ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 1693/2014

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

 

v.

 

1.    ΓΙΑΓΚΟΣ ΚΑΠΠΙΤΖΗΣ

2.    ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΑΠΠΙΤΖΗ

3.    ΜΗΡΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ

4.    ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ)

 

 

Αιτήσεις ημερομηνίας 20.09.2023 για αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 11.08.2023

 

Ημερομηνία: 19 Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

Μαρία Σ. Παπαδημήτρη ΔΕΠΕ, για Αιτητές 1 και 2 (Εναγόμενους 1 και 2)

Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για Αιτητές 3 και 4 (Εναγόμενους 3 και 4)

Aristi Korakidou-Makridou LLC, για Καθ’ ου η αίτηση (Ενάγοντα)

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

1.        Την 11.08.2023, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο, με διαφορετική σύνθεση, εξέδωσε απόφαση υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση (εδώ ο Ενάγων) και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 (εδώ οι Εναγόμενοι), αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό των €10.790,00, πλέον τόκο. Επίσης, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακυρώθηκε εξ υπαρχής η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 13.07.2009 με την αναγνώριση ότι είχε συναφθεί συνεπεία απάτης, ψευδών παραστάσεων και κατά παράβαση των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών. Οι υπόλοιπες θεραπείες που αξίωσε ο Ενάγων είχαν απορριφθεί. Στα έξοδα της αγωγής καταδικάστηκαν όλοι οι Εναγόμενοι.

 

2.        Την 20.09.2023, οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν Έφεση. Ομοίως, έπραξαν οι Εναγόμενοι 3 και 4. Με ξεχωριστές αιτήσεις τους, οι Εναγόμενοι 1 και 2, από τη μια, και οι Εναγόμενοι 3 και 4, από την άλλη, ζητούν την αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 11.08.2023, μέχρι την εκδίκαση των Εφέσεών τους. Επίσης, με τις ίδιες αιτήσεις, ζητούν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος σχετικά με οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης. Οι δύο αιτήσεις συνεκδικάστηκαν.

 

3.        Αμφότερες οι αιτήσεις υποστηρίζονται από μαρτυρία. Η αίτηση των Εναγόμενων 1 και 2 υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1, ο οποίος αναφέρεται στους λόγους της δικής τους έφεσης, αναφέροντας πως αυτοί οι λόγοι έχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας. Έχει ήδη καταχωριστεί ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας. Θεωρούν, οι Εναγόμενοι 1 και 2, ότι, εάν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο προς αυτό της πρωτόδικης απόφασης, τότε, θα ζημιωθούν, εφόσον ο Ενάγων, όπως εκφράζουν, δεν θα τους αποζημιώσει, ενώ, στο μεταξύ, θα έχουν εκποιηθεί τα υπάρχοντά τους.

 

4.        Παρεμφερώς, η αίτηση των Εναγόμενων 3 και 4 υποστηρίζεται από τη μαρτυρία λειτουργού στις υπηρεσίες της Εναγόμενης 3, η οποία, επίσης, εκθέτει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η Έφεση των Εναγόμενων 3 και 4, μαζί με την πεποίθησή της ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας. Πρόσθετα, επειδή η Εναγόμενη 4 είχε καταχωρίσει την αγωγή 637/2020 Ε.Δ. Πάφου βάσει της ακυρωθείσας συμφωνίας δανείου, θεωρεί πως, εάν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης, επηρεάζονται τα δικαιώματά της σε σχέση με την προώθηση της εν λόγω αγωγής. Ομοίως με τους Εναγόμενους 1 και 2, οι Εναγόμενοι 3 και 4 ισχυρίζονται πως, εάν επιτύχει η Έφεσή τους, θα ζημιωθούν, γιατί ο Ενάγων δεν θα τους αποζημιώσει.

 

5.        Την 15.12.2023, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως την 15.09.2021, εκδόθηκε δικαστική απόφαση στην αγωγή 637/2020 Ε.Δ. Πάφου. Όπως φαίνεται από το κείμενό της, που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου, εκδόθηκε μόνον αναφορικά  με την Εναγόμενη 2.

 

6.        Ο Ενάγων καταχώρισε ενστάσεις στις προαναφερόμενες αιτήσεις, προβάλλοντας πολλαπλούς λόγους στην κάθε μία, για τους οποίους, κατά τη θέση του, δεν θα πρέπει να επιτύχουν οι αιτήσεις αυτές. Ορισμένοι εκ των λόγων αυτών είναι κοινοί. Συνοπτικά να λεχθεί εδώ, αν και αυτούσιες οι ενστάσεις είναι υπόψη του Δικαστηρίου, όπως και το περιεχόμενο όλων των εγγράφων που κατατέθηκαν, οι λόγοι ένστασης εστιάζουν στα εξής: Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, κακόπιστη και καταχρηστική· η μαρτυρία περιέχει αναλήθειες, καθότι ο Ενάγων είναι φερέγγυος, επί του παρόντος ως δημόσιος υπάλληλος, που και όταν συνταξιοδοτηθεί θα έχει καλή σύνταξη, ενώ είναι και κάτοχος περιουσίας χωρίς βάρη, και είναι οι Εναγόμενοι 1 και 2 που είναι αφερέγγυοι, χωρίς ικανότητα αποπληρωμής ή τέτοια που να υποδεικνύεται με προσφορά τραπεζικής εγγύησης για τη διασφάλιση του εξ αποφάσεως χρέους. Η απόφαση εναντίον της Εναγόμενης 4, που ήταν μόνο για τα έξοδα, εκτελέστηκε ήδη, τα δε έξοδα που κατέβαλε η Εναγόμενη 4 καλύπτουν και τα έξοδα των λοιπών Εναγόμενων, που μπορεί να διεκδικήσει από εκείνους, ενώ η εκτέλεση της απόφασης, βασικά εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 για το ποσό της απαίτησης, δεν θα προκαλέσει ζημιά της φύσης που να δικαιολογεί την αναστολή εκτέλεσης. Ο Εναγόμενος 3 δεν διατάχθηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια. Οι Εφέσεις, κατά τον Ενάγοντα, δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας και γενικότερα δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ή ικανοποιητικοί λόγοι για να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης.

 

7.        Και οι ενστάσεις του Ενάγοντος υποστηρίζονται από τη δική του μαρτυρία, δια της οποίας αναλύει τους λόγους ένστασής του, προσκομίζοντας στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του, περιλαμβανομένων στοιχείων ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν το λαβείν του Ενάγοντος με βάση τη δικαστική απόφαση, την οποία ο Ενάγων θεωρεί ορθή, ως προς τα σημεία που θίγουν οι Εναγόμενοι.

 

8.        Παρά ταύτα, παρεμβάλλεται, και ο Ενάγων εφεσίβαλε την ίδια δικαστική απόφαση, όπως ο ίδιος λέει  ̶  χωρίς αυτό να γίνεται και κατανοητό  ̶  με σκοπό την επικύρωσή της.

 

9.        Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν τις αιτήσεις και τις ενστάσεις. Δεν υπήρξε αντεξέταση. Οι δικηγόροι των Εναγόμενων και του Ενάγοντος αγόρευσαν προς υποστήριξη των ισχυρισμών της κάθε πλευράς.

 

10.     Οι αποφάσεις που εκδίδει κάθε πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ισχυρές και δεσμευτικές. Μπορούν όμως και να εφεσιβληθούν, για συγκεκριμένους λόγους. Η άσκηση Έφεσης συνιστά δικαίωμα, το οποίο, ακόμα κι αν λειτουργεί σε ένα σύστημα αντιπαραθετικό, όπου υπάρχει ο διάδικος που επιτυγχάνει και ο διάδικος που δεν επιτυγχάνει, δεν θα πρέπει να ασκείται και καταχρηστικά, ως ο εφετειακός έλεγχος να ήταν η συνήθης εξέλιξη της διαδικασίας, στην οποία μεταφέρεται, προς παράταση, η αντιδικία. Η πρωτόδικη δικαστική απόφαση δεν υπόκειται σε «επικύρωση», όπως το έθεσε η πλευρά του Ενάγοντος. Η τελεσιδικία είναι ανάγκη, ανθρώπινη και κοινωνική. Έπειτα, καταλογίζοντας «λάθος» στο πρωτόδικο Δικαστήριο, που είναι εκείνο που δέχεται τη μαρτυρία, και εργάζεται πρωτογενώς και με λεπτομέρεια πάνω στην υπόθεση, είναι μία σοβαρή συνθήκη, ως προς την οποία και η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να εκφραστεί η διαφωνία, και τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται, και οι σκοποί, θα πρέπει να είναι ανάλογα, όσον αφορά τη σπουδή και την προσοχή που επιδεικνύεται, του διαβήματος αυτού· νοείται, διατηρούμενου και του σεβασμού προς την ήδη υφιστάμενη δικαστική κρίση.

 

11.     Όπως προνοείται και στη Δ.35,κκ.18,19 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), η καταχώριση Έφεσης, από μόνη της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Νοείται πως, δεν την καθιστά και ανίσχυρη ή μη δεσμευτική, ούτε δημιουργεί έναυσμα για την παρακοή της. Υπάρχει η δυνατότητα να εκδοθεί δικαστικό διάταγμα για την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης που έχει εφεσιβληθεί. Τέτοιο διάταγμα αναστολής εκδίδεται ασκώντας διακριτική ευχέρεια. Αντικείμενο της αναστολής εκτέλεσης δεν είναι άλλο από τη συγκεκριμένη υποχρέωση ή το καθήκον που επιβάλλει η πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Δεν καταχωρίζεται τέτοια αίτηση για να επιτευχθεί ο προσωρινός παραμερισμός της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης ή η παρεμπόδιση της συνέχισης κάποιας διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης. Πριν να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης Έφεσης, είναι απαραίτητο να δίδεται εγγύηση, που θα εξασφαλίζει κατάλληλα τον διάδικο προς όφελος του οποίου είχε εκδοθεί η υπό έφεση απόφαση. Όπως έχει περαιτέρω νομολογηθεί[1], στο πλαίσιο εξέτασης τέτοιας φύσης αιτήσεων, θα πρέπει να προστίθεται, στο ισοζύγιο, και η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος άσκησης Έφεσης, έχοντας κατά νου πως, σε περίπτωση επιτυχίας, δεν θα πρέπει να καθίσταται και μια μάταιη ενέργεια. Κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της, με στόχευση, εν τέλει, την απόδοση δικαιοσύνης μεταξύ των διαδίκων και την αποφυγή του ενδεχόμενου να προκληθεί ανεπανόρθωτη αδικία, στο ένα ή στο άλλο διάδικο μέρος. Η πιθανότητα ο εφεσίβλητος (εξ αποφάσεως πιστωτής) να μη δύναται, σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης, να επιστρέψει το ποσό που πρέπει να πληρωθεί με βάση τη δικαστική απόφαση, σε περίπτωση που το ποσό αυτό καταβληθεί, δεν αποκλείεται να κριθεί ως ικανός λόγος για έγκριση αιτήματος αναστολής υπό όρους που να διασφαλίζουν τα δικαιώματα όλων των πλευρών, πάντα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

12.     Κατά την προσέγγιση των προοπτικών τελεσφόρησης της Έφεσης, το κατώτερο Δικαστήριο, στο οποίο υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο τέτοια αίτηση, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως Εφετείο, αξιολογώντας τους παρεχόμενους λόγους Έφεσης ως προς τη βασιμότητά τους. Η φύση κάποιων υποθέσεων ή η πολυπλοκότητά τους μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε συνάρτηση με τον τρόπο διατύπωσης και ανάπτυξης των λόγων Έφεσης, να σκιαγραφούν τις πιθανότητες επιτυχίας μιας έφεσης αντικειμενικά. Χωρίς μια τέτοια διαπίστωση ή διατύπωση να συνιστά είτε παρέμβαση του κατώτερου Δικαστηρίου στο έργο του Εφετείου, είτε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και έκφραση υπεροψίας εάν την απόφαση εξέδωσε κατώτερο Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση, είτε και παραδοχή λάθους εάν πρόκειται για απόφαση που εξέδωσε κατώτερο Δικαστήριο με ίδια σύνθεση.

 

13.     Η Δ.40,κκ.7(b), 11 ΚΠΔ, επίσης, η οποία χρησιμοποιείται στις νομικές βάσεις των υπό εξέταση αιτήσεων, δίδει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να αναστείλει την εκτέλεσή της, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, περιλαμβανομένης της έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας. Η Δ.40,κ.7 αφορά την απόφαση στην οποία περιλαμβάνεται διαταγή για πληρωμή χρηματικού ποσού, για την απαίτηση ή για τα έξοδα[2]. Η Δ.40,κ.11 μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν υπάρχουν γεγονότα που προέκυψαν καθυστερημένα και δεν μπορούσαν να περιληφθούν στα δικόγραφα και, όπως έχει νομολογηθεί[3], δεν παρέχει ευχέρεια αναστολής διαδικασίας άλλης από εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο έφεσης.

 

14.     Η Δ.40,κ.11 ΚΠΔ, εξ αρχής να λεχθεί, δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της υπόθεσης. Δεν υποδείχθηκαν γεγονότα που προέκυψαν εκ των υστέρων, μετά τη δικογράφηση, σχετικά με την υπόθεση, που να δικαιολογούν την αναστολή εκτέλεσής της βάσει της Δ.40,κ.11 ΚΠΔ.

 

15.     Η Δ.35,κ.18 ΚΠΔ, επίσης, δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τους Εναγόμενους 3 και 4, και όσον αφορά τα έξοδα που επιδικάστηκαν εναντίον των Εναγόμενων 1, 2, 3 και 4, εφόσον η πληρωμή των εξόδων δεν είναι σε εκκρεμότητα. Έμεινε αναντίλεκτη η μαρτυρία του Ενάγοντος πως το σύνολο των εξόδων που επιδικάστηκαν έχει καταβληθεί και η απόφαση αναφορικά με τα έξοδα έχει εξοφληθεί.

 

16.     Η Δ.35,κ.18 ΚΠΔ και η Δ.40,κ.7 ΚΠΔ δεν εφαρμόζονται όσον αφορά το μέρος της απόφασης που αναγνωρίζει την ακυρότητα της δανειακής σύμβασης και την ακυρώνει. Πρόκειται για απόφαση που δεν διατάζει οποιονδήποτε εκ των Εναγόμενων 1, 2, 3 και 4 να πληρώσει χρηματικό ποσό ή να πράξει οτιδήποτε. Δεν αποτελεί εκτελεστό μέρος της απόφασης και δεν μπορεί κάποιο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης να λειτουργήσει ως συνθήκη διατήρησης της ισχύος της δανειακής σύμβασης, που το Δικαστήριο αποφάσισε πως είναι άκυρη, μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης, ώστε, βάσει της δανειακής σύμβασης, η Εναγόμενη 4 να απαιτεί χρηματικά ποσά. Είναι η Εναγόμενη 4 που πρέπει να αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες δρομολογεί σχετικά με τη δανειακή σύμβαση, της οποίας διαπιστώθηκε δικαστικά η ακυρότητα, ενόσω ισχύει η πρωτόδικη δικαστική απόφαση και μέχρι την τελεσιδικία της.

 

17.     Μένει το σκέλος της απόφασης που διατάσσει τους Εναγόμενους 1 και 2 στην πληρωμή ποσού. Ο λόγος δεν είναι για υπέρογκο ποσό, που να δίδει ρεαλιστική βάση στη θέση των Εναγόμενων 1 και 2 ότι κινδυνεύουν τα υπάρχοντά τους. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 τοποθετήθηκαν γενικά και αόριστα και δεν εξέθεσαν την οικονομική τους κατάσταση με τρόπο, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να διαγνώσει τέτοια διακινδύνευση, ενώ και η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης είναι εφικτή στον βαθμό που δεν εξαθλιώνει τις συνθήκες διαβίωσης του ατόμου. Παράλληλα, δεν αντικρούστηκαν οι θέσεις του Ενάγοντος πως ο ίδιος έχει την οικονομική ικανότητα και τη φερεγγυότητα, εάν ήθελε διαφανεί πως λανθασμένα επιδικάστηκε από το Δικαστήριο το συγκεκριμένο ποσό, να το επιστρέψει. Δεν διαφαίνεται παράμετρος πως, εάν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης, θα ματαιοπονήσουν οι Εναγόμενοι 1 και 2, προωθώντας την Έφεσή τους. Εξάλλου, οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν προτίθενται να παράσχουν οποιαδήποτε εγγύηση για την πληρωμή του ποσού που επιδικάζεται στον Ενάγοντα που ήταν ο επιτυχών διάδικος.

 

18.     Την ίδια στιγμή, ενώ η πρωτόδικη δικαστική απόφαση έχει έκταση όχι λιγότερη των 100 σελίδων και καταπιάνεται και με ένα θέμα που έχει πολυπλοκότητα, ώστε να μην μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα, αυτή η πολυπλοκότητα, να οδηγήσει σε επιτυχία κάποιας Έφεσης, οι Εφέσεις των Εναγόμενων 1, 2, 3 και 4, ως παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, δεν δείχνουν εκείνο τον δρόμο. Υπάρχει ενασχόληση κυρίως με θέματα αξιοπιστίας, με τρόπο διεκπεραιωτικό, αλλά και χωρίς επαρκή νομική ανάλυση σε άλλα σημεία. Έτσι, δεν σκιαγραφούνται επαρκώς ή κατάλληλα οι πιθανότητες, ώστε, σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, να δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής εκτέλεσης.

 

19.     Οι αναφορές των Εναγόμενων 1 και 2 για καταγραφή της περιουσίας τους στο πλαίσιο εκτέλεσης εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας ήταν γενικές και αόριστες, δεν δίδουν αναφορά σε λόγους που να δικαιολογούν την προσωρινή αναστολή εκτέλεσης του συγκεκριμένου μέτρου ή και γενικότερα της απόφασης, ενώ δεν υπόκειται σε τέτοια εκτέλεση περιουσία αναγκαία για τη διαβίωση ή την εργασία των εξ αποφάσεως οφειλετών.

 

20.     Δεν είναι περίπτωση αυτή στην οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε, προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης, να εκδώσει διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, ούτε βεβαίως και υπάρχει η δυνατότητα «να απαγορευτεί» γενικά η εκτέλεση της απόφασης, ως να είναι ανύπαρκτη ή ανίσχυρη, όπως αξιώνουν οι Εναγόμενοι, για να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους απλώς χωρίς αυτήν.

 

21.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι δύο αιτήσεις δεν μπορούν να επιτύχουν και γι’ αυτό απορρίπτονται. Τα έξοδα των δύο αιτήσεων, ακολουθώντας τον συνήθη χειρισμό, που προκύπτει εκ του αποτελέσματος, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντος/Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των Εναγόμενων, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 ΑΑΔ 955, Χαραλάμπους v. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1978, Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αμμοχώσου-Λάρνακας Λτδ ν. Αυξεντίου (2016) 1 ΑΑΔ 759, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Δημητράκης Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση Ε214/19, ημερομηνίας 29.09.2021, Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου ν. Δήμος Γεροσκήπου, Πολιτική Έφεση 28/2022, ημερομηνίας 01.02.2023.

[2] Barberi v. Papadopoulou (1982) J.S.C. 308.

[3] Stavrou v. Christopoulos (1) (1985) 1 CLR 449, Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 CLR 284.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο