ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Αρ. Αγωγής: 1184/23

Ενώπιον: Σ. Συμεού, Ε.Δ

Μεταξύ:

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΠΥΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ 18921) από την Πάφο

     Ενάγουσα

                                                                  Και

1.    CHERRY BAKERY LTD, HE  434167

2.    AHMAD ALAKIDOU RN [ ]

3.    MIRIB (MIRIB) RABIA passport [ ]

Εναγόμενοι

Αίτηση ημερ. 24/01/24  για την έκδοση συνοπτικής απόφασης

Ημερομηνία: 13/03/24

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα : κα. Σ. Χ’’ Νεοφύτου για Γ. Χ’’ Νεφύτου και Σια Δ.Ε.Π.Ε

Για την Εναγόμενους 1 και 2 : κ. Νικήτας Νικήτα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Ενάγουσα με την αγωγή που έχει καταχωρήσει αξιώνει από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 τις ακόλουθες θεραπείες :

Α. Απόφαση και ή Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την έξωση της Εναγόμενης 1 και ή των υπηρετών και ή των αντιπροσώπων της και ή αυτών που αντλούν δικαιώματα από αυτήν από τον χώρο που φαίνεται με κίτρινο χρώμα στο συνημμένο σχέδιο επί του ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ. 17/06/22 στην οδό [ ] 28 στην Πάφο και ανάκτησης της κατοχής από την Ενάγουσα των πιο πάνω υποστατικών

Β. Απόφαση και ή Διάταγμα του Δικαστηρίου εναντίον των Εναγομένων 1,2 και 3 προσωπικά και αλληλέγγυα το οποίο θα τους διατάσσει να πληρώσουν στην Ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ σαν καθυστερημένα ενοίκια και ή δεδουλευμένα ενοίκια για τους μήνες Μάρτιο – Ιούνιο του 2023, πλέον τόκους 7% ετησίως από 01/07/23 μέχρι εξοφλήσεως

Γ. Απόφαση και ή διάταγμα του Δικαστηρίου εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 3 προσωπικά και ή αλληλέγγυα το οποίο θα τους διατάσσει να πληρώσουν στην Ενάγουσα το ποσό των 3,000 ευρώ μηνιαίως από 01/07/23 πλέον τόκους 7% ετησίως επί εκάστου μηναίου ποσού ως ενδιάμεσα οφέλη και ή ως αποζημιώσεις μέχρι τελική παράδοση του χώρου στην Ενάγουσα, πλέον τόκους 7% ετησίως επί εκάστου μηνιαίου ποσού μέχρι εξοφλήσεως.

Δ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει εύλογη και δίκαιη το Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις

Ε. Νόμιμους Τόκους

ΣΤ. Έξοδα της Αγωγής πλέον Φ.Π.Α πλέον έξοδα επίδοσης των επιστολών ημερ. 16/06/23 και 08/06/23.

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την Πάφο και είναι και ιδιοκτήτρια ενός κτηρίου το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Μούταλλος της Επαρχίας Πάφου. Η Εναγόμενη 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την Πάφο και απασχολείται με την παρασκευή αρτοποιημάτων και ειδών ζαχαροπλαστικής, λειτουργία φούρνων και άλλων παρεμφερών εργασιών και ενοικιάζει  για την επίτευξη των εργασιών της από την Ενάγουσα στο κτήριο που διαθέτει, το ισόγειο κατάστημα και το μεσοπάτωμα τα οποία εμφαίνονται σημειωμένα με κίτρινο χρώμα στο συνημμένο σχέδιο που συνοδεύει το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 17/06/22. Το ενοικιαστήριο έγγραφο που έχει συναφθεί μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1  αφορά την χρονική περίοδο 17/06/22 με 30/03/32. Σημειώνεται ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 είναι οι εγγυητές της Εναγόμενης 1 αναφορικά με την πιστή τήρηση των όρων της έγγραφης συμφωνίας ημερ. 17/06/22 και την πληρωμή κάθε οφειλόμενου ποσού και ή ζημιάς τα οποία θα οφείλονται μέχρι την τελική παράδοση του ενοικιαζόμενου χώρου προς τους ιδιοκτήτες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την 20/07/23 είχε προηγηθεί της καταχώρησης της παρούσας αγωγής η καταχώρηση εναντίον των Εναγόμενων της Αίτησης Ε27/23 αναφορικά με τα ίδια γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου – Λεμεσού η οποία και στην συνέχεια παραπέμφθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (στο παρών Δικαστήριο) καθότι η Εναγόμενη 1 είναι Κυπριακή Εταιρεία αλλά αυτή ελέγχεται από αλλοδαπούς και ως εκ τούτου η επίδικη σύμβαση ενοικίασης δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983.

Μετά την παραπομπή της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, το παρόν Δικαστήριο έδωσε σχετικές οδηγίες για να καταχωρηθεί Κλητήριο Ένταλμα και έτσι η Ενάγουσα την 15/12/23 καταχώρησε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο το οποίο και στην συνέχεια επέδωσε στους Εναγόμενους 1 και 2 την 19/12/23 ενώ στον Εναγόμενο 3 την 08/01/24. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 ακολούθως καταχώρησαν εμφάνιση την 19/01/24 ενώ ο Εναγόμενος 3 παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση με αποτέλεσμα τη 22/01/24 να εκδοθεί εναντίον του απόφαση λόγω παράλειψης σημειώματος εμφάνισης.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η διαπίστωση ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 ενώ καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης με βάση τους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας δυνάμει του Μέρους 10, η εν λόγω αξίωση είχε καταχωρηθεί την 20/07/23 ημερομηνία κατά την οποία και ίσχυαν οι προηγούμενοι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Παρά βεβαίως το γεγονός ότι το πιο πάνω ζήτημα δεν θίγεται ευθέως εκ μέρους της πλευράς της Ενάγουσας το Δικαστήριο θεωρώ ότι οφείλει και είναι πρέπον να το εξετάσει για να διαπιστωθεί κατά πόσο η πιο πάνω δικονομική παρατυπία στην οποία έχουν υποπέσει οι Εναγόμενοι 1 και 2, δύναται να θεραπευθεί.

Η Δ.64 η οποία ίσχυε μέχρι και την 31/08/2023 προνοεί τα ακόλουθα :

«1. (1) Η μη συμμόρφωση, λόγω οποιοσδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προ- βλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιοσ­δήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, α­πόφαση ή διάταγμα σε αυτή.

(1)    Τηρουμένης της παραγράφου (3), το Δικαστήριο δύναται, εφόσο διαπιστώσει τέ­τοια μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (1), και υπό τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, όπως κρίνει δίκαιο, να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία επεσυνέβη η μη συμμόρφωση, ο­ποιοδήποτε βήμα έγινε στη διαδικασία εκείνη, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον.

(2)    Το Δικαστήριο δε θα παραμερίζει εξ ολοκλήρου οποιαδήποτε διαδικασία, ή το κλη- τήριο ένταλμα, ή άλλο εναρκτήριο μέσο με το οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία, για το λόγο ότι έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετικό εναρκτήριο μέσο για την έναρξη της διαδικα­σίας από εκείνο που απαιτεί οποιοσδήποτε από τους παρόντες Κανονισμούς.

2.   Αίτηση για παραμερισμό οποιοσδήποτε διαδικασίας, οποιουδήποτε βήματος που έγινε σε οποιαδήποτε διαδικασία, ή οποιουδήποτε εγγράφου, αποφάσεως ή διατάγ­ματος σε αυτή, λόγω παρατυπίας, δε θα εππρέπεται, εκτός εάν υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρόνο και προτού ο διάδικος που υπέβαλε την αίτηση προβεί σε οποιοδήποτε νέο βήμα, αφότου η παρατυπία περιήλθε σε γνώση του. Οι προτεινόμενοι λόγοι για παραμερισμό δυνάμει του παρόντος Κανόνα, θα αναφέρονται στην αίτηση»

Προκύπτει επομένως ότι η παρατυπία στην τήρηση δικονομικής πρόνοιας κάτω από προϋποθέσεις δεν καθίσταται μοιραία για την προώθηση και υπόκειται σε θεραπεία. Άλλωστε επί τούτων των προνοιών εδράζεται και η εισήγηση της συνηγόρου της πλευράς της Ενάγουσας - Αιτήτριας για διόρθωση και άρση της τυχόν παρατυπίας που θα διαπιστωθεί.

Στην απόφαση της υπόθεσης Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δη­μόσιας Εταιρείας Λτδ, ECLI:CY:AD:2017:A415, Πολ. Έφ. 208/12, ημερ. 24/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A415 υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

«Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει αμέσως στη προβληθείσα από τους εφεσείοντες θέση, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και ε­φάρμοσε λανθασμένα τη Δ.64 των Θεσμών. Αυτό με βάση τα λεχθέντα στην Πεγιώτη ν Κωμοδρόμου (2003) 1 ΑΑΔ 1601 ότι διάδικος αποποιείται του δικαιώματος να εγεί­ρει θέμα παρέκκλισης από τους Θεσμούς στη διαμόρφωση αιτήματος, εφόσον λαμβάνει μέτρα στη διαδικασία. Όπως έπραξαν οι εφεσίβλητοι στην προκειμένη περίπτωση, οι οποίοι δεν ενεργοποίησαν τη δικαιοδοτική λειτουργία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρατυπίας, ούτε στήριξαν την ένσταση τους στη Δ.16, Θ.9.

Βέβαια, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την ουσία του θέματος, περιοριζόμενο στη θεώρηση ότι δεν ετίθετο ζήτημα «αυτεπάγγελτης θεραπείας», αφού απατείτο, ως προ­ϋπόθεση για την παροχή της, η υποβολή σχετικού αιτήματος από το διάδικο που ευθυ- νόταν για την παρατυπία. Η νομολογία μας, όμως, δεν υποστηρίζει τέτοια απαρέγκλιτη προσέγγιση. Το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια, στην κατάλληλη πε­ρίπτωση, να προβεί το ίδιο, αυτεπαγγέλτως, στη θεραπεία της παρατυπίας. Κα- θοδηγητική, επί του προκειμένου, είναι η υπόθεση Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώ- του (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 366 όπου το Εφετείο, υιοθετώντας τα νομολογηθέντα στην αγ­γλική απόφαση Metroinvest Ansalt et al v Commercial Union [1985] 1 WLR 513 υ­πέδειξε τα εξής:

«Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt a.ο. ν. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

1.   Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο interpartes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 Θ.2.

2.   Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

3.   Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

4.   Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 Θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

5.   Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον"». Συνεπώς ένα από τα κύρια κριτήρια που λαμβάνεται υπόψη με σκοπό την άρση και την θεραπεία της παρατυπίας που τυχόν θα διαπιστωθεί από το Δικαστήριο είναι το κατά πόσο η άλλη πλευρά έχει υποστεί δυσμενή επηρεασμό των δι­καιωμάτων της.

Εν προκειμένω όπως έχω υποδείξει και ανωτέρω, το συγκεκριμένο ζήτημα τέθηκε εκ μέρους της πλευράς της Ενάγουσας, χωρίς βεβαίως η τελευταία να παραπονείται για οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της αλλά τουναντίον να προβαίνει σε απλή και μόνο αναφορά σε σχέση με την εν την εν λόγω δικονομική παρατυπία, και να υποστηρίζεται από πλευράς της ευθέως η θέση ότι η πιο πάνω δικονομική παρατυπία θεραπεύεται.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η παρατυπία που διαπιστώθηκε ως προς τον τρόπο/τύπο καταχώρησης των σημειωμάτων εμφάνισης των Εναγόμενων 1 και 2 δύναται να θεραπευτεί με εφαρμογή της Διαταγής 64 θ.2 αφού κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής ίσχυαν οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι την 31/08/23 και όχι οι Κανονισμοί που ισχύουν σήμερα.  

Εκδίδεται συνεπώς σχε­τικό διάταγμα για θεραπεία και άρα η εμφάνιση των Καθ’ ων η Αίτηση θεωρείται νομότυπη.  

Η Αίτηση

Την αίτηση συνοδεύει η ένορκη δήλωση Χαράλαμπου Σπύρου ο οποίος είναι ο διευθυντής της Ενάγουσας. Στην ένορκο του δήλωση ο κ. Σπύρου αναφέρεται τόσο στο ιστορικό της αρχικής αιτήσεως που έχει καταχωρηθεί στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων όσο και στους λόγους της παραπομπής της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με οδηγίες καταχώρησης της αγωγής. Στην συνέχεια αναφέρεται κατά την μαρτυρία του στο ιστορικό της ενοικίασης του υποστατικού της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη 1 με βάση την σύμβαση ενοικίασης ημερ. 17/06/22 την οποία και επισυνάπτει ως Τεκμήριο. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 4 η σύμβαση ενοικίασης που είχε συναφθεί μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1 θα έχει ισχύ από την 17/06/22 μέχρι και 30/03/32, ενώ ότι αφορά τους Εναγόμενους 2 και 3 ότι υπέγραψαν ως οι εγγυητές της πιστής τήρησης των όρων της εν λόγω σύμβασης. Μάλιστα σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν και την πληρωμή του κάθε οφειλόμενου ποσού μέχρι την παράδοση της κατοχής του καταστήματος στην Ενάγουσα καθώς και την εξόφληση κάθε οφειλόμενου ενοικίου μέχρι την τελική παράδοση της κατοχής.

Η σύμβαση ενοικίασης σύμφωνα με τον Χ. Σπύρου προέβλεπε ότι το μηνιαίο ενοίκιο θα ανέρχεται στις 3000 ευρώ μηνιαίως και ήταν πληρωτέο το πρώτο ενοίκιο την 01/07/23 ενώ επίσης ότι το ενοίκιο αυτό θα αυξανόταν ανά διετία κατά 5% επί την βάση του προηγούμενου ενοικίου. Επίσης αναφέρει και ότι η καθυστέρηση στην πληρωμή του ενοικίου θα βαρύνει τον ενοικιαστή με τόκο 7% ετησίως μέχρι την εξόφληση του. Ακόμη ότι το ενοίκιο θα ήταν πληρωτέο την 1η ημέρα κάθε εκάστου μήνα. 

Σύμφωνα με τον Σπύρου, επειδή οι Εναγόμενοι καθυστέρησαν να πληρώσουν τα οφειλόμενα ενοίκια των μηνών Μαρτίου - Ιουνίου του 2023 τα οποία και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ πλέον τόκο 7% ετησίως επί κάθε μηνιαίου ενοικίου, η Ενάγουσα με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 08/06/23 τους κάλεσαν να πληρώσουν κάθε οφειλόμενο ποσό εντός 5 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πιο πάνω επιστολής. Η επιστολή επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1 και 2 την 08/06/23  και στον Εναγόμενο 3 την 09/06/23. Επειδή όμως οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να καταβάλουν στην Ενάγουσα το πιο πάνω οφειλόμενο ποσό, η Ενάγουσα απέστειλε στους Εναγόμενους την 16/06/23 άλλη νέα επιστολή τερματίζοντας και την σύμβαση ενοικίασης ημερ. 17/06/22 και καλώντας τους Εναγόμενους όπως εντός 21 ημερών αποπληρώσουν στην Ενάγουσα όλα τα καθυστερημένα ενοίκια τα οποία και οφείλουν.

Η Εναγόμενη 1 σύμφωνα με τον κ. Σπύρου παρά την παραλαβή της πιο πάνω επιστολής παρέλειψε να καταβάλει τα πιο πάνω οφειλόμενα ενοίκια και εξακολουθεί να κατέχει το υποστατικό παράνομα ως παράνομος επεμβασίας και επίσης να συμμορφωθεί τόσο η ίδια όσο και οι Εναγόμενοι 1 και 2 με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. 

Η Ένσταση

Οι Εναγόμενοι 1 και 2 αντιδρώντας στην πιο πάνω αίτηση καταχώρησαν με την σειρά τους την 04/03/24 ένσταση προβάλλοντας συνολικά επτά λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο όπως υποστηρίζουν θα πρέπει να τους επιτρέψει να καταχωρήσουν Υπεράσπιση. Πιο συγκεκριμένα οι Καθ’ ων η Αίτηση προβάλλουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, οι Εναγόμενοι έχουν καλή υπεράσπιση στην Αγωγή ενώ αποκαλύπτουν τέτοια γεγονότα που θα πρέπει το Δικαστήριο να τους δώσει το δικαίωμα να υπερασπιστούν ή τουλάχιστον να καταδείξουν ότι η υπεράσπιση τους μπορεί τουλάχιστον να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης, ότι πρέπει να δοθεί η άδεια στους Εναγόμενους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους καθότι υπάρχει καλόπιστη και ουσιαστική αμφισβήτηση από πλευράς των Εναγόμενων σε σχέση με τα πραγματικά όσο και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο οι Ενάγοντες δικαιούνται σε συνοπτική απόφαση, ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης και που μόνο στα πλαίσια κανονικής δίκης μπορεί να επιλυθεί, ότι οι Εναγόμενοι εγείρουν ουσιαστικά καλόπιστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα της Αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης και συνεπώς πρέπει να τους δοθεί άδεια να καταχωρήσουν υπεράσπιση στην αγωγή, ότι η υπόθεση δεν είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη και τέλος ότι τυχόν έκδοση της συνοπτικής απόφασης θα αποστερήσει από τους Εναγόμενους τα συνταγματικά δικαιώματα που τους παρέχονται από το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του κ. Νικήτα Νικήτα ο οποίος είναι ο δικηγόρος που χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση για λογαριασμό των Εναγομένων 1 και 2. Σύμφωνα με την ένορκο του δήλωση, ο κ. Νικήτας αναφέρει ότι γνωρίζει καλά τα γεγονότα της υπόθεσης και ένεκα του ότι ο Εναγόμενος 2 βρισκόταν στο εξωτερικό και επέστρεψε πρόσφατα, δεν κατέστη δυνατό να προβεί ο ίδιος στην ένορκο δήλωση καθότι αυτή θα έπρεπε να μεταφραστεί και στην μητρική του γλώσσα αλλά λόγω του ότι η αίτηση αφορά καθαρά νομικά ζητήματα σε αυτήν προβαίνει ο ίδιος ο δικηγόρος.

Ο κ. Νικήτα αρνείται το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του Χ. Σπύρου παραπέμποντας το Δικαστήριο στους ισχυρισμούς που προβάλλει επί της ενόρκου δηλώσεως του καθώς και στο Τεκμήριο 1 το οποίο και επισυνάπτει που αφορά την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2 την οποία και προτίθενται να καταχωρήσουν σε περίπτωση αποτυχίας της υπό κρίση αίτησης.

Περαιτέρω ο κ. Νικήτα υποστηρίζει και την θέση ότι η Ενάγουσα ενώ από την μια αμφισβητεί την μη  δέουσα εξουσιοδότηση για διορισμό δικηγόρου από την άλλη επιζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον νομικού προσώπου για το οποίο και αμφισβητείται η νομική του εκπροσώπηση από δικηγόρο. Συνεπακόλουθα υποστηρίζεται η θέση ότι υπάρχει καλή υπεράσπιση. Σε ότι αφορά την Ανταπαίτηση ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι δικαιούνται σε αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και ή για αύξηση της περιουσίας τους χωρίς νόμο και αιτία εξαιτίας της παράβασης υποχρεώσεων των Εναγόντων. Περαιτέρω σύμφωνα με τον κ. Νικήτα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 προτίθενται να καταχωρήσουν « ειδοποίηση προς συνεναγόμενο », δηλαδή τον Εναγόμενο 3 και να ζητήσουν όπως σε περίπτωση έκδοσης απόφασης εναντίον τους να κληθεί να πληρώσει εκείνος το οποιοδήποτε ποσό εκδοθεί, λόγω πράξεων και παραλείψεων του και σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση στην παρούσα αίτηση εφόσον τότε οι Εναγόμενοι θα απωλέσουν το δικαίωμα τους αυτό και θα παραβιαστούν τα δικαιώματα τους.

Νομική Πτυχή

Η αίτηση στηρίζεται στην Δ.18 Θ1 (α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που έχει ως ακολούθως:

«1 - (a) Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2 rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land, (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.»

Από την διατύπωση της Δ.18 Θ1 (α) προκύπτει ότι:

1.    Ο εναγών θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι καταχωρήθηκε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ο εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφανίσεως. Πρέπει επίσης να συνοδεύει την αίτηση του από ένορκη δήλωση από τον ίδιο ή από άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.

2.    Στην ένορκη δήλωση του, ο ενάγων θα πρέπει να επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και να δηλώνει ότι εξ' όσων γνωρίζει, ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην Αγωγή, (βλ. Spyros Stavrinides ν. Chekoslovenska Obchondi Banka A.S. [1972] 1ΑΑΔ 130). Παράλειψη εκπλήρωσης των πιο πάνω προϋποθέσεων, στερεί από το Δικαστήριο, την δικαιοδοσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης (βλ. Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782).

3.    Όταν και εφόσον ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να είναι επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί στην αγωγή.

Η συνοπτική απόφαση (summary judgement) θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και ως εξαίρεση στον βασικό κανόνα ότι το Δικαστήριο ακούει και τις δύο πλευρές προτού καταλήξει στην ετυμηγορία του. Δεν πρέπει να εμποδίζεται ο εναγόμενος να υπερασπιστεί εκτός σε περιπτώσεις όπου είναι αναμφίβολο ότι δεν έχει συζητήσιμη υπεράσπιση. Επίσης δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όπου προκύπτει σοβαρή διαφωνία ως προς τα γεγονότα και τον Νόμο (βλ. Annual Practice (1958) σελ. 243).

Το γεγονός ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό στην έκδοση συνοπτικής απόφασης θα πρέπει να ειδωθεί και κάτω από το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο αλλά και να του δοθεί το δικαίωμα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας να προβάλει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του.

Η ιδιαίτερη φύση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Trans Middle East Trading Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 239, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι η συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο Εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην Ένορκη του Δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co. Ltd ν. The Central Co- Operative Co Ltd (1982) 1 ΑΑΔ.879).

Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.»

Για τους πιο πάνω λόγους, η υποχρέωση του ενάγοντα να ικανοποιήσει με την ένορκη του δήλωση τις προϋποθέσεις της Δ.18 Θ1(α) πρέπει να εξετάζεται αυστηρά και με απόλυτη σχολαστικότητα. Σχετική είναι η απόφαση Αθηνούλλα Δημητρίου ν.Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, στην οποία παρατέθηκε στην σελ.789, το πιο κάτω απόσπασμα από την Αγγλική απόφαση Simon and Co ν. Palmers Store (1912) 1 KB 259, 266

«Trial as a rule must precede judgment. Order 14 provides an extraordinary procedure in certain cases; it is a procedure in which, instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial such as procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided, as set forth in the order».

Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην Νεάρχου και Άλλου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή, το οποίο υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη απόφαση Ανδρονίκου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου (2007) 1Β Α.Α.Δ 977.

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης συνοπτικής απόφασης πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία, το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides ν. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138, όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία).

Σε ενδιάμεσες αιτήσεις δυνάμει της Δ.39 Θ2, αρκούν δηλώσεις πεποίθησης του ενόρκως δηλούντα ότι πιστεύει τα γεγονότα ως αληθινά ή ότι αυτά ευσταθούν από πληροφορίες που έχει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση. Ο ενόρκως δηλών θα πρέπει να έχει, δυνάμει της Δ.18 Θ1(α) προσωπική γνώση των γεγονότων και να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς αυτά. (βλ. Stavrinides - ανωτέρω- σελ. 166 - 167).

Επίσης, η αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα τεκμήρια που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Γνώση από έγγραφα συνταγμένα χωρίς την συμμετοχή του ενόρκως δηλούντα δεν είναι προσωπική. Βασίζεται σε πληροφορίες και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.18. (Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) και The Chain Gulf Traders LtdK.a. ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ 1168).

Αφού ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του ενάγοντα, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. CY.E.M.S. Co. Ltd ν. Central Cooperatives Industrial (1982) 1 CLR 897).

Δεν αρκεί ο εναγόμενος να προβεί σε γενική άρνηση της απαίτησης ή σε αόριστους ισχυρισμούς για ανυπαρξία αντιπαροχής. Θα πρέπει να δώσει τέτοιες λεπτομέρειες με την ένορκη του δήλωση που να καταδεικνύει το βάσιμο της υπεράσπισης του επί της ουσίας της αγωγής και να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί (βλ. Hermes Insurance Co Ltd ν. Θεοδωρίδης (1983) 1 CLR 333)

Στην απόφαση Ch Aresti Estates Ltd κ.α. N. Loucas Kyprianou Co Enterprises Ltd, Πολ. Έφεση 68/11, ημερομηνίας 21/10/2016, λέχθηκαν τα εξής επί του θέματος:

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, ένας εναγόμενος θα πρέπει να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για να λάβει άδεια προς υπεράσπιση, έχοντας βεβαίως πάντοτε υπόψη ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να χρησιμοποιεί την ταχεία διαδικασία που προβλέπεται από τη Δ.13, πρέπει να ασκείται με φειδώ όπου τα όσα προτείνονται από την ένσταση δεν αφήνουν περιθώρια νόμιμης υπεράσπισης»

Στην ίδια απόφαση λέχθηκε ταυτόχρονα ότι οποιαδήποτε ανταπαίτηση του εναγόμενου που δεν επηρεάζει την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία δεν συνιστά υπεράσπιση στην αγωγή. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία διέταξε συνοπτική απόφαση για έξωση των εναγομένων λόγω μη πληρωμής οφειλόμενων ενοικίων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«Η όποια ενδεχόμενη απαίτηση των ιδίων των εφεσειόντων θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ανταπαίτησης, ή χωριστής αγωγής, αλλά δεν επηρέαζαν το δικαίωμα των εναγόντων σε συνοπτική απόφαση.»

Πρέπει όμως ταυτόχρονα να λεχθεί ότι το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών για να προβεί σε ευρήματα όσον αφορά την υπεράσπιση του εναγομένου, ως να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής. Αρκεί να αποκαλυφθεί συζητήσιμο θέμα προς εκδίκαση ούτως ώστε να δοθεί άδεια για υπεράσπιση (βλ Λαζάρου ν. Μακεδόνας (1999) 1 Α.Α.Δ 817).

Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι επίσης η απόφαση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.α. ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε (2001) 1 Α.Α.Δ 418, 423, όπου στην σελίδα 6 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν την διεξαγωγή κανονικής Δίκης. Εφ' όσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο Εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο Δίκης στην Αγωγή.»

Η αγγλική Νομολογία καθιέρωσε ως βασική αρχή ότι όπου υπάρχει ειλικρινής διαφωνία αναφορικά με την ερμηνεία ενός εγγράφου στο οποίο βασίζεται η αξίωση ή διαφωνία ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών είτε ακόμα αβεβαιότητα ως προς το οφειλόμενο ποσόν, πρέπει να δίδεται στον εναγόμενο άδεια για υπεράσπιση (βλ. Annual Practice (1958) σελ. 264, παρ. "Question of fact").

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

Η Ενάγουσα ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης που αφορά στην έκδοση διατάγματος ανάκτησης της κατοχής των επίδικων υποστατικών καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου για το ποσό των 15.000 ευρώ για καθυστερημένα ενοίκια για τους μήνες Φεβρουάριο – Ιούνιου του 2023 πλέον τόκους  7% ετησίως από 01/07/23 μέχρι εξόφλησης καθώς και διάταγμα με το οποίο θα διατάσσονται οι Εναγόμενοι να πληρώσουν στην Ενάγουσα ποσό 3000 ευρώ μηνιαίως από 01/07/23 μέχρι παράδοσης της κατοχής.

Στρεφόμενος τώρα στο κατά πόσο πληρούνται οι προδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η  Δ.18 θ.1, διαπιστώνω ότι πράγματι η Ενάγουσα έχει καταχωρήσει ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και οι Εναγόμενοι 1 και 2 προχώρησαν στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης.

Σε ότι αφορά την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση κρίνω ότι αυτή συμμορφώνεται προς τα κριτήρια που έχω υποδείξει ανωτέρω και τα οποία προκύπτουν μέσα από την Νομολογία την οποία έχω παραθέσει, ότι δηλαδή αυτή έχει υποβληθεί από τον διευθυντή της Ενάγουσας (Τεκμήριο 1) ο οποίος και αποτελεί το φυσικό πρόσωπο που θα μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης επαληθεύοντας την βάση της αγωγής,  αφής στιγμής μάλιστα και ο ίδιος ο κ. Σπύρου αναφέρει ρητά ότι ένεκα της ιδιότητας του γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική του γνώση. Επίσης μέσα από την ένορκο του δήλωση και πιο συγκεκριμένα μέσα από την παράγραφο 11, ο κ. Σπύρου δηλώνει ρητά ότι οι Εναγόμενοι ουδεμία υπεράσπιση έχουν στην αγωγή αφού η απαίτηση της Ενάγουσας είναι γνήσια, αληθής και πλήρως εκκαθαρισμένη καθώς και ότι οι Εναγόμενοι έχουν καταχωρήσει εμφάνιση με σκοπό να καθυστερήσουν την διαδικασία. 

Αφής στιγμής λοιπόν η ένορκη δήλωση έχει καταχωρηθεί από πρόσωπο που για τους λόγους που υπέδειξα ανωτέρω προκύπτει ότι είχε πράγματι προσωπική γνώση και άρα μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης επαληθεύοντας και την βάση της αγωγής που έχει καταχωρηθεί από μέρους του, αλλά και ενόψει του ότι δηλώνεται και ρητά από τον ίδιο ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, κρίνω ότι πληρείται και αυτή η διαδικαστική προϋπόθεση της Διαταγής 18 Θ.1 ώστε το βάρος τώρα να μετατίθεται στους ώμους των Εναγόμενων 1 και 2 για να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο καλόπιστα ότι έχουν καλή υπεράσπιση υπό την έννοια ότι υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να δοκιμαστεί με την εκδίκαση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου.

Πρώτου όμως υπεισέλθω στο να εξετάσω κατά πόσο οι Εναγόμενοι 1 και 2 μπορούν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι πράγματι έχουν καλόπιστη υπεράσπιση γι’ αυτό και θα πρέπει να ακουστούν εφόσον το βάρος αυτό έχει μετατεθεί τώρα στους ώμους τους, κρίνω σκόπιμο και ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας να εξετάσω κατά πόσο η ένορκη δήλωση που έχει καταχωρηθεί από τον κ. Νικήτα ο οποίος είναι και ο δικηγόρος των Εναγόμενων 1 και 2 είναι παράτυπη και άρα το Δικαστήριο θα πρέπει να την αγνοήσει ή να την απορρίψει. Σημειώνεται ότι το ζήτημα αυτό τέθηκε ευθέως και από την συνήγορο της πλευρά της Ενάγουσας κατά το στάδιο των γραπτών αγορεύσεων.   Από την άλλη ο συνήγορος των Εναγομένων 1 και 2 ως προς την ετοιμασία της ένορκης δήλωσης από τον ίδιο αναφέρει στην παράγραφο 1 της ενόρκου δηλώσεως του για ποιους ουσιαστικά λόγους ο Εναγόμενος 2 δεν προέβηκε ο ίδιος στην καταχώρηση της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση αλλά το έπραξε ο ίδιος δικηγόρος. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την παράγραφο 1 της ένορκης του δήλωσης ημερ. 04/03/34, ο κ. Νικήτα αναφέρει ότι είναι ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση για λογαριασμό των Εναγόμενων 1 και 2 καθώς επίσης και ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 τον έχουν εξουσιοδοτήσει να προβεί στην συγκεκριμένη ένορκο δήλωση για τον λόγο ότι ο ίδιος γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από τον προσωπικό χειρισμό της. Επίσης ο κ. Νικήτα αναφέρει εντός της ίδιας παραγράφου ότι ο Εναγόμενος 2 ο οποίος αντιπροσωπεύει την Εναγόμενη 1 βρισκόταν στο εξωτερικό και έχει επιστρέψει  πρόσφατα αλλά και ότι η τυχόν ετοιμασία ενόρκου δηλώσεως από μέρους του θα έπρεπε να μεταφραστεί στην μητρική του γλώσσα. Επίσης αναφέρει και ότι, επειδή η υπό κρίση αίτηση αφορά νομικά ζητήματα ο ίδιος προβαίνει στην παρούσα ένορκο δήλωση.  

Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο την 11/03/24 εντοπίζοντας το πιο πάνω ζήτημα  που προέκυψε κατά την μελέτη των εγγράφων που είχαν τεθεί ενώπιον του με σκοπό την συγγραφή της παρούσας απόφασης κατά την ακρόαση της  αίτησης, θεώρησε σκόπιμο να καλέσει εκ νέου και τις δύο πλευρές με σκοπό να διευκρινιστεί από τον κ. Νικήτα για το κατά πόσο προτίθεται στο μέλλον να συνεχίσει να εκπροσωπεί τους Εναγόμενους 1 και 2 και να εξακολουθήσει να χειρίζεται την παρούσα υπόθεση εφόσον σύμφωνα με την Νομολογία κάτι τέτοιο δεν είναι επιθυμητό και είναι ασυμβίβαστο αφής στιγμής είχε καταστεί και μάρτυρας γεγονότων. Ο κ. Νικήτας κατά την υποβολή της πιο πάνω διευκρινιστικής ερώτησης από το Δικαστήριο, ανέφερε ότι θα εξακολουθήσει να εκπροσωπεί και στον μέλλον και τους δύο Εναγόμενους χωρίς βεβαίως να μπορεί να γνωρίζει εάν οι πελάτες του μελλοντικά θα διορίσουν κάποιον άλλον δικηγόρο για οποιοδήποτε άλλο λόγο προκύψει. Μάλιστα ο κ. Νικήτας ανέφερε και ότι προέβηκε στην ετοιμασία ο ίδιος στην ετοιμασία της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης καθότι στο γραφείο του δεν εργάζεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου BUNKERNET LTD v. 1. PNO SHIPMANAGMENT LTD κα. Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 9/14 ημερ. 11/11/16 1 ΑΑΔ 2567, με αναφορά και στην υπόθεση Zωγράφου κ.α v. Drosoneri Farm Limited (2015) 1 AAD 1119, λέχθηκε ότι παρά το ανεπιθύμητο της πρακτικής καταχώρησης ένορκης δήλωσης εκ μέρους δικηγόρου, η νομολογία δεν απαγορεύει κάτι τέτοιο σε περιπτώσεις όπου ο ομνύων δεν χειρίζεται την υπόθεση ώστε να αγνοηθεί ή να απορριφθεί η ένορκη δήλωση αυτή. Η απαγόρευση αφορά σύμφωνα με την νομολογία στην όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο ο οποίος είναι ή στην συνέχεια της διαδικασίας καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης. Επίσης έχει νομολογηθεί και ότι εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει να αγνοηθεί ή απορριφθεί από το δικαστήριο.

Εν προκειμένω ο ομννύων, δηλαδή ο κ. Νικήτα, τόσο στην παράγραφο 1 της ενόρκου δηλώσεως του ημερ. 04/03/24 όσο και κατά την παρουσία του ενώπιον του Δικαστηρίου την 11/03/24 δεν θεωρώ ότι έχει εξηγήσει με επάρκεια στο Δικαστήριο ούτε και έχει παραθέσει οποιοδήποτε καλό λόγο γιατί ο ίδιος είχε προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, δηλαδή ο Εναγόμενος 2. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του κ. Νικήτα, ο Εναγόμενος 2 δεν απουσίαζε στο εξωτερικό κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα αλλά αυτός βρισκόταν στην Κύπρο. Περαιτέρω μέσα από την ένορκο δήλωση του κ. Νικήτα δεν προκύπτει ότι ο ίδιος επικαλείται ουσιαστικά οποιαδήποτε αδυναμία ως προς την μετάφραση που τυχόν θα χρειαζόταν η ένορκος δήλωση στην περίπτωση όμνησης του Εναγόμενου 2 στην μητρική του γλώσσα, αλλά αυτό που ουσιαστικά προβάλλει είναι έναν γενικό και αόριστο ισχυρισμό, ότι δηλαδή επειδή ο πελάτης του επέστρεψε πρόσφατα από το εξωτερικό η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να μεταφραστεί. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο κ. Νικήτα δεν αρνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την 11/03/24 ότι οι οδηγίες που του έχουν δοθεί μέχρι σήμερα από τους πελάτες του είναι να συνεχίσει να τους εκπροσωπεί και στο μέλλον αλλά ούτε και ότι δεν είχε ζητήσει από το Δικαστήριο περαιτέρω χρόνο ούτως ώστε ο πελάτης του να ορκιστεί στην μητρική του γλώσσα στην περίπτωση που ακόμη θα ήταν αδύνατη η εξεύρεση διερμηνέα εντός του χρονικού πλαισίου το οποίο του είχε δοθεί από το Δικαστήριο, ως ο ίδιος άφησε να νοηθεί χωρίς βεβαίως να θέτει κάτι τέτοιο ευθέως.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η ένορκος δήλωση του κ. Νικήτα για τους λόγους που εξήγησα, εφόσον μάλιστα όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει είναι και θα εξακολουθήσει να είναι και στο μέλλον ο δικηγόρος που θα εκπροσωπεί τους Εναγόμενους 1 και 2 αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο και συνεπώς πρέπει να αγνοηθεί.

Επομένως αφής στιγμής η μαρτυρία των Εναγόμενων 1 και 2 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη λόγω των όσων ανωτέρω έχω εξηγήσει, συνεπάγεται και ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με βάση το βάρος που μετατέθηκε στους ώμους τους για να αποκαλύψουν συζητήσιμη υπεράσπιση αφού καμία υπεράσπιση από πλευράς τους δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου, οι λόγοι ένστασης 1 – 7 αποτυγχάνουν.

Συνεπάγεται ότι η απαίτηση της Ενάγουσας είναι ξεκάθαρη και έναντι σε αυτήν οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν δείχνουν να έχουν καλή και ουσιαστική Υπεράσπιση που να εισάγουν έτσι δικάσιμο θέμα και να οδηγούν στην ανάγκη διεξαγωγής πλήρους και κανονικής δίκης για την επίλυση της διαφοράς αυτής. Η διαφορά αυτή επιλύεται συνοπτικά κατόπιν της παρούσας ακρόασης μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγόμενων 1 και 2. 

Για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου, στο σημείο αυτό θα ήθελα να υποδείξω ότι ακόμη και στην περίπτωση που η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου θα ήταν διαφορετική, δηλαδή ακόμη και εάν η ένορκος δήλωση θα είχε καταχωρηθεί από τον Εναγόμενο 2 με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της μαρτυρίας του να είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς οποιαδήποτε παρατυπία, επίσης θεωρώ ότι κανένας από τους λόγους ένστασης που έχει προβληθεί από πλευράς των Εναγόμενων 1 και 2 δεν θα είχε οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας καθότι μέσα από το περιεχόμενο  της ενόρκου δηλώσεως του κ. Νικήτα αλλά κυρίως και του Τεκμηρίου 1 που έχει επισυναφθεί (Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση) δεν φαίνεται να αποκαλύπτεται από πλευράς των Εναγόμενων 1 και 2 έστω και σκιώδης υπεράσπιση ούτως ώστε η παρούσα υπόθεση να μπορούσε να οδηγηθεί σε κανονική δίκη για τους λόγους που θα υποδείξω αμέσως πιο κάτω.

Καταρχήν οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν αμφισβητούν στην Υπεράσπιση τους ότι η Ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου αλλά ούτε και ότι η μεταξύ τους συμφωνία μίσθωσης ημερ. 17/06/22 έχει λήξει. Επίσης δεν αμφισβητούν ότι η Εναγόμενη 1 εξακολουθεί να παραμένει στο ακίνητο χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ενοίκιο παρά την λήψη της αρχικής επιστολής της Ενάγουσας την 08/06/23 και στην συνέχεια την επιστολή τερματισμού της σύμβασης ενοικίασης ήμερ. 16/06/23 στην οποία είχε μάλιστα τεθεί και προθεσμία για αποπληρωμή των οφειλόμενων ενοικίων. Περαιτέρω δεν αμφισβητείται από τους Εναγόμενους 1 και 2, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 κατά την υπογραφή της επίδικης σύμβασης υπέγραψαν και ως εγγυητές της Εναγόμενης 1 τόσο προσωπικά όσο και αλληλέγγυα για την πιστή τήρηση των όρων του επίδικου συμβολαίου και την πληρωμή κάθε οφειλόμενου ποσού μέχρι την παράδοση της κατοχής του καταστήματος στην Ενάγουσα καθώς και ότι η εγγύηση που έχουν υπογράψει  εξακολουθεί να έχει ισχύ και μετά την λήξη του εγγράφου ή τον τερματισμό του και μέχρι την τελική παράδοση της κατοχής του ακινήτου. Τουναντίον από την πλευρά των Εναγόμενων 1 και 2 τα όσα εγείρονται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης είτε αφορούν σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν εμπίπτουν καθόλου εντός του πλαισίου της επίδικης σύμβασης ενοικίασης καθότι αναφέρονται είτε στις διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ των ίδιων των Εναγόμενων είτε αναφορικά με τα έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί ο Εναγόμενος 2 σε σχέση με την λειτουργία της επιχείρησης του. Επίσης παρατηρώ και ότι επί το πλείστο οι ισχυρισμοί των Εναγόμενων αναφέρονται σε κατ’ ισχυρισμό διαπραγματεύσεις για εξώδικη διευθέτηση της εν λόγω αγωγής μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγόμενων 1 και 2 κάτι που επίσης δεν εμπίπτει εντός του πλαισίου – τήρησης των όρων και συμβατικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας στην εν λόγω σύμβαση.

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ λοιπόν ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν θα καταδείκνυαν ούτως ή άλλως στο Δικαστήριο μέσω των ισχυρισμών που εκ μέρους τους προβλήθηκαν  ότι έχουν εκ πρώτης όψεως δικαίωμα να παραμένουν στο ακίνητο και μετά την λήξη της εν λόγω  σύμβασης ενοικίασης  εφόσον η λήξη της δεν αμφισβητείται αλλά και ούτε έχει προβληθεί από πλευράς τους οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί την σύναψη οποιασδήποτε άλλης νέας συμφωνίας μίσθωσης μαζί με την Ενάγουσα ή ακόμη οποιαδήποτε νομιμοποιητικής αιτίας μετά από τον τερματισμό της, οι οποίοι να επισκιάζουν την απαίτηση της Ενάγουσας δημιουργώντας έτσι δικάσιμο θέμα και να οδηγούν το Δικαστήριο στην ανάγκη διεξαγωγής πλήρους και κανονικής δίκης. Τουναντίον τα όσα επικαλούνται οι Εναγόμενοι 1 και 2 αναφορικά με την παράλληλη συμφωνία η οποία κατ’ ισχυρισμό τους συνομολογήθηκε μαζί με την Ενάγουσα εν αναμονή των κατ’ ισχυρισμό διαπραγματεύσεων που προβάλλονται από τους Εναγόμενους παρατίθενται στο Δικαστήριο εντελώς αόριστα, γενικά και υποθετικά ούτως ώστε να μην δύναται να καταδείξουν οποιοδήποτε συζητήσιμο θέμα το οποίο να μπορεί να επισκιάσει την απαίτηση της Ενάγουσας. Πρόκειται ουσιαστικά για την επίκληση εκ μέρους των Εναγόμενων μιας συμφωνίας η οποία συνομολογήθηκε σε ακαθόριστο χρόνο με ακαθόριστο χρονικό πλαίσιο και ακαθόριστο, γενικό και αόριστο περιεχόμενο.

Από τα πιο πάνω προκύπτει λοιπόν ότι τα δικαιώματα των Εναγόμενων δεν φαίνεται να υπερτερούν από αυτά της Ενάγουσας αφού δεν υπάρχει μεταξύ τους οποιαδήποτε νέα συμφωνία αλλά και ούτε η Εναγόμενη 1 είναι «θέσμιος ενοικιαστής».

Σε ότι αφορά τώρα την ανταπαίτηση, στην απόφαση Ch Aresti Estates Ltd κ.α. N. Loucas Kyprianou Co Enterprises Ltd, Πολ. Έφεση 68/11, ημερομηνίας 21/10/2016, λέχθηκε ότι οποιαδήποτε ανταπαίτηση του εναγόμενου που δεν επηρεάζει την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία δεν συνιστά υπεράσπιση στην αγωγή. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία διέταξε συνοπτική απόφαση για έξωση των Εναγόμενων λόγω μη πληρωμής οφειλόμενων ενοικίων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«Η όποια ενδεχόμενη απαίτηση των ιδίων των εφεσειόντων θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ανταπαίτησης, ή χωριστής αγωγής, αλλά δεν επηρέαζαν το δικαίωμα των εναγόντων σε συνοπτική απόφαση.»

Εν προκειμένω μέσα από την μαρτυρία των Εναγόμενων 1 και 2, η προτιθέμενη ανταπαίτηση δεν φαίνεται να σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την παράβαση της σύμβασης εκ μέρους της Εναγόμενης 1, αφού η σύμβαση αυτή καθ’ αυτή αφορά στην τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων των Εναγόμενων έναντι της Ενάγουσας και στην παράδοση της κατοχής του υποστατικού μετά από την λήξη της επίδικης σύμβασης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει όλες τις προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης στις θεραπείες που αιτείται. Ως εκ τούτου εκδίδεται συνοπτική απόφαση ως ακολούθως:

 

1.    Διάταγμα εναντίον της Εναγόμενης 1 και ή των υπηρετών και ή των αντιπροσώπων της και ή αυτών που αντλούν δικαιώματα από αυτήν, με το οποίο διατάσσεται όπως εκκενώσει και παραδώσει στην Ενάγουσα εντός 20 ημερών από της επιδόσεως του παρόντος διατάγματος, ελεύθερη και κενή την κατοχή του επίδικου υποστατικού που περιγράφεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 17/06/22 και φαίνεται με κίτρινο χρώμα στο επισυνημμένο του σχέδιο και το οποίο βρίσκεται στην οδό [ ] στην Πάφο.

 

2.    Απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, προσωπικά και αλληλέγγυα για το ποσό των €15.000 που αφορά τα οφειλόμενα ενοίκια για τους μήνες Φλεβάρη, Μάρτη, Απρίλη, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2023, πλέον τόκο 7% ετησίως από 01/07/23 μέχρι εξόφλησης.

 

3.    Απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, προσωπικά και ή αλληλέγγυα για το ποσό των €3.000 μηνιαίως από 01/07/23 ως ενδιάμεσα οφέλη μέχρι και την τελική παράδοση της κατοχής  του επίδικου υποστατικού προς την Ενάγουσα, πλέον τόκο 7% ετησίως επί έκαστου μηνιαίου ποσού.

 

4.    Νόμιμο τόκο επί των ποσών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω από την ημερομηνία που τα εν λόγω ποσά κατέστησαν πληρωτέα.

 

 

Τα έξοδα δε της Αγωγής επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα (1 σετ εξόδων) ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                                   

 (Υπ).……………………………….

                                                                                                    Σ. Συμεού, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο