ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

   Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 60/2022 I-Justice

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

 

Αναφορικά με την ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ (Α.Δ.Τ. χχχ) από την Πάφο – Χρεώστιδα   

 

 

Αίτηση από: THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED,

από τη Λευκωσία – Πιστώτρια

 

Ημερομηνία: 15.03.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια - Πιστώτρια: κα Μ. Μηλιώτου για Κούσιος Κορφιώτης

       Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ης η αίτηση - Χρεώστιδα: κος Χ. Ζόππος  

 

                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

Στα πλαίσια των προνοιών του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν. 65(Ι)/2015 - στο εξής «ο Νόμος»), η Χρεώστιδα, κατόπιν αίτησης ημερ. 28.06.22, αποτάθηκε στο Δικαστήριο μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας (Επίσημος Παραλήπτης) και στις 06.07.22 εξασφάλισε προστατευτικό διάταγμα, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε μέχρι και τις 13.01.23.

 

Ακολούθησε γραπτή ενημέρωση των καθορισμένων πιστωτών από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος, από τους οποίους στις 11.07.22 ζητήθηκε επαλήθευση των οφειλών της Χρεώστιδας. Επίσης μέσα από την ίδια επιστολή τους ζητήθηκε εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

 

Η «Πιστώτρια» ανταποκρίθηκε αποστέλλοντας σε ένορκη δήλωση ημερ. 27.07.22 την ζητούμενη από το νόμο επαλήθευση των οφειλών της Χρεώστιδας (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Ν.65(Ι)/2015). Η σχετική επαλήθευση χρέους έγινε αποδεκτή από το σύμβουλο αφερεγγυότητας στα πλαίσια επιστολής του ημερ. 28.07.22. Σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους της Πιστώτριας, το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται μέχρι τις 23.05.22 στα €882.385,85.

 

Επιπλέον εκτιμήθηκε η αγοραία αξία κατοικίας που βρίσκεται εντός του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/9411 στην Γεροσκήπου της επαρχίας Πάφου, επί του οποίου η Χρεώστιδα διαθέτει ½ εγγεγραμμένο μερίδιο. Το εγγεγραμμένο μερίδιο της Χρεώστιδας είναι υποθηκευμένο προς όφελος της Πιστώτριας. Με βάση την εκτίμηση ημερ. 19.07.19 από μέρους της Πιστώτριας που έγινε αποδεκτή από την Χρεώστιδα, η αγοραία αξία του υποθηκευμένου ακινήτου ανέρχεται στα €270.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης του ακινήτου ανέρχεται στα €202.500.

 

Σε ότι αφορά το εξασφαλισμένο χρέος, αυτό ανέρχεται στα €270.000 ενώ το συνολικό ανεξασφάλιστο χρέος ανέρχεται στα €612.385,85 (συνολικό χρέος €882.385,85).  

 

Στη συνέχεια ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ετοίμασε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής εκ μέρους και για λογαριασμό της Χρεώστιδας (στο εξής το «ΠΣΑ»), το οποίο πρότεινε για εξέταση στη συνέλευση των πιστωτών που πραγματοποιήθηκε στις 17.11.22. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αρνητικό στην πρόταση για έγκριση του προτεινόμενου ΠΣΑ, το οποίο και απορρίφθηκε από την Πιστώτρια (μοναδική πιστώτρια).

 

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την Χρεώστιδα στις 11.01.23 στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης με την οποίαν στις 13.01.23 ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος με το οποίο επιβλήθηκε στην καθορισμένη Πιστώτρια το προτεινόμενο ΠΣΑ που είχε απορριφθεί στη συνέλευση των πιστωτών (στο εξής το «διάταγμα επιβολής»).

 

Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες περιέχονται στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον ανάτρεξα για καλύτερη αντίληψη του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος επιβολής, στις 10.02.23 καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση στην οποίαν η Πιστώτρια επιδιώκει ακύρωση του εν λόγω διατάγματος. 

 

Νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι ουσιαστικά πρόνοιες του Ν.65(Ι)/2015 και κανονισμοί του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (5/2016).  

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Πιστώτρια δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Αβραάμ Χριστοδούλου, πρώην λειτουργού της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ (στο εξής η «Τράπεζα Κύπρου») και από τον Δεκέμβριο 2022 μέχρι σήμερα δικαστηριακού λειτουργού της εταιρείας Themis Portfolio Management Limited, η οποία είναι θυγατρική της Πιστώτριας. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ουσιαστικά καταγράφονται και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επιβολής. Ωστόσο μέσα από την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Πιστώτριας οι λόγοι αυτοί περιορίστηκαν στους πιο κάτω:

(1)        Δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 του Νόμου υπό την έννοια ότι:

(α)       δεν προκύπτει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή της Χρεώστιδας στον εν λόγω διακανονισμό θα την διευκολύνει να καταστεί φερέγγυα εντός των επόμενων πέντε ετών, δηλαδή το επίμαχο ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο,

(β)       υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων της Χρεώστιδας.

(2)        Δεν πληρούνται πρόνοιες του άρθρου 72 του Νόμου υπό την έννοια ότι:

 (α)      η Χρεώστιδα δεν αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής της κατάστασης συνεπεία γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των εισοδημάτων της κατά τουλάχιστον 25% (εδάφιο 1(ε)),

(β)       η Χρεώστιδα δεν υπέβαλε την αίτηση για έκδοση διατάγματος επιβολής του προτεινόμενου ΠΣΑ καλή τη πίστη (δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 72(1)) επειδή παραπλάνησε το Δικαστήριο επί σημαντικών γεγονότων από το οποίο επίσης απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα.

(3)        Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 33 του Νόμου υπό την έννοια ότι από τη στιγμή που υπάρχουν συνοφειλέτες η αίτηση επιβολής ΠΣΑ έπρεπε να είχε γίνει είτε από όλους τους συνοφειλέτες είτε από κανένα.

(4)        Το επίμαχο ΠΣΑ δεν θέτει την Πιστώτρια στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποίαν αυτή θα βρισκόταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου (Κεφ.5), εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών (άρθρο 73).

(5)        Το επίμαχο ΠΣΑ δεν περιέχει δίκαιες διατάξεις.

 

Η Χρεώστιδα αντέδρασε στις 03.07.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 21 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται με κάποιους άλλους λόγους, ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης εδράζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, σε άρθρα του Ν.65(Ι)/2015, σε Κανονισμούς του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016), σε άρθρα του Κεφ. 5, σε συμφυή εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση της Χρεώστιδας, στην οποίαν επισυνάπτονται έγγραφα προς ενίσχυση της. Μέσα από το περιεχόμενο της ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και εξηγούνται οι λόγοι ένστασης και υπάρχουν αναφορές που υποδεικνύουν γιατί, κατά τη γνώμη της Χρεώστιδας, το αιτούμενο διάταγμα δεν πρέπει να εκδοθεί.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των πολυσέλιδων ενόρκως δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η εκδίκαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα επισυνημμένα σ’ αυτές τεκμήρια αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο προς απόδειξη των εκδοχών των μερών.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με σχολιασμό των βασικών αρχών του Νόμου και με παραπομπή σε διάφορα άρθρα και κανονισμούς σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το αντικείμενο εκδίκασης, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στο σημείο αυτό θεωρώ σημαντικό να αναφέρω επιγραμματικά γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί, όπως αυτά εξόφθαλμα προκύπτουν από το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου. Αυτά είναι:

(α)       Τα έτη 2007 και 2008 η Τράπεζα Κύπρου, δυνάμει συμφωνητικού εγγράφου, παραχώρησε στη Χρεώστιδα και στο σύζυγο της πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τη μορφή δύο δανείων.

(β)       Για τη διαχείριση των δύο δανείων ανοίχτηκαν δύο λογαριασμοί (στο εξής ο «1ος λογαριασμός» και ο «2ος λογαριασμός»).

(γ)        Ως εξασφάλιση για τις χορηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις η Τράπεζα Κύπρου ενέγραψε προς όφελος της τις υποθήκες Υ1231/2007 & Υ4271/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου και αφορά το ίδιο ακίνητο.

(δ)        Το υποθηκευμένο ακίνητο προέκυψε μετά από διαχωρισμό και αφορά οικόπεδο, οδός Ασπρογής, Δήμος Γεροσκήπου, επαρχία Πάφου, αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ. 51/12 (τμήμα Ο-Α), τεμάχιο [ ] με εγγεγραμμένο μερίδιο ½ της Χρεώστιδας που υποθηκεύτηκε ολόκληρο.

(ε)        Εντός του πιο πάνω διαχωρισμένου ακινήτου βρίσκεται η κατοικία της Χρεώστιδας.   

(στ)      Επειδή προέκυψαν διαφορές μεταξύ της Τράπεζας, της Χρεώστιδας και του συζύγου της, η Τράπεζα με επιστολές της ημερ. 07.01.11 και 13.01.11 αντίστοιχα προχώρησε σε τερματισμό της συμφωνίας και της λειτουργίας των δύο λογαριασμών, καθιστώντας απαιτητό ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο τους.

(ζ)        Ακολούθως η Τράπεζα καταχώρησε την αγωγή αρ. 2314/11 στο Ε.Δ. Πάφου στην οποίαν στις 15.12.11 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της και εναντίον της Χρεώστιδας και του συζύγου της, μεταξύ άλλων, για το ποσό των €222.173,36 πλέον τόκο προς 10,75% ετησίως επί ποσού €221.958,36 από 04.07.11 μέχρι εξόφλησης του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και για το ποσό των €62.941,53 πλέον τόκο προς 10,75% ετησίως επί ποσού €62.916,38 από 04.07.11 μέχρι εξόφλησης του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους, πλέον έξοδα που έχουν υπολογιστεί (Τεκμήριο 6 ΕΔ Χριστοδούλου).

(η)        Περαιτέρω στην ίδια απόφαση εκδόθηκε διάταγμα πώλησης του πιο πάνω ακινήτου που βαρύνεται με τις υποθήκες Υ1231/2007 & Υ4271/2007 επί όλου του εγγεγραμμένου μεριδίου της Χρεώστιδας (½).                     

(θ)        Η Πιστώτρια είναι εταιρεία εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων, η οποία συστάθηκε νόμιμα και λειτουργεί σύμφωνα με το Κεφ.113 με έδρα την Λευκωσία.

(ι)         Η Πιστώτρια έχει αδειοδοτηθεί και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα.

(κ)        Η Themis Portfolio Management Limited είναι εταιρεία εξ’ ολοκλήρου θυγατρική της Πιστώτριας.

(λ)        Στο μεταξύ, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 18 του Ν.169(Ι)/2015 και δυνάμει των προνοιών του Σχεδίου Διακανονισμού που επικυρώθηκε στις 04.06.21 από το Ε.Δ. Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης αρ. 320/2021 και τέθηκε σε ισχύ στις 08.06.21, η Τράπεζα Κύπρου μεταβίβασε στην Πιστώτρια, μεταξύ άλλων, πιστωτικές διευκολύνσεις, δικαιώματα που απορρέουν από εξ’ αποφάσεως χρέη και τις εξασφαλίσεις/εγγυήσεις αυτών, μία εκ των οποίων είναι και η παρούσα υπόθεση.

(μ)        Δυνάμει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών και διαχείρισης δανείων/πιστωτικών διευκολύνσεων μεταξύ της Πιστώτριας και της εταιρείας Themis Portfolio Management Limited, η τελευταία ενεργεί για λογαριασμό της πρώτης αναλαμβάνοντας τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συμφωνιών δανείων και εξασφαλίσεων/εγγυήσεων που έχουν μεταφερθεί από την Τράπεζα Κύπρου στην Πιστώτρια, μία εκ των οποίων είναι και η παρούσα υπόθεση.

(ν)        Το διάταγμα ημερ. 13.01.23 με το οποίο επιβλήθηκε στην καθορισμένη Πιστώτρια το προτεινόμενο ΠΣΑ που είχε απορριφθεί στη συνέλευση των πιστωτών, επιδόθηκε στην Πιστώτρια στις 26.01.23.

 

 Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Επίσης ευρήματα Δικαστηρίου αποτελούν όλα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως και έχουν αντληθεί μέσα από την έρευνα του Δικαστηρίου επί του φακέλου της υπόθεσης.   

 

Στρέφομαι στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί. Ακόμη, όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, για καλύτερη εξακρίβωση όλων των γεγονότων που έχουν διαδραματιστεί έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα.

 

Κατ’ αρχάς θα ασχοληθώ με τη θέση της Χρεώστιδας ότι η υπό κρίση αίτηση είναι κατά νόμο και ουσία αβάσιμη, αστήρικτη, παράτυπη και αντικανονική. Η εν λόγω τοποθέτηση της Χρεώστιδας περιέχεται στον 1ο λόγο ένστασης. Να σημειωθεί ότι η Πιστώτρια, όπως γίνεται αντιληπτό από τη διατύπωση των γραπτών θέσεων της, διαφωνεί με την προβαλλόμενη αυτή θέση.

  Ο λόγος αυτός ένστασης περιλαμβάνει δύο πτυχές.

 

Πρώτη πτυχή είναι ότι η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη. Με κάθε σεβασμό στην Χρεώστιδα η εν λόγω τοποθέτηση της συνιστά υποκειμενικό συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το μέρος αυτό του λόγου ένστασης δεν έχει έρεισμα.

 

Δεύτερη πτυχή είναι ο ισχυρισμός ότι η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική. Εξετάζοντας τη θέση αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση και καμία νομική επιχειρηματολογία για το θέμα αυτό έχει γίνει από τον συνήγορο της Χρεώστιδας στην γραπτή αγόρευση του προς στοιχειοθέτηση της τοποθέτησης πως η παρούσα αίτηση πάσχει νομικά ή έστω που αυτή υστερεί νομικά.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι καταθέτοντας τη γραπτή αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος της Χρεώστριας υπέβαλε προφορικά ότι η υπό κρίση αίτηση δεν συνάδει με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016) επειδή στο σώμα του εγγράφου δεν αναφέρονται οι λόγοι επί τους οποίους αυτό προωθείται.

 

Παρόλο ότι η παρούσα εκ των υστέρων αναφορά του συνηγόρου της Χρεώστιδας δεν διευκρινίζεται ή συγκεκριμενοποιείται μέσα από την ένσταση όπως θα έπρεπε, εντούτοις το Δικαστήριο θα την εξετάσει. Με κάθε σεβασμό η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο Κανονισμός 24 του ΔΚ 5/2016 που ασχολείται με το δικονομικό πλαίσιο και περιλαμβάνεται στο σώμα της νομικής βάσης της υπό κρίση αίτησης σημειώνει στο εδάφιο (α) αυτού τα εξής:

«Η δυνάμει του άρθρου 75 (5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.»       

 

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι σε αιτήσεις ακύρωσης διατάγματος επιβολής ΠΣΑ οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται η προώθηση τους αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που θα πρέπει να τη συνοδεύει. Εδώ αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Έχοντας αναγνώσει το περιεχόμενο της εντοπίζονται με ευκολία οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η υπό κρίση αίτηση.

 

Σε τελευταία ανάλυση θα έλεγα ότι η εν λόγω αίτηση είναι στον τύπο που προβλέπεται. Επίσης, όπως ήδη έχει λεχθεί, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση αρμοδίου υπαλλήλου της Πιστώτριας η οποία είναι αυτή που προωθεί την αίτηση, στην οποίαν φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους αυτή βασίζεται.

 

Σε ότι αφορά το χρόνο που η αίτηση καταχωρίστηκε, ο Ν.65(Ι)/2015 παρέχει δικαίωμα σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τις κατηγορίες των οποίων προσδιορίζει, να προσφύγει στο Δικαστήριο στα πλαίσια αίτησης που δύναται να καταχωρίσει εντός συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας που καθορίζεται με σκοπό την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επιβολής. Παραπέμπω στο άρθρο 72(5) του Νόμου που αναφέρει τα εξής:

«Οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο (4) [καθορισμένοι πιστωτές, εγγυητές, σύμβουλος αφερεγγυότητας και Υπηρεσία Αφερεγγυότητας] δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου [διάταγμα επιβολής] εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.»

 

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Σχετικός ακόμη είναι και ο Κανονισμός 24(α) του ΔΚ5/2015, στον οποίον και παραπέμπω.

 

Από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου και κανονισμού προκύπτει ξεκάθαρα ότι ένας καθορισμένος πιστωτής δικαιούται να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο με την οποίαν να ζητεί ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ. Η χρονική προθεσμία που ο Νόμος επιτάσσει, εντός της οποίας ο καθορισμένος πιστωτής δικαιούται να ασκήσει το πιο πάνω νομοθετικό δικαίωμα του, καθορίζεται σε 15 ημέρες από την ημερομηνία που του γνωστοποιήθηκε η έκδοση του διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ που απορρίφθηκε στη συνέλευση των πιστωτών.

 

Ως προς το πότε η χρονική προθεσμία των 15 ημερών αρχίζει να κυλά, παραπέμπω στον περί Ερμηνείας Νόμου (Κεφ.1). Το άρθρο 2 της εν λόγω νομοθεσίας σημειώνει ότι όταν ο χρόνος αναφέρεται σε ημέρες σημαίνει καθαρές ημέρες. Παράλληλα το άρθρο 31 πραγματεύεται το ζήτημα της επιμέτρησης του χρόνου που μία νομοθεσία επιτάσσει για την τέλεση μίας ενέργειας ή πράξης. Συγκεκριμένα το εν λόγω άρθρο ρητά αναφέρει τα εξής:

«Στον υπολογισμό για τους σκοπούς Νόμου ή δημόσιου εγγράφου εκτός αν φαίνεται το αντίθετο-

(α) περίοδος ημερών από το συμβάν γεγονότος ή την εκτέλεση πράξης ή πράγματος θεωρείται ότι εξαιρεί την ημέρα κατά την οποία το συμβάν λαμβάνει χώρα ή η πράξη ή το πράγμα γίνεται·

 

…»

 

[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι η Πιστώτρια που είναι ο αιτητής στην υπό κρίση αίτηση, είναι, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, καθορισμένος πιστωτής της Χρεώστριας. Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των μερών ότι η Πιστώτρια έλαβε γνώση για την έκδοση του διατάγματος επιβολής του επίμαχου ΠΣΑ στις 26.01.23 όταν της επιδόθηκε το σχετικό διάταγμα. Η δε υπό κρίση αίτηση, όπως διαπιστώνεται από το δικαστηριακό φάκελο, καταχωρίστηκε στις 10.02.23. Πρόκειται για δεδομένα που δεν αμφισβητούνται.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα στοιχεία, προκύπτει ότι η Πιστώτρια είχε δικαίωμα να καταχωρήσει την υπό κρίση αίτηση εντός 15 ημερών από τις 27.01.23, δηλαδή από την ημερομηνία που είναι η επόμενη ημέρα που της επιδόθηκε το διάταγμα επιβολής. Εφαρμόζοντας το προαναφερόμενο νομικό πλαίσιο, καθίσταται αντιληπτό ότι η προθεσμία καταχώρησης είναι 15 καθαρές ημέρες, η επιμέτρηση της οποίας ξεκινά από την επόμενη ημέρα της πληροφόρησης, δηλαδή από τις 27.01.23 που είναι η πρώτη ημέρα της προθεσμίας. Με γνώμονα ότι η ημερομηνία καταχώρησης είναι η 10η Φεβρουαρίου 2022, παρατηρώ ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε την 15η ημέρα, δηλαδή την τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Έπεται ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα.

 

Επομένως βρίσκω ότι ικανοποιούνται όλες οι δικονομικές απαιτήσεις. Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος στην ολότητα του.

 

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε σχέση με την πρώτη πτυχή του 1ου λόγου ένστασης τυγχάνει εφαρμογής και στον 8ο λόγο ένστασης με τον οποίον η Χρεώστιδα επικαλείται ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στο σώμα της υπό κρίση αίτησης και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει είναι αναληθείς και αβάσιμοι. Απλά παραπέμπω σ’ αυτό χωρίς να χρειάζεται οτιδήποτε περαιτέρω να σημειωθεί. Στη βάση της ίδιας εξήγησης ο λόγος αυτός ένστασης δεν έχει έρεισμα και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

Με τον 2ο λόγο ένστασης η Χρεώστρια ισχυρίζεται ότι είναι κακόπιστη και καταχρηστική. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της κακοπιστίας η Χρεώστρια επικαλείται τη μη υποβολή παρατηρήσεων, εισηγήσεων ή τροποποιήσεων επί του προτεινόμενου ΠΣΑ από μέρους της Πιστώτριας τόσο όταν τους ζητήθηκε να το πράξουν όσο και κατά τη συνέλευση των πιστωτών. Επίσης κατά τη γνώμη της Χρεώστριας υπάρχει κακοπιστία από το γεγονός ότι η Πιστώτρια δεν έχει προτείνει λύση αναδιάρθρωσης στο οικονομικό πρόβλημα της. Σε ότι δε αφορά τον ισχυρισμό περί κατάχρησης, είναι η θέση της Χρεώστριας ότι η Πιστώτρια είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις αναφορές της και να προσβάλει τη διαδικασία από το στάδιο του προστατευτικού διατάγματος ώστε να μην δημιουργηθούν έξοδα.

 

Με κάθε σεβασμό δεν συμμερίζομαι τις πιο πάνω θέσεις της Χρεώστριας. Το ότι η Πιστώτρια δεν πρότεινε εισηγήσεις και τροποποιήσεις στο ΠΣΑ δεν καταδεικνύει κακοπιστία από μέρους της. Η μετέπειτα στάση της Πιστώτριας να απορρίψει το προτεινόμενο ΠΣΑ στη συνέλευση των πιστωτών φανερώνει ότι η Πιστώτρια δεν διαβλέπει λύση του προβλήματος με τη χρήση ΠΣΑ και ούτε πιστεύει ότι με οποιαδήποτε τροποποίηση του υπάρχει προοπτική επιτυχίας. Το ότι η Πιστώτρια δεν εισηγήθηκε συγκεκριμένο τρόπο για αναδιάρθρωση του χρέους της Χρεώστριας δεν της στερεί το νομοθετικό δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 72(5) του Ν.65(Ι)/2015. Ούτε το δικαίωμα της να προσφύγει στο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση του διατάγματος επιβολής διαγράφεται ή εξαρτάται από αν η Πιστώτρια μπορούσε να προσβάλει τη διαδικασία σε ενωρίτερο στάδιο για διαφορετικό λόγο. 

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 72(5) του Ν.65(Ι)/2015 είναι σαφείς ως προς το πότε και για ποιο λόγο εφαρμόζονται. Στην προκειμένη περίπτωση η Πιστώτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση ασκώντας το δικαίωμα της αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανυπόστατος στην ολότητα του.

 

Τα προαναφερόμενα συμπαρασύρουν σε αποτυχία τον 11ο λόγο ένστασης με τον οποίον η Χρεώστρια επικαλέστηκε ότι η Πιστώτρια ενέργησε με κακή πίστη ως προς το ενδεχόμενο έγκρισης του προτεινόμενου ΠΣΑ συναινετικά.

 

Τα όσα έχω αναφέρει βρίσκουν έρεισμα στον 17ο λόγο ένστασης. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε επιπρόσθετο. Με βάση το ίδιο σκεπτικό ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Ομοίως τα πιο πάνω εφαρμόζονται στον 18ο λόγο ένστασης με τον οποίον η Χρεώστρια παραπονιέται ότι η Πιστώτρια κωλύεται δια διαγωγής και/ή εγγράφων και/ή συμπεριφοράς να προβάλλει ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση και να ζητεί την ακύρωση του διατάγματος επιβολής του προτεινόμενου ΠΣΑ. Το γεγονός ότι η Πιστώτρια δεν έθεσε οποιοδήποτε ερώτημα ή προβληματισμό και δεν ζήτησε οποιαδήποτε διευκρίνιση επί του προτεινόμενου ΠΣΑ στη συνέλευση πιστωτών δεν την εμποδίζει από του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα που πηγάζει από το νόμο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Πιστώτρια παρουσιάστηκε στη συνέλευση πιστωτών και συμμετείχε στη ψηφοφορία. Η αρνητική της ψήφο και η απόρριψη του προτεινόμενου ΠΣΑ είναι γεγονός που της επιτρέπει να ασκήσει το δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 72(5) του Νόμου, πράγμα που έπραξε. Δεν εντοπίζω οποιοδήποτε κώλυμα από μέρους της Πιστώτριας για οποιοδήποτε ζήτημα με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός ένστασης να είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.         

 

Προχωρώ στην εξέταση του 5ου λόγου ένστασης με τον οποίον η Χρεώστρια παραπονιέται ότι η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι αόριστη και γενική.

 

Αν κάποιος αναγνώσει τη νομική βάση της παρούσας αίτησης κάθε άλλο παρά θα συμφωνήσει με την πιο πάνω θέση της Χρεώστριας. Στο σώμα της νομικής βάσης περιλαμβάνονται άρθρα του ουσιαστικού δικαίου και κανονισμοί που συγκροτούν το δικονομικό πλαίσιο της αίτησης. Ενδεικτικά παραπέμπω στα διάφορα άρθρα του Ν.65(Ι)/2015 που καταγράφονται συγκεκριμένα, περιλαμβανομένου των άρθρων 35, 46, 65, 72, 73 & 77 καθώς επίσης στους κανονισμούς 10 & 24 του  ΔΚ 5/2016. Θα έλεγα ότι η νομική βάση της αίτησης είναι σαφής και ολοκληρωμένη.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.              

 

Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το έτος 2012 οδήγησε στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα των οποίων δημιουργήθηκαν προβλήματα σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το κράτος έλαβε μια σειρά από έκτακτα ειδικά μέτρα, ένα από τα οποία είναι η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και σχετικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 μετά των συναφών τροποποιήσεων (Ν.65(Ι)/2015) και τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016).   

 

Όπως σημειώνεται στο προοίμιο της νομοθεσίας, οι χρεώστες ήταν αυτοί που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα δυσμενώς από τις συνέπειες της κρίσης. Τα μέτρα λήφθηκαν προκειμένου να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κατ’ επέκταση να επανεκκινήσει η οικονομία του νησιού. Περαιτέρω το κράτος προέβηκε σε ενέργειες για να αποτρέψει την μετακύλιση των επιπτώσεων της κρίσης στην ευρύτερη οικονομία και κοινωνία ώστε να προφυλαχτούν τα δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Προς το σκοπό αυτό αναζητήθηκε τρόπος να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες για να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους και καθορίστηκε διαδικασία ώστε, υπό προϋποθέσεις, να αποφεύγεται η πτώχευση τους προκειμένου να διευκολυνθεί η ενεργός συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την εφαρμογή του πλαισίου προστασίας των αφερέγγυων χρεωστών, οι πιστωτές δεν πρέπει να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποίαν θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 5. Το κράτος επιχείρησε να θεσπίσει μηχανισμό και να καθορίσει διαδικασία που να προστατεύουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων με στόχο να εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ τους και να κατανέμονται τα βάρη σ’ αυτούς κατά τρόπο δίκαιο.

 

Με τη νομοθεσία αυτή επιδιώχτηκε η εισαγωγή ενός μηχανισμού που να επιτρέπει σε ένα αφερέγγυο χρεώστη, εφόσον πληροί συγκεκριμένα κριτήρια, να πετύχει, υπό προϋποθέσεις, αναδιάρθρωση του χρέους του, ενώ την ίδια στιγμή να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των πιστωτών με τον τρόπο που εξηγήθηκε πιο πάνω. Το ΠΣΑ ετοιμάζεται κατά κανόνα από σύμβουλο αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται στη Συνέλευση Πιστωτών. Εκεί είτε εγκρίνεται είτε απορρίπτεται από τους Πιστωτές. Εάν το ΠΣΑ εγκριθεί από τους πιστωτές τότε τίθεται σε ισχύ εφόσον πρώτα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 61).

 

Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί από τους Πιστωτές στην Συνέλευση, όπως ισχύει στη δική μας υπόθεση, τότε εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 72(1) ο Χρεώστης δύναται να αιτηθεί μονομερώς στο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το ΠΣΑ που απέρριψαν στη συνέλευση. Σύμφωνα με το άρθρο 73(1), το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το διάταγμα µόνο στις περιπτώσεις που το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών. Ακόμη το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μόνο στις περιπτώσεις όπου το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο χρεώστης θα απωλέσει την ιδιοκτησία της κύριας κατοικίας του (άρθρο 73(4)). Η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος σε Πιστωτές θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα που προνοείται στο άρθρο 61 ή θα περιλαμβάνει τέτοιους όρους που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλους να επιβάλει (άρθρο 73(5)).

 

Για σκοπούς αξιολόγησης του κριτηρίου κατά πόσο το ΠΣΑ που έχει απορριφθεί από τους Πιστωτές, θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 73(2), λαμβάνει υπόψη την έκθεση την οποία εκδίδει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία που το δικαστήριο κρίνει σχετικά. Επίσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη για σκοπούς ενίσχυσης της δυνατότητας αποπληρωμής των χρεών του σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 74 (άρθρο 73(3)).

 

Με βάση το άρθρο 72(4) ο Χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους Πιστωτές, στους Εγγυητές, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας. Οποιοδήποτε δε από τα πιο πάνω πρόσωπα, ήτοι Πιστωτές, Εγγυητές, σύμβουλος αφερεγγυότητας και Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δύναται, δυνάμει του άρθρου 72(5), να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 77, το οποίο επίσης αφορά το μέρος της νομοθεσίας που πραγματεύεται περιπτώσεις μη συναινετικών ΠΣΑ, σημειώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 62-71 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε ΠΣΑ το οποίο επιβάλλεται κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθούνται, κατ’ αναλογία, οι πρόνοιες του άρθρου 65, μέσα από τις οποίες απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους δύναται να προσβληθεί το ΠΣΑ. Είναι οι εξής:

(α)       Ότι ο χρεώστης έχει µε τη συμπεριφορά του κατά τα δύο (2) έτη πριν από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, διευθετήσει τις οικονομικές του υποθέσεις µε τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να είναι ή να γίνει επιλέξιμος να υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής,

(β)        δεν υπήρξε συμμόρφωση µε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της µη ύπαρξης τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου σε σχέση µε την επαλήθευση σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 43, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(γ)        υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, η οποία παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του πιστωτή,

(δ)        ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35.

(ε)        ο χρεώστης έχει διαπράξει αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο προκαλεί ουσιαστική βλάβη στον πιστωτή,

(στ)      ο χρεώστης είχε συναλλαγή µε πρόσωπο η οποία έγινε κατά την περίοδο τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, η οποία δεν έγινε έναντι αξιόλογης αντιπαροχής και η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ανικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του, εξαιρουμένων των χρεών τα οποία οφείλονται στα πρόσωπα µε τα οποία ο χρεώστης είχε εισέλθει σε συναλλαγές οι οποίες δεν έγιναν έναντι αξιόλογης αντιπαροχής,

(ζ)        ο χρεώστης έδειξε προτίμηση δολίως σε πρόσωπο, τηρουμένων των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, κατά την περίοδο των τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του διαθέσιμου ποσού για την πληρωμή των χρεών του, εξαιρουμένων των χρεών που οφείλονται στο πρόσωπο στο οποίο δόθηκε η δόλια προτίμηση.

 

Τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό ΠΣΑ καταγράφονται στα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 72. Τα παραθέτω αυτούσια:

«72.-(1)           Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α)        ∆ιαγράφηκε µε το 16(α) του 85(Ι) του 2018.

(β)        τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισµένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη ∆ηµοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ)        η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ)        Διαγράφηκε µε το 16(δ) του 85(Ι) του 2018.

(ε)        ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονοµικής του κατάστασης ως αποτέλεσµα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυµβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσµα την ουσιαστική µείωση του εισοδήµατος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ)      ο σύµβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i)            οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων που ετοιµάστηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii)           ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιµότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ·και

(iii)          ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής δυνάµει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv)           το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσµα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v)           τηρούµενων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώµενων µελών της οικογένειάς του, χρησιµοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρέων του,

 

ο χρεώστης δύναται να αιτείται µονοµερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγµατος, µε το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου:

 

Νοείται ότι, ο χρεώστης δύναται να υποβάλει αίτηση δυνάµει του παρόντος άρθρου στο δικαστήριο, µόνο ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγµα το οποίο εκδίδεται δυνάµει του άρθρου 75:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του αυτή στο δικαστήριο, καλή τη πίστει.

(2)                    Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκµαίρεται ότι οποιαδήποτε µείωση στα εισοδήµατα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και µέχρι την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόµου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριµένα στην οικονοµική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής µπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονοµική κρίση.

(3)                    Για τον καθορισµό της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 44.»

 

Σε ότι αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας Χρεώστη ΠΣΑ κάτω από το άρθρο 35 που γίνεται αναφορά πιο πάνω, παρατίθενται και αυτά αυτούσια:

«(α)     έχει τη συνήθη του διαμονή στη ∆ημοκρατία: Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του στη ∆ημοκρατία μέχρι και τρία (3) χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν απαιτείται να πληροί το κριτήριο της συνήθους διαμονής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος·

(β)        είναι αφερέγγυος·

(γ)        υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, σύμφωνα µε την δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32·

(δ)        έχει συμπληρώσει την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων και υπέβαλε ένορκη δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι η κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων και εξόδων του είναι ακριβής και πλήρης·

(ε)        ο σύμβουλος αφερεγγυότητας του χρεώστη έχει συμπληρώσει τη γραπτή δήλωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ), του άρθρου 32, σε σχέση µε το χρεώστη·

(στ)      ο χρεώστης έχει συγκατατεθεί σε επιβεβαίωση των οικονομικών του στοιχείων από το Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28·

(ζ)        ο χρεώστης δεν είναι:

(i)         Πτωχεύσας ο οποίος δεν αποκαταστάθηκε·

(ii)        πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε και υπόκειται σε διάταγμα για πληρωμή μισθού ή αποδοχών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Πτώχευσης Νόμου.

(η)        ο χρεώστης:

(i)         ∆εν υπήρξε καθορισμένος χρεώστης σε προστατευτικό διάταγμα κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα (12) μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(ii)        δεν έχει απαλλαγεί από τα χρέη του δυνάμει ∆ιατάγματος Απαλλαγής Οφειλών, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(iii)       δεν έχει αποκατασταθεί, σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε (5) ετών, πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.»

 

Ολοκληρώνω τη νομική έρευνα παραθέτοντας αυτούσια τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις που πρέπει το ΠΣΑ να τηρεί, όπως αυτές καταγράφονται στο   άρθρο 46:

«(α)     Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής πρέπει να καθορίζει µε σαφήνεια τα εξασφαλισµένα και τα µη εξασφαλισµένα χρέη·

(β)        η µέγιστη διάρκεια του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής είναι εξήντα (60) µήνες και δύναται να παραταθεί για περαιτέρω περίοδο που δεν µπορεί να ξεπερνά τους δώδεκα (12) µήνες µόνο υπό τις περιστάσεις που ρητά καθορίζονται στους όρους και προϋποθέσεις του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής:

Νοείται ότι η µέγιστη διάρκεια των µηνιαίων δόσεων για αποπληρωµή εξασφαλισµένων χρεών δύναται να επεκτείνεται για περαιτέρω περίοδο, σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στον βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής·

(γ)        όταν ο χρεώστης συµµορφώνεται µε όλες του τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, κατά τη λήξη του εν λόγω σχεδίου δεν απαλλάσσεται από τα εξασφαλισµένα χρέη του που καλύπτονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και συνεχίζει να υπέχει υποχρέωσης προς εξόφληση των εν λόγω χρεών σύµφωνα µε τους όρους και προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στο βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτό·

(δ)        οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής Προσωπικού πρέπει να έχουν ως αποτέλεσµα να θέσουν τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών, εκτός εάν ληφθεί η συγκατάθεση του πιστωτή για την επίτευξη διαφορετικού αποτελέσµατος:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, δεν εφαρµόζεται και δεν λαµβάνεται υπόψη η προτεραιότητα πληρωµής χρεών προς τη ∆ηµοκρατία ή τις αρχές τοπικής διοίκησης, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 του περί Πτώχευσης Νόµου·

(ε)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν απαιτεί από το χρεώστη να πωλεί οποιαδήποτε βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείµενα εξοπλισµού που χρησιµοποιούνται από το χρεώστη και τα οποία λογικά είναι αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρηση του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά στην εν λόγω πώληση·

(στ)      το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν περιέχει όρους οι οποίοι να απαιτούν από το χρεώστη να κάνει πληρωµές τέτοιου ύψους ώστε ο χρεώστης να µην έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης για τον εαυτό του και για τα µέλη της οικογένειάς του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά·

(ζ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει

(i)         πληρωµές για την κάλυψη των δαπανών και εξόδων του συµβούλου αφερεγγυότητας που σχετίζονται µε τα θέµατα που αναφέρονται στον Τίτλο Ι του παρόντος Κεφαλαίου και στη συνεχή διαχείριση του Σχεδίου, σύµφωνα µε τους περί Συµβούλων Αφερεγγυότητας Κανονισµούς του 2015.

(ii)        την πληρωµή των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων που προκύπτουν για το χρεώστη, αναφορικά µε οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες αυτός προέβη, κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο διαχείρισης του Σχεδίου· και ότι-

(I)            τέτοιες φορολογικές υποχρεώσεις του χρεώστη πληρώνονται κατά προτεραιότητα σε σχέση µε οποιεσδήποτε άλλες πληρωµές σε καθορισµένους πιστωτές· και

(II)          (II) οποιαδήποτε παράλειψη του χρεώστη να συµµορφωθεί µε τους όρους του Σχεδίου αναφορικά µε τέτοιες υποχρεώσεις συνιστά παράβαση του Σχεδίου η οποία δίνει δικαίωµα στον Έφορο Φορολογίας να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 36 να αποδεχθεί τον συµβιβασµό που περιλαµβάνεται στο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, όπου αυτό εφαρµόζεται·

(iii)       υποδεικνύει το ενδεχόµενο ύψος των τελών, εξόδων και δαπανών που θα πραγµατοποιηθούν ή όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τη βάση επί της οποίας τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες υπολογίζονται· και

(iv)       προσδιορίζει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία καταβάλλουν τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες και τον τρόπο µε τον οποίο καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν

(η)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει τον τρόπο µε τον οποίο τα χρέη του χρεώστη θα αντιµετωπίζονται σε περίπτωση θανάτου ή διανοητικής ανικανότητάς του, σύµφωνα µε τις διατάξεις, της οικείας νοµοθεσίας·

(θ)        υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 50, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής διασφαλίζει ότι ο χρεώστης δεν διαθέτει όλα του τα δικαιώµατα επί της κύριας κατοικίας του, περιλαµβανοµένης της κατοχής τέτοιας κατοικίας·

(ι)         το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι οι περιστάσεις και συνθήκες του χρεώστη αναθεωρούνται από τον σύµβουλο αφερεγγυότητας σε τακτά χρονικά διαστήµατα, τα οποία καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, και τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν µπορούν να είναι µεγαλύτερα των δώδεκα (12) µηνών, κατά τη διάρκεια της περιόδου που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής είναι σε ισχύ:

Νοείται ότι, η υποχρέωση αναθέωρησης των περιστάσεων και συνθηκών του χρεώστη παύει να υφίσταται σε περίπτωση τερµατισµού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 68 ή 69 του παρόντος Νόµου.

(κ)        Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι η αναθεώρηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), περιλαµβάνει την ετοιµασία από το χρεώστη νέας Κατάστασης Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων για την περίοδο υπό αναθεώρηση, αντίγραφο της οποίας συνοδευόµενο από δήλωση του συµβούλου αφερεγγυότητας ως προς το κατά πόσο θεωρεί µε βάση τα γεγονότα και δεδοµένα που είναι σε γνώση του την εν λόγω κατάσταση πλήρη και ακριβή, θα αποστέλλεται από το σύµβουλο αφερεγγυότητας σε κάθε καθορισµένο πιστωτή.

(λ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει για τον τρόπο διαχείρισης της εξασφάλισης που κατέχεται από εξασφαλισµένο καθορισµένο πιστωτή, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 48 µέχρι 51.

(µ)        Οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες ο σύµβουλος αφερεγγυότητας υποχρεούται να προτείνει τροποποίησή του σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 64.

(3)        Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δύναται να εκδίδει Κώδικα Πρακτικής για σκοπούς κατεύθυνσης ως προς την εφαρµογή οποιωνδήποτε από τα θέµατα που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(4)        Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) και χωρίς επηρεασµό των διατάξεων του εδαφίου (3), κατά τον υπολογισµό του κατά πόσο ο χρεώστης θα έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης γι’ αυτόν και για τα µέλη της οικογένειας του, στο πλαίσιο του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, θα λαµβάνονται υπόψη οι κατευθυντήριες γραµµές που εκδίδονται δυνάµει των διατάξεων του      άρθρου 8.»

 

Καθοδηγούμενος από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο προχωρώ ευθύς να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης που αφορά το προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Στο σημείο αυτό οφείλω να αναφέρω ότι το προτεινόμενο ΠΣΑ και κάθε ένα τέτοιο έγγραφο, για να έχει προοπτική αποδοχής πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται μέσα από τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Ένα ουσιώδες θέμα που χρήζει εξέτασης είναι εάν τα προσωπικά εισοδήματα της Χρεώστιδας έχουν μειωθεί κατά τουλάχιστον 25% ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου της, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

 

Το άρθρο 72 του Νόμου σημειώνει τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό ΠΣΑ, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση. Ένα από τα κριτήρια περιέχεται στο εδάφιο (1)(ε) του εν λόγω άρθρου. Η Χρεώστιδα καλείται να δείξει ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής της κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου της, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος που είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος της κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο.

Πρόκειται για μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί το προτεινόμενο ΠΣΑ, το οποίο απορρίφθηκε από την Πιστώτρια στη συνέλευση πιστωτών, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του σ’ αυτήν. Πρώτη πτυχή είναι η οικονομική κατάσταση της Χρεώστιδας να έχει χειροτερέψει. Δεύτερη πτυχή είναι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης να οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου της Χρεώστιδας. Τρίτη πτυχή είναι η επιδείνωση της κατάστασης να οδηγεί σε μείωση εισοδημάτων όχι μικρότερο του 25% και τέταρτη πτυχή αυτά να δημιουργούν αδυναμία στην Χρεώστιδα να πληρώσει τα χρέη της.

 

Η δυνατότητα απόδειξης τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο εξετάζεται στα πλαίσια του ισχυρισμού της Πιστώτριας. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 72, οι οποίες όμως δεν διαφοροποιούν τη σημασία του πιο πάνω. Εκείνο που προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις του εν λόγω άρθρου είναι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου ότι οποιαδήποτε τυχόν μείωση παρατηρηθεί στα εισοδήματα της Χρεώστιδας την περίοδο 2012 μέχρι τη θέσπιση του Νόμου οφείλεται σε καταστάσεις και γεγονότα που ήταν εκτός του ελέγχου της. Η περίοδος που καθορίζεται ρητά από τη νομοθεσία αφορά την χρονική διάρκεια της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Κύπρο και είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι γεγονότα και καταστάσεις που προκάλεσαν μείωση τα εισοδήματα της Χρεώστιδας εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος οφείλονται στην οικονομική κρίση. Το μαχητό τεκμήριο ανατρέπεται εκεί που η Πιστώτρια μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίον η Χρεώστιδα αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της είναι άλλος από την οικονομική κρίση (άρθρο 72(2)).

 

Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει η υποχρέωση της Χρεώστιδας να αποδείξει μείωση των εισοδημάτων της για την περίοδο από το έτος 2012 μέχρι τουλάχιστο 28.06.22 που καταχωρίστηκε η αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος. Αυτό γίνεται, ως ήδη λέχθηκε, με την προσκόμιση στοιχείων. Αφετηρία εξέτασης του κριτηρίου αυτού αποτελεί ο προσδιορισμός των εισοδημάτων της Χρεώστιδας.

 

 

Προς υποστήριξη της θέσης της η Χρεώστιδα παρουσίασε καταστάσεις από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αρκετό επειδή οι εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων ή έστω συμπερασμάτων ως προς τα πραγματικά εισοδήματα κάποιου. Τέτοιες εισφορές καταδεικνύουν μόνο τη μισθοδοσία της Χρεώστιδας ως εργοδοτουμένης στον συγκεκριμένο εργοδότη που κατονομάζεται. Δεν δηλώνουν όμως άλλου είδους εισοδήματα όπως για παράδειγμα ενοίκια, μερίσματα από εταιρείες, από εμπορικές συναλλαγές (πωλήσεις αγαθών), παροχή άλλων υπηρεσιών, λήψη δωρεών κ.α. Τέτοιου είδους έσοδα δηλώνονται μόνο στα πλαίσια των φορολογικών δηλώσεων.

 

Το ύψος των εισοδημάτων της Χρεώστιδας αποτυπώνεται κατ’ έτος στην ετήσια φορολογική δήλωση της. Η φορολογική δήλωση είναι το επίσημο έγγραφο το οποίο περιέχει αναλυτικά τα διάφορα είδη εισοδημάτων και το ύψος κάθε ενός από αυτά που έχουν δηλωθεί από την Χρεώστιδα ότι λήφθηκαν από τον ίδιο για σκοπούς φορολόγησης της. Επομένως για να διαπιστωθεί εάν τα εισοδήματα της Χρεώστιδας πραγματικά έχουν μειωθεί, ως είναι η θέση της, απαιτείται η παρουσίαση των φορολογικών δηλώσεων της για τα έτη 2009 μέχρι τον Ιούνιο 2022 που είναι ο χρόνος πριν την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος.

 

Η Χρεώστιδα παρέλειψε να παρουσιάσει φορολογικές δηλώσεις των ετών που καλύπτουν την επίμαχη περίοδο. Επίσης η Χρεώστιδα παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου φορολογικές δηλώσεις του συζύγου της δεδομένου ότι η ίδια εμπλέκει τον σύζυγο της προκειμένου να δείξει μείωση εισοδημάτων σε οικογενειακό επίπεδο ισχυριζόμενη ότι αυτό αυτόματα καταδεικνύει μείωση των δικών της εισοδημάτων. Συνεπώς, χωρίς να εξετάζω αν η ανάμιξη / εμπλοκή έχει έρεισμα στο Νόμο, καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η Χρεώστιδα απέτυχε να αποδείξει ικανοποίηση του κριτηρίου αυτού ως όφειλε.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως όμως του πιο πάνω, ακόμη και να θεωρηθεί, για χάριν συζήτησης, επαρκές ως είδος αποδεικτικού στοιχείου η προσκόμιση από την Χρεώστιδα και του συζύγου της των καταστάσεων από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, θα έπρεπε να είχαν παρουσιάσει τέτοιες καταστάσεις μέχρι τον Ιούνιο 2022. Η Χρεώστιδα δεν έπραξε όμως ούτε αυτό. Εκείνο που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο για σκοπούς προώθησης του εν λόγω ισχυρισμού είναι καταστάσεις από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων που σημειώνουν τις αποδοχές της Χρεώστιδας από την εργοδότηση της μέχρι το έτος 2021 καθώς τις αποδοχές του συζύγου της από την δική του εργοδότηση επίσης μέχρι το έτος 2021. Η επισύναψη αυτών των επιπλέων στοιχείων, δηλαδή για το έτος 2022 (συγκεκριμένα μέχρι Ιούνιο 2022) είναι απαραίτητη προκειμένου να ελεγχτεί η αλήθεια του ισχυρισμού που προέβαλε για μείωση των εισοδημάτων της.

 

Η μη προσκόμιση των πιο πάνω στοιχείων από τον Χρεώστη μοιραία οδηγεί σε αποτυχία απόδειξης του προαναφερόμενου τετράπτυχου που απαιτείται από τις πρόνοιες του άρθρου 72(1)(ε). Στην ουσία, δεν αποδείχτηκε αν όντως υπήρξε η επικαλούμενη μείωση στο βαθμό και την έκταση που αυτή ισχυρίστηκε.

 

Ακόμη όμως και να γίνει δεκτό ότι υπήρξε η επικαλούμενη μείωση στο βαθμό και την έκταση που λέχθηκε, παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι λόγοι που οδήγησαν στην εν προκειμένω κατ’ επίκληση μείωση των εισοδημάτων της ώστε να κριθεί και εάν τούτη η επικαλούμενη μείωση οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν ελέγχονταν από την ίδια, ως αυτή ισχυρίζεται. Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχεία, όπως αυτά παρουσιάζονται στις επισυνημμένες καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έστω αν αυτές αφορούν μόνο την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2021, τόσο για την Χρεώστιδα όσο και για το σύζυγο της, δεν παρουσιάζεται ουσιαστική μείωση του εισοδήματος τους κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ως προϋποθέτει η νομοθεσία. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει εύκολα μέσα από μια απλή μαθηματική σύγκριση των αριθμών που σημειώνονται στις καταστάσεις του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.

 

Ένα άλλο επίδικο θέμα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει σχετίζεται με το ακριβές και πραγματικό ποσό που προκύπτει ως διαθέσιμη δόση στο προτεινόμενου ΠΣΑ με βάση το περιεχόμενο της κατάστασης προσωπικών οικονομικών στοιχείων (στο εξής «ΚΠΟΣ»). Στο έγγραφο αυτό η Χρεώστιδα δηλώνει μηνιαίο εισόδημα της το ποσό των €1.094,97 που προκύπτει από την εργασία της. Επιπλέον δηλώνει συνεισφορά από τον σύζυγο της ύψους €1.366,06, για τον οποίον δηλώνεται ότι εργάζεται. Από αυτά προκύπτει ότι το σύνολο των μηνιαίων εισοδημάτων και συνεισφορών της Χρεώστιδας ανέρχεται στα €2.461,03.

 

Σύμφωνα με την ίδια οικονομική κατάσταση (ΚΠΟΣ), η Χρεώστιδα δηλώνει ως μηνιαία λογικά έξοδα διαβίωσης της το ποσό των €750,10 και ως τέτοια της συζύγου της το ποσό των €375,05. Περαιτέρω δηλώνονται ως μηνιαία λογικά έξοδα του παιδιού της ηλικίας 16 ετών το ποσό των €375,05 και ως τέτοια για το άλλο τέκνο της ηλικίας 13 ετών το ποσό των €225,02. Επιπροσθέτως δηλώνονται τα εξής ποσά:

(α)       μηνιαία εισφορά κοινωνικών ασφαλίσεων - €90,88

(β)       κοινοτικοί φόροι/τέλη - €12,00

(γ)        μηνιαία εισφορά ΓΕΣΥ - €29,02

(δ)        μηνιαία εισφορά Ταμείου Προνοίας - €30,75

 

Επομένως τα μηνιαία λογικά έξοδα διαβίωσης της Χρεώστιδας και του συζύγου της και οι μηνιαίες αποκοπές / επιβαρύνσεις δηλώνονται ότι ανέρχονται συνολικά στα €1.887,77.

 

Στη βάση των πιο πάνω δηλώνεται ως διαθέσιμο εισόδημα για πληρωμή στην Πιστώτρια στο προτεινόμενο ΠΣΑ το ποσό των €573,26, το οποίο προκύπτει από την μαθηματική πράξη της αφαίρεσης του ποσού που αφορά τα μηνιαία λογικά έξοδα διαβίωσης της Χρεώστιδας και του συζύγου της και τις μηνιαίες αποκοπές / επιβαρύνσεις από το συνολικό ποσό των μηνιαίων εισοδημάτων και συνεισφορών της Χρεώστιδας.

 

Παρόλα αυτά το περιεχόμενο του προτεινόμενου ΠΣΑ δεν φαίνεται να πρεσβεύει την πραγματική εικόνα της κατάστασης που πρόκειται να διαμορφωθεί στην πορεία του χρονικού διαστήματος που θα διαρκέσουν οι πληρωμές. Με βάση το προτεινόμενο ΠΣΑ τους πρώτους 6 μήνες δεν θα πληρώνεται η δηλωθείσα διαθέσιμη δόση. Ακολούθως για 36 μήνες (πρώτα 3 χρόνια) θα πληρώνεται μηνιαία δόση ύψους €700. Ωστόσο δεν έχω αντιληφθεί από πού θα εξευρεθεί το επιπλέον ποσό των €126,74 που χρειάζεται για να αυξηθεί η καταβλητέα δόση από €573,26 σε €700 (€700 μείον €573,26). Ουδεμία αποκάλυψη και καμία αναφορά γίνεται ως προς την πιθανή πηγή προέλευσης του και συντήρηση της χρηματικής αύξησης. Σε τελευταία ανάλυση το ποσό αυτό δεν θα μπορεί να προέλθει από ενδεχόμενη αύξηση συνεισφοράς του συζύγου της Χρεώστριας ένεκα του ύψους των διαφόρων αποκοπών που σήμερα παρατηρούνται επί του μισθού του.     

 

Εν πάση περιπτώσει, για τους επόμενους 24 μήνες (2 χρόνια) που θα διαρκέσει το προτεινόμενο ΠΣΑ δηλώνεται ότι θα καταβάλλεται νέα αυξημένη μηνιαία δόση €1.075 (δηλαδή από €700 σε €1.075). Ούτε εδώ όμως αναφέρεται από πού θα εξευρεθεί το επιπλέον ποσό των €375 που χρειάζεται και πως θα επιτευχθεί συντήρηση της χρηματικής αύξησης (€1.075 μείον €700).

 

Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως προηγουμένως βρίσκουν έρεισμα και για την περίοδο μετά τη λήξη του προτεινόμενου ΠΣΑ όπου για τους επόμενους 384 μήνες (32 χρόνια) θα συνεχίσει η καταβολή μηνιαίας δόσης €1.075. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Οι πληρωμές που αφορούν το εξασφαλισμένο χρέος των €270.000 βασίζονται σε χρήση επιτοκίου 3% που υπολογίζεται επί των ημερήσιων χρεωστικών υπολοίπων, στη χρήση διαιρέτη το ημερολογιακό έτος και κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο.

Από τα πιο πάνω υπολογίζεται ότι η συνολική χρονική περίοδος που θα διαρκέσει η καταβολή μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 38 ½ έτη (περιλαμβανομένου της περιόδου των πρώτων 6 μηνών που δεν πληρώνεται η δηλωθείσα διαθέσιμη δόση).

 

Με την πάροδο του χρόνου είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο το υποθηκευμένο ακίνητο να χρειάζεται συντήρηση τουλάχιστον από τη φυσική φθορά που θα υποστεί. Κανένα τέτοιο κονδύλι δεν προνοείται στο προτεινόμενο ΠΣΑ σε κανένα χρονικό στάδιο αυτού κατά παράβαση έτσι των προνοιών του άρθρου 50 του Νόμου. Επίσης είναι αναμενόμενο ότι με την πάροδο του χρόνου υπάρχουν και άλλα κονδύλια που θα αυξάνονται, όπως για παράδειγμα ιατρικά έξοδα και κονδύλι για σπουδές οποιουδήποτε τέκνου και/ή των δύο παιδιών. Ούτε τέτοια ενδεχόμενα προνοούνται στο προτεινόμενο ΠΣΑ σε κανένα χρονικό στάδιο αυτού. Γίνεται αντιληπτό ότι η ύπαρξη τέτοιου κόστους και η απουσία σχετικών κονδυλίων με τα ζητήματα αυτά, σαφώς μειώνουν το ήδη δηλωμένο διαθέσιμο ποσό της δόσης στο προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Παράλληλα, με τη λήξη του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος πληρωμών που προνοείται στο προτεινόμενο ΠΣΑ (38 ½ έτη), η Χρεώστιδα, η οποία σήμερα είναι 39 ετών περίπου, θα έχει ηλικία 77 ετών περίπου. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, ο σύζυγος της Χρεώστιδας, ο οποίος σήμερα είναι 44 ετών περίπου, θα έχει ηλικία 82 ετών περίπου. Αυτά είναι αντικειμενικά δεδομένα. Το προτεινόμενο ΠΣΑ δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του αυτά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία αφού δεν περιέχει στοιχεία που να τεκμηριώνουν διασφάλιση του ιδίου ύψους μηνιαίου εισοδήματος και συνεισφορών που δηλώνονται στο εν λόγω έγγραφο. Δηλαδή δεν παρουσιάζονται στοιχεία που να αποδεικνύουν δυνατότητα συνέχισης λήψης των εισοδημάτων και των συνεισφορών που σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια που δηλώνεται ότι θα γίνονται πληρωμές προς εξόφληση του εξασφαλισμένου χρέους. Ούτε καν ενδείξεις υπάρχουν ότι οι πηγές εισοδημάτων θα παραμείνουν σταθερές και συγκεκριμένα την περίοδο που η Χρεώστιδα και ο σύζυγος της θα έχουν φθάσει σε συντάξιμη ηλικία ή στο όριο αφυπηρέτησης.  

 

Τα πιο πάνω αναδεικνύουν σημαντικές παραλείψεις και αδυναμίες του προτεινόμενου ΠΣΑ καθιστώντας το μη λειτουργικό, ανακριβές, ανεπαρκές και μη βιώσιμο στο συντριπτικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που παρέχεται. Σε τελευταία ανάλυση παραβλάπτονται ουσιωδώς τα συμφέροντα της Πιστώτριας κατά παράβαση έτσι των διατάξεων του άρθρου 65(γ) του Νόμου.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι λόγοι της Πιστώτριας που αφορούν την αποτυχία ικανοποίησης της προϋπόθεσης για μείωση των εισοδημάτων της Χρεώστιδας τουλάχιστον κατά 25% και των λόγων που καθιστούν το προτεινόμενο του ΠΣΑ μη λειτουργικό, ανακριβές, ανεπαρκές και μη βιώσιμο, κρίνονται επιτυχείς.

 

Ένεκα της εξέλιξης αυτής παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων επί των οποίων προωθείται η υπό κρίση αίτηση. Παράλληλα καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης.       

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει. Συνακόλουθα το διάταγμα ημερομηνίας 13.01.23 δια του οποίου επιβάλλεται στην Πιστώτρια το ΠΣΑ που αυτή απέρριψε αναφορικά με την Χρεώστρια, ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Πιστώτριας-Αιτήτριας και εναντίον της Χρεώστριας-Καθ' ης η Αίτησης.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο