ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

        Εταιρική Αίτηση Αρ.: 64/2023 I-Justice                                  

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο – ΚΕΦ.113 Άρθρα 202Α μέχρι 202Ν

και

Αναφορικά με την Εταιρεία ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Εταιρεία THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Αίτηση των ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΠΑΝΑΡΕΤΟΥΣ ΤΟΥΛΟΥΠΟΥ ΠΑΠΑΝΕΟΚΛΕΟΥΣ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, και

ΜΑΡΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου υπό την ιδιότητα τους ως ΜΕΤΟΧΩΝ/ΜΕΛΩΝ

και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ και ΕΓΓΥΗΤΩΝ των ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) για ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΕΞΕΤΑΣΤΗ (EXAMINER)    

 

      Αίτηση ημερομηνίας 13.12.23 για έκδοση διατάγματος διορισμού Εξεταστή

 

Ημερομηνία: 22.03.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές 1-5: κος Α. Κασιανής μαζί με κα Μ. Βασιλείου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης

    & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για SKY CAC Limited: κος Γ. Μίτλετον μαζί με κ. Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης &

    Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Alpha Bank Cyprus Limited: κος Γ. Μίτλετον μαζί με κ. Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης

                                                            & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Παραλήπτη/Διαχειριστή: κος Π. Πανάγος μαζί με κ. Π. Σταύρου για Πανάγος &

                                                   Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.

Για Δήμο Πάφου: κος Α. Παπαχαραλάμπους

Για Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου: κος Α. Παπαχαραλάμπους

 

Αιτητές 1 & 2: παρόντες

Προτεινόμενος Εξεταστής – κος Παναγιώτης Θρασυβούλου: παρών

 

                                                          ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 13.12.23 καταχωρίστηκε η παρούσα Γενική Αίτηση εταιρικής φύσεως (στο εξής η «υπόθεση» ή η «κυρίως αίτηση») στην οποίαν ζητείται η έκδοση διατάγματος με το οποίο να διορίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο που κατονομάζεται ως «Εξεταστής» εταιρειών του Ομίλου «Alpha Panareti» (μητρική και θυγατρικές). Στο σώμα της εταιρικής αίτησης (υπό τα σημεία Α, Β & Γ) παρέχονται οι επωνυμίες αυτών των εταιρειών για τις οποίες ζητείται ο διορισμός «Εξεταστή». Ανάμεσα σ’ αυτές, είναι η μητρική εταιρεία «Alpha Panareti Public Ltd» (στο εξής η εταιρεία «Panareti») [αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο Α στο σώμα της αίτησης] και η θυγατρική εταιρεία «The Sunset Boulevard Tourist and Estate Company Limited» (στο εξής η εταιρεία «Sunset») [αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο Β στο σώμα της αίτησης].

 

Η αιτούμενη αξίωση εδράζεται ουσιαστικά στα άρθρα 202Α-202Ν του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113) και στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στους κανονισμούς 1-6, 12 & 13 των περί Εταιρειών Κανονισμών, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στις αρχές του δικαίου της επιείκειας, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες, στην πρακτική και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η κυρίως αίτηση και που σύμφωνα με τους Αιτητές δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, περιέχονται σε δύο πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις του κυρίου Ανδρέα Ιωάννου, Αιτητή 2 και συγχρόνως ενός εκ των διοικητικών συμβούλων και μετόχων της εταιρείας «Panareti». Προς υποστήριξη των ενόρκων δηλώσεων επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Η υπόθεση αυτή ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 19.01.24. Εκείνη την ημέρα δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση ένστασης και η κυρίως αίτηση, με τη συνεννόηση των μερών, ορίστηκε για ακρόαση στις 05.03.24. Να σημειωθεί ότι στις 25.01.24 το Δικαστήριο καθόρισε το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας εκδίκασης της κυρίως αίτησης.

 

Την ίδια ημέρα που η παρούσα υπόθεση τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή στις 19.01.24, οι Αιτητές καταχώρισαν μονομερώς ενδιάμεση αίτηση με την οποίαν ζητούν την έκδοση διατάγματος που να διορίζει συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο κατονομάζεται, ως «Προσωρινός Εξεταστής» στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset», μέχρι την εκδίκαση της Εταιρικής Αίτησης (κυρίως αίτησης) και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται στην κυρίως αίτηση και προτείνεται από τους Αιτητές να διοριστεί «Εξεταστής» σε εταιρείες του Ομίλου «Alpha Panareti».

 

Κατόπιν ακρόασης το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 05.03.24 απέρριψε την πιο πάνω ενδιάμεση αίτηση για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο της. Αντίγραφο της εν λόγω απόφασης δόθηκε στα μέρη αυθημερόν, από τα οποία ζητήθηκε να τοποθετηθούν την ίδια ημέρα σε σχέση με την πορεία της κυρίως αίτησης. Προς τούτο δόθηκε χρόνος στα μέρη να μελετήσουν το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην εν λόγω ενδιάμεση απόφαση. Έπειτα από μελέτη του εγγράφου οι Αιτητές δήλωσαν πως θα προχωρούσαν σε εκδίκαση της κυρίως αίτησης, ως ήταν δικαίωμα τους. Οι δε Καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν ετοιμότητα να υποστηρίξουν τις ενστάσεις τους.

 

Συνεπεία των δηλώσεων των μερών, το Δικαστήριο καθηκόντως επιλήφθηκε την κυρίως αίτηση. Ως εκ τούτου προχώρησε σε εκδίκαση της υπόθεσης. Το κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση διατάγματος που να διορίζει τον κύριο Παναγιώτη Θρασυβούλου, αδειοδοτημένο σύμβουλο αφερεγγυότητας, ως Εξεταστή των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» δυνάμει των προνοιών του άρθρου 202 του Μέρους IVA του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113), αποτελεί το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας εταιρικής φύσεως υπόθεσης.

   

Ενόψει της Εγκυκλίου Αρ. 149 του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22.01.24, η παρούσα υπόθεση εξετάζεται στη βάση των σχετικών Κανονισμών που ίσχυαν πριν από την 01.09.23.

 

Οι SKY CAC Limited, Alpha Bank Cyprus Limited, ο Δήμος Πάφου και το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου (στο εξής «η SKY”, «η Alpha Bank», «ο ΔΠ» και «το Σ.Α.ΠΑ.») εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο και συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία καταχωρώντας ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης. Στη διαδικασία αυτή συμμετείχε με δικηγόρο και ο Παραλήπτης/Διαχειριστής των εταιρειών Panareti» και «Sunset», ο οποίος ας σημειωθεί ότι βρίσκεται στο προσκήνιο από τις 16.11.23 και ο διορισμός του από την Alpha Bank αμφισβητείται οι Αιτητές στα πλαίσια άλλης ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας. Για σκοπούς ευκολίας θα αναφέρομαι σε «Π/Δ» χωρίς να σημαίνει ή να εκληφθεί ότι το Δικαστήριο αυτό αποδέχεται τα επιχειρήματα είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς στη μεταξύ τους διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.

 

Παράλληλα τα ενδιαφερόμενα μέρη PGC Holiday Grounds (Erimi) Limited, Novana Holdings Limited, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και ομάδα Βρετανών ατόμων οι οποίοι αγόρασαν ακίνητα από τον Όμιλο «Alpha Panareti» παρακολούθησαν, μέσω δικηγόρου, τη διαδικασία υπό το καθεστώς παρατηρητή, χωρίς έτσι να καταχωρήσουν ένσταση και να συμμετέχουν σ’ αυτήν.     

 

Ο Π/Δ καταχώρισε ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στις 26.02.24 επί 10 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η έγκριση της υπό κρίση αίτησης.

  

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης του Π/Δ εδράζεται ουσιαστικά στην ίδια νομική βάση που στηρίζεται η κυρίως αίτηση. Η ένσταση συνοδεύεται από δύο πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις του Π/Δ, στις οποίες περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη του τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Προς υποστήριξη του περιεχομένου της επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 26.02.24, καταχωρίστηκε κοινή ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης από την Alpha Bank και την SKY επί 23 λόγους. Ούτε εδώ κρίνω χρήσιμο να τους εκθέσω. Κοινό σημείο τους είναι η προβαλλόμενη θέση ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Σε ότι αφορά τη νομική βάση επί της οποίας προωθείται η εν λόγω ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης, το περιεχόμενο αυτής βασικά είναι το ίδιο μ’ αυτό της κυρίως αίτησης.

 

Η κοινή ένσταση συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις του κυρίου Ελευθέριου Θεοδώρου, λειτουργού στο Τμήμα Παρακολούθησης και Ανάκτησης Χρεών στην Alpha Bank, μία εκ των οποίων είναι πολυσέλιδη, καθώς επίσης από ένορκη δήλωση του κυρίου Μάριου Καλλία, εγκεκριμένου λογιστή και ιδρυτή του λογιστικού οίκου Kallias and Associates Limited και παράλληλα αδειοδοτημένου συμβούλου αφερεγγυότητας. Σε όλες τις ένορκες δηλώσεις περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη των ομνυόντων στοιχειοθετούν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Επίσης στις 26.02.24 ο ΔΠ και το Σ.Α.ΠΑ. καταχώρησαν ξεχωριστές ειδοποιήσεις περί πρόθεσης ένστασης επί 5 λόγους η κάθε μία. Ούτε εδώ κρίνω χρήσιμο να τους εκθέσω. Κοινό σημείο τους είναι η προβαλλόμενη θέση ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Η νομική βάση αμφοτέρων ενστάσεων στηρίζεται βασικά στο ίδιο υπόβαθρο μ’ αυτό της κυρίως αίτησης αλλά και μ’ αυτά των ενστάσεων που υπεβλήθηκαν από τα υπόλοιπα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία.

 

Η ένσταση του ΔΠ υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Κωνσταντίνου Χριστοφόρου, ο οποίος κατέχει τη θέση του οικονομικού διευθυντή. Στην ένορκη δήλωση αυτή καταγράφονται γεγονότα που συνθέτουν την εκδοχή του ΔΠ. Παράλληλα επισυνάπτονται έγγραφα προς ενίσχυση του περιεχομένου της.

 

Η ένσταση του Σ.Α.ΠΑ. υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κυρίας Χριστίνας Γεωργιάδου, διευθύντριας του οικονομικού τμήματος του εν λόγω οργανισμού. Στην ένορκη δήλωση αυτή σημειώνονται γεγονότα που πρεσβεύουν την εκδοχή του Σ.Α.ΠΑ. Επίσης προς ενίσχυση του περιεχομένου της επισυνάπτονται έγγραφα.    

   

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου όλων των ενόρκων δηλώσεων των μερών, οι περισσότερες από τις οποίες μάλιστα είναι πολυσέλιδες (αίτησης και ενστάσεων). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει το υπό συζήτηση θέμα πηγάζει μέσα από πρόνοιες νομοθεσίας. Το Κεφ.113 είναι η κατ’ εξοχήν νομοθεσία που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να ασχοληθεί ειδικά με το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας και να εκδώσει διάταγμα ως το αιτούμενο.

 

Η παρούσα υπόθεση πραγματεύεται το θέμα διορισμού Εξεταστή. Το Μέρος IVA του Κεφ.113 υπό τον τίτλο «Διορισμός Εξεταστή» θέτει νομοθετικά το ουσιαστικό υπόβαθρο και το δικονομικό πλαίσιο που διέπει τη νομική εξέταση του αντικειμένου εκδίκασης στην παρούσα υπόθεση.

 

Οι διατάξεις του Μέρους IVA του Κεφ.113 υποδεικνύουν ότι ο διορισμός Εξεταστή στοχεύει στη διάσωση των υπ’ αναφορά εταιριών και μέσω οικονομικού σχεδίου να τις καταστήσει βιώσιμες και λειτουργικές. Το έργο του Εξεταστή δεν πλήττει τα συμφέροντα είτε των εταιρειών είτε των πιστωτών τους. Αντίθετα θα έλεγα ότι τα διασφαλίζει επειδή οι εν λόγω εταιρείες θα ανακτήσουν οικονομική δυναμική που θα οδηγήσει στη σωτηρία τους ενώ οι πιστωτές θα έχουν προοπτική είσπραξης ποσών που οι εταιρείες τους οφείλουν.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διορίζει Εξεταστή σε οποιαδήποτε εταιρεία πηγάζει νομοθετικά από το άρθρο 202Α του Μέρους IVA του Κεφ.113 υπό τον τίτλο «Διορισμός Εξεταστή». Ειδικότερα στο εν λόγω άρθρο σημειώνονται τα εξής:

«202Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο κρίνει ότι

(α)        Εταιρεία τελεί σε αφερεγγυότητα ή υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας, και

(β)        δεν έχει εγκριθεί και δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας

οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση της εταιρείας, και

(γ)        κανένα διάταγμα δεν έχει εκδοθεί για την εκκαθάριση της εταιρείας,

 

δύναται, κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται ενώπιόν του, να διορίσει εξεταστή στην εταιρεία για σκοπούς εξέτασης της κατάστασης των υποθέσεων της εταιρείας και την εκτέλεση τέτοιων καθηκόντων σε σχέση με την εταιρεία, όπως δύναται να επιβάλλεται από ή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

 

(2)        Το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη προοπτική επιβίωσης της εταιρείας και ολόκληρης ή οποιουδήποτε μέρους της επιχείρησης αυτής ως δρώσας οικονομικής μονάδας (going concern).

(3)        Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μία εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, αν -

(α)        είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα,

(β)        η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεων της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της, ή

(γ)        εφαρμόζονται ως προς αυτήν οι διατάξεις του άρθρου 212.

(4)        Το Δικαστήριο, κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο να εκδώσει διάταγμα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να λάβει υπόψη κατά πόσο η εταιρεία έχει ζητήσει από τους πιστωτές της σημαντικές παρατάσεις χρόνου για την πληρωμή των χρεών της, από όπου εύλογα δύναται να συναχθεί ότι υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη επίσης κατά πόσο η εταιρεία έχει χρησιμοποιήσει την διαδικασία αναδιάρθρωσης που προβλέπεται στις εκάστοτε σε ισχύ της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει του άρθρου 41 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

(5)        Δεν δύναται να διοριστεί εξεταστής σε οποιαδήποτε πιστωτικά ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος και σε οποιεσδήποτε ασφαλιστικές επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται ο περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος

 

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, ο διορισμός Εξεταστή αποσκοπεί στον έλεγχο της κατάστασης των υποθέσεων της εταιρείας στην οποίαν πρόκειται να αναλάβει καθήκοντα. Ένας τέτοιος διορισμός του δικαιολογείται στην περίπτωση που:

(α)       η υπό εξέταση εταιρεία τελεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας και

(β)       δεν έχει εγκριθεί και δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση της υπό εξέταση εταιρείας και

(γ)        κανένα διάταγμα δεν έχει εκδοθεί για την εκκαθάριση της υπό εξέταση εταιρείας.

 

Εκτός από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, πριν από τη λήψη απόφασης κατά πόσο ή όχι δικαιολογείται ο διορισμός Εξεταστή λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια τα οποία επισημαίνονται σε άλλα εδάφια του ιδίου άρθρου. Παράλληλα υπάρχουν πρόνοιες στο άρθρο 202 του Κεφ.113 που καθορίζουν το δικονομικό πλαίσιο προώθησης της υπό κρίση αίτησης. Επίσης μέσα από το άρθρο αυτό περιγράφονται τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι εξουσίες του Εξεταστή.

 

Προκειμένου να γίνω καλύτερα κατανοητός θα αναφερθώ ενδεικτικά σε ορισμένες τέτοιες διατάξεις. Εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται να επεκταθώ στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θα αναφερθώ σε περαιτέρω πρόνοιες από το Μέρος IVA του Κεφ.113.              

 

Το διάταγμα διορισμού εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο πειστεί ότι υπάρχει εύλογη προοπτική επιβίωσης της υπό εξέταση εταιρείας και ολόκληρης ή οποιουδήποτε μέρους της επιχείρησης αυτής ως δρώσας οικονομικής μονάδας (going concern). Σχετικό είναι το εδάφιο (2) του άρθρου 202Α του Κεφ.113 στο οποίο και παραπέμπω. Επίσης συναφές με το ζήτημα αυτό είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Εταιρεία Κ. Χ. Περατικός Λίμιτεδ κ.α. Πολιτική Αίτηση Αρ. 173/2017 ημερ. 14.12.17, ECLI:CY:AD:2017:D460 στην οποίαν επίσης παραπέμπω.

 

Περαιτέρω στα πλαίσια άσκησης της κρίσης του το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του κατά πόσο η υπό εξέταση εταιρεία έχει ζητήσει από τους πιστωτές της σημαντικές παρατάσεις χρόνου για την πληρωμή των χρεών της. Η ύπαρξη μίας τέτοιας παραμέτρου καθιστά εύλογη την πιθανότητα η υπό εξέταση εταιρεία να βρίσκεται σε αφερεγγυότητα. Ακόμη κατά τη λήψη απόφασης λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο η υπό εξέταση εταιρεία έχει χρησιμοποιήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης. Προφανώς αν υφίσταται κάτι τέτοιο είναι ακόμη μία ένδειξη ότι η υπό εξέταση εταιρεία τελεί υπό καθεστώς οικονομικής αδυναμίας (άρθρο 202Α(4) Κεφ.113).

 

Θα πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι δεν μπορεί να διοριστεί Εξεταστής όταν η υπό κρίση περίπτωση αφορά πιστωτικό ίδρυμα οι επαγγελματικές δραστηριότητες του οποίου διέπονται από τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο. Ούτε δύναται να διοριστεί Εξεταστής όταν η υπό εξέταση περίπτωση αφορά ασφαλιστική επιχείρηση οι επαγγελματικές εργασίες της οποίας ρυθμίζονται από τον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο (άρθρο 202Α(5) Κεφ.113).    

 

Επίσης το Δικαστήριο δεν εξετάζει αίτηση διορισμού αν στην εταιρεία υπάρχει διορισμένος παραλήπτης του οποίου ο διορισμός ισχύει για συνεχή περίοδο τουλάχιστον 30 ημερών πριν από την υποβολή της αίτησης. Σχετικό είναι το άρθρο 202Β(7) του Κεφ.113 στο οποίο και παραπέμπω.

 

Τα πιο πάνω συνιστούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που χρήζουν εξέτασης όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει επί ζητήματος διορισμού. Επιπλέον κατά τη λήψη απόφασης αν δικαιολογείται ή όχι ο διορισμός Εξεταστή στην κρίση του Δικαστηρίου προσμετρούν τα πιο κάτω, τα οποία και παραθέτω (άρθρο 202Β(5) του Κεφ.113):

(α)       υποβάλλεται αίτηση που συνοδεύεται από συγκατάθεση υπογεγραμμένη από τον εξεταστή και

(β)       αντίγραφα των προτάσεων για συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού σε σχέση με τις υποθέσεις της εταιρείας, αν τέτοιες προτάσεις έχουν ετοιμαστεί, για υποβολή σε ενδιαφερόμενα μέρη για την έγκρισή τους.

 

Για το διορισμό εξεταστή υποβάλλεται σχετική αίτηση στην οποίαν να ζητείται η έκδοση σχετικού διατάγματος (άρθρο 202Α(1) του Κεφ.113). Η αίτηση προτείνει συγκεκριμένο πρόσωπο για να διοριστεί ως εξεταστής, υποστηρίζεται από μαρτυρία και συνοδεύεται από έκθεση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα (άρθρο 202Β(2) του Κεφ.113). Η αίτηση υποβάλλεται από εταιρεία ή πιστωτή ή ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή, συμπεριλαμβανομένου εργοδοτουμένου της εταιρείας, ή μέλη της εταιρείας που κατέχουν, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 202Α όχι λιγότερο από το ένα δέκατο του καταβληθέντος κεφαλαίου της εταιρείας που, κατά το χρόνο εκείνο, φέρει δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, ή εγγυητή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων της εταιρείας ή από όλα τα πιο πάνω μέρη, μαζί ή ξεχωριστά (άρθρο 202Β(1) του Κεφ.113).

 

Στην αίτηση που προωθείται θα πρέπει να αποκαλύπτονται όλες οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στον αιτητή, οι οποίες είναι ουσιώδεις για την άσκηση από το Δικαστήριο των εξουσιών του σύμφωνα με το Κεφ.113 (άρθρο 202Ζ(α) του Κεφ.113). Παράλληλα η αίτηση αυτή θα πρέπει να διαπνέεται από καλή πίστη (άρθρο 202Ζ(β) του Κεφ.113).

 

Επιπροσθέτως το άρθρο 202ΙΖ του Κεφ.113 ασχολείται με το θέμα της παράδοσης αίτησης που αφορά διορισμό Εξεταστή. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, όταν καταχωρείται τέτοια αίτηση ο αιτητής εντός τριών ημερών παραδίδει σχετική ειδοποίηση στον έφορο εταιρειών και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Επαναλαμβάνω ότι τα πιο πάνω είναι ενδεικτικές αναφορές που αφορούν το υπό συζήτηση θέμα. Στο Μέρος IVA του Κεφ.113 περιλαμβάνονται και άλλες σχετικές πρόνοιες που πραγματεύονται το διορισμό Εξεταστή. Εάν και εφόσον κριθεί ότι χρειάζεται να αναφερθεί οποιαδήποτε από αυτές για σκοπούς εξέτασης του αντικειμένου εκδίκασης, θα το πράξω.

 

Προχωρώ ευθύς στην εξέταση του αντικειμένου εκδίκασης στην παρούσα διαδικασία. Θα ασχοληθώ με την ουσία της παρούσας αίτησης υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων των εμπλεκομένων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί. Επίσης για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης και εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα έχω ανατρέξει στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι έχει υποβληθεί αίτηση δια κλήσεως στην οποίαν ζητείται η έκδοση διατάγματος διορισμού Εξεταστή, ως υποδεικνύεται από τις πρόνοιες του άρθρου 202 του Κεφ.113. Η αίτηση είναι στον τύπο και στην μορφή που προνοούν οι σχετικοί Εταιρικοί Κανονισμοί. Ο προτεινόμενος Εξεταστής κατονομάζεται στο σώμα της υπό κρίση αίτησης. ‘Όπως ήδη λέχθηκε, η παρούσα αίτηση συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις στις οποίες επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και των εγγράφων συνιστά τη μαρτυρία που προσκομίστηκε προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης. Δύο από τα επισυνημμένα έγγραφα είναι υπογραμμένες συγκαταθέσεις του προτεινόμενου Εξεταστή με τις οποίες ο ίδιος δηλώνει πως αποδέχεται να αναλάβει το ρόλο που του προτείνεται από τους Αιτητές (Τεκμήρια 3 & 4 ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23). Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε από πέντε άτομα. Πρόκειται για διοικητικούς συμβούλους των υπ’ αναφορά εταιρειών (μητρικής και θυγατρικής), μετόχους αυτών των εταιρειών και εγγυητές υποχρεώσεων των εν λόγω οργανισμών. Κάθε ένας από τους Αιτητές διαθέτει μία ή περισσότερες από τις πιο πάνω ιδιότητες που τους νομιμοποιεί, δυνάμει των διατάξεων του Κεφ.113, να καταχωρήσουν και να προωθήσουν την αίτηση αυτή.

 

Να σημειωθεί ότι όλα τα πιο πάνω δεν αμφισβητούνται από οποιοδήποτε μέρος. Συνεπώς περιττεύει οποιοσδήποτε περαιτέρω σχολιασμός τους.

 

Ακόμη ένα από τα έγγραφα που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση είναι έκθεση που ετοιμάστηκε τον προτεινόμενο Εξεταστή (Τεκμήριο 9). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι εμπειρογνώμονας. Το ότι είναι εγκεκριμένος λογιστής – ελεγκτής (chartered accountant), μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), αδειούχος σύμβουλος αφερεγγυότητας με μακρόχρονη εμπειρία σε λογιστικά και ελεγκτικά θέματα με εξειδίκευση στην ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση ομίλων εταιρειών και στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις διάσωσης εταιρειών και επιχειρήσεων κατόπιν συνεννόησης με δανειστές προς εξεύρεση βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, είναι δεδομένα που επιβεβαιώνουν την εμπειρογνωμοσύνη του στον τομέα που ζητείται να διοριστεί Εξεταστής. Τα επιστημονικά προσόντα του τα οποία καταγράφονται στην §5 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23) δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Παράλληλα επειδή ενώπιον μου δεν τέθηκε οποιοδήποτε χειροπιαστό στοιχείο που να καταδεικνύει είτε επαγγελματική είτε φιλική είτε άλλως πως σχέση ή εξάρτηση του με τους Αιτητές και/ή με τις υπ’ αναφορά εταιρείες, δεν έχω λόγο να μην τον θεωρώ ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα στην έννοια και σημασία που του αποδίδουν οι πρόνοιες του άρθρου 202 του Κεφ.113.

 

Η κατάληξη μου στο ότι ο προτεινόμενος Εξεταστής είναι ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας δεν τον καθιστά αυτόματα αμερόληπτο. Η έννοια της ανεξαρτησίας δεν εξισώνεται με την έννοια της αμεροληψίας. Πρόκειται δύο ξεχωριστές νομικές αρχές. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας του εν λόγω εμπειρογνώμονα δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται με θέμα αμεροληψίας. Ένας εμπειρογνώμονας σε μια υπόθεση μπορεί να είναι ανεξάρτητος αλλά όχι αμερόληπτος. Στο στάδιο αυτό δεν θα εξετάσω ζήτημα αμεροληψίας του συγκεκριμένου εμπειρογνώμονα.

 

Έπεται ότι οι λόγοι αρ. 18 και 19 της κοινής ένστασης της Alpha Bank & SKY απορρίπτονται ως αβάσιμοι. 

Επίσης είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι ο Π/Δ εμφανίστηκε στο προσκήνιο από τις 16.11.23 (§35 & Τεκμήριο 17 ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23). Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η κυρίως αίτηση (εναρκτήρια εταιρική αίτηση) καταχωρίστηκε στο ΕΔ Πάφου στις 13.12.23, προκύπτει εξόφθαλμα ότι το χρονικό διάστημα της παρουσίας του Π/Δ στις υπ’ αναφορά εταιρείες είναι μικρότερο των 30 ημερών. Επομένως δεν δημιουργείται οποιοδήποτε κώλυμα στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτηση.

 

Ακόμη, εξ όσον αντικειμενικά προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν έχει εγκριθεί και δεν έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση οποιασδήποτε από τις υπό εξέταση εταιρείες. Ούτε και έχει εκδοθεί διάταγμα για εκκαθάριση σε σχέση με οποιαδήποτε από τις υπό εξέταση εταιρείες. Το εν λόγω αδιαμφισβήτητο γεγονός δεν εμποδίζει την προώθηση της παρούσας υπόθεσης.

 

Παράλληλα είναι ξεκάθαρο ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ζητούμενος διορισμός Εξεταστή δεν αφορά πιστωτικό ίδρυμα του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες του διέπονται από τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο. Ούτε πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση που ασχολείται με εργασίες οι οποίες εμπίπτουν στον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο.

 

Σε ότι αφορά τις πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 202Α του Κεφ.113, δεν έχω οποιαδήποτε στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ισχύουν. Ειδικότερα ουδεμία αξιόπιστη πληροφόρηση υπάρχει που να αποδεικνύει ότι οι υπ’ αναφορά εταιρείες έχουν ζητήσει από τους πιστωτές της σημαντικές παρατάσεις χρόνου για την πληρωμή χρεών τους. Ούτε ότι οι υπ’ αναφορά εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης.

 

Αντίθετα, είναι η θέση των Αιτητών οι εν λόγω εταιρείες δεν οφείλουν το ποσό που κλήθηκαν να πληρώσουν στην SKY. Η θέση αυτή των Αιτητών παρέχει πεδίο σχολιασμού.

 

 Η εκδοχή των Αιτητών, η οποία σύμφωνα με τους ιδίους βασικά δικαιολογεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος διορισμού Εξεταστή, εστιάζεται στην αναφορά ότι η μητρική εταιρεία «Panareti» παρουσιάζει ανικανότητα πληρωμής χρεών της, συμπαρασύροντας έτσι και τις υπ’ αναφορά θυγατρικές εταιρείες «Sunset». Ωστόσο την ίδια στιγμή και με αφορμή την έκθεση του προτεινόμενου Εξεταστή, οι Αιτητές επικαλούνται ότι αμφότερες εταιρείες, όπως και γενικότερα ο όμιλος εταιρειών στον οποίον ανήκουν, έχουν εύλογη προοπτική να επιβιώσουν ως δρώσα οικονομική μονάδα (going concern). Συνεπώς η επικαλούμενη ανάγκη επιβίωσης των υπ’ αναφορά εταιρειών ως δρώσες οικονομικές μονάδες αναδύεται ως ο βασικός λόγος που κατά τη γνώμη των Αιτητών δικαιολογεί το διορισμό Εξεταστή (§37 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23).

 

Όπως ήδη έχει λεχθεί, ένα από τα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιηθεί όταν εξετάζεται ζήτημα διορισμού Εξεταστή είναι η υπό εξέταση εταιρεία να τελεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή να υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητας. Η αφερεγγυότητα έχει την έννοια της ανικανότητας καταβολής των χρεών. Το εδάφιο (3) του άρθρου 202Α του Κεφ.113 σημειώνει πως μία εταιρεία θεωρείται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της αν ισχύει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:

(α)       είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται

πληρωτέα,

(β)       η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεων της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της, ή

(γ)        όταν τυγχάνουν εφαρμογής οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 212 του Κεφ.113 που είναι οι εξής:

-           αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή ή

-           αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη ή

-           αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας ή

-           αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της.

 

Οι Αιτητές μέσα από την §22 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23 προβάλλουν ανικανότητα πληρωμής των χρεών της εταιρείας «Panareti», η οποία, όπως αφήνεται σαφώς να εννοηθεί, επηρεάζει την οικονομική κατάσταση των υπ’ αναφορά θυγατρικών εταιρειών (§32 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23). Η πιο πάνω τοποθέτηση παραπέμπει στην ύπαρξη χρεών από την πιο πάνω μητρική εταιρεία και παράλληλα ανικανότητα από μέρους της στην αποπληρωμή τους. Το συνολικό ποσό που απαιτείται ανέρχεται σε €309.957.858,78 μέσα από δύο λογαριασμούς (€216.628.415,43 & €93.329.443,35). Σχετικές επιστολές απαίτησης ημερ. 16.11.23 αποστάληκαν στη μητρική εταιρεία «Panareti» και στη θυγατρική «Sunset» (Τεκμήρια 11 & 12 ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23). Βέβαια η θέση των SKY και Alpha Bank ως προς το ύψος των επικαλούμενων οφειλών διαφέρει. Είναι η θέση τους ότι το συνολικό ύψος ανέρχεται στα €398.000.000 περίπου με εμπράγματες εξασφαλίσεις αξίας €108.971.422 (§20 ΕΔ Θεοδώρου ημερ. 26.02.24). Θα πρέπει να λεχθεί ότι για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης δεν θα με απασχολήσει να εξακριβώσω το πραγματικό ύψος του όποιου τυχόν οφειλομένου ποσού από τις υπ’ αναφορά εταιρείες προς τις SKY και Alpha Bank.       

 

Ωστόσο στην ίδια παράγραφο του εγγράφου §22 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23) παρουσιάζεται η εκ διαμέτρου αντίθετη και συνάμα άκρως αντιφατική θέση ότι οι Αιτητές δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη χρεών είτε προς την Alpha Bank είτε προς την εταιρεία εξαγοράς SKY τόσο από τη μητρική όσο και από τις θυγατρικές εταιρείες τους. Οι ίδιοι θεωρούν ότι εν λόγω εταιρείες δεν οφείλουν τα ποσά που τους αποδίδεται ότι χρωστούν. Όπως αναφέρουν, αμφισβητούν έντονα τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά, τα οποία θεωρούν ότι είναι πλασματικά και ανυπόστατα. Μάλιστα σημειώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν ότι οφείλουν τα επικαλούμενα ποσά επειδή θεωρούν ότι είναι πλασματικά, ανυπόστατα, αντισυμβατικά και προϊόν δόλου, απάτης και βαριάς αμέλειας λειτουργών της Alpha Bank και/ή SKY. Στη δε §24 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23 οι Αιτητές επαναλαμβάνουν το επιχείρημα τους ότι δεν οφείλουν τα ποσά που η εταιρεία εξαγοράς SKY επικαλείται ότι οι εν λόγω εταιρείες τους χρωστούν, προβάλλοντας διάφορους λόγους που σύμφωνα μ’ αυτούς (δηλαδή τους Αιτητές) εξηγούν γιατί δεν οφείλονται. Για τους Αιτητές τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά δεν είναι υπαρκτά, νόμιμα και έγκυρα (§26 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23).

 

Μελέτη του περιεχομένου των ΕΔ Ιωάννου καταδεικνύει δύο ουσιώδεις θέσεις των Αιτητών που είναι καθοριστικές για την εξέταση της θεραπείας που οι ίδιοι επιδιώκουν μέσα από την παρούσα διαδικασία. Πρώτο ότι τα επικαλούμενα ως οφειλόμενα ποσά δεν υφίστανται και δεύτερο ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν χρωστούν αυτά που τους ζητούνται. Μέσα από τις ΕΔ Ιωάννου η άρνηση αυτή δεν φαίνεται να συνοδεύεται από διευκρίνιση των Αιτητών ως προς το αν τυχόν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό, ποιο το τυχόν ύψος αυτού που αναγνωρίζουν ότι οφείλουν σε περίπτωση που υπάρχει και προς ποιον δυνατό να οφείλεται. Ούτε διευκρινίζουν αν το οποιοδήποτε αυτό ποσό που αυτοί θεωρούν ότι οφείλουν καθιστούν πράγματι ανίκανες τις υπ’ αναφορά εταιρείες τους να το εξοφλήσουν.

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω θα επαναλάβω το σκεπτικό του παρόντος Δικαστηρίου που διατυπώθηκε στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.12.23 που αφορά την ίδια υπόθεση και κρίνω ότι ισχύει εδώ:

«Εφόσον οι Αιτητές παρουσιάζουν τη θέση ότι δεν αναγνωρίζουν το ύψος του οφειλομένου ποσού που είναι πληρωτέο, εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι οι επίμαχες εταιρείες αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα. Θα μπορούσε να ίσχυε αυτό αν δεν υπήρχε διαφωνία ως προς το ύψος που πραγματικά οφείλεται. Είναι εκτός πραγματικότητας να θεωρείται μια εταιρεία ότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της τη στιγμή που η ίδια δεν τα αναγνωρίζει.

 

Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών στο στάδιο της νομικής επιχειρηματολογίας του μετέφερε τη θέση των πελατών του ότι το ύψος του ποσού που θεωρούν ότι οι εταιρείες οφείλουν στην Τράπεζα είναι μικρότερο από την αξία των περιουσιακών στοιχείων τους, τα οποία υπέδειξε ότι ανέρχονται σε πέραν των €75 εκατομμυρίων. Είναι ξεκάθαρα η θέση των Αιτητών ότι η αξία του ενεργητικού των εταιρειών τους, δηλαδή η αξία των περιουσιακών στοιχείων τους, καλύπτει το ποσό που οι ίδιοι θεωρούν ότι οφείλουν πραγματικά στην Τράπεζα.

 

Παράλληλα από τις θέσεις των Αιτητών, όπως αυτές έχουν δικογραφηθεί, εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να βρίσκουν έρεισμα για εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 212 του Κεφ.113. Ισχύουν τα όσα έχω αναφέρει προηγουμένως χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.»

 

Η επανάληψη του σκεπτικού του Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.12.23 που αφορά την ίδια υπόθεση κρίθηκε αναγκαία επειδή ουσιαστικά εδώ δεν υπήρξε διαφοροποίηση στις θέσεις, τα επιχειρήματα και γεγονότα που προβλήθηκαν εκεί από τους Αιτητές. Εδώ δεν έχουν τεθεί νέα πραγματικά γεγονότα που να δικαιολογεί διαφοροποίηση του πιο πάνω σκεπτικού. Στην πρόσφατη υπόθεση Πιριπίτση v. Κωνσταντίνου κ.α Έφεση Αρ. Ε61/2018 ημερ. 09.02.24, στην οποίαν με παρέπεμψε ο κοινός ευπαίδευτος συνήγορος των SKY & Alpha Bank, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής που σχετίζονται με το θέμα αυτό τα οποία και καταγράφω αυτούσια:

«Διαφαίνεται ταυτόχρονα, σύμφωνα με την υπόθεση KSR Comercio S.A V Blue Coral Navigation Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 309, πως οι αρχές του δεδικασμένου εφαρμόζονται σε κάθε δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της εκδίκασης ενδιάμεσων αιτήσεων, στις οποίες έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα διαταγή. Όπως αποφασίστηκε «...Η μόρφωση και έκφρασης γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος και η ενασχόληση του με την ουσία του επίδικου θέματος, αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicada». Συνεπώς, όπου σε ενδιάμεση απόφαση το Δικαστήριο προβαίνει σε μόρφωση και έκφραση γνώμης, με σαφή και καθοριστικό τρόπο, αναφορικά με οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ζήτημα, τότε είναι εφικτή η δημιουργία δεδικασμένου, εκτός, βέβαια, και αν στη νέα διαδικασία τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου νέα πραγματικά γεγονότα, οπότε να δικαιολογείται η εξέτασή τους, παρά την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.»

 

Από τα πιο πάνω έκδηλα φαίνεται ότι οι βασικές θέσεις των Αιτητών είναι μεταξύ τους αντίθετες και αντιφατικές. Από τη μία προβάλλεται ισχυρισμός ότι τελούν υπό το καθεστώς αφερεγγυότητας αλλά από την άλλη δηλώνουν ότι δεν οφείλουν αυτά που του υποδεικνύονται ότι χρωστούν. Από τη μία ισχυρίζονται ότι αδυνατούν να πληρώσουν τα ποσά που τους ζητούνται και από την άλλη επικαλούνται ότι αυτά που τους ζητούνται δεν είναι υπαρκτά αλλά προϊόν δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και βαριάς αμέλειας λειτουργών των οργανισμών που είναι αυτοί που τα διεκδικούν, χωρίς νόμιμη υπόσταση και δίχως οι υπ’ αναφορά εταιρείες των Αιτητών να δεσμεύονται γι’ αυτά.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αναφορά των Αιτητών πως η αφερεγγυότητα των υπό εξέταση εταιρειών θα προκύψει εάν και εφόσον αποδεχτούν οι θέσεις των εταιρειών Alpha Bank και SKY περί μεγάλων οφειλών που το ύψος τους καθορίζεται και αποτελούν αντικείμενο εκδίκασης σε άλλες εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την κατάσταση. Πρόκειται απλά για υποθετικά σενάρια που βεβαίως όχι μόνο δεν υιοθετούνται από τους Αιτητές αλλά οι τελευταίοι αγωνίζονται νομικά για την εξουδετέρωση τους.

 

Σύμφωνα με τη θέση των Αιτητών, η οποία καταγράφεται στην §25 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23:

«… είναι προφανές ότι εάν αυτά τα ποσά κριθούν ως νόμιμα και απορριφθούν οι θέσεις για δόλο και απάτη αλλά και βαριά αμέλεια των πιστωτών μας στις εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα αναφερθώ κατωτέρω, τότε τόσο η μητρική Εταιρεία όσο και η Σχετιζόμενη Εταιρεία ενδέχεται να είναι ανίκανες να καταβάλλουν τέτοιου ύψους ποσά. Ο λόγος που αναφέρω ενδέχεται και ότι υφίσταται η πιθανότητα οι Εταιρείες να είναι ανίκανες να αποπληρώσουν τέτοιους ύψους οφειλόμενα και υφίσταται η πιθανότητα να είναι αφερέγγυες είναι διότι ως ανωτέρω αναφέρω τα ως άνω αξιούμενα ποσά από την SKY δεν είναι τελεσίδικα και επαναλαμβάνω είναι έντονα αμφισβητούμενα ως πλασματικά, ανυπόστατα, αντισυμβατικά και ως προϊόν δόλου και απάτης αλλά και βαριάς αμέλειας, θέσεις και ισχυρισμοί οι οποίες δεν εκδικάστηκαν ακόμη και μέχρι και σήμερα στις εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των Εταιρειών και του Ομίλου Alpha Panareti με τους πιστωτές του, περιλαμβανομένης και της SKY.»  

 

Χαρακτηριστικό ακόμη είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την §26 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23 που επαλαμβάνει τη θέση των Αιτητών:

«Συνεπώς, εάν ήθελε κριθούν ως νόμιμα και υπαρκτά τα ως άνω ποσά, τότε υπό μια τέτοια εξέλιξη και πιθανότητα, η μητρική Εταιρεία και γενικά ο Όμιλος Panareti ενδέχεται να είναι ανίκανη και/ή ανίκανος να καταβάλει τα οφειλόμενα αυτά ποσά κατά το χρόνο που θεωρούνται πληρωτέα, ενώ παράλληλα εάν πράγματι κριθούν νόμιμα, υπαρκτά και έγκυρα αυτά τα ποσά, η μητρική εταιρεία και ο Όμιλος Alpha Panareti ενδέχεται να είναι αφερέγγυοι, βάσει των στοιχείων ενεργητικού που έχει, σε σχέση με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του, παρούσες, ενδεχόμενες και μελλοντικές.

 

…»

 

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Υπό αυτήν την έννοια και μέσα στο ασαφές και υποθετικό πλαίσιο που περιγράφεται πιο πάνω, οι Αιτητές θεωρούν ότι οι υπ’ αναφορά εταιρείες τελούν σε καθεστώς αφερεγγυότητας και αδυνατούν να πληρώσουν τα κατ’ ισχυρισμό χρέη τους. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, δεν βλέπω ποια χρησιμότητα μπορεί να έχει οι πιο πάνω αναφορές των Αιτητών σε σχέση με τον σκοπό και τη σημασία του διορισμού Εξεταστή. Ποιο χρέος θα έχει υπόψη του ο Εξεταστής σε περίπτωση που διοριστεί όταν αυτό όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται ότι υπάρχει αλλά αντίθετα ότι υπάρχει δόλος, απάτη και βαριά αμέλεια από μέρους λειτουργών του οφειλέτη στην επιδίωξη του να καταβληθεί.

 

Είναι προφανές ότι οι πιο πάνω αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές μόνο σύγχυση προκαλούν. Κάθε άλλο παρά αποδεικνύουν ότι οι υπ’ αναφορά εταιρείες οφείλουν τέτοια ποσά ώστε να τελούν υπό το καθεστώς αφερεγγυότητας, λογιζόμενες ως ανίκανες να πληρώσουν τα χρέη τους.

 

Με βάση το σκεπτικό του Δικαστηρίου που έχει αναλυθεί πιο πάνω αφού αξιολογήθηκε το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, η απαιτούμενη προϋπόθεση ότι οι υπό εξέταση εταιρείες πρέπει να τελούν σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή να υφίστανται πιθανότητα αφερεγγυότητας δεν έχει αποδειχτεί. Το στοιχείο της περί αδυναμίας καταβολής χρεών απουσιάζει. Αν δεν υπάρχουν χρέη που δημιουργούν αδυναμία πληρωμής τους, όπως οι Αιτητές επικαλούνται, τότε σημαίνει δεν υπάρχουν οφειλές που έχουν καταστεί πληρωτέες και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει κατάσταση αφερεγγυότητας, με αποτέλεσμα η ενασχόληση με το ενδεχόμενο εύλογης προοπτικής επιβίωσης των υπό εξέταση εταιρειών ως δρώσας οικονομικής μονάδας (going concern) να καθίσταται άνευ σημασίας.

 

Επομένως δεν προκύπτει αναγκαιότητα διορισμού Εξεταστή, ως οι Αιτητές επιθυμούν. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις των εδαφίων (1)(α), (2) και (3)(α) & (β) του άρθρου 202Α στο Μέρος IVA του Κεφ.113.

 

Η αποτυχία των Αιτητών να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 202Α μοιραία σφραγίζει το αποτέλεσμα της παρούσας υπόθεσης. Ανεξάρτητα όμως θα προχωρήσω με την εξέταση και άλλων αναγκαίων προϋποθέσεων σε περίπτωση που η παρούσα απόφαση κριθεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο.

 

Μία άλλη υποχρέωση που οι Αιτητές έχουν να εκπληρώσουν όταν καλούνται να πείσουν το Δικαστήριο ότι δικαιολογείται ο διορισμός Εξεταστής είναι η καλή πίστη που πρέπει να διαπνέει την υπό κρίση κυρίως αίτηση (άρθρο 202Ζ(β) του Κεφ.113). Σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν θα μπορούσα να παραγνωρίσω τα εξής που αφορούν την καταχώριση και προώθηση της υπό κρίση αίτησης:

(α)       οι Αιτητές προβάλλουν τη θέση περί ανικανότητας πληρωμής χρεών τη στιγμή που οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιων οφειλών,

(β)       οι Αιτητές θεωρητικά επικαλούνται τη δημιουργία κατάστασης αφερεγγυότητας ή εν πάση περιπτώσει ενδεχόμενη δημιουργία κατάστασης αφερεγγυότητας των υπ’ αναφορά εταιρειών ενώ στην πράξη οι ίδιοι απορρίπτουν τέτοια πιθανότητα και μέσω δικαστικών διαδικασιών επιχειρούν να πείσουν το Δικαστήριο (όχι κατ’ ανάγκη το παρόν) ότι δεν οφείλουν τα ποσά, βάση των οποίων προβάλλεται ο ισχυρισμός περί αφερεγγυότητας,

(γ)        όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, ο διορισμός του Π/Δ αμφισβητείται από τους Αιτητές στα πλαίσια άλλης ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας αφού οι Αιτητές θεωρούν ότι η παρουσία του Π/Δ στις εν λόγω εταιρείες συνιστά παράνομη επέμβαση στην περιουσία τους και γι’ αυτό μέσω άλλων νομικών διαδικασιών επιδιώκουν την απομάκρυνση του (§117 - §126 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23 και Τεκμήριο 86 ΕΔ Ιωάννου),

(δ)        η αναφορά των Αιτητών στην §120 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23 με την οποίαν σημειώνουν ότι «… χωρίς να γνωρίζουμε όλο το φάσμα του Δόλου και της Απάτης και της απόκρυψης των δανείων από την Τράπεζα προς τις εταιρείες UMERA και ERMIS …», ακόμα και αν γίνει πιστευτή στην ολότητα της, καταδεικνύει ότι τουλάχιστον από το έτος 2021 οι Αιτητές γνώριζαν για την ύπαρξη επικαλούμενου δόλου, απάτης και απόκρυψης δανείων, έστω και αν δεν ήταν ενήμεροι για όλες τις λεπτομέρειες που συνθέτουν το φάσμα αυτό,     

(ε)        οι Αιτητές αποδίδουν στον Π/Δ, εκτός από παράνομη επέμβαση στην περιουσία τους αφού θεωρούν τα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερ. 18.10.10 και 30.09.18 (Τεκμήρια 115 & 116 της ΕΔ Θεοδώρου ημερ. 26.02.24) βάση των οποίων διορίστηκε είναι, σύμφωνα με τους Αιτητές, παράνομα, ανυπόστατα και χωρίς νομικό έρεισμα (§36 της της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23), επιλήψιμη συμπεριφορά η οποία παραπέμπει στη διάπραξη αστικών και ποινικών αδικημάτων (§130 - §139 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 13.12.23),

(στ)      η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε αμέσως μετά από την ανεπιτυχούς προσπάθεια των Αιτητών και/ή εταιρειών τους να εξασφαλίσουν ενδιάμεσο διάταγμα που να απαγορεύει στον Π/Δ να ασκήσει τα καθήκοντα, υποχρεώσεις και εξουσίες του, τον οποίον θεωρούν ότι παράνομα επεμβαίνει στην περιουσία τους και προς τούτο εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ακύρωσης του κατ’ ισχυρισμό διορισμού του (ενδιάμεση απόφαση ημερ. 22.12.23 του παρόντος Δικαστηρίου σε σχέση με την παρούσα υπόθεση) και/ή κατόπιν παράλειψης των Αιτητών και/ή εταιρειών τους να εξασφαλίσουν ενδιάμεσο διάταγμα απαγορευτικής φύσεως εναντίον του Π/Δ (στην υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον του Π/Δ και αφορά ισχυρισμό παράνομης επέμβασης από μέρους του σε περιουσία των Αιτητών, όπως παραδέχτηκε ο συνήγορος των Αιτητών σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση που του υπεβλήθηκε από το παρόν Δικαστήριο για σκοπούς εκδίκασης της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 19.01.24 που αφορά την παρούσα υπόθεση).

 

Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν συμπεριφορά από μέρους των Αιτητών, η οποία κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζεται ως καλόπιστη. Εδώ δίδεται η σαφής εντύπωση ότι σκοπός των Αιτητών με την καταχώριση και την προώθηση της υπό κρίση αίτησης δεν είναι ο διορισμός Εξεταστή με ότι αυτό συνεπάγεται αλλά η εξασφάλιση διατάγματος, με συγκεκαλυμμένη μορφή, το οποίο τελικά επιδιώκει να εμποδίσει την εκτέλεση των καθηκόντων, υποχρεώσεων και εξουσιών του Π/Δ. Δηλαδή επιδιώκεται στόχος που δεν έγινε κατορθωτός ένεκα ανεπιτυχούς προσπάθειας και παράλειψης από τους Αιτητές, μέσω προηγούμενων νομικών διαδικασιών. Τα πράγματα ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά αν υπήρχε χρησιμότητα και/ή αναγκαιότητα σε διορισμό Εξεταστή, πράγμα όμως που δεν φαίνεται να ισχύει. Τα δεδομένα αυτά αφήνουν εκτεθειμένη την υποχρέωση των Αιτητών να ενεργήσουν με καλή πίστη αναφορικά με την παρούσα αίτηση.

 

Ένα άλλο ζήτημα που με απασχόλησε είναι κατά πόσο πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 202ΙΖ του Κεφ.113. Πρόκειται για επίδικο θέμα στην υπό κρίση αίτηση. Όπως ήδη λέχθηκε προηγουμένως, με βάση το μέρος του άρθρου αυτού το οποίο πραγματεύεται το θέμα της γνωστοποίησης αίτησης που αφορά διορισμό Εξεταστή, όταν καταχωρείται τέτοια αίτηση ο αιτητής εντός τριών ημερών παραδίδει σχετική ειδοποίηση στον έφορο εταιρειών και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Από τον τρόπο διατύπωσης και το λεκτικό που χρησιμοποιείται, οι συγκεκριμένες πρόνοιες είναι επιτακτικές. Αυτό φανερώνει και τον σκοπό του νομοθέτη για το συγκεκριμένο ζήτημα. Επειδή ο διορισμός Εξεταστή σε εταιρεία ή επιχείρηση είναι σημαντικό και συνάμα δραστικό μέτρο που επηρεάζει τρίτα πρόσωπα, ο νομοθέτης ήθελε να διασφαλίσει τα συμφέροντα τους δίδοντας τους την επιλογή, αν επιθυμούν, να συμμετέχουν στη διαδικασία. Συγκεκριμένα καθορίζεται η ανάγκη κοινοποίησης αίτησης, όπως την παρούσα, η οποία έχει τη μορφή παράδοσης, προφανώς αντιγράφου τέτοιας αίτησης μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα που τη συνοδεύουν. Επίσης καθορίζεται σε ποιον θα επιδοθεί η αίτηση με τα έγγραφα και είναι ο Έφορος Εταιρειών και όλα τα πρόσωπα που θεωρούνται από το νόμο ενδιαφερόμενα μέρη. Επιπλέον προσδιορίζεται ο χρόνος της γνωστοποίησης των εγγράφων, ο οποίος είναι εντός 3 ημερών, προφανώς από την καταχώρηση της. Θεωρώ ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θέσει την απαιτούμενη προθεσμία σύντομη και αυστηρή ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός και η φιλοσοφία του διορισμού Εξεταστή, δηλαδή το Μέρος IVA του Κεφ.113. Η μη ευλαβική τήρηση του χρονικού διαστήματος που προνοείται επιφέρει συνέπειες στο αποτέλεσμα της αίτησης. Εξ ου η παράλειψη του αιτητή να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της παράδοσης εγγράφων οδηγεί στην επιβολή προστίμου σ’ αυτόν (άρθρο 202ΙΖ(7) του Κεφ.113).

 

Το άρθρο 202Ν του Κεφ.113 παρέχει την έννοια και τη σημασία του «ενδιαφερομένου μέρους». Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, «ενδιαφερόμενο μέρος» σε σχέση με εταιρεία θεωρείται: πιστωτής της εταιρείας, μέλος της εταιρείας, συνεισφορέας, εγγυητής οποιονδήποτε υποχρεώσεων της εταιρείας και οποιονδήποτε πρόσωπο, η περιουσία του οποίου υπόκειται σε οποιαδήποτε υποθήκη ή επιβάρυνση ή εξασφάλιση για οποιαδήποτε οφειλή ή υποχρέωση της εταιρείας.

 

Στην §10 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24 σημειώνεται ότι σχετική ειδοποίηση της υπό κρίση αίτησης παραδόθηκε στον Έφορο Εταιρειών. Πράγματι το Τεκμήριο 6 αυτής επιβεβαιώνει παράδοση των εγγράφων με ιδιώτη επιδότη στις 14.12.23. Με γνώμονα ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε στις 13.12.23, γεγονός που αποτελεί κοινό έδαφος των μερών, διαπιστώνω ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα.

 

Στην ίδια παράγραφο (§10 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24) τονίζεται ότι υπήρξε παράδοση των εγγράφων σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Στο ίδιο τεκμήριο (Τεκμήριο 6 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24) παρατηρώ ότι πραγματοποιήθηκε παράδοση των εγγράφων με τον ίδιο ιδιώτη επιδότη στις 14.12.23 στην SKY, στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στην Alpha Bank και στον Π/Δ. Αυτό επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της §15 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24. Ουδείς αμφισβητεί ότι τα άτομα αυτά έχουν την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους στην έννοια που το Κεφ.113 αποδίδει. Συνεπώς ούτε εδώ προκύπτει οποιοδήποτε θέμα.

 

Ακολούθως μέσα από τις παραγράφους §11 - §14 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24 σημειώνεται ότι υπήρξε παράδοση των εγγράφων σε άλλα 106 ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τα ονόματα των οποίων καταγράφονται αναλυτικά. Εξ’ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό τα άτομα αυτά μαζί με τα πιο πάνω 5 συνθέτουν το σύνολο των ενδιαφερομένων προσώπων που υπάρχουν, στους οποίους παραδόθηκαν τα έγγραφα. Όπως ήδη λέχθηκε, δεν τίθεται ζήτημα για τα πιο πάνω 5 ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Από τους υπόλοιπους 106, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι τα έγγραφα παραδόθηκαν έγκαιρα στα 104 ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

 

Παραμένουν δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα για τα οποία υπάρχει άρνηση ότι έλαβαν γνώση της παρούσας αίτησης και των σχετικών εγγράφων. Πρόκειται για το ΔΠ και το Σ.Α.ΠΑ. (λόγος αρ. 2 στις ενστάσεις τους). Δεν έχουν δίκαιο να παραπονιούνται. Σε αντίθεση με τη θέση τους, μέρος του Τεκμηρίου 5 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24 καταδεικνύει ότι τα έγγραφα κοινοποιήθηκαν τόσο στο ΔΠ όσο και στο Σ.Α.ΠΑ. στις 15.12.23, επιβεβαιώνοντας έτσι αυτό που αναφέρεται στην §13 υπό τα σημεία (16) και (17) της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24. Επί τούτου υπάρχουν σχετικές σφραγίδες που επιβεβαιώνουν την παραλαβή των εν λόγω εγγράφων από αμφότερους οργανισμούς στην πιο πάνω ημερομηνία.

 

Μπροστά σ’ αυτά τα δεδομένα παρατηρώ ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα. Κατά συνέπεια, ο λόγος αρ. 2 στις ενστάσεις του ΔΠ και Σ.Α.ΠΑ. απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Το επόμενο ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο τα 111 ενδιαφερόμενα πρόσωπα που κατονομάζονται αναλυτικά στις §11 - §15 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 08.02.24 αποτελούν το σύνολο των ενδιαφερομένων προσώπων στην παρούσα υπόθεση. Αυτή είναι η θέση των Αιτητών με την οποίαν διαφωνούν τα υπόλοιπα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία.

 

Με κάθε σεβασμό στους Αιτητές παρατηρώ ότι η πιο πάνω θέση τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην §25 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 28.02.24 ο ενόρκως δηλών αναγνωρίζει ότι ο Έφορος Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών είναι πιστωτής, γεγονός που στην έννοια του Κεφ.113 τον καθιστά ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ωστόσο δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ενδιαφερομένων ατόμων στα οποία αναφέρεται ότι έχει γίνει παράδοση των εγγράφων. Η θέση των Αιτητών ότι πρόκειται να εξοφληθεί το οφειλόμενο ποσό και να αποσυρθεί η αντίστοιχη ποινική υπόθεση είναι άνευ σημασίας και δεν διαφοροποιεί την κατάσταση ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός εμπίπτει στην ορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου που του αποδίδει το Κεφ.113. Το ότι δεν του παραδόθηκαν τα έγγραφα της παρούσας αίτησης είναι γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους Αιτητές.

 

Ομοίως ισχύει με την Α.Η.Κ. Το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 08.02.24 του συνηγόρου τους εν λόγω οργανισμού που κοινοποιήθηκε σε όλους που συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία, περιλαμβανομένου των Αιτητών, είναι διαφωτιστικό. Προκύπτει ότι η Α.Η.Κ. εμπίπτει στην ορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου που του αποδίδει το Κεφ.113. Τα όσα αναφέρονται στην §17 της ΕΔ Ιωάννου ημερ. 28.02.24 δεν έχουν σημασία και ούτε διαγράφουν την υποχρέωση των Αιτητών να τους παραδώσει τα έγγραφα της παρούσας αίτησης. Είναι ακόμη άνευ σημασίας το πώς χειρίστηκε το θέμα το Δικαστήριο. Αυτό που έχει σημασία και παραμένει είναι ότι στην Α.Η.Κ. δεν παραδόθηκαν τα έγγραφα της παρούσας αίτησης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους Αιτητές.

 

Σε ότι αφορά την ομάδα βρετανών αγοραστών που απλά παρακολουθούν την παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο επειδή ενώπιον του δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία.

 

Εν πάση περιπτώσει, από τα πιο πάνω δεδομένα διαπιστώνω ότι οι Αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει τις επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 202ΙΖ του Κεφ.113 με ότι αυτό συνεπάγεται.                          

 

Τα πιο πάνω οδηγούν σε επιτυχία των λόγων ένστασης αρ. 1 (στο βαθμό και την έκταση που έχει κριθεί και αφορά τις πρώτες τρεις γραμμές και όχι το υπόλοιπο περιεχόμενο της), 2 (το βαθμό και την έκταση που έχει εξεταστεί και αφορά την Α.Η.Κ. και τον Έφορο Ιδρυμάτων Επαγγελματιών Συνταξιοδοτικών Παροχών), 3 & 5 του Π/Δ, των λόγων της κοινής ένστασης αρ. 5 (στο βαθμό και την έκταση που έχει εξηγηθεί), 7, 8, 9, 10, 13, 14 & 23 της Alpha Bank & SKY, του λόγου ένστασης αρ. 1 (στο βαθμό και την έκταση που έχει κριθεί και αφορά τις πρώτες τρεις γραμμές και όχι το υπόλοιπο περιεχόμενο της) του ΔΠ και λόγου ένστασης αρ. 1 (στο βαθμό και την έκταση που έχει κριθεί και αφορά τις πρώτες τρεις γραμμές και όχι το υπόλοιπο περιεχόμενο της) του Σ.Α.ΠΑ.

 

Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης της παρούσας αίτησης, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης των Π/Δ, Alpha Bank & SKY, ΔΠ και Σ.Α.ΠΑ.

Έχοντας συνεκτιμήσει και σταθμίσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα και δεδομένα στη βάση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που έχει προσκομιστεί και με γνώμονα το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, καταλήγω ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι ικανοποιούνται αναγκαίες και απαραίτητες προϋποθέσεις που δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Η έκδοση τους δεν θα ήταν δίκαιη, εύλογη και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Συνακόλουθα η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως λεπτομερώς θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή με βάση τις πρόνοιες του Μέρους 39 των Νέων Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23 και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Alpha Bank, SKY, Π/Δ, ΔΠ και Σ.Α.ΠΑ. και εναντίον των Αιτητών 1-5.

 

Ένεκα της κοινής νομικής εκπροσώπησης της Alpha Bank με την SKY και του ΔΠ με το Σ.Α.ΠΑ. σε συνδυασμό με την κοινή ένσταση που προωθήθηκε από μέρους της Alpha Bank με την SKY, της δυνατότητας να καταχωριζόταν κοινή ένσταση από μέρους του ΔΠ με το Σ.Α.ΠΑ. και του γεγονότος ότι η ένσταση του ΔΠ έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο, λεκτικό και εδράζεται ακριβώς τους ίδιους λόγους με την ένσταση του Σ.Α.ΠΑ., επιδικάζεται ένα σετ εξόδων ανά ζεύγος (δηλαδή Alpha BankSKY και ΔΠ - Σ.Α.ΠΑ).   

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο