ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 1427/2015

 

ΕΥΡΗ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ενάγουσα

ν.

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 04 Μαρτίου 2023

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: Μ. Α. Μιχαηλίδης

Για την Εναγόμενη: Ε. Χ’ Παναγή (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.               Η Ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια και κάτοχος του όλου ακινήτου με αριθμό εγγραφής 9951, Τεμάχιο 659, Φ./Σχ.45/05, στην τοποθεσία «Λίμνες», στο Στρουμπί, της Επαρχίας Πάφου (Τεκμήριο 1). Η Εναγόμενη, την 14.07.2006, εξασφάλισε πολεοδομική άδεια (ΠΑΦ/00407/2004) και την 31.01.2008 πολεοδομική έγκριση (ΠΑΦ/00407/2004Α), για την εγκατάσταση εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης (132 kV) (Τεκμήρια 4, 5). Το ακίνητο της Ενάγουσας επηρεάζεται από την εγκατάσταση της γραμμής. Γι’ αυτό, η Εναγόμενη είχε ζητήσει τη συγκατάθεση της Ενάγουσας την 04.11.2008 (Τεκμήριο 3). Η Ενάγουσα δεν συγκατατέθηκε ούτε άλλως πώς ανταποκρίθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος των 14 ημερών που τέθηκε με τη σχετική επιστολή της Εναγόμενης. Τότε, η Εναγόμενη, την 09.03.2009, κοινοποίησε στην Ενάγουσα πως είχε αποταθεί στον Έπαρχο Πάφου, για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, όπως και έγινε, την 04.02.2009 (Τεκμήριο 6). Ο Έπαρχος Πάφου ανέφερε, στο έντυπο συγκατάθεσης, πως παραχωρεί τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση των εργασιών της ΑΗΚ πάνω στο τεμάχιο της Ενάγουσας, σύμφωνα με το Σχέδιο ΤΑ/2017, νοουμένου ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, με όρους της συμφωνίας ημερομηνίας 31.01.2008. Η Ενάγουσα δεν προσέφυγε κατά οποιασδήποτε πράξης της ΑΗΚ ή της πολεοδομίας και δεν ακολούθησε κάποια άλλη διαδικασία, πλην της αγωγής της. Η εγκατάσταση της γραμμής έγινε περί το 2012 και περιλάμβανε μόνον τα ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης (Τεκμήρια 2, 10). Αυτά είναι γεγονότα που δεν αμφισβητούνται.

 

2.               Η αγωγή της Ενάγουσας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της, κινήθηκε πάνω στις βάσεις της παράνομης επέμβασης, της οχληρίας και της παράβασης ή εφαρμογής του άρθρου 23 του Συντάγματος (Σ). Κατά τη διαδικασία, με κοινά αποδεκτό δεδομένο ότι ουδέποτε καταβλήθηκε αποζημίωση από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, η επιδικία προωθήθηκε στη βάση της νομιμότητας της παράλειψης αποζημίωσης της Ενάγουσας υπό το άρθρο 23 Σ (χωρίς να αμφισβητείται η νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων ή πράξεων για την εγκατάσταση) και έπειτα στην έκταση της ζημιά της Ενάγουσας, που εκείνη ισχυρίζεται πως υφίσταται, και τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 Σ.

 

3.               Η Εναγόμενη, συνοπτικά να λεχθεί εδώ, αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας βάσης αγωγής και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την αγωγή της Ενάγουσας. Όπως επίσης θέτει, ακόμα κι αν μπορεί το Δικαστήριο να κινηθεί πάνω σε συγκεκριμένη βάση, ως σε βάση αγωγής, η Ενάγουσα δεν ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/72, στην οποία παραπέμπει η συμφωνία που συνάφθηκε με το Τμήμα Πολεοδομίας δυνάμει του άρθρου 43 Ν.90/72, και η οποία κατά τη θέση της εφαρμόζεται όταν ενεργοποιείται η διαδικασία του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170, που ακολούθησε. Θεωρεί την αγωγή της Ενάγουσας πρόωρη, καθότι η γραμμή εγκαταστάθηκε με τη συγκατάθεση του Έπαρχου, που εξασφαλίστηκε με τέτοια νόμιμη διαδικασία.

 

4.               Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί ότι μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση, στο πλαίσιο αυτής της αγωγής της Ενάγουσας, η διάσταση πλέον αφορά στην ύπαρξη ζημιάς και στην έκτασή της. Αμφότερες οι πλευρές δέχονται ότι, σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει κάποια αποζημίωση με γνώμονα την ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας.

 

5.               Στο πλαίσιο αυτής της διαφοράς των διαδίκων, ως προς την ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας, η Ενάγουσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, πως η παρουσία της γραμμής στο τεμάχιό της προκαλεί φόβο σχετικό με την κοινή αντίληψη ότι υπάρχει δυσμενής επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στην ανθρώπινη υγεία ή ότι τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία είναι βλαπτικά, περιορισμό των ανέσεων, της δυνατότητας απόλαυσης του περιβάλλοντος, της καλαισθησίας και της ησυχίας στο ακίνητο. Όλα αυτά επιφέρουν και μείωση της αξίας του ακινήτου, σε συνάρτηση με τον εκμηδενισμό των προοπτικών διάθεσης στην αγορά ή ανάπτυξης και αξιοποίησής του. Η Ενάγουσα απομακρύνθηκε από το ακίνητο και εμποδίζεται να προβαίνει σε συνήθεις δραστηριότητες περιποίησης, συντήρησης φυτειών ή δέντρων, αισθανόμενη ανασφάλεια, κίνδυνο και αγωνία, σε συνεχή βάση, από τα υπεριπτάμενα καλώδια και τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Είναι στοιχεία αποτρεπτικά για να αγοράσει κάποιος το ακίνητο, που επιδρούν στην αγοραία του αξία αρνητικά. Η ουσιώδης μείωση της αγοραστικής – οικονομικής αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας, σύμφωνα με τη δικογράφησή της, είναι €36.500,00, πλέον €1.500,00 εκτιμητικά έξοδα. Η αξία του μέρους του ακινήτου στο οποίο επεμβαίνει η ΑΗΚ και στο οποίο υπάρχει επιζήμια επίδραση είναι, κατά την Ενάγουσα, €50.000,00. Οι λοιπές αξιώσεις της Ενάγουσας εγκαταλείφθηκαν[1].

 

6.               Η Εναγόμενη, από την άλλη πλευρά, αρνείται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου της, ικανής να οδηγήσει σε αποζημίωση, ή για δυσμενή αποτελέσματα στην αξιοποίηση του τεμαχίου από τη διέλευση της γραμμής. Η γραμμή, όντως, περνά και πάνω από το τεμάχιο της Ενάγουσας, αλλά η ΑΗΚ δεν αποδέχεται όσα αναφέρει η Ενάγουσα σχετικά με οχληρία. Η αξίωση της Ενάγουσας δεν δικαιολογείται, κατά την Εναγόμενη, με βάση το πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου. Οι εκτιμήσεις και αξιώσεις της Ενάγουσας, όπως θέτει, είναι υπερβολικές.

 

Διαδικασία

 

7.               Για την υπόθεση της Ενάγουσας, δόθηκε μαρτυρία από την ίδια την Ενάγουσα (ΜΕ1) και από τον Πολύκαρπο Πολυκάρπου (ΜΕ2), που αντεξετάστηκαν από τη συνήγορο της Εναγόμενης. Για την πλευρά της Εναγόμενης, προσφέρθηκε μαρτυρία από τη Βιργινία Λαζάρου Τσαγκάρη (ΜΥ1), που επίσης αντεξετάστηκε από τον συνήγορο της Ενάγουσας. Το σύνολο της προφορικής μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της δίκης. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από έγγραφα ή δέσμες εγγράφων που σημάνθηκαν ως τα Τεκμήρια 1 έως 21, βρίσκονται ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας.

 

8.               Μετά από την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν.

 

9.               Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην ολοκληρωμένη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές

 

10.           Θα εξεταστούν πρώτα τα διάφορα νομικά σημεία που τίθενται, στη βάση των προαναφερόμενων κοινά αποδεκτών γεγονότων και εγγράφων. Εξ αρχής να λεχθεί πως τα ίδια ζητήματα έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο, με αυτή τη σύνθεση, και σε άλλες υποθέσεις, με το ίδιο αντικείμενο. Δεν υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη απόκλισης από εκείνη τη νομική προσέγγιση.

 

11.           Το άρθρο 23 §§ 1, 2 Σ ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να κατέχει, να απολαμβάνει ή να διαθέτει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία και δικαιούται να απαιτεί τον σεβασμό του δικαιώματος αυτού. Στέρηση ή περιορισμός δεν μπορεί να επιβληθεί, εκτός ως προβλέπεται στο άρθρο 23 Σ. Η επιφύλαξη αρχικά τίθεται υπέρ του ιδίου του άρθρου 23 Σ, για την επιβολή οποιασδήποτε στέρησης ή περιορισμού. Ως εξαίρεση σε απαγορευτικό κανόνα. Έτσι, καθιστώντας και αναγκαία την αυστηρή ερμηνεία των επόμενων παραγράφων, που τυχόν επιφυλάσσονται περαιτέρω υπέρ του νόμου, είτε προβλέπουν σε σχέση με στέρηση (απαλλοτρίωση) είτε σε σχέση με περιορισμό.  

 

12.           Σύμφωνα με το άρθρο 23 § 3 Σ, η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς, δια νόμου. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ των εννοιών «όρος», «δέσμευση» και «περιορισμός», εδώ, θα γίνεται χρήση της λέξης «περιορισμός», εννοώντας, σε κάθε περίπτωση, τον περιορισμό της φύσης που επιβλήθηκε, που θα εξηγηθεί καλύτερα στη συνέχεια. Τέτοιος περιορισμός, θα πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητος προς το συμφέρον των σκοπών που προβλέπονται από το Σύνταγμα ως θεμιτοί, που περιλαμβάνουν την πολεοδομία ή την ανάπτυξη και χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας. Για κάθε τέτοιο περιορισμό που μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, πρέπει να καταβάλλεται, το ταχύτερο, δικαία αποζημίωση, που καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό Δικαστήριο.

 

13.           Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, που δεν συνιστά περιορισμό αλλά στέρηση (που απαντά σε άλλο σκέλος της εξαίρεσης της § 2), προβλέπεται από το άρθρο 23 § 4 Σ, όπου υπάρχει, επίσης, επιφύλαξη υπέρ του νόμου, και πρόσθετες προϋποθέσεις. Εκεί, η αποζημίωση, ως ρητά προβλέπεται, προκαταβάλλεται τοις μετρητοίς, και καθορίζεται, επίσης, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό Δικαστήριο. Η επίταξη είναι μια διαφορετική μορφή περιορισμού, που μπορεί να επιβληθεί με βάση το άρθρο 23 § 8 Σ, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει. Και εκεί, η αποζημίωση καταβάλλεται το ταχύτερο δυνατό (δεν προκαταβάλλεται, λόγω και της φύσης της επίταξης), και καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από το πολιτικό Δικαστήριο.

 

14.           Για όλες τις μορφές στέρησης ή περιορισμών, η καταβολή αποζημίωσης, προκαταβολικά ή το ταχύτερο δυνατόν, και σε περίπτωση διαφωνίας κατόπιν καθορισμού της από το πολιτικό Δικαστήριο, δεν προβλέπεται, στο Σύνταγμα, ενός είδους διαιτητική διαδικασία. Η αναφορά του συνταγματικού νομοθέτη σε «περίπτωση διαφωνίας», που θα μπορούσε περισσότερο να εκληφθεί ότι προκρίνει την προσπάθεια εξασφάλισης συγκατάθεσης από τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο για κάποια παρέμβαση στο ατομικό δικαίωμά του, τόσο για την παρέμβαση καθαυτή όσο και για τυχόν αποζημίωση, δεν συνιστά πρόνοια ειδικής διαιτητικής διαδικασίας με δικονομικούς όρους απαραδέκτου. Συνυφαίνεται λογικά με την ανάγκη διατήρησης του ισοζυγίου και της ειρηνικής συνύπαρξης των διαφόρων δημόσιων αναγκών και ατομικών δικαιωμάτων στη συνταγματική τάξη.

 

15.           Στην περίπτωση επιβολής (νόμιμου) περιορισμού, η αποζημίωση καταβάλλεται μόνον εφόσον υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου. Εξ αντιδιαστολής, εάν δεν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, δεν υπάρχει εκ του Συντάγματος απορρέουσα υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Σε περίπτωση που υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, τέτοια αποζημίωση, δεν προϋποτίθεται να προκαταβληθεί προκειμένου να επιβληθεί ο περιορισμός. Με την προϋπόθεση της ύπαρξης ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου συνεπεία του νόμιμου περιορισμού, εξυπακούεται η προηγούμενη επιβολή του περιορισμού. Οπότε, και η υποχρέωση είναι η καταβολή αποζημίωσης, το ταχύτερο δυνατόν από την επιβολή του περιορισμού που επιφέρει τέτοια μείωση.

 

16.           Πότε επιβάλλεται ο περιορισμός και μπορεί να διαφανεί εάν προκαλεί ουσιώδη μείωση στην αξία του ακινήτου, υπάρχει διαφορά μεταξύ της γενικής και αφηρημένης πρόβλεψής του σε νομικό επίπεδο (και δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας του άρθρου 31 Κεφ.170[2]), της απόφασης για την επιβολή του κατ’ εφαρμογή του νόμου σε κάποιο τεμάχιο σε συγκεκριμένη περίπτωση, και της υλοποίησής του σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή της εγκατάστασης της ηλεκτρικής γραμμής στο συγκεκριμένο τεμάχιο. Η συνάρτηση με την αναγκαιότητα να προκαλείται ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου μπορεί να καθιστά αναγκαία την υλοποίηση του περιορισμού, για να διαφανεί τυχόν υποχρέωση πληρωμής αποζημίωσης. Η δε συνέχεια του περιορισμού και η χρονική του αοριστία μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες επηρεασμού κατά τρόπο που να προκαλείται ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου μεταγενέστερα. Σε τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να δοθεί ερμηνεία που να βαίνει αντίθετα προς τη συνταγματική επιταγή. Δηλαδή, δεν μπορεί να λεχθεί ότι, σε περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιοκτησία που μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου, επειδή δεν προσβλήθηκε η απόφαση επιβολής του ή δεν ζητήθηκε σ’ εκείνο τον αρχικό χρόνο αποζημίωση, αλλά ο επηρεασμός διαφαίνεται εκ των υστέρων, δεν υπάρχει δικαίωμα υποβολής απαίτησης για αποζημίωση, ακρόασης, και έπειτα αποζημίωσης, εάν αποδειχθεί τέτοιος επηρεασμός.

 

17.           Δεν αποκλείεται η ρύθμιση διαδικασίας με την οποία ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος που θεωρεί πως το ακίνητό του υπέστη ουσιώδη μείωση της αξίας του, λόγω περιορισμού, να μπορεί να υποβάλει σχετική απαίτηση για αποζημίωση, πριν ή σε οποιονδήποτε χρόνο μετά την εγκατάσταση της ηλεκτρικής γραμμής. Τέτοια διαδικασία, θα πρέπει να είναι προς διευκόλυνση άσκησης του δικαιώματός του ή αντίστοιχα εκτέλεσης της συνταγματικής υποχρέωσης της Αρχής που επιβάλλει τον περιορισμό, και όχι προς περαιτέρω περιορισμό του δικαιώματος ή εν τέλει αποκλεισμό του, με τη θέση μη γνωστών εξ αρχής (εκτός υφιστάμενου νομικού πλαισίου) διαδικαστικών εμποδίων, που θα παραλλάζουν το νόημα της συνταγματικής επιταγής.

 

18.           Η τελευταία είναι πως, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου που υπόκειται σε περιορισμό, θα πρέπει να καταβάλλεται αποζημίωση, χωρίς οποιονδήποτε όρο ή προϋπόθεση της υποχρέωσης αυτής, εκτός από το να είναι ουσιώδης η μείωση της αξίας του ακινήτου. Από μόνη της η προϋπόθεση να είναι ουσιώδης η μείωση της αξίας του ακινήτου, είναι αρκετή, και στο πλαίσιο της εξέτασης του εάν είναι ουσιώδης ή όχι, εκεί χωρούν ενδεχομένως επιχειρήματα ότι αρχικά δεν υπήρξε αντίδραση ή υπήρξε πολυετής ανοχή ή οτιδήποτε άλλο. Έπειτα, διαδικασία για τυχόν υποβολή απαίτησης για αποζημίωση μπορεί να καθοριστεί είτε με τον νόμο που προβλέπει τον σχετικό περιορισμό (υπέρ του οποίου επιφυλάσσεται το Σύνταγμα, για την επιβολή του περιορισμού), είτε με Κανονισμούς που εκδίδονται κατά περαιτέρω εξουσιοδότηση αυτού του νόμου. Ο νόμος ή οι κανονισμοί αυτοί μπορούν να παραπέμπουν σε διατάξεις άλλων νόμων και κανονισμών, εάν πρέπει να υπάρξει αναλογική ισχύς τους.

 

19.           Σύμφωνα με το άρθρο 23 § 11 Σ, κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο σε σχέση προς οποιαδήποτε των διατάξεων του άρθρου 23 Σ ή κατ’ εφαρμογή αυτών. Στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης, η προσφυγή αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Σε περίπτωση οποιουδήποτε περιορισμού, κατ’ εφαρμογή της τρίτης παραγράφου του εν λόγω άρθρου, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει αναστολή οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας. Κάθε απόφαση Δικαστηρίου που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της § 11 υπόκειται σε έφεση. Ο λόγος στην § 11 είναι για προσφυγή «στο Δικαστήριο», χωρίς αναφορά «στο πολιτικό Δικαστήριο» για καθορισμό αποζημίωσης, όπως προηγουμένως, και αφήνεται να νοηθεί ότι η αναφορά είναι για Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητα της αρχής που στερεί ή περιορίζει την ιδιοκτησία, σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο του άρθρου 146 Σ. Ωστόσο, στη Holy See of Kitium of Limassol v. The Municipal Council of Limassol [15] (1961) March 2, στην οποία παραπέμπει και η Ramadan v. The Electricity Authority of Cyprus 1 R.S.C.C. 49, με παρόμοια γεγονότα με την υπό εξέταση υπόθεση, διατυπώθηκε ακριβώς η αντίθετη άποψη· ότι η αναφορά «στο Δικαστήριο», στην § 11, εμπερικλείει και το πολιτικό Δικαστήριο, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά και το Δικαστήριο που ασκεί δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 146 Σ, αναλόγως της δικαιοδοσίας του καθενός, την οποία δεν είναι σκοπός του μέρους του Συντάγματος που αφορά τα ατομικά δικαιώματα να καθορίσει. Κατ’ επέκταση, η ανάγνωση της § 11 είναι και με το σύνολο του άρθρου 23 Σ αλλά και με το σύνολο του Συντάγματος.

 

20.           Ακολουθώντας την ίδια ροή σκέψης, με δεδομένο πως η καταβολή αποζημίωσης, όταν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, είναι ζήτημα σε σχέση με διάταξη του άρθρου 23 Σ και κατ’ εφαρμογή της (της διάταξης της § 3), αλλά και ξεκάθαρα συνιστά ιδιωτικό δίκαιο, το «Δικαστήριο», στο κείμενο της § 11, διαβάζεται για την περίπτωση ως το πολιτικό Δικαστήριο. Εξάλλου, ακόμα κι αν μπορεί να μην είναι κοινά αποδεκτή η μεθοδολογία της Holy See of Kitium of Limassol v. The Municipal Council of Limassol (ανωτέρω)[3], ή απλώς με πιο σύγχρονη προσέγγιση, εάν υπάρχει παράβαση οποιουδήποτε ατομικού δικαιώματος, περιλαμβανομένου του άρθρου 23 Σ, συνεπεία της οποίας υπάρχει ζημιά, δεν χρειάζεται ειδική διάταξη στο κείμενο της συνταγματικής ρύθμισης, για να μπορεί να αχθεί ενώπιον του πολιτικού Δικαστηρίου διαφορά που σχετίζεται με τη διάγνωση αστικού δικαιώματος.

 

21.           Η διαφορά, στην υπόθεση της Ενάγουσας, συνίσταται στην παράλειψη της Εναγόμενης, ενώ επέβαλε περιορισμό στην ιδιοκτησία της Ενάγουσα, με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, να προσφέρει οποιαδήποτε αποζημίωση, που η πλευρά της Ενάγουσας θεωρεί ότι χρειάζεται, γιατί υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου της. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως, ταυτόχρονα, η μη καταβολή αποζημίωσης στην περίπτωσή της συνιστά ή απολήγει σε παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 23 § 3 Σ, που προβλέπει αυτήν την υποχρέωση. Η διαφορά αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο από Δικαστήριο ιδιωτικών διαφορών, που θα αποφασίσει, με βάση τη μαρτυρία, εάν υπάρχει ή όχι ουσιώδης μείωση στο ακίνητο της Ενάγουσας, αιτιωδώς συνδεδεμένη με τον περιορισμό που επιβλήθηκε, για την οποία θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση, ώστε, η μη πληρωμή της, να συνιστά παράβαση του άρθρου 23 § 3 Σ. Καταληκτικά, υπάρχει βάση αγωγής επί της οποίας μπορεί να προχωρήσει το Δικαστήριο με την εξέτασή της.

 

22.           Η Ενάγουσα χρησιμοποίησε επικουρικά και άλλες βάσεις γιατί ενδεχομένως θεώρησε πως θα μπορούσαν να σχετίζονται (παράνομη επέμβαση, οχληρία). Οι αναφορές της σε παράνομη επέμβαση δεν προωθήθηκαν εφόσον η δια νόμου αναγκαστική δίοδος με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170 νομιμοποιεί ό,τι υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συνιστά παράνομη επέμβαση.

 

23.           Όσον αφορά τις αναφορές της σε ιδιωτική οχληρία, η ιδιωτική οχληρία δεν έχει να κάνει με τη νομιμότητα της εγκατάστασης της ηλεκτρικής γραμμής, αλλά με τον τρόπο που η Εναγόμενη, ενεργώντας ή χρησιμοποιώντας την έκταση που καταλαμβάνει η ηλεκτρική γραμμή, εμποδίζει την απόλαυση της έκτασης της ακίνητης περιουσίας που κατέχει η Ενάγουσα. Συναφώς αναφέρεται πως, με βάση το άρθρο 46 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, ιδιωτική oχληρία συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ. Ο ενάγων δεv τυγχάvει απoζημίωσης σε σχέση με ιδιωτική oχληρία, εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά. Συνιστά υπεράσπιση, με βάση το άρθρο 47 Κεφ.148, ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή τελέστηκε βάσει τωv όρωv oπoιoυδήπoτε συμφώvoυ ή σύμβασης δεσμευτικής για τov εvάγovτα, πoυ επεvεργεί για όφελoς τoυ εvαγόμεvoυ.

 

24.           Στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η βάση αγωγής δεν σχετίζεται με τα γεγονότα, επειδή τα γεγονότα που εισφέρει η Ενάγουσα στη διαδικασία δεν αναφέρονται στον τρόπο που η ΑΗΚ χρησιμοποιεί την έκταση που καταλαμβάνει η ηλεκτρική γραμμή (που δεν θεωρείται ακριβώς πως κατέχεται από την ΑΗΚ), ως εάν θα μπορούσε να την χρησιμοποιεί και με άλλον τρόπο που δεν θα προκαλεί οχληρία. Συνακόλουθα, η αναφορά της Ενάγουσας σε «οχληρία» εκλαμβάνεται πως είναι στο πλαίσιο της θέσης της πως μειώνεται ουσιωδώς η αξία του ακινήτου της (γιατί η ύπαρξη μιας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρισμού υψηλής τάσης είναι φύσει οχληρή ανάπτυξη, ασχέτως της νομιμότητας της εγκατάστασης ή της χρήσης της) και θέμα υπολογισμού της ζημιάς της Ενάγουσας, εάν αφορά ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου της, και όχι για να καταλογίσει στην Εναγόμενη ευθύνη για αδικοπραγία.

 

25.           Αγωγές αποζημίωσης για εγκατάσταση πυλώνων και εναέριων γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος παρουσιάζονται και σε άλλες δικαιοδοσίες (π.χ. σύμφωνα με την αγγλική Electricity Act 1989). Συχνότερα, ασκούνται μεν σε βάση ως αυτήν που επιχειρεί να εξηγήσει η Εναγόμενη, της απαίτησης για νόμιμη (εκ του νόμου) αποζημίωση (statutory compensation) και εφόσον ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις· αυτό όπου υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία και δεδομένο νόμιμο πλαίσιο ή σχήμα παροχής αποζημιώσεων εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί η όλη διαφορά.

 

26.           Αναλογία δικαίου όσον αφορά τον ίδιο τον περιορισμό δεν μπορεί να γίνει με το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (παρόλο που εκεί μπορεί να γίνονται παραπομπές, και σε άλλες δικαιοδοσίες, όσον αφορά την αποζημίωση ή τον τρόπο υπολογισμού της). Τέτοια αναλογία θα μπορούσε να γίνει με τυχόν άλλους νόμους που ρυθμίζουν διαδικασίες (μακράς και αόριστης διάρκειας) αναγκαστικής διόδου για τη διέλευση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας χωρίς απόκτηση δικαιώματος επί της γης[4], τύπου “compulsory wayleave”, που ασφαλώς διαφέρουν και από τη δουλεία (easement) και από μορφές στέρησης της ιδιοκτησίας ή άλλες νομικές σχέσεις.

 

27.           Σύμφωνα με το Κεφ.170, η ΑΗΚ είναι ανάδοχος, και έχει μεταξύ άλλων την ευθύνη για τη λειτουργία, συντήρηση και, εάν είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη συστήματος διανομής σε μια περιοχή και κατά περίπτωση τη διασυνδέσεών του με άλλα συστήματα και για τη μακροπρόθεσμη ικανότητα του συστήματος να ανταποκρίνεται στην εύλογη ζήτηση διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Παρεμβάλλεται πως, πριν από τη θέσπιση του Κεφ.170 (το 1952), υπήρχε σε ισχύ ο Law to Regulate the Supply of Electricity for Lighting and Other Purposes 26/40 (Electricity Law 1940) [βλ. και Cap.82]. Το άρθρο 10 Κεφ.170, που υπήρχε εξ αρχής με όμοια αρίθμηση (όπως και το άρθρο 31 Κεφ.170) εξουσιοδοτεί την έκδοση Κανονισμών για την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου. Το Κεφ.170 εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, οι οποίοι στη συνέχεια εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται. Εκδόθηκαν κανονισμοί με βάση το άρθρο 10 του προϊσχύσαντος νόμου, που συνέχισαν να ισχύουν και μετά τη θέση σε ισχύ του Κεφ.170. Εκδόθηκαν διάφοροι τροποποιητικοί κανονισμοί και με βάση το άρθρο 10 Κεφ.170. Από το 1941 μέχρι το 2015, που κινήθηκε η υπό εξέταση αγωγή, δεν έχει εντοπιστεί κανονισμός που να εξειδικεύει την εφαρμογή του άρθρου άρθρο 31, το λεκτικό του οποίου παρέμεινε αναλλοίωτο. Το Δικαστήριο επίσης δεν παραπέμπεται σε τέτοιο κανονισμό.

 

28.           Σύμφωνα με το άρθρο 31 § 1 Κεφ.170, που τιτλοφορείται «άδειες διόδου σε γη» (wayleaves over land), οι ανάδοχοι (AHK) μπορούν να τοποθετήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρική γραμμή, είτε πάνω, είτε κάτω από το έδαφος, διαμέσου οποιασδήποτε γης που δεν είναι καλυμμένη με οικοδομές. Πριν από την τοποθέτηση τέτοιας γραμμής, επιδίδουν στον ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης, ή αν ο ιδιοκτήτης και κάτοχος δεν είναι γνωστοί, αναρτούν στη γη μέσω πίνακα ειδοποιήσεων, ειδοποίηση σχετικά με την πρόθεσή τους αυτή, μαζί με περιγραφή των γραμμών που υπάρχει πρόθεση να τοποθετηθούν. Εάν, εντός 14 ημερών μετά την επίδοση ή ανάρτηση, ο ιδιοκτήτης και κάτοχος παραλείψουν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ή αν επισυνάψουν στη συγκατάθεσή τους οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις στους οποίους οι ανάδοχοι ενίστανται, ο Έπαρχος, αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, δύναται να δώσει τη συγκατάθεσή του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών, είτε άνευ όρων, ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως θεωρεί δίκαιο.

 

29.           Το ίδιο το άρθρο 31 § 1 Κεφ.170, η εφαρμογή του οποίου όπως λέχθηκε προηγουμένως δεν διευκολύνεται με χρήση Κανονισμού με βάση το άρθρο 10 Κεφ.170, δεν ορίζει κάποια προθεσμία ή διαδικασία για υποβολή απαίτησης αποζημίωσης. Στην περίπτωση της § 1, η αρχική επίδοση της ειδοποίησης της ΑΗΚ προς τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο για λήψη συγκατάθεσης, εάν ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος, μπορεί να γίνει και με ανάρτηση στη γη. Η προθεσμία για εξασφάλιση τυχόν έγκρισης είναι σύντομη. Εντός 14 ημερών από την επίδοση ή ανάρτηση, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος μπορούν να συγκατατεθούν. Εάν συγκατατεθούν στην πρόθεση της ΑΗΚ, που μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει προσφορά ή μηχανισμό απαίτησης αποζημίωσης, το θέμα τελειώνει εκεί, η ΑΗΚ μπορεί να παρέμβει με νομική βάση τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή κατόχου και τη μεταξύ τους συμφωνία (contractual/voluntary wayleave), η οποία αποτελεί και τη βάση τυχόν διαφορών τους. Εάν με το έντυπο συγκατάθεσης ο ιδιοκτήτης ενστεί σε συγκεκριμένους όρους ή θέσει όρους και προϋποθέσεις (π.χ. πληρωμή αποζημίωσης) και δεν επέλθει συμφωνία σε σχέση με αυτούς, ή εάν παραλείψει να συγκατατεθεί γενικότερα, άρα δεν έχει επέλθει συμφωνία (γιατί δεν υπήρξε ανταπόκριση για συγκατάθεση ή διαβούλευση, κατ’ επέκταση υπάρχει διαφωνία), κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνει η ΑΗΚ, η οποία φυσικά έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να επιδιώκει τη σύναψη κάποιας συμφωνίας. Στον βαθμό που η εγκατάσταση είναι αναγκαίο να γίνει, για τους σκοπούς της δημόσιας ωφέλειας, και δεν υπάρχει συμφωνία, αποτείνεται στον Έπαρχο.

 

30.           Ούτε η διαδικασία με την οποία η ΑΗΚ υποβάλλει στον Έπαρχο αίτημα για τη συγκατάθεσή του είναι ρυθμισμένη. Ο Έπαρχος διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, και μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του, με ή χωρίς όρους ή προϋποθέσεις, αν κρίνει δίκαιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο λόγος είναι για αναγκαστική δίοδο (compulsory wayleave). Δεν προβλέπεται διαδικασία υποχρεωτικής ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου γης από τον Έπαρχο. Αυτή η έλλειψη είναι πιο αισθητή στην περίπτωση της § 2. Η απόφαση αναγκαστικής επιβολής, που περατώνεται με τη λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου, είναι της ΑΗΚ (που εκείνη είναι και η εκτελεστή διοικητική πράξη)[5]. Το να μην προσβληθεί με προσφυγή, και να αφεθεί να επιβληθεί ο περιορισμός, δεν επηρεάζει το δικαίωμα αποζημίωσης, εάν ο περιορισμός, που πλέον επιβάλλεται και δεν συμφωνείται, μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου.

 

31.           Σύμφωνα με την § 2, όταν η ανάγκη είναι να τοποθετηθεί όχι απλώς γραμμή σε γη χωρίς οικοδομές (§ 1), αλλά γραμμή ή άλλη εγκατάσταση σε οικοδομή ή σε γη με οικοδομές, χρειάζεται οπωσδήποτε η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή του κατόχου. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συγκατάθεση, δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης, ούτε η συγκατάθεση του Έπαρχου μπορεί να υποκαταστήσει την απουσία της. Όταν, όμως, πρόκειται για επίτονο ή στήριγμα υπέργειας γραμμής ή υποστήριγμα ή ορθοστάτης για τον αποκλειστικό σκοπό της εξασφάλισης της υποστήριξης υπέργειας γραμμής, σε γη ή σε οικοδομή (on any land or building), τότε, ο Έπαρχος, μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης,  εάν ο ιδιοκτήτης και ο κάτοχος παράλογα αρνούνται τη συγκατάθεσή τους, να παρέχει τη δική του συγκατάθεση, και τότε (εφόσον πρόκειται περισσότερο για δέσμευση με στοιχεία τύπου “easement”) καθορίζει υποχρεωτικά (shall fix) ποσό αποζημίωσης ή ετήσιου ενοικίου ή και τα δύο, που πληρώνονται από τους ανάδοχους στον ιδιοκτήτη ή και κάτοχο, αναλόγως. Όπως λέχθηκε προηγουμένως, εδώ, είναι πιο αισθητή η απουσία ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου, γιατί, ενώ ο Έπαρχος μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκατάθεσης εάν υπάρχει από μέρους του ιδιοκτήτη ή κατόχου «παραλογισμός» ως προς την μη συγκατάθεσή του, δεν προβλέπεται υποχρεωτική διαδικασία ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου από τον Έπαρχο, όπως, για παράδειγμα, προβλέπεται σχετική διαδικασία ακρόασης στους αγγλικούς The Electricity (Compulsory Wayleaves) (Hearings Procedure) Rules 1967.

 

32.           Στην περίπτωση της § 2, υποχρεωτικά ο Έπαρχος, όταν παρέχει τη συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση, σε ιδιωτική γη ή σε οικοδομή, αναγκαίου επίτονου ή στηρίγματος υπέργειας γραμμής ή υποστηρίγματος ή ορθοστάτη, για τον αποκλειστικό σκοπό της εξασφάλισης της υποστήριξης υπέργειας γραμμής, καθορίζει ο ίδιος την αποζημίωση, που πρέπει να καταβάλει η ΑΗΚ. Στην περίπτωση της § 1, και ως εκ της δυνατότητάς του στην περίπτωση της § 2, δεν αποκλείεται (δυνητικά) να καθορίζει αποζημίωση στο πλαίσιο της συγκατάθεσής του υπό μορφή όρου ή προϋπόθεσης. Ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένος να μπει σε τέτοια διαδικασία. Στους αγγλικούς Κανονισμούς, που διέπουν το ίδιο θέμα, η αποζημίωση καθορίζεται πάντοτε από το Land Tribunal, εάν δεν επέλθει συμφωνία γι’ αυτήν, την οποία μπορεί να επιδιώξει οποιοδήποτε μέρος[6], και δεν υπάρχει δυνατότητα διοικητικού οργάνου να μπει στη διαδικασία να καθορίσει αποζημίωση. Από την ίδια παράγραφο § 2, στην εγχώρια νομοθεσία, που εκείνη προβλέπει υποχρέωση του Έπαρχου να καθορίζει αποζημίωση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προκύπτει και ο τρόπος αποζημίωσης που μπορεί να δοθεί για την επιβολή περιορισμού που μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου. Μπορεί να αφορά ένα ποσό εφάπαξ, ετήσιο ενοίκιο, ή και τα δύο.

 

33.           Στο στάδιο που ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος λαμβάνει έντυπο συγκατάθεσης για επιβολή περιορισμού με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, εάν παραλείψει να συγκατατεθεί πλήρως ή να ανταποκριθεί, δεν μπορεί να τεκμαίρεται είτε (σιωπηρή) συμφωνία του είτε μη αξίωση για αποζημίωση. Δεν επέρχεται συμφωνία. Υπάρχει διαφωνία. Εάν η ΑΗΚ επιλέξει να μην εστιάσει στην επίλυσή της, αλλά να αποταθεί στον Έπαρχο για να εξαναγκαστεί η δίοδος, και ούτε σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας επέλθει κάποια συμφωνία για το θέμα της αποζημίωσης, για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί δεν υπήρξε ακρόαση του ιδιοκτήτη ή κατόχου ή γιατί δεν απασχόλησε τον Έπαρχο το ζήτημα), μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, εάν υπάρχει ουσιαστικό δικαίωμα σ’ αυτήν, με πηγή και βάση του ουσιαστικού δικαιώματος να είναι το άρθρο 23 § 3 Σ. Εάν, σε οποιαδήποτε διαδικασία των §§ 1, 2, ο Έπαρχος καθορίσει συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση που θα πρέπει να καταβάλει η ΑΗΚ και το ύψος της αποζημίωσης δεν είναι αποδεκτό, υπάρχει διαφωνία ως προς το ύψος του ποσού, για την οποία μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο. Εάν, σε οποιαδήποτε διαδικασία των §§ 1, 2, ο Έπαρχος δεν καθορίσει συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση που θα πρέπει να καταβάλει η ΑΗΚ, και υπάρχει διαφωνία ως προς το εάν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου για την οποία να οφείλεται αποζημίωση, και πάλι, μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο.

 

34.           Η έγκριση του Έπαρχου που δόθηκε στην προκειμένη περίπτωση (Τεκμήριο 6) αναφέρεται σε διέλευση γραμμών υψηλής τάσης, αποτελούμενης από 7 αγωγούς. Ο Έπαρχος δεν έθεσε όρους ή προϋποθέσεις σχετικές με κάποια αποζημίωση, ούτε το θέμα τυχόν αναγκαίας αποζημίωσης φαίνεται να απασχόλησε σε οποιοδήποτε στάδιο και να επήλθε κάποια συμφωνία.

 

35.           Όπως προαναφέρθηκε, όταν η εγκατάσταση της γραμμής δεν έχει χρονικά καθορισμένη διάρκεια, κατά πόσο υπάρχει επηρεασμός ή όχι, μπορεί να διαπιστωθεί μετά από την υλοποίηση της επιβολής του περιορισμού, η οποία μπορεί να απέχει χρονικά από την κοινοποίηση της πρόθεσης της ΑΗΚ να εγκαταστήσει γραμμή στην περιοχή ή από τη συγκατάθεση του Έπαρχου. Το ζήτημα, εάν θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση ή όχι, είναι συνεχώς συναρτώμενο με την ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου, που μπορεί να μην προκαλεί η γραμμή σε μια χρονική στιγμή, αλλά να προκαλεί σε κάποιαν άλλη χρονική στιγμή, όταν, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να αναπτυχθεί το ακίνητο. Συναφώς, και με βάση τις §§ 3, 4, μπορεί, μετά την τοποθέτηση της γραμμής, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος να επιθυμεί να αφαιρεθεί, ενώ έχει λάβει ήδη αποζημίωση για την εγκατάστασή της (είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε κατόπιν καθορισμού όπου δεν υπήρξε συμφωνία). Σε τέτοια περίπτωση, ενδεχομένως να πρέπει να καταβάλει τα έξοδα μετακίνησης, εάν τελικά αποφασιστεί, και εκεί αποκλείεται κάποια περαιτέρω αποζημίωση. Εξ αντιδιαστολής, δεν αποκλείεται, εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα μετακίνησης, να πρέπει να καταβληθεί τότε αποζημίωση. Ούτε για κάποια διαδικασία υποβολής αιτήματος μετακίνησης ή υποβολής αιτήματος αποζημίωσης λόγω μη μετακίνησης υπάρχουν ειδικότερες ρυθμίσεις. Εάν το θέμα της αποζημίωσης συμφωνήθηκε κατά την αρχική εγκατάσταση, ευλόγως, μόνο δια αιτήματος μετακίνησης μπορεί να απασχολήσει ξανά. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση της Ενάγουσας είναι για αποζημίωσή της για την αρχική εγκατάσταση, ως προς την οποία δεν αιτήθηκε και δεν αιτείται μετακίνηση, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση.

 

36.           Η πολεοδομική άδεια που αναφέρθηκε προηγουμένως δεν αμφισβητήθηκε από την Ενάγουσα, ωστόσο δεν φαίνεται η Ενάγουσα να συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στην έκδοσή της ή να της κοινοποιήθηκε.

 

37.           Σύμφωνα με το άρθρο 68 Ν.90/72, εάν με οποιονδήποτε τρόπο προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας, συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του Ν.90/72, δέον να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση. Αποζημίωση καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72, μόνον εφόσον αποδειχθεί από αυτόν που την απαιτεί ότι, συνεπεία πολεοδομικής απόφασης επηρεάζουσας την ακίνητη ιδιοκτησία σε σχέση προς την οποία υποβάλλεται η απαίτηση, επήλθε ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης (η έμφαση με πλάγια γράμματα πρόσθετη). Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου 15/62, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του Ν.90/72.

 

38.           Το άρθρο 68 Ν.90/72 εφαρμόζεται εάν με οποιονδήποτε τρόπο προκύψει ουσιώδης ζημιά σε βάρος ιδιοκτησίας συνεπεία της εφαρμογής του Ν.90/72. Η μεσολάβηση, στην προκειμένη περίπτωση, πολεοδομικής απόφασης, με βάση τον Ν.90/72 για την εγκατάσταση της γραμμής σε ακίνητη ιδιοκτησία, προς την ΑΗΚ, και για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 31 Κεφ.170, ως νόμιμου περιορισμού με βάση το άρθρο 23 § 3 Σ, δεν μετατρέπει τον περιορισμό στο δικαίωμα της Ενάγουσας από την ΑΗΚ σε πολεοδομικό περιορισμό έναντι στην Ενάγουσα. Έναντι στην Ενάγουσα, η ΑΗΚ έχει υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης που τυχόν συμφωνείται ή καθορίζεται από τον Έπαρχο στη συγκατάθεσή του με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170.

 

39.           Η συμφωνία μεταξύ της ΑΗΚ και της πολεοδομικής αρχής (στο Τεκμήριο 3) δεν συνιστά καν εκχώρηση εκ του νόμου απορρέουσας υποχρέωσης της πολεοδομικής αρχής για καταβολή αποζημίωσης σε επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας προς την ΑΗΚ. Συνιστά διασφάλιση της πολεοδομικής αρχής ότι, εάν απαιτηθεί εναντίον της πολεοδομικής αρχής αποζημίωση με βάση το άρθρο 68 Ν.90/72 για ουσιώδη ζημιά, ως αποτέλεσμα της πολεοδομικής απόφασής της επί της αίτησης της ΑΗΚ, τότε, η ΑΗΚ θα αναλάβει (ως η συμβατική υποχρέωσή της έναντι στην πολεοδομική αρχή) την πληρωμή της τυχόν καθορισθείσας αποζημίωσης (την κάλυψη της πολεοδομικής αρχής). Έναντι στην Ενάγουσα, η ΑΗΚ έχει ούτως ή άλλως υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης που τυχόν συμφωνείται ή καθορίζεται από τον Έπαρχο στη συγκατάθεσή του με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, ώστε να μην χρειάζεται κάποια συμφωνία με την πολεοδομική αρχή για τη ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσής της. Όπως ρητά αναφέρεται στην § 2 του άρθρο 31 Κεφ.170, τα ποσά που καθορίζει ο Έπαρχος ως αποζημίωση πληρώνονται από τον ανάδοχο στον ιδιοκτήτη.

 

40.           Κατά τα λοιπά, η αποζημίωση δεν είθισται να συνιστά το αποκλειστικό αντικείμενο συμφωνιών που συνάπτονται με βάση το άρθρο 43 Ν.90/72 για τη ρύθμιση της ανάπτυξης ή της χρήσης του ακινήτου, αν και μπορούν να περιληφθούν παρεμπίπτουσες ή επακόλουθες διατάξεις οικονομικής φύσης, όπως εξάλλου ρητά αναφέρεται στη νομοθετική διάταξη. Η συμφωνία μεταξύ της ΑΗΚ και της Ενάγουσας δεν παύει να είναι μια αναμεταξύ τους συμφωνία, που, με βάση τις αρχές που διαχρονικά διέπουν το δίκαιο των συμβάσεων, δεν δεσμεύει οποιονδήποτε τρίτο, μη συμβαλλόμενο, περιλαμβανομένης της Ενάγουσας.

 

41.           Στον βαθμό που η Ενάγουσα δεν έχει απαιτήσει από την πολεοδομική αρχή αποζημίωση για την πολεοδομική της απόφαση με βάση το άρθρο 68 Ν.90/72 και δεν έχει καθοριστεί αποζημίωση πληρωτέα από την πολεοδομική αρχή προς την Ενάγουσα για την πολεοδομική της απόφαση, η συμφωνία αναμεταξύ της ΑΗΚ και της πολεοδομικής αρχής, για την ανάληψη της πληρωμής της από την ΑΗΚ, δεν έχει σημασία για τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης. Επίσης, δεν μπορεί να εκληφθεί, εξ αυτής, πως εφαρμόζεται το άρθρο 68 Ν.90/72 ή άλλο άρθρο του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72 ως η νομοθετική διάταξη που έπρεπε να εφαρμόσει η Ενάγουσα για να αποζημιωθεί από την ΑΗΚ, για τον περιορισμό του άρθρου 31 Κεφ.170.

 

42.           Ακόμα και εάν με διαφορετική νομική θεώρηση η κατάληξη ήταν πως η ΑΗΚ είχε τη δυνατότητα να καθορίσει η ίδια και καθόρισε στην Ενάγουσα τη διαδικασία του άρθρου 68 Ν.90/72 ως εφαρμοστέα και για την περίπτωση του περιορισμού με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, και τότε, μόνον αναλογική εφαρμογή mutatis mutandis θα μπορούσε να λογίζεται η θέση της πολεοδομικής νομοθετικής διάταξης (με τις ανάλογες αλλαγές που χρειάζονται). Τέτοια είναι και η εφαρμογή του άρθρου 10 Ν.15/62 σε σχέση με τους κανόνες υπολογισμού της αποζημίωσης σε περίπτωση ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου. Γιατί και το άρθρο 10 Ν.15/62 δεν θέτει κανόνες υπολογισμού της ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου, ούτε και στην περίπτωση (δ) αυτού, ούτε και στην περίπτωση (η) αυτού, που η τελευταία μάλιστα παραπέμπει πίσω, στη βάση, στο άρθρο 23 Σ. Ουδεμία αναλογία είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, εάν δεν το βοηθά να καθορίσει την καταβλητέα αποζημίωση για μείωση της αξίας του ακινήτου. Επιπλέον, τέτοια αναλογία του άρθρου 68 Ν. Ν.90/72 θα ήταν (αχρείαστα) μόνον ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης στη βάση της απόδειξης ουσιώδους μείωσης, όχι ως προς οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72, περιλαμβανομένης της (μη αναφερθείσας οπουδήποτε) διαδικασίας και της προθεσμίας για πληρωμή αποζημίωσης από την πολεοδομική αρχή βάσει του άρθρου 67 Ν.90/72, ή των περιορισμών των επόμενων άρθρων.

 

43.           Η ειδοποίηση που εστάλη στην Ενάγουσα για λήψη συγκατάθεσης, την 04.11.2008 (Τεκμήριο 3), ήταν με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170. Σε περίπτωση μη συγκατάθεσης (άρα διαφωνίας), θα εφαρμόζονταν η διαδικασία του άρθρου 31 Κεφ.170, δηλαδή η υπόθεση θα παραπέμπονταν στον Έπαρχο που θα αποφάσιζε εάν μπορεί να δοθεί η δική του συγκατάθεση ή όχι, και θα καθόριζε εάν πρέπει η ΑΗΚ να καταβάλει αποζημίωση ή όχι, κατόπιν διαβούλευσής του με την πολεοδομική αρχή. Θα έπονταν η απόφαση της ΑΗΚ να επιβάλει τον περιορισμό με βάση τη συγκατάθεση του Έπαρχου ή όχι ή να τον υλοποιήσει. Το άρθρο 31 Κεφ.170 δεν παραπέμπει το ίδιο στην πολεοδομική νομοθεσία.

 

44.           Με βάση αυτά τα δεδομένα, και εφόσον τέτοια διαδικασία και προθεσμία υποβολής απαίτησης για αποζημίωση δεν προβλέπονται στον νόμο που διέπει την αναγκαστική διέλευση γραμμών μεταφοράς ηλεκτρισμού (Κεφ.170) ή σε οποιονδήποτε κανονισμό που να έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του σχετικού νόμου· και εφόσον η συνταγματική επιταγή του άρθρου 23 § 3 Σ είναι, στην περίπτωση επιβολής περιορισμού στην ιδιοκτησία που προκαλεί ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου, να καταβάλλεται αποζημίωση, και δεν υπάρχει απόκλιση από αυτήν· και εφόσον η θέση της Ενάγουσας είναι πως, ενώ επιβλήθηκε περιορισμός στην ιδιοκτησία της που προκαλεί ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου της, δεν καταβλήθηκε αποζημίωση· και εφόσον υπάρχει προφανής διαφωνία ως προς το εάν θα πρέπει να καταβληθεί ή όχι αποζημίωση στην περίπτωση, η διαδικασία της αγωγής που ακολούθησε η Ενάγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί είτε λανθασμένη είτε εκπρόθεσμη.

 

45.           Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά την αναφορά σε «απαίτηση αποζημίωσης», στη διαδικασία με βάση το άρθρο 67 Ν.90/72, να μη λησμονείται ότι υπάρχει και στο άρθρο 61 Ν.90/72 που αφορά σε αποζημίωση απορρέουσα από αναγκαστική απαλλοτρίωση, χωρίς να σημαίνει πως εκείνο το άρθρο καθιστά αναγκαία την υποβολή «απαίτησης για αποζημίωση» προς την απαλλοτριούσα αρχή, που, εάν δεν υποβληθεί, αναιρεί τη συνταγματική πρόνοια ή ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις περί υποχρέωσης καταβολής της. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση για πολεοδομικούς σκοπούς δεν θεωρείται πολεοδομικός περιορισμός. Όπως ούτε η εκ του νόμου αναγκαστική δίοδος για τους σκοπούς της ΑΗΚ για την οποία δυνατόν να μεσολαβήσει πολεοδομική ενέργεια. Το γεγονός ότι στην αναγκαστική δίοδο με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, ως περιορισμός με βάση το άρθρο 23 § 3 Σ, δεν χρειάζεται προκαταβολή της αποζημίωσης, και η υποχρέωση είναι για καταβολή τέτοιας αποζημίωσης το ταχύτερο δυνατόν, δεν επιτρέπει μετάθεση της υποχρέωσης (που αφορά την καταβολή αποζημίωσης εάν υπάρχει ουσιώδης μείωση) στον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη, ως υποχρέωση δική του να υποβάλει απαίτηση, που εάν δεν υποβάλει, να αναιρεί τη συνταγματική υποχρέωση καταβολής της, ώστε, ακόμα κι αν υπάρχει ουσιώδης μείωση, να μην καταβάλλεται οποιαδήποτε αποζημίωση.

 

46.           Ως προς το είδος του ένδικου μέσου, ακόμα κι αν εκλαμβάνονταν, με κάποια διαφορετική θεώρηση, πως, παρόλο που δεν υπάρχουν ειδικότεροι κανονισμοί, η Ενάγουσα θα έπρεπε να προσφύγει στο Δικαστήριο με παραπομπή  μαζί με έκθεση εκτίμησης, ως στους Κανονισμούς που διέπουν την απαλλοτρίωση ή την επίταξη ή άλλες διαδικασίες, και πάλι, το ζήτημα θα ήταν διαδικαστικό. Το Δικαστήριο δεν θα απέρριπτε την απαίτηση λόγω λανθασμένου ένδικου μέσου και δεν θα προέβαινε σε χειρισμό που, στο σύνολό του (λαμβανομένης υπόψη της ασάφειας του νομικού πλαισίου της απόκτησης αναγκαστικής διόδου, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν έλαβε οποιαδήποτε αποζημίωση, αλλά επηρεάζεται ουσιωδώς από τον περιορισμό, και δεν φαίνεται να τηρήθηκε σε άλλο επίπεδο μια δίκαιη ισορροπία), δεν θα απέκλειε ξεκάθαρα ενδεχόμενη παράβαση, μεμονωμένα ή σε συνεφαρμογή, του άρθρου 23 § 3 Σ, ακόμα και σε αυτό το στάδιο.

 

47.           Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, το Δικαστήριο θεωρεί πως θα πρέπει να εξετάσει την απαίτηση της Ενάγουσας βάσει του ισχυρισμού της για ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου της λόγω της εφαρμογής του άρθρου 31 Κεφ.170 από την Εναγόμενη, που ενώ κατά τη θέση της Ενάγουσας υπάρχει, δεν καταβλήθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση. Δεν τίθεται θέμα παραγραφής.

 

48.           Ο χρόνος που έχει παρέλθει, όπως και το γεγονός μη αναζήτησης από την Ενάγουσα μετακίνησης της γραμμής μετά από την πάροδο της πενταετίας, εάν υφίσταται δυσανάλογη ταλαιπωρία ή παρεμποδίζεται αναγκαία ανάπτυξη του ακινήτου, ή οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, υπολογίζονται στο πλαίσιο εξέτασης τυχόν αναγκαίας αποζημίωσης. Προωρότητα, όμως, με την έννοια της παράλειψης ακολούθησης υποχρεωτικής προβλεπόμενης διαδικασίας πριν από την αγωγή, δεν υφίσταται.

 

49.           Ούτε από μόνα τους τα δεδομένα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου υποδηλούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

50.           Η προϋπόθεση της παρέμβασης του Δικαστηρίου για καθορισμό της αποζημίωσης μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας πληρείται, εκ του γεγονότος ότι ουδέποτε υπήρξε συγκατάθεση και δεν προσφέρθηκε αποζημίωση από την Ενάγουσα για την υποχρεωτική εγκατάσταση της ηλεκτρικής γραμμής, και η Ενάγουσα θεωρεί πως υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου της, συνεπεία της εγκατάστασης αυτής, για την οποία θα έπρεπε να προσφερθεί (για να συμφωνηθεί ή όχι) και να καταβληθεί αποζημίωση, βάσει των όσων αναφέρει στην αγωγή της. Παρά την απαίτηση δια αγωγής, και στο μεταξύ τη συζήτηση της υπόθεσης καθ’ όλο τον χρόνο που εκκρεμούσε, η διαφωνία επιβίωσε για χρόνια και οδήγησε και σε εκδίκαση της αγωγής.

 

Μαρτυρία και Αποζημιώσεις

 

51.           Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[7], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

52.           Για ορισμένα ζητήματα, που είναι εκτός του πεδίου της κοινής γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, το Δικαστήριο δυνατόν να χρειάζεται, κατ’ εξαίρεση, μαρτυρία γνώμης, από εμπειρογνώμονα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό, για θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας[8]. Τι αποτελεί αντικείμενο κοινής γνώσης και ανθρώπινης εμπειρίας και τι αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, δεν αποκλείεται να συγχέεται γιατί, στη σύγχρονη εποχή, είναι διευρυμένη η πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία και η δυνατότητα διάδοσής της, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Αυτή η πραγματικότητα συχνά αυξάνει και τις απαιτήσεις σχετικά με την εμπειρογνωμοσύνη, ανάλογα. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα, ως επίσης καθοδηγεί η νομολογία[9], είναι με βάση τα ίδια προαναφερόμενα κριτήρια, τα οποία εστιάζουν στη βασιμότητα ή την εγκυρότητα της γνώμης του. Περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων, που δεν εκτίθενται εξαντλητικά, την πληρότητα της αιτιολογίας που δίδεται για τη συγκεκριμένη γνώμη, τη συνάφεια ή την ακρίβεια ή την επάρκεια στην παρουσίαση και τεκμηρίωσή της, τον βαθμό της μελέτης για τον σχηματισμό της. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες και γνώσεις, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Συναφώς, το Δικαστήριο πρώτα αξιολογεί την ειδική μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, και αφού την κατανοήσει,  με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την εξειδικευμένη πτυχή της υπόθεσης. 

 

53.           Ως προς τις αποζημιώσεις, υπάρχει η μαρτυρία των εκτιμητών των δύο πλευρών (ΜΕ2, ΜΥ1) και η μαρτυρία της Ενάγουσας (ΜΕ1).

 

54.           Αμφότεροι οι εκτιμητές (ΜΕ2, ΜΥ1) έχουν τυπικά προσόντα (Τεκμήρια 9, 11) και δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχεία των πωλήσεων που παρέχει το Κτηματολόγιο και γνώση στη στάθμιση παραγόντων που δυνατόν να επηρεάζουν την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας. Κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες σε σχέση με το αντικείμενό τους. Αν και η ΜΥ1 έχει μεγαλύτερη εργασιακή πείρα ως εκτιμήτρια ακινήτων από τον ΜΕ2, αμφότεροι έχουν είτε πείρα είτε εκπαίδευση που τους δίδει εύρος γνώσεων. Το γεγονός ότι ο ΜΕ2 είναι λιγότερο πεπειραμένος από την ΜΥ1 στον επιμέρους επαγγελματικό τομέα της εκτίμησης ακινήτων δεν τον εμποδίζει να εκφέρει τη γνώμη του για το συγκεκριμένο αντικείμενο, που είναι στο πεδίο της σπουδής και της εργασίας του, προς αξιολόγηση από το Δικαστήριο. Αμφότεροι οι εμπειρογνώμονες διατύπωσαν τη γνώμη τους στις εκθέσεις που κατάρτισαν (Τεκμήρια 8, 12), ενώ προσκομίστηκε και επιμέρους υλικό για το θέμα αυτό (Τεκμήρια 13, 14, 15, 16, 17, 19, 20, 21).

 

55.           Όπως εξηγήθηκε και στις αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν σε υποθέσεις ίδιας φύσης, ό,τι εξετάζεται πρώτα, είναι κατά πόσον υπάρχει μείωση της αξίας του ακινήτου, και σε τι ποσοστό. Έπειτα, αξιολογείται εάν είναι ουσιώδης, κατ’ επέκταση ικανή να ενεργοποιήσει το πεδίο της ρυθμιστικής εμβέλειας του άρθρου 23 § 3 Σ.

 

56.           Η έννοια «ουσιώδης» είναι αφηρημένη νομική έννοια, η οποία συγκεκριμενοποιείται με αναφορά στα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη, μη εξαντλητικά, της χωρικής έκτασης του περιορισμού, του είδους και της χρονικής του διάρκειας, και άλλων παραγόντων που πλαισιώνουν τον επηρεασμό στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

 

57.           Υπάρχει αφενός το μέρος του ακινήτου που υπόκειται στον περιορισμό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα, η «λωρίδα γης» (περιορισμός - Π). Αφετέρου, υπάρχει το υπόλοιπο μέρους του ακίνητου, που, σύμφωνα με τη θέση της Ενάγουσας, επηρεάζεται εμμέσως, ή κατά την συνηθέστερη ορολογία, υπόκειται σε επιζήμια επίδραση (injurious affection) (ελεύθερο - Ε).

 

58.           Η μεθοδολογία που ακολουθεί το Δικαστήριο, για να καταλήξει ως προς το εάν υπάρχει μείωση της αξίας του ακινήτου, δεν είναι αυτή της σύγκρισης της αγοραίας αξίας του πριν και μετά τον περιορισμό, βάσει των πωλήσεων. Το ζητούμενο δεν είναι η μείωση της αγοραστικής ή οικονομικής αξίας που προκύπτει με τέτοιον τρόπο. Εκείνη μπορεί και να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Είναι κρίσιμο να τονιστεί πως το ζητούμενο είναι η μείωση της αξίας του ακινήτου συνεπεία του περιορισμού στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Αυτή περιλαμβάνει την αξία που έχει το ακίνητο για την Ενάγουσα (value to the owner)[10] και γενικότερα τις συνέπειες του περιορισμού στη χρήση του ακινήτου και στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας από την Ενάγουσα, συγκριτικά με την ελεύθερη (απεριόριστη) χρήση του από την ίδια. Δηλαδή, το αντικείμενο της σύγκρισης είναι η περιορισμένη χρήση από την Ενάγουσα σε σχέση με την ελεύθερη χρήση από την Ενάγουσα. Το αντικειμενικό μέτρο μπαίνει όταν, στη θέση της Ενάγουσας, μπαίνει ο μέσος λογικός άνθρωπος, αποπροσωποποιημένα.

 

59.           Η μείωση της αξίας αποδίδεται απλουστευμένα σ’ ένα ποσοστό, που συντίθεται από: (α) το ποσοστό επηρεασμού στο ακίνητο από τη «λωρίδα γης», δηλαδή από καθαυτό τον περιορισμό (Π%), και (β) από το ποσοστό επηρεασμού του περιορισμού στο υπόλοιπο (ελεύθερο) ακίνητο (Ε%), εάν και στον βαθμό που υπάρχει, ώστε, τηρουμένης της αρχής της ισοδυναμίας (principle of equivalence), στην οποία θεμελιώνεται συνήθως η αποζημίωση του είδους της εκ του νόμου απορρέουσας αποζημίωσης, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος να λάβει όσο δυνατόν εγγύτερα ή καλύτερα αυτό που χάνει[11].

 

60.           Στις υποθέσεις της αναγκαστικής διόδου, σε αντίθεση με τις υποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, υπάρχει μεγαλύτερη φειδώ ως προς την επέκταση της αποζημίωσης και στην επιζήμια επίδραση στο υπόλοιπο ακίνητο. Το ζήτημα δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας ή διαφοροποίησης ανά δικαιοδοσία[12]. Στη βάση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 23 § 3 Σ, φαίνεται στο Δικαστήριο καταλληλότερη η προσέγγιση με βάση την οποία μπορεί να περιληφθεί τέτοιου είδους αποζημίωση (επιζήμια επίδραση) και στην περίπτωση της αναγκαστικής διόδου, ωστόσο, μόνον στις περιπτώσεις όπου επηρεάζεται ουσιωδώς η χρήση του εναπομείναντος ακινήτου.

 

61.           Το σύνολο των ποσοστών επηρεασμού, άμεσου και έμμεσου (Π% + Ε% = Σ%), που ουσιαστικά ταυτίζεται εννοιολογικά με το ποσοστό μείωσης της αξίας του ακινήτου (ακίνητο πριν τον περιορισμό = 100%, και ακίνητο μετά τον περιορισμό = 100%-Σ%), θα δείξει εάν είναι ένα ποσοστό σημαντικό, μη ανεκτό και αμελητέο, που ενεργοποιεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 § 3 Σ.

 

62.           Έπειτα, η αναγωγή των ποσοστών (Π% και Ε%) στην αγοραία αξία του όλου ακινήτου, η οποία προσδιορίζεται με δεδομένα κατά τον χρόνο επιβολής του περιορισμού, είναι μόνον για τη μετατροπή του κάθε ποσοστού σε συγκεκριμένο ποσό. Για τίποτε άλλο. Η αναγωγή γίνεται ξεχωριστά για κάθε ποσοστό, καθότι είναι δυνατόν η αποζημίωση για τον περιορισμό (Π%) καθαυτό να είναι ένα ποσό εφάπαξ και η αποζημίωση για την επιζήμια επίδραση (Ε%), όπου υπάρχει, να είναι ένα ποσό πληρωτέο περιοδικά από την τοποθέτηση της γραμμής και για όσο χρόνο διαρκεί ο περιορισμός.

 

63.           Όπως είναι κατανοητό, δεν τίθεται θέμα τοποθέτησης της ηλεκτρικής γραμμής σε απόσταση που παραβιάζει κάποιον κανονισμό. Ως προς τη θέση της γραμμής, στα σχέδια, που ως είναι κοινά αποδεκτό πως δείχνουν τη γραμμή, ως τελικά τοποθετήθηκε, υπάρχει η ηλεκτρική γραμμή που διαπερνά το τεμάχιο, που έχει ακανόνιστο σχήμα, καλύπτοντας ολόκληρη την προεξοχή του στα νοτιοδυτικά. Υπάρχει κοντά στο τεμάχιο της Ενάγουσας πυλώνας, που είναι εκτός της έκτασης του τεμαχίου.

 

64.           Ο ΜΕ2, στην εκτίμησή του, υπολογίζει το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος, δηλαδή τη «λωρίδα γης» στα 1.117 τ.μ., περιλαμβάνοντας, σε αυτήν, και τα 3,00 μέτρα πέραν των 12,50 μέτρα, που πρέπει να είναι η απόσταση εκατέρωθεν του νοητού άξονα της εναέριας γραμμής. Όπως και η ΜΥ1 δέχεται, σε περίπτωση ανέγερσης οικοδομής, αυτή θα πρέπει να απέχει οριζόντια απόσταση τουλάχιστον 15,50 μέτρα από τον νοητό άξονα (κέντρο) της εναέριας γραμμής. Η ίδια λαμβάνει ως βάση αναφοράς της μόνο τα 12,50 μέτρα, υπολογίζοντας πως το επηρεαζόμενο εμβαδόν είναι 910 τ.μ.. Εφόσον ο περιορισμός των επιπλέον 3,00 μέτρων απορρέει κανονιστικά μεν, αλλά υπό αίρεση, εκλαμβάνεται πως ο άμεσος επηρεασμός από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών είναι 12,50 μέτρα, εκτός εάν τίθεται θέμα ανέγερσης οικοδομής, οπότε προστίθενται περαιτέρω 3,00 μέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο από την Ενάγουσα, σχετικό με επικείμενη ανέγερση οικοδομής, λαμβάνεται ως άμεσα επηρεαζόμενη έκταση αυτή των 12,50 μέτρων από τον νοητό άξονα της γραμμής, δηλαδή τα 910 τ.μ., σύμφωνα και με την προσέγγιση της ΜΥ1.

 

65.           Το όλο εμβαδόν του τεμαχίου είναι 15.051 τ.μ., ως είναι κοινά αποδεκτό από τους ΜΕ2 και ΜΥ1.

 

66.           Τα 910 τ.μ., που «δεσμεύονται» από τη γραμμή (γη άμεσης δέσμευσης), συνιστούν το 6,04% του όλου ακινήτου.  

 

67.           Η άμεση δέσμευση έκτασης 6,04% έχει ιδιαιτερότητες: Δεν αφαιρείται από την ιδιοκτησία της Ενάγουσας, δεν περιλαμβάνει οικοδομή, ούτε έχει στοιχεία δουλείας, και περιορίζεται στην αναγκαστική άδεια διόδου των υπέργειων γραμμών. Είναι τοποθετημένες κατά τρόπο που καταλαμβάνουν ολόκληρη την προεξοχή του ακινήτου νοτιοδυτικά αλλά σε ύψος που επιτρέπει τον αέρα, σε εύλογο ύψος πάνω από την επιφάνεια της γης, και την επιφάνεια της γης και τα λοιπά στοιχεία της, να είναι προσιτά από την Ενάγουσα, και καθημερινές χρήσεις τους δεν απαγορεύονται σε νομικό επίπεδο, περιλαμβανομένης της καλλιέργειας. Παρά τη διατήρηση του τίτλου, της δυνατότητας χρήσης του, και της δυνατότητας φυσικής πρόσβασης στο σημείο που καταλαμβάνουν οι γραμμές, πρόκειται για γραμμές τοποθετημένες εντός της έκτασης του τεμαχίου της Ενάγουσας και όχι απλώς πολύ κοντά[13], που μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα τάσης που, ως συνομολογείται, είναι σε επίπεδο υψηλής τάσης και, σε κάθε περίπτωση, η χρήση της γης άμεσης δέσμευσης δεν είναι ελεύθερη για οποιαδήποτε χρήση από την Ενάγουσα, ως εάν να μην υπήρχαν καθόλου οι γραμμές, ενώ μπορεί να επιτευχθεί και είσοδος εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της Εναγόμενης στο σημείο της γραμμής για σχετικές εργασίες.

 

68.           Παρόλο που ένα εξυπακουόμενο συμφέρον (deemed interest) της Εναγόμενης στη λωρίδα γης της Ενάγουσας διαφέρει από το πραγματικό συμφέρον επί της γης (actual interest), υπάρχουν νόμιμοι περιορισμοί για την Ενάγουσα, που απορρέουν από το γεγονός της τοποθέτησης της ηλεκτρικής γραμμής. Οποιαδήποτε χρήση της επιφάνειας ή του αέρα που εκτείνεται στη συγκεκριμένη επιφάνεια σε ύψος που προσεγγίζει τις γραμμές δημιουργεί αναστολή εκ του ενδεχόμενου επηρεασμού είτε της λειτουργίας των γραμμών είτε από τη λειτουργία των γραμμών, που είναι φύσει οχληρή επέμβαση. Η ποιοτική αναπροσαρμογή του 6,04%, προς αποφυγή εξομοίωσης με οριστική στέρηση ιδιοκτησίας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και όλες τις υπόλοιπες ιδιαιτερότητες, δεν θα μπορούσε να μειώσει το ποσοστό αυτό κάτω από το 6% (Π=6%).

 

69.           Η επιζήμια επίδραση ως προς το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου, δηλαδή τα υπόλοιπα 14.141 τ.μ., εάν υπάρχει ή όχι, και σε ποια έκταση, δεν έχει όμοια στέρεα βάση. Είναι ζήτημα πραγματικό που κρίνεται ελεύθερα από το Δικαστήριο, με βάση τα ενώπιον του δεδομένα. Έπειτα, αποδίδεται επίσης σε ένα ποσοστό που εμπερικλείει το σύνολο των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη.  Κάποιοι από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ποσοστού άμεσου επηρεασμού, δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη και στον καθορισμό του έμμεσου επηρεασμού.

 

70.           Το ακίνητο, όπως συμφωνούν οι ΜΕ2 και ΜΥ1, είναι εντός της πολεοδομικής ζώνης Γ3, με συντελεστή δόμησης 10%, συντελεστή κάλυψης 10%, ανώτατο αριθμό ορόφων 2 και ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος 8,30 μέτρα. Έχει ως κύρια χρήση τη γεωργική και περιορισμένες δυνατότητες οικοδομικής ανάπτυξης, υποκείμενες σε επιμέρους προϋποθέσεις, λόγω της πολεοδομικής ζώνης και της δήλωσης πολιτικής (Τεκμήριο 21).

 

71.           Στο ακίνητο, όπως ανέφερε η Ενάγουσα, υπάρχει αμπέλι, που δεν καλλιεργεί η ίδια, αλλά το έδωσε σε ένα χωριανό της, από τον οποίο, σύμφωνα με την εκδοχή της, δεν λαμβάνει έσοδα. Δεν γνωρίζει τυχόν διαφοροποιήσεις στα ποσοστά παραγωγής. Τα περνούν πάνω από τη νοτιοδυτική προεξοχή του ακινήτου, ενώ υπάρχει και πυλώνας κοντά στα σύνορα, ορατός, αλλά εκτός της έκτασης του τεμαχίου της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα θεωρεί πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε που θα επιθυμούσε να αγοράσει το ακίνητο, λόγω των καλωδίων. Θεωρεί ότι μειώθηκε η αξία του σε περίπτωση αξιοποίησής του οικιστικά ή πώλησής του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της, διατήρησε τις αναφορές της, που σχετίζονται με τον επηρεασμό της ίδιας, γενικευμένες, ότι όλος ο κόσμος ξέρει πως είναι βλαπτικά τα καλώδια που μεταφέρουν ηλεκτρισμό υψηλής τάσης. Ωστόσο, επειδή το Δικαστήριο λειτουργεί στη βάση αποδείξεων, δεν έχει κάτι απτό στη διάθεσή του για τη διαφοροποίηση της χρήσης του ελεύθερου ακινήτου από την Ενάγουσα πριν και μετά την τοποθέτηση των γραμμών, συγκεκριμένες αναφορές σε απώλεια εισοδήματος, σε απώλεια συγκεκριμένων ευκαιριών πώλησης ή ανάπτυξης ή άλλης εκμετάλλευσης. Δεν αρκεί ένα μεμονωμένο παράδειγμα αγοραπωλησίας ή μια τυχαία κουβέντα από τον γείτονα, για ευνόητους λόγους. Παρόλο που η Ενάγουσα προσπάθησε να περιγράψει κάποιον φόβο ή ανησυχία που βιώνει, αν και δεν χρησιμοποιεί η ίδια το ακίνητο, λόγω των καλωδίων, από τα λεγόμενά της, δεν προκύπτει συγκεκριμένη αλλαγή ως προς τον τρόπο χρήσης του ακινήτου για την Ενάγουσα, ενώ το Δικαστήριο δεν μπορεί να κινηθεί με βάση το ενδεχόμενο πρόληψης κάποιας πιθανής ζημιάς σχετιζόμενης με τη λειτουργία της ηλεκτρικής γραμμής και να επιδικάσει προληπτικές αποζημιώσεις. Βάσει της μαρτυρίας της Ενάγουσας, δεν μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα ότι υπάρχει επιζήμια επίδραση στο υπόλοιπο (ελεύθερο) ακίνητο. Δεν υπάρχει ή δεν έχει υποδειχθεί επί του παρόντος από την Ενάγουσα συγκεκριμένο ενδιαφέρον οικοδομικής ανάπτυξης και ενεργοποίηση συγκεκριμένων διαδικασιών για οικοδομική ανάπτυξη, ώστε να διαφαίνεται πως οποιοσδήποτε πολεοδομικός περιορισμός σχετίζεται με την ύπαρξη των ηλεκτροφόρων γραμμών που δεν μπορούν να μετακινηθούν, ώστε να πρέπει να υπάρξει αποζημίωση για τέτοια αιτία.

 

72.           Ο φόβος σε σχέση με τη βλαπτικότητα των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στον άνθρωπο ή στις καλλιέργειες ή στη διακίνηση ζώων στην ευρύτερη περιοχή, όσο κι αν η πλευρά της Εναγόμενης προσπάθησε να τον απαξιώσει, λαμβάνεται υπόψη σε υποθέσεις αυτής της φύσης, ακόμα κι αν οφείλεται σε επιστημονική άγνοια. Τα άρθρα στα οποία παρέπεμψε ο ΜΕ2 δεν είναι ενδεικτικά, ούτε αντικατοπτρίζουν πλήρη μελέτη για το θέμα. Ο θόρυβος, οι εκλάμψεις, η οπτική ακαλαισθησία (visual intrusion) είναι, όμως, όλα σχετικά σ’ αυτό το κεφάλαιο και συχνά απασχολούν και τη μαρτυρία και την επιχειρηματολογία σε υποθέσεις του είδους, σε διάφορες δικαιοδοσίες[14], άλλοτε γενικότροπα και άλλοτε συγκεκριμένα, χωρίς να σημαίνει πως ο ανάδοχος πράττει οτιδήποτε λάθος ή αντικανονικό σε σχέση με τη λειτουργία ή τη συντήρηση των γραμμών.

 

73.           Στις γενικές τοποθετήσεις που περιγράφουν απλώς τη φύση των ηλεκτροφόρων καλωδίων ως οχληρή ανάπτυξη, δεν διερευνάται καν η έκταση τέτοιας επιζήμιας επίδρασης. Τα ηλεκτροφόρα καλώδια, δια των οποίων η ΑΗΚ παρεμβαίνει (νόμιμα) στο ακίνητο, είναι φύσει οχληρή ανάπτυξη. Αυτό είναι κάτι που αφενός δεν μπορεί να αλλάξει ή να παρουσιαστεί διαφορετικά, αφετέρου δεν είναι θέμα πραγματογνωμοσύνης στη δίκη.

 

74.           Η δίκη δεν έγινε για να διαπιστωθεί η επιστημονική αλήθεια, εάν τα ηλεκτροφόρα καλώδια που μεταφέρουν ρεύμα υψηλής τάσης είναι βλαπτικά για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, ή εάν αυτό αποτελεί απλώς έναν μύθο. Επειδή ό,τι εξετάζεται είναι ο περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της Ενάγουσας, και στο πλαίσιο αυτού η μείωση της αξίας του ακινήτου για την Ενάγουσα, δεν είναι, επίσης, θέμα πραγματογνώμονα να πει πώς επηρεάζεται η Ενάγουσα από αυτή την (φύσει) οχληρή επέμβαση. Είναι θέμα γεγονότων, που πρέπει να μαρτυρήσει ο εκάστοτε ενάγων, πώς βιώνει την παρουσία και λειτουργία των ηλεκτροφόρων γραμμών, που συναρτάται με τον συνήθη τρόπο χρησιμοποίησης και απόλαυσης του ακινήτου του.

 

75.           Η μαρτυρία της Ενάγουσας, που δεν χρησιμοποιεί η ίδια το ακίνητο αλλά καλλιεργείται από συγχωριανό της, σε τέτοιο επίπεδο γενικών τοποθετήσεων, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να συμπεράνει οτιδήποτε άλλο ως επιζήμια επίδραση εκτός από αυτό που δηλοί η ίδια η φύση του περιορισμού, που όμως λαμβάνεται υπόψη, στην έκταση που πρέπει, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του περιορισμού καθαυτού (εξ ου και το 6% χωρίς περαιτέρω μείωση).

 

76.           Λαμβάνεται υπόψη επίσης η κοινή ωφέλεια του ηλεκτρισμού που λαμβάνει η ευρύτερη περιοχή από την παρουσία της εγκατάστασης και της υπηρεσίας που παρέχεται δι’ αυτής (ασχέτως εάν από την υπηρεσία αυτή ωφελείται συγκεκριμένα και η Ενάγουσα), καθώς και η πάροδος πολλών ετών από την εγκατάσταση της γραμμής, χωρίς οποτεδήποτε η Ενάγουσα να εγείρει θέμα ότι επηρεάζεται η από μέρους της χρήση της ακινήτου λόγω της εγκατάστασης της γραμμής.

 

77.           Ο σκοπός δεν είναι η υπερβολή, αλλά ούτε και ο εκμηδενισμός του τρόπου που (φυσιολογικά) μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας η αναγκαστική (ακούσια) δίοδος των ηλεκτροφόρων καλωδίων από την ιδιωτική γη. Υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, υπερβολή από την πλευρά της Ενάγουσας (δια των ΜΕ1 και ΜΕ2), που έτεινε να θέσει πως η τοποθέτηση της γραμμής ήταν παρέμβαση σχεδόν καταστροφική, δεικνύοντας μια διάσταση, με σεβασμό, χρησιμοποίησης του γεγονότος ότι χρειάστηκε η γραμμή να περάσει και από το δικό της τεμάχιο, για να εξυπηρετήσει τον δημόσιο σκοπό. Αυτό παρόλο που, πέραν του προαναφερόμενου περιορισμού, εκ της λωρίδας γης που δεσμεύεται και προκαλεί αναστάτωση ή κοινές ανησυχίες και εντυπώσεις, δεν άλλαξε οτιδήποτε σε σχέση με την πραγματική χρήση του όλου ακινήτου από την ίδια την Ενάγουσα, επί του παρόντος. Και δεν αποκλείεται, εάν χρειαστεί κάποια στιγμή να αλλάξει η χρήση του, να υποβληθεί αίτημα για μετακίνηση της γραμμής.

 

78.           Έχοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως υπάρχει η νόμιμη δυνατότητα, εάν υπάρξει διαφοροποίηση στα δεδομένα χρησιμοποίησης του ακινήτου, τότε να υποβληθεί αίτημα για μετακίνηση της γραμμής, για να εξεταστεί από την αρμόδια αρχή, σε εκείνο το στάδιο, συγκεκριμένα, ο επηρεασμός της Ενάγουσας στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της από την ύπαρξη και λειτουργία των γραμμών, σε αυτή την υπόθεση, το Δικαστήριο δεν διαμορφώνει κάποιο ποσοστό επιζήμιας επίδρασης ως προς το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου (Ε=0%).

 

79.           Ο περιορισμός ήταν ακούσιος, είναι χρονικά αόριστος και συνεχής, και έχει επιδράσει ουσιωδώς σε κύρια στοιχεία της κυριότητας, όπως ελεύθερη κατοχή και η απρόσκοπτη απόλαυση. Το συνολικό ποσοστό αρνητικού επηρεασμού/μείωσης της αξίας του ακινήτου, στο 6% (Π6% + Ε0% = Σ6%), έχοντας υπόψη τη φύση του περιορισμού και τη χρονική του διάρκεια και αοριστία, είναι πέραν αυτού που θα μπορούσε να θεωρείται τυπικό και ευλόγως ανεκτό (more than nominal), δεν είναι αμελητέο και είναι αρκούντως σημαντικό για να θεωρηθεί και ουσιώδες, ώστε να ενεργοποιεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 § 3 Σ, προς αναζήτηση ανάλογης αποζημίωσης.

 

80.           Ο κρίσιμος χρόνος για τον εντοπισμό της αγοραίας αξίας είναι ο χρόνος γνωστοποίησης της επιβολής του περιορισμού στην Ενάγουσα. Κατ’ αναλογία με ό,τι ισχύει στην απαλλοτρίωση. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι ευρύτερα, το έτος 2009, όπου λήφθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου και γνωστοποιήθηκε στην Ενάγουσα (Τεκμήριο 6)[15]. Τότε εφαρμόστηκε ο νόμος και επιβλήθηκε η αναγκαστική δίοδος. Συνεκτιμώνται τα μεταγενέστερα στοιχεία, στον βαθμό που μπορούν να συσχετιστούν με τα δεδομένα κατά τον χρόνο της γνωστοποίησης της επιβολής του περιορισμού.

 

81.           Ο ΜΕ2 δίδει αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το 2009 στα €34,89/τ.μ. και η ΜΥ1 δίδει αγοραία αξία κατά τον χρόνο εκτίμησης (2016) €2,50τ.μ.. Και η μετέπειτα και τρέχουσα αγοραία αξία είναι στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε ορισμένες περιπτώσεις, ενόψει της συνέχειας του περιορισμού, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, που η Ενάγουσα διεκδικεί την αρχική αποζημίωση και δεν εξετάζεται κάποιο άλλο αίτημά της, δεν χρησιμεύει.

 

82.           Ο ΜΕ2 χρησιμοποίησε 9 συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων στο Στρουμπί και το Πολέμι, που έγιναν το 2007 και το 2008. Ανέλυσε τα χαρακτηριστικά των ακινήτων που έλαβε υπόψη και προέβη σε αναπροσαρμογές, για να τα καταστήσει συγκρίσιμα. Το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο με δικαίωμα διάβασης. Η επιφάνειά του είναι εν μέρει επίπεδη και εν μέρει επικλινής. Κατά την αντεξέταση του ΜΕ2, δεν εξηγήθηκε καλά το σκεπτικό των αναπροσαρμογών στις οποίες προέβη. Μεταξύ άλλων, ο μάρτυρας ανέφερε πως κάθε περίπτωση τεμαχίου είναι διαφορετική, ανάλογα με το μέγεθος του, τη θέση του, την τοποθεσία του, οπότε κάποιες αναπροσαρμογές που γίνονται δεν είναι πάντα σταθερές, όπως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, οπότε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξετάζεται η τοποθεσία και το μέγεθος. Οπότε το τεμάχιο το συγκεκριμένο, είπε, επειδή είναι τεράστιο, αυτό που διαφέρει σε σχέση με κάποια άλλα είναι ότι, λόγω του μεγέθους του, υπάρχει αναπροσαρμογή θετική, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, είναι αρνητική, διότι το συγκεκριμένο τεμάχιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από «developer», και όχι μόνον από τον ιδιοκτήτη, οπότε είναι διαφορετική η χρήση που θα μπορούσε να έχει στα χέρια ενός «developer», εξ ου και η θετική αναπροσαρμογή. Όσον αφορά την τοποθεσία, είπε, είναι ολοφάνερο, παίρνει αρνητική αναπροσαρμογή διότι υστερεί. Η εμπλοκή, στις αναφορές, της ενδεχόμενης χρήσης από «developer», που μπορεί να επιδρά θετικά, και άλλοτε αρνητικά, αλλά ασαφώς αρνητικά, δεν έπεισε το Δικαστήριο για την ορθή αναγωγή της στη συγκριτική μέθοδο. Ανέφερε απλώς πως ο ίδιος έπρεπε να λάβει υπόψη το τεράστιο μέγεθός του και ως θετικό το ενδεχόμενο να υπάρχει ενδιαφέρον να χρησιμοποιηθεί από «developer», και ότι έτσι γίνεται η σωστή εκτίμηση. Εν τέλει, άφησε σοβαρές αμφιβολίες, εάν ίδιος εξέλαβε το πολύ μεγάλο μέγεθος του επίδικου ακινήτου ως αρνητικό για πώληση γενικά ή ως θετικό για πώληση ειδικά σε «developer». Η μαρτυρία της ΜΥ1, στη συνέχεια, επιβεβαίωσε τις αμφιβολίες του Δικαστηρίου σε σχέση με τις αναπροσαρμογές που έγιναν από τον ΜΕ2, κατ’ επέκταση στον μέσο όρο στον οποίο κατέληξε. Αμφιβολίες που ενισχύθηκαν και από άλλα σημεία της μαρτυρίας του ΜΕ2, αλλά και εξ αυτού του αποτελέσματος. Έδωσε αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου €34,89/τ.μ., σε σελίδα 12 της εκτίμησής του, που δίδει σύνολο, για το όλο ακίνητο των 15.051 τ.μ., αγοραία αξία €525.129,39, χωρίς να αντιλαμβάνεται την εκτροπή της εκτίμησής του και από το δικόγραφο της Ενάγουσας αλλά και από τη λογική των πραγμάτων.

 

83.           Η ΜΥ1, με το Τεκμήριο 16, δεν θεωρεί όλα τα συγκριτικά που χρησιμοποιεί ο ΜΕ2 λανθασμένα, ως επιλογές, ωστόσο διαφωνεί ως προς τον τρόπο που έγιναν οι αναπροσαρμογές, λόγω μεγέθους. Για παράδειγμα, ενώ το συγκριτικό 1 είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος (3.011 τ.μ.), για να καταστεί συγκρίσιμο με το επίδικο, προστέθηκε στην αξία του συγκριτικού 1 ποσοστό 20%, αντί να αφαιρεθεί. Δεν λήφθηκε υπόψη, όπως θέτει, πως η τιμή του ήταν αυξημένη γιατί βοήθησε σε αυτό το μικρότερό του μέγεθος. Το συγκριτικό 2, ενώ πλεονεκτεί λόγο τοποθεσίας, γιατί εφάπτεται σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο, αλλά, και πάλι, αν και πολύ μικρότερο (3.176 τ.μ.), χρησιμοποιήθηκε η ίδια τακτική της προσθήκης ποσοστού 20%. Η ίδια τακτική αναπροσαρμογών, θίγεται από την ΜΥ1 για όλα τα συγκριτικά. Η ίδια αναφέρει πως, μετά από έρευνα στην περιοχή, μετά την εκτίμηση του ΜΕ2, για να βοηθηθεί το Δικαστήριο, διαπίστωσε πως όλες οι πωλήσεις που έγιναν την περίοδο 2007-2010 αφορούσαν μικρά τεμάχια, νοτιότερα, πληρέστερα στην οικιστική περιοχή. Από την περιοχή του επίδικου ακινήτου, βορειοδυτικά, δεν παρουσιάστηκε κάποια πώληση. Επίσης, θέτει πως υπήρξαν και τεμάχια που βρίσκονται εγγύτερα του επίδικου τεμαχίου, σε χαμηλότερες τιμές, και δεν περιλήφθηκαν στη σύγκριση του ΜΕ2, αφήνοντας να νοηθεί πως ο ΜΕ2 ενήργησε ώστε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μια εικόνα αυξημένων πωλήσεων. Παραθέτει στο Δικαστήριο σχετικό πίνακα και ανάλυση.

 

84.           Αν και με τη μαρτυρία της, η ΜΥ1, οδήγησε ευκολότερα το Δικαστήριο στο να αμφιβάλλει για την αξιοπιστία της προσέγγισης του ΜΕ2, η ίδια η ΜΥ1 δεν έδωσε στο Δικαστήριο τη δική της εκτίμηση της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου με βάση τα συγκριτικά που εντόπισε, για την περίοδο που το Δικαστήριο χρησιμοποιεί ως ουσιώδη χρόνο, εμμένοντας στη θέση της πως ο ουσιώδης χρόνος είναι το 2016, που έγινε η εκτίμησή της, και υιοθετώντας την αρχική μελέτη της που βασίζεται σε συγκριτικά για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου εκείνη την χρονική περίοδο. Για το 2016, η ΜΥ1 υπολόγισε την αγοραία αξία του ακινήτου στο ποσό των €37.600,00, χωρίς τη διέλευση των γραμμών, και σε €35.100,00 με τη διέλευση των γραμμών. Ακόμα και με δεδομένο τον λανθασμένο ουσιώδη χρόνο, όμως, όλες οι αναφορές της ΜΥ1 ήταν πολύ πιο κατατοπιστικές, συγκροτημένες, πλήρεις και ακέραιες, οδηγώντας το Δικαστήριο στο να εμπιστεύεται την κρίση της, η οποία έμεινε σταθερή και επεξηγηματική και θετική παρόλη την αντεξέτασή της.

 

85.           Παρεμβάλλεται πως ο καθορισμός της αποζημίωσης δεν είναι έργο εκτιμητών, αλλά του Δικαστηρίου. Έργο των εκτιμητών ήταν να εκτιμήσουν την αγοραία αξία του ακινήτου, κατά τον χρόνο που το Δικαστήριο θα χρειάζονταν, για να βοηθηθεί, επιλέγοντας την ορθή μέθοδο για να το πράξουν. Εάν δεν θα μπορούσε να είναι η συγκριτική μέθοδος, που είναι διαδεδομένη και εύχρηστη, θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη. Η χρήση της σύγκρισης, στη συγκριτική μέθοδο, δεν (πρέπει να) είναι άλλη από το να δώσει μια πειστική και λογική βάση προσέγγισης της αγοραίας αξίας. Δεν είναι όμως απόλυτα ασφαλής μέθοδος όταν συμβαίνει ακριβώς αυτό, παρουσιάζονται επιλεκτικά μόνον συγκεκριμένες πωλήσεις, με σκοπό είτε να αυξήσουν είτε να μειώσουν τον μέσο όρο, και απουσιάζουν χρήσιμα δεδομένα στην όλη σύγκριση, που περιορίζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά και την τοποθεσία (π.χ. νομικοί παράγοντες). Κυριότερα, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη μια ανταγωνιστική αγορά που να μπορεί να προσφέρει κατάλληλα συγκρίσιμα τεμάχια και οι αναπροσαρμογές, ως γίνονται, δεν εξηγούνται ικανοποιητικά.

 

86.           Από την άλλη, είναι μια σταθερή για το Δικαστήριο πως η εκτιμημένη από το Κτηματολόγιο αξία του ακινήτου, με τιμές του 1980, ήταν €3.246,34, και με τιμές του 2013, ήταν €33.900,00, όπως αναγράφεται στον πιστοποιητικό έρευνας (Τεκμήριο 20). Είναι κατανοητό πως το Κτηματολόγιο ίσως να εκτιμά τις αξίες για διαφορετικούς λόγους (π.χ. φορολογικούς), ωστόσο για διαφορετικούς λόγους φαίνεται πως εκτιμήθηκαν και από τους ΜΕ2 και ΜΥ1. Μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις, ανά εκτίμηση, που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό, είναι μέσα στο πλαίσιο του ευλόγως αναμενόμενου. Για συγκεκριμένους λόγους προσεγγίζει και το Δικαστήριο την αγοραία αξία, που δεν είναι προφανώς για να πωληθεί το επίδικο ακίνητο σε μια ανταγωνιστική αγορά ή σε κάποιον επενδυτή ή «developer». Σε διάστημα 33 χρόνων, η εκτιμημένη από το Κτηματολόγιο αξία του ακινήτου ανήλθε κατά €30.653,66. Αναλογικά, σε διάστημα 29 ετών, μέχρι το 2009, θα μπορούσε να προσδιοριστεί μια αύξηση κατά 26.938,06, δίδοντας σύνολο αγοραίας αξίας, το 2009, περίπου €30.184,40, ας λεχθεί, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, €30.000,00. Ο υπολογισμός της αγοραίας αξίας το 2009 στο ποσό των €30.000,00, συνάδει καλύτερα, αναλογικά, με τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας και από την ΜΥ1, το 2016, στο ποσό των €37.600,00 (χωρίς τα καλώδια), στην όλη ροή του χρόνου, 1980, 2013, 2009, 2016. Αυτή που δεν συνάδει, με οποιοδήποτε αντικειμενικό δεδομένο, ήταν πολλαπλάσια αγοραία αξία του όλου ακίνητου που έδωσε ο ΜΕ2, ύψους €525.129,39 (€34,89/τ.μ.), για το 2009.

 

87.           Εξάλλου, δεν λήφθηκε υπόψη το στοιχείο του καταναγκασμού στην προκειμένη περίπτωση. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν έχει επιλογή και το ακίνητο δεν εκτίθεται ικανό στην ελεύθερη αγορά, άρα ελλείπουν απαραίτητα στοιχεία της αγοραίας αξίας, και δεν δόθηκε η αξία του ακινήτου σε καταναγκαστική πώληση. Με βάση την πιο πάνω αγοραία αξία, και λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο του καταναγκασμού σε ένα ποσοστό πλην ~30% (πλην €9.000,00), για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, ως αγοραία αξία του ακινήτου προκύπτει η αξία των €21.000,00. Το ποσοστό του 6% (Π) επί αυτής της αξίας δίδει ένα ποσό μόλις €1.200,00. Το ποσοστό 6% (Π) επί της αξίας των €30.000,00, χωρίς το στοιχείο του καταναγκασμού, δίδει ένα ποσό μόλις €1.800,00. Η Εναγόμενη, δια της ΜΥ1, εισηγείται ως καταβλητέα αποζημίωση το ποσό των €2.500,00, στο οποίο καταλήγει με διαφορετικά δεδομένα και μεθοδολογία, αλλά είναι σαφώς προς όφελος της Ενάγουσας. Διατηρείται και είναι αποδεκτό το επαυξημένο ποσό των €2.500,00, που εισηγείται η Εναγόμενη, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση της Ενάγουσας. Αυτή είναι και η αποζημίωση που θα επιδικαστεί και από το Δικαστήριο.

 

88.           Παρεμβάλλεται πως, εάν το Δικαστήριο αποδέχονταν επιπρόσθετα την ύπαρξη επιζήμιας επίδρασης στο υπόλοιπο μέρος του ακινήτου λόγω της τοποθέτησης των γραμμών, και απέδιδε κάποιο ποσοστό (π.χ. 1%), που στη συνέχεια θα ανήγαγε στην πιο πάνω αξία, το ποσό στο οποίο θα κατέληγε θα ήταν δυνατόν να επιδικαστεί σε ετήσια βάση, από την τοποθέτηση της γραμμής σε πραγματικό χρόνο και για όσο χρονικό διάστημα το ακίνητο της Ενάγουσας τελεί υπό τον περιορισμό αυτό. Η περίπτωση αυτή, όπως εξηγήθηκε, δεν είναι τέτοια που θα οδηγούσε το Δικαστήριο στην ανάγκη επιδίκασης κάποιας αποζημίωσης λόγω επιζήμιας επίδρασης. Η επιδίκαση του ποσού των €2.500,00 εξαντλεί το δικαίωμα της Ενάγουσας, με τη μαρτυρία της οποίας δεν αναφέρεται ούτε οτιδήποτε για απώλεια κέρδους (loss of profit).

 

89.           Λόγω της φύσης του περιορισμού, που, όπως ήδη εξηγήθηκε, είναι ως προς τη χρήση, χωρίς η γνωστοποίηση της επιβολής του από την ΑΗΚ προς την Ενάγουσα να επενεργεί περιοριστικά από μόνη της άμεσα ή και σε πραγματικό χρόνο για την Ενάγουσα, και έχοντας υπόψη πως δεν προβλέπεται διαφορετικά από κάποιον νόμο ή κανονισμό, και εφόσον η υλοποίηση του περιορισμού αρκετά χρόνια πριν την έγερση της αγωγής, νόμιμος τόκος θα επιβληθεί, αλλά δεν θα είναι από την ημερομηνία γνωστοποίησης της επιβολής του περιορισμού στην Ενάγουσα, κατ’ αναλογία με ό,τι συμβαίνει στην απαλλοτρίωση. Η διαφοροποίηση είναι ουσιώδης και δεν επιτρέπει αναλογία, ως η αναλογία για σκοπούς λήψης του κρίσιμου χρόνου υπολογισμού της αγοραίας αξίας του ακινήτου για σκοπούς αναγωγής των ποσοστών μείωσης και αποζημίωσης, ή άλλων γενικότερων αρχών. Τυχόν απώλεια τόκων επί της νόμιμης απαίτησης της Ενάγουσας, οφείλεται σε δική της καθυστέρηση. Ο νόμιμος τόκος επί του ποσού των €2.500,00, που καθορίζει καταληκτικά το Δικαστήριο, θα είναι από την καταχώριση της αγωγής, χωρίς οποιαδήποτε μετάθεσή του στον χρόνο.

 

90.           Η Εναγόμενη, ενώ έλαβε απαίτηση για αποζημίωση δια αγωγής, δεν κατάφερε να επιτύχει τυχόν διαφορετική συμφωνία (περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να συμφωνήσει με την Ενάγουσα οτιδήποτε σχετικό, περιλαμβανομένης κάποιας εγγραφής στο Κτηματολόγιο). Παρά τις ευκαιρίες που δόθηκαν από το Δικαστήριο, εν τέλει, αντιδίκησε, προωθώντας νομικά σημεία και αίτημα για απόρριψη της αγωγής της Ενάγουσας. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν εφαρμόζεται κάποιος πολεοδομικός νόμος.

 

91.           Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2, τα εκτιμητικά του έξοδα ανέρχονται στο ποσό των €2.500,00. Το ποσό αυτό αναφέρεται και στο Τεκμήριο 8. Στο ίδιο, αναφέρεται πλέον ο Φ.Π.Α., ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έχει υπόψη του στοιχεία εγγραφής του ΜΕ2 στον Φ.Π.Α.. Το γεγονός ότι ο ΜΕ2 δεν εξέδωσε τιμολόγιο, που προφανώς θα εκδώσει κατά την είσπραξη, δεν αναιρεί την αλήθεια του γεγονότος ότι προέβη σε εκτίμηση για τους σκοπούς της διαδικασίας. Ωστόσο, η δικογράφηση είναι για εκτιμητικά έξοδα €1.500,00, ποσό που είναι λογικό για την εκπόνηση μιας εκτίμησης και την παρουσίασή της στο Δικαστήριο. Ασχέτως εάν η εκτίμηση του ΜΕ2 δεν έγινε αποδεκτή, η Ενάγουσα μπήκε στη διαδικασία να αναζητήσει εκτίμηση και να μπει σε έξοδα. Επειδή ο χρόνος που ο ΜΕ2 προέβη στην εκτίμησή του ήταν μεταγενέστερος, πριν από την ακρόαση, δεν θα επωφεληθεί και νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής.

 

92.           Ακολουθώντας το αποτέλεσμα της αγωγής, τα δικηγορικά έξοδα θα πρέπει να επωφεληθεί η Ενάγουσα, αλλά στην κλίμακα της θεραπείας που δίδεται, που μαζί με τα εκτιμητικά έξοδα βρίσκεται στην κλίμακα €2.000,00 - €10.000,00.

 

93.           Οι τόκοι επί των δικηγορικών θα είναι από την καταχώριση της αγωγής.

 

94.           Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος, εκ των λόγων που ανέφερε η Εναγόμενη, να οδηγήσει το Δικαστήριο σε άλλον χειρισμό, ως προς την αγωγή της Ενάγουσας, την αποζημίωση, τα εκτιμητικά και τα δικηγορικά έξοδα και τον νόμιμο τόκο.

 

 

Συμπεράσματα και κατάληξη

 

95.           Ενώ η Εναγόμενη είχε ζητήσει από το Δικαστήριο την απόρριψη της αγωγής της Ενάγουσας, το Δικαστήριο, έχοντας αποφασίσει πως η αγωγή της Ενάγουσας έχει βάση, προχώρησε και εξέτασε την υπόθεσή της.

 

96.           Ήταν δεδομένο πως, παρά την επιβολή περιορισμού στο ακίνητο της Ενάγουσας, δεν είχε καταβληθεί στην Ενάγουσα οποιαδήποτε αποζημίωση. Το Δικαστήριο έκρινε, προς όφελος της Ενάγουσας, πως ο περιορισμός που επιβλήθηκε στο ακίνητό της, αν και καταλαμβάνει μικρή έκταση, το 6% του όλου ακινήτου, που δεν αφαιρείται από την ιδιοκτησία της Ενάγουσας και μπορεί να χρησιμοποιείται, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του περιορισμού, περιλαμβανομένης της οχληρίας που φύσει προκαλεί η εγκατάσταση εναέριας ηλεκτροφόρας γραμμής υψηλής τάσης, η Ενάγουσα θα πρέπει να αποζημιωθεί ακέραια στο 6% της αξίας του ακινήτου της, καθότι, με έναν τέτοιο περιορισμό, μειώνεται ουσιωδώς την αξία του ακινήτου για την ίδια την Ενάγουσα. Δεν αποδείχθηκε επιζήμια επίδραση, στο υπόλοιπο μέρος του ακινήτου, που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όπως και προηγουμένως.

 

97.           Έχοντας εξετάσει τις εκτιμήσεις των δύο πλευρών, σε σχέση με την αγοραία αξία, το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν έκανε δεκτή την εκτίμηση της πλευράς του Ενάγοντος. Με βάση την εκτίμηση του Κτηματολογίου και την εκτίμηση της πλευράς της Εναγόμενης, έλαβε υπόψη του, ως αγοραία αξία του ακινήτου, για το έτος 2009, που έκρινε πως είναι ο ουσιώδης χρόνος, την αξία €30.000,00. Βάσει αυτής, υπολόγισε την καταβλητέα αποζημίωση. Σε συνάρτηση με την αποζημίωση που εισηγήθηκε η Εναγόμενη, που ήταν προς όφελος της Ενάγουσας, κατέληξε στο ποσό των €2.500,00.

 

Εκδίδεται απόφαση:

 

1.    Η Εναγόμενη να πληρώσει στην Ενάγουσα το ποσό των €2.500,00, πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξόφλησης.

 

2.    Η Εναγόμενη να πληρώσει στην Ενάγουσα τα έξοδα της αγωγής, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €2.000,00 - €10.000,00, πλέον ο νόμος τόκος ετησίως από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξόφλησης.

 

3.    Η Εναγόμενη να πληρώσει στην Ενάγουσα τα εκτιμητικά έξοδα €1.500,00, πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από σήμερα (04.03.2024) μέχρι εξόφλησης.

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Βλ. και πρακτικά 26.01.2017.

[2] Mallouros v. The Electricity Authority of Cyprus (1974) 3 C.L.R. 220, Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus, 1 R.S.C.C. 49.

[3] Για την οποία παρέπεμψε στις Colquhoun v Brooks (1889) 14 A.C. 493, p. 504), Curtis v Stovin (1889) 22 Q.B.D. 513, p. 518, Swan v Pure Ice Co. (1935) 2 KB 265, pp. 274, 276.

[4] Βλ. και Newcastle-under-Lyme Corporation v. Woolstanton Ltd [1947] Ch. 427.

[5] Συμεού ν. ΑΗΚ, Υπόθεση 18/2000, ημερομηνίας 08.06.2001, Ιωαννίδης ν. ΑΗΚ (2007) 3 ΑΑΔ 233, Ζάκου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση 1419/06, ημερομηνίας 19.12.2008.

[6] Βλ. και West Midlands Joint Electricity Authority v Pitt (1932) All ER Rep 861.

[7]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[8]. Μακρίδης νDharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, Πιττάλης νIanira EntrLtd (1997) 1 ΑΑΔ 184, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14.12.2023.

[9]. Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832.

[10] Βλ. και  Bwllfa & Merthyr Dare Steam Collieries (1891) Ltd v Pontypridd Waterworks Company [1903] AC 426, 431, Bolton MBC v Waterworth (1979) 37 P&CR 104, 299.

[11] Βλ. και Welford & Ors v. EDF Energy Networks (LPN) [2007] EWCH Civ 293.

[12] Βλ. και την ανάλυση στην Ιρλανδική Electricity Supply Board v Good (Approved) [2023] IEHC 83 (22 February 2023).

 

[13] Naylor v. Southern Electricity Board [1996] 1 EGLR 195.

[14] Βλ. π.χ. Turris Investments Ltd v. The Central Electricity Generating Board [1981] 1 EGLR 186.

[15] Σεργίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 ΑΑΔ 339, Κυπριανού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 1 ΑΑΔ 136, και άλλες.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο