ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ

Συν. Αγωγές υπ. αρ. 1906/15 (οδηγός)

με την αγωγή υπ. αρ. 1907/15

 

 

Μεταξύ:                                                                    

          Σοφία Μακαρίου, εκ Πάφου

 

Ενάγουσα

                     και

 

             ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

Εναγόμενη

 

         Και

 

Μεταξύ:                                                                    

          Σοφία Μακαρίου, εκ Πάφου

 

Ενάγουσα

                     και

 

             ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

 

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 28/03/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Μιχαηλίδης

Για Εναγόμενη: κα. κ. Ε. Χατζηπαναγή για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι πιο πάνω αγωγές καταχωρήθηκαν μετά την εγκατάσταση από την Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος τάσης 132.000 κιλοβατώρων («132ΚV») άνωθεν των ακινήτων της Ενάγουσας με αρ. 1006 και 1007 τα οποία και προέκυψαν μετά από τον διαχωρισμό του τεμαχίου 649 ο οποίος και έλαβε χώρα περί το έτος 2003, ούτως ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά / εγκατάσταση, των εν λόγω καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 παρέχει εξουσία στην Εναγόμενη να τοποθετεί ηλεκτρικές γραμμές διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλη από γη που καλύπτεται από οικοδομές, νοουμένου ότι εξασφαλιστεί προς τον σκοπό τούτο συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες και κατόχους της γης ή σε περίπτωση άρνησης τους, από τον Έπαρχο.

 

Για σκοπούς περαιτέρω κατανόησης του ιστορικού της συνένωσης των δύο αγωγών που έχουν καταχωρηθεί, διευκρινίζεται καταρχήν ότι τόσο η αγωγή υπ. αρ. 1906/15 η οποία είναι η οδηγός όσο και η αγωγή 1907/15 καταχωρήθηκαν εκ μέρους της Ενάγουσας την 22.10.15. Σύμφωνα με την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και πιο συγκεκριμένα με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί εκ μέρους τους συζύγου της Ενάγουσας – Μ.Ε.1 και δεν έχουν αμφισβητηθεί, το τεμάχιο με αριθμό 649 το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία χχχ χχχχχ στη χχχχχ έχει διαχωριστεί περί το έτος 2003 και από αυτό προέκυψαν δύο άλλα τεμάχια, δηλαδή το υπ.αρ. 1006 το οποίο αφορά την αγωγή 1906/15 και το υπ. αρ.  1007 το οποίο αφορά την αγωγή 1907/15, από τώρα και στο εξής «τα επίδικα τεμάχια». Ο δε πιο πάνω διαχωρισμός των επίδικων τεμαχίων έλαβε χώρα περί το έτος 2003, δηλαδή περίπου ένα χρόνο μετά από την λήψη της συγκατάθεσης της Εναγόμενης από τον  Έπαρχο Πάφου για την τοποθέτηση της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν των τεμαχίου υπ. αρ. 649, ως ήταν τότε. Το χωρομετρικό σχέδιο που εκπονήθηκε μετά από το διαχωρισμό του τεμαχίου με αριθμό 649 αποτελεί το Τεκμήριο 3. Σημειώνεται βεβαίως ότι κατόπιν αιτήσεως που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο την 07/09/17 εκ μέρους των συνηγόρων της Εναγόμενης την 03/10/17 εκδόθηκε διάταγμα συνένωσης των πιο πάνω αγωγών. 

 

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών, ότι η τοποθέτηση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος έλαβαν χώρα κατόπιν συγκατάθεσης που λήφθηκε από τον Έπαρχο Πάφου, καθότι η Ενάγουσα δεν είχε δώσει την δική τους συγκατάθεση.

 

Πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα με την Αγωγή υπ. αρ 1906/15 αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες :

 

Ε) Αποζημιώσεις δια παράνομον και άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως επέμβασιν επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας της Ενάγουσας.

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ)Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Αποζημιώσεις για μείωση της οικονομικής αξίας και/ή άλλως πως αξίας του κτήματος της Ενάγουσας λόγω της παρουσίας και διέλευσης των εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 ΚV και λόγω της εκπομπής των επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

 

Κ) Ειδικές αποζημιώσεις €63,500 - ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Λ) Απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη προσωπικά και ή δια των διευθυντών και ή δια των αντιπροσώπων της και ή υπαλλήλων αυτής, παράνομα άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και ή προκαλεί οχληρία και ζημιά στο ακίνητο της Ενάγουσας με αρ. εγγραφής 14425, τεμ. 1006 (πρώην τεμάχιο λόγω της εγκατάστασης σε αυτό πυλώνα και ή της διέλευσης εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV.

 

M)Νόμιμο τόκο από 4.3.2009.

 

N) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Σε ότι αφορά τις θεραπείας που η Ενάγουσα με την Αγωγή υπ. αρ 1907/15 αξιώνει, αυτές είναι οι ακόλουθες :

 

Ε) Αποζημιώσεις δια παράνομον και άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως επέμβασιν επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας της Ενάγουσας.

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγόμενων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ)Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Αποζημιώσεις για μείωση της οικονομικής αξίας και/ή άλλως πως αξίας του κτήματος της Ενάγουσας λόγω της παρουσίας και διέλευσης των εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 ΚV και λόγω της εκπομπής των επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

 

Κ) Ειδικές αποζημιώσεις €45,500 - ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Λ) Απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη προσωπικά και ή δια των διευθυντών και ή δια των αντιπροσώπων της και ή υπαλλήλων αυτής, παράνομα άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και ή προκαλεί οχληρία και ζημιά στο ακίνητο της Ενάγουσας με αρ. εγγραφής 14425, τεμ. 1006 (πρώην τεμάχιο λόγω της εγκατάστασης σε αυτό πυλώνα και ή της διέλευσης εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV.

 

M) Νόμιμο τόκο από 4.3.2009.

 

N) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Ενάγουσας

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησής η Ενάγουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και κάτοχος τόσο του ακινήτου με αρ. εγγραφής 14425, Τεμάχιο 1006 (πρώην τεμάχιο 649), Φ./Σχ. ΧΧ/ΧΧ όσο και του ακινήτου με αρ. εγγραφής ΧΧΧΧΧΧ, Τεμάχιο 1007 (επίσης πρώην τεμάχιο 649), Φ./Σχ. ΧΧ/ΧΧ τα οποία βρίσκονται στην τοποθεσία ΧΧΧ ΧΧΧΧΧ έδαφος του χωριού Τσάδα της Επαρχίας Πάφου, από τώρα και στο εξής «τα επίδικα ακίνητα ή και τεμάχια». Η Εναγόμενη απέστειλε στην Ενάγουσα συστημένη επιστολή με την οποία της ζητούσε να συγκατατεθεί για την εγκατάσταση/διέλευση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος 132 ΚV, άνωθεν του ακινήτου της. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να συγκατατεθεί και έτσι η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη συγκατάθεση, κάτι το οποίο τελικά και επέτυχε. Η συγκατάθεση που δόθηκε στην Εναγόμενη ήταν βεβαίως υπό όρους. Η Εναγόμενη πέραν των πιο πάνω ενεργειών στις οποίες προέβηκε, προχώρησε και εξασφάλισε Πολεοδομική Αδεια, για την κατασκευή, τοποθέτηση και εγκατάσταση της εναέριας γραμμής αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του ακινήτου της. Υπέγραψε μάλιστα και συμφωνία με τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Πάφου στη βάση της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται από την εν λόγω εγκατάσταση.

Έτσι, κατά ή περί το έτος 2009 – 2011, η Εναγόμενη προχώρησε στην τοποθέτηση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί στην Ενάγουσα σοβαρή οικονομική ζημιά, αφού το γεγονός αυτό είχε ως συνεπακόλουθο η οικονομική αξία των ακινήτων της να μειωθεί ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα, η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ότι τα εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια τα οποία διέρχονται άνωθεν των ακινήτων της επέφεραν δυσμενή αποτελέσματα ως  προς την αξιοποίηση τους και ως εκ τούτου απαιτεί να αποζημιωθεί από την Εναγόμενη. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τα ηλεκτροφόρα  αυτά καλώδια που έχουν εγκατασταθεί άνωθεν των ακινήτων της, μεταφέρουν ασταμάτητα ηλεκτρικό φορτίο υψηλής τάσης ρεύματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο και εκπέμπει ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία ως γνωστόν είναι επιβλαβή στον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν καρκίνο ως και θάνατο. Επίσης ισχυρίζεται ότι η παρουσία των εναέριων καλωδίων, προκαλούν «φόβο και τρόμο και δημόσιο φόβο (Publics fear)» καθώς και ότι ο εξοπλισμός που έχει εγκαταστήσει η Εναγόμενη, προκαλεί πραγματική και αντικειμενική οχληρία στο ακίνητο τους με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σωματικής και ψυχικής της υγείας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω εγκαταστάσεων που έχουν τοποθετηθεί στα επίδικα ακίνητα, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι παρεμποδίζεται από του να προβαίνει στην οποιαδήποτε ανάπτυξη, χρήση και αξιοποίηση των ακινήτων της, αφού η εγκατάσταση των γραμμών είναι αποτρεπτική για την αγορά, πώληση, αξιοποίηση, κάρπωση και εκμετάλλευση της περιουσίας τους, λόγω της γενικής εντύπωσης (General Public Opinion) ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που δημιουργείται προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.

 

Υποστηρίζεται επίσης και η θέση, ότι η Ενάγουσα εμποδίζεται από του να προβαίνει στις συνήθεις αγροτικές δραστηριότητες περιποίησης και ή συντήρησης των δέντρων και των φυτειών των κτημάτων της (κλάδεμα, ποτισμός, ψεκασμός) λόγω του ότι η υγεία και η ασφάλειά της τίθεται υπό συνεχή και σοβαρό κίνδυνο αλλά και συνεχή ψυχική αναστάτωση και αγωνία.  Περαιτέρω ότι λόγω της παράλειψης και ή άρνησης της Εναγόμενης να της προσφέρει για τις πιο πάνω επεμβάσεις στο επίδικο ακίνητο, οποιαδήποτε ποσά για αποζημίωση, η Εναγόμενη δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να χρησιμοποιεί αυτά, μέχρι που να καθοριστούν και να πληρωθούν τα ποσά της αποζημίωσης που δικαιούται. Από την πιο πάνω συνεχή παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης, η Ενάγουσα υφίστανται διαρκή ζημιά για την οποία απαιτεί όπως αποζημιωθεί. 

 

Η ζημιά για την οποία δικαιούται σε αποζημιώσεις η Ενάγουσα αναφορικά με την αγωγή υπ. αρ. 1906/15 ανέρχεται στο ποσό των €63,500, ενώ σε σχέση με την αγωγή υπ. αρ. 1907/15 η Ενάγουσα αξιώνει το ποσό των €45,500, ποσά τα οποία και αποτελούν την κατ’ ισχυρισμό ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας έκαστου του ακινήτου της.

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόμενης

 

Από την άλλη, η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει σε κάθε μια εκ των αγωγών που έχουν καταχωρηθεί, αρνείται την απαίτηση της Ενάγουσας προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς και εγείρει παράλληλα αριθμό προδικαστικών ενστάσεων προωθώντας ουσιαστικά την θέση, ότι η αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους της Ενάγουσας για κάθε Αγωγή, δεν είναι δικαιολογημένη καθώς και ότι δεν νομιμοποιείται να εγείρει τις συγκεκριμένες Αγωγές.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις και στις δύο αγωγές που έχουν καταχωρηθεί  :

 

  1. Εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η κάθε αγωγή αφορά σε ισχυριζόμενη ζημιά και/ή δυσμενή αποτελέσματα για την αξιοποίηση της επίδικης ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμένα με αρ. εγγραφής ΧΧΧΧΧ, Τεμάχιο 1006 (πρώην τεμάχιο 649), Φ./Σχ. ΧΧ/ΧΧ όσο και του ακινήτου με αρ. εγγραφής ΧΧΧΧΧ, Τεμάχιο 1007 (πρώην τεμάχιο 649), Φ./Σχ. ΧΧ/ΧΧ τα οποία βρίσκονται στην τοποθεσία Αγία Ελένη έδαφος του χωριού Τσάδα της Επαρχίας Πάφου, στη συνέχεια τα αναφερόμενα ως «τα τεμάχια» λόγω ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή λόγω ισχυριζόμενης παράνομης εγκατάστασης εναέριας γραμμής υψηλής τάσης στα τεμάχια, οι αγωγές είναι πρόωρες/ή στερούνται νομικής βάσης, καθότι έπρεπε να προηγηθεί η εμπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής και/ή προσφυγών και έκδοση ακυρωτικής απόφασης και/ή αποφάσεων, αφενός ως προς το θέμα της απόφασης και/ή αποφάσεων τοποθέτησης μέρους της εναέριας γραμμής μεταφοράς (στη συνέχεια ως αναφερόμενης ως «η επίδικη γραμμή») στα τεμάχια και αφετέρου, ως προς τη σχετική Πολεοδομική Άδεια σε σχέση με την πορεία της επίδικης γραμμής και/ή σε κάθε περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στερείται καθ' ύλην δικαιοδοσίας να αποφανθεί περί της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή εγκατάστασης.

 

  1. Περαιτέρω εγείρεται η προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η κάθε μια αγωγή αφορά σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά και/ή μείωση της αξίας ακίνητης περιουσίας από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, για την οποία εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια οι Αγωγές είναι απαράδεκτες και ή πρόωρες και δεν μπορούν να προχωρήσουν, καθότι η Ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν.90/72) και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών.

 

  1. Η Αρχή εγείρει περαιτέρω την προδικαστική ένσταση ότι στην έκταση που οι παρούσες Αγωγές αφορούν σε ζημιά από ισχυριζόμενη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία, οι αγωγές είναι απαράδεκτες και ή δεν μπορούν να προχωρήσουν και ή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στερείται δικαιοδοσίας να τους επιληφθεί καθότι εφαρμοστέα στην παρούσα περίπτωση είναι η διαδικασία που καθορίζουν τα άρθρα 35 επόμενα του περί Ανάπτυξης Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, και ή η διαδικασία που καθορίζει το άρθρο 41 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που οι Αγωγές έχουν ως νομική βάση τους όρους που ο Έπαρχος Πάφου έθεσε στην συγκατάθεση του για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στα τεμάχια, επίσης οι Αγωγές είναι πρόωρες καθότι η Ενάγουσα ουδέποτε παρουσίασε άδεια είτε για οικοδομική ανάπτυξη του τεμαχίου είτε για διαχωρισμό του αλλά ούτε και υπέβαλε αμέσως μετά την εγκατάσταση της επίδικης γραμμής αίτημα για ζημιά σε υφιστάμενες κατά την τέτοια εγκατάσταση φυτείες.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που οι Αγωγές και οι Εκθέσεις Απαίτησης έχουν ως νομική βάση την παράνομη επέμβαση, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων Α μέχρι και Δ καθώς και της αναγνωριστικής απόφασης Λ των παρακλητικών της Έκθεσης Απαίτησης καθότι οι Αγωγές είναι πρόωρες και/ή στερούνται νομικής βάσης για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων. 

 

  1. Πρόσθετα και/ή ειδικά με το αιτούμενο διάταγμα Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τη νομολογία που διέπουν την έκδοση τέτοιου είδους διαταγμάτων, δεν νομιμοποιείται η Ενάγουσα στην έκδοση τους.

 

  1. Πρόσθετα, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, οι παρούσες Αγωγές , δεν αποκαλύπτουν βάση αγωγής εναντίον της και/ή ότι δεν στοιχειοθετείτε αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Αρχής και/ή ότι στη βάση των γεγονότων που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν υφίσταται η ισχυριζόμενη και/ή ισχυριζόμενες βάσεις αγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη παραδέχεται ότι η κυριότητα του όλου μεριδίου του τεμαχίου υπ. αρ. 649 από το έτος 1988 ανήκει στην Ενάγουσα. Επίσης παραδέχεται ότι η Εναγόμενη απέστειλε συστημένη επιστολή προς την Ενάγουσα, ζητώντας την συγκατάθεση της, για την τοποθέτηση εναέριας γραμμής ρεύματος 132 ΚV διαμέσω και ή άνωθεν του επίδικου τεμαχίου με αρ. 649. Βεβαίως δεν παραδέχεται τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού έλαβε χώρα κατά τα έτη 2009 - 2011 αλλά ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό επεσυνέβη κατά ή περί το έτος 2002. Η Εναγόμενη περαιτέρω απορρίπτει κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται περί ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι  τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια αρ. ΠΑΦ/0545/1998 ημερ. 18/12/2000  σε σχέση με την πορεία της εναέριας γραμμής « Ανατολικό – Στρουμπί » (η Πολεοδομική Άδεια) μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη γραμμή. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η Εναγόμενη προχώρησε στην διαδικασία εξασφάλισης των απαιτούμενων εγκρίσεων από τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα και ταυτόχρονα στην εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες με βάση το άρθρο 31 του Κεφ. 170.

 

Μεταξύ των ιδιοκτητών, τα τεμάχια των οποίων επηρεάζονταν από την εναέρια γραμμή, ήταν και η Ενάγουσα ιδιοκτήτρια του ως ήταν τότε όλου του τεμαχίου με αρ. 649, στην οποία και αποστάλθηκε κατά/ή περί την 11/08/2001 σχετικό έντυπο για να παραχωρήσει την συγκατάθεση της για την τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο τεμάχιο. Επειδή η Ενάγουσα όμως αρνήθηκε και ή δεν ανταποκρίθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη σχετική Νομοθεσία, η Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, η οποία δόθηκε την 11.03.2002, υπό όρους.

 

Περαιτέρω αποτελεί θέση της Εναγόμενης, ότι καμία ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας των επίδικων ακινήτων επήλθε ένεκα της διέλευσης των εναέριων καλωδίων αλλά ακόμη και αν αποδειχθεί ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε επιζήμια επίδραση επί του ακινήτου, ουδέποτε οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στην αρμόδια Αρχή για αξίωση αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και ή της συγκατάθεσης του Έπαρχου και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καθορισμού τέτοιας αποζημίωσης από Πολιτικό Δικαστήριο.

 

Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται περί επικινδυνότητας της επίδικης γραμμής, οχληρίας, ρύπανσης, ακαλαισθησίας και θορύβου καθώς και των ισχυριζόμενων αποτελεσμάτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι για σκοπούς λειτουργίας της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης τόσο τα όρια της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών πεδίων όσο και οι τεχνικές προδιαγραφές για την μη πρόκληση θορύβου, καθορίστηκαν από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς.  

 

Η Εναγόμενη αρνείται επίσης ότι από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών  υπήρξε παράνομη επέμβαση στα επίδικα ακίνητα καθώς και ότι επηρεάζονται αρνητικά άμεσα οι ανέσεις και η ησυχία του τεμαχίου και ότι επίσης η διέλευση της επίδικης γραμμής έχει προκαλέσει στο τεμάχιο δυσμενή επίδραση με αποτέλεσμα την μείωση της οικονομικής τους αξίας καλώντας την Ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Περαιτέρω αρνείται ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής έχει εκμηδενίσει τις προοπτικές ανάπτυξης και αξιοποίησης των τεμαχίων και δεν αποδέχεται ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι στοιχείο αποτρεπτικό για την αγορά και/ή αξιοποίηση και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση του λόγω της γενικής και κοινής εκτίμησης ότι αυτή ενδεχόμενα να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο μη καθορισμός και πληρωμή αποζημίωσης στην Ενάγουσα για την παρουσία της επίδικης γραμμής ουδόλως επιδρούν στη νόμιμη παρουσία της εν λόγω γραμμής ούτε και αποτελούν προϋπόθεση στο δικαίωμα της Εναγόμενης για εγκατάσταση τέτοιας γραμμής.

 

Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι η μείωση της αξίας των τεμαχίων λόγω της τοποθέτησης της επίδικης γραμμής δεν ανέρχεται στο ποσό που διεκδικείται καθότι το Πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του.

 

Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη εκ μέρους της Ενάγουσας πρόκληση οχληρίας, η Εναγόμενη αρνείται την πρόκληση της και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μη προσβολή της Πολεοδομικής άδειας και ή της απόφασης για την εγκατάσταση της γραμμής έχει ως συνέπεια οι εν λόγω άδειες και ή αποφάσεις να την δεσμεύουν και να επενεργούν προς όφελος της Αρχής.

 

Απάντηση στην Υπεράσπιση

 

Από πλευράς της η Ενάγουσα απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε η Εναγόμενη με τις δικογραφημένες θέσεις της, τις απέρριψε και επέμεινε στις δικές της θέσεις οι οποίες προωθούνται με την Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησε αναφορικά  με την κάθε μια Αγωγή ξεχωριστά. Ταυτόχρονα δε υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει πλήρη δικαιοδοσία να εκδικάσει τις παρούσες Αγωγές.

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου γι’ αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω αυτολεξεί. Θα παρατεθούν όμως τα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των επίδικων θεμάτων. Ως έχει εξάλλου λεχθεί στην G & K Exclusive Fashions Ltd v. Ρόδου Παπαδοπούλου και άλλων (2001) 1 (Α) Α. Α. Δ. 88 το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της (βλ. επίσης ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/02/2021).

 

Για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης της Ενάγουσας δόθηκε καταρχήν μαρτυρία από τον σύζυγο της (Μ.Ε.1), ο οποίος ανέφερε ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από την Ενάγουσα με σκοπό να καταθέσει ως μάρτυρας σχετικά με την παρούσα υπόθεση. Ο Μ.Ε.1 κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε στο ιστορικό της λήψης της συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου αναφορικά με την τοποθέτησης της επίδικης γραμμής καθώς και στα χαρακτηριστικά των τεμαχίων της Ενάγουσας υποδεικνύοντας μάλιστα ότι τόσο το τεμάχιο υπ. αρ. 1006 όσο και το τεμάχιο υπ. αρ. 1007 εφάπτονται επί του δημοσίου δρόμου και βρίσκονται πλησίον της κατοικημένης περιοχής με πολλές προοπτικές ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι αυτά σήμερα εντάσσονται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3. Υπέδειξε μάλιστα μέσω των όσων ανέφερε, ότι τα τεμάχια αυτά ενδέχεται στο άμεσο μέλλον, ήτοι σύντομα, να ενταχθούν εντός της οικιστικής ζώνης. Ακολούθως ο Μ.Ε.1 υποστήριξε ότι τα επίδικα τεμάχια εξαιτίας της διέλευσης της γραμμής των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος έχουν υποστεί τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον τα καλώδια αυτά προκαλούν καρκίνο και άλλες ασθένειες αλλά και λόγω του ότι είναι γενικά επικίνδυνα για την υγεία του ανθρώπου. Πέραν των πιο πάνω, ο Μ.Ε.1 ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη αυτών των καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν των τεμαχίων της Ενάγουσας, προκαλεί συν τοις άλλοις και οχληρία, τόσο οπτική όσο και ηχητική, δηλαδή θορύβους. 

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.1 από την Υπεράσπιση, ερωτήθηκε καταρχήν για το κατά πόσο είχε προβεί σε οποιαδήποτε άλλα δικονομικά διαβήματα πέραν της καταχώρησης των πιο πάνω Αγωγών. Επίσης ερωτήθηκε για το κατά πόσο είχε προσβάλει τόσο την Πολεοδομική Άδεια όσο και την συγκατάθεση του Επάρχου με σκοπό να τις ακυρώσει. Ο Μ.Ε.1 εξήγησε ότι πράγματι είχε προβεί σε ορισμένες ενέργειες χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα χωρίς βεβαίως να επεκταθεί σε ενέργειες που να αφορούν την προσβολή είτε της Πολεοδομικής Άδειας είτε της συγκατάθεσης που είχε δοθεί. Ανέφερε μάλιστα ότι αφορμή για να καταχωρηθούν αυτές οι αγωγές περί το έτος 2015 και όχι οποτεδήποτε προηγουμένως στάθηκε, η επιθυμία ενός εκ των παιδιών του  να αναπτύξει οικιστικά τα επίδικα τεμάχια καθότι επιθυμούσε την ανέγερση κατοικίας, χωρίς βεβαίως να αναιρεί το γεγονός ότι οποτεδήποτε προηγουμένως δεν υπήρξε από πλευράς της οικογένειας του και δη της Ενάγουσας η οποιαδήποτε πρόθεση για οικιστική ανάπτυξη των τεμαχίων.

 

Ο Μ.Ε.1 αντεξεταζόμενος αποδέχθηκε επίσης ότι το τεμάχιο 649 τόσο πριν από τον διαχωρισμό του, όσο και μετά την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής ρεύματος καλλιεργείτο, αφού  αρχικά αυτό είχε φυτευτεί ως αμπέλι ενώ στην συνέχεια φυτευτήκαν από τον πεθερό του σε αυτά ελιές οι οποίες όμως όπως ισχυρίστηκε, για κάποιο παράξενο λόγο δεν καρποφορούν. Ερωτώμενος βεβαίως ο Μ.Ε.1 για το κατά πόσο εξακολουθεί να καλλιεργεί τα τεμάχια αυτά μέχρι σήμερα, ο ίδιος δεν αρνήθηκε αναφέροντας βεβαίως ότι  εξαιτίας της εγκατάστασης και της διέλευσης της επίδικης γραμμής ο ίδιος λόγω του φόβου του δεν μεταβαίνει στα εν λόγω τεμάχια για να τα καλλιεργεί πλέον με χειροκίνητο τρακτέρ αλλά τα έχει αναθέσει σε άλλο πρόσωπο με μεγαλύτερο τρακτέρ ο οποίος μάλιστα τα καλλιεργεί χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. 

 

Επόμενος μάρτυρας από την πλευρά της Ενάγουσας κλήθηκε και κατέθεσε ο Μ.Ε.2 Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αρχικά ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σπουδές του και γενικά στα προσόντα και την εμπειρία του ως εκτιμητής ακινήτων, καταθέτοντας προς υποστήριξη των όσων ανέφερε και σχετικά έγγραφα (Τεκμήριο 13). Ο Μ.Ε.2 ισχυρίστηκε κατά την μαρτυρία του ότι ενήργησε στη βάση των οδηγιών που του δόθηκαν από την Ενάγουσα, με σκοπό να προβεί σε μελέτη για να εξακριβώσει τον βαθμό επηρεασμού των επίδικων ακινήτων  από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης καθώς και ότι στην βάση των οδηγιών αυτών που του δόθηκαν τελικά διαπίστωσε, ότι το ποσό της αποζημίωσης που θα πρέπει να καταβληθεί αναφορικά με την επιζήμια επίδραση στο τεμάχιο υπ. αρ. 1006 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €21,480 πλέον εκτιμητικά έξοδα ύψους €2,500 ενώ σε ότι αφορά το άλλο τεμάχιο δηλαδή το υπ. αρ. 1007, στο συνολικό ποσό των €15,832 πλέον εκτιμητικά έξοδα ύψους €2,500. Σημειώνεται ότι οι εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασε αναφορικά με το κάθε τεμάχιο κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και είναι τα Τεκμήρια 14 και 15 τα οποία και υιοθετήθηκαν από τον μάρτυρα.  Κατά την μαρτυρία του ο Μ.Ε.2 αναφέρθηκε επίσης στους υπολογισμούς τους οποίους προέβηκε χρησιμοποιώντας την συγκριτική μέθοδο για να καταλήξει τα ποσά των αποζημιώσεων για κάθε ένα από τα τεμάχια, στον ουσιώδη χρόνο της ζημιάς τον οποίο και έλαβε υπόψη,  καθώς και στα χαρακτηριστικά των τεμαχίων που εξέτασε ως εκτιμητής ακινήτων υποστηρίζοντας την θέση ότι αυτά εφάπτονται επί ασφαλτοστρωμένου δρόμου και άρα βρίσκονται σε προνομιακή περιοχή, κοντά από υπηρεσίες, όπως ηλεκτρισμό, ρεύμα και νερό με σοβαρές δηλαδή προοπτικές για ανάπτυξη.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.2 καταρχήν αμφισβητήθηκε τόσο για την επάρκεια των γνώσεων του όσο και για τα προσόντα και την εμπειρία του από την Υπεράσπιση καθώς επίσης και για τους υπολογισμούς στους οποίους προέβηκε με βάση την συγκριτική μέθοδο που έχει χρησιμοποιήσει και κυρίως δε για τα συμπεράσματα τα οποία εκπόνησε αναφορικά με τα ποσοστά επηρεασμού στα οποία κατέληξε αναφορικά με τα συγκεκριμένα ακίνητα.  Ερωτώμενος αρχικά για το κατά πόσο και τα δύο επίδικα τεμάχια εμπίπτουν εντός της Γεωργικής Ζώνης Γ3 και άρα η χρήση τους είναι αποκλειστικά η γεωργική, απαντώντας διαφώνησε με την θέση ότι η χρήση των επίδικων τεμαχίων περιορίζεται μόνο σε γεωργική αφού υποστήριξε ότι δεν εμποδίζεται ο ιδιοκτήτης γης να προβεί και σε οποιαδήποτε οικιστική ανάπτυξη με βάση βεβαίως τους περιορισμούς που θέτει και η Πολεοδομία.

 

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.2 ότι τα καλώδια που έχουν τοποθετηθεί άνωθεν των τεμαχίων της Ενάγουσας προκαλούν φόβο και τρόμο αλλά και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης ασθενειών, όπως π.χ. καρκίνο, ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να εκφέρει αλλά και να τεκμηριώσει μια τέτοια άποψη. Ο μάρτυρας απαντώντας δεν αρνήθηκε ότι ο ίδιος δεν ειδικός επί του συγκεκριμένου ζητήματος, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι πέραν του ότι έχει μελετήσει διάφορα επιστημονικά άρθρα για το πιο πάνω θέμα τα οποία και τεκμηριώνουν επιστημονικά τα όσα έχει αναφέρει, υποστήριξε και την θέση ότι κατά την φοίτηση του στο πανεπιστήμιο διδάχτηκε ότι από τα εν λόγω καλώδια που έχουν τοποθετηθεί, παράγουν πράγματι ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

 

Αναφορικά με την θέση του Μ.Ε.2 ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές δεν δείχνουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον σε αυτού του είδους τα τεμάχια, όπως δηλαδή είναι και τα επίδικά, η Υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα το ερώτημα για το κατά πόσο έχει προβεί σε οποιουδήποτε είδους έρευνα για να μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια θέση. Ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι η συγκεκριμένη θέση του στηρίζεται καταρχήν στην κοινή λογική αλλά και στην εμπειρία του από τον χώρο εργασίας του, ως εκτίμησης ακινήτων, επιμένοντας κατηγορηματικά ότι κανένας ενδιαφερόμενος αγοραστής δεν θα προβεί σε αγορά τέτοιου είδους τεμαχίων καθώς και ότι τα όσα έχουν παρουσιαστεί από πλευράς της Υπεράσπισης αναφορικά με πωλήσεις ακινήτων που επηρεάζονται από γραμμές, αφορούν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό πωλήσεων συγκριτικά πάντοτε με τις πωλήσεις άλλων τεμαχίων που δεν επηρεάζονται από τις γραμμές, και συνεπώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη και να τεκμηριώνει την θέση της Υπεράσπισης.

 

Αναφορικά με την χρήση των εν λόγω τεμαχίων ο Μ.Ε.2 συμφώνησε με την θέση ότι πράγματι εντός των τεμαχίων αυτών υπάρχουν φυτεμένες ελιές αλλά από την άλλη δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κατά πόσο οι ελιές αυτές καλλιεργούνται από τον ιδιοκτήτη τους, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι ακόμη και η καλλιέργεια στα τεμάχια αυτά επηρεάζεται σε ακτίνα 15 ½ μέτρων κάτω από τις γραμμές αφού ο χώρος αυτός θα πρέπει να αφήνεται από τον ιδιοκτήτη αδρανής, ένεκα του ότι ενδέχεται ανά πάσα ώρα και στιγμή να πρέπει να εισέλθουν εντός της  πιο πάνω λωρίδας γης τα μηχανήματα της Εναγόμενης για να συντηρήσουν τα καλώδια και έτσι η οποία φυτεία έχει φυτευτεί εντός του σημείου αυτού, να καταστραφεί. Σε ότι αφορά δε το ποσοστό του επηρεασμού της τάξης του 60% αναφορικά με το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τις γραμμές ο Μ.Ε.2 αντεξεταζόμενος από την Υπεράσπιση, επέμεινε στην θέση ότι ο επηρεασμός αυτός προέρχεται από την παραγωγή ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και κυμάτων που παράγονται εντός των τεμαχίων.

 

Σχετικά τώρα με την θέση του Μ.Ε.2 ότι ο ουσιώδης χρόνος πρόκλησης της ζημιάς είναι η ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου και όχι οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία μετά από την εγκατάσταση της γραμμής και μετέπειτα όπως η Υπεράσπιση υποστηρίζει,  υποβλήθηκε στον μάρτυρα η θέση ότι μέσα από το περιεχόμενο των εκθέσεων εκτίμησης που ο ίδιος έχει ετοιμάσει, προκύπτει ότι και ο ίδιος αυτοαναιρείται για την πιο πάνω θέση του, αφού περιλαμβάνει στις εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασε αριθμό φωτογραφιών που έχουν λήφθηκαν μεταγενέστερα και όχι κατά τον δικό του ουσιώδη χρόνο. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας εξήγησε ότι οι φωτογραφίες που ενέταξε εντός των εκθέσεων εκτίμησης που έχει ετοιμάσει, ουδεμία σχέση έχουν με τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας  των επίδικων ακινήτων και συνακόλουθα με τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς, αλλά αυτές οι φωτογραφίες τέθηκαν από τον ίδιο εντός των εκθέσεων που έχει εκπονήσει, με απώτερο σκοπό να καταδειχθεί στο Δικαστήριο η εικόνα και μόνο που επικρατεί σήμερα εντός των τεμαχίων μετά από την εγκατάσταση των καλωδίων της Εναγόμενης καθώς και των πυλώνων που αυτά τα σύρματα στηρίζονται.  

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Μ.Υ.1 κλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης για να καταθέσει ως εκτιμητής ακινήτων. Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε την γραπτή του δήλωση, Τεκμήριο 16 την οποία και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους καταθέτοντας περαιτέρω σειρά εγγράφων με σκοπό να υποστηρίξει τις θέσεις του, δηλαδή τα Τεκμήρια 17 – 25.  Σε ότι αφορά τις εκτιμήσεις που εκπόνησε, δηλαδή τα Τεκμήρια 18Α και 18Β, κατά την κυρίως εξέταση του διευκρίνισε ότι παρόλο που αυτές είναι υπογεγραμμένες από άλλο συνάδελφο του, ο ίδιος συμμετείχε στην ετοιμασία τους και γενικά είχε άμεση εμπλοκή αφού επισκέφθηκε και τα επίδικα ακίνητα. Ο M.Y.1 ουσιαστικά κατά την μαρτυρία του υπέδειξε ότι οι εν λόγω εκθέσεις εκτιμήσεις  έγιναν με απώτερο σκοπό τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας των επίδικων ακινήτων για σκοπούς υπολογισμού της επιζήμιας επίδρασης λόγω της διέλευσης των εναέριων γραμμών πάνω από τα επίδικα τεμάχια χρησιμοποιώντας την συγκριτική μέθοδο. Σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 ο ίδιος έλαβε εντολή από την Εναγόμενη  να λάβει υπόψη του ως ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς την ημερομηνία κατά την οποία είχε εκπονήσει τις εκθέσεις του, δηλαδή ημερομηνίες περί τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2016, καθότι οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν αφορούν  απαλλοτρίωση ακινήτων αλλά ούτε και παράνομη επέμβαση, αφής στιγμής μάλιστα τα επίδικα τεμάχια θα παραμείνουν στην κατοχή και στην ιδιοκτησία της Ενάγουσας και άρα θα μπορούν να καλλιεργηθούν, να πωληθούν και να αναπτυχθούν στην έκταση που αυτό είναι επιτρεπτό.

 

Ο Μ.Υ.1 επίσης κατά την μαρτυρία του υπέδειξε ότι τα επίδικα ακίνητα εντάσσονται εντός της Γεωργικής Ζώνης Γ3, γεγονός που κατά την κρίση του ο Μ.Ε.2 δεν έλαβε καθόλου υπόψη αφού υποστήριξε ότι τα τεμάχια αυτά αχρηστεύονται εντελώς, θέση με την οποία και ο ίδιος βεβαίως διαφωνεί. Επίσης ο Μ.Υ.1 υπέδειξε ότι διαφωνεί και με την θέση που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.2, δηλαδή  ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητης ιδιοκτησίας προτιμούν να δείχνουν γενικά ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με τον Μ.Υ.1, μετά από έρευνα στην οποία προέβηκε στο γραφείο το οποίο εργάζεται μέσω των δεδομένων του Κτηματολογίου που απέκτησε, διαπίστωσε ότι η πιο πάνω θέση του Μ.Ε.2 επί του ζητήματος τούτου δεν ευσταθεί καθότι υπάρχουν πωλήσεις τεμαχίων τα οποία και επηρεάζονται από το δίκτυο της Εναγόμενης. Επίσης ανέφερε ότι εντόπισε και δύο άλλα τεμάχια τα οποία έχουν αναπτυχθεί, αφού στο ένα μάλιστα από αυτά έχουν εγκατασταθεί από τον ιδιοκτήτη του υποστατικά και αποθήκες ενώ στο άλλο, φωτοβολταικό πάρκο.

 

Ο Μ.Υ.1 υποστηρίξε επίσης ότι παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα ακίνητα βρίσκονται εντός της Γεωργικής Ζώνης Γ3, έστω και αν εξασφαλιστεί άδεια για ανάπτυξη των δύο ακινήτων, ο τρόπος διέλευσης της γραμμής υπεράνω αυτών των δύο τεμαχίων δεν είναι αποτρεπτικός ούτως ώστε η έκταση που απομένει πέραν των 15,50 μέτρων του κεντρικού άξονα της γραμμής να αξιοποιηθεί με την ανέγερση κατοικίας. Περαιτέρω, σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.2 ότι η διέλευση της γραμμής προκαλεί άμεση επιζήμια επίδραση της τάξεως του 100% της αγοραίας αξίας στα 15,5 μέτρα δυτικά και ανατολικά εκατέρωθεν της γραμμής, επίσης ο Μ.Υ.1 εξήγησε ότι διαφωνεί, καθώς ισχυρίστηκε ότι  για να μιλούμε για 100% μείωση, σημαίνει ότι τα δύο επίδικα ακίνητα αποξενώνονται εντελώς από τον ιδιοκτήτη κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 η άμεση επιζήμια επίδραση εξαιτίας της διέλευσης της γραμμής είναι της τάξης του 25% και όχι της τάξης του 100%.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.1 καταρχήν αμφισβητήθηκε για την αντικειμενικότητα των θέσεων του, αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι έδρασε μεροληπτικά υπέρ της Εναγόμενης ενόψει του ότι θεώρησε ως ουσιώδη χρόνο για την πρόκληση της ζημιάς τις ημερομηνίες εκπόνησης των εκθέσεων εκτίμησης του και όχι τον χρόνο που δόθηκε η συγκατάθεση από τον Έπαρχο Πάφου για την εγκατάσταση της γραμμής.  Ο Μ.Υ.1 απαντώντας εξήγησε ότι δεν έδρασε μεροληπτικά αλλά η εντολή που είχε λάβει ήταν να θεωρήσει ως ουσιώδη χρόνο την σημερινή αγοραία αξία των τεμαχίων καθότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι απαλλοτρίωση. Περαιτέρω αμφισβητήθηκε και αναφορικά με την θέση του ότι τα επίδικα ακίνητα καλλιεργούνται μέχρι και σήμερα αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι αυτά δεν καλλιεργούνται, καθώς και για το ότι το εν λόγω ακίνητα δεν βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από την κατοικημένη περιοχή. Ο Μ.Υ.1 απαντώντας ανέφερε ότι τα επίδικα ακίνητα απέχουν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το κέντρου του χωριού της Τσάδας, ενώ από την άλλη συμφώνησε ότι αυτά τα τεμάχια βρίσκονται  σε απόσταση 80 μέτρων από το εξωτερικό όριο του χωριού. Επίσης συμφώνησε με την θέση πλευράς της Ενάγουσας ότι τα τεμάχια εφάπτονται επί εγγεγραμμένου δρόμου και ότι σε αυτά υπάρχει και η παροχή υπηρεσιών. Τέλος, ο Μ.Υ.1 αντεξετάστηκε και σε σχέση με τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στα δικά του  συμπεράσματα.

 

Γενικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση του, αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγόντων για όλες τις θέσεις τις οποίες προέβαλε όσο και αναφορικά με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στις εκθέσεις εκτιμήσεις που εκπόνησε. Ήταν και αποτέλεσε βασική θέση της πλευράς της Ενάγουσας, ότι ο Μ.Υ.1 ενήργησε μεροληπτικά υπέρ της Εναγόμενης και σε καμία περίπτωση τα όσα υπέδειξε στο Δικαστήριο δεν καταδεικνύουν από μέρους του αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με τις οποίες υποστήριξαν ο καθένας τους το αξιόπιστο της εκδοχής τους.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων έχουν καταγραφεί και τις έχω μελετήσει με προσοχή και η βοήθεια που μου παρείχαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές επισημάνσεις τους στάθηκαν πολύ υποβοηθητικές. Όπου κριθεί αναγκαίο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά  σε αυτές όπως και σε παράθεση αποσπασμάτων από αυτές στο κατάλληλο σημείο έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

Γεγονότα που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την μαρτυρία και είναι μη αμφισβητούμενα 

 

Η Ενάγουσα κατά τον ουσιώδη στις παρούσες αγωγές χρόνο, ήταν η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 649 το οποίο και διαχωρίστηκε περί το έτος 2003 και από αυτό προέκυψαν τα επίδικα τεμάχια υπ. αρ. 1006 και υπ. αρ. 1007 των οποίων η Ενάγουσα εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι η ιδιοκτήτρια τους. Τόσο το τεμάχιο με αρ. 649 κατά τον ουσιώδη χρόνο όσο και τα τεμάχια 1006 και 1007 εντάσσονται  στην Πολεοδομική Ζώνη Γ3 η οποία διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 1990 του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Την 18/12/2000 η Εναγόμενη εξασφάλισε την  Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/0545/1998 για αποξήλωση της υφιστάμενης εναέριας γραμμής Μεσόγη – Στρουμπί και εγκατάσταση νέας ήτοι από την Αγία Βαρβάρα (Ανατολικό) μέχρι το Στρουμπί με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Η Εναγόμενη ακολούθως προχώρησε με τη διαδικασία για την εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους ιδιοκτήτες του επηρεαζόμενου επίδικου ακινήτου μεταξύ των οποίων και του τεμαχίου 649, με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και προς τούτο με επιστολή της ημερομηνίας 11/08/2001 προς την Ενάγουσα ζήτησε τη συγκατάθεσή της (Τεκμήριο 4).

 

Επειδή όμως η Ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή της Εναγόμενης και απέστειλε προς απάντηση αυτής της επιστολής που είχε λάβει, την επιστολή ημερ. 20/08/2001, η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου ζητώντας έτσι την συγκατάθεσή του, για την εγκατάσταση της προτιθέμενης εναέριας γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170. Την 11/03/2002 ο Έπαρχος Πάφου έδωσε τη συγκατάθεσή του (Τεκμήριο 6). Έτσι η Ενάγουσα ενημερώθηκε από την Εναγόμενη με επιστολή ημερομηνίας 10/09/01 ότι ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεσή υπό όρους, επισυνάπτοντας μάλιστα αντίγραφο της εν λόγω συγκατάθεσης στην συγκεκριμένη επιστολή. Η Ενάγουσα ενώ έλαβε την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε διαβήματα για προσβολή της Πολεοδομικής Άδειας ούτε της απόφασης της Εναγόμενης η οποία ολοκληρώθηκε με την συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής άνωθεν των τεμαχίων της. Συνακόλουθα, δε καμία απαίτηση για αποζημίωση προωθήθηκε από πλευράς της, πέραν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

Η Ενάγουσα μέχρι και την καταχώρηση των υπό των άνω αριθμό και τίτλο αγωγών δεν είχε αποταθεί στην Πολεοδομική Αρχή με σκοπό να της  χορηγηθεί άδεια για την ανέγερση μονάδας κατοικίας. Ούτε μέχρι και σήμερα βεβαίως αποτάθηκε στην Εναγόμενη για να της υποδείξει ότι οι γραμμές που έχουν τοποθετηθεί, αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της επηρεαζόμενης γης, δηλαδή των επίδικων τεμαχίων, παρουσιάζοντας οποιαδήποτε άδεια οικοδομής για να μετακινηθεί ο εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί στα εν λόγω τεμάχια γης ως άλλωστε αυτό υποδείχθηκε στην Ενάγουσα με βάση τους όρους της συγκατάθεσης του Έπαρχου.

 

Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη επί των δικογράφων της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων στα οποία ανωτέρω υπέδειξα. Επομένως το μόνο ζήτημα που θα απομένει για να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, είναι αυτό των αποζημιώσεων, εφόσον τα υπόλοιπα ζητήματα είναι καθαρά νομικά ζητήματα.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης. Σημειώνεται ότι αφής στιγμής οι υπό κρίση αγωγές συνεκδικάζονται επί την βάση του διατάγματος συνένωσης που έχει εκδοθεί, το γεγονός αυτό και μόνο από μόνο του, εξ υπακούει και την κοινή εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που εγέρθηκαν σε κάθε μια εκ των Αγωγών που καταχωρήθηκαν εκ μέρους της Ενάγουσας, αφού εν πάση περίπτωση στα δικόγραφα της Υπεράσπισης της Εναγόμενης προβάλλονται οι ίδιες προδικαστικές ενστάσεις αντίστοιχα.

 

Προκύπτει δε από τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά ότι η 1η και η 3η , 5η και 6η προδικαστική ένσταση, αφορούν ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα και αλληλένδετα καθότι αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό αδυναμία προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και κατ’ επέκταση στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς που εγείρονται στα παρακλητικά της Έκθεσης Απαίτησης και να εκδώσει τα επιζητούμενα υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ διατάγματα καθώς και της αναγνωριστικής απόφασης υπό στοιχείο Λ, ως αυτά καταγράφονται στο παρακλητικό της κάθε μιας εκ των Εκθέσεων Απαίτησης που έχουν καταχωρηθεί.

 

Σημειώνεται ότι αναφορικά με τα ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας παρά το γεγονός ότι απέσυρε τα παρακλητικά των Εκθέσεων Απαίτησης, υπό στοιχεία Α - Ε, εντούτοις παραμένουν προς εξέταση τα παρακλητικά υπό στοιχεία Στ) και Λ) της αντίστοιχης παραγράφου 19 των Εκθέσεων Απαίτησης, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν και να επιδιώκουν την απόδοση αποζημιώσεων και πάλι στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Εναγόμενης.

 

Απόλυτα σχετική με τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις είναι η Ανδρέας Λάντου κ.α. ν. Γεωργίας Συμεού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/10, απόφαση ημερομηνίας 07/03/2014. Στην εν λόγω υπόθεση οι Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων /Εναγόμενων αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητό τους στο οποίο η Εφεσείουσα / Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση πασσάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα / Εναγόμενου 1. Ομοίως, ως και στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Έπαρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του δικαίωσε τους Ενάγοντες / Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεστεί παράνομη επέμβαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.α. ν. Μ. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Η πιο πάνω όμως απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατράπηκε κατ’ έφεση με το Ανώτατο Δικαστήριο να αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. 

…..

 

Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.  Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Χαράλαμπος Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η Εναγόμενη εξασφάλισε την αναγκαία Πολεοδομική άδεια για την εγκατάσταση της γραμμής η οποία θα επηρέαζε τόσο άλλα πολλά ακίνητα όσο και το πρώην τεμάχιο υπ. αρ. 649 δηλαδή τα σημερινά επίδικα. Στην συνέχεια και ενώ ζητήθηκε από την Ενάγουσα να παραχωρήσει την συγκατάθεση της για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής εντός του τεμαχίου της με αρ. 649 (δηλαδή σήμερα των τεμαχίων 1006 και 1007) και αφού δεν δόθηκε από την ίδια μια τέτοια συγκατάθεση, η Εναγόμενη προχώρησε στη λήψη της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου. Μετά την λήψη της πιο πάνω συγκατάθεσης και αφού η τελευταία κοινοποιήθηκε και στην Ενάγουσα με σχετική επιστολή, η Εναγόμενη εισήλθε στο επίδικο ακίνητο εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες για την τοποθέτηση των εναέριων καλωδίων.

 

Αφής στιγμής λοιπόν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, είναι πασιφανές, ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα εισόδου στο επίδικο ακίνητο ενώ από την άλλη η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε κανένα δικονομικό διάβημα ως και οι η ίδια εμμέσως πλην σαφώς δια μέσω του Μ.Ε.1 κατά την μαρτυρία του, για να προσβάλει την απόφαση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση τη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου η οποία και είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι το παρών Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και κατ’ επέκταση να αποφασίσει τις εν λόγω Αγωγές στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες υπό στοιχεία ΣΤ και Λ αντίστοιχα οι οποίες και επιζητούνται στις Εκθέσεις Απαίτησης. Εν πάση περιτπώση θεωρώ ότι το γεγονός και μόνο ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης έλαβαν χώρα κάτω από το νομικό πλαίσιο και τον μανδύα του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και δεν έχουν αμφισβητηθεί με προσφυγή, αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προσδίδεται η αναγκαία νομιμότητα στην τοποθέτηση της εναέριας γραμμής άνωθεν των επίδικων ακινήτων κατά τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση (βλ. Κοσμά ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1980) 2 J.S.C. 350, Κυμίσης ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Δαλίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 628).

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τώρα κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον το ζήτημα αυτό προκύπτει μέσα από την 7η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Εναγόμενη στα δικόγραφα της Υπεράσπισης που έχουν καταχωρηθεί. Απάντηση φυσικά στο πιο πάνω ερώτημα δύναται να δώσουν τα δικόγραφα της Έκθεσης Απαίτησης γι’ αυτό και θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο των εν λόγω δικογράφων με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί ή όχι την μοναδική αιτία αγωγής που προωθείται, ή κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος καθώς και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ως ήταν η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας στην τελική του αγόρευση.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο τόσο της Έκθεση Απαίτησης του Ενάγουσας στην αγωγή υπ. αρ. 1906/15 όσο και της αγωγής 1907/15 προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι οι επί το πλείστο οι παράγραφοι αναφέρονται  στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης της Εναγόμενης επί των επίδικων ακινήτων σε συνάρτηση πάντοτε με την απουσία συγκατάθεσης της Ενάγουσας, εντούτοις θεωρώ ότι εντοπίζεται σε αρκετές εκ των παραγράφων των Εκθέσεων Απαίτησης έστω και συγκαλυμμένα, ότι οι παρούσες αγωγές προωθούνται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων της Ενάγουσας επί την βάση του άρθρου 23(3)του Συντάγματος. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο διατυπώνω προκύπτει μέσα από το σύνολο των δικογραφημένων ισχυρισμών των Εκθέσεων Απαίτησης και των δύο Αγωγών, και ειδικότερα από τα όσα δικογραφούνται στις παραγράφους 7, 10 - 16 αφού μάλιστα όπως διασαφηνίζεται η διέλευση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν των επίδικων ακινήτων προκαλεί συνεχή ζημιά και ειδικότερα ουσιώδη μείωση στην αξία τους, αξιώνοντας ως ζημιά την εν λόγω επίδραση. Αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη δύναται να εκληφθεί ότι στοιχειοθετεί μια δεύτερη βάση αγωγής, αυτής της κατ’ ισχυρισμό πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να αποδοθεί δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους  ανεπάρκειας (βλ. Γιώργος Χριστοδούλου κ.α ν. Antonius HMF Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802).

 

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι δεν επιζητείται ρητά θεραπεία επί την βάση του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, εφόσον τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στις Εκθέσεις Απαίτησης έστω και συγκαλυμμένα, μπορούν να στοιχειοθετήσουν και τη θεραπεία για τη μείωση της αξίας των επίδικων ακινήτων που επέφεραν οι δεσμεύσεις που τέθηκαν από την Εναγόμενη και οι οποίες αποτελούν περιορισμό υπό τον μανδύα του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προκύπτει ότι η προδικαστική ένσταση  που προωθεί η Εναγόμενη αντίστοιχα και στις δύο αγωγές αναφορικά με το ζήτημα αυτό, απορρίπτεται  αφού έχει κριθεί ότι έστω και συγκεκαλυμμένα, αποκαλύπτεται και δεύτερη βάση αγωγής που είναι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της Ενάγουσας, η οποία κατ’ ισχυρισμό προκαλεί σε αυτή ζημιά την οποία και αξιώνει για της αποδοθεί  υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

 

Παραμένει λοιπόν για εξέταση η 2η και 4η  προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι οι αγωγές, στην έκταση που αυτές αφορούν στην απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης ζημιάς και/ή μείωσης της αξίας των επίδικων ακινήτων από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής είναι απαράδεκτες και/ή πρόωρες καθότι η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, αλλά και διότι ουδέποτε παρουσίασε άδεια για οικοδομική ανάπτυξη των τεμαχίων αλλά ούτε και υπέβαλε αίτημα για ζημιά σε υφιστάμενες κατά την τέτοια εγκατάσταση φυτείες.

 

Στην παρούσα υπόθεση μέσω της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης άνωθεν των τεμαχίων της Ενάγουσας, προκάλεσε περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ο οποίος βεβαίως και ρυθμίζεται από το άρθρο 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170 (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233). Σε περίπτωση δε τέτοιου περιορισμού ο οποίος τυχόν κριθεί ότι μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, το ποσό της αποζημίωσης, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής γενικά και αόριστα για αποζημιώσεις, αφού το εν λόγω άρθρο σαφώς παραπέμπει σε «νόμο» ο οποίος εν προκειμένω είναι ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ο Περί Πολεοδομίας Νόμος και οι δυνάμει αυτού Κανονισμοί, Ν. 90/72. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με ζητήματα αποζημίωσης εφαρμογή σύμφωνα με την συνήγορο στην υπό κρίση περίπτωση, έχει το άρθρο 68 το  οποίο και διέπει την διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για καθορισμό των αποζημιώσεων. Πιο συγκεκριμένα η πλευρά της Εναγομένης υποστηρίζει την θέση ότι ενόψει της εξασφάλισης Πολεοδομικής Άδειας αλλά και στην συγκατάθεσης του Έπαρχου, οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι οφείλει η τελευταία στην Ενάγουσα αυτές θα πρέπει να καθοριστούν στην βάση του άρθρου 68 του Ν. 90/72 και συνεπώς δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επιλογής στην Ενάγουσα για να διεκδικήσει αποζημιώσεις με καταχώρηση αγωγής σε πολιτικό Δικαστήριο, ως έχουν εν προκειμένω πράξει, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ρυθμιζόμενη από το άρθρο  68 του Ν. 90/72 διαδικασία.  

 

Καταρχήν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 23(3) του Συντάγματος καθορίζει τα εξής :

 

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Τα δε άρθρο 68 του Ν. 90/72 προνοεί τα ακόλουθα :

 

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

 

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

 

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της Εναγομένης οι οποίες και προβάλλονται προς υποστήριξη της εξεταζόμενης προδικαστικής ένστασης σε κάθε μια εκ των αγωγών αντίστοιχα, με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά της, οι πιο πάνω θέσεις της δεν με βρίσκουν καθόλου σύμφωνο. Και αυτό γιατί δεν συμφωνώ καθόλου με την θέση της Εναγομένης ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για υποστήριξη ανεξάρτητου αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπόθεση Αγωγή 5019/80 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των Εναγουσών για αποζημιώσεις αποκλειστικά και μόνο στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι δεν αξιωνόταν ρητά θεραπεία με βάση το εν λόγω άρθρο αφού οι εκεί Ενάγουσες περιορίστηκαν στη δικογράφηση γεγονότων και ισχυρισμών προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους για παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης στο ακίνητό τους. Σχετική επίσης με το πιο πάνω ζήτημα είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους Μιχάλης Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 2143 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

   

«Με τις διατάξεις του άρθρου 10  του Νόμου, ο νομοθέτης θέτει σειρά αρχών προς το σκοπό προσδιορισμού της δικαίας και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Δικαία θεωρείται η αποζημίωση η οποία εξισούται με την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στην αξία του ακινήτου, όπως διασαφηνίζεται στις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.15/62. Η παράγραφος (η) του άρθρου αυτού ορίζει ότι η καταβλητέα αποζημίωση αυξάνεται για ποσό ανάλογο προς την προγενέστερη μείωση της αξίας του κτήματος λόγω περιορισμών τεθέντων: (σ.738,  Ν.25/83)

 

«...... δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι περιορισμοί στη χρήση ακινήτου οι οποίοι μειώνουν ουσιωδώς την αξία του  παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) παρέχει ο νομοθέτης τη δυνατότητα καταβολής στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, πρόσθετης αποζημίωσης την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται  βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου. Στην Κούλουμου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10(η) του Νόμου.

 

…………………..

 

Όπως επεξηγείται στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργαλλίδου κ. άλλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, το άρθρο 10(η) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα προσθήκης στην καταβλητέα αποζημίωση και οιουδήποτε ποσού το οποίο κρίνεται καταβλητέο λόγω προηγούμενων περιορισμών στη χρήση του κτήματος, που τέθηκαν βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Η αποζημίωση περί ου ο λόγος εξισούται με την αποζημίωση που θα εδικαιούτο να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης με αγωγή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 23.3  του Συντάγματος.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Χρήσιμη και κατατοπιστική ανάλυση επί του ζητήματος αυτού σε σχέση με τη δυνατότητα πολίτη να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια για καθορισμό αποζημιώσεων σε περίπτωση επιβολής περιορισμών στη βάση των προνοιών του Συντάγματος γίνεται και στο σύγγραμμα του Ανδρέα Α. Συμεού, «Η προστασία της Ιδιοκτησίας και η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση της στην Κύπρο» όπου στη σελίδα 54 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόνοια στον νόμο για καταβολή αποζημιώσεων, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του να απαιτήσει, με βάση τον “υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας”, τέτοιες αποζημιώσεις. Η απαίτηση υποβάλλεται, κατ’ αρχήν στην αρμόδια αρχή και στη συνέχεια, αν δεν υπάρξει συμφωνία, στο Δικαστήριο».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος σαφώς μπορεί να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση αγώγιμου δικαιώματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε υποστήριξή του από ειδικό νόμο, αφού εξάλλου η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος προνοεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί όρος, δέσμευση ή περιορισμός, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζόμενη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».

 

Αδιαμφισβήτητα στην παρούσα περίπτωση επιβλήθηκαν στην επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία περιορισμοί οι οποίοι επιτεύχθηκαν μετά από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Από το έτος που λήφθηκε η συγκατάθεση είναι φανερό ότι η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα για καταβολή ή προσφορά αποζημίωσης προς την Ενάγουσα. Στην υπόθεση Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου λέχθηκε ότι «η υπό της Αρχής προταθείσα με το Τεκ.5 αποζημίωση ήταν, πέραν από την υποχρέωσή της να προσφέρει αποζημίωση με βάση τις ιδιαίτερες πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, προσπάθεια διευθέτησης της οικονομικής διαφοράς, έτσι που η μη αποδοχή της να αποτελεί «διαφωνία», που επιτρέπει στις ιδιοκτήτριες να εγείρουν την αγωγή στο Πολιτικό Δικαστήριο.».

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 που έχει κατατεθεί και αποτελεί το έντυπο συγκατάθεσης που αποστάλθηκε στην Ενάγουσα προς υπογραφή την 11/08/01, η Εναγόμενη δηλώνει την δέσμευσή μόνο «εάν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών, και παρουσιαστεί άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η ΑΗΚ αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίηση της γης ή εάν η ΑΗΚ θεωρεί την εν λόγω μετακίνηση ανέφικτη, να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο». Σαφώς λοιπόν στο εν λόγω έγγραφο δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη αναφορά για δέσμευση της Εναγόμενης να αποζημιώσει την Ενάγουσα για οποιαδήποτε άλλη ζημιά που τυχόν η διέλευση των εναέριων γραμμών θα επέφερε στο ακίνητο της. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε πρόθεση της Εναγομένης να διαβουλευτεί με την Ενάγουσα και να την αποζημιώσει διευθετώντας έτσι την τυχόν οικονομική διαφορά που θα προέκυπτε στην μεταξύ τους σχέση, πλην των λόγων που εκτίθονται επί του Τεκμηρίου 4, και συνεπώς αυτό δεν μπορεί παρά μονό να θεωρηθεί ως «διαφωνία» η οποία δίδει το δικαίωμα προς την Ενάγουσα να προχωρήσει στην διεκδίκηση αποζημιώσεων σε Πολιτικό Δικαστήριο με βάση την πρόνοια του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος.

 

Αποτέλεσε επιπλέον εισήγηση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι εφόσον η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Ν.90/72 υποβάλλοντας στην Εναγόμενη απαίτηση αποζημίωσης κωλύεται από το προωθεί τις απαιτήσεις της για αποζημιώσεις. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η Ενάγουσα δεν συνδέει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ζημιά που υπέστηκε και συνεχίζει να υπόκειται με οποιαδήποτε πράξη της Πολεοδομικής Αρχής και συνεπακόλουθα με την εφαρμογή του Ν. 90/72 αλλά με τις πράξεις της Αρχής Ηλεκτρισμού και συνεπώς η οποιαδήποτε απαίτηση της εδράζεται στις πρόνοιες του Νόμου 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, το οποίο θεωρώ ότι παρέχει τη δυνατότητα για αναζήτηση αποζημιώσεων για τον εν λόγω περιορισμό.

 

Υπό το φως των πιο πάνω τόσο η δεύτερη όσο και η τέταρτη προδικαστική ένσταση σε κάθε αγωγή δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο προκλήθηκε ουσιώδης ζημιά ή ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας των επίδικων ακινήτων συνεπεία της της διέλευσης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του των επίδικων ακινήτων. Την απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα σαφώς επίκεται να δώσει η εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προηγηθεί βεβαίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν από την μαρτυρία που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, προκύπτει, ότι, υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι, αναγκαίο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη τους, να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για να καθοριστούν τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα, βάσει των οποίων, εν συνεχεία, το Δικαστήριο θα εξετάσει / αξιολογήσει για να κρίνει, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Συναφώς, έχει νομολογηθεί, ότι, το Δικαστήριο, είναι επιτρεπτό να περιοριστεί στο να εξετάσει εκείνη την μαρτυρία και όπου, σε σχέση με αυτή, είναι απαραίτητο, προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η αξιολόγησή τους θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια για το ζήτημα αυτό νομολογία (βλ. Ζαβρού v. Χαραλάμπους(1996) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Τέλος σημειώνω ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα και της συνοχής της σε σχέση προς τη δικογραφείσα εκδοχή της κάθε πλευράς. Ως λέχθηκε στη Γιώργου Παπαγεωργίου ν Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ 24

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. [...] Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.».

 

Ο Μ.Ε.1 είναι ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας των επίδικων τεμαχίων. Η γνώση του ως προς τα γεγονότα τα οποία παρέθεσε στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία του, υπό την ιδιότητα του ως σύζυγος της Ενάγουσας δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Εναγόμενη. Άλλωστε τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο και αφορούν το ιστορικό της εγκατάστασης της γραμμής, την συγκατάθεση που λήφθηκε από τον Έπαρχο, το ότι δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα η Ενάγουσα πέραν της καταχώρησης των υπό κρίση Αγωγών καθώς και τα χαρακτηριστικά των τεμαχίων της, αποτέλεσαν ένα κοινό έδαφος των δύο πλευρών και δεν έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ο Μ.Ε.1 κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο απαντούσε άμεσα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν και συνεπώς δεν διέκρινα να διακατέχεται από έλλειψη ειλικρίνειας αφού από τα όσα καταμαρτυρούσε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν διαφάνηκε ότι ήθελε να αποκρύψει ή ακόμα να παραποιήσει την αλήθεια.

 

Από το περιεχόμενο της μαρτυρίας βεβαίως του Μ.Ε.1 αυτό που δεν μπορώ να αποδεχτώ, είναι την θέση του ότι η ύπαρξη της εναέριας γραμμής καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος ευθύνεται για την πρόκληση σοβαρών ασθενειών καθώς επίσης και ότι αυτός είναι πιθανόν και ο λόγος για τον οποίο οι ελιές που είναι φυτεμένες στα επίδικα τεμάχια δεν καρποφορούν. Και αυτό διότι το εν λόγω μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 αποτελεί την γνώμη του και μόνο, με αποτέλεσμα τα όσα έχουν αναφερθεί από τον μάρτυρα επί του ζητήματος τούτου να είναι μετέωρα εφόσον δεν στηρίζονται σε οποιοδήποτε επιστημολογικό ή γνωσιολογικό υπόβαθρο. Συνεπώς και η πιο πάνω θέση του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω ο Μ.Ε.1 κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο πλην του σημείου το οποίο ανωτέρω έχω υποδείξει.

 

Η μόνη μαρτυρία που απομένει λοιπόν για να εξεταστεί, και η οποία θεωρώ ότι είναι η πιο ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση για την απόδειξη του μεγέθους της ζημιάς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης στο επίδικο τεμάχιο – νυν επίδικα τεμάχια - μετά τον διαχωρισμό, είναι αυτή των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταθέσουν ως εκτιμητές ακινήτων, δηλαδή του Μ.Ε.2 εκ μέρους της Ενάγουσας και του Μ.Υ.1 εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο  Μ.Υ.1 αντεξετάστηκαν και από την μια αλλά και από την άλλη πλευρά αναφορικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους σε θέματα αντεξέτασης τα οποία και αμφισβητήθηκαν εκατέρωθεν. Παρά την αμφισβήτηση όμως που υπήρξε αναφορικά και με τους δύο μάρτυρες, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί τα προσόντα των εν λόγω μαρτύρων, οι τίτλοι σπουδών τους καθώς και το βιογραφικό τους σημείωμα, τα οποία και αποτελούν έγγραφα που στην ουσία τους παρά τις υποβολές που έχουν τεθεί δεν έχουν αμφισβητηθεί.

 

Στρεφόμενος τώρα στην θέση που εγέρθηκε από  πλευράς της Εναγόμενης κατά την γραπτή της αγόρευση, ότι δηλαδή η ετοιμασία από μέρους του Μ.Ε.2 δύο διαφορετικών εκθέσεων εκτίμησης για κάθε μια αγωγή που έχει καταχωρηθεί, αφής στιγμής κατά τον επίδικο χρόνο ήτοι κατά το έτος 2001 τον οποίο ο μάρτυρας μάλιστα θεωρεί ως ουσιώδη χρόνο για την πρόκληση της ζημιάς, το τεμάχιο δεν είχε μέχρι τότε διαχωριστεί και άρα υπήρχε μόνο ένα και μοναδικό τεμάχιο και όχι δύο ως ο μάρτυρας θεώρησε σκόπιμο για να ετοιμάσει τις εκθέσεις εκτίμησης του, αυτό αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη που να καταδεικνύει από μέρους του έλλειψη εμπειρίας αλλά και αναξιοπιστίας με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να πρέπει να απορρίψει την μαρτυρία του και ουσιαστικά να μην τον αποδεχτεί ως εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων, με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά της Υπεράσπισης η πιο πάνω θέση που έχει προβληθεί δεν με βρίσκει σύμφωνο για τους λόγους που θα υποδείξω ακολούθως.

 

Εξετάζοντας καταρχήν το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την μαρτυρία του Μ.Ε.1 καθώς και τις θέσεις που έχουν υποβληθεί από πλευράς της Εναγομένης προς τον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του, διαπιστώνω ότι, η πιο πάνω θέση που προβάλλεται εκ μέρους της Υπεράσπισης κατά το στάδιο μάλιστα των γραπτών της αγορεύσεων και ουδέποτε προηγουμένως, δεν έχει υποβληθεί προς τον ίδιο τον μάρτυρα κατά την στιγμή της αντεξέτασης του ούτως ώστε ο ίδιος να μπορέσει να τοποθετηθεί επί του ζητήματος τούτου και να δώσει την δική του εξήγηση. Συνεπώς και δεν μπορεί να ληφθεί από το Δικαστήριο υπόψη. Πέραν τούτου όμως, εξετάζοντας την πιο πάνω εισήγηση η οποία έχει υποβληθεί εκ μέρους της κας. Χατζηπαναγή, διαπιστώνω περαιτέρω ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να υποστηρίζει ότι οποιοδήποτε από τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου με αρ. 649 το οποίο και υφίστατο κατά  τον ουσιώδη χρόνο που ο Μ.Ε.1 θεώρησε ως ορθό και πρωτού δηλαδή το τεμάχιο υπ.αρ. 649 να διαχωριστεί στα τεμάχια 1006 και 1007, παρουσιάζει τέτοιες ουσιώδης διαφορές και ή μεταβολές ούτως ώστε η ετοιμασία δύο εκθέσεων εκτιμήσεις για κάθε ένα από τα δύο πιο πάνω τεμάχια που έχουν προκύψει ξεχωριστά και όχι η ετοιμασία μόνο μιας έκθεσης αναφορικά με το τεμάχιο 649, να αποτελεί οποιαδήποτε επισφαλή μέθοδο εκτίμησης και ή να υποδηλώνει έλλειψη προσόντων και ή αναξιοπιστία του εκ μέρους του Μ.Ε.2, ούτως ώστε οι εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασε, να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο και η μαρτυρία του μάρτυρα να πρέπει να απορριφθεί.

 

Είμαι λοιπόν της ισχυράς γνώμης ότι αφής στιγμής δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή σε οποιοδήποτε εκ των χαρακτηριστικών του τεμαχίου υπ. αρ. 649 ως ήταν τότε, πλην του διαχωρισμού του που έγινε μετά την λήψη της συγκατάθεσης για εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η ετοιμασία δύο εκθέσεων εκ μέρους του Μ.Ε.2 αναφορικά με τα τεμάχια υπ. αρ. 1006 και 1007 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν επηρεάζει το περιεχόμενο της μαρτυρίας του και ή των εκθέσεων που έχει ετοιμάσει αφού τα δεδομένα στα οποία αυτός βασίστηκε ήταν επακριβώς τα ίδια πλην της ύπαρξης του διαχωρισμού.

 

Υπό το φως των πιο πάνω για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η εισήγηση της συνηγόρου Υπεράσπισης δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή και απορρίπτεται.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν καταθέσει τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο Μ.Υ.1 με σκοπό να υποστηρίξουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους, καθώς κυρίως και το σύνολο απαντήσεων που έδωσαν αλλά και των θέσεων που έχουν υποστηρίξει κατά την δια ζώσης μαρτυρίας τους αλλά και μέσα από τις εκθέσεις εκτίμησης που ετοίμασαν, ιδιαιτέρα δε τα όσα υποστήριξαν και αιτιολόγησαν αναφορικά με τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης  της ζημιάς στα εν λόγω ακίνητα, τα χαρακτηριστικά των ακινήτων, το ποσοστό και το μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης άνωθεν των επίδικων τεμαχίων καθώς και την μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν (και οι δύο μάρτυρες την συγκριτική μέθοδο) με σκοπό να καταλήξουν έκαστος στα δικά του συμπεράσματα, έχω πεισθεί ότι τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο Μ.Υ.1 κατέχουν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται όσο και την εμπειρία για να κριθούν ως εμπειρογνώμονες εκτιμητές ακινήτων.  Εξάλλου σημειώνεται ότι τα έγγραφα που αφορούν τα προσόντα τους δεν έχουν αμφισβητηθεί και στην ουσία τους από την κάθε πλευρά.

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο Μ.Υ.1 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτιμήσεων ακινήτων και ως πρόσωπα τα οποία μπορούν να προβούν στις εκτιμήσεις τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο.  

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Επίσης έχει τονιστεί ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα εμπειρογνώμονα στο εδώλιο είναι, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωστεί η αξιοπιστία του (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβράαμ (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1441). Ακόμα έχει κριθεί και επιβεβαιωθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ΄ ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984 και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Αυγουστή (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ.  528).

 

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν πρέπει να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1020). Σημειώνεται ότι η ανάγκη για την παράθεση τεκμηριωμένων στοιχειών από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, τίθεται και στην υπόθεση SΥΝCON LTD v. Ανδρέα Χρίστου (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1314.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά στα όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει αξιόπιστο από τις μαρτυρίες.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει ως αξιόπιστα. Στην υπόθεση μεταξύ Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. ALEXIA & POLIS ESTATES LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 987 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Work Ltd (1971) 1 C.L.R. 146 το Εφετείο υπέδειξε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει "να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο" (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1622). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 619).

 

Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1399 η απουσία συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ποια μαρτυρία είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ποια μαρτυρία στήριξε την απόφαση του για υπολογισμό των αποζημιώσεων οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στη Δημητρίου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 1 Α.Α.Δ. 34, το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε άλλα αντικειμενικά κριτήρια, κατέληξε στο ποσοστό 10% για την επαύξηση του εναπομείναντος κτήματος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί το Εφετείο δεν είχε την απαραίτητη πρωτογενή αξιολόγηση του "αποδεικτικού υλικού προς αποτίμηση, πάνω στη βάση διαφορετικών δεδομένων της σημασίας της εξαγγελίας της κατασκευής της λεωφόρου".

 

Στη Φαντάρου ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν είχε, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει, επίσης, αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετη εφόσον "στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος" (Βλ. και Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 376). Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ένας από τους λόγους παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται στην έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη της αντίστοιχης εκτίμησης των δύο εκτιμητών και το μόνο δικαστήριο το οποίο ενδείκνυται να αποφανθεί αναφορικά με αυτό το θέμα είναι το δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες όταν θα καταθέτουν ενώπιον του και όχι το Εφετείο (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. CYEMS LTD (1992) 1 A.A.Δ. 1182, 1195 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60))."

 

Στην υπόθεση Φαντάρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στην Charalambous (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν πολλά σοβαρά μειονεκτήματα στις εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της η μαρτυρία του ενός ή του άλλου από τους δύο εκτιμητές. Έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή της Rashid Ali (πιο πάνω) έκαμε τους δικούς του υπολογισμούς και προσαρμογές μετά από εξέταση της μαρτυρίας στο σύνολό της. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης προέβει σε σύγκριση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων με το κάθε ένα από τα συγκριτικά τεμάχια και έκαμε τις προσαρμογές εκείνες που θεώρησε αναγκαίες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών δεν ήταν το αποτέλεσμα εικοτολογίας ούτε και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Βασίσθηκαν και οι δύο εκτιμητές πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Ο μεν εκτιμητής του εφεσείοντα πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων, ο δε εκτιμητής της εφεσίβλητης πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις χωραφιών. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί στην Charalambous (πιο πάνω) στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Ακολουθεί πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη εφόσον στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 376).»

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία των δύο εκτιμητών στηρίζεται στις εκθέσεις που ετοίμασαν, υιοθέτησαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο ενώ κατέθεταν ενώπιον μου. Αδιαμφισβήτητα το περιεχόμενο της μαρτυρίας των εκτιμητών συγκρίθηκε και συνεκτιμήθηκε για σκοπούς αξιολόγησης με τις εκθέσεις που ετοίμασαν κυρίως δε σε ότι αφορά τους πίνακες συγκριτικών πωλήσεων ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, εφόσον και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο όπως εξήγησαν για να καταλήξουν στο ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στο επίδικο τεμάχιο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η συγκριτική μέθοδος είναι η πιο πειστική και κατ’ εξοχήν εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμούς της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί και την μοναδική μέθοδο αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι, ανάλογα με την ιδιαίτερη χρήση του υπό εκτίμηση ακινήτου, όπως είναι η μέθοδος ανάπτυξης, τουριστικής, οικιστικής ή άλλης. Στον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και δυνατότητες της γης περιλαμβανομένης και της ανάπτυξής της όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Cripps Compulsory Acquisition of Land, 10η έκδοση, σελ. 885 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 206, παράγρ. 250

 

Υπογραμμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της συγκριτικής μεθόδου εκτίμησης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως την ύπαρξη πωλήσεων περιουσίας συγκρίσιμης σε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ακινήτων όπως και πωλήσεων κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκριτικές πωλήσεις ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτίμησης, είναι επιτρεπτή η αναδρομή σε άλλες πωλήσεις είτε πριν είτε μετά τον υπό κρίση ουσιώδη χρόνο για σκοπούς εκτίμησης (βλ. Σεργίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339, 344). Όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα ενός συγκρίσιμου ακινήτου με το επίδικο ακίνητο, τόσο ασφαλέστερο είναι να στηριχθεί κάποιος στην τιμή πώλησης του ως ένδειξη της αξίας του υπό κρίση ακινήτου στην ελεύθερη αγορά.

 

Και οι δύο μάρτυρες κατ' αρχήν κρίνεται ότι επιχείρησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας όλα τα στοιχεία που έκριναν ως ορθά, προκειμένου να καθοριστεί το δίκαιο ποσό της αποζημίωσης.  Δεν παρατηρείται απόκρυψη στοιχείων τα οποία θα επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο που θα αποφανθεί το Δικαστήριο.  Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε μπορεί να κάνει αποδεκτή πλήρως τη γνώμη των δύο μαρτύρων και αποδέχεται μόνο μέρος της μαρτυρίας τους.

 

Αν και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο εκτίμησης εντούτοις υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ τους όσον αφορά τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας. Το μεγάλο αυτό χάσμα που παρατηρείται οφείλεται και περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από 3 άξονες: (1) τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, (2) το εμβαδό του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και (3) το ποσοστό επηρεασμού που επέφερε ο περιορισμός στο ακίνητο.  

Ο Μ.Ε.2 δια μέσω των Τεκμηρίων 14 και 15 υιοθέτησε ως αγοραία αξία και των επίδικων ακινήτων το ποσό των €9.94 τ.μ. ανά τετραγωνικό μέτρο έχοντας υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 11/03/2002 ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού χρησιμοποίησε συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν περί τα έτη 2000 - 2003, πλησίον δηλαδή του ουσιώδη χρόνου. Τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι η επιλογή του να θεωρήσει την 11/03/2002 ως τον ουσιώδη χρόνο είναι η ορθή, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου ήταν καθοριστική, ενόψει του ότι το ακίνητο ως υπήρχε τότε, υφίστατο τον περιορισμό καθότι η απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει την επίδικη γραμμή ήταν καθοριστική.

Από την άλλη ο Μ.Υ.1, θεώρησε ως ορθό χρόνο για να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου την ημερομηνία ετοιμασίας των εκθέσεων εκτίμησής του ως ο ίδιος υπέδειξε και κατά την μαρτυρία του (Τεκμήρια 18Α και 18Β), δηλαδή την 10/10/16 και την 17/10/16 αντίστοιχα. Μέσα από τις εκθέσεις που ετοίμασε και υιοθέτησε κατά την μαρτυρία του, για σκοπούς υπολογισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας των ακινήτων θεώρησε ότι το ποσό των €25,00 ανά τετραγωνικό μέτρο για έκαστο ακίνητο, είναι το ικανοποιητικό για να χρησιμοποιήσει πέντε (5) συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν μεταξύ των ετών 2010 -  2013. Ο  Μ.Υ. 1 κατά την μαρτυρία του υποστήριξε μάλιστα ότι αυτό το έπραξε διότι οι όροι εντολής της από την Εναγόμενη ήταν να υπολογιστεί η τρέχουσα αγοραία αξία των επίδικων ακινήτων, αφού ο υπολογισμός στον οποίο θα προέβαινε δεν ήταν σε σχέση με απαλλοτρίωση ακινήτου και έτσι δεν όφειλε να λάβει υπόψη τον χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  

Η θέση των δύο μαρτύρων ως προς τον ουσιώδη χρόνο διαφάνηκε ότι ήταν άρδην διαφορετική με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου και συνεπακόλουθα της πρέπουσας καταβλητέας αποζημίωσης να διαφέρει κατά πολύ.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 23(3) του Συντάγματος η υποχρέωση της Αρχής να καταβάλει αποζημίωση γεννάται άμεσα με την επιβολή του περιορισμού και πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατό με συνεπακόλουθο η υποχρέωση αυτή να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ζημιά που επέρχεται στο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει να υφίσταται τον περιορισμό. Εν προκειμένω ο χρόνος δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλος εκτός από την 11/03/02 όταν ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεση του καθιστώντας έτσι οριστική την απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει τον επίδικο εξοπλισμό της, τόσο εντός όσο και άνωθεν του επίδικου τότε τεμαχίου γης υπ. αρ 649, δηλαδή των σημερινών τεμαχίων γης με αρ. 1006 και 1007. Το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα επέλεξε να κινηθεί δικαστικά καταχωρώντας τις πιο πάνω αγωγές περί το έτος 2015 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνει και την υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει την αποζημίωση που της αναλογεί, αφού από την άλλη η Ενάγουσα επιχειρεί με τον τρόπο αυτό αναπόφευκτα, να προασπιστεί τα Συνταγματικά της δικαιώματα και να διεκδικήσει την αποζημίωση που της αναλογεί για την ζημιά που έχουν υποστεί.  

Κρίνω λοιπόν ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο επήλθε η ζημιά στο ακίνητο και ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου, ενώ από την άλλη κρίνω ότι η θέση της Εναγόμενης ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος που της δόθηκε η εντολή για την ετοιμασία των εκθέσεων εκτίμησης της αναφορικά με τα επηρεαζόμενα ακίνητα καθότι ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί από πλευράς της, σε αντίθεση πάντοτε με την κατάληξη μου η οποία και στηρίζεται στην εφαρμογή του ίδιου του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

Είναι φανερό μετά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η έκθεση εκτίμησης του Μ.Υ.1 σε ότι αφορά τον υπολογισμό και τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου με βάση τις τιμές των ετών 2010 – 2013  δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτό διότι τα εν λόγω συγκριτικά που ο μάρτυρας χρησιμοποίησε για να εξάγει συμπεράσματα έλαβαν χώρα κατά πολύ πιο μετά από τον χρόνο ο οποίος έχει αποφασιστεί ως ο ουσιώδης.  Στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας v. Παπουή, (2004) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πωλήσεις που απέχουν χρονικά από την δημοσίευση της γνωστοποίησης δεν παρέχουν βάση για ακριβή συμπεράσματα.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προχωρώ να εξετάσω τώρα κατά πόσο οι συγκριτικές πωλήσεις που λήφθηκαν υπόψη από τον Μ.Ε.2 δικαιολογούν και την αποδοχή της μαρτυρίας του.

Στρεφόμενος τώρα στις συγκριτικές πωλήσεις που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.2 υπ’ αριθμό 1 – 4 κρίνω ότι αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης καθότι διαθέτουν συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με τα επίδικα ως άλλωστε και η ευπαίδευτη συνήγορος της Υπεράσπισης εισηγήθηκε στο Δικαστήριο να πράξει κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων της, στην περίπτωση φυσικά που γίνει δεκτό από το Δικαστήριο ότι ο ουσιώδης χρόνος πρόκλησης της ζημιάς είναι αυτός που υπολόγισε ο Μ.Ε.2 και όχι ο Μ.Υ.1. Ως υποδείχθηκε δε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπούη αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να επιλέξει εκείνες τις συγκριτικές πωλήσεις κτημάτων που έχουν τα ίδια νομικά κα φυσικά χαρακτηριστικά με το επίδικο, κατά περίπτωση, επειδή μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την πραγματική αξία του επίδικου κτήματος.

Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα των συγκριτικών πωλήσεων τις οποίες και αποδέχομαι, σε σχέση πάντοτε με τα επίδικα, δεν θεωρώ ότι το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ των συγκριτικών, δηλαδή την 01/01/2000, την 01/01/2001, την 01/01/2002 και την 01/01/2003 από  την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου την 11/03/2002 είναι απαγορευτικό χρονικό διάστημα για σκοπούς σύγκρισης στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς η απόσταση που υπάρχει μεταξύ της πώλησης και της συγκατάθεσης δεν μπορεί να κριθεί απαγορευτική για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στη νομολογία δεν καθορίζεται χρονικά πόσο είναι επιτρεπτό ή λογικό να ανατρέξει κανείς για να πάρει συγκριτικά στοιχεία, εκτός από την περίπτωση των 8 ετών όπως κρίθηκε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπουής (ανωτέρω). 

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ότι τα προαναφερόμενα συγκριτικά ακίνητα, υπό στοιχεία 1 - 4 στις εκθέσεις εκτίμησης του Μ.Ε.2 συνιστούν ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο αφού τα χαρακτηριστικά τους, προσομοιάζουν με τα επίδικα ακίνητα για να υπολογιστεί και να καθοριστεί η εύλογη τιμή για την κατά τετραγωνικό μέτρο αξία των επίδικων ακινήτων.

Στη βάση δε της υπολογιζόμενης τιμής των €9,94 τ.μ που αποδέχομαι λοιπόν ότι ήταν η αγοραία αξία του επίδικου τεμαχίου υπ. αρ. 1006 ανά τετραγωνικό μέτρο την 11/03/2002 αποτελεί συνεπώς εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του ανερχόταν σε € 33,756,24 έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε  3,396 τ.μ.  

Σε ότι αφορά δε το επίδικο τεμάχιο υπ. αρ. 1007, στην βάση επίσης της υπολογιζόμενης τιμής των €9,94 τ.μ που αποδέχομαι ότι ήταν η αγοραία αξία του ανά τετραγωνικό μέτρο την 11/03/2002, επίσης αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του ανερχόταν σε €28,269,36 έχοντας βεβαίως υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε 2,844 τ.μ.

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αναφορικά με το ποσοστό της άμεσα επηρεαζόμενης έκτασης των επίδικων ακινήτων από την διέλευση των γραμμών ο Μ.Ε.2 υποστήριξε την θέση ότι το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος των 15,50 μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών αντιστοιχεί σε 1642 τ.μ αναφορικά με το τεμάχιο υπ. αρ. 1006 ενώ σε 1195 τ.μ αναφορικά με το τεμάχιο 1007 ενώ παράλληλα σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάζεται έμμεσα και επιπλέον μέρος γης 15 μέτρων εκατέρωθεν του κέντρου διέλευσης των γραμμών το οποίο αντιστοιχεί σε  865 τ.μ αναφορικά με το τεμάχιο 1006 και σε 663 τ.μ αναφορικά με το τεμάχιο 1007. Ως προς τον άμεσο επηρεασμό ο Μ.Ε.2 τον εντάσσει σε ποσοστό 100 % ενώ ως προς τον έμμεσο επηρεασμό σε ποσοστό 60%.

Από την αντίπερα όχθη ο Μ.Υ.1 δεν φαίνεται να αμφισβητεί τον επηρεασμό από την ύπαρξη των γραμμών σε ακτίνα 15,50 μέτρων (βλ. παράγραφο 20 της γραπτής του δήλωσης Τεκμήριο 16). Σύμφωνα μάλιστα με τον. κ. Δανό επειδή τα επίδικα ακίνητα εντάσσονται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 και το ενδεχόμενο ανάπτυξης τους στο μέλλον είναι περιορισμένο, η άμεσα επιζήμια επίδραση σε αυτό ανέρχεται στο 25 % στο επηρεαζόμενο μέρος του επίδικου ακινήτου, ενώ στο υπόλοιπο μέρος δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος επηρεασμός. Σημειώνεται επίσης ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος και των δύο πλευρών ότι από τη διέλευση της εναέριας γραμμής επιβάλλεται περιορισμός οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος της εν λόγω γραμμής σε λωρίδα γης πλάτους 31 μέτρα (βλ. επίσης την παράγραφο 20 του Τεκμηρίου 16) 15,50 τετραγωνικά μέτρα ένθεν και ένθεν της γραμμής. Με βάση επίσης το άρθρο 32 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, απαγορεύεται η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής κάτω ή κοντά στις εναέριες γραμμές μεταφοράς, εκτός εάν εξασφαλιστεί η γραπτή συγκατάθεση του αναδόχου.

Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κρίνω λοιπόν, ότι η άμεσα επηρεαζόμενη έκταση γης του επίδικου τεμαχίου υπ. αρ. 1006 ανέρχεται στα  1642 τ.μ ενώ του τεμαχίου υπ. αρ. 1007 στα 1195 τμ. και όχι στο σύνολο των τετραγωνικών μέτρων που αντιστοιχούν στους υπολογισμούς με βάση τα 12 ½ μέτρα εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι και η κα. Χατζηπαναγή κατά την προφορική της αγόρευση στο Δικαστήριο συμφώνησε εμμέσως πλην σαφώς ότι εφόσον το Δικαστήριο υιοθετήσει τα συγκριτικά του Μ.Ε.2 που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο που αυτός υπολόγισε την έναρξη της ζημιάς στα επίδικα τεμάχια, είναι αποδεκτό ότι ο άμεσος επηρεασμός στα εν λόγω ακίνητα αφορά τα 15,50 μέτρα και όχι τα 12,50.  

Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε  ότι αφορά το ποσοστό επιζήμιας επίδρασης που η διέλευση της επίδικης εναέριας γραμμής επιφέρει στην αξία των επίδικων ακινήτων δεν υπήρξε σύγκλιση απόψεων μεταξύ των Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1 κατά την μαρτυρία τους. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που εδώ το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει δεν είναι αν υπάρχει ή όχι επιζήμια επίδραση στο επίδικο ακίνητο, αλλά το ποσοστό της επίδρασης αυτής. Και τούτο, γιατί ως ήδη έχει λεχθεί, είναι σε τελική ανάλυση κοινά αποδεκτό ότι τέτοια επιζήμια επίδραση υπάρχει.

Ο Μ.Ε.2 καθόρισε το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης σε ποσοστό 100% επί του άμεσα επηρεαζόμενου εμβαδού των επίδικων ακινήτων, το οποίο ως έχει κριθεί ανωτέρω είναι 1642 τ.μ σε σχέση με το τεμάχιο υπ. αρ 1006 και 1195 τμ. αναφορικά με το τεμάχιο υπ. αρ. 1006. Σε ότι αφορά το εναπομείναν μέρος των επίδικων ακινήτων δηλαδή εμβαδό της τάξεως των 865 τ.μ σε σχέση με το τεμάχιο 1006 και εμβαδό της τάξεως 663 τ.μ σε σχέση με το το τεμάχιο 1007, επίσης υποστήριξε ότι υπάρχει επηρεασμός της τάξης του 60%.  Ο μάρτυρας για να αιτιολογήσει την εν λόγω κατάληξή του ανέφερε ότι ένεκα της διέλευσης ηλεκτροφόρων καλωδίων δημιουργούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία, ως υποστήριξε, είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς περιλαμβανομένου και του ανθρώπου. Τέτοιου είδους φαινόμενα, συνέχισε, ως είναι η ύπαρξη ηλεκτροφόρων καλωδίων και/ή πυλώνων προκαλούν το φαινόμενο του δημόσιου φόβου (public fear), ζήτημα για το οποίο υπάρχει πληθώρα άρθρων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται και να αποφεύγει να αγοράζει ακίνητα κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Περαιτέρω υποστήριξε ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητους περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.

Πέραν των πιο πάνω ήτο η θέση του Μ.Ε.2. ότι τα επίδικα καλώδια προκαλούν πέραν του δημόσιου φόβου και οχληρία αισθητική αλλά και ηχητική. Περαιτέρω η ύπαρξη των καλωδίων επηρεάζει και τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών αφού τα γεωργικά μηχανήματα δεν μπορούν να διέρχονται με ασφάλεια κάτωθεν της εναέριας γραμμής ενώ το τεμάχιο διχοτομείται με αποτέλεσμα η καλλιέργεια του επί το πλείστο να είναι αδύνατη και περιορίζει τη μελλοντική χρήση της γης.

Κατά την μαρτυρία του ο Μ.Ε.2 και πιο συγκεκριμένα στις εκθέσεις εκτίμησής που εκπόνησε υποστήριξε την θέση ότι η διέλευση της επίδικης γραμμής επηρεάζει τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών με αποτέλεσμα το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές να καταστρέφεται  ολοσχερώς και να μην μπορεί να καλλιεργηθεί καθόλου, καθότι καθίσταται αδύνατη η καλλιέργεια του τεμαχίου ως ενιαία επιφάνεια  για τους λόγους που εξηγεί στις εν λόγω εκθέσεις εκτίμησης.

Με όλο τον σεβασμό προς τον μάρτυρα τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου είναι εντελώς θεωρητικά και δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε ασφαλή δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να λάβει υπόψη ούτως ώστε να κριθεί ότι πράγματι ο επηρεασμός που προκύπτει ως προς την χρήση αυτού του σημείου της γης που βρίσκεται κάτωθεν των γραμμών είναι της τάξης του 100 %  όπως και έχει υποστηρίζει. Μάλιστα όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν του επηρεασμού που προκύπτει σε αυτού του είδους τεμάχια που έχουν εγκατασταθεί γραμμές ή ακόμα και σε γειτονικά τεμάχια το ενδεχόμενο της πώλησης τους και της αγοράς τους δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού όπως ήδη έχει διαφανεί από την μαρτυρία του Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο άλλα παρόμοια τεμάχια με το επίδικο φαίνεται να έχουν πωληθεί, θέση την οποία και αποδέχομαι.

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.2 ότι η ύπαρξη των εν λόγω γραμμών προκαλεί δημόσιο φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ερωτώμενος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να τοποθετείται επί ζητημάτων υγείας και προβλημάτων που ενδεχόμενα προκαλούν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, συμφώνησε ότι πράγματι δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε και είναι ειδικός αναφορικά με την ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά πεδία στην υγεία του ανθρώπου. Συμφώνησε μάλιστα ότι τα όσα έχει αναφέρει επί του ζητήματος τούτου είναι με βάση την γνώση που απέκτησε από διάφορα άρθρα τα οποία έχει μελετήσει και που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τα όσα ο ίδιος υπέδειξε αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων στην υγεία μας.

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων κρίνω επίσης ότι ούτε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 δεν μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο επί του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη οχληρίας και να εκτιμηθεί και να καθοριστεί ο βαθμός πρόκλησης οχληρίας από την εγγύτητα των καλωδίων. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν για τα όσα ο ίδιος πρόβαλε για τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η θέση του Μ.Ε.2 αναφορικά με την άμεση επιζήμια επίδραση σε ποσοστό 100 % δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν έχει αποδειχθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό η ζημιά ως ο Μ.Ε.2 υποστήριξε, αλλά ούτε και σε σχέση με το ποσοστό της τάξεως του 60%, σε σχέση με τα 15 μέτρα εκατέρωθεν των 15,5 μέτρων του άμεσου επηρεασμού από την γραμμή. Και αυτό διότι ουσιαστικά η Ενάγουσα δεν στερείται της κατοχής της πραγματικά επηρεαζόμενης έκτασης σε κάθε ακίνητο την οποία και μπορεί να εξακολουθήσει να καλλιεργεί ως άλλωστε πράττει ή ακόμη και να την αξιοποιήσει εφόσον η ίδια επιθυμεί όπως μάλιστα έχει συμβεί και με άλλα ακίνητα εντός των οποίων έχει εγκατασταθεί ο εξοπλισμός της Εναγόμενης και για τα οποία η Υπεράσπιση παρουσίασε στο Δικαστήριο σχετική μαρτυρία χωρίς να αμφισβητηθεί (βλ. ακίνητο εντός του οποίου έχει αναπτυχθεί με γεωργικά υποστατικά και αποθήκες ενώ εντός ενός άλλου ακινήτου φωτοβολταικό πάρκο).  Το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα και ο Μ.Ε.1 δεν επιθυμούν να μεταβαίνουν οι ίδιοι στα επίδικα τεμάχια και να τα καλλιεργούν ή ακόμη και στην περαιτέρω αξιοποίηση τους, ασφαλώς και δεν αποτελεί αυτό από μόνο του παράγοντα που να μπορεί να τεκμηριώσει και την θέση του Μ.Ε.2 περί ολοκληρωτικής καταστροφής της γης που επηρεάζεται κάτω από τις γραμμές των εν λόγω τεμαχίων ή του ποσοστού επηρεασμού που ο ίδιος κατατάσσει ως προς το υπόλοιπο μέρος τους. Ως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις, η τοποθέτηση μεταλλικών πυλώνων και ηλεκτροφόρων συρμάτων υψηλής τάσης πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί παρά μόνο περιορισμό στη χρήση της και όχι στέρηση ιδιοκτησίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω)

Εξάλλου το ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και σήμερα με μετά τον διαχωρισμό του, ενέπιπτε και συνεχίζει να εμπίπτει εντός της Γεωργικής Πολεοδομικής Ζώνης Γ3 και να ρυθμίζεται  από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για την Ανάπτυξη στην Ύπαιθρο και τα Χωριά και καλύπτονταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής περί Μεμονωμένης Κατοικίας χωρίς δυνατότητα όμως άμεσης ανάπτυξης με δεδομένο ότι αυτό είναι περίκλειστο μη πληρώντας τα κριτήρια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.». Εν πάση περιπτώσει καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι η Ενάγουσα ένεκα του περιορισμού που επιβλήθηκε στα επίδικα ακίνητα στερήθηκε της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης αυτών.   

Από την άλλη θα συμφωνήσω με την λογική του Μ.Υ.1 αναφορικά με το ποσοστό επηρεασμού το οποίο υπολόγισε και ανέρχεται σε αυτό της τάξης του 25 %  (Τεκμήρια 18Α και 18Β) έχοντας πάντοτε υπόψη ότι τα επίδικα τεμάχια δεν χάνουν κάτι από την χρήση τους ως γεωργική και ότι ο μόνος περιορισμός που επιβάλλει η Εναγόμενη είναι η μη ανέγερση κτιρίων κάτωθι της επίδικης εναέριας γραμμής για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης. Επαναλαμβάνεται ότι η πολεοδομική ζώνη είναι αυτή που καθορίζει τη χρήση των ακινήτων με τα επίδικα να εμπίπτουν στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική με συντελεστή δόμησης 10% για γεωργικούς σκοπούς χωρίς όμως να αποκλείεται η κατά παρέκκλιση παροχή άδειας για άλλους σκοπούς, κάτι το οποίο όμως δεν μετατρέπει τη χρήση του.

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκταση γης του επίδικου τεμαχίου με αρ. 1006 που επηρεάζεται και το ποσοστό επηρεασμού που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε κατά 9,94 (1,642 τ.μ. x 9,94 x 0.25), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση. Σε ότι αφορά τώρα το την έκταση γης του επίδικου τεμαχίου υπ. αρ. 1007 που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε επίσης κατά €9,94 (1,195 τ.μ. x 9,94 x 0.25), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση.

Ως προς τον διεκδικούμενο τόκο επί των αποζημιώσεων κατέληξα πως η ορθή προσέγγιση  θα ήταν να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την ημερομηνία καταχώρησης της κάθε Αγωγής έχοντας υπόψη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας να αξιώσει οιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη. Για την κατάληξη μου να επιδικάσω τον πιο πάνω τόκο έλαβα υπόψη τη σχετική νομολογία  και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 496 και Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 881, 893). Ως προς την επιχειρηματολογία της Εναγόμενης ότι η Ενάγουσα δεν δικαιούται σε νόμιμο τόκο από την καταχώριση των Αγωγών ένεκα της αδράνειάς της να απευθυνθεί στην Εναγόμενη για αξίωση αποζημιώσεων στη βάση της νενομισμένης διαδικασίας έστω και μετά την καταχώριση της Αγωγής, θεωρώ ότι δεν έχει οιοδήποτε έρεισμα. Εφόσον η Ενάγουσα επέλεξε να διεκδικήσει το δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 23(3) του Συντάγματος, έστω και αργοπορημένα, θεωρώ ότι δύναται να λάβει τόκους επί οιουδήποτε ποσού επιδικαστεί προς όφελός της από την ημερομηνία καταχώρισης των Αγωγών της. 

Απομένει το ζήτημα εξόδων του Μ.Ε.2. Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης των αγωγών που έχουν καταχωρηθεί (Τεκμήρια 14 και 15) φαίνεται να αξιώνει το ποσό των €2,500 σε κάθε μια εκ των αγωγών που έχουν καταχωρηθεί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί ότι οι πιο πάνω εκθέσεις εκτιμήσεις που ετοίμασε δεν αφορούν διαφορετικά ακίνητα αλλά το ίδιο ακίνητο το οποίο μάλιστα έχει διαχωριστεί και από αυτό έχουν προκύψει τα επίδικα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι εν λόγω αγωγές που έχουν καταχωρηθεί έχουν συνενωθεί και ως εκ τούτου ο Μ.Ε.1 έδωσε μαρτυρία μόνο μια φορά και κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε. Περαιτέρω εξετάζοντας το περιεχόμενο των δύο αυτών εκθέσεων εκτίμησης που ετοίμασε, διαφαίνεται ότι ο μάρτυρας  χρησιμοποίησε τα ίδια συγκριτικά τεμάχια με σκοπό να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα χωρίς δηλαδή να έχει προβεί σε διπλή εργασία, έρευνα και κόπο. Μάλιστα στις δύο αυτές εκθέσεις καταγράφεται γενικά και η ίδια επακριβώς μεθοδολογία η οποία και βοήθησε τον Μ.Ε. 2 για να καταλήξει στο ποσό της αποζημίωσης.

Κρίνω λοιπόν ως ορθό, σκόπιμο και δίκαιο όπως επιδικαστεί στον Μ.Ε.2 το ποσό των 2,500 ευρώ ως εκτιμητικά έξοδα και για τις δύο Αγωγές που έχουν καταχωρηθεί, αφού η ετοιμασία των πιο πάνω εκθέσεων εκτίμησης από μέρους του βασίστηκε επί των ιδίων δεδομένων τα οποία έλαβε υπόψη και γενικά επί ενός κοινού σημείου και παρονομαστή. Συνεπώς και για κάθε μια εκ των αγωγών που έχει καταχωρηθεί θα επιδικαστεί το ποσό των €1,250 το οποίο αντιστοιχεί στο ½ του ποσού των €2,500 που θα επιδικαστεί.

Τέλος όσον αφορά τις λοιπές αξιώσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ήδη κατά το στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων από την Εναγόμενη προδικαστικών ενστάσεων και σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων και την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης τούτες θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκαν από την Ενάγουσα αφού καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξή των και κανένας λόγος έγινε από τον συνήγορό της στις αγορεύσεις του ότι επιμένει στην απόδοσή των.

Ως εκ των ανωτέρω καταλήγω ότι η Ενάγουσα δικαιούνται να λάβει αποζημίωση για την ουσιώδη μείωση της αξίας των επίδικων ακινήτων της  συμφώνως του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των συνενωμένων Αγωγών.

Στην Αγωγή υπ. αρ. 1906/15 απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €4,080 πλέον νόμιμο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον το ποσό των 1,250 ευρώ εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Στην Αγωγή υπ.αρ. 1907/15 εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €2,969 πλέον νόμιμο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον το ποσό των 1,250 ευρώ εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Ως προς τα έξοδα, με δεδομένο τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εν απουσία λόγων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τούτα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας στην κάθε μια εκ των πιο πάνω Αγωγών και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας των Αγωγών, ήτοι στην κλίμακα €2.000 - €10.000 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της κάθε μιας εκ των αγωγών μέχρι εξόφλησης. Νοείται ότι για τις εμφανίσεις καθ’ όν χρόνο οι πιο πάνω Αγωγές ήταν συνενωμένες, η Ενάγουσα θα δικαιούται ένα σετ εξόδων.  

 

 

(Υπ.)……………………………….

                                                                                           Σ. Συμεού , Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο