ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕνώπιονΣ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ.                                                       

 

Αρ. Αγωγής: 204/20

Μεταξύ:                                                                                                                                 

ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, εκ Πάφου

                                                                        Ενάγοντας

 

v.

 

 

1.    PROGRESSIVE INSURANCE COMPANY LTD (HE ΧΧΧΧΧΧ), εκ Λευκωσίας

2.    ΧΧΧΧΧ BIRIUKOV, εκ Πάφου

 

                                                                                                        Εναγόμενων

 

Ημερομηνία : 14/05/24

 

Εμφανίσεις

Για τον Ενάγοντα : κ. Κωνσταντίνος Μανώλης

Για την Εναγόμενη 1 :  κ. Χ. Χαραλάμπους για Γ. Μηλτιάδους και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Αφορμή για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής αποτέλεσε, το τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη περί την 14/12/19 επί της λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού στην Πάφο ενώ ο Ενάγοντας οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 264 και ο Εναγόμενος 2 το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 087 από τώρα και στο εξής « το όχημα του Ενάγοντα» και « το όχημα του Εναγόμενου 2». Η δε Εναγόμενη 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ασφαλιστική εταιρεία με έδρα την Λευκωσία και ήταν ο Ασφαλιστής του Εναγόμενου 2 αφού υπήρχε μεταξύ τους σε ισχύ ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίο κάλυπτε τον τελευταίο αλλά  και το όχημα με αρ. εγγραφής ΝΚΡ 087. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τόσο του Ενάγοντα επί της έκθεσης απαίτησης που έχει καταχωρήσει όσο και της Εναγόμενης 1,  ο  Ενάγοντας με την αγωγή του αξιώνει το ποσό των €2.194 ως ειδικές αποζημιώσει που αντιστοιχεί στο ύψος της ζημιάς που υπέστη το όχημα του κατά το δυστύχημα, στην απώλεια χρήσης του οχήματος για περίοδο επτά ημερών και στα εκτιμητικά έξοδα του οχήματος.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης του, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι περί την 14/12/10 και ώρα 12:00 το μεσημέρι, ενώ οδηγούσε κανονικά και με την δέουσα επιμέλεια το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 264 με χαμηλή ταχύτητα μέχρι και τα 50 XΛΜ/Ω και βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα της διπλής κατεύθυνσης της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού στην Πάφο ακολουθώντας ανατολική πορεία, ο Ενάγοντας υπ. αρ. 2 οδηγώντας το όχημα του με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 087 στην αριστερή λωρίδα του ίδιου δρόμου που οδηγούσε ο Ενάγοντας και επίσης ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση, εισήλθε στην διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου από αυτή που ο οδηγούσε ο Ενάγοντας με σκοπό να τον προσπεράσει με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος του και να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου και να συγκρουστεί με το δεξιό μπροστινό πλάγιο μέρος του οχήματος του Ενάγοντα προκαλώντας του υλικές ζημιές.  

 

Ο Ενάγοντας  ισχυρίζεται ότι  η σύγκρουση των δύο οχημάτων οφείλεται στην αμέλεια και παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του Εναγόμενου 2 παραθέτοντας στην έκθεση απαίτησης του σχετικές λεπτομέρειες.  Συνέπεια τούτου ως ισχυρίζεται υπέστη υλικές ζημιές ύψους €2.194 καθώς και σοκ και ταλαιπωρία αξιώνοντας έτσι τόσο γενικές όσο και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Σύμφωνα με την έκθεση Υπεράσπισης που έχει καταχωρηθεί εκ μέρους της Εναγομένης 1, εγείρονται από πλευράς τις αρχικά δύο προδικαστικές ενστάσεις, και πιο συγκεκριμένα πρώτον ότι ο Ενάγοντας δεν δύναται να έχει οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της και ότι δεν έχει ακολουθηθεί η εκ του Νόμου προβλεπόμενη διαδικασία και ότι η παρούσα απαίτηση εναντίον της είναι επιπόλαια και ή ενοχλητική και ή καταπιεστική και ή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας  και δεύτερον, ότι η παρούσα αγωγή είναι λανθασμένη και ή παράτυπη και ή αντινομική και ή αντίθετη με τους θεσμούς και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Περαιτέρω η Εναγόμενη 1 δεν αρνείται ότι πράγματι κατά τον ουσιώδη χρόνο που είχε λάβει  χώρα το τροχαίο δυστύχημα, οδηγός του άλλου εμπλεκόμενου οχήματος οδηγός ήταν ο Εναγόμενος 2 στο όχημα του οποίου είχε παράσχει ασφαλιστική κάλυψη η οποία και βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο,  αλλά από την άλλη αρνείται ότι ο τελευταίος υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με την σύγκρουση των δύο οχημάτων καλώντας ουσιαστικά τον Ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του. Η Εναγόμενη 1 μέσα από τους ισχυρισμούς που προβάλλει επί της Εκθέσεως Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει, ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας ενώ βρισκόταν σε πάροδο (ήτοι άλτ) επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού στην Πάφο, έστριψε και ή επιχείρησε να στρίψει αριστερά χωρίς να καταστήσει εμφανή την πιο πάνω πρόθεση που είχε, με αποτέλεσμα να εισέλθει εντός της λωρίδας κυκλοφορίας που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2, δηλαδή στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου σύμφωνα με την πορεία που ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία του οχήματος του Εναγόμενου 2 και να συγκρουστεί μαζί του. Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι εντός του οχήματος του βρισκόταν και ο γιός του, η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει καλώντας τον σε αυστηρή απόδειξη του ισχυρισμού του.  Επομένως η Εναγόμενη 2 ισχυρίζεται ότι το δυστύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και ή συντρέχουσα αμέλεια του Ενάγοντα παραθέτοντας έτσι επί της Εκθέσεως Υπεράσπισης που καταχώρησε, σχετικές προς τούτο λεπτομέρειες. Επίσης ισχυρίζεται διαζευκτικά ότι ο Ενάγοντας δεν υπέστη οιεσδήποτε υλικές ζημιές  αλλά ακόμη και αν υπέστη οιεσδήποτε ζημιές αυτές ήταν κατά πολύ μικρότερες με αποτέλεσμα οι οιεσδήποτε ζημιές έχουν αναφερθεί να είναι υπερβολικές και ή εξογκωμένες καθώς και ότι ο Ενάγοντας δεν προέβηκε σε οιανδήποτε ενέργεια για μείωση τους. Εν κατακλείδι η Εναγόμενη 1 καλεί το Δικαστήριο στην απόρριψη της Αγωγής με έξοδα εις βάρος του Ενάγοντα.

 

Ο ενάγοντας με την απάντηση στην Υπεράσπιση που έχει καταχωρήσει, αρνείται τα όσα η Εναγόμενη 1 αναφέρει και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης του. Αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την πλευρά της Εναγόμενης 1, ο Ενάγοντας υποστηρίζει ότι αυτές είναι ελλιπείς σε περιεχόμενο τόσο πραγματικών όσο και νομικών γεγονότων ούτως ώστε να κατανοήσει κάποιος που εδράζονται και ποιο είναι το νόημα και ή σημασία τους.

 

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και ότι σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, επειδή η Αγωγή δεν έγινε κατορθωτό να του επιδοθεί, δεν προωθείται πλέον οποιαδήποτε αξίωση υπήρχε εναντίον του.

 

Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη με βάση την νέα Δ.30 των Θεσμών Πολιτική Δικονομίας αφού η απαίτηση δεν υπερβαίνει το ποσό των €3.000. Συνεπώς η μαρτυρία κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου εγγράφως μαζί με τα επισυνημμένα τεκμήρια χωρίς να αντεξεταστεί οποιοσδήποτε από τους μάρτυρες.

 

Από την πλευρά  του Ενάγοντα κατέθεσε γραπτή μαρτυρία αρχικά ο ίδιος καθώς και ο γιός του, Μάριος Παναγιώτου, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν και ο συνοδηγός στο όχημα του Ενάγοντα, κατά την στιγμή που επεσυνέβη το τροχαίο δυστύχημα. Μαρτυρία επίσης παρουσιάστηκε και από τον Χρηστάκη Δημητρίου Πισσούριο στον είχε μεταφερθεί το όχημα του Ενάγοντα για επισκευή, εφόσον διαθέτει συνεργείο επιδιόρθωσης αυτοκινήτων.  

 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος να αποδείξει στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι. Η αρχή αυτή έχει επαναληφθεί στην απόφαση Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295. Όπως διευκρινίσθηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1858:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Η θέση του Ενάγοντα όπως προκύπτει τόσο από την Έκθεση Απαίτησης αλλά και στην γραπτή του μαρτυρία είναι ότι η πρόκληση του δυστυχήματος οφειλόταν στην αμέλεια του Εναγόμενου 2 ο οποίος επιχείρησε να τον προσπεράσει. Σύμφωνα με την εκδοχή που προβάλει με την έγγραφη μαρτυρία του, ενώ ο ίδιος οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 264 στην αριστερή λωρίδα της λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού στη Πάφο με ανατολική κατεύθυνση, δηλαδή προς το Αεροδρόμιο, και στην θέση του συνοδηγού καθόταν ο γιός του Μάριος Παναγιώτου ηλικίας τότε 16 ετών, ο Εναγόμενος 2 οδηγώντας το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 087 στην αριστερή λωρίδα του ίδιου δρόμου εισήλθε στην διπλανή δεξιά λωρίδα με σκοπό να τον προσπεράσει και ενώ περνούσε από δίπλα του προσπερνώντας το όχημα του, έχασε τον έλεγχο του δικού του οχήματος του και εισήλθε εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του δρόμου στην οποία κινείτο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το δεξιό μπροστινό πλάγιο μέρος του οχήματος του προκαλώντας του ζημιές ενώ από την σύγκρουση ενεργοποιήθηκε και ο μπροστινός δεξιός σάκος ασφαλείας της πόρτα του.

 

Ο Ενάγοντας στην έγγραφη μαρτυρία του επισυνάπτει  ως Τεκμήριο 1 το πιστοποιητικό ασφάλισης του Εναγόμενου 2, ως Τεκμήριο 2 την επιστολή ημερ. 03/02/20 η οποία στάλθηκε από τον Ενάγοντα προς την ασφαλιστική εταιρεία του Εναγόμενου 2 δηλαδή την Εναγόμενη 1,  ενώ ως Τεκμήριο 3 το σχεδιάγραμμα του δυστυχήματος μαζί με το έντυπο υποβολή της απαίτησης τα οποία συμπληρώθηκαν στην παρουσία του Ενάγοντα στο σημείο του δυστυχήματος από τον αρμόδιο υπάλληλο της ασφαλιστικής του εταιρείας ALTIUS INSURANCE ο οποίος έβγαλε μάλιστα και τις φωτογραφίες στην σκηνή του δυστυχήματος τις οποίες και επισυνάπτει,  δηλαδή το Τεκμήριο 4. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ενάγοντα μετά την πρόκληση του δυστυχήματος το όχημα του μεταφέρθηκε στο συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων του Χρηστάκη Πισσούριου ο οποίος  και έκδωσε το τιμολόγιο υπ. αρ. 7965 στο οποίο καταγράφεται το ποσό των €1,904 το οποίο έχει πληρώσει αναφορικά με τις ζημιές που είχαν προκληθεί από το δυστύχημα στο όχημα του. Το εν λόγω τιμολόγιο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 5.

 

Σε ότι αφορά την μαρτυρία του συνοδηγού του οχήματος του Ενάγοντα, Μάριου Παναγιώτου, γίνεται και πάλι αναφορά στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος καθώς και στο γεγονός της ευθύνης για την πρόκληση του, την οποία κατά την θέση του ο μαρτυράς υποστηρίζει ότι αποκλειστική ευθύνη φέρει ο Εναγόμενος 2.  Ο  Χριστάκης Πισσούριος από την άλλη αναφέρεται κατά την μαρτυρία του στα όσα γεγονότα τα οποία επακολούθησαν και αφορούν μόνο στην μεταφορά του οχήματος του Ενάγοντα στο συνεργείο του και εν τέλει στην επιδιόρθωση του. Σύμφωνα μάλιστα με τον Πισσούριο, ο Ενάγοντας κατέβαλε το χρηματικό ποσό των €1,904 ευρώ που αφορά στο τιμολόγιο υπ.αρ. 7965, Τεκμήριο 5, σε 2 δύο δόσεις με την πλήρη εξόφληση του να λαμβάνει χώρα την 27/11/20.

 

Από την αντίπερα όχθη η Εναγόμενη 1 παρουσίασε μαρτυρία από δύο μάρτυρες, ήτοι από τον Γεώργιο Τζιρκαλλή ο οποίος και κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ατυχημάτων καθώς και από τον αρμόδιο λειτουργό ατυχημάτων της εταιρείας G.N AUTO ODYKY EXPRESS ROAD SERVICE, Θεόδωρο Επαμεινώνδα.

 

Στην έγγραφη του μαρτυρία ο κ. Τζιρκαλλη αναφέρει αρχικά τόσο τα προσόντα όσο και την εμπειρία του σε ότι αφορά τον τομέα της διερεύνησης τροχαίων δυστυχημάτων ενώ στην συνέχεια παραθέτει την δική του εκδοχή αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του υπό εξέταση τροχαίου δυστυχήματος παρουσιάζοντας προς υποστήριξη των ισχυρισμών του και σχετικά έγγραφα. Πιο συγκεκριμένα ο μάρτυρας παρουσιάζει την έκθεση γεγονότων που ετοίμασε βασιζόμενος τόσο σε φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος όσο και στο σχεδιάγραμμα του δυστυχήματος που ετοιμάστηκε από τον λειτουργό της εταιρείας G.N AUTO ODYKY EXPRESS ROAD SERVICE, Θεόδωρο Επαμεινώνδα. Η έκθεση αναπαράστασης του τροχαίου δυστυχήματος αποτελεί το Τεκμήριο 1. Σύμφωνα με τον μάρτυρα αφού εξέτασε τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές των οδηγών των εμπλεκομένων οχημάτων, διαπίστωσε ότι με βάση τις τελικές θέσεις των δύο οχημάτων αλλά και τις ζημιές που προκλήθηκαν σε αυτά ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 2 αναφορικά με τον τρόπο που προκλήθηκε το επίδικο δυστύχημα είναι ο πιο πιθανός. Σύμφωνα επίσης με τον μάρτυρα, ο Εναγόμενος 2 ενώ οδηγούσε το όχημα του στην δεξιά λωρίδα του δρόμου, το όχημα του Ενάγοντα βγήκε από την διασταύρωση και μπήκε κατευθείαν στην λωρίδα στην οποία οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 με αποτέλεσμα να συγκρουστεί μαζί του στην δεξιά γωνία του ενώ στο όχημα του Εναγόμενου 2 προκλήθηκαν ζημιές στην αριστερή πλευρά και στον τροχό του.

 

Ο Θεόδωρος Επαμεινώνδα στην έγγραφη του μαρτυρία, αναφέρει ότι παρέχει υπηρεσίες οδικής βοήθειας καθώς και ρυμούλκησης στην εταιρεία την οποία εργάζεται καθώς και ότι γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από προσωπική εμπλοκή του καθότι επισκέφθηκε την σκηνή του δυστυχήματος με σκοπό την επιθεώρηση αλλά και την καταγραφή του. Σύμφωνα με την μαρτυρία του, κατά την άφιξη του στην σκηνή του δυστυχήματος διαπίστωσε τις τελικές θέσεις των εμπλεκομένων οχημάτων τις οποίες και σημείωσε επί του σχεδιαγράμματος φροντίδας ατυχήματος που ετοίμασε και το οποίο επισυνάπτει ως Τεκμήριο 2. Ο Επαμεινώνδα περαιτέρω εξηγεί ότι το εν λόγω σχεδιάγραμμα ετοιμάστηκε με βάση την δήλωση του Εναγόμενου 2 καθώς και του επιτόπιου ελέγχου τον οποίο διενήργησε με βάση τα όσα του είχαν αναφερθεί από τους δύο οδηγούς. Ο μάρτυρας επίσης αναφέρει ότι κατά την συνομιλία που είχε με τους δύο οδηγούς των εμπλεκόμενων οχημάτων, αυτοί του ανέφεραν δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς για τον τρόπο πρόκλησης του δυστυχήματος  τους οποίους και έλαβε υπόψη με το σκοπό την ετοιμασία του σχεδιαγράμματος δηλαδή του Τεκμηρίου 2. Σύμφωνα μάλιστα με τον Επαμεινώνδα ακολούθως ο ίδιος τράβηξε φωτογραφίες με την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου τις οποίες και επισυνάπτει ως Τεκμήριο 3 στις οποίες και αποτυπώνονται οι ζημιές που φέρουν τα οχήματα.

 

Σε ότι αφορά το σημείο σύγκρουσης ο μάρτυρας υποστηρίζει ότι αυτό διαπιστώνεται τόσο μέσα από το Τεκμήριο 2 όσο και από το Τεκμήριο 3 καθότι στο σημείο εκείνο βρέθηκαν σκόνη και σπασμένα κομμάτια από τον αριστερό τροχό του οχήματος του Εναγόμενου 2. Επίσης σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα η εκδοχή του Εναγόμενου 2 επιβεβαιώνεται, μετά από την επιτόπια εξέταση της σκηνής του δυστυχήματος, των ευρημάτων που υπήρχαν στην σκηνή, των ζημιών των οχημάτων καθώς και την τελική θέση τους φαίνεται ότι ο Ενάγοντας βρισκόταν σε πάροδο της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού ερχόμενος από τα γήπεδα ακαδημίας ποδοσφαίρου και έστριψε εντελώς απροειδοποίητα και ανέκοψε την πορεία του οχήματος με αρ. εγγραφής ΝΚΡ 087 το οποίο και βρισκόταν στην δεξιά λωρίδα του διπλής κατεύθυνσης περιφερειακού δρόμου του αεροδρομίου Πάφου κοντά στα γήπεδα της ακαδημίας ποδοσφαίρου.  

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και ότι, παρά το γεγονός ότι ο Ενάγοντας δικογραφεί την αξίωση του αναφορικά με την διεκδίκηση γενικών αποζημιώσεων εντούτοις δεν φαίνεται να προωθεί περαιτέρω οποιαδήποτε τέτοια θεραπεία καθότι διαπιστώνεται ότι το μόνο στο οποίο επιμένει και αξιώνει με σκοπό να αποζημιωθεί είναι ένα μέρος των ειδικών αποζημιώσεων που δικογραφεί και πιο συγκεκριμένα το ποσό το οποίο κατέβαλε αναφορικά με την επιδιόρθωση του οχήματος που οδηγούσε κατά τον χρόνο πρόκλησης του δυστυχήματος. Επομένως δεν προωθεί με την μαρτυρία που προσκόμισε στο Δικαστήριο, οποιοδήποτε ποσό αναφορικά με την απώλεια χρήση του οχήματος ή τα εκτιμητικά έξοδα.

 

Γεγονότα που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την μαρτυρία και είναι μη αμφισβητούμενα

 

Το επίδικο δυστύχημα δεν αμφισβητείται ότι έλαβε χώρα την 11/12/19 στην Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού στην Πάφο με εμπλεκόμενα οχήματα, το όχημα του Ενάγοντα από την μια με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 264 με το όχημα του Εναγόμενου 2 με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 087 από την άλλη  το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην Εναγόμενη 1 ενώ το όχημα του Ενάγοντα στην εταιρεία ALTIUS INSURANCE. Ο Ενάγοντας κατά το επίδικο χρόνο ενώ οδηγούσε είχε ως συνοδηγό τον γιό του Μάριο Παναγιώτου ηλικίας τότε 16 ετών. Από το δυστύχημα δεν τραυματίστηκε οποιοδήποτε πρόσωπο παρά μόνο προκλήθηκαν στα δύο εμπλεκόμενα οχήματα υλικές ζημιές. Πιο συγκεκριμένα στο όχημα του Ενάγοντα οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν βρίσκονται στο μπροστινό δεξιό μέρος του οχήματος δηλαδή στον προφυλακτήρα ενώ από την σύγκρουση ενεργοποιήθηκε και ο μπροστινός δεξιός αερόσακος. Από την άλλη το όχημα του Εναγόμενου 2 φέρει ζημιές στον αριστερό μπροστινό προφυλακτήρα καθώς και στον αριστερό μπροστινό τροχό του, ενώ το τιμόνι του κόπηκε. Το όχημα του Ενάγοντα 1 κατέληξε μετά από την σύγκρουση στην τελική του θέση η οποία βρίσκεται στην αριστερή λωρίδα του δρόμου και κοντά στο αριστερό πεζοδρόμιο ενώ η τελική θέση του οχήματος του Ενάγομενου 2 βρίσκεται στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου. Μετά την πρόκληση του δυστυχήματος, ο Επαμεινώνδας Θεοδώρου ο οποίος εργάζεται στην εταιρεία G.N AUTO ODYKY EXPRESS ROAD SERVICE LIMITED αφίχθηκε στην σκηνή του δυστυχήματος και διαπίστωσε τις τελικές θέσεις των δύο ενεχόμενων οχημάτων και ετοίμασε το σχεδιάγραμμα φροντίδας ατυχήματος με βάση την εκδοχή του Εναγόμενου 2. Επίσης τράβηξε και φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος από την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου. Τα ίδια ακριβώς έπραξε και ο αρμόδιος υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας ήταν ασφαλισμένο το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντας. Με βάση το έντυπο υποβολής απαίτησης του Ενάγοντα ημερ. 14/12/19 ο τελευταίος οδηγούσε το εν λόγω όχημα το οποίο είναι ιδιοκτησίας συγγενή ή φίλου του και χρησιμοποιείτο κατόπιν άδειας και ή συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη.

 

Στην συνέχεια και κατά την ίδια ημέρα, το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντα μεταφέρθηκε για επισκευή στο μηχανουργείο του Χρηστάκη Δημητρίου Πισσούριου στην Πάφο ο οποίος και εξέδωσε το τιμολόγιο υπ. αρ. 7965 με βάση το οποίο η επισκευή του αυτοκινήτου η οποία κόστισε €1,904  ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠA, ποσό το οποίο και κατέβαλε ο Ενάγοντας σε δύο δόσεις, η πρώτη την 21/12/19 υπό την μορφή προκαταβολής ενώ η δεύτερη την  27/11/20.  

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη 1 επί του δικογράφου της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων στα οποία ανωτέρω υπέδειξα. Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης.

 

Αρχίζοντας από την προδικαστική ένσταση που έχει προβληθεί αναφορικά με το ότι δηλαδή δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της Εναγόμενης 1 και ή ότι δεν έχει ακολουθηθεί ορθά η εκ του Νόμου προβλεπόμενη διαδικασία και ή ότι η απαίτηση είναι επιπόλαια και ή ενοχλητική και ή καταπιεστική και ή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί, με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά της Υπεράσπισης της Εναγομένης 1, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι ισχύει οτιδήποτε τέτοιο. Τουναντίον θεωρώ, ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση που έχει προβληθεί δεν φαίνεται να εμπεριέχει οποιεσδήποτε σαφείς λεπτομέρειες και ή τα αναγκαία στοιχεία που να μπορούν να οδηγήσουν και το Δικαστήριο σε ένα τέτοιο συμπέρασμα αφής στιγμής τα όσα καταγράφονται επί προδικαστικής ενστάσεως είναι κρίνονται από το Δικαστήριο ως γενικά, ασαφή, αόριστα και ατεκμηρίωτα με αποτέλεσμα να μην παρέχουν οποιαδήποτε εξειδίκευση και ή λεπτομέρεια και ή οποιοδήποτε αναγκαίο υπόβαθρο ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να αποφασίσει για το πώς η καταχώρηση της υπό κρίση Αγωγής μπορεί να κριθεί ως επιπόλαια, καταπιεστική, ενοχλητική και ή ότι ο Ενάγοντας δια της καταχωρήσεως της Αγωγής αυτής έχει καταχραστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την δικαστική διαδικασία. Συνεπώς τα όσα όσα καταγράφονται από πλευράς της Εναγομένης 1 δεν μπορούν να γίνουν από το Δικαστήριο και αποδεκτά και άρα η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη και μη τεκμηριωμένη.  

 

Προχωρώ να εξετάσω τώρα κατά πόσο η παρούσα Αγωγή είναι λανθασμένη παράτυπη και ή αντινομική ως η Εναγόμενη 2 διατείνεται με την δεύτερη προδικαστική ένσταση την οποία  και έχει εγείρει.  Αρχίζοντας λοιπόν από το ζήτημα της αντινομικότητας θα πρέπει να επαναληφθεί ότι εν προκειμένω ως ανωτέρω έχει υποδειχθεί, ο Ενάγοντας προωθεί την αξίωση του εναντίον της Εναγόμενης 1 μόνο αναφορικά με το χρηματικό ποσό το οποίο κατέβαλε σχετικά με την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε και καμία άλλη αξίωση περαιτέρω δεν προωθεί είτε αυτή  αφορά άλλες ειδικές αποζημιώσεις ή ακόμη και τις γενικές. Το ερώτημα λοιπόν το οποίο προκύπτει και το οποίο έχει επίσης καταγραφεί εκ μέρους της πλευράς της Εναγόμενης 1 με επιχειρηματολογία κατά την γραπτή της αγόρευση, είναι το κατά πόσο πράγματι ο Ενάγοντας νομιμοποιείται υπό την ιδιότητα του ως απλός  οδηγός του οχήματος που οδηγούσε κατά τον επίδικο χρόνο, να διεκδικεί οποιεσδήποτε ειδικές αποζημιώσεις, δηλαδή το ποσό που κατέβαλε για την επιδιόρθωση του εν λόγω οχήματος, αφής στιγμής δεν έχει παρουσιαστεί εκ μέρους του οποιαδήποτε μαρτυρία αλλά και ούτε και δικογραφείται σε καμία περίπτωση ότι αυτός ήταν και ο ιδιοκτήτης του εν λόγω οχήματος κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα θεωρώ ότι δίδει ξεκάθαρα το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 το οποίο μάλιστα έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ίδιο τον Ενάγοντα κατά την μαρτυρία του. Με βάση λοιπόν το εν λόγο έγγραφο το οποίο και περιλαμβάνεται στα έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί από την μαρτυρία του, ως Τεκμήριο 3, δηλαδή το έντυπο απαίτησης που συμπληρώθηκε στην παρουσία του από τον αρμόδιο υπάλληλο της ασφαλιστικής εταιρείας ALTIUS INSURANCE, προκύπτει με σαφήνεια κατά την στιγμή που επεσυνέβη το τροχαίο δυστύχημα   ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας είχε δηλώσει ότι οδηγούσε ως «συγγενής/φίλος» του ιδιοκτήτη του οχήματος και σε καμία απολύτως περίπτωση ως ο ιδιοκτήτης του. Προκύπτει επίσης από το εν λόγω έγγραφο ότι ο Ενάγοντας ανέφερε μάλιστα ότι οδηγούσε με την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του εν λόγω οχήματος αφής στιγμής ο ίδιος δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω δοσμένων περιστάσεων, θεωρώ λοιπόν ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας δεν απέδειξε ότι είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος που είχε υποστεί την ζημιά από το δυστύχημα, ούτως ώστε αυτός να νομιμοποιείται να αξιώνει αποζημιώσεις για τις ζημίες που υπέστηκε το εν λόγω όχημα το οποίο αν και οδηγούσε ο ίδιος δεν ήταν και ο ζημιωθείς, εφόσον το πρόσωπο που ουσιαστικά είχε υποστεί την εν λόγω ζημιά δεν μπορεί να μην είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη του.  Σύμφωνα με το άρθρο 16Α-(1) του Ν. 96(Ι)/2000, « ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης του περί Συμβάσεων Νόμου και του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ο ζημιωθείς υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), αποκτά απευθείας αγώγιμο δικαίωμα και εναντίον του ασφαλιστή που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου, ο οποίος σε τέτοια περίπτωση υποκαθίσταται στη θέση του ασφαλισμένου έναντι του ζημιωθέντος, χωρίς ο ζημιωθείς να υποχρεούται να στραφεί και εναντίον του ασφαλισμένου».

 

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω μη αμφισβητούμενα γεγονότα η προδικαστική ένσταση που έχει εγερθεί περί αντινομικότητας επιτυγχάνει και συνεπακόλουθα η αγωγή του Ενάγοντα καθίσταται έκδηλα σε απόρριψη ως αντινομική αφής στιγμής δεν νομιμοποιείται να αξιώνει αποζημιώσεις αναφορικά με την επισκευή του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε.  

 

Παρά την πιο πάνω όμως κατάληξη του Δικαστηρίου και την απόρριψη της εν λόγω αγωγής εξαιτίας της επιτυχίας της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης που έχει εξεταστεί, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου στην περίπτωση που η πιο πάνω κρίση μου ανατραπεί, θα προχωρήσω να υπεισέλθω και στην εξέταση της ουσία της εν λόγω Αγωγής που έχει καταχωρηθεί.

 

Νομική Πτυχή

 

Το θέμα της αμέλειας είναι θέμα γεγονότος το οποίο αποφασίζεται με βάση τις συνθήκες και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Panayiotou v. Mavrou (1970)1 C.L.R. 215 και Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84).

 

Η έννοια της αμέλειας, όπως καθορίστηκε από το Δικαστή κ. Κωνσταντινίδη στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, ως πραγματικού γεγονότος συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

 

Η συμπεριφορά ενός οδηγού εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού ανθρώπου, δηλαδή με βάση την αντίληψη ενός συνηθισμένου οδηγού και όχι του ενεχόμενου οδηγού (βλ. Μαρκαντώνης ν. Δημάκη (1989) 1 C.L.R. 387), o δε προσδιορισμός του καθήκοντος ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή. Το καθήκον για λήψη προφυλακτικών μέτρων διαφαίνεται κατά τη λογική πρόβλεψη (βλ. Ανδρέας Βίκης ν. Πολύκαρπου Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345).

 

Στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, εισαγάγεται ένα ευρύτερο προσδιοριστέο καθήκον αυτών που χρησιμοποιούν το δρόμο, το καθήκον της επιμέλειας για την ασφάλεια των άλλων η εκπλήρωση του οποίου τους καθιστά υπόλογους για αμέλεια. Συνεχίζει η απόφαση ως εξής:

 

«Το καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο στη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειας τους

 

Περαιτέρω αναφέρει για το κριτήριο αμέλειας τα εξής:

 

«Το κριτήριο της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο. Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο».

 

Επίσης στην υπόθεση Panayiotou v. Mavros (1970) 1 C.L.R. 215, λέχθηκε ότι αναμένεται από ένα λογικό οδηγό να χρησιμοποιεί το δρόμο και να ασκεί τα δικαιώματα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επεμβαίνει στα δικαιώματα των άλλων.

 

Στην Νικολαίδης κ.α. v. Κλεοβούλου 1 Α.Α.Δ. (1992) σελ. 4ΧΧΧΧ, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω στη σελ. 428:

 

«Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών. Η θέση αυτή διατυπώνεται με τρόπο κατηγορηματικό στην απόφαση του Εφετείου στην Varnavas K. Varnakkides v. The Police 2 C.L.R. (1969) σελ. 1. Παρόλο που οι θέσεις αυτές υιοθετήθηκαν σε ποινική υπόθεση σε σχέση με το πταίσμα αμελούς οδήγησης η αρχή η οποία υιοθετείται τυγχάνει καθολικής εφαρμογής και συσχετίζεται με τις αρχές της αμέλειας και τις πραγματικότητες της τροχαίας κίνησης. Όπως επεσήμανε στην απόφαση του ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης (όπως ήταν τότε) οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα έθετε ανυπόφορο βάρος στο νομιμόφρονα οδηγό και θα παρείχε αδικαιολόγητη συγχώρεση σε εκείνον ο οποίος παραβαίνει τα καθήκοντα του και το νόμο».

 

Όπως προκύπτει και από την σχετική με το θέμα νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις (βλ. Κωνσταντίνου v. Κατσούρη (1975)1 C.L.R. 188). H αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες και παράλειψη να δει κανείς ότι είναι απλά ορατό αποτελεί αμέλεια (Νικολαΐδης v. Οικονομίδης (1963) 2 C.L.R. 78).

 

Το καθήκον του οδηγού να συμμορφώνεται με τα σήματα τροχαίας κίνησης όπως και το ότι ο οδηγός κύριου δρόμου έχει προτεραιότητα έναντι άλλου οδηγού που χρησιμοποιεί πάροδο είναι πάγια νομολογημένα. (βλ. Κοντού  v. Ιωάννου (1999) 1 Α.Α.Δ., 936, Ουλούπη v. Χρίστου (1999) 1 Α.Α.Δ. 108).

 

Η πραγματική μαρτυρία όπως τονίσθηκε στην Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 389, ορθά είχε χρησιμοποιηθεί ως γνώμονας για να ελεγχθεί η αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. επίσης Α/φοι Παπαλαζάρου Λτδ v. Μιχαήλ (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1388).

 

Σύμφωνα με τα λεχθέντα στην Ε. Ιορδάνου κ.α. v. Γ. Κυριάκου κ.α «Η κοινή λογική αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό στην εξαγωγή συμπερασμάτων από γεγονότα και το συσχετισμό τους. Τα συμπεράσματα, που μπορεί να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία, αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, όπως και η εξήγηση γεγονότων που ανάγονται σε στοιχειώδεις κανόνες της φυσικής - (Σαββίδης ν. White (1996) 1 Α.Α.Δ. 567)». 

 

Στην υπόθεση Ιωαννίδου κ.α.vSingh κ.α. (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1805 μέσα από το ακόλουθο απόσπασμα τονίστηκε η σημασία που ενέχει η πραγματική μαρτυρία στην περίπτωση, που προβάλλονται δύο αντικρουόμενες εκδοχές:

 

«Πρέπει περαιτέρω να τονίσουμε πως σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν δύο συγκρουόμενες εκδοχές ή αμφισβήτηση συγκεκριμένων γεγονότων που καθίστανται επίδικα, είναι τεράστια η σημασία της πραγματικής μαρτυρίας, γιατί όπου αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθίσταται το μέτρο ελέγχου της ορθότητας της προφορικής και άλλης μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αμέλεια

 

Ως έχει υποδειχθεί ανωτέρω, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν παρουσιαστεί δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές αναφορικά με τις συνθήκες που επεσυνέβη το δυστύχημα και επομένως ιδιαίτερη σημασία θα είχε στην υπό εξέταση περίπτωση η τυχόν ύπαρξη πραγματικής μαρτυρίας ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να καθοδηγηθεί αλλά και ταυτοχρόνως να ελέγξει για το ποια από τις δύο αυτές εκδοχές είναι η ορθή.  Τονίζεται βεβαίως ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του Ενάγοντα.

 

Καταρχήν, σε ότι αφορά την εκδοχή που ο Ενάγοντας έχει παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσω τόσο της δικής του έγγραφης μαρτυρίας όσο και του συνοδηγού του, δηλαδή του γιού του Ενάγοντα ο οποίος τότε ήταν ηλικίας 16 ετών, θα πρέπει να υποδειχθεί από το Δικαστήριο ότι εξετάζοντας την μαρτυρία τους στο σύνολο της,  και αφού την έχω επιπλέον αντιπαραβάλει με το περιεχόμενο της υπόλοιπης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η εκδοχή τους για το πως επεσυνέβη το εν λόγω δυστύχημα είναι πιο πιθανή από την άλλη εκδοχή που έχει παρουσιαστεί. Και αυτό διότι θεωρώ ότι τα όσα έχουν τεθεί στο Δικαστήριο από την πλευρά του Ενάγοντα δεν είναι επαρκή για να τεκμηριώσουν την δική του εκδοχή στον απαιτούμενο βεβαίως βαθμό.

 

Εν προκειμένω ο Ενάγοντας παρουσιάζει κατά την μαρτυρία του στα έγγραφα τα οποία και επισυνάπτει ως τεκμήρια, το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος – Τεκμήριο 3 – ούτως ώστε να υποστηρίξει την δική του εκδοχή ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος.  Σύμφωνα μάλιστα με τον Ενάγοντα το εν λόγω σχέδιο είχε ετοιμαστεί από τον αρμόδιο υπάλληλο δυστυχημάτων της ασφαλιστικής του εταιρείας στον οποίο και ο ίδιος ανέφερε τα γεγονότα που προκάλεσαν την πρόκληση του δυστυχήματος ήτοι την αμέλεια κατά την θέση του που επιδείχθηκε εκ μέρους του Εναγομένου 2. Από την άλλη βεβαίως δεν αποκαλύπτεται στο Δικαστήριο πέραν της γενικής αναφοράς του Ενάγοντα ότι το σχέδιο αυτό ετοιμάστηκε από τον υπάλληλο της ασφαλιστικής του εταιρείας, ποιο είναι αυτό το πρόσωπο αλλά και γιατί το πρόσωπο αυτό δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατά την ακροαματική διαδικασία ούτως ώστε να υποστηρίξει το συγκεκριμένο σχέδιο αλλά και να διαφωτίσει το Δικαστήριο για το κατά πόσο καταρχήν είχε τα προσόντα και την εμπειρία για να ετοιμάσει ένα τέτοιο σχέδιο, υπό ποιες συνθήκες το ετοίμασε και τι ακριβώς έλαβε υπόψη για να το διεκπεραιώσει. Ενώπιον του Δικαστηρίου συνεπώς δεν έχει δοθεί καμία απολύτως εξήγηση αναφορικά με τα πιο πάνω ερωτηματικά που προκύπτουν και συνεπώς στο σχέδιο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να προσδοθεί από το Δικαστήριο οποιουδήποτε είδους βαρύτητα αφού προκύπτει ότι πρόκειται για εξ’ ακοής μαρτυρία ενώ καμία απολύτως δικαιολογία δεν προσφέρεται από πλευράς του Ενάγοντα αναφορικά με τους λόγους που δεν δόθηκε μαρτυρία από το πρόσωπο αυτό σε ότι αφορά την ετοιμασία του συγκεκριμένου σχεδίου. Σημειώνεται βεβαίως ότι στο εν λόγω σχέδιο δεν σκιαγραφείται οτιδήποτε άλλο πέραν του τρόπου που τα δύο ενεχόμενα οχήματα συγκρούστηκαν, κατά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα και του συνοδηγού του, χωρίς να παρατίθενται οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία αναφορικά με τις συνθήκες που προκάλεσαν το δυστύχημα όπως για παράδειγμα οποιαδήποτε τυχόν ευρήματα υπήρχαν στην σκηνή, ή το σημείο σύγκρουσης κτλ. Επομένως κρίνω συν τοις άλλοις ότι και το σχέδιο αυτό καθ’ εαυτό από μόνο του, ακόμη και στην περίπτωση που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, δεν θα αποτελούσε ικανοποιητική μαρτυρία ούτως ώστε να υποστηρίξει έστω και την εκδοχή που προβλήθηκε από τον Ενάγοντα ως αυτή έχει τεθεί. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω καταλήγω ότι στο εν λόγο έγγραφο – σχέδιο – Τεκμήριο 3, ουδεμία βαρύτητα μπορώ να προσδώσω για τους λόγους που υπέδειξα ενώ σε ότι αφορά την μαρτυρία του συνοδηγού του Ενάγοντα ισχύουν τα όσα υποδείχθηκαν αναφορικά με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του τελευταίου, δηλαδή ότι δεν είναι επαρκής στον απαιτούμενο βαθμό, εφόσον ουσιαστικά προκύπτει ότι πρόκειται για επανάληψη της εκδοχής που ήδη δόθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση.  Στρεφόμενος τώρα στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 που έχει παρουσιαστεί κατά την μαρτυρία του Ενάγοντα, δηλαδή τις φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος, όπως έχω ήδη εξηγήσει ανωτέρω το περιεχόμενο τους δεν αμφισβητήθηκε από την Εναγόμενη 1, ούτε αναφορικά με τις ζημιές που έχουν υποστεί τα δύο ενεχόμενα οχήματα αλλά ούτε και σε ότι αφορά τις τελικές θέσεις στις οποίες έχουν καταλήξει και συνεπώς το αποδέχομαι. Θεωρώ όμως ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει και καθοδήγηση προς το Δικαστήριο αναφορικά με το ποια από τις δύο εκδοχές που προβλήθηκαν σε  σχέση με το ποιος είχε την ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος ότι είναι η ορθή , αφού από τις εν λόγω φωτογραφίες το μόνο που μπορεί να καταδειχθεί είναι οι ζημιές που επήλθαν μετά από την σύγκρουση στα δύο ενεχόμενα  οχήματα καθώς και οι τελικές τους θέσεις, όχι όμως οι συνθήκες υπό τις οποίες το δυστύχημα επεσυνέβη.

 

Στρεφόμενος τώρα στην εκδοχή που έχει προβληθεί εκ μέρους της Εναγόμενης 1, επίσης θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματά αναφορικά με τις θέσεις που έχουν τεθεί από πλευράς της ως προς την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος, ήτοι την αμέλεια, που κατά την θέση της είχε επιδείξει ο Ενάγοντας, αφής στιγμής τα όσα έχουν αναφερθεί και από τους δύο μάρτυρες που παρουσιαστεί στηρίζονται επί το πλείστο και κατά το μεγαλύτερο τους μέρος για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω σε εξ’ ακοής μαρτυρία και πιο συγκεκριμένα στα όσα αναφέρθηκαν από τον Εναγόμενο 2 στον μάρτυρα της οδικής βοήθειας ο οποίος ήταν και ο οδηγός του άλλου ενεχόμενου οχήματος. Στην απόφαση ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ ν. XIAODAN LIU, Έφεση Αρ. 13/2015, 5/10/2016 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Μπορεί εδώ, εν πόση περιπτώσει, να υπομγηνθεί ότι η πρωτογενής μαρτυρία, ιδιαιτέρως όπου αυτή μπορεί να προσφερθεί χωρίς πρόβλημα (και εδώ διαφάνηκε ότι ήταν ευχερής η κλήτευση και παρουσία της Έλενας Πέτρου), προσφέρει στο Δικαστήριο τη μοναδική ευκαιρία να την κρίνει υπό το φως της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από την εξέταση και αντεξέταση όπου οι μάρτυρες δοκιμάζονται ως προς την αλήθεια των λόγων τους. Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης(ΡαΚί3ί3η Cables Ltd ν. NBS General Trading (Overseas)Co.Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1711 .

Τόσο ο μάρτυρας της οδικής βοήθειας όσο και ο εμπειρογνώμονας τροχαίων δυστυχημάτων τον οποίο και αποδέχομαι ως ειδικό αναφορικά με την εξέταση τροχαίων δυστυχημάτων εφόσον διαπίστωσα ότι διαθέτει τόσο τα απαραίτητα προσόντα όσο και την εμπειρία (βλ. μεταξύ άλλων Evangelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41, 57, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, 5 και Phipson on Evidence 13η έκδοση, παραγρ. 27-32) σε αντίθεση με τον μάρτυρα της οδικής βοήθειας για τον οποίο δεν έχει παρουσιαστεί οποιοδήποτε αναγκαίο υπόβαθρο ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να τον θεωρήσει πραγματογνώμονα και ειδικό προς την ετοιμασία σχεδίων της σκηνής του δυστυχήματος, διαπιστώνεται ότι και οι δύο μάρτυρες βασίστηκαν στην εκδοχή που έχει προβληθεί από τον Εναγόμενο 2 αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος και επομένως επί την βάση της εξ’ ακοής μαρτυρίας του προσώπου αυτού. Με γνώμονα λοιπόν ότι τόσο ο Επαμεινώνδα όσο και ο Τζιρκαλλής έχουν λάβει υπόψη το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος που ετοιμάστηκε με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί από τον Εναγόμενο 2 του οποίου μαρτυρία δεν έχει προσφερθεί στο Δικαστήριο, αλλά και επειδή ο λειτουργός της οδικής βοήθειας δεν έχει καταδείξει τα  προσόντα και την εμπειρία του ούτως ώστε να θεωρηθεί ως ειδικός πραγματογνώμονας ως προς την διερεύνηση σκηνών τροχαίων δυστυχημάτων,  κρίνω ότι ούτε στην δική τους μαρτυρία δεν μπορώ να προσδώσω οποιουδήποτε είδους βαρύτητα. Συνεπώς προκύπτει ότι ούτε και τον ισχυρισμό του μάρτυρα της οδικής βοήθειας ως προς τον εντοπισμό του σημείου σύγκρουσης μπορώ να αποδεχθώ για τους ίδιους βεβαίως λόγους που ανωτέρω υπέδειξα. Σε ότι δε αφορά τις φωτογραφίες που έχουν παρουσιαστεί εκ μέρους της πλευράς της Εναγόμενης 1, ισχύουν τα όσα έχω ήδη αναφέρει ανωτέρω σχετικά με τις φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν  και από πλευράς του Ενάγοντα, ότι δηλαδή αυτές καθ’ εαυτές από μόνες τους δεν μπορούν να καταδείξουν τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος μόνο με την απεικόνιση δηλαδή των ζημιών των οχημάτων και των τελικών θέσεων που αυτά κατέληξαν μετά το δυστύχημα.

 

Με την πιο πάνω κατάληξη μου η τύχη της αγωγής είναι προδιαγεγραμμένη. Παρόλα αυτά για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο ο ενάγοντας έχει αποδείξει τις ειδικές ζημιές που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί και που σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ανέρχονται ποσό των €2.194. Ως προηγουμένως έχει εξηγηθεί, καμία απολύτως μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί σε σχέση με την απώλεια χρήση του οχήματος και με τα έξοδα εκτιμητή. Συνεπώς και παρά το γεγονός ότι έχει δικογραφηθεί μια τέτοια αξίωση εντούτοις δεν έχει προσκομισθεί σχετική μαρτυρία.

 

Σε ότι αφορά το ζήτημα των ζημιών του αυτοκινήτου του Ενάγοντα οι οποίες και αφορούν το χρηματικό ποσό των €1,904 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ προσκομίσθηκε η μαρτυρία του Χρηστάκη Δημητρίου Πισσούριου. Στην γραπτή μαρτυρία του ο Πισσούριος αναφέρει ότι το όχημα του Ενάγοντα επιδιορθώθηκε και ότι ο τελευταίος πλήρωσε το τιμολόγιο με αρ. 7965 – Τεκμήριο 5 – για το ποσό των €1,904 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α 19% για βαφή, ισιώματα και εξαρτήματα και μέτρημα τιμονιού. Η πληρωμή μάλιστα αναφέρει ότι έγινε σε δύο δόσεις και εξοφλήθηκε στις 27/11/20. Η εμπειρογνωμοσύνη του μάρτυρα δεν απετέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και συνεπώς γίνεται αποδεκτή. Τα όσα αναφέρει συνεπώς στη μαρτυρία του σε σχέση με το είδος και το ύψος των ζημιών του αυτοκινήτου γίνονται αποδεκτά και αποδεικνύουν ότι η ζημιά που υπέστη το αυτοκίνητο του Ενάγοντα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των € 1,904 εφόσον τα πιο πάνω υποστηριχθεί και από το Τεκμήριο 5 το οποίο ο Ενάγοντας προσκόμισε και στην ουσία του δεν έχει αμφισβητηθεί. Επίσης δια μέσω του τεκμηρίου αυτού υποστηρίζεται και η θέση του εν λόγω μάρτυρα ότι ο πράγματι ο Ενάγοντας κατέβαλε το συγκεκριμένο χρηματικό  ποσό σε δύο δόσεις.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι ζημιές θα πρέπει όχι μόνο να εξειδικεύονται στα δικόγραφα αλλά και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Η νομολογία επιβάλλει σε διάδικο την υποχρέωση να αποδεικνύει τη ζημιά του με θετική μαρτυρία (βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους, 1989 1 Ε. Α.Α.Δ σελ. 288Ηρακλέους ν. Σκάφους ΝίκηΑγωγή Ναυτοδικείου 92182/94 1 Α.Α.Δ. σελ. 510 Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Ελισάβετ Ηρακλέους V. Ρένου Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ 239 Aloupou and Another v. Hadjigeorghiou and Another (1984) 1 CLR 475 και  Mc Gregor on Damages, 15η έκδοση, παράγραφος 23, σελ. 15).

 

Στη βάση συνεπώς των πιο πάνω ο Ενάγοντας θα δικαιούτο να λάβει επί πλήρους ευθύνης το ποσό των €1,904 εφόσον βεβαίως θα είχε αποδείξει και την αμέλεια του άλλου ενεχόμενου οδηγού καθώς και την ιδιοκτησία του οχήματος που οδηγούσε κάτι το οποίο εν προκειμένω ως έχει ήδη αποφασιστεί, ελλείπει.

 

Όπως συνάγεται από όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω, η αγωγή θα έχει απορριπτική κατάληξη.  Συνακόλουθα η αγωγή απορρίπτεται.

 

Τα  έξοδα επιδικάζονται εναντίον του Ενάγοντα και υπέρ της Εναγομένης 1 όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                   (Υπ.)...........................................

                                                                                    Σ. Συμεού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο