ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Γενική Αίτηση αρ. 305/2022

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

 

Αιτήτρια

και

 

ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΥΛΟΥ ως διαχειρίστρια της περιουσίας της Ο. Ν. Φ., ανικάνου προσώπου

Καθ’ ης η αίτηση

 

Ημερομηνία: 28 Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

Τ-Μ Παπαϊσιδώρου (κα) για Ομήρου & Ομήρου ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια

Μ. Πιερή (κα), για την Καθ’ ης η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.        Με την αίτησή της, η Αιτήτρια ζητά, με βάση το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η εγγραφή της απόφασης του Διαιτητού Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών ημερομηνίας 20.03.2001, που εκδόθηκε για το ποσό των €7.169,91 (Λ.Κ. 4.196,36), πλέον τόκο προς 9% από 01.01.2000 μέχρι εξόφλησης. Η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει και διάταγμα εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου.

 

2.        Η αίτηση υποστηρίζεται από τη μαρτυρία λειτουργού στις υπηρεσίες εταιρείας που διαχειρίζεται το χρέος αυτό, που αναφέρει πως γνωρίζει τα γεγονότα, εκ της θέσης της, και από τα έγγραφα που κατέχει. Εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο το χρέος, αρχικά προς όφελος της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Γεροσκήπου, κατέληξε στην Αιτήτρια, προσκομίζοντας και σχετική έγγραφη μαρτυρία. Προσκομίζει, επίσης, αντίγραφο της προς εγγραφή διαιτητικής απόφασης, καθώς και το διάταγμα ημερομηνίας 18.11.2021, με το οποίο η οφειλέτρια κηρύχθηκε σε ανικανότητα. Η απόφαση, όπως αναφέρει, γνωστοποιήθηκε στην Καθ’ ης η αίτηση την 14.11.2022. Δεν είχε εφεσιβληθεί. Δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό έναντι του χρέους και υπάρχει πρόθεση εκτέλεσης της απόφασης, λόγος για τον οποίο ζητείται η εγγραφή της.

 

3.        Η Καθ’ ης η αίτηση ενίσταται στην εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης. Προβάλλει πολυάριθμους λόγους ένστασης, που συνοψίζονται στα εξής: Η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και παράτυπη· εάν ωστόσο εξεταστεί κατ’ ουσία, είναι πραγματικά αβάσιμη, καθότι η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, ατόμου που δεν γνωρίζει τα γεγονότα, είναι ελλιπής, ανακριβής και δεν οδηγεί σε ικανοποίηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται, για να επιτραπεί η εγγραφή της· εξάλλου, η αίτηση υποβλήθηκε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, 22 ετών, που δεν δικαιολογείται με οποιονδήποτε τρόπο και απολήγει σε παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης και σε επηρεασμό των δικαιωμάτων της οφειλέτριας, αφού, μεταξύ άλλων, μέχρι σήμερα, έχουν προκύψει στο μεταξύ χρεώσεις ύψους €41.938,57, που δεν είναι ορθές ή νόμιμες. Η ίδια δεικνύει κακοπιστία, σε συνάρτηση με το γεγονός πως η Αιτήτρια αιτήθηκε μετά που η Καθ’ ης η αίτηση, υπό την ιδιότητά της, αποτάθηκε στην Αιτήτρια για τον διακανονισμό του χρέους του ανικάνου προσώπου. Από το περιεχόμενό της, η απόφαση φαίνεται να αντίκειται στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, ενώ είναι και η ίδια ελλιπής και αποσπασματική, χωρίς να δείχνει πως ακολούθησε κάποια διαδικασία επιδόσεων, ενώ φαίνεται να εκδόθηκε σε περίοδο που η οφειλέτρια ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση, δεν έτυχε συμβουλής και δεν αντιλήφθηκε τη διαδικασία.

 

4.        Και η ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζεται από τη μαρτυρία της ιδίας, με την οποία αναλύει, επεξηγώντας, τους λόγους ένστασης της.

 

5.        Όσα αναγράφονται στην αίτηση και στην ένσταση και στη μαρτυρία που υποστηρίζει την καθεμιά είναι στην πλήρη τους μορφή σε γνώση του Δικαστηρίου, ακόμα κι αν δεν επαναλαμβάνονται. Σ’ αυτά, βασίστηκε και η ακρόαση της αίτησης. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.

 

6.        Σύμφωνα με το άρθρο 52 του Ν.22/85, οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά από αυτές που προβλέπονται στον Νόμο, περιλαμβανομένης διαφοράς που αφορά οποιαδήποτε απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται, παραπέμπεται στον Έφορο, άνευ βλάβης του δικαιώματος προσφυγής σε Δικαστήριο. Απορρέει από την ειδική οικονομικοκοινωνική σχέση που δημιουργείται και τη νοοτροπία του συνεργατισμού, που υπάρχει τόσο στο στάδιο της σύναψης της πιστωτικής συμφωνίας όσο και στο στάδιο της αντιμετώπισης των καθυστερήσεων, να μην εμπλέκεται το Δικαστήριο με ευκολία στην επίλυση των συνεργατικών διαφορών. Μετά την παραπομπή της διαφοράς στον Έφορο, ο Έφορος δύναται είτε να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς είτε να την παραπέμψει προς επίλυση σε διαιτησία. Πρόκειται για απόφαση που ασκεί με διακριτική ευχέρεια.

 

7.        Οι αποφάσεις του Εφόρου μπορούν να προσβληθούν με ιεραρχική προσφυγή, από οποιονδήποτε δεν είναι ικανοποιημένος, εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή τους. Η διαιτησία, ως διαδικασία, διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις Θεσμών που εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο, και μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 («Κεφ.4») και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012. Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή, μπορεί να υποβάλει Έφεση στο Δικαστήριο, εντός 21 ημερών από την ημερομηνία που γνωστοποιήθηκε σε αυτόν η απόφαση. Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή δεν έχει εφεσιβληθεί στο Δικαστήριο, ή αν η Έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση Δικαστηρίου πολιτικής δικαιοδοσίας. Η Έφεση είναι το αποκλειστικό ένδικο μέσο προσβολής της διαιτητικής απόφασης επί συνεργατικής διαφοράς, και μπορεί να ασκηθεί, σε κάθε περίπτωση, από τη γνωστοποίηση της απόφασης.

 

8.        Όπως έχει περαιτέρω νομολογηθεί[1], οι προϋποθέσεις για την εγγραφή μιας διαιτητικής απόφασης είναι απλώς η διαπίστωση πως η διαιτητική απόφαση (υπάρχει και) φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας διαιτητικής απόφασης που δεν έχει ακυρωθεί, κατά συνέπεια είναι έγκυρη, και ότι γνωστοποιήθηκε στα πρόσωπα εναντίον των οποίων έχει εκδοθεί, και εξέπνευσε η χρονική περίοδος των 21 ημερών (οποτεδήποτε κι αν εξέπνευσε), χωρίς να έχει εφεσιβληθεί. Το Δικαστήριο που καλείται απλώς να μεσολαβήσει για την εγγραφή της τελικής διαιτητικής απόφασης στο οικείο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται να μπει στη διαδικασία να αναθεωρήσει τη δικαστική απόφαση όσον αφορά την ορθότητά της, πόσο μάλλον να υπεισέλθει και στην ουσία της διαφοράς και να διεξάγει δίκη για το χρέος ή για δόλιες συμπεριφορές. Από την άλλη, δεν ενεργεί και με αυτοματισμό, καθότι μεσολαβεί πάντως για να προσδοθεί ισχύς δικαστικής απόφασης σε μια διαιτητική απόφαση. Εξ ου όμως και η αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης επιδίδεται, για να ακούγονται στα πρόσωπα στα οποία αφορά, για να καταδειχθεί τυχόν λόγος για τον οποίο δεν είναι εγγράψιμη η διαιτητική απόφαση, χωρίς, όμως, και πάλι, λόγω αυτής της ακρόασής, να διευρύνεται και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνοντας πως, η ισχύς που βασικά έχει μια τελική διαιτητική απόφαση είναι απευθείας εκ του Νόμου, και ούτε το Δικαστήριο είναι δυνατόν, με οποιαδήποτε ερμηνεία του Νόμου, να δημιουργήσει ή να προτάξει εμπόδια στο αποτέλεσμα που ο ίδιος ο νομοθέτης επέλεξε, για όλους τους λόγους που έχουν να κάνουν με τη συνολική εφαρμογή της συνεργατικής νομοθεσίας.

 

9.        Στην αίτηση της Αιτήτριας, υπάρχει σχετική νομική βάση και το Δικαστήριο μπορεί να την εξετάσει. Μαρτυρείται ως γεγονός η έκδοση της διαιτητικής απόφασης, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, από πρόσωπο που ορκίζεται εκ μέρους του προσώπου που ενεργεί ως πιστωτής, και που, βάσει των αναφορών της, και του συνόλου των στοιχείων που προσκομίζει, φαίνεται πως κατέχει συγκεκριμένες και λεπτομερείς γνώσεις για τα γεγονότα που ορκίζεται, ακόμα κι αν δεν ήταν προσωπικά παρούσα στη διαιτησία. Δεν προκύπτει πως, για να εγγραφεί μια διαιτητική απόφαση στο δικαστικό βιβλίο, ως ο Νόμος ορίζει, θα πρέπει το Δικαστήριο να διεξάγει αποδεικτική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας να αναζητεί μαρτυρία προσώπου με προσωπική γνώση για τα της διαιτησίας. Προς περαιτέρω απόδειξη των ισχυρισμών της μάρτυρος του πιστωτή, προσκομίστηκε στο Δικαστήριο και πιστό αντίγραφο του εγγράφου της διαιτητικής απόφασης της οποίας ζητείται η εγγραφή στο δικαστικό βιβλίο, και περιέχει στο κείμενό της ίδιες δηλώσεις ως προς τα γεγονότα, που ανέφερε η ενόρκως δηλούσα. Υφίσταται μια διαιτητική απόφαση που φέρει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης. Στην εν λόγω απόφαση αναγράφεται πως «Η ειδοποίηση επιδόθηκε στην Πρωτοφειλέτιδα [εννοώντας το ανίκανο πρόσωπο] η οποία παρουσιάζεται και παραδέχεται το χρέος της».

 

10.     Παρόλο που παρήλθαν αρκετά χρόνια από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, την 20.03.2001, δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως έπαυσε να υφίσταται ή να ισχύει. Η ίδια η Καθ’ ης η αίτηση ανέφερε πως αποτάθηκε στην Αιτήτρια για τον διακανονισμό του εν λόγω χρέους, ως προς το οποίο απλώς αμφισβητεί το σημερινό υπόλοιπο, λόγος για τον οποίο αποτάθηκε σε εμπειρογνώμονα. Αναμφίβολα, γνωστοποιήθηκε στην Καθ’ ης η αίτηση η εν λόγω απόφαση. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα μέσα από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, παρόλο που παρήλθε η προβλεπόμενη προθεσμία των 21 ημερών, ούτε έγινε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για την ακύρωση ή τον παραμερισμό της, για λόγους που έχουν να κάνουν με εκτενείς διαφορές ουσίας ή με την παράβαση δικαιωμάτων, κ.λπ.. Είναι τελική απόφαση, που σύμφωνα με τον Νόμο, μπορεί να εγγραφεί.

 

11.     Εάν είναι εκτελεστή ή όχι μια απόφαση, δεν μπορεί να απασχολήσει το Δικαστήριο πριν από την εγγραφή της στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, που τότε θα αποκτήσει ισχύ δικαστικής απόφασης. Παρεμβάλλεται όμως, λόγω και των σχετικών θέσεων της Καθ’ ης η αίτηση, πως, όταν μια απόφαση παύει να είναι εκτελεστή, δεν σημαίνει πως παύει να έχει και ισχύ, ως απόφαση που δεσμεύει με το περιεχόμενό της, βάσει του οποίου ο εξ αποφάσεως οφειλέτης είναι υποχρεωμένος έναντι στον εξ αποφάσεως πιστωτή να πληρώσει το ποσό που έχει επιδικαστεί. Το αναμενόμενο είναι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης να ανταποκρίνεται οικειοθελώς στην εναντίον του απόφαση, γιατί η ανταπόκρισή του συνιστά συμμόρφωση με την απαίτηση τήρησης της νομιμότητας· να μην αναμένει ή και να μην είναι η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων να πρέπει να λαμβάνονται μέτρα, για να εξαναγκαστεί από την Πολιτεία η συμμόρφωσή του, επειδή, λόγου χάριν, παρά την ύπαρξη απόφασης, εμμένει στο να μην αποδέχεται το χρέος ως δικό του ή να μην το προτεραιοποιεί. 

 

12.     Η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου δεν διαφοροποιεί την ημερομηνία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης. Για παράδειγμα, βάσει των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, εάν εκδόθηκε το 2001 και εγγραφεί το 2024, παραμένει ως δεδομένο πως εκδόθηκε το 2001, και δεν σημαίνει πως εκδίδεται κάποια δικαστική απόφαση το 2024. Η εγγραφή μπορεί να θεωρηθεί πως μεσολαβεί ως τυπική προϋπόθεση, για να μπορεί να εκτελεστεί η διαιτητική απόφαση, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια. Εάν και μέχρι πότε μπορεί να εκτελεστεί, ή (προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα) εάν θα είναι και αποδοτικά τα διάφορα μέτρα εκτέλεσης που προβλέπει η νομοθεσία, δεν είναι θέματα που εξετάζει το Δικαστήριο για σκοπούς εγγραφής της διαιτητικής απόφασης στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου.

 

13.     Η έλλειψη εκτελεστότητας έχει την έννοια πως ο πιστωτής που επωφελείται της απόφασης δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου. Τέτοια άδεια του Δικαστηρίου ζητείται με αίτηση, δυνάμει της Δ.40,κ.8 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), στην οποία θα πρέπει να εξηγούνται από τον πιστωτή, μεταξύ άλλων, οι λόγοι αδράνειας του, σε συνάρτηση όμως και με τους λόγους μη πληρωμής του χρέους από τον υπόχρεο εξ αποφάσεως οφειλέτη ή και τους λόγους για τους οποίους ο πιστωτής επιθυμεί να λάβει μέτρα εκτέλεσης μετά την πάροδο ετών. Ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη και με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεν είναι δυνατόν να μην επιτραπεί στο πιστωτή η εγγραφή διαιτητικής απόφασης, απλώς επειδή παρήλθε ο χρόνος εντός του οποίου ο πιστωτής θα μπορούσε να λάβει μέτρα εκτέλεσης, με δεδομένη τη δυνατότητά του να αιτηθεί στο Δικαστήριο για τέτοια άδεια, και να κρίνει το Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασής του επ’ αυτού, εάν θα πρέπει να δώσει την άδεια για εκτέλεση, με ή χωρίς όρους (π.χ. όσον αφορά και την είσπραξη των τόκων ή και όσον αφορά το χρονικό όριο), ή όχι. Η εκ των προτέρων αφαίρεση από τον πιστωτή του δικαιώματος να εκτελέσει, ενώ έχει μια έγκυρη τελική διαιτητική απόφαση και ο Ν.22/85 προβλέπει δικαίωμα εκτέλεσης χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις (direct enforceability) (που όμως προστίθενται για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια), χωρίς ακρόασή του από το Δικαστήριο της εκτέλεσης (enforcement judge), απλώς δια της διαδικασίας εγγραφής και πριν από αυτήν, ταυτόχρονα με λόγο δοσμένο στον εξ αποφάσεως οφειλέτη, και με χειρισμό της παρόδου του χρόνου ως αντικειμενικού παράγοντα που αποκλείει την εγγραφή ασχέτως άλλων συνθηκών, κατ’ επέκταση την εκτέλεση, επιδρά αδικαιολόγητα στο δικαίωμα του πιστωτή να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

 

14.     Στην Στυλιανού ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγυιας, Πολιτική Έφεση 92/2014, ημερομηνίας 22.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:A168, όπου απασχόλησε όμοιας φύσης ζήτημα, εγγραφής διαιτητικής απόφασης μετά από την παρέλευση του χρόνου εντός του οποίου ο πιστωτής μπορούσε να λάβει μέτρα εκτέλεσης, αναφέρθηκε πως η εγγραφή μιας διαιτητικής απόφασης δεν έχει χρονικό περιορισμό, και στο στάδιο της εγγραφής της διαιτητικής απόφασης δεν συνεξετάζονται οι προϋποθέσεις της Δ.40,κ.8 ΚΠΔ. Η Στυλιανού (ανωτέρω) κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, μέσα και από τη διαδικαστική πρόνοια της Δ.47, κκ.1,3 ΚΠΔ, που προβλέπει γενικά για την εγγραφή προς εκτέλεση αποφάσεων μη δικαστικών (extra-judicial order) που εκδίδονται με βάση οποιονδήποτε νόμο (περιλαμβανομένου και του Ν.22/85), και προϋποθέτει την εγγραφή τους στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου. Και στο κείμενο της Δ.47,κ.1 ΚΠΔ, διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο η διαδικασία εγγραφής στο βιβλίο αποφάσεων από αυτή καθαυτή τη διαδικασία εκτέλεσης, σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο της Δ.47,κ.3 ΚΠΔ. Η εγγραφή γίνεται απλώς με άδεια του Δικαστηρίου (leave given under Rule 1) που δεν χρειάζεται καν να συντάσσεται, αλλά εάν και όταν θα χρειαστεί εκτέλεση της απόφαση (order sought to be enforced when entered) τότε, μετά την εγγραφή που θα έχει ήδη γίνει (και προϋποτίθεται για να απασχολήσει το θέμα εκτέλεσης), το Δικαστήριο επιλαμβάνεται και υπογράφει. Εάν τίθεται θέμα χρόνου, μπορεί να επιτρέψει την εκτέλεση με βάση την Δ.40,κ.8 ΚΠΔ, κατόπιν σχετικής αίτησης.

 

15.     Η γενική Δ.47,κ.1 ΚΠΔ, υφιστάμενη και συναρτώμενη με την εφαρμογή του Ν.22/85 και την επιμέρους νομολογία, συναντά επιμέρους διαφοροποιήσεις και ανάλογες προσαρμογές. Για παράδειγμα, για να εκτελεστεί η τελική διαιτητική απόφαση που εκδίδεται με βάση τον Ν.22/85, ενώ πρόκειται για εκ του Νόμου αποτέλεσμα όσον αφορά τον Ν.22/85 (ο Νόμος προβλέπει πως, με το που καθίσταται τελική, εκτελείται, χωρίς να προνοεί για κάποια διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου), ελλείψει ειδικότερης κανονιστικής ή διαδικαστικής πρόνοιας και λόγω της ύπαρξης των Δ.47,κ.1 και Δ.62 ΚΠΔ και γενικότερα της λειτουργίας της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων με τρόπο παράλληλα ρυθμισμένο, συνεφαρμόζοντας τις πρόνοιες, θα πρέπει η διαιτητική απόφαση να εγγραφεί πρώτα στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, δια αίτησης που μεσολαβεί, σε Δικαστήριο, με διαδικαστικό όχημα την Δ.47,κ.1 ΚΠΔ. Η αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης του Ν.22/85 στο βιβλίο δικαστικών αποφάσεων γίνεται όχι μονομερώς, ως προβλέπει η Δ.47,κ.1 ΚΠΔ, αλλά δια κλήσεως, με βάση την ειδικότερη νομολογία επί του Ν.22/85, διασφαλίζοντας περαιτέρω τις προϋποθέσεις εγγραφής που προβλέπει ο Ν.22/85 (αντί, λόγου χάριν, να εξετάζονται από το Πρωτοκολλητείο, όταν απλώς προσκομίζεται η διαιτητική απόφαση, εξετάζονται από το Δικαστήριο που μπορεί να ακούσει περιορισμένα μαρτυρία), στον βαθμό που έχουν να κάνουν με την υπόσταση και το πραγματικό γεγονός της γνωστοποίησης διαιτητικών αποφάσεων που δυνατόν να εκδίδονται και ερήμην. Η συνεφαρμογή των διατάξεων που απολήγει στην προσθήκη διαδικαστικής προϋπόθεσης υποβολής αίτησης στο Δικαστήριο για εγγραφή της τελικής διαιτητικής απόφασης δεν είναι κατ’ ανάγκη δυσανάλογη παρέμβαση, νοουμένου ότι και το Δικαστήριο δεν (πρέπει να) ενεργεί κατά τρόπο που να αδρανοποιεί τη νομοθετική πρόνοια της άμεσης εκτελεστότητας, και (να) περιορίζεται αυστηρά στη διαπίστωση όσων απαιτεί και ο νομοθέτης (υπαρκτή διαιτητική απόφαση που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης, που κατέστη τελική).

 

16.     Η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, όπως εξηγήθηκε, δεν συνιστά άδεια για εκτέλεση της απόφασης. Εάν παρήλθε ο χρόνος εκτέλεσης των 12 ετών από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης της οποίας ζητείται η εγγραφή, όπως και από την έκδοση δικαστικής απόφασης, η Αιτήτρια θα πρέπει, με σχετική αίτησή της μετά την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, να εξασφαλίσει από το Δικαστήριο άδεια, πριν από τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εκτέλεσης, με βάση τη Δ.40,κ.8 ΚΠΔ, εκθέτοντας και ικανοποιώντας όσα προβλέπονται με βάση τη νομολογία επί της διαταγής αυτής. Η νομική διάσταση των πραγμάτων δεν αποτρέπει τον πιστωτή να εκτιμά γενικότερα την εισπραξιμότητα του χρέους πριν από τα διάφορα διαβήματά του, για έκδοση, εγγραφή ή εκτέλεση μιας απόφασης, για την εξοικονόμηση πόρων και χρόνου. Η εκτίμηση της εισπραξιμότητας, μάλιστα, συνιστά ιδιαίτερη συνθήκη στη συνεργατική νομοθεσία, λόγω της φύσης των συνεργατικών διαφορών. Δεν δίδεται κατ’ ανάγκη αντίστοιχο δικαίωμα στον οφειλέτη χρέους, που αρνείται και παραλείπει να συμμορφωθεί με χρέος για το οποίο εκδόθηκε ήδη τελική απόφαση, διαιτητική ή δικαστική, να προτάσσει λόγους σχετικά με την έλλειψη δυνατότητας εκτέλεσης εναντίον του γενικά. Εάν το Δικαστήριο που θα επιληφθεί, εάν επιληφθεί, της εκτέλεσης κρίνει ότι θα πρέπει να του δώσει τον λόγο, στο πλαίσιο διερεύνησης και της δικής του συμπεριφοράς για σκοπούς εκτέλεσης σε συνάρτηση με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να καταστήσει τη σχετική αίτηση του πιστωτή, που καταρχάς υποβάλλεται μονομερώς[2], δια κλήσεως του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Συμπληρώνονται πως, κατά κανόνα, το τέλος της εκτελεστότητας της απόφασης για ένα χρέος επέρχεται με την εξόφλησή του, και η Δ.40,κ.8 ΚΠΔ θέτει και η ίδια χρονικό περιορισμό, επιχειρώντας να διασφαλίσει κάποιες ισορροπίες – διαφορετικές από αυτές που απασχολούν σε αυτό το στάδιο – χωρίς να συνιστά βάση για άσκηση δικαιώματος μη πληρωμής μετά την πάροδο του ίδιου χρόνου, ως τέτοιου. Ασφαλώς, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης μπορεί να ενστεί σε συγκεκριμένο μέτρο εκτέλεσης, εάν και όταν ληφθεί εναντίον του, πλαίσιο μέσα στο οποίο το Δικαστήριο εξετάζει τις θέσεις του, που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη εκτέλεση, ιδίως εάν δεν έχει τα οικονομικά μέσα να ανταποκριθεί χωρίς να διακινδυνεύει τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου να λειτουργεί προστατευτικά για οφειλέτες που ενδεχομένως να υπάρχει πιθανότητα να υποστούν εξωδικαστικές και ανέλεγκτες μεθόδους εξαναγκασμού της είσπραξης (extrajudicial execution).

 

17.     Στη σύνοψή τους, τα προαναφερόμενα, έχοντας υπόψη και τον λόγο της Στυλιανού (ανωτέρω), είναι ότι η εκτέλεση μιας τελικής διαιτητικής απόφασης είναι εκ του Νόμου (άρθρο 52 § 5 Ν.22/85) άμεσο αποτέλεσμα της τελεσιδικίας της (directly enforceable arbitral award), αλλά προϋποτίθεται πρακτικά η προηγούμενη εγγραφή της στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, ως ορίζει και η Δ.47,κ.1 ΚΠΔ, την οποία ο Νόμος 22/85, ελλείψει και διαφορετικής ή ειδικότερης κανονιστικής ή διαδικαστικής πρόνοιας, δεν αδρανοποιεί. Ο Νόμος, προνοώντας για τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας διαιτητικής απόφαση, δεν καταργεί ούτε την Δ.40,κ.8 ΚΠΔ, που θέτει χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εκτέλεση κάθε δικαστικής απόφασης, κατ’ επέκταση και μιας διαιτητικής απόφασης που εγγράφεται και εκτελείται ως δικαστική απόφαση με βάση τον Ν.22/85, όπως ούτε και οποιαδήποτε άλλη πρόνοια σχετική με την εκτέλεση, και φυσικά δεν δημιουργεί ανεξέλεγκτη δυνατότητα εκτέλεσης. Κατά την αίτηση στο Δικαστήριο για εγγραφή της τελικής διαιτητικής απόφασης που πρέπει να μεσολαβήσει ως τυπική προϋπόθεση εκτέλεσής της, με δεδομένο το εκ του Νόμου άμεσο προβλεπόμενο αποτέλεσμα εκτέλεσης της, το Δικαστήριο δεν εξετάζει παρά μόνον τις προϋποθέσεις που προκύπτουν εκ του Ν.22/85, εάν δηλαδή εκδόθηκε μια διαιτητική απόφαση που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα τέτοιας διαιτητικής απόφασης και εάν είναι τελική με τον τρόπο που προβλέπει ο Ν.22/85. Η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης (ή μιας διαιτητικής απόφασης μετά την εγγραφή της) που έχει χάσει την εκτελεστότητά της εναντίον του εξ αποφάσεως οφειλέτη λόγω της παρόδου του χρόνου, ή άλλως πώς, είναι ζήτημα που προσεγγίζει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται και όταν επιλαμβάνεται της εκτέλεσης, ασκώντας τότε τη διακριτική του ευχέρεια, με βάση τη Δ.40,κ.8 ΚΠΔ και τα σχετικά νομολογηθέντα. Τέτοια διακριτική ευχέρεια δεν του επιτρέπει ο Ν.22/85 να ασκήσει, πρόωρα, ή και συγχύζοντας τη διαδικασία εγγραφής για την εκ του νόμου εκτελεστότητα ως αφηρημένη δυνατότητα, με τη διαδικασία χορήγησης άδειας εκτέλεσης λόγω παρέλευσης του χρόνου ως συγκεκριμένη δυνατότητα. Η θεώρηση της δυνατότητας εκτέλεσης σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένο τρόπο ως εξ αρχής τιθέμενης, έμμεσης νόμιμης προϋπόθεσης εγγραψιμότητας και εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, με κάποιαν όχι απλώς διασταλτική αλλά προσθετική ερμηνεία, πέραν του ότι θα δημιουργούσε ένα δικαιοδοτικό υποκεφάλαιο στον Ν.22/85, όπου το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξαντλεί το ευρύτατο θέμα εκτελεστότητας στο πλαίσιο μιας εν πολλοίς τυπικής διαδικασίας, θα δημιουργούσε, μεταξύ άλλων, οδό δυσανάλογης παρέμβασης στο δικαίωμα του πιστωτή να προσφύγει στη δικαιοσύνη με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά και αντίθεση με τον Ν.22/85.

 

18.     Δεν θεωρώ πως οποιοσδήποτε εκ των λόγων που υπέβαλε στο Δικαστήριο η Καθ’ ης η αίτηση μπορεί να αναχαιτίσει την εγγραφή της τελικής διαιτητικής απόφασης στο βιβλίο αποφάσεων του Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εγγραφής της. Δεν προκύπτει κακοπιστία ή καταχρηστικότητα εκ του γεγονότος της καθυστέρησης στην εγγραφή και μόνον. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η εγγραφή της απόφασης δεν σημαίνει και άδεια για εκτέλεσή της εναντίον της περιουσίας του ανικάνου προσώπου. Η ίδια η Καθ’ ης η αίτηση ανέφερε πως βρίσκεται σε διαδικασία διαπραγμάτευσης για το χρέος. Μπορεί να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια, χωρίς να εκλαμβάνει πως η αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο Δικαστήριο σημαίνει και την έναρξη κάποιας ανεπιθύμητης αντιδικίας. Η αμφισβήτηση του ύψους του χρέους, επίσης, και η αμφισβήτηση μετέπειτα πράξεων της Αιτήτριας δεν αποτρέπει την εγγραφή της. Ευλόγως πάντως υπάρχει, εάν πολλαπλασιάστηκε το χρέος και με ευθύνη της Αιτήτριας, ζήτημα που μπορεί να απασχολήσει εάν η Αιτήτρια αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια εκτέλεσης της απόφασης. Σε εκείνο το στάδιο, το Δικαστήριο μπορεί να αποκλείσει την εκτέλεση για είσπραξη τόκων ή να επιβάλει άλλο περιορισμό που τυχόν κρίνει δίκαιο. Αρκετοί ισχυρισμοί της Καθ’ ης η αίτηση δημιουργούν αντίφαση, όπως, για παράδειγμα, η θέση της πως δεν επιδόθηκε ειδοποίηση για τη διαιτητική διαδικασία, με τη θέση της πως δεν ήξερε η οφειλέτρια τι αποδέχονταν ή υπέγραφε επειδή είχε άσχημη ψυχολογία εκείνο τον καιρό. Δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο στην εξέταση της ψυχικής κατάστασης της οφειλέτριας κατά την αποδοχή του χρέους, που πάντως εντυπώνεται στο κείμενο της διαιτητικής απόφασης, που δεν προσβλήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Η θέση πως το περιεχόμενο της απόφασης κρούει στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(I)/1999 ή σε άλλο νόμο σχετικά με τον τοκισμό, δεν προκύπτει από αυτό το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, που επιδικάζει τόκο 9%, ώστε να υπάρχει προφανής παρανομία, ούτε και εξηγείται με την ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση.

 

19.     Έχοντας εξηγήσει τα προαναφερόμενα, η ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει, και έχοντας βεβαιώσει τη συνδρομή όλων των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για την εγγραφή της υπό εξέταση διαιτητικής απόφασης, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο Α της αίτησης αναφορικά με την περιουσία του ανικάνου προσώπου στο βιβλίο αποφάσεων/διαταγμάτων που τηρείται στο Δικαστήριο. Η έκδοση του παρόντος διατάγματος δεν συνιστά άδεια για εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης. Η εκτέλεση της απόφασης που θα έχει εγγραφεί στο βιβλίο αποφάσεων/διαταγμάτων του Δικαστηρίου με βάση το παρόν διάταγμα τελεί υπό τον όρο της χορήγησης άδειας εκτέλεσης από το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής αίτησης.

 

20.     Τα έξοδα της αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της περιουσίας του ανικάνου προσώπου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. 

 

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Βλ. και Χατζηγεωργίου Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 207, Στυλιανού ν. Σ.Π.Ε Δευτεράς, Πολιτική Έφεση αρ. 92/2014,  ημερομηνίας 22.4.2021.

[2] Δ.44,κ.8(1)(kk) ΚΠΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο