ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. Συμεού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 250/2020

Μεταξύ:

    

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΥΡΟΥ(Α.Δ.Τ ΧΧΧΧΧΧ), από την Πάφο

                                                                                           Ενάγων

                 Και

 

A.   M DEMETRIADES TRADITIONAL PR.LTD (ΗΕ ΧΧΧΧΧΧΧΧ)

 

                                                                                  Εναγόμενη

                      

 

Αίτηση Ενάγοντα- Αιτητή ημερομηνίας 14/06/23 για έκδοση συνοπτικής απόφασης

 

Ημερομηνία: 31/01/24

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα / Αιτητή: κ. Λεωνίδας Νεοφύτου για Νίκο Καλλή

Για την Εναγόμενη / Καθ’ ης η Αίτηση: κα. Σοφία Δίγκα δια Ν. Παπαθεοχάρους & Σια Δ.Ε.Π.Ε

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

Εισαγωγή

 

Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε την 04/03/20 ο Ενάγοντας αξιώνει από την Εναγόμενη το ποσό των €2,140 ευρώ το οποίο αντιπροσωπεύει καθυστερημένα ενοίκια για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2020, ποσό ύψους 1.070 ευρώ για κάθε μήνα από την 01/03/20 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του καταστήματος στον Ενάγοντα ως αποζημίωση, απόφαση και ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 01/01/17 έχει νομίμως τερματιστεί καθώς και ότι η Εναγόμενη κατέχει τούτο παράνομα, διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η Εναγόμενη εκκενώσει και παραδώσει άμεσα το κατάστημα στον Ενάγοντα ελεύθερο πάσης κατοχής, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία την οποία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαια  υπό τις περιστάσεις, νόμιμο τόκο και έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

Την 14/06/23 , ο Ενάγων  («Αιτητής») καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αξιώνει  τις ακόλουθες θεραπείες :

Α. Συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης ως η Έκθεση Απαίτησης επί του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στην πιο πάνω αγωγή.

Β. Συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης που να περιλαμβάνει το ποσό των 2,140 ευρώ το οποίο αντιπροσωπεύει καθυστερημένα οφειλόμενα ενοίκια και αποζημίωση για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2020.

Γ. Συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης εκ οφειλόμενου ποσού 1070 ευρώ για κάθε μήνα από την 01/03/20 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας της κατοχής του καταστήματος στον Ενάγοντα – Αιτητή ως αποζημίωση.

Δ. Διαζευκτικά και ή αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα με την παράγραφο Γ, συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των 42,800 ευρώ το οποίο οφείλεται από την Εναγόμενη προς τον Ενάγοντα ως καθυστερημένα και ή οφειλόμενα ενοίκια για το ενοικιαζόμενο ακίνητο για κάθε μήνα από την 01/03/20 ως αποζημίωση συνολικά ανερχόμενη στο ποσό των 42,800 ευρώ μέχρι την 01/06/23 και ή εκ οφειλόμενου ποσού 1070 ευρώ για κάθε μήνα από την 01/07/23 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του καταστήματος στον Ενάγοντα ως αποζημίωση.

Ε. Συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης με την οποία να διατάττεται ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 01/01/17 έχει νομίμως τερματιστεί και η Εναγόμενη κατέχει το επίδικο ακίνητο παράνομα (trespass).

ΣΤ. Συνοπτική απόφαση εναντίον της Εναγόμενης που να διαττάττει την Εναγόμενη και ή οποιοδήποτε πρόσωπο έλκει από αυτήν δικαιώματα και ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει την κατοχή για λογαριασμό και ή εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση όπως εκκενώσει και παραδώσει άμεσα το κατάστημα στον Ενάγοντα ελεύθερο πάσης κατοχής του ακινήτου, δηλαδή του ισογείου καταστήματος με πατάρι και υπόγειο χώρο το οποίο βρίσκεται στην βιοτεχνική περιοχή του Αγίου Θεοδώρου Πάφου, Φ/ΣΧ LI/51, αρ. Τεμ. 447 (βιοτεχνικό οικόπεδο 66) εντός 15 ημερών από την επίδοση του Διατάγματος /Απόφασης στην Καθ’ ης η Αίτηση.

Ζ. Νόμιμο Τόκο.

Η αίτηση

Την αίτηση συνοδεύει η ένορκη δήλωση του Ενάγοντα – Αιτητή ο οποίος αναφέρεται στην σύμβαση ενοικίασης που είχε συνάψει με την Εναγόμενη – Καθ’ ης η Αίτηση και στις θεραπείες που επιδιώκει και επιζητεί δια μέσω της αγωγής που καταχώρησε εναντίον της. Σε ότι αφορά την σύμβαση ενοικίασης ο Αιτητής επισυνάπτει το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 01/01/17 (Τεκμήριο 1) καθώς και την επιστολή που απέστειλε την 05/09/19 προς την Καθ’ ης η Αίτηση (Τεκμήριο 2) δια μέσω των δικηγόρων του ενημερώνοντας τους ως προς την επιθυμία του για την μη περαιτέρω ανανέωση της σύμβασης ενοικίασης και της παράκλησης του όπως το εν λόγω ακίνητο του παραδοθεί ελεύθερο κατοχής μέχρι και την 31/12/19. Επειδή όμως σύμφωνα με τον Αιτητή, η Καθ’ ης η Αίτηση δεν συμμορφώθηκε με την πιο πάνω επιστολή που απέστειλε, προχώρησε περί τον Μάρτιο του 2020 στην καταχώρηση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Έτσι, η Καθ’ ης η Αίτηση στην συνέχεια και αφού της επιδόθηκε η αγωγή προχώρησε στην καταχώρηση εμφάνισης και αμέσως μετά στην καταχώρηση της Υπεράσπιση της. Μέσα από την ένορκο του δήλωση ο Αιτητής προβάλλει ως βασικό του ισχυρισμό, ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει εγείρει γνήσια και καλόπιστη Υπεράσπιση καθώς και ότι η Καθ’ ης η Αίτηση επιχειρεί την καθυστέρηση της διαδικασίας. Επίσης προβάλλει και την θέση ότι από μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση,  δεν έχει προβληθεί προς τον Αιτητή, οποιαδήποτε αξιόλογη και ή επαρκής πρόταση για την καταβολή των οφειλόμενων και ή καθυστερημένων ενοικίων υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η όποια πρόταση του είχε υποβληθεί, ήταν έκδηλα ευτελής και ή ανεπαρκής σε βαθμό που να μην αντισταθμίζει και ή αντικατοπτρίζει το ποσό της οφειλής της.

Η ένσταση

Η Καθ’ ης η Αίτηση την 18/01/24 προχώρησε στην καταχώρηση ειδοποίησης ένστασης στην υπό κρίση αίτηση εγείροντας τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

1.      Η αίτηση είναι ουσία και Νόμω αβάσιμη, αντικανονική, παράτυπη, είναι αντίθετη και παραβιάζει τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

2.      Δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Διαταγή 18 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας για την έκδοση συνοπτικής απόφασης και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις οι προβλεπόμενες υπό των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ούτως ώστε ο Αιτητής να δικαιούται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της καθ' ης η αίτηση.

3.      Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση του αιτητή ως επίσης και τα επισυνημμένα τεκμήρια ή το προσκομισθέν μαρτυρικό υλικό δεν είναι νομικά και ουσιαστικά αρκετό για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Δεν αποδεικνύεται η ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου οπότε τα ποσά που ζητά ο ενάγων είναι αυθαίρετα.

4.      Το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του ενάγοντα-αιτητή είναι αναληθές και ανακριβές.

5.      Ο αιτητής δεν έχει καλή και καθαρή υπόθεση. Η αξίωση του ενάγοντα δεν είναι καθαρή/εκκαθαρισμένη και ούτως είναι μη κατάλληλη για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

6.      Ο Αιτητής αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα και προσπαθούν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο. Δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ενέργησαν με κακή πίστη και απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα αφού αποκρύπτουν και/ή δεν αποκαλύπτουν γεγονότα τα οποία καταλύουν τους ισχυρισμούς τους, αφήνοντάς τους έκθετους σε απόρριψη.

7.      Η αίτηση γίνεται κακόπιστα, καταχρηστικά, καταπιεστικά με μοναδικό σκοπό να στερήσει την εναγόμενη από το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

8.      Υπάρχουν πολλοί νομικοί και πραγματικοί λόγοι για τους οποίους καθίσταται αμφίβολο το δικαίωμα του ενάγοντα σε απόφαση στην αγωγή.

9.      Η Εναγόμενη/καθ' ης η αίτηση έχει καλόπιστη, γνήσια και βάσιμη υπεράσπιση την οποία δικαιούται να προβάλλει κατά τον δέοντα τρόπο κατά την ακρόαση της αγωγής. Τα γεγονότα της παρούσας είναι τέτοια που θα πρέπει να δοθεί άδεια στην εναγόμενη να υπερασπιστεί στην αγωγή, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα συνιστούσε άρνηση Δικαιοσύνης και/ή παραβίαση του δικαιώματος της για δίκαιη δίκη όπως αυτό προβλέπεται από το Σύνταγμα.

10.   Υπάρχουν πολλά νομικά σημεία τα οποία θα πρέπει να αποφασιστούν μετά που θα ακουστεί η μαρτυρία και τα οποία, αν γίνουν αποδεκτά, θα καταδείξει ότι δεν ευσταθεί η αξίωση του ενάγοντα. Η εναγόμενη εταιρεία κατά την 25/09/2023 καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της υπεράσπισής της, μετά την εμφάνιση νέων στοιχείων καθοριστικών για την έκβαση της υπόθεσης, που ενδεχομένως να οδηγήσουν σε απόρριψη ακόμη και αυτής της ίδιας της αγωγής και ειδικότερα του αιτήματος του ενάγοντα για ενδιάμεσα οφέλη από την επίδικη σύμβαση, καθώς αυτή δύναται να αποδειχθεί παράνομη.

11.   Η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθώς σκοπός της είναι να αποστερήσει της εναγόμενη από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά της να υπερασπιστεί την υπόθεσή της.

12.   Η καθ’ ης η αίτηση έχει καλή Υπεράσπιση επί της ουσίας η οποία είναι καλόπιστη και επί νομικών θεμάτων και φαίνεται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του διευθυντή της Εναγόμενης/καθ’ ης η αίτηση, Ανδρέα Δημητριάδη και δεν είναι για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης.

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη Δήλωση του Ανδρέα Δημητριάδη ο οποίος είναι ο διευθυντής της Καθ’ ης η Αίτηση. Στην ένορκο του δήλωση υποστηρίζει ότι Αιτητής με την αίτηση που έχει καταχωρήσει αποκρύπτει από το Δικαστήριο ουσιαστικά γεγονότα αποτρέποντας έτσι την αποκάλυψή της πραγματικής αλήθειας. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι, η Καθ’ ης η Αίτηση έχει επανειλημμένα καλέσει τον Αιτητή να παραλάβει τις καθυστερημένες οφειλές των ενοικίων, δηλαδή των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2020, αλλά ότι ο Αιτητής αρνήθηκε να το πράξει  πεισματικά. Σε ότι αφορά την λήξη της επίδικης σύμβασης ενοικίασης, ο Δημητριάδης αναφέρει ότι η σύμβαση αυτή ίσχυε μέχρι την 31/12/19 και όχι όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής μέχρι την 31/12/18, θέση η οποία προβάλλεται από την Καθ’ ης η Αίτηση και στο δικόγραφο της Υπεράσπισης που έχει καταχωρηθεί την 09/10/20.

Στην συνέχεια της ένορκης του δήλωσης, ο Δημητριάδης, αναφέρεται στην επιστολή που παρέλαβε από τον Αιτητή αναφορικά για την πρόθεση του για την μη περαιτέρω ανανέωση της επίδικης σύμβασης ενοικίασης, καθώς και στα προβλήματα που αντιμετώπισε η Καθ’ ης η Αίτηση περί την έναρξη του έτους 2020 λόγω της πανδημίας του κορανίου τα οποία και ήταν αποτρεπτικά από του να μεταφερθεί η επιχείρηση σε άλλο υποστατικό από το επίδικο. Πρόθεση της Καθ’ ης η Αίτηση σύμφωνα με τον διευθυντή της, δεν ήταν να παραμείνει επ’ άπειρον στο εν λόγο υποστατικό αλλά χρειαζόταν χρόνο για να το πράξει κάτι για το οποίο ο Αιτητής ήταν ανένδοτος, αφού απέρριπτε συνεχώς τις προτάσεις που του υποβάλλονταν από μέρους της, για την σύναψη νέου συμβολαίου με ύψος ενοικίου που η Καθ’ ης η Αίτηση θα ήταν δυνατό να καταβάλει.

Ο Δημητριάδης μέσα από την ένορκο του δήλωση αναφέρεται περαιτέρω και στο γεγονός ότι μετά από έρευνα στην οποία η Καθ’ ης η Αίτηση προέβηκε, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής είχε μισθώσει το επίδικο ακίνητο την 01/08/02 από τον Δήμο Πάφου με σύμβαση η ισχύ της οποίας θα είχε διάρκεια 99 έτη. Σύμφωνα με τον ενόρκος δηλούντα το πιο πάνω γεγονός ήταν εντελώς άγνωστο προς την πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση μέχρι προσφάτως.  Σύμφωνα μάλιστα με το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας ημερ. 01/08/22 και πιο συγκεκριμένα με βάση την παράγραφο , το επίδικο υποστατικό θα έπρεπε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο ως μηχανουργείο αυτοκινήτων και όχι για τον σκοπό που είχε ενοικιαστεί από την Καθ’ ης η Αίτηση.  Σύμφωνα μάλιστα με την παράγραφο της εν λόγω συμφωνίας, ο εκμισθωτής, δηλαδή ο Δήμος Πάφου, θα έπρεπε να παραχωρήσει άδεια στον μισθωτή, δηλαδή τον Αιτητή, για να μπορεί να χρησιμοποιείται το επίδικο υποστατικό για οποιαδήποτε άλλο σκοπό, πλην από εκείνο που αναφέρεται στην πιο πάνω σύμβαση. Περαιτέρω στην παράγραφο της εν λόγω σύμβασης, προβλέπεται ρητά ότι ο Αιτητής δεν δύναται να εκμισθώσει το επίδικο ακίνητο σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή οργανισμό χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας από τον Δήμο Πάφου. Δηλαδή ο Δήμος Πάφου θα πρέπει να παράσχει ειδική γραπτή άδεια για να επιτευχθεί ο πιο πάνω σκοπός.

Η Καθ’ ης η Αίτηση η οποία δραστηριοποιείται με την διανομή παραδοσιακών προϊόντων, μετά την πληροφόρηση που έλαβε τόσο αναφορικά με την ύπαρξη όσο και για τους όρους της πιο πάνω σύμβασης εκμίσθωσης του ακινήτου από τον Δήμο Πάφου προς τον Αιτητή, καταχώρησε την 25/09/23 αίτηση για τροποποίηση της Υπεράσπισης ημερ. 09/10/20 αφού τα γεγονότα αυτά ήταν άγνωστα κατά την στιγμή που της καταχώρησης της. Η εν λόγω αίτηση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2. Συνεπακόλουθα αποτελεί θέση του διευθυντή της Καθ’ ης η Αίτηση, ότι ένεκα των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω, είναι φανερό ότι τίθενται διάφορα νομικά ζητήματα τα οποία και θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο σε μια πλήρη δίκη, και όχι με την διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης καθότι τίθεται ευθέως από μέρους της, ζήτημα νομιμότητας της επίδικης σύμβασης ημερ. 01/01/17. Περαιτέρω ο Δημητριάδης προβάλλει και την θέση ότι από την στιγμή που τίθενται ερωτηματικά αναφορικά με την νομιμότητα της σύμβασης υπενοικίασης, δηλαδή της επίδικης, πως είναι δυνατόν ο Αιτητής να δικαιούται να καρπωθεί ενδιάμεσα οφέλη τα οποία και επιζητεί, στην περίπτωση δε που η σύμβαση ενοικίασης κριθεί από το Δικαστήριο ως παράνομη. Τέλος ο διευθυντής της Καθ’ ης η Αίτηση υποστηρίζει και την θέση ότι ο Αιτητής δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει ξεκάθαρη απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης. 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων και δεν ζητήθηκε η παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας και ούτε ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε μάρτυρα. Σημειώνω ότι έχω μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων που έχουν  τεθεί ενώπιον μου αλλά και της νομολογίας που έχει παραπεμφθεί το Δικαστήριο και αναφορά σε αυτή θα γίνει εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.

Νομική Πτυχή

Η αίτηση στηρίζεται στην Δ.18 Θ1 (α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που έχει ως ακολούθως:

«1 - (a) Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2 rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land, (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.»

Από την διατύπωση της Δ.18 Θ1 (α) προκύπτει ότι:

1.    Ο εναγών θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι καταχωρήθηκε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ο εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφανίσεως. Πρέπει επίσης να συνοδεύει την αίτηση του από ένορκη δήλωση από τον ίδιο ή από άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.

2.    Στην ένορκη δήλωση του, ο ενάγων θα πρέπει να επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και να δηλώνει ότι εξ' όσων γνωρίζει, ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην Αγωγή, (βλ. Spyros Stavrinides ν. Chekoslovenska Obchondi Banka A.S. [1972] 1ΑΑΔ 130). Παράλειψη εκπλήρωσης των πιο πάνω προϋποθέσεων, στερεί από το Δικαστήριο, την δικαιοδοσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης (βλ. Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782).

3.    Όταν και εφόσον ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να είναι επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί στην αγωγή.

Η συνοπτική απόφαση (summary judgement) θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και ως εξαίρεση στον βασικό κανόνα ότι το Δικαστήριο ακούει και τις δύο πλευρές προτού καταλήξει στην ετυμηγορία του. Δεν πρέπει να εμποδίζεται ο εναγόμενος να υπερασπιστεί εκτός σε περιπτώσεις όπου είναι αναμφίβολο ότι δεν έχει συζητήσιμη υπεράσπιση. Επίσης δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όπου προκύπτει σοβαρή διαφωνία ως προς τα γεγονότα και τον Νόμο (βλ. Annual Practice (1958) σελ. 243).

Το γεγονός ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό στην έκδοση συνοπτικής απόφασης θα πρέπει να ειδωθεί και κάτω από το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο αλλά και να του δοθεί το δικαίωμα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας να προβάλει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του.

Η ιδιαίτερη φύση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Trans Middle East Trading Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 239, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι η συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο Εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην Ένορκη του Δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co. Ltd ν. The Central Co- Operative Co Ltd (1982) 1 ΑΑΔ.879).

Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.»

Για τους πιο πάνω λόγους, η υποχρέωση του ενάγοντα να ικανοποιήσει με την ένορκη του δήλωση τις προϋποθέσεις της Δ.18 Θ1(α) πρέπει να εξετάζεται αυστηρά και με απόλυτη σχολαστικότητα. Σχετική είναι η απόφαση Αθηνούλλα Δημητρίου ν.

Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, στην οποία παρατέθηκε στην σελ.789, το πιο κάτω απόσπασμα από την Αγγλική απόφαση Simon and Co ν. Palmers Store (1912) 1 KB 259, 266

«Trial as a rule must precede judgment. Order 14 provides an extraordinary procedure in certain cases; it is a procedure in which, instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial such as procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided, as set forth in the order».

Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην Νεάρχου και Άλλου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή, το οποίο υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη απόφαση Ανδρονίκου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου (2007) 1Β Α.Α.Δ 977.

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης συνοπτικής απόφασης πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία, το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides ν. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138, όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία).

Σε ενδιάμεσες αιτήσεις δυνάμει της Δ.39 Θ2, αρκούν δηλώσεις πεποίθησης του ενόρκως δηλούντα ότι πιστεύει τα γεγονότα ως αληθινά ή ότι αυτά ευσταθούν από πληροφορίες που έχει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση. Ο ενόρκως δηλών θα πρέπει να έχει, δυνάμει της Δ.18 Θ1(α) προσωπική γνώση των γεγονότων και να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς αυτά. (βλ. Stavrinides - ανωτέρω- σελ. 166 - 167).

Επίσης, η αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα τεκμήρια που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Γνώση από έγγραφα συνταγμένα χωρίς την συμμετοχή του ενόρκως δηλούντα δεν είναι προσωπική. Βασίζεται σε πληροφορίες και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.18. (Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) και The Chain Gulf Traders LtdK.a. ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ 1168).

Αφού ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του ενάγοντα, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. CY.E.M.S. Co. Ltd ν. Central Cooperatives Industrial (1982) 1 CLR 897).

Δεν αρκεί ο εναγόμενος να προβεί σε γενική άρνηση της απαίτησης ή σε αόριστους ισχυρισμούς για ανυπαρξία αντιπαροχής. Θα πρέπει να δώσει τέτοιες λεπτομέρειες με την ένορκη του δήλωση που να καταδεικνύει το βάσιμο της υπεράσπισης του επί της ουσίας της αγωγής και να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί (βλ. Hermes Insurance Co Ltd ν. Θεοδωρίδης (1983) 1 CLR 333)

Στην απόφαση Ch Aresti Estates Ltd κ.α. N. Loucas Kyprianou Co Enterprises Ltd, Πολ. Έφεση 68/11, ημερομηνίας 21/10/2016, λέχθηκαν τα εξής επί του θέματος:

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, ένας εναγόμενος θα πρέπει να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για να λάβει άδεια προς υπεράσπιση, έχοντας βεβαίως πάντοτε υπόψη ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να χρησιμοποιεί την ταχεία διαδικασία που προβλέπεται από τη Δ.13, πρέπει να ασκείται με φειδώ όπου τα όσα προτείνονται από την ένσταση δεν αφήνουν περιθώρια νόμιμης υπεράσπισης»

Στην ίδια απόφαση λέχθηκε ταυτόχρονα ότι οποιαδήποτε ανταπαίτηση του εναγόμενου που δεν επηρεάζει την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία δεν συνιστά υπεράσπιση στην αγωγή. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία διέταξε συνοπτική απόφαση για έξωση των εναγομένων λόγω μη πληρωμής οφειλόμενων ενοικίων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«Η όποια ενδεχόμενη απαίτηση των ιδίων των εφεσειόντων θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ανταπαίτησης, ή χωριστής αγωγής, αλλά δεν επηρέαζαν το δικαίωμα των εναγόντων σε συνοπτική απόφαση.»

Πρέπει όμως ταυτόχρονα να λεχθεί ότι το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών για να προβεί σε ευρήματα όσον αφορά την υπεράσπιση του εναγομένου, ως να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής. Αρκεί να αποκαλυφθεί συζητήσιμο θέμα προς εκδίκαση ούτως ώστε να δοθεί άδεια για υπεράσπιση (βλ Λαζάρου ν. Μακεδόνας (1999) 1 Α.Α.Δ 817).

Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι επίσης η απόφαση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.α. ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε (2001) 1 Α.Α.Δ 418, 423, όπου στην σελίδα 6 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν την διεξαγωγή κανονικής Δίκης. Εφ' όσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο Εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο Δίκης στην Αγωγή.»

Η αγγλική Νομολογία καθιέρωσε ως βασική αρχή ότι όπου υπάρχει ειλικρινής διαφωνία αναφορικά με την ερμηνεία ενός εγγράφου στο οποίο βασίζεται η αξίωση ή διαφωνία ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών είτε ακόμα αβεβαιότητα ως προς το οφειλόμενο ποσόν, πρέπει να δίδεται στον εναγόμενο άδεια για υπεράσπιση (βλ. Annual Practice (1958) σελ. 264, παρ. "Question of fact").

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

Ο Αιτητής ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, επιζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης που αφορά στην έκδοση απόφασης για το ποσό των 2,140 ευρώ αναφορικά με καθυστερημένα ενοίκια των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2020, καθώς και απόφαση για το ποσό των 1070 ευρώ για κάθε μήνα από την 01/03/20 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του καταστήματος από την Εναγόμενη. Περαιτέρω η διεκδικεί και την έκδοση συνοπτικής απόφασης, διαζευκτικά και ή αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα με τα ανωτέρω για το ποσό των 42,800 ευρώ το οποίο αφορά καθυστερημένα ενοίκια από την 01/03/20 μέχρι και την 01/06/23 και ή απόφαση για το ποσό των 1070 ευρώ από 01/07/23 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του καταστήματος.  Τέλος ζητείται και η έκδοση συνοπτικής απόφασης που να διατάσσει ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο έχει νομίμως τερματιστεί καθώς και έκδοση διατάγματος ανάκτησης της κατοχής του επίδικου ακινήτου.

Πριν όμως προχωρήσω να εξετάσω τις προδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18. Θ.1 κρίνω απαραίτητο να εξετάσω τους λόγους ένστασης που εγείρονται από πλευράς της Εναγόμενης ( λόγοι ένστασης 1, 7 και 11) αναφορικά με τις θέσεις της ότι η εν λόγω αίτηση είναι νόμο και ουσία αβάσιμη, αντικανονική και παράτυπη παραβιάζοντας τους Κ.Π.Δ καθώς και με την θέση της ότι η αίτηση γίνεται κακόπιστα, καταχρηστικά, καταπιεστικά με μοναδικό σκοπό να στερήσει την Εναγόμενη από του να υπερασπιστεί τον εαυτό της καθότι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης που έχουν προβληθεί άπτονται της ουσίας της υπό κρίση αίτησης.  

Εξετάζοντας λοιπόν τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που έχουν προβληθεί ανωτέρω μέσα από την μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι τα όσα υποστηρίζονται από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλονται γενικά και αόριστα χωρίς να εξειδικεύονται και να τεκμηριώνονται με επάρκεια. Ενώ παρατίθενται οι λόγοι αυτοί αυτούσιοι στο σώμα της ένστασης εντούτοις δεν διαφαίνεται να υποστηρίζονται ουσιαστικά από οποιαδήποτε σαφή και τεκμηριωμένη μαρτυρία.

Συνεπακόλουθα οι πιο πάνω λόγοι ένστασης 1, 7 και 11 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

Στρεφόμενος τώρα στο κατά πόσο πληρούνται οι προδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 θ. 1 διαπιστώνω ότι ο Ενάγοντας - Αιτητής πράγματι έχει καταχωρήσει ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ότι η Εναγόμενη – Καθ’ ης η Αίτηση προχώρησε στην συνέχεια στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης.

Σε ότι αφορά την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση κρίνω ότι αυτή συμμορφώνεται προς τα κριτήρια που έχω υποδείξει ανωτέρω και τα οποία προκύπτουν μέσα από την Νομολογία την οποία έχω παραθέσει, ότι δηλαδή έχει υποβληθεί από τον ίδιο τον Ενάγοντα – Αιτητή ο οποίος και μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της αγωγής. Αφής στιγμής λοιπόν η ένορκη δήλωση έχει καταχωρηθεί από τον ίδιο τον Ενάγοντα ο οποίος ότι είχε πράγματι προσωπική γνώση και άρα μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης επαληθεύοντας και την βάση της αγωγής που έχει καταχωρηθεί από μέρους του, θέση η οποία σημειώνεται δεν έχει αμφισβητηθεί, αλλά και ενόψει του ότι δηλώνεται και ρητά από τον ίδιο ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, κρίνω ότι πληρείται και αυτή η διαδικαστική προϋπόθεση της Διαταγής 18 Θ. 1 ώστε το βάρος τώρα να μετατίθεται στους ώμους της Καθ’ ης η Αίτηση για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο καλόπιστα ότι έχει καλή υπεράσπιση υπό την έννοια ότι υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να δοκιμαστεί με την εκδίκαση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου.

Η Καθ’ ης η Αίτηση με βάση την δική της εκδοχή δεν αρνείται την οφειλή των ενοικίων των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2020 από μέρους της προς τον Ενάγοντα, προβάλλει όμως ως εμπόδιο για την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων την μεσολάβηση της πανδημίας του κορωνοιού υποστηρίζοντας βεβαίως την θέση, ότι στην συνέχεια κατάβαλε  πολλές προσπάθειες καλώντας τον Αιτητή για να εισπράξει τις καθυστερημένες οφειλές αναφορικά με τα ενοίκια των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2020 ενώ ο τελευταίος αρνήθηκε πεισματικά. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση μάλιστα που έχει καταχωρηθεί, η Καθ’ ης η Αίτηση αρνείται περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι  η επίδικη σύμβαση ενοικίασης έληξε κατά την 31/12/18 υποστηρίζοντας την θέση ότι η ημερομηνία λήξης της ήταν την 31/12/19, αρνούμενη έτσι την θέση που προβάλλει Αιτητής περί της ύπαρξης τυπογραφικού λάθους αναφορικά με την πιο πάνω ημερομηνία. Περαιτέρω η Καθ’ ης η Αίτηση παραπέμπει και στην αλληλογραφία που αντάλλαξε μαζί με τον Αιτητή προτείνοντας του ουσιαστικά την επίτευξη κάποιας συμβιβαστικής λύσης για την σύναψη νέου συμβολαίου μέχρι να τελεύσει και η κρίση που προέκυψε εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοιού καθώς και αναφορικά με την πεισματική άρνηση του τελευταίου να συνεργαστεί προς την επίτευξη οποιασδήποτε συμβιβαστικής λύσης. Στην συνέχεια η Καθ’ ης η αίτηση προβάλλει και τα νέα δεδομένα που επήλθαν εις γνώση της σε ότι αφορά την σύμβαση που είχε συνάψει ο Αιτητής μαζί με τον Δήμο Πάφου την 01/08/2002 καθώς και στο περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας. Σύμφωνα με την Καθ’ ης η Αίτηση μέσα από το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, προκύπτουν σοβαρά ζητήματα νομιμότητας της επίδικης σύμβασης αφού οι όροι της σύμβασης ημερ. 01/08/02 δεν επέτρεπαν στον Αιτητή να υπενοικιάσει το επίδικο υποστατικό σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή οργανισμό χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Δήμου Πάφου. Αποτελεί δηλαδή ισχυρισμό της Καθ’ ης η Αίτηση, ότι η επίδικη σύμβαση είναι παράνομη και ότι συνεπακόλουθα ο Αιτητής αποστερείται από του να επιζητεί ενδιάμεσα οφέλη τα οποία και προκύπτουν από την σύμβαση αυτή εφόσον μέσα από μια παράνομη πράξη δεν μπορεί να αντλούνται δικαιώματα. Σημειώνεται ότι μπορεί στην έκθεση Υπεράσπισης που έχει καταχωρηθεί οι πιο πάνω ισχυρισμοί να μην έχουν περιληφθεί, σύμφωνα όμως με την πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση, όλα τα πιο πάνω γεγονότα περιήλθαν εις γνώση της σε μεταγενέστερο στάδιο, εξ ου δε και καταχωρήθηκε η αίτηση τροποποίησης την 22/09/23 με σκοπό να συμπεριληφθούν οι εν λόγω ισχυρισμοί στην έκθεση Υπεράσπισης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση των ισχυρισμών που έχουν προβληθεί για να προβεί σε ευρήματα επί της Υπεράσπισης της Καθ’ ης η Αίτηση και δεν μπορεί να μετατραπεί η παρούσα διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης. Είναι απλά αρκετό να αποκαλυφθεί Υπεράσπιση περισσότερο από σκιώδης, οπότε και θα πρέπει να δίδεται άδεια προς Υπεράσπιση (βλ. Λαζάρου κα. ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ 817).

Υπό το φως λοιπόν των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου δια μέσω της μαρτυρίας της Καθ’ ης η Αίτηση, κρίνω ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελεί καθαρή περίπτωση στην οποία να μπορεί να αποστερηθεί από την τελευταία η δυνατότητα να προβληθεί η Υπεράσπιση της καθότι διαφαίνεται ότι κατέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό δικάσιμο θέμα. Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει νομικά ζητήματα που αφορούν την νομιμότητα της επίδικης σύμβασης ενόψει της ύπαρξης προηγούμενης σύμβασης του Αιτητή μαζί με τον Δήμο Πάφου. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι οι ισχυρισμοί που τέθηκαν από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση τόσο σε ότι αφορά την ύπαρξη της σύμβασης ημερ. 01/8/2002 όσο και σε ότι αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης και πιο συγκεκριμένα τον όρο 5θ, 5ι, 5σ δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον Αιτηή αλλά ούτε έχει αμφισβητηθεί ότι η Καθ΄ης η Αίτηση έχει καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση της Υπεράσπισης που έχει ήδη καταχωρήσει με σκοπό να συμπεριληφθούν τα νέα δεδομένα που προέκυψαν κατά την θέση της μεταγενέστερα. Αρκεί λοιπόν εν προκειμένω το γεγονός ότι η Καθ’ ης η Αίτηση παρουσιάζει μια βάσιμη γραμμή Υπεράσπισης η οποία στηρίζεται σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς και θέσεις ως ανωτέρω παρατίθενται, τους οποίους θεωρώ ότι θα πρέπει να της δοθεί η ευκαιρία να υπερασπιστεί στην Αγωγή που εκκρεμεί εναντίον της.

 

Ως εκ τούτου, οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης επιτυγχάνουν και άρα η υπό κρίση Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση.  Συνακόλουθα, η Αίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση- Εναγομένης και εναντίον του Αιτητή – Ενάγοντα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

                                                        (Υπ.) ……………………………….

                                                              Σ. Συμεού, Ε.Δ

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο