικαστήριο κάποιους όρους της σύμβασης ασφάλισης. Ο Ενάγων, όμως, αξιώνει από την Εναγόμενη, επικαλούμενος και ο ίδιος τους όρους κάποιας σύμβασης ασφάλισης, που δικογραφεί και αναφέρει και στη μαρτυρία του, οι οποίοι δεν αναφέρονται στα Τεκμήρια 3, 4, 5, 6, 7, . Δεν εξήγησε από πού αντλεί γνώση για τους όρους αυτούς, από τους οποίους εξαιρεί άλλους. Εστιάζοντας στην επίδικη περίοδο, το Τεκμήριο 7Α, που προσκόμισε ο Ενάγων, ο Πίνακας Συμβολαίου και το Πιστοποιητικό Ασφάλισης, δεν είναι από μόνα τους το «Ασφαλιστήριο». Ο Πίνακας Συμβολαίου ρητά αναγράφει πως είναι αναπόσπαστο μέρος του «Ασφαλιστηρίου». Το Πιστοποιητικό Ασφάλισης ρητά αναφέρει πως αναφέρεται σε «Ασφαλιστήριο» και εκδίδεται σύμφωνα με τον νόμο. Έκδηλα, υπάρχουν όροι ασφάλισης που συνιστούν το «Ασφαλιστήριο» και δεν περιέχονται στο Τεκμήρια 7Α. Είναι όμως παραδεκτό γεγονός πως υπήρχε «Ασφαλιστήριο». Εάν ο Ενάγων θεώρησε πως το Τεκμήριο 7Α εξαντλεί τους όρους της σύμβασης, ενώ, σύμφωνα με το περιεχόμενό του, δεν συνιστά το «Ασφαλιστήριο», αλλά (αναπόσπαστο) μέρος του και πιστοποιητικό αναφορικά με το «Ασφαλιστήριο», δεν αλλάζει και το γεγονός πως μεταξύ του Ενάγοντος και της Εναγόμενης υπήρξε σύμβαση ασφάλισης με κάποιους όρους, που αλλιώς τους επικαλείται ο Ενάγων, χωρίς να προσκομίζει όλα τα μέρη της σύμβασης, και αλλιώς η Εναγόμενη.

 

16.     Η ΜΥ1, εκ μέρους της Εναγόμενης, ανέφερε πως, κατά τη σύναψη της ανανεωμένης σύμβασης την 29.10.2014, τη συμβατική σχέση ρύθμιζαν και οι όροι που περιέχονται στο Τεκμήριο 14, που συνιστούν επίσης το Ασφαλιστήριο, μαζί με το Τεκμήριο 7Α. Στο Τεκμήριο 14, που κατέθεσε, δεν αναφέρεται η ημερομηνία έκδοσής του, σε οποιοδήποτε σημείο του. Η ΜΥ1, επίσης, δεν εξήγησε πότε ακριβώς εκδόθηκε το Τεκμήριο 14 από την Εναγόμενη. Δεν μπορεί να εκδόθηκε το 2009 καθότι, στη σελίδα 5, υπάρχει αναφορά, στο σημείο «Νόμος» και στο 2010, που δηλώνει πως εκδόθηκε μετά από την τροποποίηση του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000 με τον τροποποιητικό Ν.92(Ι)/2010, που δημοσιεύθηκε την 23.07.2010. Δεν μπορεί να εκδόθηκε πριν από το 2012, καθότι, στη σελίδα 12, στο σημείο «Παραγραφή Αγώγιμου Δικαιώματος», γίνεται αναφορά στον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο 66(Ι)/2012, που δημοσιεύθηκε την 31.05.2012. Δεν προκύπτει διαφορετικά από το Τεκμήριο 14 και δεν αμφισβητήθηκε η εκδοχή της ΜΥ1 πως η Εναγόμενη, όντως, εξέδωσε βιβλιαράκι ως το Τεκμήριο 14, που ήταν σε ισχύ και τη συμβατική περίοδο κάλυψης από την 29.10.2014 έως και την 21.12.2014, που συνέβη η ζημιά στο όχημα του Ενάγοντος. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε η Εναγόμενη να εξέδωσε εκ των υστέρων το Τεκμήριο 14 για να πει, επί σκοπού, πως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Τεκμηρίου 7Α, ενώ το Τεκμήριο 14 είναι η μόνη μαρτυρία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο ως οι όροι της σύμβασης ασφάλισης. Είναι αποδεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία της ΜΥ1 πως το Τεκμήριο 14 εκδόθηκε από την Εναγόμενη και ήταν σε ισχύ κατά την 29.10.2014 που ανανεώθηκε η σύμβαση με τον Ενάγοντα και μέχρι και την 29.10.2014 που έγινε η ζημιά του οχήματος. Επίσης, ότι το Τεκμήριο 14 ήταν οι όροι που ίσχυαν στη επίδικη περίπτωση, ως αναπόσπαστο μέρος του Τεκμηρίου 7Α. Εάν παραδόθηκε ή όχι στον Ενάγοντα, είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.

 

17.     Επιστρέφοντας τώρα και στο θέμα της ενημέρωσης, ο μόνος που ήταν παρών κατά τη σύναψη της κάθε σύμβασης ήταν ο ΜΥ2, στη μαρτυρία του οποίου παρέπεμψε και η ΜΥ1. Ο ΜΥ2 είπε ειλικρινά πως δεν θυμάται εάν δόθηκε το συγκεκριμένο Τεκμήριο 14, εφόσον αυτό, προφανώς, δεν εκδόθηκε το 2009. Ότι ένα βιβλιαράκι με όρους δίδεται σε κάθε περίπτωση στον ασφαλισμένο, γιατί είναι αυτό που περιγράφει το προϊόν που αγοράζει, όσο λογική προσέγγιση κι αν είναι, αναγόμενη στην αναγκαιότητα ύπαρξης και παράδοσής του, δεν αποτελεί απόδειξη ότι το Τεκμήριο 14 παραδόθηκε και στην προκειμένη περίπτωση στον πατέρα του Ενάγοντος, την 29.10.2014. Οι αναφορές του ΜΥ2 εξάλλου εστιάστηκαν στο 2009, στην πρώτη ασφάλιση, ενώ, από αυτές τις αναφορές του, συνάγεται πως, κατά τις ανανεώσεις, περιλαμβανομένης της ανανέωσης που έγινε την 29.10.2014, δεν δίδονταν εκ νέου το ισχύον βιβλιαράκι με τους γενικούς όρους, καθότι ήταν απλώς ανανεώσεις. Συνεπώς, η διαπίστωση είναι πως ο ΜΥ2 δεν έδωσε στον πατέρα του Ενάγοντος ή στον Εναγόμενο και το Τεκμήριο 14, που είχε εκδοθεί μετά από το 2012, και που, σύμφωνα με την ΜΥ1, ήταν σε ισχύ την 29.10.2014 και κατά τον χρόνο της ζημιάς.

 

18.     Με βάση τα προαναφερόμενα, το «Ασφαλιστήριο» που διέπει τη συμβατική σχέση μεταξύ του Ενάγοντος και της Εναγόμενης περιλαμβάνει και το Τεκμήριο 14, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι το Τεκμήριο 7Α, αλλά και το Τεκμήριο 3, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε πως είναι η μοναδική πρόταση ασφάλισης που υπέγραψε ο Ενάγων. Το Τεκμήριο 14 δεν δόθηκε από τον ΜΥ2 στον Ενάγοντα ή στον πατέρα του κατά την 29.10.2014.

 

19.     Αν και Ενάγων επικαλείται και προκύπτει και από τη μαρτυρία που προαναφέρθηκε κάπως ασαφής πληροφόρησή του σε σχέση με τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, ο Ενάγων δεν έθεσε την απαίτησή του στη βάση του ότι ο ίδιος, ως καταναλωτής, ωθήθηκε, μέσω του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, κατ’ επέκταση της Εναγόμενης, να επενδύσει σε ένα προϊόν της Εναγόμενης, στο οποίο δεν θα επένδυε άλλως πώς, κατά παράβαση εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων ή υποχρεώσεων ή κατόπιν απάτης ή αμέλειας, σε σχέση με την ενημέρωση, την πληρότητα της πληροφόρησης για το ρίσκο, κ.λπ.. Ο Ενάγων δεν ισχυρίζεται πως έγινε άθελα του και με απατηλά μέσα ασφαλιζόμενος στην Εναγόμενη, ούτε πως υπέστη αδικοπραξία, ούτε επικαλείται ακυρότητα της σύμβασης λόγω παρανομίας ή παραπλάνησης ή γιατί η εκπλήρωσή της κατέστη αδύνατη. Το Δικαστήριο, επίσης, από την υφιστάμενη μαρτυρία (που αυτή παρουσιάστηκε γιατί αυτές ήταν οι δικογραφικές ράγες), και έχοντας υπόψη τον τρόπο που κινήθηκε η δίκη, στη βάση της απαίτησης του Ενάγοντος, δεν είναι δυνατόν να προβεί σε εύρημα παρανομίας ή ουσιώδους παράλειψης της Εναγόμενης ή του ΜΥ2 όσον αφορά την προσυμβατική πληροφόρηση του Ενάγοντος. Γι’ αυτό, και το εάν ενημερώθηκε ή δεν ενημερώθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει τη σημασία που υποδείχθηκε από αμφότερες τις πλευρές, είτε κατά τη δίκη είτε και στο στάδιο των αγορεύσεων. Αντίθετα, η εστίαση στο θέμα εκείνο, έτεινε να παρασύρει την ουσία της υπόθεσης αλλού, ενώ εκείνη βρίσκεται απλώς στην ερμηνεία του ασφαλιστικού συμβολαίου.

 

20.     Ασφάλειες όπως την επίδικη διέπει το γενικό δίκαιο των συμβάσεων, που περιέχεται στον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ.149. Τούτο προκύπτει και από την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου 35(I)/2002, στον ορισμό της ασφαλιστικής σύμβασης.

 

21.     Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κεφ.149, οι συμβαλλόμενοι (έγκυρη συμφωνία) έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός αν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την εκτέλεση αυτή, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου.

 

22.     Σύμφωνα με το άρθρο 39, εάν ένας από τους συμβαλλόμενους αρνηθεί να εκπληρώσει, ή καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να εκπληρώσει, την υπόσχεση του στο σύνολο της, ο δανειστής δύναται να τερματίσει τη σύμβαση, εκτός αν εκδήλωσε προφορικά ή με συμπεριφορά, τη συγκατάθεση του για συνέχιση της σύμβασης.

 

23.     Σύμφωνα με το άρθρο 56(β)(γ), σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη· αν η υπόσχεση αφορά πράξη αδύνατη ή παράνομη και ο οφειλέτης γνώριζε ή αν κατέβαλλε εύλογη επιμέλεια, μπορούσε να γνώριζε το αδύνατο ή το παράνομο αυτής, ο δε δανειστής δεν γνώριζε ότι αυτή ήταν αδύνατη ή παράνομη, ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει τον δανειστή για κάθε ζημιά, την οποία αυτός ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης.

 

24.     Σύμφωνα με το άρθρο 65, αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.

 

25.     Σύμφωνα με το άρθρο 73, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης. Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.

 

26.     Όταν υπάρχει αμφισβήτηση του νοήματος μιας συμφωνίας. Όπως υποδείχθηκε και στην Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 416, η ερμηνεία των ασφαλιστικών συμβάσεων δεν υπόκειται σε ιδιαίτερους ερμηνευτικούς κανόνας. Στη βάση λοιπόν των γενικών ερμηνευτικών κανόνων, η πρόθεση ή βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι αυτή που δείχνουν οι εκφρασμένες λέξεις, παρά εκείνη που προκύπτει από τις ανέκφραστες επιθυμίες, και εντοπίζεται με βάση το κείμενο, εκ του νοήματος των λέξεων. Όπως υποδεικνύεται μέσα από πλούσια νομολογία[4], ερμηνεία είναι ο καθορισμός του νοήματος που το έγγραφο θα μπορούσε να μεταδώσει σ’ έναν λογικό άνθρωπο που γνωρίζει ό,τι ευλόγως θα γνώριζαν και τα συμβαλλόμενα μέρη, και βρίσκεται στην ίδια θέση στην οποία βρίσκονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Τυχόν εμπορικός χαρακτήρας της σύμβασης, λαμβάνεται υπόψη, οπότε, όταν ένας όρος επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, υιοθετείται η ερμηνεία που συνάδει με την κοινή επιχειρηματική λογική, απαντώντας στο ερώτημα τι θα κατανοούσε ένας λογικός άνθρωπος ότι αυτά τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει, εάν αυτός διέθετε το ίδιο γνωστικό υπόβαθρο και βρισκόταν στην ίδια θέση με τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τον χρόνο της σύμβασης. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται ο λογικός άνθρωπος δεν δίνεται αφηρημένα και αόριστα, αλλά σε μια συγκεκριμένη ολότητα, που περιλαμβάνει οτιδήποτε (σχετικό) θα μπορούσε να έχει επιδράσει στον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα του εγγράφου, ως διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να τύχει κατανόησης. Δεν περιλαμβάνονται οι προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, ούτε οι διακηρύξεις των προθέσεων. Το νόημα που αναζητείται δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το νόημα των λέξεων στα λεξικά. Είναι αυτό που τα μέρη, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις, ευλόγως θα κατανοούσαν ότι σημαίνει. Ο προαναφερόμενος κανόνας αντανακλά τη θέση πως, όταν τα μέρη μπαίνουν στη διαδικασία να διατυπώσουν γραπτώς ό,τι συμφώνησαν, δεν γίνονται με ευκολία λάθη. Η πρωταρχική πηγή για να καταστεί κατανοητό τι εννόησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν είναι το συνηθισμένο νόημα των λέξεων, επομένως, όταν δεν υπάρχει ασάφεια στο νόημα, αυτό ισχύει, οπουδήποτε κι αν οδηγεί. Εάν διαπιστώνεται ότι συνέβη λάθος όσον αφορά τη γλώσσα ή τη χρήση της, δεν απαιτείται από το Δικαστήριο να δώσει στα μέρη πρόθεση που δεν θα μπορούσαν να έχουν[5]. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας μια σύμβαση, δεν θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική ή συμβατική θέση οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους[6], δεν θα παράγει τη σύμβαση με βάση ό,τι νομίζει πως ήθελαν τα μέρη κατά τον χρόνο σύναψής της, αν και μπορεί να διαγνώσει τη βούληση των μερών μέσα από τη διερεύνηση του πλαισίου ή μέσα από την ίδια να «διορθώσει» δια ερμηνείας προφανή λάθη (χωρίς να πλάθει τη σύμβαση).

 

27.     Όταν οι όροι μιας συμφωνίας τέθηκαν γραπτώς, δεν επιτρέπεται η εξωγενής μαρτυρία (extrinsic evidence) για να αντικρούσει ή να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό της (parol evidence rule). Ωστόσο, η εξωγενής μαρτυρίας μπορεί να είναι αποδεκτή αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της ερμηνείας, όταν υπάρχει πραγματικά αμφίβολο ή ασαφές νόημα[7] ή όταν δημιουργείται αντίφαση με το νόημα της ίδιας λέξης ή φράσης που περιέχεται σε άλλο έγγραφο που συνεξετάζεται[8] ή όσον αφορά τη σημασία τεχνικών όρων, για τη διάγνωση, τέλος πάντων, του πλαισίου, αλλά και τούτο υπό δύο εξαιρέσεις (που επαναφέρουν τον κανόνα). Η πρώτη εξαίρεση αφορά στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και στη διάγνωση των προθέσεων των μερών. Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις μπορούν, όμως, να εισαχθούν στη μαρτυρία, για την απόδειξη ότι ένα γεγονός είναι σχετικό και εμπίπτει στο πλαίσιο που ήταν γνωστό στα μέρη[9] ή για την απόδειξη του ότι τα μέρη έχουν προσδώσει σε συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις συγκεκριμένο (διαφορετικό από το συνηθισμένο) νόημα (“private dictionary rule”)[10] ή ότι υπάρχει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των μερών μη προπαρασκευαστική της υπό κρίση συμφωνίας και εφόσον η προσκόμιση της μαρτυρίας είναι ουσιαστική[11], σε κάθε περίπτωση με τρόπο ώστε η μαρτυρία αυτή (όσον αφορά το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εισέρχεται το Δικαστήριο) να διαχωρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μη επιτρεπτή μαρτυρία που τυχόν αφορά στο τι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά στη συμπεριφορά των μερών μετά την υπογραφή της σύμβασης. Μπορεί να προσκομιστεί, όμως, μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη συμφωνία ή για την έγερση κωλύματος (estoppel), αλλά όχι για να αλλοιωθεί το αρχικό νόημα της σύμβασης. 

 

28.     Δίδονται περαιτέρω ερμηνευτικές οδηγίες, που συνοψίζονται εγκυκλοπαιδικά[12]: Οι  γενικές λέξεις ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φύση των περιστάσεων ή το πρόσωπο· σε περίπτωση αμφιβολίας, οι λέξεις στο λειτουργικό μέρος της σύμβασης ερμηνεύονται υπό το φως του λοιπού μέρους της σύμβασης· όταν μια λίστα συγκεκριμένων πραγμάτων ή μια συναφής τάξη ακολουθείται από γενικές λέξεις, τεκμαίρεται ότι οι γενικές λέξεις ερμηνεύονται υπό το φως των προηγούμενων ειδικών· όταν συγκεκριμένο πρόσωπο, δικαίωμα ή πράγμα περιλαμβάνεται στη σύμβαση, ενδεχομένως να ενδείκνυται πρόθεση εξαίρεσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου, δικαιώματος ή πράγματος· σε συμβάσεις που καταρτίζουν άτομα χωρίς ειδικές γνώσεις, δεν υπάρχει τεκμήριο κατά του πλεονασμού· η διατύπωση των προνοιών υπερτερεί έναντι της διατύπωσης των επικεφαλίδων· οι εμπορικές συμβάσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την πρακτική και τα έθιμα των εμπόρων, νοουμένου ότι αυτά δεν είναι αντίθετα με το περιεχόμενο της σύμβασης· όταν είναι διατυπωμένες σε σταθερές φόρμες, χρήζουν και ομοιόμορφης ερμηνείας· οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του νοήματος των λέξεων και του νοήματος των εικόνων, επιλύνεται υπέρ του νοήματος των λέξεων· τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια συμβατική πρόνοια για να βασίσει δική του αντισυμβατική συμπεριφορά.

 

29.     Ο κανόνας “contra proferentem” ή “verba fortius accipiuntur contra proferentem” (οι λέξεις πρέπει να ερμηνεύονται κυρίως εναντίον εκείνου που τις χρησιμοποιεί), κατά την παλαιά Doe d Davies v. Williams (1788) 1 Hy Bl 25, επίσης, προκύπτει από το αμφίβολο νόημα των προνοιών μιας σύμβασης. Έχει την έννοια ότι η ερμηνεία, σε τέτοια περίπτωση, τείνει να είναι εις βάρος εκείνου που επιχειρεί να βασιστεί στην αμφίβολη πρόνοια, προκειμένου να εξουδετερώσει κάποια βασική υποχρέωσή του ή ένα νόμιμο καθήκον επιμέλειας που έχει ανεξάρτητα από τη σύμβαση. Έχει, επίσης, την έννοια ότι η ερμηνεία τείνει να είναι εναντίον και του μέρους που επιχείρησε την ένταξή της (κατόπιν ερμηνείας) αμφίβολης πρόνοιας στη συμφωνία, δηλαδή εναντίον του συντάκτη της[13].

 

30.     Έχοντας υπόψη αυτό το πλέγμα νομικών αρχών, προχωρώ να εξετάσω την επίδικη σύμβαση που, περιλαμβανομένων των Τεκμηρίων 3, και 14.

 

31.     Στο Τεκμήριο 3, ο Ενάγων δεν ερωτήθηκε εάν έχει ή δεν έχει πιστοποιητικό καταλληλότητας. Παρεμφερώς, ερωτήθηκε, στο σημείο 5.2, εάν το όχημα είναι τώρα και εάν θα το διατηρεί πάντοτε σε καλή κατάσταση από άποψη ελαστικών, μηχανής, φρένων, φώτων, κ.λπ.. Ο Ενάγων απάντησε «ναι».

 

32.     Το Τεκμήριο 14 είναι οι γενικοί όροι της σύμβασης ασφάλισης που ισχύουν για όλες τις ασφαλίσεις με την Εναγόμενη. Για την περιεκτική ασφάλιση, ισχύουν τα Μέρη 1, 2, 3 και 4. Οι ορισμοί, οι γενικές εξαιρέσεις και οι γενικοί όροι ισχύουν για όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις. Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός ορισμός για το «πιστοποιητικό καταλληλότητας» στο συμβατικό κείμενο.

 

33.     Με βάση το Τεκμήριο 14, η Εναγόμενη ανέλαβε να αποζημιώσει τον Ενάγοντα έναντι απώλειας ή ζημιάς στο μηχανοκίνητο όχημα, στα εξαρτήματα και τα ανταλλακτικά του, εφόσον είναι προσαρτημένα και αποτελούν μέρος του οχήματος, για ζημιά που προκαλείται άμεσα από οποιαδήποτε αιτία άλλη από φωτιά ή κλοπή ή από αυτές που εξαιρούνται. Η Εναγόμενη μπορεί να επιλέξει τον τρόπο αποζημίωσης, να πληρώσει σε μετρητά το ποσό της απώλειας ή της ζημιάς ή εάν θα επιδιορθώσει το όχημα για να το επαναφέρει στην προηγούμενη κατάστασή του ή να κηρύξει το όχημα ως κατεστραμμένο και να πράξει ως προνοεί ο όρος 3 του Μέρους 1. Στις εξαιρέσεις του Μέρους 1, δεν περιλαμβάνεται κάποια σχετική εξαίρεση σχετική με τη φύση της ζημιάς. Το Μέρος 2 που είναι η ευθύνη έναντι τρίτου, δεν ενδιαφέρει την απαίτηση του Ενάγοντος.

 

34.     Το Μέρος 3 του Τεκμηρίου 14 είναι οι γενικές εξαιρέσεις. Σύμφωνα με τον όρο 12 του Μέρους 3, η Εναγόμενη δεν θα έχει ευθύνη να παρέχει κάλυψη σε περίπτωση που το μηχανοκίνητο όχημα, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, δεν διαθέτει πιστοποιητικό καταλληλότητας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

 

35.     Ο όρος 12 αναφέρεται στην ισχύουσα νομοθεσία. Γι’ αυτό, παρεμβάλλεται πως το πιστοποιητικό καταλληλότητας προβλέπεται στον περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Τεχνικός Έλεγχος και Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου) Νόμο 1/2017.

 

35.1.   Σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 Ν.1/2017, σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει των εκάστοτε ισχυόντων περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών ή και δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 11 του εν λόγω νόμου, μετά τη διενέργεια του προβλεπόμενου στις διατάξεις αυτές περιοδικού ή έκτακτου τεχνικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Κ.65.2 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, οι κατηγορίες των οχηµάτων που θα υπόκεινται σε έλεγχο και η συχνότητα του περιοδικού τεχνικού ελέγχου, καθορίζονται, μεταξύ άλλων, στο Πέμπτο Παράρτημά τους.

 

35.2.   Σύμφωνα με το Τεκμήριο 1, το όχημα του Ενάγοντος ήταν κατηγορίας Μ1, 5 θέσεων, επιβατικό.

 

35.3.   Σύμφωνα με το Πέμπτο Παράρτημα, μηχανοκίνητα οχήµατα µε τέσσερις τουλάχιστον τροχούς, που χρησιµοποιούνται στις επιβατικές µεταφορές και των οποίων οι θέσεις καθηµένων, εκτός της θέσης οδηγού, δεν υπερβαίνουν τις οκτώ, χρειάζονται πιστοποιητικό καταλληλότητας μετά από τέσσερα χρόνια από την ηµεροµηνία κατά την οποία χρησιµοποιήθηκαν για πρώτη φορά, και στη συνέχεια κάθε δύο χρόνια.

 

35.4.   Σύμφωνα με τον Κ.65.5,6,8,9 ο επιθεωρητής που διενεργεί τον τεχνικό έλεγχο του οχήματος, εφόσον ήθελε ικανοποιηθεί ότι το µηχανοκίνητο όχηµα ευρίσκεται σε καλή και ασφαλή κατάσταση ή ότι έγιναν σύµφωνα µε τις εντολές του οι αναγκαίες επισκευές ή προσαρµογές, εκδίδει στον ιδιοκτήτη του οχήµατος ή στον έχοντα την ευθύνη ή τον έλεγχο του οχήµατος, πιστοποιητικό καταλληλότητας του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο τύπο, και ο  οδηγός του οχήµατος πρέπει να φέρει πάντα µαζί του το πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήµατος. Το πιστοποιητικό καταλληλότητας συνιστά αποδεικτικό ότι ένα όχηµα υποβλήθηκε επιτυχώς σε επιθεώρηση σύµφωνα µε τις διατάξεις των εν λόγω Κανονισµών. Με την πάροδο της τελευταίας ηµέρας της περιόδου που καθορίζεται για περιοδικό τεχνικό έλεγχο, απαγορεύεται η οδική χρήση οποιουδήποτε µηχανοκινήτου οχήµατος, η δε άδεια του οχήµατος λογίζεται ανασταλείσα µέχρι ο ιδιοκτήτης του οχήµατος ή ο έχων την ευθύνη ή τον έλεγχο αυτού εφοδιαστεί µε πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήµατος.

 

35.5.   Σύμφωνα με το άρθρο 12 Ν.1/2017, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), απαγορεύεται η οδική χρήση οχήματος που δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε άδεια κυκλοφορίας του οχήματος λογίζεται ανασταλείσα μέχρι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή αυτός που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του οχήματος εφοδιαστεί με πιστοποιητικό καταλληλότητας. Στο εδάφιο (2), προβλέπεται πως, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η οδική χρήση μηχανοκινήτου οχήματος που δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, προς το σκοπό μεταφοράς του σε κέντρο τεχνικού ελέγχου ή σε συνεργείο επισκευής μηχανοκινήτων οχημάτων, εφόσον το όχημα αυτό δύναται να μετακινηθεί επί δημοσίας οδού χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια του κοινού.

 

35.6.   Τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και το πρόσωπο που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του οχήματος, εφόσον ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, διαπράττουν αδίκημα.

 

36.     Σύμφωνα με τον όρο 13 του Μέρους 3 του Τεκμηρίου 14, σε περίπτωση που η Εναγόμενη απορρίψει οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει, μεταξύ άλλων, του όρου 12, τότε, ο Ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η ζημιά του δεν προκλήθηκε από την ή δεν σχετίζονταν με την ή δεν συνέβαλε στην πρόκλησή της η απουσία πιστοποιητικού καταλληλότητας.

 

37.     Προκύπτει, εξ αντιδιαστολής του όρου 13, σε συνάρτηση με τον όρο 12, και λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο της πρότασης ασφάλισης του Τεκμηρίου 3, πως, εάν ο Ενάγων αποδείξει πως η ζημιά του δεν οφείλεται στην απουσία πιστοποιητικού καταλληλότητας, και ουσιαστικά στην ακαταλληλότητα του οχήματός του, δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτή η εξαίρεση και να υπάρξει απαλλαγή της Εναγόμενης από την ευθύνη για πληρωμή, με βάση τη σύμβαση. Αυτή η προσέγγιση είναι που δημιουργηθεί και στον Ενάγοντα την άποψη πως, ασχέτως της μη έκδοσης του ΜΟΤ για το όχημα, ήταν κατάλληλο για οδήγηση, συνεπώς δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη της η Εναγόμενη.

 

38.     Συναφώς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ενάγοντος, που δεν αμφισβητήθηκε, ο Ενάγων αγόρασε το όχημά του καινούριο το 2009 (Τεκμήρια 1 και 10) και το συντηρούσε τακτικά (Τεκμήριο 13). Ειδικότερα, πρόκειται για όχημα που κατασκευάστηκε την 07.10.2009 και εγγράφηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά την 03.11.2009. Μετά από τέσσερα χρόνια, περί την 03.11.2013, ο Ενάγων θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει και πιστοποιητικό καταλληλότητας για το νέο όχημα. Όταν συνάφθηκε η σύμβαση ανανέωσης, την 29.10.2014, δεν υπήρχε πιστοποιητικό καταλληλότητας (εάν υπήρχε, θα ίσχυε και κατά τον χρόνο του ατυχήματος). Η Εναγόμενη μπορούσε, με εύλογη επιμέλεια, να το γνωρίζει, εάν την ενδιέφερε αυτό το δεδομένο. Ο Ενάγων δέχεται και ο ίδιος πως δεν είχε εξασφαλίσει πιστοποιητικό καταλληλότητας. Ο ίδιος, εξάλλου, δεν ασχολείτο γενικότερα με τις υποχρεώσεις του οχήματος, τις οποίες φρόντιζε ο πατέρας του. Επειδή ήταν σχετικά καινούργιο το αυτοκίνητο και συχνά ελεγχόμενο, ο Ενάγων άφησε να νοηθεί πως απλώς αμελήθηκε η σχετική νομική υποχρέωση, όμως δεν υπήρχε κώλυμα ως προς το να εκδοθεί το πιστοποιητικό καταλληλότητας κατά τον χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Μπορούσε να εξασφαλιστεί.

 

39.     Η ζημιά στο όχημα του Ενάγοντος προκλήθηκε, σύμφωνα με το Τεκμήριο 8, την 21.12.2014, λόγω ατυχήματος που οφείλονταν μόνο στην οδική συμπεριφορά του εξουσιοδοτημένου οδηγού. Όχι μόνο δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η κατάσταση του οχήματος του Ενάγοντος που οδηγείτο χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας ήταν κακή και ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί γενικά πιστοποιητικό καταλληλότητας, αλλά ο Ενάγων απέδειξε και θετικά, με τα έγγραφα του Τεκμηρίου 13, που δεν αμφισβητήθηκαν, πως προέβαινε σε τεχνικούς ελέγχους του οχήματος, το οποίο δεν παρουσίαζε κάποιο τεχνικό πρόβλημα πριν από το ατύχημα· τεχνικό πρόβλημα για το οποίο η Εναγόμενη δεν θα το ασφάλιζε. Απέδειξε, επίσης, θετικά, με το Τεκμήριο 8, που επίσης δεν αμφισβητήθηκε, πως η ζημιά προκλήθηκε από την αμέλεια του οδηγού του οχήματος και όχι για λόγο που να σχετίζεται με την κατάσταση του οχήματος.

 

 

40.     Ο όρος 3 του Μέρους 4 του Τεκμηρίου 14, που περιλαμβάνει της «γενικές υποχρεώσεις» του ασφαλισμένου, προβλέπει, επίσης, πως ο Ενάγων θα λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την προστασία του οχήματος από ζημιά και τη διατήρησή του σε καλή κατάσταση, κατάλληλο για οδική χρήση, με ανανεωμένο πάντοτε πιστοποιητικό καταλληλότητας (ΜΟΤ), η δε Εναγόμενη έχει το δικαίωμα να εξετάζει το όχημα.

 

41.     Ο όρος 10 του Μέρους 4 του Τεκμηρίου 14 προβλέπει πως το Ασφαλιστήριο δεν θα ισχύει και δεν θα πληρώνεται απαίτηση σε περίπτωση που το όχημα δεν διαθέτει πιστοποιητικό καταλληλότητας. Είναι αυτόν τον όρο που επικαλείται η Εναγόμενη.

 

42.     Το Τεκμήριο 14 συντάχθηκε από την Εναγόμενη, αλλά και ο όρος 10 του Μέρους 4 είναι σαφής, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο ερμηνείας διαφορετικής από αυτής που δίδει το νόημα των λέξεων που συνθέτουν τις δράσεις του κειμένου του. Στην ουσία, πρόκειται για έναν όρο που αδρανοποιεί τη δυνατότητα, εάν αποδείξει ο Ενάγων πως η ζημιά στο όχημά του δεν οφείλεται στην απουσία πιστοποιητικού ακαταλληλότητας, σύμφωνα με τον όρο 13 του Μέρους 3, να διατηρήσει την ισχύ του Ασφαλιστηρίου του και την ευθύνη της Εναγόμενης να καλύψει τη ζημιά στο όχημα. Βασικά, η οδήγηση χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας είναι παράνομη οδήγηση και ζημιά στο όχημα που προκύπτει από παράνομη οδήγηση (ανεξαρτήτως εάν οφείλεται ή όχι σε ακαταλληλότητα του οχήματος), δεν μπορεί διατηρήσει ισχυρή τη συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης για κάλυψη. Κοντολογίς, η Εναγόμενη δεν μπορεί, με βάση τη σύμβαση ασφάλισης, να καλύψει ζημιά που δημιουργήθηκε κατά την οδήγηση οχήματος, που, με βάση τη νομοθεσία, δεν επιτρέπονταν να κυκλοφορεί στον δρόμο.

 

43.     Υπό τις περιστάσεις, κρίνεται πως η αγωγή του Ενάγοντος είναι απορριπτέα.

 

44.     Ανεξαρτήτως αυτού, χάριν πληρότητας, ως προς το ύψος της ζημιάς, αναφέρεται πως ο Ενάγων προσκόμισε την εκτίμηση του Τεκμηρίου 9, που ετοιμάστηκε από προσοντούχο εκτιμητή, που δεν αμφισβητήθηκε πως έχει τέτοια εμπειρογνωμοσύνη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ενάγοντος, που επίσης δεν αμφισβητήθηκε, ο εκτιμητής που την ετοίμασε είχε διοριστεί από την ίδια την Εναγόμενη. Είναι αποδεκτό το Τεκμήριο 9.

 

45.     Σύμφωνα με την εκτίμηση του Τεκμηρίου 9, η ζημιά του οχήματος ανέρχεται στο ποσό των €9.200,00. Ειδικότερα, η προ του ατυχήματος αξία του υπολογίστηκε στο ποσό των €10.000,00 και η εναπομείνασα αξία του στο ποσό των €800,00, κατά τρόπο που η επιδιόρθωσή του να είναι ασύμφορη, ώστε, σε περίπτωση που ήταν ισχυρή η σύμβαση ασφάλισης, η Εναγόμενη θα έπρεπε να αποζημιώσει τον Ενάγοντα, το αντίστοιχο ποσό.

 

Κατάληξη

 

46.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή δεν έχει αποδειχθεί επιτυχώς από τον Ενάγοντα πως η Εναγόμενη, με βάση την ασφαλιστική σύμβαση, οφείλει να αποζημιώσει τον Ενάγοντα για τη ζημιά των €9.200,00, και επειδή είναι σαφής ο συμβατικός όρος πως η σύμβαση ασφάλισης, σε περίπτωση μη ύπαρξης πιστοποιητικού καταλληλότητας (ΜΟΤ), είναι μη ισχυρή και δεν επιτρέπει την ασφαλιστική κάλυψη, η αγωγή του Ενάγοντος δεν μπορεί να επιτύχει και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

47.     Δεν υπάρχει λόγος απόκλισης όσον αφορά τα έξοδα, και, ακολουθώντας αυτό το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[2]. Μακρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, Πιττάλης ν. Ianira EntrLtd (1997) 1 ΑΑΔ 184, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14.12.2023.

[3]. Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832.

[4] Συνοπτικά στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society [1998] 1 All E.R. 98, σελ. 114-115, και Chartbrook Ltd v Persimmon Homes Ltd [2009] UKHL 38, και στην εγχώρια νομολογία ενδεικτικά: Panayiotou v. Island Beach Development (1985) 1 CLR 623, Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 ΑΑΔ 168, Mιχαήλ ν. Kωμοδρόμου (1997) 1 ΑΑΔ 576, Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 407, Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd v. Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ ΛΤΔ (1998) 1 ΑΑΔ 2335, Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 ΑΑΔ 2014, Ευθυμίου  ν. Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721, Ζήνωνος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 927, Καραολή ν. Λαούρη (2008) 1 ΑΑΔ 225Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου (2011) 1 ΑΑΔ 199Μarfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Χατζηνεοκλέους και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 595, και άλλες. 

[5] Sirius International Insurance Co (Publ) v FAI General Insurance Ltd [2004] UKHL 54 σελ. 19 και Rainy Sky SA v kookmin Bank [2011] UKSC 50.

[6] Wood v Capita Insurance Services Ltd [2017] UKSC 24.

[7] Bank of New Zealand v Simpson [1900] AC 182.

[8] BOC Group Plc v Centeon LLC [1999] 1 All E.R. (Comm) 970.

[9] Oceanbulk Shipping and Trading SA v TMT Asia Ltd [2010] UKSC 44.

[10] Proforce Recruit Ltd v Rugby Group Ltd [2006] EWCA Civ 69· και Jones v Bright Capital Ltd [2006] All E.R. (D) 87 (Dec)· ο Lord Hoffmann ήταν επικριτικός στη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου ιδιωτικού λεξιλογίου στην Partenreederei MS Karen Oltmann v Scarsdale Shipping Co Ltd, The Karen Oltmann [1976] 2 Lloyd’s Rep 708.

[11] 8 Static Control Components (Europe) Ltd v Egan [2004] EWCA Civ 392· και KPMG LLP v Network Rail Infrastructure Ltd [2007] EWCA Civ 363· και HIH Casualty and General Insurance Ltd v New Hampshire Insurance Co [2001] EWCA Civ 735· και St Ivel Ltd v Wincanton Group Ltd [2008] EWCA Civ 1286· και Youell v Bland Welch & Co Ltd [1992] 2 Lloyd’s Rep 127.

[12] Halsbury’s Laws of England/Contract (Volume 22 (2012))/5. Contractual Terms/(1) Representations and Terms/(ii) Interpretation of Express Contractual Terms/362. Particular rules, or guidelines.

[13] John Lee & Son (Grantham) Ltd v Railway Executive [1949] 2 All E.R. 581· και Pera Shipping Corpn v Petroship SA, The Pera [1984] 2 Lloyd’s Rep 363 σελ. 365· και Tam Wing Chuen v Bank of Credit and Commerce Hong Kong Ltd [1996] 2 BCLC 69 σελ. 77, PC· και Royal and Sun Alliance Insurance Plc v Dornoch Ltd [2004] EWHC 803 (Comm).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο