ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

        Εταιρική Αίτηση Αρ.: 64/2023 I-Justice                                  

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο – ΚΕΦ.113 Άρθρα 202Α μέχρι 202Ν

και

Αναφορικά με την Εταιρεία ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Εταιρεία THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Αίτηση των ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΠΑΝΑΡΕΤΟΥΣ ΤΟΥΛΟΥΠΟΥ ΠΑΠΑΝΕΟΚΛΕΟΥΣ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, και

ΜΑΡΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου υπό την ιδιότητα τους ως ΜΕΤΟΧΩΝ/ΜΕΛΩΝ

και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ και ΕΓΓΥΗΤΩΝ των ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) για ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΕΞΕΤΑΣΤΗ (EXAMINER)    

 

Αίτηση ημερομηνίας 19.01.24 για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος

διορισμού Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως

 

Ημερομηνία: 05.03.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές 1-5: κος Α. Κασιανή μαζί με κα Μ. Βασιλείου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης

    & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για SKY CAC Limited: κος Γ. Μίτλετον μαζί με κ. Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης &

    Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Alpha Bank Cyprus Limited: κος Γ. Μίτλετον μαζί με κ. Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης

                                                            & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Παραλήπτη/Διαχειριστή: κος Π. Πανάγος μαζί με κ. Π. Σταύρου για Πανάγος &

                                                   Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενδιαφερόμενο Μέρος - Δήμο Πάφου: κος Α. Παπαχαραλάμπους

Για Ενδιαφερόμενο Μέρος – Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου: καμία εμφάνιση     

Αιτητές 1 & 2: παρόντες

Προτεινόμενος Εξεταστής – κος Παναγιώτης Θρασυβούλου: παρών

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 13.12.23 καταχωρίστηκε η παρούσα Γενική Αίτηση εταιρικής φύσεως στην οποίαν ζητείται η έκδοση διατάγματος με το οποίο να διορίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο που κατονομάζεται ως «Εξεταστής» εταιρειών του Ομίλου «Alpha Panareti». Στο σώμα της εταιρικής αίτησης παρέχονται οι επωνυμίες αυτών των εταιρειών για τις οποίες ζητείται ο διορισμός «Εξεταστή». Ανάμεσα σ’ αυτές είναι η μητρική εταιρεία «Alpha Panareti Public Ltd» (στο εξής η εταιρεία «Panareti») και η θυγατρική εταιρεία «The Sunset Boulevard Tourist and Estate Company Limited» (στο εξής η εταιρεία «Sunset»). Η αιτούμενη αξίωση εδράζεται ουσιαστικά στα άρθρα 202Α-202Ν του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113).

 

Η υπόθεση (στο εξής η «κυρίως αίτηση») ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 19.01.24. Εκείνη την ημέρα δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση ένστασης και η κυρίως αίτηση, με τη συνεννόηση των μερών, ορίστηκε για ακρόαση στις 05.03.24. Να σημειωθεί ότι στις 25.01.24 το Δικαστήριο καθόρισε το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας εκδίκασης της κυρίως αίτησης.

 

Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 19.01.24, οι Αιτητές καταχώρισαν μονομερώς την παρούσα ενδιάμεση αίτηση με την οποίαν ζητούν την έκδοση διατάγματος που να διορίζει συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο κατονομάζεται, ως «Προσωρινός Εξεταστής» στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset», μέχρι την εκδίκαση της Εταιρικής Αίτησης (κυρίως αίτησης) και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ενόψει της Εγκυκλίου Αρ. 149 του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22.01.24, η παρούσα υπόθεση εξετάζεται στη βάση των σχετικών Κανονισμών που ίσχυαν πριν από την 01.09.23.

 

Νομική βάση της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, τα άρθρα 4, 7 & 9 του Κεφ.6, τα άρθρα 202Α – 202Ν & 209 του Κεφ.113, οι κανονισμοί 1-6 & 13 των περί Εταιρειών Κανονισμών, οι αρχές της επιείκειας, οι συμφυείς και εγγενείς εξουσίες, η πρακτική και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Αιτητές δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου ενδιάμεσου διατάγματος, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Ανδρέα Ιωάννου, Αιτητή 2 και συγχρόνως ενός εκ των διοικητικών συμβούλων και μετόχων της εταιρείας «Panareti». Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Η υπό κρίση αίτηση ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 25.01.24. Εκείνη την ημέρα εμφανίστηκαν δικηγόροι εκ μέρους και για λογαριασμό της Alpha Bank Cyprus Limited (στο εξής «Alpha Bank»), της SKY CAC Limited (στο εξής «SKY») και του Παραλήπτη/Διαχειριστή που ας σημειωθεί ότι βρίσκεται στο προσκήνιο από τις 16.11.23, τον διορισμό του οποίου αμφισβητούν οι Αιτητές στα πλαίσια άλλης ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας. Για σκοπούς ευκολίας θα αναφέρομαι σε «Π/Δ» χωρίς να σημαίνει ή να εκληφθεί ότι το Δικαστήριο αυτό αποδέχεται τα επιχειρήματα είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς στη μεταξύ τους διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου. Τα μέρη που εμφανίστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 25.01.24, δια του δικηγόρου τους, ζήτησαν χρόνο για να καταχωρήσουν ένσταση. Το αίτημα τους προσέκρουσε στην άρνηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Αιτητών.

 

Με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 25.01.24 το Δικαστήριο, αφού δέχτηκε την εμφάνιση των πιο πάνω μερών για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο της απόφασης του, έδωσε χρόνο στα πιο πάνω μέρη να καταχωρήσουν ένσταση καθιστώντας την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση δια κλήσεως. Παράλληλα προχώρησε στον καθορισμό χρονοδιαγράμματος για την εκδίκαση της ορίζοντας ημερομηνία ακρόασης τις 16.02.24.

 

Ο Π/Δ καταχώρισε ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στις 05.02.24 επί 11 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η έγκριση της υπό κρίση αίτησης.

  

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης του Π/Δ στηρίζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στο άρθρο 32 του Ν.14/60, στα άρθρα 2, 89, 202Α-202ΛΗ, 209, 300 & 334-344 του Κεφ.113, στους Κανονισμούς 1-6 & 13 των περί Εταιρειών Κανονισμών, στην συμφυή και εγγενή εξουσία, πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Π/Δ, στην οποίαν περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη του τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 05.02.24, καταχωρίστηκε κοινή ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης από την Alpha Bank και την SKY επί 21 λόγους. Ούτε εδώ κρίνω χρήσιμο να τους εκθέσω. Κοινό σημείο τους είναι η προβαλλόμενη θέση ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης της Alpha Bank και της SKY εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του Ν.14/60, σε διάφορα άρθρα του Κεφ.113 ανάμεσα στα οποία στα άρθρα 198-202ΛΑ, 203, 209, 211(ε), 212(α), 213-218, 220 & 221, στους Κανονισμούς 1-9 & 13 των περί Εταιρειών Κανονισμών, στη νομολογία, συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η κοινή ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Ελευθέριου Θεοδώρου, λειτουργού στο Τμήμα Παρακολούθησης και Ανάκτησης Χρεών στην Alpha Bank  στην οποίαν περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη του στοιχειοθετούν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη του αιτουμένου διατάγματος.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των πολυσέλιδων ενόρκως δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ενστάσεων). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Επειδή στην πορεία υπέπεσε στην αντίληψη του Δικαστηρίου ότι ο Δήμος Πάφου και η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης για τη διαδικασία της κυρίως υπόθεσης, το Δικαστήριο θεώρησε ορθό και δίκαιο να θέσει υπόψη τους την εκκρεμούσα διαδικασία της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης. Με ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ. 15.02.24 που κοινοποιήθηκε σε όλους τους εμπλεκόμενους, το Δικαστήριο πληροφόρησε τους συνηγόρους του Δήμου Πάφου και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για την προγραμματισμένη ακρόαση της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης καλώντας τους να παρευρεθούν στη διαδικασία. Την ημέρα της ακρόασης εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους του Δήμου Πάφου αλλά ουδείς για λογαριασμό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου παρόλο ότι επιβεβαιώθηκε η λήψη της γραπτής ειδοποίησης από το δικηγορικό γραφείο που την εκπροσωπεί. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς τον δικηγόρο του Δήμου Πάφου τι επιθυμεί να πράξει σε σχέση με τη διαδικασία αυτή, ο ίδιος απάντησε ότι θα ασκεί ρόλο παρατηρητή χωρίς έτσι να συμμετέχει.

 

Στην προσπάθεια του να επικεντρωθεί στην κυρίως αίτηση, έχοντας υπόψη του τον σκοπό και τη σημασία αυτής, το Δικαστήριο δύο φορές σε δύο ξεχωριστά χρονικά σημεία εισηγήθηκε τη μεταφορά της ημερομηνίας ακρόασης της σε ενωρίτερο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα στις 29.02.24 προκειμένου να αποσυρθεί η παρούσα ενδιάμεση αίτηση και να δοθεί έτσι η ευκαιρία σύντομης εκδίκασης της κυρίως αίτησης. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη φορά η εισήγηση αυτή του Δικαστηρίου δεν έγινε αποδεκτή από την πλευρά των Αιτητών.

 

Επομένως το Δικαστήριο καθηκόντως επιλήφθηκε την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση. Το κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος που να διορίζει τον κύριο Παναγιώτη Θρασυβούλου, αδειοδοτημένο σύμβουλο αφερεγγυότητας, ως Προσωρινό Εξεταστή των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης, αποτελεί το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Εξ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό η έκδοση προσωρινού διατάγματος που αξιώνεται με την υπό κρίση αίτηση προωθείται δυνάμει:

(α)       των κριτηρίων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60),

(β)       των προνοιών των εδαφίων (8), (9) & (10) του άρθρου 202Β του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113).

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται κατ’ εξοχήν από το άρθρο 32 του Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν.  Αυτές είναι:

(1)        Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)        Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

(3)        Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής (εδώ κυρίως αίτησης). Επίσης πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (Άκης Γρηγορίου κ.α. v. Χριστίνας Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Στην υπόθεση T.A. Micrologic Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1802) τονίστηκε πως σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του.

 

Το Δικαστήριο δεν εξετάζει σε βάθος την τεθείσα μαρτυρία για να προβεί σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν καταλήγει σε ευρήματα γεγονότων αλλά περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των πιο πάνω προϋποθέσεων και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Demades Overseas Ltd v. Studio Ma.St. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799).

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Η παρούσα υπόθεση πραγματεύεται το θέμα διορισμού Εξεταστή επί προσωρινής βάσης. Η εξουσία του Δικαστηρίου να διορίζει Εξεταστή σε οποιαδήποτε εταιρεία επί προσωρινής βάσης πηγάζει νομοθετικά από το άρθρο 202Β(10) στο Μέρος IVA του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113). Ειδικότερα στο εν λόγω άρθρο σημειώνονται τα εξής:

«Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (8) ή (9) ή μετά από την υποβολή αίτησης, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αιτήσεως προς αυτό, να διορίσει εξεταστή στην εταιρεία επί προσωρινής βάσεως.»

 

  [η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Οι διατάξεις του Μέρους IVA του Κεφ.113 δεν υποδεικνύουν διαφορετική μέθοδο διορισμού Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως από τον διορισμό Εξεταστή. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται και οι παράμετροι που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου όταν εξετάζει το ενδεχόμενο διορισμού εξεταστή είναι οι ίδιες μ’ αυτές όταν καλείται να αποφασίσει σε αίτηση για διορισμό Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως. Ο δε διορισμός τους ουσιαστικά έχει τον ίδιο σκοπό που είναι η διάσωση της υπό εξέταση εταιρείας και μέσω οικονομικού σχεδίου να την καταστήσει βιώσιμη και λειτουργική. Το έργο του Εξεταστή δεν πλήττει τα συμφέροντα είτε της εταιρείας είτε των πιστωτών της. Αντίθετα θα έλεγα ότι τα διασφαλίζει επειδή η εταιρεία θα ανακτήσει οικονομική δυναμική που θα οδηγήσει στη σωτηρία της ενώ οι πιστωτές θα έχουν προοπτική είσπραξης ποσών που η εταιρεία τους οφείλει. Ομοίως τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι εξουσίες του Εξεταστή και του Εξεταστή επί προσωρινής βάσης είναι βασικά οι ίδιες με το μόνο που διαφέρει να είναι ο χρόνος άσκησης τους.

 

Συγκεκριμένα ο διορισμός Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως (όπως και του Εξεταστή) αποσκοπεί στον έλεγχο της κατάστασης των υποθέσεων της εταιρείας στην οποίαν πρόκειται να αναλάβει καθήκοντα. Με βάση το άρθρο 202Α(1) του Κεφ.113 ο διορισμός δικαιολογείται στην περίπτωση που:

(α)       η υπό εξέταση εταιρεία τελεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας και

(β)       δεν έχει εγκριθεί και δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση της υπό εξέταση εταιρείας και

(γ)        κανένα διάταγμα δεν έχει εκδοθεί για την εκκαθάριση της υπό εξέταση εταιρείας.     

 

Το διάταγμα διορισμού εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο πειστεί ότι υπάρχει εύλογη προοπτική επιβίωσης της υπό εξέταση εταιρείας και ολόκληρης ή οποιουδήποτε μέρους της επιχείρησης αυτής ως δρώσας οικονομικής μονάδας (going concern). Σχετικό είναι το εδάφιο (2) του άρθρου 202Α του Κεφ.113 στο οποίο και παραπέμπω. Επίσης συναφές με το ζήτημα αυτό είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Εταιρεία Κ. Χ. Περατικός Λίμιτεδ κ.α. Πολιτική Αίτηση Αρ. 173/2017 ημερ. 14.12.17, ECLI:CY:AD:2017:D460 στην οποίαν επίσης παραπέμπω.

 

Περαιτέρω στα πλαίσια άσκησης της κρίσης του το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του κατά πόσο η υπό εξέταση εταιρεία έχει ζητήσει από τους πιστωτές της σημαντικές παρατάσεις χρόνου για την πληρωμή των χρεών της. Η ύπαρξη μίας τέτοιας παραμέτρου καθιστά εύλογη την πιθανότητα η υπό εξέταση εταιρεία να βρίσκεται σε αφερεγγυότητα. Ακόμη κατά τη λήψη απόφασης λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο η υπό εξέταση εταιρεία έχει χρησιμοποιήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης. Προφανώς αν υφίσταται κάτι τέτοιο είναι ακόμη μία ένδειξη ότι η υπό εξέταση εταιρεία τελεί υπό καθεστώς οικονομικής αδυναμίας (άρθρο 202Α(4) Κεφ.113).

 

Επίσης το Δικαστήριο δεν εξετάζει αίτηση διορισμού αν στην εταιρεία υπάρχει διορισμένος παραλήπτης του οποίου ο διορισμός ισχύει για συνεχή περίοδο τουλάχιστον 30 ημερών πριν από την υποβολή της αίτησης. Σχετικό είναι το άρθρο 202Β(7) του Κεφ.113 στο οποίο και παραπέμπω.

Τα πιο πάνω συνιστούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που χρήζουν εξέτασης όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει επί ζητήματος διορισμού. Επιπλέον υπάρχουν τυπικές παραμέτρους που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου, τις οποίες παραθέτω πιο κάτω (άρθρο 202Β(5) του Κεφ.113):

(α)       υποβάλλεται αίτηση που συνοδεύεται από συγκατάθεση υπογεγραμμένη από τον εξεταστή και

(β)       αντίγραφα των προτάσεων για συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού σε σχέση με τις υποθέσεις της εταιρείας, αν τέτοιες προτάσεις έχουν ετοιμαστεί, για υποβολή σε ενδιαφερόμενα μέρη για την έγκρισή τους.

 

Σε ότι αφορά την προώθηση της αίτησης, αυτή πρέπει να διαπνέεται από καλή πίστη (άρθρο 202Ζ(β) του Κεφ.113).

 

Προχωρώ στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις σε συνάρτηση με τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την παρούσα αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.

 

Πρόχειρη μελέτη του περιεχομένου των σχετικών εγγράφων καθιστά αντιληπτό ότι η αξίωση των Αιτητών αφορά τον διορισμό Εξεταστή για τις υπ’ αναφορά εταιρείες τους. Προβάλλεται η θέση για ανάγκη επιβίωσης εταιρειών ως δρώσες οικονομικές μονάδες. Ο προτεινόμενος Εξεταστής που είναι το ίδιο πρόσωπο για το οποίο υπάρχει εισήγηση να διοριστεί στις ίδιες εταιρείες Εξεταστής επί προσωρινής βάσεως φαίνεται να συγκατατίθεται σε ενδεχόμενο διορισμό του αφού, ανάμεσα στα έγγραφα που επισυνάπτονται και συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, περιλαμβάνεται γραπτή συγκατάθεση υπογραμμένη από τον ίδιο αναφορικά τόσο για την μητρική εταιρεία όσο και για τη θυγατρική εταιρεία (Τεκμήρια 3 & 4 ΕΔ Ιωάννου).

 

Την ίδια στιγμή εντοπίζω έκθεση του προτεινόμενου Εξεταστή που επίσης συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση στην οποίαν περιέχεται σχέδιο που κατά τη γνώμη του διασώζει τις υπ’ αναφορά εταιρείες. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή (Τεκμήριο 7 ΕΔ Ιωάννου), υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι εν λόγω εταιρείες παρουσιάζουν εικόνα εύλογης προοπτικής επιβίωσης ως δρώσες οικονομικές μονάδες (going concern).

 

Η εισήγηση των Αιτητών για διορισμό Εξεταστή (και επί προσωρινής βάσεως) στις υπ’ αναφορά εταιρείες τους υπεβλήθηκε σε μια περίοδο όπου υπάρχει στο προσκήνιο Π/Δ. Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, ο διορισμός του Π/Δ αμφισβητείται από τους Αιτητές στα πλαίσια άλλης ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας. Οι Αιτητές θεωρούν ότι η παρουσία του Π/Δ στις εν λόγω εταιρείες συνιστά παράνομη επέμβαση στην περιουσία τους και γι’ αυτό μέσω άλλων νομικών διαδικασιών επιδιώκουν την απομάκρυνση του (Τεκμήριο 86 ΕΔ Ιωάννου). Το τι απλά είναι σχετικό να σημειωθεί είναι ότι ο Π/Δ εμφανίστηκε στο προσκήνιο από τις 16.11.23 (Τεκμήριο 17 ΕΔ Ιωάννου). Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η κυρίως αίτηση (εναρκτήρια εταιρική αίτηση) καταχωρίστηκε στο ΕΔ Πάφου στις 13.12.23, προκύπτει εξόφθαλμα ότι το χρονικό διάστημα της παρουσίας του Π/Δ στις υπ’ αναφορά εταιρείες είναι μικρότερο των 30 ημερών.

 

Παράλληλα, εξ όσον αντικειμενικά προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν έχει εγκριθεί και δεν έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση οποιασδήποτε από τις υπό εξέταση εταιρείες. Ούτε και έχει εκδοθεί διάταγμα για εκκαθάριση σε σχέση με οποιαδήποτε από τις υπό εξέταση εταιρείες.

 

Η εκδοχή των Αιτητών που σύμφωνα με τους ιδίους βασικά δικαιολογεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος διορισμού εστιάζεται στη θέση ότι η μητρική εταιρεία «Panareti» παρουσιάζει ανικανότητα πληρωμής χρεών της, συμπαρασύροντας έτσι και τη θυγατρική εταιρεία «Sunset» αλλά αμφότερες, όπως και γενικότερα ο όμιλος εταιρειών στον οποίον ανήκουν, έχουν εύλογη προοπτική να επιβιώσουν ως δρώσα οικονομική μονάδα (going concern).

 

Όπως ήδη έχει λεχθεί, ένα από τα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιηθεί όταν εξετάζεται ζήτημα διορισμού Εξεταστή είναι η υπό εξέταση εταιρεία να τελεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή να υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας. Η αφερεγγυότητα έχει την έννοια της ανικανότητας καταβολής των χρεών. Το εδάφιο (3) του άρθρου 202Α του Κεφ.113 σημειώνει πως μία εταιρεία θεωρείται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της αν ισχύει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:

(α)       είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται

πληρωτέα,

(β)       η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεων της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της, ή

(γ)        όταν τυγχάνουν εφαρμογής οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 112 του Κεφ..113 που είναι οι εξής:

-           αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή ή

-           αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη ή

-           αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας ή

-           αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της.

 

Οι Αιτητές μέσα από την §19 της ΕΔ Ιωάννου προβάλλουν ανικανότητα πληρωμής των χρεών της εταιρείας «Panareti», η οποία, όπως αφήνεται σαφώς να εννοηθεί, επηρεάζει την οικονομική κατάσταση της θυγατρικής εταιρείας «Sunset». Η παρουσίαση της πιο πάνω θέσης παραπέμπει στην ύπαρξη χρεών από την πιο πάνω μητρική εταιρεία και παράλληλα ανικανότητα από μέρους της στην αποπληρωμή τους.

 Ωστόσο στην ίδια παράγραφο του εγγράφου (§19 της ΕΔ Ιωάννου) παρουσιάζεται η εκ διαμέτρου αντίθετη και συνάμα άκρως αντιφατική θέση ότι οι Αιτητές δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη χρεών είτε προς την Alpha Bank είτε προς την εταιρεία εξαγοράς SKY τόσο από τη μητρική όσο και από τη θυγατρική εταιρεία τους. Οι ίδιοι θεωρούν ότι εν λόγω εταιρείες δεν οφείλουν τα ποσά που τους αποδίδεται ότι χρωστούν. Όπως αναφέρουν, αμφισβητούν έντονα τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά, τα οποία θεωρούν ότι είναι πλασματικά και ανυπόστατα. Μάλιστα σημειώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν ότι οφείλουν τα επικαλούμενα ποσά επειδή θεωρούν ότι είναι προϊόν δόλου, απάτης και βαριάς αμέλειας λειτουργών της Alpha Bank και/ή SKY. Στη δε §21 του ιδίου εγγράφου οι Αιτητές επαναλαμβάνουν το επιχείρημα τους ότι δεν οφείλουν τα ποσά που η εταιρεία εξαγοράς SKY επικαλείται ότι οι εν λόγω εταιρείες τους χρωστούν, προβάλλοντας διάφορους λόγους που σύμφωνα μ’ αυτούς (δηλαδή τους Αιτητές) εξηγούν γιατί δεν οφείλονται. Επίσης στην §23 του ιδίου εγγράφου δηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ρητό ότι τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά δεν είναι υπαρκτά, νόμιμα και έγκυρα.

 

Πρόχειρη ανάγνωση της πολυσέλιδης ΕΔ Ιωάννου, η οποία δεν διαφέρει από την ΕΔ που συνοδεύει την κυρίως αίτηση, εξόφθαλμα αναδεικνύει δύο ουσιώδεις θέσεις των Αιτητών που είναι καθοριστικές για την εξέταση της θεραπείας που οι ίδιοι επιδιώκουν μέσα από την παρούσα διαδικασία. Πρώτο ότι τα επικαλούμενα ως οφειλόμενα ποσά δεν υφίστανται και δεύτερο ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν χρωστούν αυτά που τους ζητούνται. Μέσα από την ΕΔ Ιωάννου η άρνηση αυτή δεν φαίνεται να συνοδεύεται από διευκρίνιση των Αιτητών ως προς το αν τυχόν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό, ποιο το τυχόν ύψος αυτού σε περίπτωση που υπάρχει και προς ποιον δυνατό να οφείλεται. Ούτε διευκρινίζουν αν το οποιοδήποτε αυτό ποσό που αυτοί θεωρούν ότι οφείλουν καθιστούν πράγματι ανίκανες τις υπ’ αναφορά εταιρείες τους να το εξοφλήσουν.

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω θα επαναλάβω το σκεπτικό του παρόντος Δικαστηρίου που διατυπώθηκε στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.12.23 που αφορά την ίδια υπόθεση:

«Εφόσον οι Αιτητές παρουσιάζουν τη θέση ότι δεν αναγνωρίζουν το ύψος του οφειλομένου ποσού που είναι πληρωτέο, εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι οι επίμαχες εταιρείες αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα. Θα μπορούσε να ίσχυε αυτό αν δεν υπήρχε διαφωνία ως προς το ύψος που πραγματικά οφείλεται. Είναι εκτός πραγματικότητας να θεωρείται μια εταιρεία ότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της τη στιγμή που η ίδια δεν τα αναγνωρίζει.

 

Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών στο στάδιο της νομικής επιχειρηματολογίας του μετέφερε τη θέση των πελατών του ότι το ύψος του ποσού που θεωρούν ότι οι εταιρείες οφείλουν στην Τράπεζα είναι μικρότερο από την αξία των περιουσιακών στοιχείων τους, τα οποία υπέδειξε ότι ανέρχονται σε πέραν των €75 εκατομμυρίων. Είναι ξεκάθαρα η θέση των Αιτητών ότι η αξία του ενεργητικού των εταιρειών τους, δηλαδή η αξία των περιουσιακών στοιχείων τους, καλύπτει το ποσό που οι ίδιοι θεωρούν ότι οφείλουν πραγματικά στην Τράπεζα.

 

Παράλληλα από τις θέσεις των Αιτητών, όπως αυτές έχουν δικογραφηθεί, εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να βρίσκουν έρεισμα για εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 212 του Κεφ.113. Ισχύουν τα όσα έχω αναφέρει προηγουμένως χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.»

 

Από τα πιο πάνω έκδηλα φαίνεται ότι οι βασικές θέσεις των Αιτητών είναι μεταξύ τους αντίθετες και αντιφατικές. Από τη μία προβάλλεται ισχυρισμός ότι τελούν υπό το καθεστώς αφερεγγυότητας αλλά από την άλλη δηλώνουν ότι δεν οφείλουν αυτά που του υποδεικνύονται ότι χρωστούν. Από τη μία ισχυρίζονται ότι αδυνατούν να πληρώσουν τα ποσά που τους ζητούνται και από την άλλη επικαλούνται ότι αυτά που τους ζητούνται δεν είναι υπαρκτά αλλά προϊόν δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και βαριάς αμέλειας λειτουργών των οργανισμών που είναι αυτοί που τα διεκδικούν, χωρίς νόμιμη υπόσταση και δίχως οι υπ’ αναφορά εταιρείες των Αιτητών να δεσμεύονται γι’ αυτά.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αναφορά των Αιτητών πως η αφερεγγυότητα των υπό εξέταση εταιρειών θα προκύψει εάν και εφόσον αποδεχτούν οι θέσεις των εταιρειών Alpha Bank και SKY περί μεγάλων οφειλών που το ύψος τους καθορίζεται και αποτελούν αντικείμενο εκδίκασης σε άλλες εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την κατάσταση. Πρόκειται απλά για υποθετικά σενάρια που βεβαίως όχι μόνο δεν υιοθετούνται από τους Αιτητές αλλά οι τελευταίοι αγωνίζονται νομικά για την εξουδετέρωση τους. Αντικειμενικά δεν βλέπω ποια χρησιμότητα μπορεί να έχει η πιο πάνω αναφορά των Αιτητών.

 

Είναι προφανές ότι οι πιο πάνω αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές μόνο σύγχυση προκαλούν. Κάθε άλλο παρά σαφές και ξεκάθαρο φαίνεται να είναι το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της εκδοχής των Αιτητών. Μπορεί κάποιος να είναι σε θέση να επικαλεστεί  ότι υπάρχει μία σαφής και συγκεκριμένη νομική αξίωση που απαιτείται από πλευράς των Αιτητών αλλά εξόφθαλμα δεν πλαισιώνεται από ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο. Εν πάση περιπτώσει, δεν βλέπω πως μέσα από την πιο πάνω αλληλοσυγκρουόμενη κατάσταση αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση μέσα από την κυρίως αίτηση.

 

Στη βάση των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση.

 

Προχωρώ στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης σε περίπτωση που η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείτο.

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του αιτητή και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Είναι αρκετό για τον αιτητή να δείξει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι ο ενάγοντας έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω ισχύουν και εδώ. Παραπέμπω σ’ αυτά χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω. Σε καμία περίπτωση αξιολογώ τις εκδοχές των μερών. Ούτε ασχολούμαι για να εξακριβώσω ποια από αυτές τις εκδοχές αληθεύει για σκοπούς εξέτασης της αιτουμένης θεραπείας. Ούτε έχω καταλήξει σε οποιαδήποτε ευρήματα και συμπεράσματα σχετικά με την υπόθεση. Ούτε έχω ασχοληθεί με την επίλυση νομικών ζητημάτων που έκαστη πλευρά θίγει.

 

Αντίθετα έχω περιοριστεί σε αντικειμενική θεώρηση των εγγράφων που έχουν τεθεί ενώπιων μου. Έχω προβεί σε προκαταρκτική ανάγνωση των αναφορών των Αιτητών, όπως αυτές καταγράφονται στα έγγραφα. Με βάση το σκεπτικό του Δικαστηρίου που έχει αναλυθεί πιο πάνω, η απαιτούμενη προϋπόθεση ότι οι υπό εξέταση εταιρείες πρέπει να τελούν σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή να υφίστανται πιθανότητα αφερεγγυότητας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να παραμένει εκτεθειμένη. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει δεδομένο περί αδυναμίας καταβολής χρεών. Αν δεν υπάρχουν χρέη που δημιουργούν αδυναμία πληρωμής τους, όπως οι Αιτητές επικαλούνται, τότε σημαίνει δεν υπάρχουν οφειλές που έχουν καταστεί πληρωτέες και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει κατάσταση αφερεγγυότητας, με αποτέλεσμα η ενασχόληση με το ενδεχόμενο εύλογης προοπτικής επιβίωσης των υπό εξέταση εταιρειών ως δρώσας οικονομικής μονάδας (going concern) εκ πρώτης όψεως να καθίσταται άνευ σημασίας. Επομένως ποια αναγκαιότητα υπάρχει για διορισμό είτε Εξεταστή είτε Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως.

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα πιο πάνω είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως δεν εμβολιάζουν την εκδοχή των Αιτητών με ορατή πιθανότητα επιτυχίας της κυρίως αίτησης, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής τους. Επομένως καταλήγω ότι δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Ένεκα της μη ικανοποίησης της πρώτης και δεύτερης προϋπόθεσης, δεν χρειάζεται να προχωρήσω με την εξέταση του τρίτου κριτηρίου και του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο διαθέτει εξουσία να διορίζει Εξεταστή επί προσωρινής βάσεως η οποία πηγάζει μέσα από νομοθεσία. Ειδικότερα οι πρόνοιες των εδαφίων (8), (9) και κυρίως οι διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 202Β(10) στο Μέρος IVA του Κεφ.113 ρυθμίζουν νομοθετικά το συγκεκριμένο θέμα κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης. Στην παρούσα περίπτωση έχει υποβληθεί εταιρική αίτηση και ακολούθησε η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση. Τα πιο πάνω εδάφια περιλαμβάνονται στη νομική βάση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης.

 

Δεν σκοπεύω να επαναλάβω τα όσα έχω σχολιάσει πιο πάνω. Ισχύουν και απλά παραπέμπω σ’ αυτά. Έχω αναφερθεί στις νομοθετικές προϋποθέσεις που απαιτούνται και πως αυτές τυγχάνουν εφαρμογής με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης. Από τα ενώπιον μου στοιχεία, αντικειμενικά εξεταζόμενα, δεν φαίνεται να ικανοποιούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις των εδαφίων (1)(α), (2) και (3)(α) & (β) του άρθρου 202Α στο Μέρος IVA του Κεφ.113.

 

Παράλληλα δεν θα μπορούσα να παραγνωρίσω τα εξής που αφορούν την καταχώριση και προώθηση της υπό κρίση αίτησης:

(α)       οι Αιτητές προβάλλουν τη θέση περί ανικανότητας πληρωμής χρεών τη στιγμή που οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιων οφειλών,

(β)       οι Αιτητές θεωρητικά επικαλούνται τη δημιουργία κατάστασης αφερεγγυότητας ή εν πάση περιπτώσει ενδεχόμενη δημιουργία κατάστασης αφερεγγυότητας των υπ’ αναφορά εταιρειών ενώ στην πράξη οι ίδιοι απορρίπτουν τέτοια πιθανότητα και μέσω δικαστικών διαδικασιών επιχειρούν να πείσουν το Δικαστήριο (όχι κατ’ ανάγκη το παρόν) ότι δεν οφείλουν τα ποσά, βάση των οποίων προβάλλεται ο ισχυρισμός περί αφερεγγυότητας,

(γ)        η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε αμέσως μετά από την ανεπιτυχούς προσπάθεια των Αιτητών και/ή εταιρειών τους να εξασφαλίσουν ενδιάμεσο διάταγμα που να απαγορεύει στον Π/Δ να ασκήσει τα καθήκοντα, υποχρεώσεις και εξουσίες του, τον οποίον θεωρούν ότι παράνομα επεμβαίνει στην περιουσία τους και προς τούτο εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ακύρωσης του κατ’ ισχυρισμό διορισμού του (ενδιάμεση απόφαση ημερ. 22.12.23 του παρόντος Δικαστηρίου σε σχέση με την παρούσα υπόθεση) και/ή κατόπιν παράλειψης των Αιτητών και/ή εταιρειών τους να εξασφαλίσουν ενδιάμεσο διάταγμα απαγορευτικής φύσεως εναντίον του Π/Δ (στην υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον του Π/Δ και αφορά ισχυρισμό παράνομης επέμβασης από μέρους του σε περιουσία των Αιτητών, όπως παραδέχτηκε ο συνήγορος των Αιτητών σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση που του υπεβλήθηκε από το παρόν Δικαστήριο).

 

Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν συμπεριφορά από μέρους των Αιτητών, η οποία κάθε άλλο παρά επιδεικνύει καλόπιστη ενέργεια. Με βάση το άρθρο 202Ζ(Β), το πνεύμα των προνοιών του οποίου θεωρώ ότι καλύπτει όχι μόνο την κυρίως αίτηση αλλά και την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, η ενέργεια των Αιτητών στην καταχώρηση και προώθηση τέτοιας φύσεως αίτηση όπως την υπό κρίση, πρέπει να διαπνέεται από καλή πίστη. Εδώ δίδεται η σαφής εντύπωση ότι σκοπός των Αιτητών με την καταχώριση και την προώθηση της υπό κρίση αίτησης δεν είναι ο διορισμός Εξεταστή με ότι αυτό συνεπάγεται αλλά η εξασφάλιση διατάγματος, με συγκεκαλυμμένη μορφή, το οποίο τελικά επιδιώκει να εμποδίσει την εκτέλεση των καθηκόντων, υποχρεώσεων και εξουσιών του Π/Δ. Δηλαδή επιδιώκεται στόχος που δεν έγινε κατορθωτός ένεκα ανεπιτυχούς προσπάθεια και παράλειψης από τους Αιτητές, ως εξηγήθηκε πιο πάνω. Τα πράγματα ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά αν υπήρχε χρησιμότητα και/ή αναγκαιότητα σε διορισμό Εξεταστή, πράγμα όμως που δεν φαίνεται να ισχύει. Τα δεδομένα αυτά αφήνουν εκτεθειμένη την υποχρέωση των Αιτητών να ενεργήσουν με καλή πίστη αναφορικά με την παρούσα αίτηση.

 

Τα πιο πάνω οδηγούν σε επιτυχία των λόγων ένστασης αρ. 3, 5 & 9 του Π/Δ και των λόγων της κοινής ένστασης αρ. 1, 3, 4, 5, 6, 9 & 10 της Alpha Bank & SKY.

 

Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης της παρούσας αίτησης, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης τόσο του Π/Δ όσο και της Alpha Bank & SKY.

 

Έχοντας συνεκτιμήσει και σταθμίσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα και παραμέτρους στη βάση του συνόλου των στοιχείων και της μαρτυρίας που έχουν προσκομιστεί και με γνώμονα το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, κρίνω ότι η άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, μέρος των οποίων αποτελούν τα έξοδα της ημερομηνίας 19.01.24 που αφορούν την ιδία διαδικασία στα πλαίσια του αντικειμένου που εξετάστηκε με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 25.01.24, όπως λεπτομερώς θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή με βάση τις πρόνοιες του Μέρους 39 των Νέων Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23 και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Alpha Bank, SKY και Π/Δ και εναντίον των Αιτητών 1-5.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο