ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον : Σ. Συμεού, Ε.Δ

 

Αρ. Αγωγής: 1440/16

 

Μεταξύ:

1.   ΧΧΧΧΧΧ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

2.   ΧΧΧΧΧΧΧ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Ενάγοντες

                                     και

 

                   SOCIETE GENERALE BANK – CYPRUS LIMITED

                                                                          

                                                                                      

                                                                             

                                                                          Εναγομένων 

 

Ημερομηνία : 24/04/24

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες – Αιτητές : κα. Ευαγγελία Πουλά- Μακαρούνα και Ειρήνη – Χρύσω Πουλλά

Για Εναγόμενους Καθ’ ων η Αίτηση : ΚΟΥΣΙΟΣ ΚΟΡΦΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση των Εναγόντων ημερομηνίας 19/03/24 για Παρεμπίπτοντα Διατάγματα

 

 

Το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής καταχωρήθηκε στις 10/10/16. Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν μεταξύ άλλων διάταγμα και ή απόφαση και ή δήλωση  του Δικαστηρίου ότι τα ισχυριζόμενα υπόλοιπα των Εναγόντων που προέκυψαν από την συμφωνία στεγαστικού δανείου την οποία και είχαν συνάψει με τους Εναγόμενους , από τώρα και στο εξής «η συμφωνία δανείου» ημερ. 26/09/05  και ή της υποθήκης με αρ. ΥΧΧΧΧ/05 ημερ. 29/09/05 επί του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 0/ΧΧΧΧ του Φ/ΣΧ 51/ΧΧ Ε2, τμήμα Χ, Τεμ. ΧΧΧ στον Δήμο Γεροσκήπου της Επαρχίας Πάφου που εκτελέστηκαν σε ελβετικά φράγκα (CHF LIBOR), δεν είναι εκκαθαρισμένα και δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά υπόλοιπα που οφείλουν οι Ενάγοντες καθότι υπήρξε χειραγώγηση από μέρους  των Εναγομένων εις βάρος των Εναγόντων ως προς την σύναψη της πιο πάνω αναφερθείσας συμφωνίας δανείου. Επίσης οι Ενάγοντες μεταξύ άλλων αξιώνουν και διάταγμα του Δικαστηρίου για ακύρωση της εξασφάλισης του παράνομου οφέλους της Εναγόμενης εις βάρος των Εναγόντων καθώς και διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη να προχωρήσει στην εκποίηση της Υποθήκης με αρ. ΥΧΧΧΧ/05 ημερ. 29/09/05.

 

Στις 19/03/24, ενώ οι Ενάγοντες – Αιτητές καταχώρησαν την υπό κρίση Αίτηση μονομερώς, στην συνέχεια επέλεξαν να την επιδώσουν στους Καθ’ ων η Αίτηση – Εναγόμενους, με αποτέλεσμα την 22/03/24 οι τελευταίοι να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να ζητήσουν χρόνο με σκοπό την καταχώρηση ένστασης. Με την συγκεκριμένη Αίτηση, οι Ενάγοντες – Αιτητές επιζητούν την έκδοση διατάγματος αναστολής του πλειστηριασμού της ενυπόθηκης κατοικίας με αρ. εγγραφής 0/ΧΧΧΧ του Φ/ΣΧ 51/ΧΧΕ2, τμήμα Χ, Τεμ. ΧΧΧ που βρίσκεται στον Δήμο Γεροσκήπου, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας 1 ο οποίος έχει οριστεί την 22/05/24 και ώρα 10:00 με την διαδικασία του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού της ABC E- Auctions Ltd καθώς και προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται και ή ακυρώνεται η ισχύς της ειδοποίησης «Τύπου ΙΑ» ημερ. 28/02/24.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 1 – Αιτήτριας στην οποία πολύ συνοπτικά αναφέρει ότι είναι η σύζυγος του Ενάγοντα 2 – Αιτητή 2 και  ιδιοκτήτρια του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 0/ΧΧΧΧ Φ/ΣΧ 51/ΧΧΕ2, Τμήμα Χ, Τεμ. 261 στον Δήμο Γεροσκήπου, από τώρα και στο εξής «του επίδικου ακινήτου» εντός του οποίου ανεγέρθηκε η κατοικία τους. Η Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1 ακολούθως αναφέρεται στο ιστορικό της σύναψης της σύμβασης στεγαστικού δανείου και ιδιαίτερα στην κατ’ ισχυρισμό παρότρυνση που είχε δεχτεί από υπάλληλο των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση με σκοπό να αποδεχθούν την χορήγηση του στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα (CHF LIBOR). Σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1, η συμφωνία με τους Ενάγομενους  συνάφθηκε περί την 26/09/2005 και έτσι τους χορηγήθηκε στεγαστικό δάνειο ύψους CHF 200.000 με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αποτελείτο από το Νομισματικό Διατραπεζικό Επιτόκιο, Μηνιαίο CHF LIBOR (σήμερα 0,73%) πλέον 2% προσαύξηση, σύνολο τότε το εκάστοτε μηναίο LIBOR 2%. To εν λόγω στεγαστικό δάνειο σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1, θα αποπληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις των CHF 1,355 για περίοδο αποπληρωμής μέχρι την εξόφληση 15 χρόνια και ημερομηνία πληρωμής την 30η ημέρα κάθε μήνα με πρώτη ημερομηνία πληρωμής την 31/10/05.

 

Στην συνέχεια η Αιτήτρια 1 αναφέρεται στους όρους της συμφωνίας δανείου ημερ. 26/09/05 μεταξύ των οποίων προνοείτο ότι η ίδια θα εκτελούσε υποθήκη επί του προηγουμένου αναφερόμενου επίδικου ακινήτου (οικοπέδου) για το ποσό των CHF 240.000. Επίσης σύμφωνα με την Αιτήτρια 1 η ίδια θα εκχωρούσε και την ασφάλεια ζωής της για το ποσό των Λ.Κ 75,000 πλέον τόκους προς όφελος των Εναγομένων καθώς επίσης και ότι θα εκχωρείτο η ασφάλεια πυρός και σεισμού για το ποσό των Λ.Κ 150.000 καθώς και προσωπική εγγύηση του Εναγόμενου 2 – Αιτητή 2, για το ποσό των CHF 240.000 πλέον τόκους.  Σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια 1, κατά η περί την 29/09/05 υποθήκευσε με την Υποθήκη αρ. ΥΧΧΧΧ/05  προς όφελος των Εναγομένων το επίδικο ακίνητο το οποίο και μεταβιβάστηκε στο όνομα της ταυτόχρονα με την εκτέλεση της υποθήκης. Η δε υποθήκη σύμφωνα με την Ενάγουσα - Αιτήτρια 1, εκτελέστηκε για το ποσό των CHF 240.000 και σύμφωνα με το έγγραφο της υποθήκης το ποσό αυτό ήταν πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση με σύνθετο τόκο προς κυμαινόμενο 10% από 29/05/05. Η υποθήκη συνοδευόταν από το έγγραφο ημερ. 29/09/05 αναφερόμενο ως «Έγγραφο Υποθήκης» και «Έγγραφο περιέχον πρόσθετους όρους Υποθήκης» ενώ γίνεται αναφορά από μέρους της και στους όρους του προαναφερόμενου εγγράφου. Σε ότι αφορά τον Εναγόμενο 2 – Αιτητή 2, δηλαδή τον σύζυγο της Αιτήτριας - Ενάγουσας 1, η τελευταία αναφέρει ότι την 30/09/05 ο Εναγόμενος 2, συμφώνησε με τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση με «Έγγραφο Εγγυήσεως» όπως εγγυηθεί τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την «Συμφωνία Στεγαστικού Δανείου» και όπως η εγγύηση του αυτή, δεν θα υπερβαίνει το ποσό των CHF 240.000.

 

Ακολούθως η Εναγόμενη 1- Αιτήτρια 1, στις παραγράφους 18 και επόμενες της ενόρκου δηλώσεως που έχει καταχωρήσει, επεξηγεί κατά την θέση της, την κατ’ ισχυρισμό μεμπτή και παράνομη συμπεριφορά την οποία επέδειξαν οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση εις βάρος τους με απώτερο σκοπό την σύναψη τόσο της σύμβασης στεγαστικού δανείου όσων και των υπολοίπων συμβάσεων που έχουν συναφθεί υποστηρίζοντας επιπλέον ότι τόσο η επιστολή αποδοχής πιστωτικών διευκολύνσεων, όσο και η συμφωνία στεγαστικού δανείου, η συμφωνία υποθήκης, το έγγραφο υποθήκης, η συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων και η συμφωνία εγγύησης καθώς και όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες αυτές είναι άκυρες και ή ακυρώσιμες καθότι υπεγράφησαν από τους ίδιους τους Ενάγοντες – Αιτητές παράνομα και η παραπλανητικά, χωρίς οι Εναγόμενοι να τους εξηγήσουν με σαφήνεια και διαφάνεια τους όρους των συμφωνιών που υπέγραψαν και χωρίς καν να προβούν σε διαπραγμάτευση των όρων που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους. Σύμφωνα μάλιστα με την Εναγόμενη 1 – Αιτήτρια 1, οι ισχυριζόμενοι όροι στην μεταξύ με τους Εναγόμενους συμφωνία στεγαστικού δανείου είναι παράνομοι για τους λόγους που η ίδια υποστηρίζει  στην παράγραφο 24(1)-(11) της ενόρκους δηλώσεως της.

 

Η Εναγόμενη 1 – Αιτήτρια 1 στην συνέχεια αναφέρεται στην αποστολή επιστολών που αντάλλαξε με τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση, αφού προηγουμένως είχε παραλάβει τις επιστολές των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίες και αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμό κατά την θέση τους καθυστερημένων οφειλών και με τις οποίες τους καλούσαν να προβούν σε εξόφληση δια μέσω της παραλαβής των ειδοποιήσεων που τους είχαν αποσταλεί, δηλαδή της ειδοποίησης «Τύπου Θ» και «Τύπου Ι» περί το έτος 2015. Επίσης αναφέρει και ότι μετά από την καταχώρηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση, συνέχισαν την αποστολή επιστολών, και πιο συγκεκριμένα της ειδοποίησης «Τύπου Ι» ημερ. 18/01/18. Σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια,  οι δικηγόροι που είχαν διορίσει απάντησαν στους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση με άλλη επιστολή ημερ. 28/03/18. Σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1 το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στην συνέχεια, αφού του ίδιου τύπου ειδοποίηση αποστάλθηκε ξανά από τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση,  τόσο στην ίδια την Αιτήτρια 1 – Ενάγουσα 1 όσο και στον σύζυγο της περί την 04/09/18 στην οποία και επισυνάπτονταν τρείς (3) καταστάσεις λογαριασμού καλώντας τους να προχωρήσουν με την πληρωμή των οφειλόμενων ποσών εντός 30 ημερών αλλιώς θα προχωρούσαν με την διαδικασία του πλειστηριασμού του ακινήτου τους. Τότε σύμφωνα με την Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1, με σκοπό την ματαίωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού που επρόκειτο να λάβει χώρα, καταχώρησαν στο Δικαστήριο μονομερή αίτηση για έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων η οποία και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ενώ αμέσως μετά συνέχεια καταχωρήθηκε νέα άλλη δια κλήσεως αυτήν την φορά Αίτηση ημερ. 06/12/18 κατά την εκδίκαση της οποίας το Δικαστήριο απέρριψε τα όποια αιτήματα τους είχαν προωθήσει για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με την Απόφαση ημερ. 31/01/19. Έτσι, οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση, προχώρησαν στην συνέχεια στον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου ευτυχώς χωρίς καμία απολύτως επιτυχία.

 

Την 07/03/24 σύμφωνα με την Ενάγουσα – Αιτήτρια 1 οι Ενάγοντες – Αιτητές, παρά το γεγονός ότι επιχειρείτο και από τις δύο πλευρές η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης αναφορικά με την διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ τους, παρέλαβαν συστημένες επιστολές «Τύπου ΙΑ» ημερ. 28/02/24 δια των οποίων οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση επιδιώκουν για ακόμη μια φορά να προχωρήσουν με την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό που έχει οριστεί την 22/05/24.

 

Η Ενάγουσα 1 – Αιτήτρια 1, ενόψει των πιο πάνω εξελίξεων που μεσολάβησαν και ιδιαίτερα δια τον λόγο ότι ο επικείμενος πλειστηριασμός του ακινήτου τους έχει προγραμματιστεί στις 22/05/24,  καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση επιζητώντας την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με σκοπό το Δικαστήριο να εμποδίσει τους Καθ’ ων η Αίτηση – Εναγόμενους από το να προχωρήσουν με την διαδικασία πλειστηριασμού του ακινήτου τους, ενώ κατά την θέση τους στην περίπτωση που τα αιτούμενα διατάγματα εκδοθούν  οι Καθ’ ων η Αίτηση – Εναγομένοι δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, εν αντιθέση με τους ίδιους που στην περίπτωση μη έκδοσης τους θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά διότι οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση δεν είναι φερέγγυοι αλλά σημειώνουν συνεχώς ζημιές αφού μάλιστα και το υποκατάστημα που διέθεταν στην πόλη της Πάφου έχει κλείσει. Επίσης η Ενάγουσα  1 – Αιτήτρια 1 υποστηρίζει, ότι οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση δεν θα υποστούν καμία ζημιά εφόσον η αξία εξαγοράς του ασφαλιστικού της συμβολαίου, καλύπτει την πραγματική οφειλή και υπάρχει και η υποθήκη για την εξασφάλιση.

 

 

Οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση, με την Ειδοποίηση Ένστασης που καταχώρησαν την 11/04/24 εγείρουν συνολικά δέκα (10) λόγους έντασης υποστηρίζοντας την μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι αναφορικά με τους λόγους ένστασης που αφορούν στον ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας της αίτησης (λόγοι ένστασης 9 και 10), ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση, κατά το στάδιο των προφορικών του αγορεύσεων ενώπιον του Δικαστηρίου την 19/04/24 δήλωσε ότι δεν θα προχωρήσει στην περαιτέρω προώθηση των λόγων ένστασης που αφορούν την καταχρηστικότητα της Αίτησης και έτσι ζήτησε να τους αποσύρει.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, οι λόγοι έντασης που παραμένουν προς εξέταση είναι οι υπ. αρ 1 μέχρι και 8 που αφορούν στο ότι η υπό κρίση Αίτηση είναι νόμο και ουσία αβάσιμη και ή στερείται νομικής βάσης και πραγματικού υποβάθρου, στο ότι τόσο η Αίτηση όσο και ή η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί από τους Αιτητές δεν είναι ικανή και δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, στο ότι δεν υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής, στο ότι δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ουδένα αγώγιμο δικαίωμα δεν είχε αποκαλυφθεί, στο ότι δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο ακόμη και στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, στο ότι οι αξιώσεις των Αιτητών απομιμούνται σε χρήμα και δεν έχει αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι οι Εναγόμενοι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν την δυνατότητα να καταβάλουν τυχόν επιδικασθείσες αποζημιώσεις σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής και ή στο ότι δεν έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία περί της μη φερεγγυότητας των Εναγομενων – Καθ’ ων η Αίτηση, στο ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας είναι σαφώς υπέρ των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση καθότι στην περίπτωση που εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα στερηθούν οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση τα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιώματα τους, και τέλος στο ότι οι ισχυρισμοί των Εναγόντων – Αιτητών είναι γενικοί και αόριστοι.

 

 

Η ένσταση συνοδεύεται  από την ένορκο δήλωση της υπαλλήλου των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία εργάζεται στο τμήμα της ανάκτησης χρεών. Επί της συγκεκριμένης ενόρκου δηλώσεως, η κα. Χριστοδούλου επαναλαμβάνει ουσιαστικά τους λόγους ένστασης που έχουν καταχωρηθεί επισημαίνοντας πρωτίστως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων και συνεπακόλουθα ότι η υπό κρίση Αίτηση δεν δύναται να επιτύχει. Η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζει ιδιαίτερα την φερεγγυότητα των Εναγόμενων – Καθ’ ων η Αίτηση και επισυνάπτει προς υποστήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού της, οικονομικές καταστάσεις των Εναγομενων – Καθ’ ων η Αίτηση, σε ότι αφορά τα κέρδη της Τράπεζας αναφορικά με τα έτη 2021 και 2022.

 

Σημειώνεται ότι η κα. Χριστοδούλου μέσα από τα όσα παραθέτει επί της ενόρκου δηλώσεως της, υποστηρίζει την μη πλήρωση των προϋποθέσεων και ουσιαστικά ζητά την απόρριψη της Αίτησης αναφορικά με τα διατάγματα που επιζητούνται.

 

Αυτή λοιπόν είναι συνοπτικά είναι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς της Αίτησης. Δεν επιδιώχθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε από τους ενόρκως δηλούντες και η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων ενώ οι συνήγοροι της κάθε πλευράς παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις στις οποίες υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Επίσης αγόρευσαν και προφορικά. Έχω μελετήσει τόσο την Αίτηση και Ένσταση όσο και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν καθώς και τα έγγραφα που επισυνάπτονται σε αυτές ως Τεκμήρια. Έχω επίσης μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων και τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν.

 

Νομική Πτυχή

 

Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα παρέχεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Οι διατάξεις του άρθρου 32(1)  του Ν. 14/60 προβλέπουν ότι η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, νοουμένου ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

(α)     ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση,

 

(β)     ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία, και

 

(γ)     ότι εκτός αν εκδοθεί το ενδιάμεσο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον.

 

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι αυτό θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο.

 

Αποτελεί βεβαίως κανόνα ότι στα πλαίσια εξέτασης μιας αίτησης για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το Δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της αγωγής. Περιορίζεται στην εξέταση των στοιχείων που τίθενται ενώπιον του για να διακριβώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Η νομολογία καθορίζει με ποιο τρόπο το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει τις πιο πάνω προϋποθέσεις.

 

Η πρώτη προϋπόθεση αφορά το κατά πόσο ο Αιτητής έχει καταδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση στην αγωγή. Σύμφωνα με τη νομολογία, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο πρέπει μόνο να εξετάσει κατά πόσο υφίσταται ουσιαστικό επίδικο ζήτημα προς εκδίκαση και εάν αποκαλύπτεται ουσιαστική βάση αγωγής.

 

Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, ο Αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή. Η ορατή αυτή πιθανότητα επιτυχίας έχει ερμηνευτεί στη νομολογία ως κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην ποιότητα, αποδεικτική αξία ή πειστικότητα της μαρτυρίας, ούτε και να αξιολογήσει την ορθότητα των εκατέρωθεν θέσεων. Κατά την εξέτασή του, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο Αιτητής να έχει πιθανότητα επιτυχίας στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο κρίνεται συνήθως σε συνάρτηση με το κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων στον Αιτητή στο τελικό στάδιο της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του. Εάν η απάντηση είναι θετική τότε, κατά βάση, η έκδοση ή συνέχιση προσωρινού διατάγματος δεν κρίνεται απαραίτητηhttps://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=apofaseised/pol/2019/1120190203.htm&qstring=%F0%F1%EF%F3%F9%F1%E9%ED%2A%20and%20%E4%E9%E1%F4%E1%E3%EC%2A%20and%20%E1%F1%E8%F1%2A%20and%2032%20and%20%F0%EB%E5%E9%F3%F4%E7%F1%E9%E1%F3%EC%2A%20and%20%E5%ED%F9%F0%E9%EF%ED%20and%20%E3.%20and%20%EA%F5%E8%F1%E1%E9%F9%F4%EF%2A#_ftn6. Όμως, οι έννοιες του δύσκολου ή αδύνατου απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν περιορίζονται στη δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσης αλλά, ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης, περιλαμβάνουν και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια και παράγοντες τα οποία το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουhttps://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=apofaseised/pol/2019/1120190203.htm&qstring=%F0%F1%EF%F3%F9%F1%E9%ED%2A%20and%20%E4%E9%E1%F4%E1%E3%EC%2A%20and%20%E1%F1%E8%F1%2A%20and%2032%20and%20%F0%EB%E5%E9%F3%F4%E7%F1%E9%E1%F3%EC%2A%20and%20%E5%ED%F9%F0%E9%EF%ED%20and%20%E3.%20and%20%EA%F5%E8%F1%E1%E9%F9%F4%EF%2A#_ftn7.

 

Τέλος, το εύλογο ή πρόσφορο της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος είναι ζήτημα πραγματικό και υποκειμενικό, που αποφασίζεται από το Δικαστήριο σε συνάρτηση με τα γεγονότα και δεδομένα της κάθε περίπτωσης.

 

Με υπόβαθρο και γνώμονα τις πιο πάνω νομικές αρχές, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση. Υπενθυμίζω ότι, ο Ενάγοντας-Αιτητής φέρει και το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων τα οποία εξαιτείται.

 

Εξέταση της Αίτησης

 

Από τη φύση των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου του Ν. 14/60 διαφαίνεται ότι αυτές είναι, μέχρι ενός σημείου, αλληλένδετες.

 

Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, το κατά πόσο υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα δικόγραφα χωρίς να γίνεται αναφορά στην αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον  του Δικαστηρίου στα πλαίσια της Αίτησης. Αν από τα δικόγραφα αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα τότε η προϋπόθεση αυτή, πληρείται.

 

Έχω αναφέρει στην αρχή της απόφασης μου τις αξιώσεις που εγείρουν οι Ενάγοντες – Αιτητές με βάση την αγωγή που καταχώρησαν. Θεωρώ περιττό να τις επαναλάβω. Λαμβάνοντας υπόψη τη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος κρίνω ότι αποκαλύπτονται σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση και, συνεπώς, πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 (1), του Ν. 14/60.

 

Προχωρώ να εξετάσω τώρα την δεύτερη προϋπόθεση και προς τούτο θα διερευνήσω ουσιαστικά το κατά πόσο  υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή έχοντας ως βάση την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Αιτητών. Αυτό γίνεται πάντα με την επιφύλαξη του ότι, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της υπόθεσης.

 

Έχω ήδη αναφερθεί στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση. Όπως έχω επίσης αναφέρει πιο πάνω, με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση αρνούνται τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς και προβάλλουν τους δικούς της ισχυρισμούς προς αντίκρουση τόσο σχετικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση στεγαστικού δανείου όσο και αναφορικά με τα οφειλόμενα ποσά που έχουν προκύψει. Συνοπτικά, οι Ενάγοντες – Αιτητές  επικεντρώνονται σε ισχυρισμούς περί δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και παραπλάνησης εκ μέρους των Εναγομενων – Καθ’ ων η Αίτηση με απώτερο σκοπό την σύναψη της συμφωνίας του στεγαστικού δανείου καθώς και όλων των υπολοίπων συμφωνιών που συνάφθηκαν και οι οποίες ως βεβαίως ισχυρίζονται είναι άκυρες και ή ακυρώσιμες. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι λόγω των παράνομων χρεώσεων και ή υπερχρεώσεων που έχουν επιβληθεί από τους Εναγομενους – Καθ’ ων η Αίτηση, λόγω της πιο πάνω συμφωνίας που έχει συναφθεί, εκ του αποτελέσματος αυτή παρουσιάζει καθυστερήσεις ενώ τα ποσά που εμφαίνονται στις καθυστερήσεις αυτές, δεν είναι τα ορθά και ή τα αληθινά, ενώ το αναφερόμενο επί αυτών των καθυστερήσεων επιτόκιο είναι παράνομο και ή αυθαίρετο. Οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση αρνούνται όλα τα πιο πάνω και πιο συγκεκριμένα την ύπαρξη παράνομων και αντισυμβατικών χρεώσεων στο ποσό που επιδιώκει να εισπράξει μέσω της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου ενώ αρνείται και τους ισχυρισμούς περί εξαπάτησης, δόλου και γενικά παραπλάνησης.

 

Η διαφωνία μεταξύ των δύο πλευρών αναφορικά με τα γεγονότα έχει σημειωθεί. Όμως δεν θα αποφασιστεί στο στάδιο αυτό ποια από τις δύο εκδοχές ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η εξέταση της μαρτυρίας της κάθε πλευράς γίνεται μόνο για τους σκοπούς που επιτρέπονται στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης και δεν προκαταβάλλει βεβαίως την τελική έκβαση της αγωγής.

 

Με αυτή την επιφύλαξη, θεωρώ ότι οι Ενάγοντες – Αιτητές έχουν καταδείξει ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή και, συνεπώς, πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα καταστήσει δύσκολη ή αδύνατη την απόδοση πλήρους δικαιοσύνης στο μέλλον, δηλαδή την τρίτη προϋπόθεση. Η θέση των Εναγόντων – Αιτητών στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι ακριβώς ότι η ζημιά που θα υποστούν εάν επιτραπεί ο πλειστηριασμός  και συνεπακόλουθα η πώληση του επίδικου ακινήτου θα είναι ανεπανόρθωτη γιατί θα έχουν ήδη απωλέσει την περιουσία τους ενώ από την άλλη οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση δεν είναι φερέγγυοι αλλά συνεχώς σημειώνουν ζημιές οι οποίες και προκύπτουν μέσα και από το γεγονός ότι το υποκατάστημα που είχαν ανοίξει στο παρελθόν στην πόλη και επαρχία της Πάφου, έχει πλέον κλείσει.

 

Από την άλλη, οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση δεν συμφωνούν με την πιο πάνω θέση. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, υποστηρίζουν το αντίθετο. Πιο συγκεκριμένα οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι φερέγγυοι και επισυνάπτουν προς υποστήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού τους και σχετικά Τεκμήρια – έγγραφα από τα οποία διαφαίνεται κατά την θέση τους τόσο η φερεγγυότητα της Τράπεζας όσο και τα κέρδη τα οποία έχουν προκύψει κατά τα έτη 2021 και 2022.

 

Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες – Αιτητές με βάση την μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν παρουσιάσει οιανδήποτε επεξήγηση και ή σαφή και η θετική μαρτυρία που να δικαιολογεί την ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση που πωληθεί το ακίνητο. Ούτε και έχει αποδειχθεί από πλευράς τους ότι η τυχόν πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό θα προκαλέσει σε αυτούς ανυπολόγιστη ζημιά.

 

Στην Πολιτική Έφεση LOUCAS PANAYIOTOU ESTATES LTD κ.α v. HELLENIC BANK COMPANY LTD Πολ. Έφεση υπ.αρ. Ε203/2013 ημερ. 11/09/19, ECLI:CY:AD:2019:A360 στην οποία οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο και ζητούσαν να απαγορευθεί στους εφεσίβλητους να προβούν σε οποιεσδήποτε ενέργειες με σκοπό την αποξένωση και ή πώληση και ή μεταβίβαση αριθμών υποθηκών οι οποίες βάρυναν τα ακίνητα τα οποία και ήταν περιουσία των εφεσειόντων, το Ανώτατο Δικαστήριο απαντώντας επί της εισηγήσεως των εφεσείοντων ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και δεν θα έπρεπε, ως είχε καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αφεθεί το ενδεχόμενο της εκποίησης της περιουσίας τους αφού καμία αποζημίωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ιδιοκτησία τους σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής των εφεσίβλητων, ανέφερε ότι δεν είχε ικανοποιηθεί με βάση την Νομολογία παρέθεσε ( βλ. μεταξύ άλλων την υπόθεση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ 1245) η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, τονίζοντας μάλιστα ότι η έννοια της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την υποκατάσταση της υλικής ζημιάς αφού θα πρέπει να λαμβάνονται και άλλα στοιχεία υπόψη περιλαμβανομένης της προστασίας των δικαιωμάτων των Αιτητών. Περαιτέρω υποδείχθηκε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η επίκληση της παραμονής της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες ως παράγοντας έκδοσης του συντηρητικού διατάγματος ήταν ασαφής, αόριστη και ελλιπής καθότι δεν ικανοποιείτο η αναγκαία βάση αναφορικά με την «ζημιά» την οποία και θα υπόκειντο οι εφεσείοντες σε περίπτωση μη έκδοσης του συντηρητικού διατάγματος. Τέλος αναφέρθηκε και ότι η παραμονή της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με την δική τους συγκατάθεση είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα είχαν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Συνεπώς διατυπώθηκε η θέση ότι οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας θέτοντας έτσι την περιουσία τους υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.

 

Το κατά πόσο λοιπόν η ζημιά, που οι Ενάγοντες – Αιτητές ενδεχομένως να υποστούν από τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και το κατά πόσο η ζημιά αυτή μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα ή όχι, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και άλλα στοιχεία περιλαμβανομένης και της προστασίας των δικαιωμάτων των Εναγόντων - Αιτητών, είναι ουσιώδους σημασίας. Εν προκειμένω θεωρώ, ότι η μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο εκ μέρους των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση συνηγορεί με το ότι η όποια ενδεχόμενη ζημιά μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα ενώ η ίδια ως έχει διαφανεί είναι φερέγγυα ούτως ώστε να βρίσκεται σε θέση να καταβάλει μια τέτοια ενδεχόμενη αποζημίωση. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο από τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση επί του ζητήματος τούτου δεν έχει τύχει ουσιαστικής αντίκρουσης και αμφισβήτησης από πλευράς των Εναγόντων – Αιτητών δια μέσω αντεξέτασης της ενόρκως δηλούσας ή με την παρουσίαση συμπληρωματικής μαρτυρίας από μέρους τους, αφού τα όσα έχουν υποστηριχθεί από πλευράς τους αναφορικά με την θέση τους περί αφερεγγυότητας της Τράπεζας τέθηκαν στο Δικαστήριο γενικά, αόριστα και χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση. Πιο συγκεκριμένα ουδεμία απολύτως μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί από πλευράς των Εναγόντων – Αιτητών που να καταδεικνύεται ότι πράγματι οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση δεν είναι φερέγγυοι ή και πιο συγκεκριμένα ότι επίκειται το κλείσιμο της εν λόγω τράπεζας. Σε ότι δε αφορά τον ισχυρισμό αυτό που έχει προβληθεί, αξίζει να σημειωθεί ότι το γεγονός και μόνο ότι έχει κλείσει ένα εκ των καταστημάτων της συγκεκριμένης τράπεζας και πιο συγκεκριμένα το υποκατάστημα το οποίο και διέθετε στην πόλη και Επαρχία της Πάφου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν παρουσιαστεί από πλευράς των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση και  πιο πρόσφατες οικονομικές καταστάσεις εκ μέρους τους που να καταδεικνύουν κέρδη, δεν επιβεβαιώνει και την θέση των Εναγόντων – Αιτητών περί μη αφερεγγυότητας της Τράπεζας είτε ακόμη ότι η τελευταία επίκειται λίαν συντόμως να σταματήσει τις εργασίες της και δηλαδή να κλείσει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τους αποζημιώσει σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής που καταχώρησαν. Οι δε ισχυρισμοί ως έχουν αυτοί τεθεί επί της παραγράφου αρ. 58 της ενόρκου δηλώσεως της Ελένης Νικολάου ημερ. 19/03/24 « δεν είναι σε θέση να αποζημιώσει» και ότι « σημειώνει ζημιές» τέθηκαν χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση με αποτέλεσμα να είναι φανερό ότι δεν ικανοποιείται η αναγκαία βάση για την ζημιά την οποία θα υποστούν οι Ενάγοντες – Αιτητές σε περίπτωση μη έκδοσης των διαταγμάτων. Εξάλλου ως ανωτέρω έχει υποδειχθεί η παραμονή της ιδιοκτησίας στους Ενάγοντες – Αιτητές  τέθηκε υπό αμφισβήτηση αφής στιγμής το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί αντικείμενο υποθήκης απεμπολώντας έτσι ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας θέτοντας την περιουσίας τους υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης. Πρόκειται επομένως για ζήτημα τόσο ουσιώδες που η παράλειψη αυτή Εναγόντων – Αιτητών να τεκμηριώσουν τις πιο πάνω θέσεις που προέβαλαν, δεν μπορεί παρά να έχει επιπτώσεις επί της Αίτησης. Επί αυτού, επομένως, του ζητήματος παραμένει χωρίς αμφισβήτηση η θέση των Εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση ότι η μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Ενάγοντες – Αιτητές.

 

Σε ότι δε αφορά την θέση των Εναγόντων – Αιτητών ότι το Δικαστήριο εν προκειμένω οφείλει να αγνοήσει παντελώς και να μην λάβει υπόψη τις οικονομικές καταστάσεις που οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση επισύναψαν ως Τεκμήρια 2(Α) και 2(Β) καθότι τα έγγραφα αυτά είναι συντεταγμένα στην Αγγλική γλώσσα η οποία και δεν εμπεριέχεται στις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας οι οποίες καθορίζονται από το άρθρο 3 του Συντάγματος,  επίσης δεν θα συμφωνήσω. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΟΣΚΑΣ v. BNP PARIBAS (CYPRUS)LIMITED, Πολ. Έφεση 37/2008, ημερ. 20/12/10 , 1 ΑΑΔ 1962, ένας από τους λόγους έφεσης που είχε εξεταστεί, αφορούσε και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα παραλαβής στηριζόμενο σε ένορκη δήλωση η οποία καταρτίστηκε στην Αγγλική γλώσσα καθότι η συγκεκριμένη ένορκος δήλωση ήταν παράνομη εφόσον καταστρατηγούσε το άρθρο 3.4 του Συντάγματος που καθιερώνει τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας καθώς τον Περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν.67(Ι)88. Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, υπέδειξε ότι τα όσα ισχυρίστηκε ο εφεσείοντας προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης αφορούν την χρήση της αγγλικής γλώσσας ως γλώσσα της δικαστικής διαδικασίας ενώ η υπόθεση αυτή διέφερε καθότι αφορούσε την καταχώρηση της ένορκης δήλωσης. Περαιτέρω αναφέρθηκε και ότι, παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος το άρθρο 5(1) του Ν. 67/88 προνοεί ότι «ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συντεταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα».

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, το Δικαστήριο εν προκειμένω αφής στιγμής αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων που έχουν κατατεθεί και στην ουσία τους βεβαίως δεν αμφισβητήθηκαν, κρίνω ότι η εισήγηση που έχει προβληθεί από πλευράς των Εναγόντων – Αιτητών είναι αβάσιμη και συνακόλουθα τα έγγραφα αυτά λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς εκδόσεως της παρούσας απόφασης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, τα οποία και καταδεικνύουν ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η μη έκδοση των διαταγμάτων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Ενάγοντες – Αιτητές , καταλήγω ότι δεν υπάρχει το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο που να επιτρέπει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Συνεπώς, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Ενόψει του αποτελέσματος, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ  των Εναγόμενων – Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον των Εναγόντων – Αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο (1 σετ εξόδων).  Ο υπολογισμός και η καταβολή των εξόδων θα γίνει στο τέλος της αγωγής.

 

 

 

(Υπ.)  .................................
              Σ. Συμεού, Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο