ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αγωγή αρ. 2290/2015

 

 

AYMAN ALKHAZAIEL

 

Ενάγων

 

ν.

 

 

1.   ARSEN BEZANIDIS

2.   ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΑΤΑΛ

 

Εναγόμενοι

 

_________________________________

 

 

Ημερομηνία: 15 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Χρ. Σιμιλλίδης, για τον Ενάγοντα

 

Α. Κακογιάννη (κα) με Μ. Θεοδοσίου για Α. Κακογιάννης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εναγόμενο 1

 

Καμία εμφάνιση, για τον Εναγόμενο 2

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.            Την 20.11.2014, περί ώρα 02:05, ο Ενάγων οδηγούσε το όχημα EKH 672 (όχημα Α ή το όχημα του Ενάγοντος), ο Εναγόμενος 2 το όχημα ΚΧΧ 381 (όχημα Β ή το όχημα του Εναγόμενου 2) και ο Εναγόμενος 1 το όχημα ΚΥΤ 892 (όχημα Γ ή το όχημα του Εναγόμενου 1), όλοι στην Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων, στην Πάφο.

 

2.            Ο Εναγόμενος 2 ακολουθούσε το όχημα Α, με κατεύθυνση προς την Χλώρακα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, επιχείρησε να ανακόψει την πορεία του οχήματος Α. Σκόπιμα. Ο Ενάγων, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα Β, οδήγησε αριστερότερα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με περίφραξη οδικών έργων, που βρίσκονταν στα αριστερά του, και να ακινητοποιηθεί.

 

3.            Ο Εναγόμενος 2 συνέχισε την πορεία του, έκανε επαναστροφή και οδήγησε το όχημα Β προς το όχημα Α, από την απέναντι πλευρά, μέσα στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας. Σταμάτησε στη δεξιά πλευρά του οχήματος Α. Έπειτα, ο Εναγόμενος 2 κατέβηκε από το όχημα Β και κινήθηκε προς τον Ενάγοντα, με σκοπό να του επιτεθεί.

 

4.            Κατά τον ίδιο χρόνο, ο Εναγόμενος 1, που κινείτο στον ίδιο δρόμο με το όχημα Γ, με πορεία προς ίδια κατεύθυνση με τον Ενάγοντα, δηλαδή προς την Χλώρακα, αντί να σταματήσει ή να κινηθεί δεξιότερα, ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα Α, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του οχήματος Α, που ήταν ήδη ακινητοποιημένο, για τον προαναφερόμενο λόγο.

 

5.            Είναι η θέση του Ενάγοντος πως το όχημα Α υπέστη ζημιές και ο ίδιος σωματική βλάβη, που οφείλονται σε αμέλεια ή και παράβαση νόμιμων καθηκόντων αμφότερων των Εναγόμενων 1 και 2, τις οποίες εστιάζει στην πιο πάνω περιγραφόμενη οδική τους συμπεριφορά του καθενός. Δίδει λεπτομέρειες οδικής αμέλειας ή και παράβασης νόμιμων καθηκόντων, κοινά. Αξιώνει αποζημιώσεις.

 

6.            Ο Εναγόμενος 1, με το δικόγραφο της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισής του, παραδέχεται ότι οδηγούσε το όχημα Γ στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων και ότι έγινε, όντως, ατύχημα, με το όχημα Α, ως προς το οποίο δεν γνωρίζει εάν είναι ιδιοκτησίας του Ενάγοντος. Αυτό το ατύχημα, κατά τη θέση του, δεν οφείλεται σε οδική συμπεριφορά του Εναγόμενου 1 και δεν ευθύνεται γι’ αυτό. Αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έχει ο Ενάγων, αλλά και ο Εναγόμενος 2. Ο Ενάγων στάθμευσε ή ακινητοποίησε το όχημά του σε σημείο της Λεωφόρου που παρεμπόδιζε την ελεύθερη διέλευση του οχήματος του Εναγόμενου 1, απροειδοποίητα, και δεν προέβη σε χειρισμό ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση, ενώ ο Εναγόμενος 2 ανάγκασε τον Ενάγοντα να οδηγήσει αριστερότερα και να ακινητοποιήσει το όχημά του, και είχαν μεταξύ τους διένεξη, χωρίς να λάβει υπόψη του τη χρήση του δρόμου από άλλους οδηγούς. Δίδονται περαιτέρω λεπτομέρειας αμέλειας ή και παράβασης νόμιμων καθηκόντων του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 2. Συνεπώς, ο Εναγόμενος 1 αρνείται και τις ζημιές και σωματικές βλάβες του Ενάγοντος. Επιπλέον, ισχυρίζεται πως, εάν προκλήθηκε οποιοσδήποτε τραυματισμός του Ενάγοντος, ήταν από προσωπική επίθεση του Εναγόμενου 2, με κτυπήματα στο πρόσωπο και στο χέρι, με τα χέρια του, καθώς και με κλειστό σουγιά και λεπίδα, λόγος για τον οποίο ο Εναγόμενος 2 είχε διωχθεί ποινικά.

 

7.            Αρχικά, είχε εμφανιστεί στην αγωγή και ο Εναγόμενος 2, που, με δικό του δικόγραφο, επίσης, αρνείτο την ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα, το οποίο απέδιδε σε αποκλειστική ευθύνη του Ενάγοντος, καθώς και τις ζημιές και σωματικές βλάβες του. Την 09.02.2018, ο συνήγορος του Εναγόμενου 2 είχε αποσυρθεί από την εκπροσώπησή του, και έκτοτε δεν υπήρξε εμφάνιση στην αγωγή από τον Εναγόμενο 2.

 

8.            Με απαντητικό δικόγραφο, στην τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης του Εναγόμενου 1, ο Ενάγων επέμεινε στη δική του εκδοχή, ως προς τα γεγονότα.

 

9.            Εναντίον του Εναγόμενου 2, ο Εναγόμενος 1 ήγειρε απαίτηση, με βάση ειδοποίηση συνεναγομένου, χωρίς περαιτέρω δικογράφηση και προώθηση.

 

10.        Επίδικα θέματα, στη διαφορά μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 1, είναι τα εξής: εάν ο Ενάγων είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος Α και εάν ο Εναγόμενος 1 έχει ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα, και εάν, συνεπεία σύγκρουσης του οχήματος Α με το όχημα Γ, προκλήθηκαν οι ζημιές και σωματικές βλάβες που αξιώνει ο Ενάγων.

 

Διαδικασία

 

11.        Η μαρτυρία για την υπόθεση του Ενάγοντος εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ήταν, σε μεγάλο βαθμό, κοινή, επομένως η διαδικασία της απόδειξης της υπόθεσης του Ενάγοντος εναντίον του Εναγόμενου 2 ακολούθησε τη διαδικασία της ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του Εναγόμενου 1.

 

12.        Για την απόδειξη της υπόθεσης του Ενάγοντος, προσκομίστηκε μαρτυρία από συνολικά έξι πρόσωπα. Από τον ίδιο τον Ενάγοντα (ΜΕ1), τον Δρ. Παναγιώτη Παπαδόπουλο (ΜΕ2), τον Χριστάκη Σωφρονίου (ΜΕ3), τον Χρίστο Διογένους (ΜΕ4), τον Δρ. Ντανάφ Καμήλ (ΜΕ5) και στον Δρ. Χρίστο Φωτίου (ΜΕ6). Όλοι αντεξετάστηκαν από τη συνήγορο του Εναγόμενου 1. Για την υπόθεση του Εναγόμενου 1, προσκομίστηκε μαρτυρία από τον ίδιο τον Εναγόμενο 1 (ΜΥ1) και από τον Αστ. 4290 Κώστα Παύλου (ΜΥ2), που, επίσης, αντεξετάστηκαν από τον συνήγορο του Ενάγοντος.

 

13.        Η μαρτυρία καταγράφηκε στα πρακτικά της δίκης, που βρίσκονται στον φάκελο της διαδικασίας. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη έγγραφα ή δέσμες εγγράφων που σημάνθηκαν ως τα Τεκμήρια 1‒13 (Τ1‒Τ13), είναι ασφαλισμένη στον φάκελο της διαδικασίας.

 

14.        Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 1 αγόρευσαν, προς υποστήριξη των θέσεων τους.

 

15.        Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στη ολοκληρωμένη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές

 

16.        Η υπόθεση του Ενάγοντος βασίζεται και προωθείται στη νομική βάση της αμέλειας. Τι συνιστά «αμέλεια», προβλέπεται και στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Πρόκειται για την τέλεση πράξης που, υπό τις περιστάσεις, δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο, ή την παράλειψη τέλεσης πράξης που, υπό τις περιστάσεις, τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. Στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, ο Ενάγων θα πρέπει να αποδείξει πως ο Εναγόμενος οδήγησε ή παράλειψε να οδηγήσει κατά τρόπο που, υπό τις ίδιες περιστάσεις με τις επίδικες, ένας λογικός συνετός οδηγός θα οδηγούσε.

 

17.        Η αμέλεια συνυφαίνεται με τον χρόνο, τον τόπο και τις υπόλοιπες συνθήκες που οδήγησαν στο ατύχημα. Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον μέριμνας ή επιμέλειας (duty of care), απρόσωπα, έναντι σε κάθε άλλο πρόσωπο που χρησιμοποιεί την ίδια οδό, τον ίδιο δρόμο. Το καθήκον αυτό προσδιορίζεται και συγκεκριμενοποιείται μέσα στο εκάστοτε πραγματικό πλαίσιο. Το κριτήριο εάν υπήρξε παράβασή του (breach of duty) είναι αντικειμενικό και το μέτρο είναι ο μέσος συνετός οδηγός, όχι ο τέλειος[1]. Εάν η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι λογικά εμφανής, το να μην πάρει ένας οδηγός τις αναγκαίες προφυλάξεις, συνιστά αμέλεια. Εάν, όμως, η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι μόνο μια απλή πιθανότητα, που δεν θα περνούσε από το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, τότε, το να μην πάρει ένας οδηγός πρόσθετες προφυλάξεις, δεν αποτελεί αμέλεια[2]. Χρειάζεται, πέραν του καθήκοντος επιμέλειας και της παράβασής του, επίσης, να αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημιάς και η αιτιώδης συνάφεια (causation) μεταξύ της αμέλειας του ενεχόμενου οδηγού και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης[3].

 

18.        Το Δικαστήριο καταλήγει στις εκτιμήσεις του ως προς την ύπαρξη αμέλειας (παράβασης καθήκοντος επιμέλειας), ως θέμα κοινής λογικής (as a matter of sheer common sense). Ανέκαθεν, όμως, υπήρχε η δυνατότητα ή και η αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, για επιμέρους τεχνικά θέματα, που σχετίζονται με τις περιστάσεις του τροχαίου ατυχήματος (λ.χ. την εκτιμώμενη θέση των οχημάτων πριν από τη σύγκρουση, την ταχύτητα, κ.λπ.). Όπως λέχθηκε και στη Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1:

 

«The trial Judge may look at the real and other relevant evidence establishing the totality of the circumstances in which an accident has happened and draw inferences and reach conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion, but as a matter of sheer common sense - (Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 CLR 1007, at 1018). It is settled, however, that trial Judges should not turn themselves into experts and thus come to conclusions without the evidence, of an expert (see, inter alia, Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 CLR 248, at 253; Siakos v. A. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333; Shakolascasé (supra) and loakim v. Soteriades (1984)1 CLR 175).

 

 

19.        Στη Siakos v. Nicolaou (1980) 1 CLR 333, όπου το Δικαστήριο σε πρώτο βαθμό βασίστηκε στα ίχνη φρένων των δύο ενεχόμενων οχημάτων που είχαν σημειωθεί στο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος που είχε ετοιμάσει η Αστυνομία, για να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν η ταχύτητα των δύο οχημάτων, κατ’ έφεση, τονίστηκε ότι, σε τροχαία ατυχήματα, οι δικαστές δεν μπορούν να βασίζονται στη πραγματική μαρτυρία και να καταλήγουν σε δικά τους συμπεράσματα, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του πραγματογνώμονα. Επαναλήφθηκε και στην Παπαϊωάννου ν. Νικολάου (2005) 1 ΑΑΔ 800, ότι οι δικαστές έχουν την ευχέρεια να καταφεύγουν σε κοινές γενικές γνώσεις, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πλαίσιο αυτό και να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες.

 

20.        Σύμφωνα με το άρθρο 57 Κεφ.148, αν ο ενάγων υποστεί ζημιά συνεπεία εν μέρει δικού του πταίσματος και εν μέρει πταίσματος του εναγόμενου (συντρέχουσα αμέλεια), η αξίωση, σε σχέση με τη ζημιά αυτή, δεν αναιρείται λόγω πταίσματος του ενάγοντος. Ωστόσο, η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα μειώνεται, κατά την έκταση που κρίνει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης του ενάγοντος στη ζημιά. Σε τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται πρώτα η ολική αποζημίωση που θα μπορούσε να καταβληθεί, εάν δεν συνέτρεχε πταίσμα του ενάγοντος.

 

21.        Σύμφωνα με το άρθρο 64 Κεφ.148, αν πρόσωπο υποστεί ζημιά συνεπεία αστικού αδικήματος, οποιοιδήποτε συναδικοπραγήσαντες που υπέχουν ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω ζημιά, δύνανται να τύχουν συνεισφοράς από οποιονδήποτε άλλον αδικοπραγήσαντα, o οποίος υπέχει, ή αν εναγόταν θα υπείχε, ευθύνη σε σχέση με τη ζημιά αυτή. Το ποσό της συνεισφοράς που πρέπει να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι το ποσό το οποίο το Δικαστήριο ήθελε βρει ως δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ευθύνης του προσώπου αυτού για τη ζημιά. Το Δικαστήριo έχει εξουσία να απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο από την υποχρέωση για συνεισφορά ή να διατάσσει όπως η συνεισφορά που πρέπει να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο αναχθεί σε πλήρη κάλυψη.

 

22.        Όπως είναι επίσης νομολογημένο[4], η αμέλεια συνιστά νομική έννοια. Εξαντλείται στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Δεν είναι μετρήσιμη με απόλυτους αριθμητικούς υπολογισμούς. Είναι ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Όπως ο οδηγός έχει την υποχρέωση να ελέγχει και να οδηγεί συνετά το όχημά του, έτσι και ο άλλος οδηγός ή πεζός, κατά περίπτωση, έχει συντρέχουσα αμέλεια, εάν δεν λαμβάνει μέτρα προς αυτοπροστασία του, με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Η συντρέχουσα αμέλεια εδράζεται βασικά στον καθήκον αυτοπροστασίας. Το βάρος απόδειξής της έχει ο εναγόμενος. Η κατανομή της ευθύνης κρίνεται στη βάση της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας που αφορά την οδική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων, με γνώμονα το τελικό αποτέλεσμα. Η συμβολή εκάστου σε αυτό συναρτάται με τη λογική πρόβλεψη των συνεπειών που ενδεχομένως να προκύψουν, όταν υπάρχει απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί σε κάθε ένα από τα μέρη.

 

23.        Υπάρχει ένα πλέγμα νόμων και κανονισμών σχετικών με την οδική συμπεριφορά, όπως, μεταξύ άλλων, ο περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμο 86/1972 ή και οι περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμοί 1984-2013 (ημερομηνία του ατυχήματος). Η παράβασή τους δεν συνιστά κατ’ ανάγκη αμέλεια, ωστόσο, δι’ αυτών, δυνατόν να προσδιορίζεται και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας. Μία αγωγή δυνατόν να βασίζεται και σε παράβαση νόμου ή κανονισμού, που δημιουργεί αστική ευθύνη, ωστόσο υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να εγείρεται τέτοια αγωγή, ενώ οι προϋποθέσεις απόδειξης τέτοιας υπόθεσης διαφοροποιούνται από τις προϋποθέσεις απόδειξης της οδικής αμέλειας. Η αγωγή του Ενάγοντος, αν και αναφέρεται διαζευκτικά σε λεπτομέρειες αμέλειας ή και παράβασης εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων, είναι, στο περιεχόμενό της, αλλά και ως προωθήθηκε, αγωγή οδικής αμέλειας.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

24.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[5], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

25.        Για ορισμένα ζητήματα, που είναι εκτός του πεδίου της κοινής γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, το Δικαστήριο δυνατόν να χρειάζεται, κατ’ εξαίρεση, μαρτυρία γνώμης, από εμπειρογνώμονα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό, για θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας[6]. Τι αποτελεί αντικείμενο κοινής γνώσης και ανθρώπινης εμπειρίας και τι αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, δεν αποκλείεται να συγχέεται γιατί, στη σύγχρονη εποχή, είναι διευρυμένη η πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία και η δυνατότητα διάδοσής της, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Αυτή η πραγματικότητα συχνά αυξάνει και τις απαιτήσεις σχετικά με την εμπειρογνωμοσύνη, ανάλογα. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα, ως επίσης καθοδηγεί η νομολογία[7], είναι με βάση τα ίδια προαναφερόμενα κριτήρια, τα οποία εστιάζουν στη βασιμότητα ή την εγκυρότητα της γνώμης του. Περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων, που δεν εκτίθενται εξαντλητικά, την πληρότητα της αιτιολογίας που δίδεται για τη συγκεκριμένη γνώμη, τη συνάφεια ή την ακρίβεια ή την επάρκεια στην παρουσίαση και τεκμηρίωσή της, τον βαθμό της μελέτης για τον σχηματισμό της. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες και γνώσεις, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Συναφώς, το Δικαστήριο πρώτα αξιολογεί την ειδική μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, και αφού την κατανοήσει,  με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την εξειδικευμένη πτυχή της υπόθεσης. 

 

Ευθύνη

 

26.        Κάθε οδηγός, όπως και ο Εναγόμενος 1, είχε καθήκον, εφόσον εκδηλώθηκε ορατός κίνδυνος στον δρόμο, περιλαμβανομένου εμποδίου που φράσσει την ελεύθερη διέλευση οχημάτων στη λωρίδα κυκλοφορίας του, να τον αντιληφθεί, και να προβεί σε ανάλογο οδικό χειρισμό, για να αποφύγει τη σύγκρουση. Το καθήκον επιμέλειας υφίσταται ανεξαρτήτως της αιτίας του κινδύνου που εκδηλώνεται. Αυτό το καθήκον επιμέλειας του Εναγόμενου 1 δεν αμφισβητήθηκε, όσον αφορά την ύπαρξη και το εύρος του.

 

27.        Ο Ενάγων ανέφερε με βεβαιότητα πως υπήρχε η δυνατότητα ο Εναγόμενος 1 να οδηγήσει το όχημά του κατά τρόπο ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση. Υπήρχαν και άλλα οχήματα, που περνούσαν από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, δηλαδή που προσπερνούσαν τα δύο ακινητοποιημένα οχήματα, βλέποντάς τα. Μπορούσε και το όχημα Γ να κινηθεί δεξιότερα, εάν όχι να σταματήσει, ώστε να μην συγκρουστεί.

 

 

28.        Το γεγονός ότι υπήρχε χώρος στον δρόμο για να κινηθεί δεξιότερα ο Εναγόμενος 1, σύμφωνα με την πορεία του, συνάδει και με όσα μαρτυρούνται στο Τ13, δηλαδή την αστυνομική έκθεση, που προσκόμισε η πλευρά του Εναγόμενου 1.

 

29.        Δεν υποβλήθηκε στον Ενάγοντα κάποια άλλη εκδοχή, ότι ο Ενάγων δεν μπορούσε να κινηθεί δεξιότερα, γιατί λ.χ. έρχονταν από την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας οχήματα που απέτρεπαν τον συγκεκριμένο οδικό ελιγμό τη δεδομένη χρονική στιγμή, κ.λπ.. Η εκδοχή του Ενάγοντος σχετικά με τη δυνατότητα του Εναγόμενου 1 να αποφύγει τη σύγκρουση, κινούμενος δεξιότερα, παρέμεινε χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση, και είναι αποδεκτή.

 

30.        Ο Εναγόμενος 1, στη δική του μαρτυρία, αν και έμπειρος οδηγός, όταν ερωτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να περάσει από κάπου, αποφεύγοντας τη σύγκρουση, αναφέρθηκε μόνον στα οδικά έργα, που υπήρχαν από την αριστερή πλευρά, αποφεύγοντας να αναφερθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου.

 

31.        Είδε, όπως ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 είπε, από απόσταση, που δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει, τα φώτα των οχημάτων Α και Β, αναμμένα. Οδηγούσε με κανονική ταχύτητα, επειδή ήταν νύχτα και υπήρχαν και έργα στο σημείο. Επειδή είδε τα φώτα και ότι ήταν ακίνητα, πρόλαβε να αντιδράσει. Αντέδρασε, όμως, πατώντας φρένο, και προσεγγίζοντας το σημείο. Παρόλα αυτά, σταμάτησε τελικά συγκρουόμενος και με τα δύο οχήματα Α και Β. Όταν του υποβλήθηκε πως, εάν οδηγούσε με χαμηλότερη ταχύτητα, θα μπορούσε να σταματήσει χωρίς να συγκρουστεί, είπε, απευθυνόμενος προς τον συνήγορο του Ενάγοντος: «τώρα, τι να σου πω». Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει μαρτυρία από πλευράς Ενάγοντος σχετικά με την ταχύτητα του Εναγόμενου 1 και δεν μπορεί να προκύψει εύρημα σχετικά με αυτήν βάσει των γεγονότων πως ο Εναγόμενος 1 είδε τα φώτα των οχημάτων, ελάττωσε ταχύτητα, αλλά δεν πρόλαβε να σταματήσει και κάποιας υπόθεσης ότι, για να μην πρόλαβε να σταματήσει, έτρεχε με ταχύτητα πέραν της κανονικής. Δεν αντέκρουσε, όμως, ο Εναγόμενος 1, τη μαρτυρία του Ενάγοντος, που προκύπτει και από το Τ13, ότι μπορούσε να ελιχθεί, κινούμενος δεξιότερα, και έτσι να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

32.        Στο Τ13, φαίνεται ίσιος ο δρόμος της Λεωφόρου Τάφοι των Βασιλέων, με επαρκή χώρο προς τα δεξιά, καθ’ όλο το απεικονιζόμενο μήκος, και χωρίς διαχωριστική νησίδα, που να αποκλείει τη δυνατότητα κίνησης προς τα δεξιά, σε περίπτωση ανάγκης, με σκοπό την αποφυγή της σύγκρουσης με εμπόδιο στη λωρίδα κυκλοφορίας του Εναγόμενου 1. Ο ΜΥ2, που εξέτασε την υπόθεση, μαρτυρώντας για την υπόθεση του Εναγόμενου 1, ανέφερε πως υπήρχε οδική αμέλεια και του Εναγόμενου 1, ασχέτως εάν δεν προωθήθηκε υπόθεση εναντίον του, επίσης μη υποστηρίζοντας κάποια αντίθετη εκδοχή.

 

33.        Δεν μαρτυρήθηκε από τον Εναγόμενο 1 πως ο Ενάγων θα μπορούσε να πράξει οτιδήποτε άλλο, για να αποφύγει την ακινητοποίησή του στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου, η οποία δεν ήταν εκούσια, και τη σύγκρουση στο πίσω μέρος του από το όχημα Γ. Ο Εναγόμενος 1 παραδέχεται την εκδοχή του Ενάγοντος σχετικά με τη συμπεριφορά του Εναγόμενου 2.

 

 

34.        Όσον αφορά τη συμπεριφορά του Εναγόμενου 2, κατά τη μαρτυρία του Ενάγοντος, κατά την οδήγηση στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων, με κατεύθυνση προς τη Χλώρακα, τον προσέγγισε το όχημα Β, του Ενάγοντος, που έρχονταν από πίσω του, για να περάσει από τη δεξιά του πλευρά. Δηλαδή, για να τον προσπεράσει. «Κολλούσε», όπως είπε, πάνω στο δικό του όχημα. Ο Ενάγων πήγε να το αποφύγει, κινούμενος προς τα αριστερά, αλλά ο Εναγόμενος 2 συνέχισε την οδική παρενόχληση. Όπως ο Ενάγων κινήθηκε πιο αριστερά, υπήρχε ένα κάγκελο, στην αριστερή άκρη του δρόμου, όπου γίνονταν οδικά έργα. Κτύπησε ο καθρέφτης του οχήματος Α εκεί. Σταμάτησε το όχημα Α, αναγκαστικά. Το όχημα Β, που τον παρενοχλούσε, προχώρησε μπροστά, περίπου 300 μέτρα, γύρισε και επέστρεψε πίσω, με επαναστροφή μέσα στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας και οδήγησε κατά πάνω στον Ενάγοντα, με υψηλή ταχύτητα, για να κτυπήσει τον Ενάγοντα, στο μπροστινό μέρος. Όταν προσέγγισε περίπου στα 10 μέτρα, πήγε πιο δεξιά και σταμάτησε δίπλα στο όχημα Α, σε απόσταση περίπου μισό μέτρο. Αριστερά ήταν η περίφραξη και δεξιά ήταν το όχημα Β. Ο Εναγόμενος 2 άνοιξε την πόρτα του, βγήκε και άρχισε να κτυπά με το πόδι του την πόρτα του οχήματος Α. Έπειτα, προσπαθούσε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη. Το παράθυρο, όμως, ήταν ανοιχτό, περίπου 2 εκατοστά. Ο Ενάγων άρχισε να φωνάζει «βοήθεια». Ο Εναγόμενος 2 συνέχισε, κτυπούσε με το χέρι του το παράθυρο και την πόρτα. Στη συνέχεια, μετά από το κτύπημα στο πίσω μέρος του οχήματος Α, ο Εναγόμενος 2 ανέβηκε και χοροπηδούσε στην οροφή του οχήματος Α.

 

35.        Δεν επήλθε οποιαδήποτε οδική σύγκρουση μεταξύ του οχήματος Α, του Ενάγοντος, και του οχήματος Β, που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2. Είναι, ωστόσο, αναμφίβολο πως ο Εναγόμενος 2 οδήγησε το όχημά του κατά τρόπο που εξανάγκασε τη σύγκρουση του οχήματος του Ενάγοντος με το αριστερό κιγκλίδωμα. Επίσης, πως ο Εναγόμενος 2 οδήγησε το όχημά του κατά τρόπο που εξανάγκασε την ακινητοποίηση του οχήματος του Ενάγοντος στη λωρίδα κυκλοφορίας του, και διενήργησε επίθεση προς τον οδηγό και κακόβουλη ζημιά στο όχημα Α, μεταξύ άλλων, αφήνοντας το όχημα Α και τον οδηγό έκθετους στον προβλέψιμο, ως πιθανό, κίνδυνο να κτυπηθούν από άλλο διερχόμενο όχημα.

 

36.        Η οδήγηση οχήματος κατά τρόπο που συνιστά οδική παρενόχληση άλλου οδηγού, και ωθεί στην ακινητοποίησή του και στην παρεμπόδιση της οδικής κυκλοφορίας και τη σύγκρουσή του με άλλο σώμα ή όχημα στον δρόμο, συνιστά επίδειξη οδικής συμπεριφοράς που τοποθετείται κάτω από το επίπεδο του μέσου λογικού οδηγού. Δεν αναμένεται, από οποιονδήποτε σώφρονα οδηγό, να οδηγεί όχημα και να αναπτύσσει οδική συμπεριφορά ως αυτήν που ανέπτυξε στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων κατά τον επίδικο χρόνο ο Εναγόμενος 2 και έτυχε περιγραφής προηγουμένως. Δεν έχει προβληθεί αντίθετη εκδοχή σε σχέση με αυτό το καθήκον επιμέλειας του Εναγόμενου 2 και το εύρος του, καθώς και ότι η συμπεριφορά που ανέπτυξε συνιστούσε παράβασή του. Έχει αποδειχθεί η οδική αμέλεια του Εναγόμενου 2 έναντι στον Ενάγοντα.

 

37.        Για τη σύγκρουση του οχήματος Α με το όχημα Γ συνέβαλαν ουσιωδώς η οδική αμέλεια του Εναγόμενου 1 και η οδική αμέλεια του Εναγόμενου 2. Εάν εξέλιπε η οδική αμέλεια του Εναγόμενου 2, δεν θα συνέβαινε η σύγκρουση του οχήματος Α με το όχημα Γ. Όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν απρόβλεπτος ο κίνδυνος, εάν ακινητοποιηθεί το όχημα του Ενάγοντος στη μέση του δρόμου, να κτυπηθεί από διερχόμενο όχημα, εφόσον, με βάση τη μαρτυρία του Ενάγοντος, ο δρόμος, εκείνη την ώρα, χρησιμοποιείτο και από άλλα οχήματα. Εάν εξέλιπε η οδική αμέλεια του Εναγόμενου 1, και πάλι, δεν θα συνέβαινε σύγκρουση του οχήματος Α με το όχημα Γ, κατ’ επέκταση δεν θα επέρχονταν και το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα έχουν αμφότεροι οι Εναγόμενοι 1 και 2 έναντι στον Ενάγοντα, ο οποίος δεν ευθύνεται με οποιονδήποτε τρόπο γι’ αυτό.

 

38.        Κατανέμοντας την ευθύνη των Εναγόμενων 1 και 2, ανέρχεται σε ποσοστό 90% όσον αφορά τον Εναγόμενο 2, που προκάλεσε, με τον προαναφερόμενο τρόπο, τον οδικό κίνδυνο, και σε ποσοστό 10% όσον αφορά τον Εναγόμενο 1, που δεν κατόρθωσε να αποφύγει τον ορατό οδικό κίνδυνο που έθεσε ο Εναγόμενος 2, με κατάλληλο οδικό χειρισμό και εξαντλώντας τη δυνατότητα που είχε, με αποτέλεσμα τη ζημιά και τον τραυματισμό στον Ενάγοντα.

 

Υλικές ζημιές

 

39.        Καταρχάς, να λεχθεί πως ο Ενάγων, κατά τη μαρτυρία του, ανέφερε πως είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος Α. Το είχε αγοράσει πριν από το ατύχημα, αλλά, μετά από το ατύχημα, το πώλησε για €300,00. Είχε εκδώσει και ασφάλειες (Τ1α-β, Τ2). Τα Τ1α-β και Τ2 είναι έγγραφα σχετικά με την ασφάλιση του οχήματος Α στο όνομα του Ενάγοντος, από το 2012 μέχρι και το 2015. Προσκόμισε αυτά καθότι, ενώ υπέβαλε αίτηση, μόλις την 13.09.2023, για εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής του οχήματος Α στο όνομά του (Τ3α-β), μέχρι την ημερομηνία της μαρτυρίας του, δεν είχε εκδοθεί. Το γεγονός αυτό, στάθηκε αφορμή να αμφισβητηθεί, κατά την αντεξέταση του Ενάγοντος, ότι είναι πράγματι ιδιοκτήτης του οχήματος Α και να αναλωθεί χρόνος. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, που μαρτυρούν τα Τ1, Τ2 και Τ3, συνάδει και με τη μαρτυρία του Ενάγοντος. Δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη ή η αλήθεια του περιεχομένου των Τ1, Τ2 και Τ3. Δεν προκύπτει λογικός λόγος η ασφαλιστική εταιρεία του Ενάγοντος να είχε ασφαλίσει το όχημα Α στο όνομα του Ενάγοντος, κατά τον επίδικο χρόνο, ενώ ανήκε κατ’ ιδιοκτησία σε άλλο πρόσωπο, και δη χωρίς αναφορά του γεγονότος αυτού. Σε κατοπινό στάδιο, εξασφαλίστηκε και κατατέθηκε στο Δικαστήριο από τον ΜΕ4 και το πιστοποιητικό εγγραφής του οχήματος Α στο όνομα του Ενάγοντος και πρόσθετη βεβαίωση (Τ11, Τ12). Δεν αμφισβητήθηκαν τα Τ11 και Τ12 ή  η μαρτυρία του ΜΕ4. Πρόσθετα, δεν υπήρξε αντικρουστική μαρτυρία, πως ιδιοκτήτης του οχήματος Α ήταν άλλο πρόσωπο και όχι ο Ενάγων. Απεναντίας, κατατέθηκε από τον ΜΥ2 η αστυνομική έκθεση (Τ13), που επιβεβαίωσε πρόσθετα το γεγονός αυτό. Είναι αξιόπιστη και αποδεκτή η εκδοχή του Ενάγοντος και των ΜΕ4 και ΜΥ2 πως ιδιοκτήτης του οχήματος Α, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ο ίδιος ο Ενάγων.

 

40.        Δεν αμφισβητήθηκε ότι, από την οδική σύγκρουση του οχήματος Α με το όχημα Γ, το όχημα Α υπέστη την υλική ζημιά που μαρτυρήθηκε από τον Ενάγοντα, το Τ5, και τον ΜΕ3. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία αυτή, ως μη αμφισβητούμενη.

 

41.        Όσον αφορά τον Εναγόμενο 2, ο Ενάγων, στο δικόγραφό του, δεν αναφέρει πως επήλθε σύγκρουση του οχήματος Β με το όχημά του, αλλά σύγκρουση του οχήματος Α με το αριστερό κιγκλίδωμα. Από το Τ4, όμως, προκύπτει πως οι ζημιές που περιγράφει για το όχημα Α δεν προήλθαν από οδική αμέλεια του Εναγόμενου 2, αλλά από την κακόβουλη ζημιά στο όχημα του Ενάγοντος, που προκάλεσε ο Εναγόμενος 2 με τα κτυπήματα στο όχημα του Ενάγοντος με το σώμα του. Το δικόγραφο του Ενάγοντος δεν σχετίζεται με τέτοια βάση αγωγής εναντίον του Εναγόμενου 2 και η ζημιά που περιγράφεται στο Τ4 δεν έχει σχέση με την υπόθεση.

 

Σωματικές βλάβες

 

42.        Ότι υπήρξαν οι συγκεκριμένες σωματικές βλάβες που περιέγραψε ο Ενάγων, βασιζόμενος στην ιατρική μαρτυρία, ειδικότερα στα Τ7, Τ8 και Τ9 και στη μαρτυρία των ΜΕ2, ΜΕ5 και ΜΕ6, δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε ότι οι σωματικές βλάβες ήταν από το συγκεκριμένο περιστατικό, στην ολότητά του, με την έννοια ότι δεν ήταν είτε προγενέστερες είτε μεταγενέστερες του συμβάντος.

 

43.        Στο Τ7, που ετοίμασε ο ΜΕ2, αναφέρεται πως ο Ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου την 20.11.2014 μετά από τροχαίο ατύχημα, είχε κλίμακα Γλασκώβης 15/15, καταγράφηκαν τα παράπονά του για ζάλη, αυχεναλγία άλγος άνω και κάτω γνάθου και για αστάθεια δοντιών μετά από κτύπημα στο στόμα, ενώ φέρει συρραφέν θλαστικό τραύμα στο δεξιό αυτί και στο δεξιό χέρι. Έγινε ο απαιτούμενος ακτινολογικός και εργαστηριακός έλεγχος, χωρίς να διαπιστωθούν παθολογικά ευρήματα, παρέμεινε στη χειρουργική κλινική για παρακολούθηση μέχρι την 21.11.2024, ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και του δόθηκε εξιτήριο, καθώς επίσης παραπέμφθηκε για ορθοπεδική εκτίμηση και ΩΡΛ εκτίμηση στα εξωτερικά ιατρεία.

 

44.        Το Τ9 είναι ιατρική γνωμάτευση που συνέταξε ο ΜΕ6, χειρούργος ορθοπεδικός και τραυματιολόγος, την 04.01.2016, στην οποία αναφέρεται πως ο ασθενής εξετάζεται και παρακολουθείται από την 21.11.2014 λόγω σοβαρών και επώδυνων κακώσεων κατόπιν τροχαίου ατυχήματος. Ο ίδιος ο ιατρός διαπίστωσε, όπως αναφέρει, εκτεταμένο περιοφθαλμικό οίδημα και αιμάτωμα στον δεξί οφθαλμό, θλαστικά τραύματα στο δεξιό αυτί και στη δεξιά άκρα χείρα που είχαν συρραφεί, κάκωση γνάθου και οδοντικής συστοιχίας από κτύπημα στη στοματική κοιλότητα, κρανιοεγκεφαλική κάκωση με έντονη ζάλη-κεφαλαλγία, και βαριά κάκωση αυχενικής μοίρας με έντονο μυϊκό σπασμό με επώδυνες κινήσεις του αυχένα. Έγινε σύσταση για τοποθέτηση αυχενικού κολάρου, συνεχή παρακολούθηση, φαρμακευτική αγωγή και συνολική αποχή από την εργασία του για δύο μήνες. Η κατάστασή του, κατά την 04.01.2016, χαρακτηρίζεται από ελαφρύ μεταδιασεισικό σύνδρομο ως επίσης και ελαφρύ μετατραυματικό σύνδρομο του αυχένα, που εξακολουθούν να τον ταλαιπωρούν.

 

45.        Επειδή ο Ενάγων, όπως εξήγησε, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, από τους πόνους στα δόντια, πήγε σε ειδικό ιατρό. Έγινε κόλληση των δοντιών, αλλά στην πορεία έπεσαν. Οι ακτινογραφίες είχαν δείξει πως έσπασαν από κάτω και έπρεπε να αφαιρεθούν. Έγινε η αφαίρεση και η απόκτηση δοντιών που μπαίνουν και βγαίνουν, που, όμως, δεν συνιστούν την πλήρη αποκατάστασή του. Το Τ8 είναι βεβαίωση που συνέταξε ο ΜΕ5, χειρούργος οδοντίατρος, την 10.07.2015, στην οποία αναφέρεται πως ο Ενάγων είχε επισκεφθεί το ιατρείο την 10.07.2015 για εξαγωγή των δοντιών 31, 32, 41 και 42 και για τοποθέτηση τεσσάρων εμφυτευμάτων, αναφέροντας το κόστος της θεραπείας.

 

46.        Ενώ δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη, το είδος και η έκταση των σωματικών βλαβών του Ενάγοντος, αμφισβητήθηκε έντονα, από την πλευρά του Εναγόμενου 1, κατά πόσο ο Ενάγων υπέστη τους τραυματισμούς αυτούς από την οδική σύγκρουση με το όχημα Γ. Αυτό γιατί μαζί με την οδική σύγκρουση, υπήρχε η όλη επιθετική συμπεριφορά του Εναγόμενου 2, που επακολούθησε την οδική παρενόχληση.

 

47.        Ο ΜΕ2, που ετοίμασε το Τ7, ανέφερε, με φυσικότητα, πως είδε τον Ενάγοντα μόνο τη μία φορά, στο ΤΑΕΠ, την ημέρα που μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο. Δεν θυμάται να του είχε αναφέρει οτιδήποτε, και δεν μπορεί να γνωρίζει από πού προήλθαν οι τραυματισμοί του, μη αποκλείοντας να μπορούν να προέλθουν και από επίθεση. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως ήταν ανειλικρινής, και είναι αποδεκτή η μαρτυρία του.

 

48.        Ο ΜΕ5, επίσης, όταν ερωτήθηκε, κατά την αντεξέτασή του, εάν μπορεί να πει από πού προήλθαν τα κτυπήματα στα δόντια του Ενάγοντος, ανέφερε πως δεν μπορεί να πει. Ανέφερε, με σαφήνεια, πως έγινε σχετική συζήτηση και πριν από οκτώ χρόνια. Εάν μπορούσε, όμως, να πει κάτι τέτοιο, θα το έγραφε. Δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να προήλθαν και από επίθεση, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταθέσει κάτι τέτοιο. Επίσης, δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως ήταν ανειλικρινής, και είναι αποδεκτή και η δική του μαρτυρία.

 

49.        Ο ΜΕ6, κατά την κυρίως εξέτασή του, ανέφερε πως με κάθε δύναμη που εξασκείται, βίαιη, κατόπιν εντός τροχαίου ατυχήματος, και έρχεται σε επαφή το κεφάλι με το τιμόνι μπροστά, αναπτύσσεται η φυγόκεντρος δύναμη, με αποτέλεσμα να κτυπήσει στο πρόσωπο, που έχει σαν αποτέλεσμα τις κακώσεις που ανέφερε στο Τ9. Όταν ερωτήθηκε, κατά την αντεξέτασή του, εάν ήταν ο Ενάγων που του είπε πως προήλθαν από τροχαίο ατύχημα, απάντησε θετικά. Όταν ερωτήθηκε εάν ο Ενάγων του είπε πως υπήρξε και καυγάς, απάντησε αρνητικά. Δέχθηκε πως τα κτυπήματα που περιγράφονται στο Τ9 μπορούν να επέλθουν από οποιαδήποτε βίαιη πρόσκρουση στο κεφάλι, αλλά εξέφρασε την προσωπική γνώμη πως αυτού του είδους οι κακώσεις είναι από το τροχαίο ατύχημα, γιατί υπήρχαν νευρολογικές εκδηλώσεις από τον αυχένα, που φαίνεται πως ήταν ενός είδους «οστικό κύμα», που κάνει το τροχαίο, με την απότομη κίνηση. Για τον ίδιο, όπως είπε, δεν μπορούν να προκληθούν με επίθεση αυτοί οι τραυματισμοί, όπως με μπουνιά ή χειροδικία, γιατί η σύσπαση της αυχενικής μοίρας γίνεται με «απότομο οστικό κύμα», με την «κουτουλιά» πάνω στο τιμόνι, εκεί δημιουργείται αυτός ο αυχενικός σπασμός. Δεν είχε μιλήσει, βεβαίως, οποιοσδήποτε για «μπουνιά». Δεν έτυχαν περιγραφής στον ΜΕ6 ακριβώς τα γεγονότα, και ο ΜΕ6 εξέφρασε κάπως βεβιασμένα την πρόθεσή του να υποστηρίξει συγκεκριμένη γνώμη. Όμως, ήταν ειλικρινής η προσπάθειά του να εξηγήσει τους τραυματισμούς, σε συνάρτηση με το τι εξέλαβε εκείνη την ώρα ως επίθεση. Δεν ανέφερε πως το «απότομο οστικό κύμα» και η «κουτουλιά», που μπορεί να προκαλέσει σύσπαση της αυχενικής μοίρας, δημιουργείται αποκλειστικά και μόνον με έναν τρόπο, τη σύγκρουση στο πίσω μέρος οχήματος. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΕ6.

 

50.        Ο Ενάγων, αναμφίβολα, κτύπησε το κεφάλι του στο τιμόνι και στο ταμπλό. Το θέμα είναι πώς κτύπησε το κεφάλι του στο τιμόνι και στο ταμπλό. Αυτό δεν είναι ιατρικό ζήτημα, αλλά πραγματικό. Επομένως, η προαναφερόμενη αποδεκτή ιατρική μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε ως σχετική με το συγκεκριμένο ζητούμενο.

 

51.        Ο μόνος που μπορούσε να μαρτυρήσει σχετικά με το πώς κτύπησε το κεφάλι του στο τιμόνι και στο ταμπλό ήταν ο Ενάγων. Ο Ενάγων ανέφερε πως κινήθηκε από τη θέση του οδηγού, προς το σημείο όπου είναι ο μοχλός της ταχύτητας και το χειρόφρενο, ανάμεσα στις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού, λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς του Εναγόμενου 2. Εκείνη την ώρα, κτυπήθηκε το όχημά του και από πίσω. Τότε ήταν που κτύπησε και το κεφάλι του στο τιμόνι και τα δόντια του στο ταμπλό. Πρώτα κτυπήθηκε το όχημα από πίσω. Κτύπησε και ο ίδιος. Μετά ανέβηκε ο Εναγόμενος 2 πάνω στην οροφή του οχήματος Α. Τα υπόλοιπα κτυπήματα ήταν όταν προσπαθούσε να σπρώξει το παράθυρο, που ήταν ανοιχτό, και ο Εναγόμενος 2 προσπαθούσε να το σπάσει, άρα δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε οδική συμπεριφορά.

 

52.        Κατά την αντεξέταση του Ενάγοντος, του υποβλήθηκε πως στην αστυνομική έκθεση, γίνεται αναφορά πως δεν υπήρξαν σωματικές βλάβες από το ατύχημα, αλλά από την επίθεση. Συναφώς, πως ο πραγματικός λόγος που δεν κατέθεσε την αστυνομική έκθεση είναι για να αποκρύψει την αλήθεια.

 

53.        Όντως, στο Τ13, αναφέρεται πως από τη σύγκρουση των δύο οχημάτων Α και Γ, δεν υπήρξαν τραυματισμοί. Γίνεται αναφορά στη συμπεριφορά του Εναγόμενου 2, ότι κλωτσούσε την πόρτα του οχήματος Α, προκαλώντας ζημιά στον ανεμοθώρακα καθώς και στην οροφή του, ενώ κτυπούσε στο πρόσωπο και στο χέρι τον Ενάγοντα, στον οποίο εν τέλει επιτέθηκε και με κλειστό σουγιά με λεπίδα. Ο Εναγόμενος 2 είχε καταναλώσει αλκοόλ, με αρχική ένδειξη 35mg%, είχε συλληφθεί και τεθεί υπό κράτηση, και έπειτα, νοσηλεύθηκε σε ψυχιατρική κλινική, από την 27.11.2014 έως την 16.12.2014.

 

54.        Ο Ενάγων αμφισβήτησε την ορθότητα των συμπερασμάτων που διατυπώθηκαν από τον ΜΥ2 στο Τ13. Εξέφρασε, μάλιστα, πως η Αστυνομία θα μπορούσε να είχε πει ακόμα και πως το όχημά του δεν ήταν εκεί. Πέρα από τον τρόπο αυτό του Ενάγοντος, που είχε λίγη κυνικότητα, ή και την προσπάθειά του να μην παρουσιαστεί στο Δικαστήριο το Τ13, ενώ φύλαξε και προσκόμισε την απόδειξη (Τ10) για τα χρήματα που πλήρωσε για να εξασφαλίσει το Τ13, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως υφίσταται πρόθεση του Ενάγοντος να αποκρύψει πράγματα βλαπτικά για την υπόθεσή του ή να φορτώσει στον Εναγόμενο 1 τη ζημιά του, επειδή υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη, ή να προβεί σε άλλη ανεπίτρεπτη μεθόδευση.

 

55.        Ερωτήθηκε, ο Ενάγων, γιατί δεν ανέφερε, στην κυρίως εξέτασή του, οτιδήποτε για μαχαίρι, όπως αναφέρθηκε στην έκθεση του Τ13. Απάντησε, ο Ενάγων, πως το ανέφερε στην Αστυνομία, αλλά δεν μπορεί να θυμάται και επακριβώς, γιατί πέρασαν αρκετά χρόνια. Η αγωγή αυτή του Ενάγοντος, όμως, είναι για οδική αμέλεια, όχι για επίθεση, άρα δεν είχε λόγο ο Ενάγων να αναφέρει στη μαρτυρία του οτιδήποτε για μαχαίρι, ως σχετικό με τη δική του απαίτηση. Ούτε ζητά αποζημίωση για κάποιο μαχαίρωμα. Είναι η πλευρά του Εναγόμενου 1 που επιχείρησε να εμπλέξει στην όλη διαδικασία την επίθεση, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, για να αμφισβητήσει την αιτιώδη συνάφεια των τραυματισμών του Ενάγοντος με την οδική σύγκρουση.

 

56.        Ερωτήθηκε, ο Ενάγων, πώς κτύπησε στο τιμόνι, εφόσον ο ίδιος ανέφερε πως μετακινήθηκε από τη θέση του οδηγού. Απάντησε, με τον ίδιο τρόπο που ανέφερε και στην κυρίως εξέτασή του, σταθερά και συγκεκριμένα, πως κτύπησε το κεφάλι του, παράλληλα, πάνω στο τιμόνι, όπου κτύπησε το δεξιό μάτι του, και πάνω στο ταμπλό, ειδικότερα στο ραδιόφωνο, όπου κτύπησε τα δόντια του. Γιατί το «μισό κεφάλι» του ήταν στο ένα σημείο του εσωτερικού του οχήματος και το «άλλο μισό κεφάλι» του ήταν στο άλλο σημείο του εσωτερικού του οχήματος.

 

57.        Αυτή η αναφορά του Ενάγοντος στο «μισό κεφάλι», μπορεί, ως εκφράστηκε, να είναι, όντως, παρεξηγήσιμη, αν προσεγγιστεί δηλαδή μικροσκοπικά. Ο Ενάγων δεν αναφέρθηκε στην απόσταση που έχει το τιμόνι, ακόμα και η κάτω αριστερή πλευρά του, με το σημείο όπου βρίσκεται το ραδιόφωνο μέσα στο όχημά του, στο ταμπλό, για να δείξει πως θα μπορούσε να επέλθει τραυματισμός, ταυτόχρονα, στο δεξιό μάτι και στα κάτω δόντια. Σε συνάρτηση και με το μέγεθος που έχει το ανθρώπινο κεφάλι και τις συνήθεις αποστάσεις μεταξύ των επιμέρους χαρακτηριστικών του προσώπου. Επίσης, ο Ενάγων δεν περιέγραψε πώς ακριβώς ήταν η σύγκρουση στο πίσω μέρος του οχήματός του, όσον αφορά την έντασή της, και πώς ακριβώς ήταν η δική του στάση σώματος μέσα στο αυτοκίνητο, σε τι ύψος ήταν το κεφάλι του, κ.λπ.. Οι δε αναφορές και σε συρραφή στο δεξιό αυτί, και σε «μπλε μάτι», ως έτυχαν περιγραφής, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την υποψία ότι μπορεί να προκλήθηκαν και από την προσπάθεια του Εναγόμενου 2 να βλάψει τον Ενάγοντα, από κόψιμο με το μαχαίρι στο αυτί ή μπουνιά στο μάτι.

 

58.        Ο Ενάγων, όμως, κατέθεσε με βεβαιότητα και σταθερότητα το γεγονός πως δεν ήταν απευθείας τα κτυπήματα από τον Εναγόμενο 2 στο σώμα του. Ο Εναγόμενος 2 κτυπούσε, όπως είπε, μόνον το όχημα, το παράθυρο του οποίου ήταν ανοιχτό μόλις δύο εκατοστά. Μάλιστα, όπως ανέφερε, ακόμα και το τραύμα στο δεξιό χέρι, δεν ξέρει αν προκλήθηκε εκείνη τη στιγμή που ο Εναγόμενος 2 επιχειρούσε να σπάσει το παράθυρο, εάν ήταν από το γυαλί, ή από το μαχαίρι που τράβηξε ο Εναγόμενος 2. Δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία πέραν από αυτή του Ενάγοντος ως προς τα γεγονότα ότι  Ενάγων είχε παραμείνει μέσα στο όχημα Α και ο Εναγόμενος 2, μέχρι και την οδική σύγκρουση, επιχειρούσε να το ανοίξει, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να μπει σε αυτό ή και να κτυπήσει με τα χέρια του τον Ενάγοντα.

 

59.        Έγινε προσπάθεια να προκληθεί σύγχυση στον Ενάγοντα, ως προς τη σειρά που έγιναν τα γεγονότα, πότε κτυπήθηκε από το όχημα Γ και πότε ανέβηκε ο Εναγόμενος 2 πάνω στο όχημα Α. Του υποβλήθηκε, ειδικότερα, ότι οι διαπληκτισμοί από το παράθυρο με τα χέρια και το μαχαίρι, αλλά και ο χορός του Εναγόμενου 2 στην οροφή, και γενικά όλος ο καυγάς μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 2, έγινε πριν να κτυπήσει ο Εναγόμενος 1 το όχημα Α από πίσω. Ο Ενάγων αρνήθηκε την υποβολή, λέγοντας πως και ο Εναγόμενος 1 είδε τη φάση που ο Εναγόμενος 2 βγήκε πάνω στο όχημα Α για να χορέψει, εφόσον ήταν ανάμεσα στα πρόσωπα από τα οποία ζητούσε βοήθεια ο Ενάγων, εκδοχή που επιβεβαίωσε και ο Εναγόμενος 1.

 

60.        Ειδικότερα, και ο Εναγόμενος 1 ανέφερε πως, όπως αντιλήφθηκε, ήδη υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 2, αλλά ήταν μετά σύγκρουση που ο Εναγόμενος 2 ανέβηκε στον οροφή του οχήματος Α. Είδε, όντως, το ανέβασμα του Εναγόμενου 2 το όχημα Α και κάλεσε την Αστυνομία, αλλά μόνον εκείνο είδε, από τα γεγονότα. Άρα, όλο το υπόλοιπο επεισόδιο, με τις κλωτσιές στην πόρτα, τις προσπάθειες να μπει στο όχημα, και το μαχαίρι, είχε προηγηθεί, ως άμεση συνέχεια της οδικής παρενόχλησης. Το δε ανέβασμα του Εναγόμενου 2 στην οροφή του οχήματος Α, μετά τη σύγκρουση, ως μαρτυρήθηκε, φάνηκε περισσότερο να ήταν το επιστέγασμα της συμπεριφοράς του Εναγόμενου 2, για να εντείνει την αίσθηση της αταξίας και του χάους που είχε προκαλέσει στο σημείο, μετά την προσθήκη, στο όλο σκηνικό, και της οδικής σύγκρουσης.

 

61.        Αδιαμφισβήτητα, ενόσω εκτυλίσσονταν το περιστατικό με τον Εναγόμενο 2, πριν από την οδική σύγκρουση, ο Ενάγων δεν εξήλθε από το όχημα Α, για να πιαστεί στα χέρια με τον Εναγόμενο 2. Παρέμεινε μέσα στο όχημα, όπου μετακινήθηκε αριστερότερα, για να προστατευθεί, φωνάζοντας «βοήθεια». Ο Εναγόμενος 2 δεν κατάφερε τελικά να ανοίξει την πόρτα ή να σπάσει το παράθυρο του οχήματος Α και να πιάσει με τα χέρια του ή κτυπήσει με τα χέρια του το πρόσωπο του Ενάγοντος, ούτε μπορούσε να το πράξει βρισκόμενος έξω από το όχημα Α και ο Ενάγων μέσα στο όχημα Α, έχοντας μετακινηθεί αριστερότερα. Ενόσω ο Εναγόμενος 2 προσπαθούσε να επιτεθεί στον Ενάγοντα, επισυνέβη η οδική σύγκρουση.

 

62.        Ο τρόπος που ο Ενάγων εκλάμβανε τα γεγονότα, στην κατάσταση που ήταν, ούτως ή άλλως, υπό το καθεστώς της ταραχής, σε συνάρτηση με την πάροδο του χρόνου, δικαιολογεί την ασάφεια και τη σύγχυση, στον βαθμό που φυσιολογικά εκφράστηκαν στη μαρτυρία του. Ήταν όμως ειλικρινής, στη βάση αυτών που αντιλήφθηκε με τις αισθήσεις του και γνωρίζει. Αποτιμώμενη δηλαδή στο σύνολό της, η μαρτυρία του Ενάγοντος, σε συνάρτηση και με την υπόλοιπη μαρτυρία, είναι συνεκτική, λογική, δεν παρουσιάζει αντιφάσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ουσιώδεις, και δεν μπορεί να κριθεί ως αναξιόπιστη, για οποιονδήποτε λόγο. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του Ενάγοντος.

 

63.        Έναντι στη μαρτυρία του Ενάγοντος, ο Εναγόμενος 1 δεν ήταν ανειλικρινής, αλλά δεν ήταν και σε θέση να πει οτιδήποτε και για τους τραυματισμούς του Ενάγοντος, εάν ήταν από την οδική σύγκρουση ή όχι. Δεν γνωρίζει τι συνέβη στον Ενάγοντα, πριν ή και μετά την οδική σύγκρουση, μετά από την οποία ο Ενάγων βγήκε από το όχημα και μπήκε στο ασθενοφόρο. Η σταθερή απάντησή του ήταν πως δεν είδε και δεν ξέρει. Απλώς συγκρούστηκε, περίμενε λίγο εκεί, και μετά έφυγε.

 

64.        Ο ΜΥ2, αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης, υποστήριξε ό,τι κατέγραψε και στο Τ13, ευλόγως, χωρίς να διατηρεί και ζωντανές μνήμες. Ότι, δηλαδή, δεν υπήρξαν καταγεγραμμένα παράπονα για τραυματισμούς από την οδική σύγκρουση, και ότι οι τραυματισμοί στον Ενάγοντα είχαν προκληθεί από επίθεση. Δεν προσκόμισε οποιεσδήποτε καταθέσεις, στις οποίες να είχε βασιστεί, για να διατυπώσει την εν λόγω εκτίμηση, ότι υπήρχαν κτυπήματα του Ενάγοντος στο πρόσωπο από τον Εναγόμενο 2. Δεν εξήγησε στο Δικαστήριο πώς κατέληξε σε αυτή τη διατύπωση, με βάση ποια γεγονότα, ποιες καταθέσεις, εφόσον στον δικό του φάκελο, για τους σκοπούς διερεύνησης του τροχαίου ατυχήματος, δεν υπήρξε ενασχόληση με τους τραυματισμούς και την υπόθεση διερευνούσε παράλληλα άλλο τμήμα.

 

65.        Η μαρτυρία του Εναγόμενου 1 και του ΜΥ2, για το συγκεκριμένο αμφισβητούμενο θέμα, της αιτίας των τραυματισμών του Ενάγοντος, ήταν ελλιπής και αόριστη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ως αξιόπιστη, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας. Το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος στο Τ13, που κατέθεσε ο ΜΥ2, όμως, δεν αμφισβητείται πως είναι το ορθό. Η μη αποδοχή της διατύπωσης της αξιολογικής κρίσης του ΜΥ2 σχετικά με την αιτία των τραυματισμών του Ενάγοντος, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά η αποδοχή της μαρτυρίας του που εντυπώνεται στο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος και στα υπόλοιπα δεδομένα του Τ13, δεν απαγορεύεται[8] και, υπό τις περιστάσεις που εξηγήθηκαν, κρίνεται δικαιολογημένη. Το Τ13 δείχνει πως, από το σημείο σύγκρουσης του οχήματος Α με το όχημα Γ, το όχημα Α μετακινήθηκε πιο μπροστά, ότι δηλαδή υπήρξε ώθησή του προς τα μπροστά, που θα μπορούσε να προκαλέσει το «απότομο οστικό κύμα» και την «κουτουλιά» μπροστά στο ταμπλό, που εξήγησε και ο ΜΕ6.

 

66.        Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του Ενάγοντος, ο Ενάγων κτύπησε το πρόσωπό του στο μπροστινό τιμόνι και ταμπλό κατά την ίδια χρονική στιγμή που αισθάνθηκε και τη σύγκρουση στο πίσω μέρος του οχήματός του. Οι τραυματισμοί του Ενάγοντος στο κεφάλι, το δεξιό μάτι και στα δόντια, που προήλθαν από κτύπημα αυτό, προκλήθηκαν από την ώθηση της σύγκρουσης με το όχημα Γ.

 

67.        Οι τραυματισμοί στο δεξιό αυτί και στο δεξιό χέρι, που ήταν θλαστικά τραύματα, που έχρηζαν συρραφής, δεν αποδείχθηκε πως προκλήθηκαν από τη σύγκρουση και το κτύπημα του προσώπου του Ενάγοντος στο ταμπλό και το τιμόνι.

 

Συμπέρασμα

 

68.        Στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που εδώ επαρκεί, με το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας, που προσκόμισε η πλευρά του Ενάγοντος, απέσεισε το βάρος, αποδεικνύοντας πως οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν τη νομική υποχρέωση να είναι επιμελείς, ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας από τον καθένα, με διαφορετικό τρόπο όσον αφορά την οδική τους συμπεριφορά, και ότι ο Ενάγων υπέστη ζημιά αιτιωδώς συνδεδεμένη με την οδική αμέλεια αμφότερων των Εναγόμενων 1 και 2, οι οποίοι κρίνονται ένοχοι για το αστικό αδίκημα της αμέλειας έναντι στον Ενάγοντα, σε ποσοστό 10% ο Εναγόμενος 1, και σε ποσοστό 90% ο Εναγόμενος 2.

 

Αποζημιώσεις

 

Έξοδα και αναγκαίες δαπάνες

 

69.        Κατά κανόνα, οι ειδικές αποζημιώσεις αποδεικνύονται αυστηρά[9]. Ο Ενάγων προσκόμισε απόδειξη (Τ10) για την πληρωμή του ποσού των €85,00. Δεν αμφισβητήθηκε πως συντάχθηκε αστυνομική έκθεση και ότι πληρώθηκε το ποσό των €85,00 από τον Ενάγοντα, για την ετοιμασία της. Ο Ενάγων δεν θα προέβαινε στο κόστος αυτό, εάν δεν είχε επισυμβεί το ατύχημα. Προσκομίστηκαν επίσης αποδείξεις για τα ιατρικά έξοδα και πιστοποιητικά και για το ποσό των €762,00 (Τ6, Τ9), οι χρεώσεις των οποίων δεν αμφισβητήθηκαν.

 

70.        Δεν προσκομίστηκαν οποιεσδήποτε αποδείξεις για την αξίωση για €120,00 για φάρμακα και κολλάρο, επομένως δεν έχει αποδειχθεί αυτό το ποσό.

 

71.        Στο Τ5, γίνεται αναφορά σε εργάσιμο χρόνο επιδιόρθωσης στις 4 ημέρες. Ωστόσο, ο Ενάγων δεν ανέφερε οτιδήποτε στη μαρτυρία του για το θέμα αυτό, πως, λόγω της επιδιόρθωσης, και της απώλειας της χρήσης για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, υπέστη και απώλεια χρηματική, σε συγκεκριμένο ύψος. Δεν προώθησε τη συγκεκριμένη αξίωσή του ενώπιον του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας. 

 

72.        Ο Ενάγων ερωτήθηκε σχετικά με τη θεραπεία του στα δόντια, γιατί αξιώνει €4.800,00. Ανέφερε πως αυτό είναι το κόστος για να προβεί στη θεραπεία που χρειάζεται, για την προσθήκη των εμφυτευμάτων. Ήταν σταθερός στην εκδοχή του, η οποία υποστηρίζεται και από το Τ8, και από τον ΜΕ5, που βεβαίωσε με σαφήνεια και σταθερότητα την αναγκαιότητα της θεραπείας αυτής και το κόστος της στο ποσό των €4.800,00, χωρίς υποβολή περί του αντιθέτου. Δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Ενάγοντος ή του ΜΕ5, και δεν υπάρχει ιατρική γνώμη αντίθετη από αυτήν του ΜΕ5.

 

73.        Τα πιο πάνω έξοδα, που έχουν αποδειχθεί επιτυχώς από τον Ενάγοντα, ανέρχονται συνολικά σε €5.647,00. Πρόσθετα, τα έξοδα για τη ζημιά στο όχημα του Ενάγοντος, που σχετίζεται με το ατύχημα, ανέρχεται σε €1.280,00, ως το Τ5.

 

74.        Το συνολικό ποσό των ειδικών ζημιών του Ενάγοντος, που σχετίζεται με την οδική σύγκρουση του οχήματος Α με το όχημα Β ανέρχεται στο ποσό των €6.927,00.

 

Πόνος και ταλαιπωρία

 

75.        Παρεμβάλλεται πως η αρχή που διέπει τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων είναι η αρχή της αποκατάστασης[10]. Με βάση αυτήν, οι (συνήθεις) αποζημιώσεις που επιδικάζονται θα πρέπει να είναι εκείνο το ποσό το οποίο θα θέσει τον ενάγοντα στην θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν λάμβανε χώρα το ζημιογόνο συμβάν. Το ποσό που θα επιδικαστεί θα πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο, μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικά αποδεκτού[11]. Έχει αναγνωριστεί προ ετών η τάση της νομολογίας για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονταν στο παρελθόν[12], που αντανακλά την μεγαλύτερη ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο· τάση που δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί. Οι αποζημιώσεις παραμένουν το μέσο αποτίμησης του ανθρώπινου πόνου και αντιμετώπισης των δυσχερειών που επιφέρει η σωματική βλάβη στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση· όπως και το χρήμα παραμένει ένα φύσει ατελές μέσο για να επιφέρει την πλήρη αποκατάσταση. Λαμβάνεται υπόψη και η αγοραστική αξία του χρήματος μέσα στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον[13]. Αλλά ως τέτοιο, ατελές μέσο, το χρήμα, δεν θα πρέπει να ωθεί σε μίαν ανέλεγκτη πορεία αύξησης των αποζημιώσεων[14]. Ενόψει του ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων σε κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστός, η υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με τα ποσά που επιδικάστηκαν σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό, χωρίς όμως να δεσμεύει.

 

76.        Ο Ενάγων, από το κτύπημα στο τιμόνι και το ταμπλό του οχήματος, λόγω της οδικής σύγκρουσης, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και εγκεφαλική διάσειση, που προκάλεσαν έντονη ζάλη, κεφαλαλγία, και τάση προς εμετό. Επίσης, υπέστη εκτεταμένο περιοφθαλμικό οίδημα και αιμάτωμα δεξιού οφθαλμού, και βαριά κάκωση αυχενικής μοίρας με έντονο μυϊκό σπασμό και επώδυνες κινήσεις αυχένα. Από το κτύπημα στο στόμα, υπέστη άλγος στην άνω και κάτω γνάθο και αστάθεια δοντιών. Νοσηλεύθηκε για μία μέρα και υπέστη περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις και θεραπεία, ενώ, με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ6, κατά τον χρόνο εξέτασής του, το 2016, υπέφερε ακόμα από μετατραυματικό σύνδρομο του αυχένα.

 

77.        Το τελευταίο δεν παρουσιάστηκε ως μόνιμο κατάλοιπο. Ο Ενάγων δεν έδωσε μαρτυρία σχετικά με τη συνεχιζόμενη επίδραση των λοιπών τραυματισμών στην καθημερινή ζωή του, αλλά εστίασε στην ταλαιπωρία που υπέστη με το σπάσιμο των δοντιών, ο ίδιος θεωρώντας πως αυτός ήταν και ο σοβαρότερος τραυματισμός του.

 

78.        Στην Χρυσάνθου  ν. Φραντζή, (2010) 1 ΑΑΔ 1295, όπου ανήλικος, μεταξύ άλλων, είχε χτυπήσει στο στόμα και το πιγούνι με πληγές που είχαν συρραφεί, έχασε πέντε νεογιλούς οδόντες και δεν μπορούσε αρχικά να δαγκώσει και να έχει ομαλή μάσηση, μαζί με κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με διάσειση εγκεφάλου, παραμονή για τρία χρόνια χωρίς εμπρόσθιους κάτω οδόντες και ανάγκη ορθοδοντικής θεραπείας για την αποκατάσταση και ανατολή όλων των μονίμων οδόντων και για άλλη θεραπευτική μεταχείριση, για αρκετό καιρό μετά, είχε επικυρωθεί ποσό αποζημίωσης €14.000,00. Ήταν σοβαρότεροι οι τραυματισμοί και μεγαλύτερη η ταλαιπωρία του ασθενούς. Στη Νεάρχου ν. Στεφανίδη (2003) 1 ΑΑΔ 35, επικυρώθηκε ποσό Λ.Κ.7.000,00 για κάταγμα δεξιού βραχίονα, μικροεκδορές, απώλεια δύο δοντιών και κινητικότητα των υπολοίπων και σπάσιμο τριών εμπροσθίων κορώνων, παραμονή στο νοσοκομείο για τρεις ημέρες, δύο εγχειρήσεις για κάταγμα ενόψει μη ικανοποιητικής πόρωσης. Και εκεί οι τραυματισμοί ήταν κάπως σοβαρότεροι και η θεραπεία για την επούλωση των τραυμάτων του στόματος και την αποκατάσταση των βλαβών στα δόνια κράτησε ενάμιση περίπου μήνα. Καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα, ο εφεσείων είχε πόνους και υφίστατο ταλαιπωρία λόγω δυσκολίας στη μάσηση. Στη Χαραλάμπους ν. Ανδρέου, αγωγή αρ. 3707/2007 Ε.Δ. Πάφου, ημερομηνίας 28.09.2012, όπου ο ενάγων είχε δεχθεί επίθεση, μέσα από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου του, αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα και χτυπήματα στο πρόσωπο, στη στοματική κοιλότητα, στο στήθος και στην κοιλιακή χώρα του, που προκάλεσαν και εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος και αιμάτωμα στην άνω γνάθο, καθώς και απώλεια δοντιών, για την οποία χρειάστηκε πολύμηνη θεραπεία, χωρίς μόνιμη βλάβη ή πρόβλημα κατά τη μάσηση που να επηρεάζει την ζωή και την υγεία του γενικότερα, επιδικάστηκε ποσό €6.000,00, με την επαύξηση, λόγω του εκεί αστικού αδικήματος. Εκεί δεν υπήρχαν οι υπόλοιποι τραυματισμοί, που υπάρχουν στην περίπτωση του Ενάγοντος.

 

79.        Από τις προαναφερόμενες αποφάσεις, πέρασαν αρκετά χρόνια, και υπάρχουν, πέραν από κάποιες ομοιότητες, και διαφοροποιήσεις ως προς τους τραυματισμούς και την έκταση της ταλαιπωρίας των διαδίκων. Η αναφορά γίνεται για να περιμετροποιηθεί η λογική του πλαισίου εντός του οποίου κινείται το Δικαστήριο, λαμβάνοντας όμως υπόψη όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις αυτής της υπόθεσης. Με βάση αυτές, ως έχουν προηγουμένως εκτεθεί, κρίνεται πως ένα ποσό €8.000,00 είναι δίκαιη και εύλογη αποζημίωση στην περίπτωση του Ενάγοντος, επί πλήρους ευθύνης.

 

Κατάληξη

 

 

80.        Συμπερασματικά, έχει διαπιστωθεί οδική αμέλεια του Εναγόμενου 1 σε ποσοστό 10% και του Εναγόμενου 2 σε ποσοστό 90% έναντι στον Ενάγοντα. Έχει διαπιστωθεί το ύψος των ειδικών ζημιών στο ποσό των €6.927,00 και έχει υπολογιστεί ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση του Ενάγοντος στο ποσό των €8.000,00, επί πλήρους ευθύνης. Κατανεμημένα ανάλογα τα ποσά αυτά, σύμφωνα με τα ποσοστά ευθύνης των Εναγόμενων 1 και 2, δίδουν, όσον αφορά τον Εναγόμενο 1 €692,00 για τις ειδικές ζημιές και €800,00 για τις γενικές ζημιές, και όσον αφορά τον Εναγόμενο 2 €6.234,30 για τις ειδικές ζημιές και €7.200,00 για τις γενικές ζημιές.

 

81.        Υπάρχει δυνατότητα επιδίκασης νόμιμου τόκου. Για όλα τα επιδικασθέντα ποσά, θα είναι από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής του Ενάγοντος.

 

82.        Όσον αφορά τα δικηγορικά έξοδα, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να μην ακολουθήσουν το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό της αγωγής του Ενάγοντος εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2.

 

83.        Ως εκ των ανωτέρω:

 

Α. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €692,70 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος.

 

Β. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €800,00 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος.

 

Γ. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το ποσό των €6.234,30 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος.

 

Δ. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το ποσό των €7.200,00 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος.

 

Ε. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το 10% των εξόδων της αγωγής και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το 90% των εξόδων της αγωγής, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1]. Βλ. και Σωκράτους v. Αστυνοµίας (1989) 2 ΑΑΔ 1Αλεξάνδρου v. Λεβέντη (1996) 1 ΑΑΔ 420.

[2] Βλ. και Lang vLondon Transport Executive (1959) 3 All E.R. 609, Παναγιώτου νΜαύρου (1970) 1 CLR  215.

[3] Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1 ΑΑΔ 178.

[4] Βλ. και Χαραλάμπους ν. McGill, Πολιτικής Έφεση 38/2015, ημερομηνίας 18.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A527, Μάρκου ν. Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση 246/2012, ημερομηνίας 27.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310, Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28.

[5]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[6]. Μακρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, Πιττάλης ν. Ianira EntrLtd (1997) 1 ΑΑΔ 184, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14.12.2023.

[7]. Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832.

[8]. Αυξεντίου ν. Διγκλή (2007) 1 ΑΑΔ 1367.

[9] Βλ. και Ηρακλέους ν. Πίτρου (1991) 1 ΑΑΔ 239.

[10] Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 CLR 65.

[11] Paraskevopoulos v. Georghiou (1970) 1 CLR 116.

[12] Paraskevaides (OverseasLtd vChristofi (1992) 1 CLR 789.

[13] Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 CLR 130Karavallis v. Economides (1970) 1 CLR 271.

[14] Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο