ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

   Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 2/2022 I-Justice

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

 

Αναφορικά με τον ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (Α.Δ.Τ. χχχ) από την Πάφο – Χρεώστη   

 

 

Αίτηση από: ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

                        ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, από τη Λευκωσία – Πιστώτρια

 

Ημερομηνία: 05.04.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια - Πιστώτρια: κος Ε. Ευθυμίου για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η αίτηση - Χρεώστη: κα Στ. Λοΐζου για κα Μ. Πατσαλίδου  

 

                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

Στα πλαίσια των προνοιών του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν. 65(Ι)/2015 - στο εξής «ο Νόμος»), ο Χρεώστης, κατόπιν αίτησης ημερ. 22.02.22, αποτάθηκε στο Δικαστήριο μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας (Επίσημος Παραλήπτης) και στις 25.02.22 εξασφάλισε προστατευτικό διάταγμα, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε μέχρι και τις 03.01.23.

 

Ακολούθησε γραπτή ενημέρωση των καθορισμένων πιστωτών από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος, από τους οποίους στις 11.07.22 ζητήθηκε επαλήθευση των οφειλών της Χρεώστιδας. Επίσης μέσα από την ίδια επιστολή τους ζητήθηκε εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

 

Οι πιστωτές ανταποκρίθηκαν αποστέλλοντας σε ένορκες δηλώσεις την ζητούμενη από το νόμο επαλήθευση των οφειλών του Χρεώστη (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Ν.65(Ι)/2015). Οι επαληθεύσεις χρέους των πιστωτών έγιναν αποδεκτές από το σύμβουλο αφερεγγυότητας. Πιστωτές είναι ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης, η Πιστώτρια που προωθεί την υπό κρίση αίτηση, η QQuant Master Servicer Cyprus Ltd, η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η B2Kapital Cyprus Ltd και η APS Loan Management Ltd. Με βάση την επαλήθευση χρέους από όλους τους πιστωτές του Χρεώστη, το συνολικό χρέος το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, δηλαδή μέχρι τις 08.04.22, στο €1.106.621,52.

 

Από το πιο πάνω συνολικό χρέος, το εξασφαλισμένο ανέρχεται στα €379.485,82 και το ανεξασφάλιστο στα €727.135,70.

 

Με βάση την επαλήθευση χρέους από την QQuant Master Servicer Cyprus Ltd, το χρέος ανέρχεται στα €4.660,41 και είναι εξ’ ολοκλήρου μη εξασφαλισμένο. Σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους από την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, το χρέος ανέρχεται στα €15.269,44 και είναι εξ’ ολοκλήρου μη εξασφαλισμένο. Με βάση την επαλήθευση χρέους από την B2Kapital Cyprus Ltd, το χρέος ανέρχεται στα €5.483,09 και είναι εξ’ ολοκλήρου μη εξασφαλισμένο. Σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους από την APS Loan Management Ltd, το χρέος ανέρχεται στα €40.780,37 και είναι εξ’ ολοκλήρου μη εξασφαλισμένο.       

 

Με ένορκη δήλωση της ημερ. 08.04.22 η «Πιστώτρια» προέβηκε σε επαλήθευση του χρέους της, η οποία έγινε αποδεκτή από το σύμβουλο αφερεγγυότητας στα πλαίσια επιστολής του ημερ. 28.07.22. Σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους της Πιστώτριας, το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, δηλαδή μέχρι τις 08.04.22, στα €890.942,39. Συγκεκριμένα €1.037,41 προέρχεται από κίνηση του τρεχούμενου λογαριασμού με αρ. [ ] και €889.904,98 που προέρχεται από τον λογαριασμό με αρ. [ ] δυνάμει συμφωνίας δανείου, για την οποίαν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση στην αγωγή αρ. 2801/13 του Ε.Δ. Πάφου.  

 

Για την εξασφάλιση του ποσού που οφείλεται στην Πιστώτρια, εκτιμήθηκε η αγοραία αξία κτιρίου που βρίσκεται εντός του τεμαχίου [ ] με αρ. εγγραφής 0/[ ] φ/σχ. 51/180301 και εντός του τεμαχίου [ ] με αρ. εγγραφής 0/[ ] φ/σχ. 51/180301 στην επαρχία Πάφου, επί του οποίου ακινήτου η σύζυγος του Χρεώστη, Νικολέττα Νικολάου, διαθέτει 3/8 εγγεγραμμένο εξ’ αδιαιρέτου μερίδιο ως ενιαία μονάδα. Ολόκληρο το εγγεγραμμένο μερίδιο της συζύγου του Χρεώστη είναι υποθηκευμένο προς όφελος της Πιστώτριας δυνάμει σχετικού εγγράφων υποθήκης Υ346/12 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου. Με βάση την εκτίμηση ημερ. 21.03.22 από μέρους της Πιστώτριας που έγινε αποδεκτή από τον Χρεώστη, η αγοραία αξία του κτιρίου που αφορά το εν λόγω εγγεγραμμένο μερίδιο ανέρχεται στα €230.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης του κτιρίου ανέρχεται στα €173.000. Το κτίριο αποτελείται από εστιατόριο στο ισόγειο και από διαμερίσματα στο μεσοπάτωμα και στον όροφο. 

 

Σε ότι αφορά το εξασφαλισμένο χρέος που αφορά την Πιστώτρια, αυτό ανέρχεται στα €230.000 ενώ το συνολικό ανεξασφάλιστο χρέος ανέρχεται στα €660.942,39 (συνολικό χρέος €890.942,39).

 

Με βάση την επαλήθευση χρέους του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στα €149.485,82. Ειδικότερα €131.019,71 προέρχεται από τον λογαριασμό με αρ. [ ] δυνάμει συμφωνίας στεγαστικού δανείου και €18.466,11 που προέρχεται από τον λογαριασμό με αρ. [ ] δυνάμει συμφωνίας σπουδαστικού δανείου.

 

Για την εξασφάλιση του ποσού που οφείλεται στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης, εκτιμήθηκε η αγοραία αξία της κύριας ισόγειας κατοικία του Χρεώστη που βρίσκεται εντός του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] στην κοινότητα Μέσα Χωριού της επαρχίας Πάφου, επί της οποίας η σύζυγος του Χρεώστη διαθέτει 1/2 εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας. Ολόκληρο το εγγεγραμμένο μερίδιο της συζύγου του Χρεώστη είναι υποθηκευμένο προς όφελος του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης δυνάμει σχετικού εγγράφων υποθήκης Υ1166/2007 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου. Με βάση εκτίμηση ημερ. 07.02.22 που προφανώς έγινε αποδεκτή από τον Χρεώστη, η αγοραία αξία της ισόγειας κατοικίας που αφορά το εν λόγω εγγεγραμμένο μερίδιο ανέρχεται στα €113.500 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης της ανέρχεται στα €85.000.

 

Σε ότι αφορά το εξασφαλισμένο χρέος που αφορά τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης, αυτό ανέρχεται στα €149.485,82. Δηλαδή ολόκληρο το χρέος του Χρεώστη προς τον εν λόγω οργανισμό είναι εξασφαλισμένο.

 

Στη συνέχεια ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ετοίμασε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής εκ μέρους και για λογαριασμό του Χρεώστη (στο εξής το «ΠΣΑ»), το οποίο πρότεινε για εξέταση στη συνέλευση των πιστωτών που πραγματοποιήθηκε στις 07.07.22. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αρνητικό στην πρόταση για έγκριση του προτεινόμενου ΠΣΑ, το οποίο και απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των Πιστωτών και ειδικότερα από όλους τους Πιστωτές που είχαν παρευρεθεί στη συνέλευση. Ανάμεσα στους Πιστωτές που παρευρέθηκαν στη συνέλευση και μέσω της ψηφοφορίας που διεξήχθη δεν αποδέχτηκαν το προτεινόμενο ΠΣΑ ήταν η Πιστώτρια της παρούσας υπόθεσης.   

 

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τον Χρεώστη στις 03.01.23 στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης με την οποίαν στις 10.01.23 ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος με το οποίο επιβλήθηκε στους καθορισμένους Πιστωτές, περιλαμβανομένου της Πιστώτριας στην παρούσα υπόθεση, το προτεινόμενο ΠΣΑ που είχε απορριφθεί στη συνέλευση των πιστωτών (στο εξής το «διάταγμα επιβολής»).

 

Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες περιέχονται στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον ανάτρεξα για καλύτερη αντίληψη του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος επιβολής, την 01.02.23 καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση στην οποίαν η Πιστώτρια επιδιώκει ακύρωση του εν λόγω διατάγματος. 

 

Νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι ουσιαστικά πρόνοιες του Ν.65(Ι)/2015, κανονισμοί του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (5/2016), οι συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου.  

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Πιστώτρια δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Μάριου Καρακόκκινου, διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Πλαισίου Αφερεγγυότητας της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΚΕΔΙΠΕΣ»), στον οργανισμό που διαχειρίζεται την παρούσα υπόθεση. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ουσιαστικά καταγράφονται και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επιβολής. Ωστόσο μέσα από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Πιστώτριας οι λόγοι αυτοί περιορίστηκαν στους πιο κάτω:

(1)        Δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 του Νόμου υπό την έννοια ότι δεν προκύπτει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη στον εν λόγω διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος εντός των επόμενων πέντε ετών, δηλαδή το επίμαχο ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο, επειδή η δόση αποπληρωμής που προνοείται υπολογίζεται βάση συνεισφοράς που δίδει η σύζυγος του Χρεώστη ύψους €1.500

(2)        Δεν πληρούνται πρόνοιες του άρθρου 72(1)(ε) του Νόμου υπό την έννοια ότι ο Χρεώστης δεν αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης συνεπεία γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των εισοδημάτων του κατά τουλάχιστον 25%.

(3)        Η παρούσα διαδικασία προωθείται καταχρηστικά επειδή ο Χρεώστης είχε προηγουμένως αιτηθεί την έγκριση του ΠΣΑ Αρ. 2/20, το οποίο απορρίφθηκε αφού το Δικαστήριο, βάση των στοιχείων που του παρουσιάστηκαν, αποφάσισε ότι ο Χρεώστης δεν θα καθίστατο φερέγγυος σε περίοδο μικρότερη των 5 ετών.

 

Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους λόγους επί τους οποίους είχε καταχωριστεί η υπό κρίση αίτηση της Πιστώτριας και προβάλλονται μέσα από την ένορκη δήλωση Καρακόκκινου, αυτοί εγκαταλείπονται κατόπιν σχετικής δήλωσης του συνηγόρου της Πιστώτριας.     

 

Ο Χρεώστης αντέδρασε στις 15.05.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 33 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται με κάποιους άλλους λόγους, ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης εδράζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, σε άρθρα του Ν.65(Ι)/2015, σε Κανονισμούς του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016), σε άρθρα του Κεφ. 5, στις αρχές επιείκειας, στη συμφυή εξουσία και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Χρεώστη, στην οποίαν επισυνάπτονται έγγραφα προς ενίσχυση της. Μέσα από το περιεχόμενο της ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και εξηγούνται οι λόγοι ένστασης και υπάρχουν αναφορές που υποδεικνύουν γιατί, κατά τη γνώμη του Χρεώστη, το αιτούμενο διάταγμα δεν πρέπει να εκδοθεί.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των πολυσέλιδων ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η εκδίκαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα επισυνημμένα σ’ αυτές τεκμήρια αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο προς απόδειξη των εκδοχών των μερών.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με σχολιασμό των βασικών αρχών του Νόμου και με παραπομπή σε νομολογία καθώς επίσης σε διάφορα άρθρα και κανονισμούς σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το αντικείμενο εκδίκασης, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

Στο σημείο αυτό οφείλω να διευκρινίσω ότι ενώπιον μου δεν έχει τεθεί η Αίτηση ΠΣΑ Αρ. 3/22 I-Justice που αφορά τη σύζυγο του Χρεώστη. Ούτε γνωρίζω εάν εκκρεμεί η εξέταση της ή σε ποιο στάδιο αυτή βρίσκεται ή εάν έχει ολοκληρωθεί και ποιο το αποτέλεσμα της. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ασχοληθώ με την περίπτωση της συζύγου του Χρεώστη υπό την ιδιότητα της Χρεώστιδας. Κατά συνέπεια δεν μπορεί η υπό κρίση αίτηση να τύχει κοινής διαχείρισης με την αίτηση της συζύγου του Χρεώστη. Παρόλο ότι δεν αμφισβητώ την ύπαρξη οικονομικής σχέση μεταξύ του ζεύγους, όπως αυτή καταγράφεται στο προτεινόμενο ΠΣΑ ημερ. 23.06.22 της υπό κρίση αίτησης (2η σελίδα 2η παράγραφος), εντούτοις θα αξιολογήσω την υπό κρίση αίτηση χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση και/ή συσχέτιση και/ή σύγκριση με την Αίτηση ΠΣΑ Αρ. 3/22 I-Justice. Ωστόσο θα λάβω υπόψη μου τη σύζυγο του Χρεώστη ως άτομο που συνεισφέρει στο προτεινόμενο ΠΣΑ της παρούσας αίτησης στη μορφή που αναφέρεται προς όφελος του συζύγου της που είναι ο Χρεώστης. 

 

Ακολούθως θα αναφέρω επιγραμματικά γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί είτε αποτελούν δικαστική γνώση, όπως αυτά εξόφθαλμα προκύπτουν από το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου. Αυτά είναι:

(α)       Δυνάμει συμφωνητικού εγγράφου ημερ. 15.02.12 η ΣΠΕ Κάτω Πάφου παραχώρησε στον Χρεώστη και στη σύζυγο του πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τη μορφή δανείου.

(β)       Για τη διαχείριση του δανείου ανοίχτηκε ο λογαριασμός αρ. [ ].

(γ)        Επίσης δυνάμει σχετικού συμφωνητικού εγγράφου η ΣΠΕ Κάτω Πάφου παραχώρησε στον Χρεώστη επιπλέον πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τη μορφή κίνησης τρεχούμενου λογαριασμού με αρ. [ ].

(δ)        Ως εξασφάλιση για το χορηγούμενο δάνειο η ΣΠΕ Κάτω Πάφου ενέγραψε προς όφελος της την υποθήκη Υ346/2012 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου, η οποία αφορά δύο ακίνητα.

(ε)        Το 1ο υποθηκευμένο ακίνητο έχει αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ. 51/180301, τεμάχιο [ ] στο Δήμο Πάφου με εγγεγραμμένο μερίδιο 3/8 της συζύγου του Χρεώστη, το οποίο υποθηκεύτηκε ολόκληρο.

(στ)      Το 2ο υποθηκευμένο ακίνητο έχει αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ. 51/180301, τεμάχιο [ ] στο Δήμο Πάφου με εγγεγραμμένο μερίδιο 3/8 της συζύγου του Χρεώστη, το οποίο υποθηκεύτηκε ολόκληρο.

(ζ)        Εντός των δύο υποθηκευμένων ακινήτων υπάρχει κατασκευασμένο κτίριο, το οποίο αποτελείται από εστιατόριο στο ισόγειο και από διαμερίσματα στο μεσοπάτωμα και στον όροφο.

(η)        Περαιτέρω δυνάμει σχετικής συμφωνίας ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης παραχώρησε στον Χρεώστη πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τη μορφή στεγαστικού δανείου και σπουδαστικού δανείου.

(θ)        Για τη διαχείριση του στεγαστικού δανείου ανοίχτηκε ο λογαριασμός αρ. [ ] και για τη διαχείριση του σπουδαστικού δανείου ανοίχτηκε ο λογαριασμός αρ. [ ].

(ι)         Ως εξασφάλιση για τα χορηγούμενα δάνεια ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης ενέγραψε προς όφελος του την υποθήκη Υ1166/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου.

(κ)        Η υποθήκη αφορά την κύρια κατοικία του Χρεώστη επί της οποίας η σύζυγος του Χρεώστη διαθέτει εγγεγραμμένο μερίδιο 1/2 το οποίο υποθηκεύτηκε ολόκληρο.

(λ)        Η υποθηκευμένη κύρια κατοικία βρίσκεται εντός του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/5631 στην κοινότητα Μέσα Χωριού της επαρχίας Πάφου.  

(μ)        Στα πλαίσια χρήσης του λογαριασμού δανείου της Τράπεζας δημιουργήθηκε οφειλόμενο χρέος ύψους €889.904,98.

(ν)        Στα πλαίσια χρήσης του τρεχούμενου λογαριασμού της Τράπεζας δημιουργήθηκε οφειλόμενο χρέος ύψους €1.037,41.

(ξ)        Το συνολικό οφειλόμενο χρέος του Χρεώστη σε σχέση με τις πιο πάνω πιστωτικές διευκολύνσεις που χορηγήθηκαν από την Τράπεζα ανέρχεται στα €890.942,39.

(ο)        Το εν λόγω οφειλόμενο ποσό σημειώνεται σε σχετική ένορκη δήλωση επαλήθευση χρέους της Τράπεζας, η οποία έγινε αποδεκτή από το σύμβουλο αφερεγγυότητας, εκ μέρους και για λογαριασμό του Χρεώστη.

(π)       Στα πλαίσια χρήσης του λογαριασμού στεγαστικού δανείου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης δημιουργήθηκε οφειλόμενο χρέος ύψους €131.019,71.

(ρ)       Στα πλαίσια χρήσης του λογαριασμού σπουδαστικού δανείου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης δημιουργήθηκε οφειλόμενο χρέος ύψους €€18.466,11.

(σ)       Το εν λόγω οφειλόμενο ποσό σημειώνεται σε σχετική ένορκη δήλωση επαλήθευση χρέους του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, η οποία έγινε αποδεκτή από το σύμβουλο αφερεγγυότητας, εκ μέρους και για λογαριασμό του Χρεώστη.

(τ)        Επειδή προέκυψαν διαφορές μεταξύ της ΣΠΕ Κάτω Πάφου, του Χρεώστη και της συζύγου του, η ΣΠΕ Κάτω Πάφου προχώρησε σε τερματισμό των συμφωνιών και της λειτουργίας των δύο λογαριασμών, καθιστώντας απαιτητό ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο τους.

(υ)        Επειδή προέκυψαν διαφορές μεταξύ του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, του Χρεώστη και της συζύγου του, ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης προχώρησε σε τερματισμό των συμφωνιών και της λειτουργίας των δύο λογαριασμών, καθιστώντας απαιτητό ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο τους.

(φ)       Ακολούθως ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης καταχώρησε την αγωγή αρ. 2801/13 στο Ε.Δ. Πάφου, το αποτέλεσμα της οποίας εκκρεμεί.

(χ)        Ο Χρεώστης αποτάθηκε σε σύμβουλο αφερεγγυότητας, ο οποίος ετοίμασε πρόταση για ΠΣΑ ημερ. 23.06.22.

(ψ)       Το προτεινόμενο ΠΣΑ τέθηκε ενώπιον των Πιστωτών σε συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 07.07.22, το οποίο απορρίφθηκε.

(ω)       Την 10.01.23, στα πλαίσια αίτησης που προωθήθηκε μονομερώς από τον Χρεώστη, εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα με το οποίο επιβλήθηκε στους Πιστωτές του Χρεώστη το επίμαχο ΠΣΑ που είχε προηγουμένως απορριφθεί στη Συνέλευση των Πιστωτών.

(αα)     Στις 19.01.23 το μη συναινετικό δικαστικό διάταγμα ημερ. 10.01.23 επιδόθηκε στην Πιστώτρια.

(αβ)     Η ΣΠΕ Κάτω Πάφου ήταν δεόντως αδειοδοτημένη ως πιστωτικό ίδρυμα που μεταξύ άλλων ασχολείτο με την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ άλλων, υπό τη μορφή χορήγησης δανείων και ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό.

(αγ)     Αριθμός Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων συμπεριλαμβανομένης και της ΣΠΕ Κάτω Πάφου συγχωνεύτηκαν με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ με ημερομηνία ισχύος της συγχώνευσης 01.07.17 δυνάμει των προνοιών του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Ν. 22/1985) και ως αποτέλεσμα αυτού η εγγραφή της ΣΠΕ Κάτω Πάφου ακυρώθηκε και αυτή έχει διαλυθεί.

(αδ)     Κατόπιν της πιο πάνω συγχώνευσης όλες οι συμφωνίες δικαιώματα και υποχρεώσεις της ΣΠΕ Κάτω Πάφου, περιλαμβανομένης της παρούσας υπόθεσης, μεταβιβάστηκαν στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ.

(αε)      Κατόπιν απόφασης της ειδικής γενικής συνέλευσης των μετοχών ημερομηνίας 24.07.17 η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και τελικά στις 03.09.18 η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ και εν τέλη στις 07.10.22 η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ μεταβίβασε όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Πιστώτριας), περιλαμβανομένων αυτά της παρούσας υπόθεσης από τις 07.10.22.

(αστ)    Η Πιστώτρια έχει υποκαταστήσει τη Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν την υπόθεση αυτή.      

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Επίσης ευρήματα Δικαστηρίου αποτελούν όλα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως και έχουν αντληθεί μέσα από την έρευνα του Δικαστηρίου επί του φακέλου της υπόθεσης.   

 

Στρέφομαι στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί. Ακόμη, όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, για καλύτερη εξακρίβωση όλων των γεγονότων που έχουν διαδραματιστεί έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα.

 

Κατ’ αρχάς θα ασχοληθώ με τη θέση του Χρεώστη ότι η υπό κρίση αίτηση στερείται ουσιαστικής και νομικής βάσης και/ή είναι αόριστη και γενική με αποτέλεσμα να μην παρέχεται δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να της επιληφθεί. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί τον 1ο λόγο ένστασης του Χρεώστη.

Σύμφωνα με τη γραπτή νομική επιχειρηματολογία της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Χρεώστη, η Πιστώτρια στην αίτηση της «παρέλειψε να αναφερθεί σε συγκεκριμένο άρθρο ή άρθρα στα οποία στηρίζουν την αίτηση της αλλά αναφέρεται γενικά στα άρθρα 41-75 του Ν.65(Ι)/2015, τα οποία αφορούν ολόκληρο το Κεφάλαιο 2 και τα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής.» Επικαλούμενη τις πρόνοιες της Δ.48 Κ.1 & Κ.2 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και παραπέμποντας στην απόφαση ημερ. 05.08.22 της Αδελφού Δικαστή κας Ρ. Λιμνατίτου Π.Ε.Δ στην Αίτηση ΠΣΑ Αρ. 33/21 του Ε.Δ. Πάφου, η εν λόγω συνήγορος απόρριψη της παρούσας αίτησης. Διαβάζοντας τις θέσεις της Πιστώτριας, όπως αυτές διατυπώνονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της, αντιλαμβάνομαι ότι διαφωνεί με την προβαλλόμενη θέση.

 

Με κάθε σεβασμό στο Χρεώστη η πιο πάνω τοποθέτηση του δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου στην οποίαν με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του Χρεώστη δεν με δεσμεύει. Έχω προσεγγίσει το συγκεκριμένο ζήτημα στη βάση των δεδομένων που αφορούν την προκειμένη περίπτωση. Τα δεδομένα της απόφασης στην οποίαν έχω παραπεμφθεί διαφέρουν ουσιωδώς από εδώ. Εκεί έγινε επίκληση άρθρων 23-77 ενώ εδώ γίνεται αναφορά στα άρθρα 41-75. Σαφώς και δεν είναι το ίδιο.

 

Σε κάθε περίπτωση, τα σχετικά άρθρα που σχετίζονται με το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα αίτηση είναι διάφορα. Αναφορά σ’ αυτά γίνεται στη συνέχεια που αναλύεται η νομική πτυχή της υπ’ αναφορά υπόθεσης. Έχω αναγνώσει τη νομική βάση της αίτησης και από το περιεχόμενο της διαπιστώνω ότι είναι ορθή και ολοκληρωμένη. Μπορεί ορισμένα άρθρα και κανονισμοί να μπορούσαν να μην είχαν αναφερθεί, αλλά το ουσιαστικό νομικό πλαίσιο είναι διατυπωμένο.  Ειδικότερα περιέχει τα άρθρα του Νόμου που ασχολούνται με την έκδοση μη συναινετικών ΠΣΑ, τα οποία αποτελούν το δικαιοδοτικό υπόβαθρο, καθώς επίσης κανονισμούς σχετικούς με το αντικείμενο εκδίκασης οι οποίοι συνθέτουν το δικονομικό πλαίσιο της υπό εξέταση περίπτωσης. Βάση αυτών των νομικών διατάξεων η παρούσα αίτηση δύναται να εξεταστεί. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα άρθρα 62-71 του Νόμου 65(Ι)/2015 αφορά περιπτώσεις εξέτασης μη συναινετικών ΠΣΑ. Σχετικό ακόμη είναι το άρθρο 72 στο οποίο σημειώνονται κριτήρια επιλεξιμότητας. Στο ίδιο άρθρο παρέχεται ο χρόνος εντός του οποίου δύναται να καταχωριστεί αίτηση, όπως την παρούσα. Οι δε υποχρεωτικές προϋποθέσεις που πρέπει ένα ΠΣΑ να τηρεί παρατίθενται στο άρθρο 46. Επίσης στο άρθρο 65 εκτίθενται λόγοι για του οποίους δύναται να προσβληθεί το ΠΣΑ. Παράλληλα οι Κανονισμοί 10 & 24 του ΔΚ5/2016 που εξηγούν δικονομικές πτυχές, επίσης περιλαμβάνονεται στη νομική βάση. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι για την εξέταση ενός μη συναινετικού ΠΣΑ, όπως είναι η προκείμενη περίπτωση, εμπλέκονται διάφορα άρθρα οι πρόνοιες των οποίων παρέχουν δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για να το εξετάσει. Τα σχετικά άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης. Δεδομένου ότι τα άρθρα που εμπλέκονται είναι πέραν του ενός, δεν εντοπίζω οτιδήποτε το επιλήψιμο με τον τρόπο που αναφέρεται η καταγραφή τους. Είναι ένας τρόπος καταγραφής. Ο άλλος αποδεκτός τρόπος είναι μακροσκελής και είναι αυτός που ο Χρεώστης χρησιμοποίησε για να προσδιορίσει τη δική του νομική βάση στην ένσταση που προωθεί. Η συμπερίληψη στην ένσταση 17 άρθρων του Ν.65(Ι)/2015, πέραν των διαφόρων άλλων άρθρων που σημειώνονται και αφορούν διαφορετικά νομικά σχήματα, πρεσβεύει ένα εξίσου αποδεκτό τρόπο καταγραφής της νομικής βάσης που απαιτείται.

 

Έχοντας υπόψη μου τα προαναφερόμενα ο λόγος αυτός ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Προχωρώ να εξετάσω τη θέση του Χρεώστη ότι η υπό κρίση αίτηση είναι κατά νόμο και ουσία αβάσιμη, αστήρικτη, παράτυπη και αντικανονική. Η εν λόγω τοποθέτηση του Χρεώστη περιέχεται στον 2ο λόγο ένστασης. Να σημειωθεί ότι η Πιστώτρια, όπως γίνεται αντιληπτό από τη διατύπωση των γραπτών θέσεων της, διαφωνεί με την προβαλλόμενη αυτή θέση.

 

Ο λόγος αυτός ένστασης περιλαμβάνει δύο πτυχές.

 

Πρώτη πτυχή είναι ότι η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη. Με κάθε σεβασμό στον Χρεώστη η εν λόγω τοποθέτηση του συνιστά υποκειμενικό συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το μέρος αυτό του λόγου ένστασης δεν έχει έρεισμα για εξέταση.

 

Δεύτερη πτυχή είναι ο ισχυρισμός ότι η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική. Εξετάζοντας τη θέση αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση και καμία νομική επιχειρηματολογία για το θέμα αυτό έχει γίνει από την συνήγορο του Χρεώστη στην γραπτή αγόρευση της προς στοιχειοθέτηση της τοποθέτησης πως η παρούσα αίτηση πάσχει νομικά ή έστω που αυτή υστερεί νομικά.

 

Εάν παρόλα αυτά η πτυχή αυτή προωθείται επί του ιδίου ισχυρισμού που προβλήθηκε στον 1ο λόγο ένστασης, τότε ισχύουν τα όσα έχω αναφέρει στο λόγο ένστασης αυτό χωρίς να χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε.  

 

Στη βάση των πιο πάνω ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται στην ολότητα του ως αβάσιμος.

 

Περαιτέρω ο Χρεώστης εγείρει θέμα κωλύματος για την Πιστώτρια. Συγκεκριμένα μέσα από τον 29ο λόγο ένστασης ισχυρίζεται ότι η Πιστώτρια «εμποδίζεται δια διαγωγής και/ή εγγράφων και/ή συμπεριφοράς να προβάλλει ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση και να ζητεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.» Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της κακοπιστίας ο Χρεώστης επικαλείται:

(α)       τη μη υποβολή παρατηρήσεων, εισηγήσεων και προτάσεων αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίον τα χρέη του θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν παρά την αποστολή επιστολών στην Πιστώτρια από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας,

(β)       την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ της Πιστώτριας και του συμβούλου αφερεγγυότητας για την εξεύρεση συναινετικής λύσης για την αντιμετώπιση των χρεών του Χρεώστη,

(γ)        δηλώσεις διευθύνοντα συμβούλου της ΚΕΔΙΠΕΣ στη Βουλή και στον τύπο ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν θα προχωρήσει σε αύξηση του ύψους των δόσεων των δανείων και ότι θα προχωρήσει σε επιδότηση τόκων για το 2023 που θα αφορούν αναδιαρθρωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες έχουν ως βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ.

 

Με τις πιο πάνω θέσεις διαφωνεί η Πιστώτρια παραθέτοντας τους δικούς της λόγους.

Με κάθε σεβασμό δεν συμμερίζομαι τις εν λόγω τοποθετήσεις του Χρεώστη. Το ότι η Πιστώτρια δεν πρότεινε παρατηρήσεις, εισηγήσεις και προτάσεις για αντιμετώπιση των χρεών του Χρεώστη δεν δημιουργεί οποιοδήποτε κώλυμα στην Πιστώτρια να καταχωρήσει την υπό κρίση αίτηση και να προωθεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Η μετέπειτα στάση της Πιστώτριας να απορρίψει το προτεινόμενο ΠΣΑ στη συνέλευση των πιστωτών φανερώνει ότι η Πιστώτρια δεν διαβλέπει λύση του προβλήματος με τη χρήση ΠΣΑ και ούτε πιστεύει ότι με οποιαδήποτε εισήγηση ή πρόταση υπάρχει προοπτική επιτυχίας. Το ότι δεν υπήρξε εξωδικαστηριακή συνεργασία μεταξύ των διαδίκων δεν εμποδίζει την προώθηση της παρούσας αίτησης. Ούτε οι επικαλούμενες δηλώσεις του διευθύνοντα συμβούλου της ΚΕΔΙΠΕΣ δημιουργούν κώλυμα στην Πιστώτρια να ζητεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η στάση και η συμπεριφορά της Πιστώτριας, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από τη διαδικασία ετοιμασίας του ΠΣΑ από το σύμβουλο αφερεγγυότητας και μέχρι την απόρριψη του στη συνέλευση πιστωτών κάθε άλλο παρά δημιουργεί προϋποθέσεις κωλύματος ή εμποδίου στην Πιστώτρια για άσκηση του δικαιώματος που της παρέχουν οι πρόνοιες του Ν.65(Ι)/2015. Σε τελευταία ανάλυση οι προβαλλόμενες θέσεις του Χρεώστη δεν στερεί από την Πιστώτρια το νομοθετικό δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 72(5) του Ν.65(Ι)/2015. Ούτε το δικαίωμα της να προσφύγει στο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση του διατάγματος επιβολής διαγράφεται ή εξαρτάται από υποχρέωση να ικανοποιήσει οικονομικές επιθυμίες του Χρεώστη.  

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 72(5) του Ν.65(Ι)/2015 είναι σαφείς ως προς το πότε και για ποιο λόγο εφαρμόζονται. Στην προκειμένη περίπτωση η Πιστώτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση ασκώντας το δικαίωμα της αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανυπόστατος στην ολότητα του.

 

 Με τον 32ο λόγο ένστασης ο Χρεώστης ισχυρίζεται ότι είναι κακόπιστη και καταχρηστική. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της κακοπιστίας ο Χρεώστης επικαλείται τα όσα η συνήγορος του έχει σχολιάσει στη γραπτή αγόρευση της αναφορικά με τους προηγούμενους 31 λόγους ένστασης.

 

Με κάθε σεβασμό δεν εξειδικεύονται οι λόγοι που κατά τη γνώμη του Χρεώστη η υπό κρίση αίτηση δεν διαπνέεται από καλή πίστη και παράλληλα συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Για σκοπούς εξέτασης οι αιτίες που σύμφωνα με τον Χρεώστη καθιστούν την παρούσα αίτηση κακόπιστη και παράλληλα τη διαδικασία καταχρηστική θα πρέπει να παρατίθενται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο. Επίσης εξυπακούεται ότι τα εξειδικευμένα αίτια που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να αποδεικνύονται. Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι ουδεμία συγκεκριμένη αιτία παρέχεται που να τεκμηριώνει τόσο την επικαλούμενη κακοπιστία όσο και τον ισχυρισμό περί κατάχρησης της διαδικασίας. Εδώ το Δικαστήριο απλά παραπέμπεται σε ένα γενικό, αόριστο και ασαφές πλαίσιο, χωρίς συγκεκριμένα και ξεκάθαρα αίτια. Το πλαίσιο στο οποίο το Δικαστήριο παραπέμπεται αφορά περιεχόμενο 36 σελίδων της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του Χρεώστη. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει σωρεία υποκειμενικών συμπερασμάτων της πλευράς του Χρεώστη και όχι συγκεκριμένα χειροπιαστά δεδομένα που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν και να τεκμηριώσουν αίτια που κατά τη γνώμη του Χρεώστη αναδεικνύουν τόσο την επικαλούμενη κακοπιστία της υπό κρίση αίτησης όσο και την κατ’ ισχυρισμό κατάχρηση διαδικασίας από την προώθηση της.

 

Το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει σε εξέταση ενδεχόμενων σεναρίων χωρίς να γνωρίζει συγκεκριμένα πιο ή ποια από αυτά  και γιατί ο Χρεώστης θεωρεί ότι σχετίζονται με το συγκεκριμένο λόγο ένστασης του. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός ένστασης παρέμεινε ατεκμηρίωτος και ως εκ τούτου είναι έκθετος σε απόρριψη στην ολότητα του.

 

Σε ότι αφορά το αντικείμενο εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης, αυτό σχετίζεται με ειδική νομοθεσία που θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το έτος 2012 οδήγησε στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα των οποίων δημιουργήθηκαν προβλήματα σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το κράτος έλαβε μια σειρά από έκτακτα ειδικά μέτρα, ένα από τα οποία είναι η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και σχετικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 μετά των συναφών τροποποιήσεων (Ν.65(Ι)/2015) και τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016).   

 

Όπως σημειώνεται στο προοίμιο της νομοθεσίας, οι χρεώστες ήταν αυτοί που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα δυσμενώς από τις συνέπειες της κρίσης. Τα μέτρα λήφθηκαν προκειμένου να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κατ’ επέκταση να επανεκκινήσει η οικονομία του νησιού. Περαιτέρω το κράτος προέβηκε σε ενέργειες για να αποτρέψει την μετακύλιση των επιπτώσεων της κρίσης στην ευρύτερη οικονομία και κοινωνία ώστε να προφυλαχτούν τα δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Προς το σκοπό αυτό αναζητήθηκε τρόπος να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες για να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους και καθορίστηκε διαδικασία ώστε, υπό προϋποθέσεις, να αποφεύγεται η πτώχευση τους προκειμένου να διευκολυνθεί η ενεργός συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την εφαρμογή του πλαισίου προστασίας των αφερέγγυων χρεωστών, οι πιστωτές δεν πρέπει να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποίαν θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 5. Το κράτος επιχείρησε να θεσπίσει μηχανισμό και να καθορίσει διαδικασία που να προστατεύουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων με στόχο να εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ τους και να κατανέμονται τα βάρη σ’ αυτούς κατά τρόπο δίκαιο.

 

Με τη νομοθεσία αυτή επιδιώχτηκε η εισαγωγή ενός μηχανισμού που να επιτρέπει σε ένα αφερέγγυο χρεώστη, εφόσον πληροί συγκεκριμένα κριτήρια, να πετύχει, υπό προϋποθέσεις, αναδιάρθρωση του χρέους του, ενώ την ίδια στιγμή να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των πιστωτών με τον τρόπο που εξηγήθηκε πιο πάνω. Το ΠΣΑ ετοιμάζεται κατά κανόνα από σύμβουλο αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται στη Συνέλευση Πιστωτών. Εκεί είτε εγκρίνεται είτε απορρίπτεται από τους Πιστωτές. Εάν το ΠΣΑ εγκριθεί από τους πιστωτές τότε τίθεται σε ισχύ εφόσον πρώτα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 61).

 

Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί από τους Πιστωτές στην Συνέλευση, όπως ισχύει στη δική μας υπόθεση, τότε εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 72(1) ο Χρεώστης δύναται να αιτηθεί μονομερώς στο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το ΠΣΑ που απέρριψαν στη συνέλευση. Σύμφωνα με το άρθρο 73(1), το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το διάταγμα µόνο στις περιπτώσεις που το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών. Ακόμη το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μόνο στις περιπτώσεις όπου το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο χρεώστης θα απωλέσει την ιδιοκτησία της κύριας κατοικίας του (άρθρο 73(4)). Η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος σε Πιστωτές θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα που προνοείται στο άρθρο 61 ή θα περιλαμβάνει τέτοιους όρους που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλους να επιβάλει (άρθρο 73(5)).

 

Για σκοπούς αξιολόγησης του κριτηρίου κατά πόσο το ΠΣΑ που έχει απορριφθεί από τους Πιστωτές, θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 73(2), λαμβάνει υπόψη την έκθεση την οποία εκδίδει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία που το δικαστήριο κρίνει σχετικά. Επίσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη για σκοπούς ενίσχυσης της δυνατότητας αποπληρωμής των χρεών του σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 74 (άρθρο 73(3)).

 

Με βάση το άρθρο 72(4) ο Χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους Πιστωτές, στους Εγγυητές, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας. Οποιοδήποτε δε από τα πιο πάνω πρόσωπα, ήτοι Πιστωτές, Εγγυητές, σύμβουλος αφερεγγυότητας και Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δύναται, δυνάμει του άρθρου 72(5), να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 77, το οποίο επίσης αφορά το μέρος της νομοθεσίας που πραγματεύεται περιπτώσεις μη συναινετικών ΠΣΑ, σημειώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 62-71 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε ΠΣΑ το οποίο επιβάλλεται κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθούνται, κατ’ αναλογία, οι πρόνοιες του άρθρου 65, μέσα από τις οποίες απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους δύναται να προσβληθεί το ΠΣΑ. Είναι οι εξής:

(α)       Ότι ο χρεώστης έχει µε τη συμπεριφορά του κατά τα δύο (2) έτη πριν από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, διευθετήσει τις οικονομικές του υποθέσεις µε τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να είναι ή να γίνει επιλέξιμος να υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής,

(β)        δεν υπήρξε συμμόρφωση µε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της µη ύπαρξης τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου σε σχέση µε την επαλήθευση σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 43, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(γ)        υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, η οποία παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του πιστωτή,

(δ)        ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35.

(ε)        ο χρεώστης έχει διαπράξει αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο προκαλεί ουσιαστική βλάβη στον πιστωτή,

(στ)      ο χρεώστης είχε συναλλαγή µε πρόσωπο η οποία έγινε κατά την περίοδο τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, η οποία δεν έγινε έναντι αξιόλογης αντιπαροχής και η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ανικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του, εξαιρουμένων των χρεών τα οποία οφείλονται στα πρόσωπα µε τα οποία ο χρεώστης είχε εισέλθει σε συναλλαγές οι οποίες δεν έγιναν έναντι αξιόλογης αντιπαροχής,

(ζ)        ο χρεώστης έδειξε προτίμηση δολίως σε πρόσωπο, τηρουμένων των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, κατά την περίοδο των τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του διαθέσιμου ποσού για την πληρωμή των χρεών του, εξαιρουμένων των χρεών που οφείλονται στο πρόσωπο στο οποίο δόθηκε η δόλια προτίμηση.

Τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό ΠΣΑ καταγράφονται στα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 72. Τα παραθέτω αυτούσια:

«72.-(1)           Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α)        ∆ιαγράφηκε µε το 16(α) του 85(Ι) του 2018.

(β)        τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισµένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη ∆ηµοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ)        η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ)        Διαγράφηκε µε το 16(δ) του 85(Ι) του 2018.

(ε)        ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονοµικής του κατάστασης ως αποτέλεσµα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυµβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσµα την ουσιαστική µείωση του εισοδήµατος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ)      ο σύµβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i)            οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων που ετοιµάστηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii)           ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιµότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ·και

(iii)          ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής δυνάµει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv)           το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσµα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v)           τηρούµενων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώµενων µελών της οικογένειάς του, χρησιµοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρέων του,

ο χρεώστης δύναται να αιτείται µονοµερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγµατος, µε το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου:

 

Νοείται ότι, ο χρεώστης δύναται να υποβάλει αίτηση δυνάµει του παρόντος άρθρου στο δικαστήριο, µόνο ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγµα το οποίο εκδίδεται δυνάµει του άρθρου 75:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του αυτή στο δικαστήριο, καλή τη πίστει.

(2)                    Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκµαίρεται ότι οποιαδήποτε µείωση στα εισοδήµατα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και µέχρι την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόµου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριµένα στην οικονοµική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής µπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονοµική κρίση.

(3)                    Για τον καθορισµό της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 44.»

 

Σε ότι αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας Χρεώστη ΠΣΑ κάτω από το άρθρο 35 που γίνεται αναφορά πιο πάνω, παρατίθενται και αυτά αυτούσια:

«(α)     έχει τη συνήθη του διαμονή στη ∆ημοκρατία: Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του στη ∆ημοκρατία μέχρι και τρία (3) χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν απαιτείται να πληροί το κριτήριο της συνήθους διαμονής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος·

(β)        είναι αφερέγγυος·

(γ)        υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, σύμφωνα µε την δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32·

(δ)        έχει συμπληρώσει την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων και υπέβαλε ένορκη δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι η κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων και εξόδων του είναι ακριβής και πλήρης·

(ε)        ο σύμβουλος αφερεγγυότητας του χρεώστη έχει συμπληρώσει τη γραπτή δήλωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ), του άρθρου 32, σε σχέση µε το χρεώστη·

(στ)      ο χρεώστης έχει συγκατατεθεί σε επιβεβαίωση των οικονομικών του στοιχείων από το Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28·

(ζ)        ο χρεώστης δεν είναι:

(i)         Πτωχεύσας ο οποίος δεν αποκαταστάθηκε·

(ii)        πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε και υπόκειται σε διάταγμα για πληρωμή μισθού ή αποδοχών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Πτώχευσης Νόμου.

(η)        ο χρεώστης:

(i)         ∆εν υπήρξε καθορισμένος χρεώστης σε προστατευτικό διάταγμα κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα (12) μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(ii)        δεν έχει απαλλαγεί από τα χρέη του δυνάμει ∆ιατάγματος Απαλλαγής Οφειλών, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(iii)       δεν έχει αποκατασταθεί, σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε (5) ετών, πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.»

 

Ολοκληρώνω τη νομική έρευνα παραθέτοντας αυτούσια τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις που πρέπει το ΠΣΑ να τηρεί, όπως αυτές καταγράφονται στο   άρθρο 46:

«(α)     Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής πρέπει να καθορίζει µε σαφήνεια τα εξασφαλισµένα και τα µη εξασφαλισµένα χρέη·

(β)        η µέγιστη διάρκεια του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής είναι εξήντα (60) µήνες και δύναται να παραταθεί για περαιτέρω περίοδο που δεν µπορεί να ξεπερνά τους δώδεκα (12) µήνες µόνο υπό τις περιστάσεις που ρητά καθορίζονται στους όρους και προϋποθέσεις του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής:

Νοείται ότι η µέγιστη διάρκεια των µηνιαίων δόσεων για αποπληρωµή εξασφαλισµένων χρεών δύναται να επεκτείνεται για περαιτέρω περίοδο, σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στον βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής·

(γ)        όταν ο χρεώστης συµµορφώνεται µε όλες του τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, κατά τη λήξη του εν λόγω σχεδίου δεν απαλλάσσεται από τα εξασφαλισµένα χρέη του που καλύπτονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και συνεχίζει να υπέχει υποχρέωσης προς εξόφληση των εν λόγω χρεών σύµφωνα µε τους όρους και προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στο βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτό·

(δ)        οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής Προσωπικού πρέπει να έχουν ως αποτέλεσµα να θέσουν τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών, εκτός εάν ληφθεί η συγκατάθεση του πιστωτή για την επίτευξη διαφορετικού αποτελέσµατος:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, δεν εφαρµόζεται και δεν λαµβάνεται υπόψη η προτεραιότητα πληρωµής χρεών προς τη ∆ηµοκρατία ή τις αρχές τοπικής διοίκησης, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 του περί Πτώχευσης Νόµου·

(ε)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν απαιτεί από το χρεώστη να πωλεί οποιαδήποτε βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείµενα εξοπλισµού που χρησιµοποιούνται από το χρεώστη και τα οποία λογικά είναι αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρηση του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά στην εν λόγω πώληση·

(στ)      το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν περιέχει όρους οι οποίοι να απαιτούν από το χρεώστη να κάνει πληρωµές τέτοιου ύψους ώστε ο χρεώστης να µην έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης για τον εαυτό του και για τα µέλη της οικογένειάς του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά·

(ζ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει

(i)         πληρωµές για την κάλυψη των δαπανών και εξόδων του συµβούλου αφερεγγυότητας που σχετίζονται µε τα θέµατα που αναφέρονται στον Τίτλο Ι του παρόντος Κεφαλαίου και στη συνεχή διαχείριση του Σχεδίου, σύµφωνα µε τους περί Συµβούλων Αφερεγγυότητας Κανονισµούς του 2015.

(ii)        την πληρωµή των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων που προκύπτουν για το χρεώστη, αναφορικά µε οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες αυτός προέβη, κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο διαχείρισης του Σχεδίου· και ότι-

(I)            τέτοιες φορολογικές υποχρεώσεις του χρεώστη πληρώνονται κατά προτεραιότητα σε σχέση µε οποιεσδήποτε άλλες πληρωµές σε καθορισµένους πιστωτές· και

(II)          (II) οποιαδήποτε παράλειψη του χρεώστη να συµµορφωθεί µε τους όρους του Σχεδίου αναφορικά µε τέτοιες υποχρεώσεις συνιστά παράβαση του Σχεδίου η οποία δίνει δικαίωµα στον Έφορο Φορολογίας να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 36 να αποδεχθεί τον συµβιβασµό που περιλαµβάνεται στο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, όπου αυτό εφαρµόζεται·

(iii)       υποδεικνύει το ενδεχόµενο ύψος των τελών, εξόδων και δαπανών που θα πραγµατοποιηθούν ή όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τη βάση επί της οποίας τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες υπολογίζονται· και

(iv)       προσδιορίζει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία καταβάλλουν τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες και τον τρόπο µε τον οποίο καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν

(η)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει τον τρόπο µε τον οποίο τα χρέη του χρεώστη θα αντιµετωπίζονται σε περίπτωση θανάτου ή διανοητικής ανικανότητάς του, σύµφωνα µε τις διατάξεις, της οικείας νοµοθεσίας·

(θ)        υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 50, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής διασφαλίζει ότι ο χρεώστης δεν διαθέτει όλα του τα δικαιώµατα επί της κύριας κατοικίας του, περιλαµβανοµένης της κατοχής τέτοιας κατοικίας·

(ι)         το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι οι περιστάσεις και συνθήκες του χρεώστη αναθεωρούνται από τον σύµβουλο αφερεγγυότητας σε τακτά χρονικά διαστήµατα, τα οποία καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, και τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν µπορούν να είναι µεγαλύτερα των δώδεκα (12) µηνών, κατά τη διάρκεια της περιόδου που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής είναι σε ισχύ:

Νοείται ότι, η υποχρέωση αναθέωρησης των περιστάσεων και συνθηκών του χρεώστη παύει να υφίσταται σε περίπτωση τερµατισµού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 68 ή 69 του παρόντος Νόµου.

(κ)        Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι η αναθεώρηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), περιλαµβάνει την ετοιµασία από το χρεώστη νέας Κατάστασης Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων για την περίοδο υπό αναθεώρηση, αντίγραφο της οποίας συνοδευόµενο από δήλωση του συµβούλου αφερεγγυότητας ως προς το κατά πόσο θεωρεί µε βάση τα γεγονότα και δεδοµένα που είναι σε γνώση του την εν λόγω κατάσταση πλήρη και ακριβή, θα αποστέλλεται από το σύµβουλο αφερεγγυότητας σε κάθε καθορισµένο πιστωτή.

(λ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει για τον τρόπο διαχείρισης της εξασφάλισης που κατέχεται από εξασφαλισµένο καθορισµένο πιστωτή, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 48 µέχρι 51.

(µ)        Οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες ο σύµβουλος αφερεγγυότητας υποχρεούται να προτείνει τροποποίησή του σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 64.

(3)        Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δύναται να εκδίδει Κώδικα Πρακτικής για σκοπούς κατεύθυνσης ως προς την εφαρµογή οποιωνδήποτε από τα θέµατα που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(4)        Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) και χωρίς επηρεασµό των διατάξεων του εδαφίου (3), κατά τον υπολογισµό του κατά πόσο ο χρεώστης θα έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης γι’ αυτόν και για τα µέλη της οικογένειας του, στο πλαίσιο του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, θα λαµβάνονται υπόψη οι κατευθυντήριες γραµµές που εκδίδονται δυνάµει των διατάξεων του      άρθρου 8.»

 

Καθοδηγούμενος από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο προχωρώ ευθύς να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης που αφορά το προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Στο σημείο αυτό οφείλω να αναφέρω ότι το προτεινόμενο ΠΣΑ και κάθε ένα τέτοιο έγγραφο, για να έχει προοπτική αποδοχής πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται μέσα από τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Ένα ουσιώδες θέμα που εγείρεται είναι η βιωσιμότητα του προτεινόμενου ΠΣΑ. Σύμφωνα με την Πιστώτρια, το υπό εξέταση ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο για διάφορους λόγους που επικαλείται. Ενδεικτικά αναφέρω τους εξής:

(α)       εντοπίζονται πολλές ασάφειες και ερωτηματικά που χρήζουν απάντησης, όπως για παράδειγμα δεν παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίον έχουν γίνει διάφοροι υπολογισμοί, δεν εξηγείται ο τρόπος με τον οποίον ο σύμβουλος αφερεγγυότητας καταλήγει σε διάφορα ποσά και γενικά δεν υπάρχει ανάλυση και επεξήγηση των μεθόδων και υπολογισμών,

(β)       δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις περί του ύψους του ποσού που ο Χρεώστης θα λάβει κατά την αφυπηρέτηση του όπως και για τη βεβαιότητα είσπραξης του,

(γ)        δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι η σύζυγος του Χρεώστη θα συνεχίσει να έχει σταθερό εισόδημα €1.500, τα οποία αποτελούν συνεισφορά για την υλοποίηση του ΠΣΑ,

(δ)        δεν λαμβάνεται υπόψη η συνολική διάρκεια καταβολής των δόσεων σε σχέση με τη δυνατότητα εισοδημάτων λόγω αύξησης των οικονομικών αναγκών με την πάροδο του χρόνου.

 

Αντίθετα ο Χρεώστης ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, με βάση το Ν.65(Ι)/2015 δεν έχει εξουσία να εξετάσει τη βιωσιμότητα του ΠΣΑ αλλά καλείται να εξετάσει κατά πόσο η Πιστώτρια έχει προβάλει ισχυρισμούς ότι το υπό εξέταση ΠΣΑ θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην Πιστώτρια καθώς επίσης να εξετάσει τυχόν μαρτυρία που αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τον Χρεώστη τέτοιος ισχυρισμός δεν υπάρχει.

 

Με κάθε σεβασμό στο Χρεώστη δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση του. Το περιεχόμενο του υπό εξέταση ΠΣΑ πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, ακρίβεια, βεβαιότητα και ολοκλήρωση. Η ετοιμασία του ΠΣΑ εδράζεται σε στοιχεία και πληροφορίες που πρέπει να είναι σαφή, ακριβή, ορθά και ολοκληρωμένα. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, το περιεχόμενο της οποίας που δηλώνει ο Χρεώστης δεν πρέπει να περιέχει ουσιαστικές ανακρίβειες ή παραλείψεις. Σε τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραβλαπτούν ουσιωδώς τα συμφέροντα της Πιστώτριας (άρθρο 65(γ)). Παράλληλα το προτεινόμενο σχέδιο πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 74 καθώς επίσης να λαμβάνει υπόψη του τις συγκεκριμένες παραμέτρους που υποδεικνύονται μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 46. Ένας από τους στόχους για την υιοθέτηση του προτεινόμενου σχεδίου είναι η ύπαρξη εύλογης προοπτικής ότι η συμμετοχή του Χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών (άρθρο 35(γ)). Το πλαίσιο αυτό ουσιαστικά διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του προτεινόμενου ΠΣΑ. Υπό αυτήν την έννοια η βιωσιμότητα του επίδικου ΠΣΑ ελέγχεται από το Δικαστήριο στη βάση μαρτυρικού υλικού που παρουσιάζεται προς απόδειξη του περιεχομένου του.

 

Στρεφόμενος στο υπό εξέταση ΠΣΑ παρατηρώ ότι υπάρχουν εξασφαλισμένα χρέη τα οποία οφείλονται στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης και στην Πιστώτρια. Το ύψος τους σημειώνεται ότι ανέρχεται στα €149.485,82 και €230.000 αντίστοιχα.

 

Το προτεινόμενο ΠΣΑ εισηγείται την πληρωμή του ποσού των €149.485,82 στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης με μηνιαίες πληρωμές στο περίπου. Ειδικότερα προτείνει 43 μηνιαίες δόσεις ύψους €256 περίπου, ακολούθως 17 μηνιαίες δόσεις ύψους €610 περίπου και έπειτα 252 μηνιαίες δόσεις ύψους €610 περίπου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η χρήση της λέξης «περίπου» κάθε άλλο παρά σταθερότητα, βεβαιότητα, συνέπεια και δέσμευση καταδεικνύει στην καταβολή και συνέχιση πληρωμής κάθε μήνα του ύψους της εισηγούμενης μηνιαίας δόσης.

 

Σε ότι αφορά την Πιστώτρια, το επίμαχο σχέδιο εισηγείται την πληρωμή μέρους του οφειλομένου ποσού των €230.000 με μηνιαίες πληρωμές πάλι στο περίπου. Συγκεκριμένα προτείνει 43 μηνιαίες δόσεις ύψους €485 περίπου, ακολούθως 17 μηνιαίες δόσεις ύψους €750 περίπου και έπειτα 252 μηνιαίες δόσεις ύψους €750 περίπου. Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως προηγουμένως για το που παραπέμπει η χρήση της λέξης «περίπου» ισχύουν απόλυτα και εδώ. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Για το υπόλοιπο μέρος που προτείνεται να πληρωθεί στην Πιστώτρια, δηλώνεται ότι θα γίνει με την καταβολή εφάπαξ ποσού €90.000 κατά ή περί το 65ο έτος της ηλικίας του Χρεώστη και θα προέλθει από το φιλοδώρημα αφυπηρέτησης του. Ωστόσο απουσιάζει σχετική επαρκής τεκμηρίωση ως προς το πότε / μετά από πόσο χρονικό διάστημα ο Χρεώστης δικαιούται σε πληρωμή ποσού ως φιλοδώρημα αφυπηρέτησης και πιο το ακριβές ύψος του ποσού που χρήζει πληρωμής σ’ αυτόν. Ειδικότερα κανένα επίσημο έγγραφο έχει προσκομιστεί από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας που να επιβεβαιώνει σε ποια ηλικία ή έστω πότε ο Χρεώστης θα δικαιούται σε πληρωμή εφάπαξ ποσού υπό τη μορφή φιλοδωρήματος αφυπηρέτησης. Επίσης κανένα επίσημο έγγραφο έχει τεθεί ενώπιον μου που να αναλύει τη μέθοδο υπολογισμού για την περίπτωση του Χρεώστη με βάση τον χρόνο υπηρεσίας που θα έχει συμπληρώσει. Ακόμη κανένα επίσημο έγγραφο έχει προσκομιστεί που να δείχνει ποιο θα είναι το ύψος ενός τέτοιου ποσού που ο Χρεώστης θα δικαιούται.

 

Μία από τις βασικές πληροφορίες που περιλαμβάνεται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του Χρεώστη είναι η συνεισφορά που προέρχεται από τη σύζυγο του. Όπως ήδη λέχθηκε, η μηνιαία συνεισφορά της συζύγου του Χρεώστη ύψους €1.283,27 πηγάζει εξ’ ολοκλήρου από την είσπραξη ενοικίων. Ωστόσο δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε απόδειξη είσπραξης πληρωμής που να επιβεβαιώνει την εν λόγω αναφορά, δηλαδή ότι υπάρχει εισόδημα από ενοικίαση προς όφελος της συζύγου του Χρεώστη, μέρος του οποίου θα αποτελεί συνεισφορά. Επίσης δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε συμφωνητικό έγγραφο ενοικίασης που να καταδεικνύει την ενοικίαση ακινήτων και πρόνοια για καταβολή του ενοικίου, μέρος του οποίου ο Χρεώστης επικαλείται ότι θα αποτελέσει συνεισφορά στα μηνιαία εισοδήματα του. Ακόμη τόσο στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του Χρεώστη όσο και στο προτεινόμενο ΠΣΑ δεν αναφέρεται ο χρόνος ενοικίασης των ακινήτων. Η παράλειψη αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ουδείς εγγυάται μακροχρόνια ενοικίαση ή ενοικίαση των ακινήτων με το ίδιο τουλάχιστον ενοίκιο  σε όλη τη διάρκεια των 26 ½ ετών που θα διαρκέσει η καταβολή των μηνιαίων δόσεων που το ΠΣΑ εισηγείται, καθιστά αβέβαιη τη δυνατότητα δέσμευσης των επικαλούμενων πληρωμών.

 

Επιπλέον με βάση το προτεινόμενο ΠΣΑ τους πρώτους 6 μήνες δεν θα πληρώνεται η δηλωθείσα διαθέσιμη δόση. Ακολούθως ενώ το ΠΣΑ σημειώνει ότι το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα για τα πρώτα 4 έτη θα ανέρχεται σε €1.301, η αναφορά αυτή δεν συνάδει με το ύψος των προτεινόμενων μηνιαίων δόσεων για τα εξασφαλισμένα χρέη κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Από τον 5ο και μετέπειτα χρονικό διάστημα προνοείται αύξηση μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε €1.720 στην οποίαν περιλαμβάνεται η πληρωμή μέρους μη εξασφαλισμένων χρεών σε πέντε πιστωτές. Ωστόσο δεν έχω αντιληφθεί από πού θα εξευρεθεί το επιπλέον ποσό που θα απαιτείται για την καταβολή των αυξημένων μηνιαίων δόσεων κατά €419. Ουδεμία αποκάλυψη και καμία αναφορά γίνεται ως προς την πιθανή πηγή προέλευσης του και συντήρηση της χρηματικής αύξησης.

 

Με βάση το προτεινόμενο ΠΣΑ και όπως ήδη λέχθηκε, υπολογίζεται ότι η συνολική χρονική περίοδος που θα διαρκέσει η καταβολή μηνιαίων δόσεων ανέρχεται σε   26 ½ έτη (περιλαμβανομένου της περιόδου των πρώτων 6 μηνών που δεν πληρώνεται οι δηλωθείσες διαθέσιμες δόσεις). Με την πάροδο του χρόνου είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο τα προς ενοικίαση ακίνητα και/ή τα υποθηκευμένα ακίνητα να χρειάζονται συντήρηση τουλάχιστον από τη φυσική φθορά που θα υποστεί. Κανένα τέτοιο κονδύλι δεν προνοείται στο προτεινόμενο ΠΣΑ σε κανένα χρονικό στάδιο αυτού κατά παράβαση έτσι των προνοιών του άρθρου 50 του Νόμου. Επίσης είναι αναμενόμενο ότι με την πάροδο του χρόνου υπάρχουν και άλλα κονδύλια που θα αυξάνονται, όπως για παράδειγμα ιατρικά έξοδα και κονδύλια για σπουδές των άλλων δύο τέκνων και/ή οποιουδήποτε από αυτά. Να σημειωθεί ότι ένα από τα δάνεια που έχει συνάψει ο Χρεώστης με τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης είναι σπουδαστικό, προφανώς για την μόρφωση του πρώτου τέκνου. Επομένως είναι πιθανό ο Χρεώστης να χρειαστεί να αναλάβει τα έξοδα οποιουδήποτε από τα άλλα δύο τέκνα ή ακόμη και των δύο παιδιών του. Ούτε τέτοια ενδεχόμενα προνοούνται στο προτεινόμενο ΠΣΑ σε κανένα χρονικό στάδιο αυτού.

 

Παράλληλα, με τη λήξη του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος πληρωμών που προνοείται στο προτεινόμενο ΠΣΑ (26 ½ έτη), ο Χρεώστης, ο οποίος κατά την έκδοση διατάγματος επιβολής ΠΣΑ στους πιστωτές στις 10.01.23 ήταν 51 ετών και 8 μηνών περίπου, θα έχει ηλικία 78 ετών και 2 μηνών περίπου. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, η σύζυγος του Χρεώστη, η οποία κατά την 10.01.23  ήταν 48 ετών και 7 μηνών περίπου, θα έχει ηλικία 75 ετών και 1 μηνός περίπου. Αυτά είναι αντικειμενικά δεδομένα. Το προτεινόμενο ΠΣΑ δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του αυτά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία αφού δεν περιέχει στοιχεία που να τεκμηριώνουν διασφάλιση του ιδίου ύψους μηνιαίου εισοδήματος και συνεισφορών που δηλώνονται στο εν λόγω έγγραφο. Δηλαδή δεν παρουσιάζονται στοιχεία που να αποδεικνύουν δυνατότητα συνέχισης λήψης των εισοδημάτων και των συνεισφορών που σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια που δηλώνεται ότι θα γίνονται πληρωμές προς εξόφληση του εξασφαλισμένου χρέους. Ούτε καν ενδείξεις υπάρχουν ότι οι πηγές εισοδημάτων θα παραμείνουν σταθερές και συγκεκριμένα την περίοδο που η Χρεώστιδα και ο σύζυγος της θα έχουν φθάσει σε συντάξιμη ηλικία ή στο όριο αφυπηρέτησης.

 

Τα πιο πάνω αναδεικνύουν σημαντικές παραλείψεις και αδυναμίες του προτεινόμενου ΠΣΑ καθιστώντας το μη λειτουργικό, ανακριβές, ανεπαρκές και μη βιώσιμο στο συντριπτικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που παρέχεται. Σε τελευταία ανάλυση παραβλάπτονται ουσιωδώς τα συμφέροντα της Πιστώτριας κατά παράβαση έτσι των διατάξεων του άρθρου 65(γ) του Νόμου.

 

Το περιεχόμενο του προτεινόμενου ΠΣΑ δεν φαίνεται να πρεσβεύει την πραγματική εικόνα της κατάστασης που πρόκειται να διαμορφωθεί στην πορεία του χρονικού διαστήματος που θα διαρκέσουν οι πληρωμές. Στη βάση του σκεπτικού που έχει αναπτυχτεί δεν προκύπτει να υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, όπως προνοεί το άρθρο 35(γ) του Νόμου.

 

Ένα άλλο ουσιώδες επίδικο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι εάν τα προσωπικά εισοδήματα του Χρεώστη έχουν μειωθεί κατά τουλάχιστον 25% ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 (περίοδος που καλύπτει το χρόνο υπογραφής συμφωνητικού εγγράφου παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων με τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης) και έπειτα και πριν από την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

 

Το άρθρο 72 του Νόμου σημειώνει τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό ΠΣΑ, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση. Ένα από τα κριτήρια περιέχεται στο εδάφιο (1)(ε) του εν λόγω άρθρου. Ο Χρεώστης καλείται να δείξει ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος που είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο.

 

Πρόκειται για μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί το προτεινόμενο ΠΣΑ, το οποίο απορρίφθηκε από την Πιστώτρια στη συνέλευση πιστωτών, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του σ’ αυτήν. Πρώτη πτυχή είναι η οικονομική κατάσταση του Χρεώστη να έχει χειροτερέψει. Δεύτερη πτυχή είναι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης να οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του Χρεώστη. Τρίτη πτυχή είναι η επιδείνωση της κατάστασης να οδηγεί σε μείωση εισοδημάτων όχι μικρότερο του 25% και τέταρτη πτυχή αυτά να δημιουργούν αδυναμία στον Χρεώστη να πληρώσει τα χρέη του.

 

Η δυνατότητα απόδειξης τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο εξετάζεται στα πλαίσια του ισχυρισμού της Πιστώτριας. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 72, οι οποίες όμως δεν διαφοροποιούν τη σημασία του πιο πάνω. Εκείνο που προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις του εν λόγω άρθρου είναι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου ότι οποιαδήποτε τυχόν μείωση παρατηρηθεί στα εισοδήματα του Χρεώστη την περίοδο 2012 μέχρι τη θέσπιση του Νόμου οφείλεται σε καταστάσεις και γεγονότα που ήταν εκτός του ελέγχου της. Η περίοδος που καθορίζεται ρητά από τη νομοθεσία αφορά την χρονική διάρκεια της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Κύπρο και είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι γεγονότα και καταστάσεις που προκάλεσαν μείωση στα εισοδήματα του Χρεώστη εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος οφείλονται στην οικονομική κρίση. Το μαχητό τεκμήριο ανατρέπεται εκεί που η Πιστώτρια μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίον ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση (άρθρο 72(2)).

 

Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει η υποχρέωση του Χρεώστη να αποδείξει μείωση των εισοδημάτων του για την περίοδο από το έτος 2012 μέχρι τουλάχιστο 22.02.22 που καταχωρίστηκε η αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος. Αυτό γίνεται, ως ήδη λέχθηκε, με την προσκόμιση στοιχείων. Αφετηρία εξέτασης του κριτηρίου αυτού αποτελεί ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του Χρεώστη.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του ο Χρεώστης παρουσίασε καταστάσεις από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αρκετό επειδή οι εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων ή έστω συμπερασμάτων ως προς τα πραγματικά εισοδήματα κάποιου. Τέτοιες εισφορές καταδεικνύουν μόνο τη μισθοδοσία του Χρεώστη ως εργοδοτουμένου στον συγκεκριμένο εργοδότη που κατονομάζεται. Δεν δηλώνουν όμως άλλου είδους εισοδήματα όπως για παράδειγμα ενοίκια, μερίσματα από εταιρείες, από εμπορικές συναλλαγές (πωλήσεις αγαθών), παροχή άλλων υπηρεσιών, λήψη δωρεών κ.α. Τέτοιου είδους έσοδα δηλώνονται μόνο στα πλαίσια των φορολογικών δηλώσεων.

 

Το ύψος των εισοδημάτων του Χρεώστη αποτυπώνεται κατ’ έτος στην ετήσια φορολογική δήλωση του. Η φορολογική δήλωση είναι το επίσημο έγγραφο το οποίο περιέχει αναλυτικά τα διάφορα είδη εισοδημάτων και το ύψος κάθε ενός από αυτά που έχουν δηλωθεί από τον Χρεώστη ότι λήφθηκαν από τον ίδιο για σκοπούς φορολόγησης του. Επομένως για να διαπιστωθεί εάν τα εισοδήματα του Χρεώστη πραγματικά έχουν μειωθεί, ως είναι η θέση του, απαιτείται η παρουσίαση των φορολογικών δηλώσεων του για τα έτη 2009 μέχρι τον Ιανουάριο 2022 που είναι ο χρόνος πριν την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος.

 

Ο Χρεώστης παρέλειψε να παρουσιάσει φορολογικές δηλώσεις των ετών που καλύπτουν την επίμαχη περίοδο. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Χρεώστης απέτυχε να αποδείξει ικανοποίηση του κριτηρίου αυτού ως όφειλε.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως όμως του πιο πάνω, ακόμη και να θεωρηθεί, για χάριν συζήτησης, επαρκές ως είδος αποδεικτικού στοιχείου η προσκόμιση από τον Χρεώστη των καταστάσεων από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και να γίνει δεκτό ότι υπήρξε η επικαλούμενη μείωση στο βαθμό και την έκταση που λέχθηκε, παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι λόγοι που οδήγησαν στην εν προκειμένω κατ’ επίκληση μείωση των εισοδημάτων του ώστε να κριθεί και εάν τούτη η επικαλούμενη μείωση οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν ελέγχονταν από τον ίδιο, ως αυτός ισχυρίζεται. Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχεία, όπως αυτά παρουσιάζονται στις επισυνημμένες καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έστω αν αυτές αφορούν μόνο την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2021, για τον Χρεώστη δεν παρουσιάζεται ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ως προϋποθέτει η νομοθεσία δυνάμει των προνοιών του άρθρου 72(1)(ε). Η διαπίστωση αυτή προκύπτει εύκολα μέσα από μια απλή μαθηματική σύγκριση των αριθμών που σημειώνονται στις καταστάσεις του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι λόγοι της Πιστώτριας που αφορούν την αποτυχία ικανοποίησης της προϋπόθεσης για μείωση των εισοδημάτων του Χρεώστη τουλάχιστον κατά 25% και των λόγων που καθιστούν το προτεινόμενο του ΠΣΑ μη λειτουργικό, ανακριβές, ανεπαρκές και μη βιώσιμο, κρίνονται επιτυχείς.

 

Ένεκα της εξέλιξης αυτής παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου επί του οποίου προωθείται η υπό κρίση αίτηση. Παράλληλα καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης.       

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει. Συνακόλουθα το διάταγμα ημερομηνίας 10.01.23 δια του οποίου επιβάλλεται στην Πιστώτρια και σε άλλους πιστωτές το επίμαχο ΠΣΑ που απορρίφθηκε αναφορικά με τον Χρεώστη, ακυρώνεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Πιστώτριας-Αιτήτριας και εναντίον του Χρεώστη-Καθ' ου η Αίτηση.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο