ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Αγωγή αρ. 691/2022

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΤΕΛΩΝΗΣ & ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΖΥΜΠΟΥΛΑΚΗ ΤΕΛΩΝΗ ΔΕΠΕ

 

 

 

Ενάγουσα

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

 

 

 

Εναγόμενη

 

 

 

_____________________________

 

 

Ημερομηνία: 29 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Ε. Ιωάννου (κα), για την Ενάγουσα

 

Γ. Σιαηλής, για την Εναγόμενη

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η διαφορά των διαδίκων

 

1.        Είναι η θέση της Ενάγουσας, Κυπριακής δικηγορικής εταιρείας, πως η Εναγόμενη, περί τα μέσα Ιουλίου 2022, επισκέφθηκε το γραφείο της, είχε συνάντηση με τους δικηγόρους Μέρκουρη Τελώνη και Γιολάντα Ζυμπουλάκη Τελώνη, διευθυντές της εν λόγω εταιρείας, και έλαβε από αυτούς νομικές συμβουλές σχετικές με την αγωγή 482/2022 Ε.Δ. Πάφου. Παρέμεινε πλήρως ικανοποιημένη και υπέγραψε σχετικό διοριστήριο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε την Ενάγουσα να την εκπροσωπήσει στην αγωγή αυτή. Είχε εκδοθεί μονομερώς προσωρινό διάταγμα και η Ενάγουσα θα καταχωρούσε εμφάνιση στην αγωγή και ένσταση στην αίτηση και στην εξακολούθηση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος, προχωρώντας με ακρόαση της αίτησης.

 

2.        Είναι η θέση της Ενάγουσας, που είναι εκείνη που αμφισβητείται, πως είχε συμφωνηθεί αμοιβή €3.000,00, περιλαμβανομένων όλων των πραγματικών εξόδων, πλέον Φ.Π.Α., μόνο για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος. Αυτό γιατί θα έπρεπε να γίνει άμεση εργασία, και δη κατά τη θερινή περίοδο. Η αμοιβή θα ήταν πληρωτέα σε δύο ισόποσες δόσεις, η μία πριν από την καταχώριση της ένστασης και η άλλη πριν από την ετοιμασία της γραπτής αγόρευσης, περί τον Αύγουστο του 2022.

 

3.        Δεν υπογράφθηκε ειδικό διοριστήριο σχετικά με τα έξοδα, εφόσον, για τον χειρισμό της αγωγής, η χρέωση θα ήταν με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς.

 

4.        Η Ενάγουσα προέβη σε διάφορες εργασίες. Συνέλεξε στοιχεία, ετοίμασε και καταχώρισε την ένσταση, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο κατά την 27.07.2022 και την 07.09.2022, και ετοίμασε γραπτές αγορεύσεις, ενώ υπήρχαν και συναντήσεις στο γραφείο της με δικηγόρους για τους σκοπούς της διαδικασίας, συχνή τηλεφωνική επικοινωνία, διαπραγματεύσεις για εξώδικη διευθέτηση, μελέτη της νομολογίας.

 

5.        Η Εναγόμενη πλήρωσε την πρώτη δόση και είχε υποσχεθεί να προσκομίσει και το υπόλοιπο ποσό για τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Βάσει των υποσχέσεων της Εναγόμενης, η Ενάγουσα είχε περατώσει τη συμφωνηθείσα εργασία, ετοιμάζοντας και τις αγορεύσεις, εφόσον θα έπρεπε να κατατεθούν στο Δικαστήριο την 13.09.2022. Πλην όμως, η Εναγόμενη, με διάφορες προφάσεις, εν τέλει, απέφυγε την πληρωμή, λέγοντας ότι είχε έκτακτα έξοδα. Την 22.08.2022, επιδόθηκε στην Εναγόμενη επιστολή, με την οποία ζητήθηκε η δικηγορική αμοιβή. Τα έξοδα για την επιστολή ήταν πρόσθετα €100,00, πλέον Φ.Π.Α., πλέον €16,50 έξοδα επίδοσης. Με την ίδια επιστολή, είχε αναφερθεί πως, εάν δεν εκπληρώνονταν η συμφωνία, την 13.09.2022, η Ενάγουσα θα αποσύρονταν από την εκπροσώπηση της Εναγόμενης. Συναφώς, την 22.08.2022, η Ενάγουσα εξέδωσε τιμολόγιο για τις υπηρεσίες της αξίας €1.920,50, που αφορούσε το υπόλοιπο ποσό των €1.500,00, πλέον τα €100,00 της προειδοποιητικής επιστολής, πλέον €16,50 έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α.. Η Εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε. Το ποσό αυτό αξιώνει η Ενάγουσα και με την αγωγή της.

 

6.        Η Εναγόμενη, με την υπεράσπισή της, παραδέχεται πως υπέγραψε διοριστήριο στην Ενάγουσα, για να την εκπροσωπήσει στην προαναφερόμενη αγωγή. Ωστόσο, δεν προέβη σε τέτοια συμφωνία ειδικά για το προσωρινό διάταγμα. Θα πλήρωσε με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Το ποσό των €1.785,00 που πλήρωσε της ζητήθηκε ως προκαταβολή στην αγωγή γιατί υπήρχε η διαδικασία του προσωρινού διατάγματος. Είχε εκδοθεί σχετικό τιμολόγιο για το ποσό αυτό, το οποίο η Εναγόμενη πλήρωσε άμεσα. Η Εναγόμενη δεν αποδέχεται τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Ενάγουσας. Ισχυρίζεται πως έλαβε τηλεφώνημα από το γραφείο της Ενάγουσας, με το οποίο την καλούσαν να πληρώσει περαιτέρω χρήματα, ειδάλλως δεν θα προχωρούσαν να ετοιμάσουν αγόρευση και την 13.09.2022 θα αποσύρονταν από την εκπροσώπησή της. Η Εναγόμενη, όπως αναφέρει, επικοινώνησε με την κυρία Ζυμπουλάκη, και την ρώτησε, γιατί πρέπει να πληρώσει τόσα επιπλέον χρήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ζητώντας κατάλογο εξόδων. Ουδέποτε υποσχέθηκε να πληρώσει κάποιο ποσό. Όταν η Ενάγουσα επανέλαβε την απαίτηση για περαιτέρω χρήματα, η Εναγόμενη ζήτησε εκ νέου κατάλογο εξόδων, ώστε να αναφέρονται οι εργασίες που έγιναν, κι αν από αυτόν προκύψει πως οφείλει, να πληρώσει. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να ετοιμάσει κατάλογο εξόδων. Η Εναγόμενη αρνείται την αξίωση της Ενάγουσας και ισχυρίζεται πως έχει τύχει υπερχρεώσεων, γι’ αυτό αναμένει να γίνει ψήφιση των εξόδων της Ενάγουσας στο πλαίσιο της αγωγής 482/2022 Ε.Δ. Πάφου. Ανταπαιτεί την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Ενάγουσα να προβεί σε υπολογισμό εξόδων, ώστε να προκύψει πως το ποσό που ήδη κατέβαλε υπερβαίνει την αξία των εργασιών που έγιναν και να διαφανεί η υπερπληρωμή.

 

7.        Η Ενάγουσα, με απαντητικό δικόγραφο, επαναλαμβάνει, επιμένοντας, στη δική της εκδοχή, ότι δηλαδή το διοριστήριο υπογράφθηκε για την αγωγή όπου η αμοιβή θα ήταν σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανονισμούς, αλλά ότι υπήρξε ξεχωριστή συμφωνία για την αμοιβή για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος. Όχι μόνον ετοιμάστηκαν οι γραπτές αγορεύσεις, αλλά η Εναγόμενη προσήλθε στο γραφείο της Ενάγουσας, την ανέγνωσε και της εξηγήθηκε, απασχολώντας δικηγόρους επί δύο ώρες, για να της εξηγήσουν όλες τις αναφορές. Για τις εξωδικαστικές εργασίες, όπως αναφέρει η Ενάγουσα, περιλαμβανομένων των μακρών τηλεφωνικών συνομιλιών, επιφυλάσσεται να αποταθεί στην αρμόδια επιτροπή του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Η Ενάγουσα αρνείται και την ανταπαίτηση της Εναγόμενης, εφόσον είναι η θέση της πως η αμοιβή είχε συμφωνηθεί ρητά. Εφόσον υπάρχει ρητή συμφωνία, βάσει της οποίας εκδόθηκε τιμολόγιο, δεν υποχρεούται, όπως αναφέρει, να ψηφίσει τα έξοδά της. Η Ενάγουσα χαρακτηρίζει, μέσα στο δικόγραφο, την Εναγόμενη ως «εκκεντρικό» και «εγωϊστικό» πρόσωπο, που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει τις διαδικασίες, παρενοχλούσε συνεχώς, ενώ, κατά την τελευταία επίσκεψη, προκλήθηκε και επεισόδιο, για το οποίο έγινε καταγγελία στην Αστυνομία. Η Ενάγουσα ζητά την απόρριψη της ανταπαίτησης της Εναγόμενης.

 

8.        Επίδικα, εκ των δικογράφων, είναι εάν υπήρξε κάποια συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης για αμοιβή, για εργασίες για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος, ύψους €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., βάσει της οποίας οφείλεται υπόλοιπο, πλέον τα έξοδα κάποιας επιστολής, ή εάν δεν υπήρξε και η Ενάγουσα υποχρεούται να προβεί σε ψήφιση των εξόδων της στο πλαίσιο της αγωγής όπου εκείνα προέκυψαν. Στο πλαίσιο της ανταπαίτησης της Εναγόμενης, κι εάν το ποσό που παραδεκτά καταβλήθηκε στην Ενάγουσα από την Εναγόμενη περιλαμβάνει αμοιβή για μη παρεχόμενες υπηρεσίες, ώστε να προκύπτει υπερχρέωση της Εναγόμενης από την Ενάγουσα.

 

Η διαδικασία

 

9.        Για την υπόθεση της Ενάγουσας, δόθηκε μαρτυρία από τον Μέρκουρη Τελώνη (ΜΕ1), τον Αθανάσιο Αθανασίου (ΜΕ2) και τον Νικόλαο Κουλέσωβ (ΜΕ3). Για την υπόθεση της Εναγόμενης, δόθηκε μαρτυρία από την ίδια (ΜΥ1).  Η ακρόαση έγινε με τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης, σύμφωνα με τη Δ.30,κ.6,7 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Δεν υπήρξε αντεξέταση. Δια των ενόρκων δηλώσεων, προσκομίστηκε περαιτέρω έγγραφη μαρτυρία.

 

10.    Μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των διαδίκων αγόρευσαν, προς υποστήριξη των θέσεων των Εναγόντων και της Εναγόμενης, αντίστοιχα.

 

11.    Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην ολοκληρωμένη μορφή του, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

12.    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν[1]. Σκοπεί στην εύρεση των πραγματικών γεγονότων επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί. Αξιολογείται το περιεχόμενο της μαρτυρίας[2], από το οποίο δυνατόν να προκύπτουν και κρίσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Λόγω και του τρόπου παρουσίασης της μαρτυρίας στις υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, το πλέγμα των κλασικών νομολογιακών αρχών προσαρμόζεται ανάλογα, με προσεγγίσεις απαλλαγμένες από εξωτερικές εντυπώσεις εκ της άμεσης συμπεριφοράς ή των αντιδράσεων στο εδώλιο του μάρτυρα[3] ή αντίστοιχα που να παρεμβάλλουν εκ του ύφους, της έκτασης ή των εξωτερικών γνωρισμάτων της γραφής ή της αφηγηματικής ικανότητας του συγγράψαντος την κάθε κείμενη εκδοχή. Η πληρότητα και η σαφήνεια ή η ελλειμματικότητα και η αοριστία επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, η αμεσότητα ή η υπεκφυγή, οι συμπτώσεις και η λογική ή η ύπαρξη ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών[4], εν τέλει η πειστικότητα ή όχι της εκδοχής, είναι κριτήρια περιεχομένου που μπορούν να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη, συναρτώμενα με το σύνολο της μαρτυρίας, ασχέτως του έγγραφου ή έμμεσου τρόπου του λόγου των μαρτύρων, την απουσία πλήρους ζωντανής ατμόσφαιρας και την απόσταση του Δικαστηρίου από τον μάρτυρα και τους τρόπους συμπεριφοράς του (demeanour) ή τα έκδηλα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η κατάληξη ότι ένας μάρτυρας είναι αξιόπιστος ή όχι δεν έχει να κάνει με την εντιμότητα του ατόμου ή με στοιχεία της προσωπικότητάς του γενικότερα, αλλά με την εκδοχή την οποία υποστηρίζει ως μάρτυρας.

 

13.    Ο ΜΕ1, εκ των διευθυντών της Ενάγουσας, ανέφερε ό,τι και στην αγωγή της η Ενάγουσα. Υπογράφθηκε ένα διοριστήριο για την αγωγή και τη διαδικασία για την ενδιάμεση θεραπεία. Την Εναγόμενη σύστησε στην Ενάγουσα ο ΜΕ3, ο οποίος ήταν παρών σε συναντήσεις που έγιναν με την Εναγόμενη, κατά τις οποίες είχε συζητηθεί η συμφωνία για €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. για τη διαδικασία της ενδιάμεσης θεραπείας, εφόσον έπρεπε να εργαστούν άμεσα και κατά τη θερινή περίοδο. Θεωρεί ότι υπήρξε σαφής συμφωνία και ότι ο ισχυρισμός της Εναγόμενης περί αμοιβής σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανονισμούς είναι σκέψη εκ των υστέρων για να αποφύγει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, εκφράζοντας πως η Εναγόμενης ξεγέλασε την Ενάγουσα. Πλήρωσε μόνον την πρώτη δόση, την 15.07.2022 (Τ2), και καταχωρίστηκε η ένσταση την 25.07.2022 (Τ1), και δεν πλήρωσε τη δεύτερη δόση, που ήταν πληρωτέα τον Αύγουστο του 2022. Παρά ταύτα, η Ενάγουσα ετοίμασε αγόρευση (Τ4), βάσει των υποσχέσεων της Εναγόμενης πως θα τακτοποιούσε την οικονομική εκκρεμότητα. Ο ΜΕ1 αναφέρεται και στην έκταση που απασχόλησε η Εναγόμενη την Ενάγουσα με την υπόθεσή της (Τ3). Με επιστολή ημερομηνίας 22.08.2022 (Τ5), η Ενάγουσα ενημέρωσε πως θα αποσυρθεί από την εκπροσώπηση της Εναγόμενης. Αυθημερόν εξέδωσε τιμολόγιο, στο οποίο χρέωσε και έξοδα της επιστολής (Τ6), το τιμολόγιο 0996.

 

14.    Ο ΜΕ1 απέφυγε να προσκομίσει στο Δικαστήριο το διοριστήριο έγγραφο, στο οποίο έκανε αναφορά. Η απόδειξη πληρωμής που προσκόμισε ο ΜΕ1 (Τ2), στο σώμα της, αναφέρεται σε ένα άλλο τιμολόγιο, το 0945, που, επίσης, δεν προσκομίστηκε, για να εξεταστούν οι περιγραφόμενες, σε αυτό, υπηρεσίες. Στο τιμολόγιο Τ6, δεν αναγράφεται συγκεκριμένη υπηρεσία και αριθμός αγωγής. Από την έγγραφη μαρτυρία που προσκόμισε ο ΜΕ1, δεν προκύπτει πως συνάφθηκε συμφωνία για πληρωμή ποσού €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. μόνον για διαδικασία ενδιάμεσης θεραπείας στην αγωγή 482/2022 Ε.Δ. Πάφου, που ήταν διαφορά σε κλίμακα €2.000,00 - €10.000,00.

 

15.    Ο ΜΕ2, δικηγόρος στην Ενάγουσα, αναφέρει ό,τι βασικά και ο ΜΕ1. Επίσης, δεν προσκομίζει το διοριστήριο στο οποίο αναφέρεται και ο ίδιος, ούτε η μαρτυρία του προσθέτει κάτι παραπάνω στον λόγο του ΜΕ1, με τις δικές του όμοιες αναφορές σχετικά με τον τρόπο που τους απασχόλησε η Εναγόμενη για την υπόθεσή της ή τις υποσχέσεις της για πληρωμή περαιτέρω χρημάτων. Δεν λειτουργεί ενισχυτικά, εάν τα ίδια ακριβώς πράγματα καταθέτουν, με γραπτή δήλωσή τους, διευθυντής και υπάλληλος μιας εταιρείας, γνωρίζοντας ο ένας τι λέει ο άλλος.

 

16.    Ότι εργάστηκε η Ενάγουσα στην υπόθεση, και δη επιμελώς, δεν αμφισβητείται. Είναι πρόδηλο από την εργασία που προσκόμισε ως μαρτυρία. Εάν η συμφωνία, όμως, δεν ήταν για χρέωση με την ώρα, και ανάλογα τήρηση σχετικών φύλλων χρόνου, δεν κατέστη σαφές γιατί γίνεται αναφορά, στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, στις ώρες που αναλώθηκαν, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν, ταυτόχρονα, το εύλογο των €3.000,00.  Την ίδια στιγμή, μη προσκομίζοντας σχετικά φύλλα χρόνου εργασίας (timesheets). Αχρείαστες ήταν και οι λοιπές λεπτομέρειες σε σχέση με τη συμπεριφορά ή ακόμα και για τον χαρακτήρα της Εναγόμενης.

 

17.    Δεν επρόκειτο για κάποια πολύπλοκη υπόθεση ή ασυνήθιστη ενδιάμεση θεραπεία. Είναι όμως γνωστό πως η εργασία του δικηγόρου, ιδίως για δικαστικές διαδικασίες, ακόμα και απλής φύσης, μπορεί να καταστεί χρονοβόρα και, λόγω της αντιπαράθεσης την οποία μετέρχεται ο δικηγόρος, του ρόλου που έχει να διαδραματίσει στη διαμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων, επίπονη. Δεν θα ήταν αξιοπερίεργο το ποσό των €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. να είχε συμφωνηθεί, ηχεί, όμως, παράξενα, αφενός, το γεγονός ότι δεν φρόντισε, η Ενάγουσα, να αναφερθεί στο διοριστήριο της, για να διασφαλίσει την αμοιβή τους, εφόσον θα απέκλινε από τους διαδικαστικούς κανονισμούς,· αφετέρου, που ανέφεραν, οι ΜΕ1 και ΜΕ2, πως, παρά τις συνεχείς άκαρπες προσπάθειες είσπραξης κάποιας υποτιθέμενης οφειλής, κάλεσαν και την Εναγόμενη στο γραφείο τους, αναλώνοντας, μάλιστα, περαιτέρω χρόνο μαζί της, της τάξεως των δύο ωρών, για να της εξηγούν αγόρευση. Δεν γίνεται σαφής αναφορά στην ημερομηνία επίσκεψης και γενικότερα στις ημερομηνίες επισκέψεων της Εναγόμενης στο γραφείο της Ενάγουσας. Εφόσον είχε μεταβεί στο γραφείο της Ενάγουσας και ανέγνωσε και την αγόρευση, θα μπορούσε να είχε υπογράψει κάποιο έγγραφο, εάν υπήρχε κάποια συμφωνία. Η θέση, όμως, αυτή, για τη συνδιάσκεψη περί της αγόρευσης σε ήρεμο κλίμα επεξηγήσεων, έρχεται σε αντίθεση και με το περιεχόμενο της επιστολής, του Τ5, ημερομηνίας 22.08.2022, όπου εκεί γίνεται αναφορά πως η Εναγόμενη δεν μετέβη στο γραφείο της Ενάγουσας για να υπογράψει. Ή και με τη θέση ότι πήγε και προκάλεσε και επεισόδιο, για το οποίο χρειάστηκε να κληθεί η Αστυνομία. Ότι εκδόθηκε το Τ6, δεν λέει κάτι, από μόνο του. Εκδόθηκε από την Ενάγουσα αφού ήδη προέκυψε η διαφορά και δεν δημιουργεί συμβατική υποχρέωση αυτή η έκδοσή του, ούτε μαρτυρεί υφιστάμενη. Δεν προσθέτει μαρτυρία πως συμφωνήθηκε να πληρωθεί η Ενάγουσα €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. για μια ενδιάμεση διαδικασία. Αυτά, σε συνάρτηση με τις προαναφερόμενες ελλείψεις στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, ότι δηλαδή δεν προσκόμισαν το διοριστήριο, προσκομίστηκε μια απόδειξη πληρωμής που αναφέρεται σε άλλο τιμολόγιο, που επίσης, δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, καθιστά την εκδοχή τους πως είχε συμφωνηθεί ρητά η πληρωμή ποσού €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος, μη αξιόπιστη, για τους σκοπούς της διαδικασίας. 

 

18.    Ο ΜΕ3, που σύστησε την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, αναφέρει πως ήταν παρών σε διάφορες συναντήσεις και ότι άκουσε για τη συμφωνία για το ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.. Ωστόσο, δεν αναφέρεται συγκεκριμένα, ποιες ακριβώς συναντήσεις, πόσες, και πότε, ούτε εξηγεί γιατί ήταν παρών και ο ίδιος σε τέτοιες συναντήσεις. Δεν συνάδει με τη λογική των πραγμάτων ο ΜΕ3 να ήταν συνεχώς παρών, ούτε ο δικηγόρος να συζητά σε κάθε συνάντηση επίμονα το θέμα της αμοιβής τους, να μην την λαμβάνει, και να συνεχίζει, να μην την διασφαλίζει, και πάλι να συνεχίζει. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο ΜΕ3 λέει πως, ενώ σύστησε την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, δεν ήταν μαζί της στο πρώτο ραντεβού και ότι του μετέφερε εκείνη τηλεφωνικώς όσα έλαβαν χώρα στη συνάντηση με τους δικηγόρους. Ενώ το πρώτο ραντεβού, εάν ο ΜΕ3 ήταν απανταχού παρών, απλώς επειδή σύστησε την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, θα ήταν, με τη δική του προσέγγιση, και το σημαντικό. Έπειτα, σπεύδει να καταθέσει για επεισόδιο που προκάλεσε η Εναγόμενη στο γραφείο της Ενάγουσας, περί τα μέσα Αυγούστου του 2022, που και πάλι εκείνος βρέθηκε να είναι εκεί, όταν, υποτίθεται, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, έβρισκε δικαιολογίες και δεν ανταποκρίνονταν στην πληρωμή, και έπειτα όταν πήγε στο γραφείο (την ίδια ημέρα που έκανε και το επεισόδιο) και αναλώθηκαν και δύο ώρες για να εξηγηθεί το περιεχόμενο μιας αγόρευσης για προσωρινό διάταγμα. Ο ίδιος ο ΜΕ3 αναφέρει πως, αισθανόμενος άσχημα που σύστησε την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, μπήκε σε διαδικασία να αξιώνει εκείνος χρήματα εκ μέρους των δικηγόρων, άρα, αναμενόμενα, δεν δίδει και ανεξάρτητη μαρτυρία για την υπόθεση της Ενάγουσας.  Οι γενικότητες στη μαρτυρία του, οι λογικές αντιφάσεις, και ο δεδηλωμένος τρόπος της εμπλοκής του στην αξίωση της Ενάγουσας υπό το άβολο συναίσθημα ότι είχε συστήσει ο ίδιος την Εναγόμενη στην Ενάγουσα, καθιστούν τον εμμάρτυρο λόγο του μη αξιόπιστο, για να βασίσει δικαστικά ευρήματα.

 

19.    Η μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν έγινε αποδεκτή και, ως αποτέλεσμα της μη αποδοχής της, το Δικαστήριο δεν μπορεί να πεισθεί πως συμφωνήθηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης αμοιβή €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., για τη διαδικασία της ενδιάμεσης θεραπείας στην αγωγή 482/2022 Ε.Δ. Πάφου.

 

20.    Η Εναγόμενη, στη δική της μαρτυρία, αναφέρει το ιστορικό, πώς κατέληξε στο γραφείο της Ενάγουσας, με σύσταση από τον ΜΕ3. Εξηγεί με ποιους συναντήθηκε και τι ειπώθηκε, ακριβώς. Αναφέρεται σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και με λεπτομέρεια, που δίδει τη ρεαλιστική διάσταση στα πράγματα.

 

21.    Μετά την πρώτη συνάντηση στο γραφείο της Ενάγουσας, την 13.07.2022, στην οποία πήγε μόνη της με τα έγγραφα της υπόθεσής της (Τ7, Τ8), και όπου συναντήθηκε μόνο με τον Μέρκουρη Τελώνη και τη Γιολάντα Ζυμπουλάκη, την επόμενη ημέρα, 14.06.2022, της τηλεφώνησε ο Μέρκουρης Τελώνης και της έδωσε κάποιες πρόχειρες εκτιμήσεις για την υπόθεσή της, ζητώντας της να προκαταβάλει €1.500,00, καθότι είναι υπόθεση επείγουσας φύσης. Δεν της είχε αναφέρει πως θα χρεώνονταν €3.000,00, και μόνο για τη συγκεκριμένη ενδιάμεση διαδικασία. Την 15.07.2022, πήγε στο γραφείο της Ενάγουσας. Πλήρωσε το ποσό των €1.500,00 πλέον Φ.Π.Α.. Της έδωσε αντίγραφο μιας νομοθετικής διάταξης (Τ9) και υπέγραψε διοριστήριο (Τ10). Παραδέχεται, η Εναγόμενη, πως, λόγω άγχους, επειδή δεν έχει εμπλοκή με Δικαστήρια, πήρε κάποιες φορές τηλέφωνο και πιο μετά, απλώς για να ρωτήσει για την υπόθεσή της, εφόσον η υπόθεση ήταν ορισμένη την 27.07.2022. Την 25.07.2022, πήγε στο γραφείο της Ενάγουσας και εκεί γνώρισε για πρώτη φορά τον ΜΕ2, ο οποίος τη συνόδευσε στο Δικαστήριο, για να υπογράψει ένορκη δήλωση, που θα συνόδευε την ένστασή της. Διαψεύδει με καθαρότητα τους ισχυρισμούς των ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3 και αναφέρει πως δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε άλλους δικηγόρους από το γραφείο της Ενάγουσας, ενώ και τον ΜΕ3 δεν τον είχε ξανασυναντήσει μετά από εκείνη την ημέρα που της είχε συστήσει τον Μέρκουρη Τελώνη. Ουδέποτε ήταν παρών ο ΜΕ3 σε κάποια συνάντηση. Πήγε στο γραφείο της Ενάγουσας τρεις φορές, για τους σκοπούς που προανέφερε. Ουδέποτε πήγε για να τύχει ανάγνωσης κάποια αγόρευση, ούτε μπορεί να καταλάβει οτιδήποτε περί αγόρευσης. Ούτε γνωρίζει για οποιεσδήποτε άλλες εργασίες ή διαπραγματεύσεις με την άλλη πλευρά. Πλήρωσε τα χρήματα που της ζήτησαν, και όταν της ζήτησαν περαιτέρω χρήματα, επειδή δεν ήταν κατανοητό γιατί πρέπει να πληρώσει ξανά τόσα χρήματα, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε, ρώτησε. Πήγε στον Πρωτοκολλητή και ρώτησε και εκεί, και της είπε πως φαίνονται πολλά τα χρήματα. Η ίδια δεν είχε σχέση με το Δικαστήριο, για να γνωρίζει, εξ ου και ρώτησε στο Πρωτοκολλητείο. Την 18.08.2022, της τηλεφώνησε ο ΜΕ2 και της είπε ότι θα πρέπει να πληρώσει περαιτέρω χρήματα, η ίδια αρνήθηκε, εφόσον εξακολουθούσε να μην είναι κατανοητό γιατί πρέπει να πληρώσει πρόσθετα για κάτι και άμεσα. Στη συνέχεια, της τηλεφώνησε ο ΜΕ1 και της είπε, μεταξύ άλλων, «ξέρεις ότι μπορώ να σε χρεώσω €500 για το τηλέφωνο». Η ίδια, φοβούμενη πλέον, δεν επικοινώνησε ξανά μαζί τους. Η Εναγόμενη είναι έντονη στην εκδοχή της ότι ουδέποτε συμφώνησε στην πληρωμή €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. σε δόσεις, και ό,τι συμφώνησε, είναι αυτό που υπέγραψε, αλλά και πως, και με τα χρήματα που πλήρωσε ήδη, εξόφλησε όλες τις υπηρεσίες της Ενάγουσας, και δη υπερπληρώνοντάς την. Η ίδια πρότεινε στην Ενάγουσα να προβεί σε υπολογισμό των εξόδων της στον Πρωτοκολλητή, χωρίς όμως εκείνη να ανταποκρίνεται. Ουδέποτε παρέλαβε οποιοδήποτε τιμολόγιο πλην αυτού που πλήρωσε ήδη.

 

22.    Η μαρτυρία της Εναγόμενης είναι συγκεκριμένη, χωρίς οποιεσδήποτε αντιφάσεις ή αποκλίσεις από τη λογική των πραγμάτων, έχει χρονική και λογική συνοχή, η εκδοχή της εκτίθεται αβίαστα, με φυσικότητα και χωρίς υπερβολές, και είναι αποδεκτή ως αξιόπιστη και αληθής για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας.

 

23.    Βάσει της αποδεκτής μαρτυρίας της Εναγόμενης, προκύπτει ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης η πληρωμή ποσού €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. για την ενδιάμεση διαδικασία του προσωρινού διατάγματος στην αγωγή 482/2022 Ε.Δ. Πάφου.

 

24.    Αν και η κατάληξη, ως προς το πραγματικό αυτό σκέλος, ότι δεν συνάφθηκε κάποια συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης για €3.000,00, σφραγίζει από μόνη της και την κατάληξη της απαίτησης της Ενάγουσας, εξηγούνται και τα πιο κάτω.

 

25.    Κάθε δικηγόρος πρέπει οπωσδήποτε να πληρώνεται για τις υπηρεσίες που παρέχει στους πελάτες του, περιλαμβανομένης της εκπροσώπησής τους σε διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρέπει, όμως, με ειλικρίνεια έναντι στον πελάτη, να εξηγεί και να συμφωνεί ξεκάθαρα την αμοιβή του.

 

26.    Για τις δικαστηριακές υπηρεσίες, υπάρχει δικαίωμα επιβολής δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με τις κλίμακες που ισχύουν στους διαδικαστικούς κανονισμούς, στο Παράρτημα Β, οι οποίες εφαρμόζονται τόσο για τις απαιτήσεις δικηγορικών εξόδων εναντίον του αντιδίκου, όσο και για τις απαιτήσεις δικηγορικής αμοιβής από δικηγόρο προς πελάτη.

 

27.    Η Δ.59,κ.3, διασφαλίζοντας το δικαίωμα επιβολής των εξόδων στις συγκεκριμένες κλίμακες, νοείται, δεν απαγορεύει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για αμοιβή υπολογιζόμενη με έναν διαφορετικό τρόπο ή για αμοιβή συμφωνημένη σε συγκεκριμένο ποσό· όπως ούτε και η Δ.59,κ.5, που δίδει στο Δικαστήριο της αγωγής την εξουσία να καθορίζει την εφαρμογή υψηλότερης κλίμακας εξόδων, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα ή το επείγον ενός θέματος.

 

28.    Ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149 ή ο περί Δικηγόρων Νόμος Κεφ. 2 δεν εισάγουν περιορισμούς σχετικά με τη σύναψη συμφωνιών και το ύψος της δικηγορικής αμοιβής. Η δυνατότητα συμφωνίας αμοιβής υψηλότερης από αυτήν που προβλέπουν οι κανονισμοί μετριάζεται με την υποχρέωση έκθεσης των σχετικών κανονισμών σε περίοπτη θέση στο γραφείο του δικηγόρου, σύμφωνα με το άρθρο 13 Κεφ. 2. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 29 Κεφ. 2, δεν χρεώνονται στον πελάτη του δικηγόρου ποσά που καταβλήθηκαν από αυτόν ως εισφορά στο Ταμείο Συντάξεων ή τέλη με βάση το άρθρο 27 Κεφ. 2.

 

29.    Οι Κ.26επ. των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών (ΚΔΠ 237/2002) προνοούν, επίσης, για την αμοιβή σε περίπτωση που δεν υπάρχει ρητή συμφωνία, ότι, για τον καθορισμό της αμοιβής του, ο δικηγόρος οφείλει να καθοδηγείται από συγκεκριμένα κριτήρια: τον χρόνο που αναλώθηκε για τη διεκπεραίωση της εργασίας, το επιτευχθέν αποτέλεσμα και τη σοβαρότητά του· τη σοβαρότητα των υπηρεσιών του, και το κατεπείγον του θέματος· το ποσό το οποίο συνεπάγεται η διαφορά· την πρωτοτυπία ή τη δυσκολία των νομικών προβλημάτων τα οποία ηγέρθησαν· την ικανότητα, την πείρα και την ειδικότητα του δικηγόρου· την οικονομική κατάσταση του πελάτη· το ενδεχόμενο αποκλεισμού του δικηγόρου από του να εμφανισθεί σε άλλες υποθέσεις, ή να αναλάβει άλλους πελάτες· το κατά πόσο η χρησιμοποίηση των επαγγελματικών υπηρεσιών του είναι έκτακτη ή καθιερωμένη ή μόνιμη· τον βαθμό συμμετοχής του δικηγόρου στη μελέτη, παρουσίαση, και ανάπτυξη της υπόθεσης. Έπειτα, να πληροφορεί τον πελάτη του, κατά προσέγγιση, σχετικά με όλα όσα αυτός ζητεί ως αμοιβή, και το ύψος της αμοιβής πρέπει να είναι δίκαιο, δικαιολογημένο, και εύλογο υπό τις περιστάσεις. Με επιφύλαξη της περίπτωσης αντίθετης συμφωνίας που νόμιμα συνάπτεται μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, ο τρόπος υπολογισμού των αμοιβών πρέπει να είναι σύμφωνος και με τους εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμούς του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

 

30.    Ενώ υπάρχει σχετική ελευθερία στη σύναψη συμφωνίας για την αμοιβή του δικηγόρου για δικαστική υπόθεση, όταν υπάρχει ειδική συμφωνία για την δικηγορική αμοιβή σε δικαστική υπόθεση, οι όροι της πρέπει να αναγράφονται στο διοριστήριο που δίδεται στον δικηγόρο και καταχωρίζεται στον φάκελο της υπόθεσης. Όταν πρόκειται για τον Εναγόμενο, αναγράφονται στο διοριστήριο που δίδεται από τον Εναγόμενο στον δικηγόρο του, σύμφωνα με τον Τύπο 12Α ΚΠΔ (αντίστοιχα, το Έντυπο 11 των νέων ΚΠΔ).

 

31.    Η ειδική συμφωνία για τα έξοδα δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα ξεχωριστό έγγραφο, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, όπου υπάρχει, εφόσον οι όροι της πρέπει να αναγράφονται στο σχετικό διοριστήριο, προσκτάται αναγκαστικά τον έγγραφο τύπο. Μάλιστα, το έντυπο διορισμού δικηγόρου θα πρέπει να χαρτοσημαίνεται ως σύμβαση, εάν περιέχει ρητή συμφωνία σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου. Υπάρχει σχετική σημείωση στον σχετικό τύπο. Διοριστήριο από τον Εναγόμενο δίδεται για την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους του Εναγόμενου στην αγωγή, όπως προνοεί η Δ.16,κ.11 ΚΠΔ (πλέον ο Κ.10.1(11) ΚΠΔ).

 

32.    Δεν μπορεί να εκληφθεί πως η εκπροσώπηση διαδίκου σε ενδιάμεση διαδικασία δεν πρέπει να συνοδεύεται από διοριστήριο ή να καλύπτεται από ήδη υφιστάμενο διοριστήριο στην κυρίως υπόθεση, και ότι τέτοιο διοριστήριο καταχωρίζεται μόνον με το κλητήριο ένταλμα της αγωγής (ή αντίστοιχα το έντυπο απαίτησης) ή με το σημείωμα εμφάνισης και αφορά συγκεκριμένες διαδικαστικές ενέργειες, ενώ άλλες όχι.

 

33.    Όπως λέχθηκε και στην Τρύφωνος ν. Τραπέζης Κύπρου ΛτδΠολιτική ΄Εφεση 411/2011, ημερομηνίας 27.03.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132, η εξουσιοδότηση του δικηγόρου δεν μπορεί παρά να πηγάζει από τον διορισμό του ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί να είναι έγγραφος και να αποτελεί σε κάθε υπόθεση στοιχείο του φακέλου. Η αυστηρή προσήλωση στον τύπο δεν πηγάζει μόνον από τις ρητές πρόνοιες και το όλο πλέγμα των θεσμών, αλλά και από την επισημότητα, τη θετικότητα και την ασφάλεια που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις δικαστικές πράξεις. Δεν μπορεί το κατ’ εξοχήν υπεύθυνο λειτούργημα του δικηγόρου, στη θεσμική του μάλιστα εκδήλωση, ήτοι ενώπιον Δικαστηρίου, να ασκείται χωρίς να διασφαλίζεται απαραίτητα ο απαιτούμενος τύπος, ο οποίος καθορίζει τόσο το γεγονός, όσο και τους όρους του διορισμού του. Στη Simillides v. Neophytou (1986) 1 CLR 363, είχε υποδειχθεί πως η υπογραφή διοριστηρίου αποτελεί αναγκαίο προηγούμενο (condition precedent) για την προώθηση αγωγής ή για της ανάληψη υπεράσπισης, καθορίζοντας συνάμα, υπό την έννοια συμβατικής δέσμευσης, την αμοιβή του δικηγόρου.

 

34.    Στην ίδια ροή σκέψης, εάν τυχόν δίδεται ξεχωριστό ειδικό διοριστήριο στον δικηγόρο για την εκπροσώπηση του διαδίκου σε διαδικασία για ενδιάμεση θεραπεία μόνον, επειδή λόγου χάριν υπάρχει διαφοροποίηση των όρων της αμοιβής του όσον αφορά εκείνη τη διαδικασία, και πάλι, θα πρέπει να αναγραφούν οι όροι της δικηγορικής αμοιβής στο σχετικό διοριστήριο, και να χαρτοσημανθεί η εν λόγω συμφωνία.

 

35.    Συναφώς προς την αναγκαιότητα αναγραφής των όρων ειδικής συμφωνίας για τη δικηγορική αμοιβή στο διοριστήριο, η ψήφιση εξόδων από τον Πρωτοκολλητή δεν γίνεται μόνον όταν εφαρμόζονται, στη σχέση δικηγόρου-πελάτη, οι κλίμακες εξόδων του Παραρτήματος Β, που προϋποθέτει την ετοιμασία και υποβολή σχετικού καταλόγου, αλλά και όταν υπάρχει ειδική συμφωνία για τη δικηγορική αμοιβή. Σύμφωνα με τη Δ.59,κ.25 ΚΠΔ, όταν στη διαδικασία ψήφισης εξόδων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, ο δικηγόρος βασίζεται σε οποιαδήποτε συμφωνία και ο πελάτης αντιτίθεται, προβάλλοντας ότι είναι άδικη και παράλογη, ο Πρωτοκολλητής μπορεί να ερευνήσει τα γεγονότα και να τα πιστοποιήσει στο Δικαστήριο. Εάν, κατόπιν τέτοιας πιστοποίησης, φανεί στο Δικαστήριο ότι έχει υπάρχει αιτία είτε για την ακύρωση της συμφωνίας είτε για τη μείωση του καταβλητέου ποσού βάσει αυτής, το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει την ακύρωση ή μείωση, ανάλογα, και να δώσει όλες αυτές τις οδηγίες που είναι απαραίτητες ή κατάλληλες για τον σκοπό της εφαρμογής αυτής της διαταγής ή άλλως συνεπακόλουθες, ως φανεί σκόπιμο. Η δυνατότητα διατηρείται και με τον Κ.39.15(2) των νέων ΚΠΔ.

 

36.    Ενώ ο δικηγόρος μπορεί να ζητήσει εκτέλεση της συμφωνίας για τα έξοδά του ή να απαιτήσει την πληρωμή του βάσει ή κατ’ επίκληση τέτοιας συμφωνίας, κατά τη διαδικασία της ψήφισης των εξόδων, πλαίσιο στο οποίο ο πελάτης του μπορεί να προτάξει ακυρότητα ή παρανομία, οπότε, κατόπιν της απόφασης του Πρωτοκολλητή, το θέμα μπορεί να απασχολήσει και το Δικαστήριο της σχετικής διαδικασίας, ο πελάτης του δικηγόρου δεν μπορεί να ζητήσει ο ίδιος ακύρωση της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα δια του Πρωτοκολλητή ή δια καταλόγου εξόδων από τον ίδιο προς ψήφιση από τον Πρωτοκολλητή, εμμέσως επιζητώντας ακύρωση της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής[5].

 

 

37.    Ο υπολογισμός και η ψήφιση των εξόδων, είτε υπάρχει ειδική συμφωνία για την αμοιβή είτε όχι, για μέρος ή για όλες τις εμφανίσεις ή επιμέρους διαδικασίες, γίνεται στο πλαίσιο της υπόθεσης στην οποία υπήρξε η εκπροσώπηση και δημιουργήθηκαν τα έξοδα. Το Δικαστήριο εκείνης της διαδικασίας, περιλαμβανομένου του Πρωτοκολλητή, έχει όλα τα δεδομένα ενώπιον του, για να ασκήσει την εξουσία του σχετικά με τα έξοδα, που περιλαμβάνει και τα έξοδα δικηγόρου-πελάτη.

 

 

38.    Στην Ιωαννίδης ν. Rudi, Πολιτική Έφεση 187/2015, ημερομηνίας 21.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A500, στην οποία παρέπεμψε ο κύριος Σιαηλής, ο εφεσείων/ενάγων, δικηγόρος, είχε ενάγει για την αμοιβή του για τον χειρισμό προηγούμενης αγωγής, ειδικότερα για υπηρεσίες υπεράσπισης. Είχε υποβληθεί μονομερής αίτηση για απόφαση, λόγω παράλειψης εμφάνισης του εφεσίβλητου/εναγόμενου, που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε την εξουσία να επιληφθεί της αγωγής, θέτοντας πως, δυνάμει της Δ.59,κ.3 ΚΠΔ, ο εφεσείων/ενάγων όφειλε να προχωρήσει με την καταχώριση καταλόγου εξόδων στο πλαίσιο της αγωγής στην οποία είχαν προκύψει τα έξοδα. Αντ’ αυτού, είχε επιλέξει να προχωρήσει στην έγερση νέας αγωγής, και μάλιστα ζητώντας επιπλέον έξοδα. Κατ’ έφεση, επικυρώθηκε αυτή η απόφαση.

 

39.    Στην Ιωαννίδης ν. Rudi (ανωτέρω), ο εφεσείων/ενάγων δεν επικαλούνταν συμφωνία εξόδων για συγκεκριμένο ποσό, όπως εδώ η Ενάγουσα, αλλά υπολογισμό εξόδων που έκανε ο ίδιος, θεωρώντας ότι το Δικαστήριο μιας νέας αγωγής θα μπορούσε να αποφασίσει, βάσει της μαρτυρίας, το εύλογό της. Με την απόρριψη της Έφεσης, αυτό που ουσιαστικά λέχθηκε είναι πως ο υπολογισμός της δικηγορικής αμοιβής, εφόσον δεν υπήρχε ειδική συμφωνία γι’ αυτήν, θα έπρεπε και μπορούσε να γίνει από τον Πρωτοκολλητή στο πλαίσιο της αγωγής στην οποία έχουν προκύψει, με βάση τις ισχύουσες κλίμακες, οι οποίες βασικά συνιστούν και την εύλογη αμοιβή. Η διαφοροποίηση δεν μπορεί να λεχθεί πως είναι ουσιώδης, όταν η απαίτηση είναι για συμφωνημένη αμοιβή. Εφόσον και σε αυτή την περίπτωση, η συμφωνία θα πρέπει να εισάγεται στο διοριστήριο και ο Πρωτοκολλητής μπορεί να προχωρήσει σε ψήφιση βάσει της συμφωνίας.

 

40.    Χωρίς απόκλιση και από τον λόγο της Ιωαννίδης ν. Rudi (ανωτέρω), δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί ακριβώς πως, επειδή υπάρχει η δυνατότητα απαίτησης βάσει συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής δια της διαδικασίας της ψήφισης από τον Πρωτοκολλητή, η οποία εξυπηρετεί ευρύτερα τους σκοπούς της απονομής της δικαιοσύνης, με το να καθιστά αχρείαστη μια νέα αγωγή για τον σκοπό αυτό, περιορίζεται έτσι η εξουσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής εντός της υλικής και τοπικής αρμοδιότητάς του. Ούτε η διατύπωση μπορεί να είναι πως, σε περίπτωση που η συμφωνία για δικηγορική αμοιβή αφορά υπόθεση πολιτικής φύσης, ισχύει κάτι διαφορετικό από την περίπτωση όπου η συμφωνία για δικηγορική αμοιβή αφορά υπόθεση ποινικής φύσης, ως προς τον τύπο της συμφωνίας, στη μια υποχρεωτικά γραπτός, στην άλλη δυνητικά προφορικός· κατ’ επέκταση, ότι υπάρχει διαφοροποίηση στη σημασία της εκπροσώπησης από δικηγόρο σε πολιτικής φύσης υποθέσεις από αυτήν σε ποινικής φύσης υποθέσεις, που αντανακλάται στον τύπο της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής σε κάθε περίπτωση, ή το αντίστροφο, ότι ο τύπος της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής αντανακλά τη σημασία της εκπροσώπησης. Η κατάληξη μιας τέτοιας συλλογιστικής θα μπορούσε να είναι αντίθετη από ό,τι πραγματικά ισχύει. Η προαναφερόμενη νομολογία δεν υιοθέτησε τέτοια συλλογιστική.

 

41.    Η διατύπωση θα μπορούσε ευκολότερα να είναι πως, στις πολιτικές υποθέσεις, όπου κατά βάση ακολουθούνται γραπτοί τύποι, εάν δεν υπάρχει συμφωνία για τη δικηγορική αμοιβή, ισχύουν οι προβλεπόμενες κλίμακες εξόδων, και εάν υπάρχει συμφωνία για τη δικηγορική αμοιβή, πρέπει να αναγράφεται στο διοριστήριο και να χαρτοσημαίνεται, περίπτωση στην οποία μπορεί να εκτελεστεί ή να υποβληθεί απαίτηση βάσει αυτής ή να γίνει επίκλησή της μέσα από τη διαδικασία της ψήφισης. Όπου γίνεται επίκληση προφορικής συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής σε υπόθεση πολιτικής φύσης, που όμως δεν αναγράφηκε στο διοριστήριο και δεν προσέλαβε τον έγγραφο τύπο του διοριστηρίου, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες διαδικαστικούς κανονισμούς, χωρίς να απαγορεύεται να συνάπτονται προφορικές συμφωνίες για δικηγορική αμοιβή γενικά, μια τέτοια προφορική συμφωνία, δεν μπορεί να τύχει και εκτέλεσης ή να αποδειχθεί μέσα από την προβλεπόμενη διαδικασία της ψήφισης. Η ψήφιση θα είναι με βάση τις ισχύουσες κλίμακες εξόδων. Το ζήτημα της εκτέλεσης ή απαίτησης βάσει τέτοιας συμφωνίας μέσα από τη διαδικασία ψήφισης θα εξακολουθήσει να υπάρχει εάν δεν προσκομιστεί στον Πρωτοκολλητή σε έγγραφη μορφή με δέουσα χαρτοσήμανση σε οποιονδήποτε χρόνο· όχι τόσο εάν δεν είχε περιληφθεί εξ αρχής στην αρχική συμφωνία διορισμού. Η τελευταία, όπως κάθε συμφωνία, μπορεί να τροποποιείται.

 

42.    Η διάγνωση εάν υφίσταται ή όχι κάποια προφορική συμφωνία, ζήτημα ως προς το οποίο αναγκαστικά καταλήγει η απουσία έγγραφης συμφωνίας για τη δικηγορική αμοιβή, σε οποιονδήποτε χρόνο, μπορεί να γίνει μόνο από Δικαστήριο. Προσεγγίζοντάς το όπως σε κάθε άλλη περίπτωση επίκλησης προφορικής συμφωνίας. Λαμβάνεται, τότε, υπόψη η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας διορισμού, στην οποία, όμως, δεν αναγράφθηκε οτιδήποτε σχετικό με τη δικηγορική αμοιβή, ως αξιώνεται, ή στην οποία αναγράφθηκε κάτι διαφορετικό, ότι, για παράδειγμα, ισχύουν οι κλίμακες εξόδων που προβλέπονται στο Παράρτημα Β των διαδικαστικών κανονισμών. Εκεί, τότε, υπάρχουν άλλα εμπόδια, που υπάρχουν και σε κάθε άλλη τέτοια υπόθεση στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων.

 

43.    Γιατί όταν οι όροι μιας συμφωνίας τίθενται γραπτώς, δεν επιτρέπεται η εξωγενής μαρτυρία (extrinsic evidence), για να αντικρούσει ή να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό της (parol evidence rule). Η εξωγενής μαρτυρίας μπορεί να είναι αποδεκτή αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της ερμηνείας, όταν υπάρχει πραγματικά αμφίβολο ή ασαφές νόημα[6] ή όταν δημιουργείται αντίφαση με το νόημα της ίδιας λέξης ή φράσης που περιέχεται σε άλλο έγγραφο που συνεξετάζεται[7] ή όσον αφορά τη σημασία τεχνικών όρων, για τη διάγνωση, τέλος πάντων, του πλαισίου, αλλά και τούτο υπό δύο εξαιρέσεις (που επαναφέρουν τον κανόνα). Η πρώτη εξαίρεση αφορά τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και στη διάγνωση των προθέσεων των μερών. Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις μπορούν, όμως, να εισαχθούν στη μαρτυρία, για την απόδειξη ότι ένα γεγονός είναι σχετικό και εμπίπτει στο πλαίσιο που ήταν γνωστό στα μέρη[8] ή για την απόδειξη του ότι τα μέρη έχουν προσδώσει σε συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις συγκεκριμένο (διαφορετικό από το συνηθισμένο) νόημα (“private dictionary rule”)[9] ή ότι υπάρχει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των μερών μη προπαρασκευαστική της υπό κρίση συμφωνίας και εφόσον η προσκόμιση της μαρτυρίας είναι ουσιαστική[10], σε κάθε περίπτωση με τρόπο ώστε η μαρτυρία αυτή (όσον αφορά το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εισέρχεται το Δικαστήριο) να διαχωρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μη επιτρεπτή μαρτυρία που τυχόν αφορά στο τι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά τη συμπεριφορά των μερών μετά την υπογραφή της σύμβασης. Μπορεί να προσκομιστεί, όμως, μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη συμφωνία ή για την έγερση κωλύματος (estoppel), αλλά όχι για να αλλοιωθεί το αρχικό νόημα της σύμβασης.

 

44.    Δι’ αυτής της οδού, και επειδή ο τύπος της γραπτής συμφωνίας διορισμού στις πολιτικές υποθέσεις είναι θεσμοθετημένος, γραπτός, και περιλαμβάνει πρόνοιες σχετικά με τη δικηγορική αμοιβή, σαφείς πρόνοιες, δεν μπορεί, κατ’ εξαίρεση του κανόνα αυτού, να γίνει αποδεκτή μαρτυρία περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, διαφορετικής από αυτήν που περιλήφθηκε στη γραπτή συμφωνία διορισμού.

 

45.    Στην προκειμένη περίπτωση, η πλευρά της Ενάγουσας δεν προσκόμισε κάποιο διοριστήριο για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος ξεχωριστά, στο οποίο να περιλήφθηκε κάποια συμφωνία για την αμοιβή για συγκεκριμένες διαδικαστικές ενέργειες. Αντίθετα, είναι κοινή η θέση (ασχέτως και οποιουδήποτε εγγράφου, για την αποδοχή του οποίου η Ενάγουσα ενίσταται), πως υπογράφθηκε μόνον ένα διοριστήριο, για την υπεράσπιση της Εναγόμενης στην αγωγή, γενικά, χωρίς οποιαδήποτε αναγραφή όρων συμφωνίας, αλλά με επιλογή όπως εφαρμόζονται οι κλίμακες εξόδων του Παραρτήματος Β. Πρόσθετα, δεν αποδείχθηκε από την Ενάγουσα ως γεγονός η σύναψη προφορικής συμφωνίας για δικηγορικά έξοδα ειδικά για τη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η αγωγή αυτή της Ενάγουσας δεν μπορεί να έχει επιτυχία.

 

46.    Όσον αφορά την ανταπαίτηση της Εναγόμενης, δεν προωθήθηκε με τη μαρτυρία της, εφόσον δεν συγκεκριμενοποιεί κάποιο ποσό που ανταπαιτεί, ενώ δεν έχει γίνει οποιοσδήποτε υπολογισμός των εξόδων της Ενάγουσας, για να διαπιστωθεί τυχόν «υπερπληρωμή». Εάν επιθυμεί η Ενάγουσα, μπορεί να αιτηθεί την ψήφιση των εξόδων της στην αγωγή 482/2022 Ε.Δ. Πάφου, από τον Πρωτοκολλητή. Δεν είναι ενέργεια που μπορεί να εξαναγκάσει το Δικαστήριο αυτό, με την έκδοση κάποιου διατάγματος. Και η ανταπαίτηση της Εναγόμενης είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Κατάληξη

 

47.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, τόσο η αγωγή της Ενάγουσας, όσο και η ανταπαίτηση της Εναγόμενης απορρίπτονται.

 

48.    Ως εκ του αποτελέσματος, την αποτυχία και της απαίτησης και της ανταπαίτησης, και λόγω της φύσης της διαφοράς των δύο πλευρών, γι’ αυτή τη διαδικασία, κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530.

[2] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339.

[3] Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21.

[4] Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367.

[5] βλ. και Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση 188/2017, ημερομηνίας 06.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:D439.

[6] Bank of New Zealand v Simpson [1900] AC 182.

[7] BOC Group Plc v Centeon LLC [1999] 1 All E.R. (Comm) 970.

[8] Oceanbulk Shipping and Trading SA v TMT Asia Ltd [2010] UKSC 44.

[9] Proforce Recruit Ltd v Rugby Group Ltd [2006] EWCA Civ 69· και Jones v Bright Capital Ltd [2006] All E.R. (D) 87 (Dec)· ο Lord Hoffmann ήταν επικριτικός στη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου ιδιωτικού λεξιλογίου στην Partenreederei MS Karen Oltmann v Scarsdale Shipping Co Ltd, The Karen Oltmann [1976] 2 Lloyd’s Rep 708.

[10] 8 Static Control Components (Europe) Ltd v Egan [2004] EWCA Civ 392· και KPMG LLP v Network Rail Infrastructure Ltd [2007] EWCA Civ 363· και HIH Casualty and General Insurance Ltd v New Hampshire Insurance Co [2001] EWCA Civ 735· και St Ivel Ltd v Wincanton Group Ltd [2008] EWCA Civ 1286· και Youell v Bland Welch & Co Ltd [1992] 2 Lloyd’s Rep 127.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο