ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Αίτηση Εταιρείας αρ. 8/2021

 

 

 

Αναφορικά με την Εταιρεία WECO ENGINEERING LTD και τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113 και την αίτηση του MAKSIM KUKANBAEV, μετόχου

 

 

__________________

 

Ημερομηνία: 07 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Μ. Στεφάνου (κα) για Έμιλυ Α. Λεμονιάτη ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή

 

Ν. Στυλιανού (κα) και Ειρ. Οικονομίδη (κα), για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα FEDOR EPIFANOV και ALEKSANDR GORSHKALEV

 

Καμία εμφάνιση, για την Καθ’ ης η αίτηση

 

Καμία εμφάνιση, για τον Έφορο Εταιρειών

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

1.        Με την αίτησή του, ο αιτών αναφέρεται στο Δικαστήριο και ζητά να τεθεί η Καθ’ ης η αίτηση εταιρεία υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 211(στ) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113, δηλαδή επειδή είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας. Διαζευκτικά, ζήτησε, βάσει του άρθρου 202 Κεφ. 113, διάταγμα που να διατάσσει την αγορά των μετοχών του από τα υπόλοιπα μέλη της Εταιρείας ή και ταυτόχρονη μείωση του κεφαλαίου της, στην τιμή που θα καθορίσει το Δικαστήριο μετά από εκτίμηση από δύο ανεξάρτητους εκτιμητές που θα διοριστούν από το Δικαστήριο.

 

2.        Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στην όλη μαρτυρία του αναφέροντος:

 

2.1.      Η Εταιρεία συστάθηκε την 08.10.2013 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με εγγεγραμμένο γραφείο στην Πάφο, και ονομαστικό και εκδοθέν κεφάλαιο €1.000,00, διαιρεμένο σε 1.000,00 μετοχές, αρχικά με την επωνυμία GEOKOU 2 HOLDING LTD και διαφορετική μετοχική σύνθεση και σύνθεση αξιωματούχων, με σκοπούς, ως αναφέρονται στο Ιδρυτικό της Έγγραφο, την ανέγερση και πώληση οικοδομών και συναφείς εργασίες. Σήμερα, διευθυντές της είναι ο αναφέρων, που κατέχει και 490 μετοχές που συνιστά το 49% των μετοχών της Εταιρείας (και είναι και ο γραμματέας της Εταιρείας), και ο κύριος Fedov Epifanov, που κατέχει 460 μετοχές. Τις υπόλοιπες 50 μετοχές κατέχει ο κύριος Aleksandr Gorshkalev (Τ1-Τ6). Όλοι οι μέτοχοι, πριν από την ανάληψη της Εταιρείας, είχαν καλές σχέσεις, εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον, και αποφάσισαν να αναλάβουν την εταιρεία, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, για να ασχολούνται με ηλεκτρικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, για τις οποίες σχετική κατάρτιση είχε μόνον ο αιτών. Η Εταιρεία διαθέτει ακίνητο, εργαλεία, εξοπλισμό και τραπεζικούς λογαριασμούς, και δραστηριοποιείτο κανονικά, αρχικά χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα ή διαφωνία (Τ7-Τ9).

2.2.      Όπως είναι η θέση του αναφέροντος, ευθύνη αναφορικά με τα οικονομικά θέματα της Εταιρείας είχε ανέκαθεν ο κύριος Gorshkalev, η θυγατέρα του οποίου είναι συζευγμένη με τον κύριο Epifanov. Ο ίδιος του είχε την ευθύνη διαχείρισης μόνον του τραπεζικού λογαριασμού. Ισχυρίζεται πως, από το καλοκαίρι του 2020, με κοινές ενέργειες των κυρίων Gorshkalev και Epifanov, που κατέχουν μαζί το 51% των μετοχών, έχει παραγκωνιστεί. Μέχρι τον Αύγουστο 2020, ο αιτών ήταν ενεργός, συμμετείχε στις συνελεύσεις που είχαν λάβει χώρα την 05.05.2020, την 03.07.2020, την 13.06.2020, την 12.98.2020 και την 13.08.2020 (Τ10). Μετέπειτα, δεν συμμετείχε γιατί δεν τον ενημέρωναν. Οι κύριοι Gorshkalev και Epifanov αποφάσισαν και δρούσαν μόνοι τους, ως πλειοψηφία. Αυθαίρετα και χωρίς προειδοποίηση, του αφαίρεσαν οποιαδήποτε εξουσία στη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών. Ζήτησαν από την Τράπεζα να άρει το δικαίωμα πρόσβασής του στους λογαριασμούς και στα αρχεία της Εταιρείας. Εξαναγκάστηκε να υπογράφει διάφορα έγγραφα, όπως εξουσιοδότηση προς τον Epifanov, συμβάσεις που, εκ των υστέρων αναφέρει, πως εξυπηρετούσαν μόνον τα προσωπικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων προσώπων, κ.λπ.. Προέκυψαν προβλήματα με πιστωτές της Εταιρείας, που δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον Epifanov. Κατατέθηκε και αγωγή εναντίον της Εταιρείας και του ιδίου προσωπικά ως διευθυντή, για απλήρωτο τιμολόγιο (Τ11). Χρησιμοποιούνταν οι λογαριασμοί της Εταιρείας για την υποβοήθηση εταιρειών του Gorshkalev που είχαν οικονομικά προβλήματα, αλλά και προκειμένου να αποκρυφθούν διαθέσιμα κεφάλαια από τους πιστωτές, ενώ για τον ίδιο σκοπό συνάπτονταν και εικονικές συμφωνίες και μεταβιβάσεις μετοχών. Προέκυψε και άλλη αγωγή, λόγω αυτών των χειρισμών (Τ12-Τ17). Προχώρησαν στη σύναψη δανείων για προσωπικό όφελος και στη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό χωρίς να τον ενημερώσουν και ο ίδιος έλαβε γνώση μέσω του ελέγχου της Τράπεζας για σκοπούς ελέγχου ξεπλύματος βρώμικου χρήματος (Τ18-Τ26). Περί τον Αύγουστο του 2020, έδωσαν οδηγίες σε δικηγόρο να υπερασπιστεί αγωγή εναντίον της Εταιρείας χωρίς τη συμμετοχή του αιτούντος (Τ29). Γύρω στον Νοέμβριο του 2020, απαίτησαν από αυτόν να τους παραδώσει αντικείμενα που συνιστούσαν περιουσία της Εταιρείας και βρίσκονταν στο εγγεγραμμένο γραφείο της και χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς της (Τ27). Ανέγειραν παράνομα οικοδομή εντός της περιουσίας της Εταιρείας (Τ28). Προσπάθησαν, τον Δεκέμβριο του 2020, με έγγραφα που απέστειλαν στον Έφορο Εταιρειών, να τον παύσουν από τη θέση του στην Εταιρεία (Τ30). Σταμάτησαν οι συνελεύσεις των μετόχων και οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας και οι κύριοι Gorshkalev και Epifanov αποφασίζουν και πράττουν μόνοι τους, εν αγνοία του αιτούντος. Τον εμποδίζουν από το να λάβει πλήρη γνώση της οικονομικής και εν γένει κατάστασης της Εταιρείας, και προβαίνουν σε ενέργειες που είναι επιζήμιες για την Εταιρεία, κακοδιαχείριση και καταχρήσεις. Εν τέλει, ζήτησαν τη σύγκλιση γενικής συνέλευσης την 12.03.2021, για την παύση του, προκειμένου να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της Εταιρείας (Τ31-33). Εκκρεμούσης της διαδικασίας, ανταλλάχθηκαν προτάσεις για εξώδικη διευθέτηση, χωρίς αποτέλεσμα (Τ34-Τ35). Πρόσφατα, περιήλθε στην αντίληψή του ότι και άλλο ακίνητο της Εταιρείας ενοικιάζεται, χωρίς ενημέρωσή του (Τ36). Συμπερασματικά, κατά τον αναφέροντα, οι μέτοχοι πλειοψηφίας ενεργούν καταπιεστικά προς τον ίδιο, που συνιστά μειοψηφία, ενώ η εμπιστοσύνη αναμεταξύ τους έχει διαρρηχθεί. Ο ίδιος εκτιμά πως η αξία των μετοχών του κοστολογείται γύρω στις €450.000,00, εφόσον κατέχει το 49%.

 

3.        Με την ένστασή τους, τα ενδιαφερόμενα μέρη, προβάλλουν, μεταξύ άλλων, πως δεν συντρέχουν οι λόγοι έκδοσης των διαταγμάτων που ζητά ο αιτών, η πραγματική βάση που εκθέτει σε κάθε περίπτωση είναι ανακριβής με ουσιώδεις παραλείψεις, και η αίτησή του καταχρηστική. Η δε εκκαθάριση της Εταιρείας δεν είναι προς το συμφέρον είτε της Εταιρείας είτε των λοιπών μελών της.

 

4.        Το πραγματικό πλαίσιο που τίθεται από μέρους των ενδιαφερόμενων μερών, με την όλη μαρτυρία του Epifanov, είναι διαφοροποιημένο, όσον αφορά την περιουσία, τη λειτουργία της Εταιρείας και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της:

 

4.1.      Η περιουσία της Εταιρείας δεν είναι αυτή που γνωρίζει και αναφέρει ο αιτών (Τ37). Επίσης, ένα όχημα της Εταιρείας, που ο αιτών είχε μεταβιβάσει στο όνομά του παράνομα, μετά από καταγγελία στην Αστυνομία, επιστράφηκε στην Εταιρεία (Τ38-Τ39). Ο αιτών δεν παρουσίασε κάποιο πτυχίο για τις γνώσεις και τις ικανότητές του, ενώ οι εργασίες της Εταιρείες είναι εκείνες που αναφέρονται στο Ιδρυτικό και Καταστατικό της, και όχι ό,τι ο αιτών νομίζει και αναφέρει. Για το πώς διαμορφώθηκαν οι μετοχές της Εταιρείας, επίσης, ο αιτών, σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, δεν αναφέρει τα γεγονότα με απόλυτη ακρίβεια (Τ40), όπως ούτε και για τις συναλλαγές της Εταιρείας (Τ41-43). Τα προβλήματα, κατά τα ενδιαφερόμενα μέρη, ξεκίνησαν όταν ο αιτών, που ήταν ο μόνος υπεύθυνος για την καθημερινή λειτουργία της Εταιρείας, άρχισε να παραλείπει να ασκεί τα καθήκοντά του, να εμφανίζεται στο εργοτάξιο ή στο γραφείο, να είναι αμελής σε σχέση με τη φύλαξη των εγγράφων και γενικά της περιουσίας της Εταιρείας, και ασυνεπής με τις πληρωμές των συνεργατών της Εταιρείας, και με τις εργοδοτήσεις των εργαζομένων στην Εταιρεία. Δεν παραγκωνίστηκε από οποιονδήποτε ούτε υπάρχει συμπαιγνία ή ασέβεια στο πρόσωπό του ή δόλος και παρανομία, αλλά, για να μπορέσει να λειτουργεί η Εταιρεία, έπρεπε να πράττουν οι υπόλοιποι, ιδίως όταν ο ίδιος ο αναφέρων κατ’ επανάληψη δεν εντοπίζονταν, παρόλες τις προσπάθειές τους. Ήταν όμως με τη συγκατάθεσή του που δόθηκε πρόσβαση στους λογαριασμούς της Εταιρείας, ο ίδιος γνώριζε για την ανέγερση του ακινήτου στο τεμάχιο της Εταιρείας που συμφώνησε να συνχρηματοδοτήσει (αν και τελικά δεν τήρησε τη συμφωνία του), το οποίο ανεγείρεται νόμιμα, και συνιστά περιουσία της Εταιρείας. Την αδυναμία συνεισφοράς του αναφέροντος μέλους στο έργο κάλυψε ο κύριος Gorshkalev, ο οποίος, σε αντίθεση με τον αιτούντα, συνεισέφερε τα μέγιστα στην Εταιρεία, χωρίς να ισχύουν όσα αναφέρει ο αιτών περί εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων. Ο αναφέρων γνώριζε και για την αγωγή που είχε καταχωριστεί εναντίον της Εταιρείας, εφόσον διορίστηκε και δεύτερος δικηγόρος υπεράσπισης της επιλογής του, όταν κατέστη κατορθωτό να εντοπιστεί και να ενημερωθεί σχετικά. Δεν αρνήθηκε οποιοσδήποτε στον αναφέροντα να ενημερωθεί για οποιοδήποτε θέμα της Εταιρείας, απλώς ο ίδιος δεν προσέρχεται στις συνελεύσεις για να λάβει τη σχετική ενημέρωση. Είναι ο αιτών που προέβη σε παρανομίες και προσπάθεια χρησιμοποίησης της Εταιρείας για να επωφεληθεί (Τ44-Τ48), όπως και η δικηγόρος του (Τ48). Τα περί συνεισφοράς του καθενός που ανέφερε ο αιτών δεν ισχύουν (Τ49-Τ50), όπως ούτε και οι αναφορές του για παράνομη ανέγερση από την Εταιρεία (Τ51-Τ52). Υπήρξε ενημέρωση του αιτούντος για τη συνέλευση των μετόχων την 09.12.2020, αλλά δεν εμφανίστηκε, και αργότερα έστειλε επιστολή με δικηγόρο με αίτημα αναβολής των συνελεύσεων μέχρι να αποφασιστεί η αίτησή του στο Δικαστήριο (Τ53), πρόφαση υπό την οποία έπαυσε να μετέχει στην Εταιρεία. Η παύση του αιτούντος από τη διευθυντική θέση έγινε δεκτή από τον Έφορο και η απόφασή του δεν αμφισβητήθηκε (Τ54). Οι συνελεύσεις των μετόχων δεν γίνονται, μέχρι να ληφθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά γίνονται οι συνελεύσεις των αξιωματούχων, για τα τρέχοντα θέματα της Εταιρείας. Η Εταιρεία ετοιμάζει αυτή τη στιγμή τις οικονομικές της καταστάσεις (Τ55). Ο κύριος Epifanov γενικότερα αμφισβητεί σε μεγάλη έκταση και όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτούντος, σχετικά με όσα καταλογίζει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, προσκομίζοντας περαιτέρω στοιχεία (Τ56). Εξηγεί, ο κύριος Epifanov, πως δεν είναι προς το συμφέρον της Εταιρεία η έκδοση των διαταγμάτων που ζητά ο αιτών.

 

 

5.        Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε στη βάση όλης της μαρτυρίας που προσκόμισαν ενόρκως αμφότερες οι πλευρές. Δεν υπήρξε αντεξέταση. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων, που είναι σε γνώση του Δικαστηρίου. Γενικά, είναι υπόψη μου ό,τι καταχωρίστηκε και αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν εδώ δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

6.        Σύμφωνα με το άρθρο 211(στ) Κεφ. 113, εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο, αν το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας να διαλυθεί η εταιρεία.

 

7.        Σύμφωνα με το άρθρο 214 § 2 Κεφ. 113, όταν η αίτηση υποβάλλεται από μέλη της εταιρείας, ως συνεισφορέων, επειδή είναι δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο, αν έχει τη γνώμη ότι οι αιτητές δικαιούνται σε θεραπεία είτε με την εκκαθάριση της εταιρείας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, και ότι στην απουσία οποιασδήποτε άλλης θεραπείας, θα ήταν δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί, εκδίδει διάταγμα για εκκαθάριση, εκτός αν έχει επίσης τη γνώμη συγχρόνως ότι υπάρχει άλλη θεραπεία για τους αιτητές, και ότι αυτοί ενεργούν αδικαιολόγητα με το να ζητούν τη διάλυση της εταιρείας, αντί την αναζήτηση της άλλης θεραπείας.

 

8.        Οι αιτήσεις για να τεθεί μια εταιρεία υπό εκκαθάριση επειδή είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας (just and equitable winding-up) έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Ως θέμα πρακτικής, εκτός από την εταιρεία, στην αίτηση συνενώνονται ως Καθ’ ων η αίτηση είτε όλα τα μέλη της εταιρείας (εάν είναι λίγα) είτε (εάν είναι πολλά) τα συγκεκριμένα μέλη της εταιρείας με τα οποία υφίσταται η διαφορά. Γεγονότα στη βάση των οποίων θα μπορούσε να υποστηριχθεί μια «δίκαιη εκκαθάριση» είναι συνήθως θέματα όπως τα εξής: δεν μπορούν να επιτευχθούν οι κύριοι στόχοι του καταστατικού της εταιρείας· η εταιρεία είναι αδύνατο να συνεχίσει την επιχείρησή της με κέρδος· υπάρχει αδιέξοδο (deadlock) στη συμπεριφορά ή τη διαχείριση της εταιρείας· υπήρξε απάτη κατά την ίδρυση της εταιρείας ή υπήρξε ανάρμοστη συμπεριφορά από τη διεύθυνση· υπήρξε σοβαρή παραβίαση ή βλάβη στη βάση πάνω στην οποία ιδρύθηκε η εταιρεία, που περιλαμβάνει μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης (οιονεί εταιρική σχέση)[1] ή ακόμα και αποκλεισμό του αιτούντος μέλους από τη διοίκηση της εταιρείας. Στην αίτηση πρέπει να διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εκκαθάριση και κάθε σχετικός ισχυρισμός να εξειδικεύεται. Με την αίτηση, ο αιτών θέτει την υπόθεσή του, με όλα τα στοιχεία που διαθέτει. Όταν υπάρχει ισχυρισμός για παράλειψη παροχής λογαριασμών και πληροφοριών, με αποτέλεσμα ο αιτών να μην είναι σε θέση να γνωρίζει εάν υπάρχει πλεόνασμα ή είναι επαρκώς σύμφορο η εταιρεία να τεθεί σε εκκαθάριση, ευνόητα, ο αιτών δεν δεσμεύεται από μια τέτοια προϋπόθεση συγκεκριμένων αναφορών, και η διερεύνηση γίνεται κατά την εκδίκαση της αίτησης[2].

 

9.        Σύμφωνα με το άρθρο 202 Κεφ. 113, οποιοδήποτε μέλος εταιρείας που παραπονείται ότι οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονται με τρόπο καταπιεστικό μέρους των μελών (περιλαμβανομένου του ιδίου), μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο με βάση το άρθρο αυτό. Αν το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονται όπως προαναφέρθηκε και ότι η εκκαθάριση της εταιρείας θα επηρέαζε δυσμενώς εκείνο το μέρος των μελών, αν και διαφορετικά τα γεγονότα θα δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης για τον λόγο ότι ήταν δίκαιο και σύμφωνο με τους κανόνες της επιείκειας όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, προς επίλυση των θεμάτων αναφορικά με εκείνα που υποβλήθηκε παράπονο, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα που θεωρεί σωστό, είτε για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ή για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε μελών της εταιρείας από άλλα μέλη της εταιρείας ή από την εταιρεία και, σε περίπτωση αγοράς από την εταιρεία, για την ανάλογη μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας, ή διαφορετικά. Όταν τέτοιο διάταγμα κάνει αλλαγή ή προσθήκη στο ιδρυτικό έγγραφο ή καταστατικό οποιασδήποτε εταιρείας, τότε, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη και με την επιφύλαξη των διατάξεων του διατάγματος, η ενδιαφερόμενη εταιρεία δεν έχει εξουσία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου να επιφέρει οποιαδήποτε περαιτέρω αλλαγή ή προσθήκη στο ιδρυτικό έγγραφο ή καταστατικό που αντίκειται προς τις διατάξεις του διατάγματος, αλλά οι αλλαγές ή προσθήκες που έγιναν με το διάταγμα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα ως να έγιναν κανονικά με ψήφισμα της εταιρείας και οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται στο ιδρυτικό έγγραφο ή καταστατικό όπως αυτό αλλάχθηκε ή που έγινε προσθήκη με τον τρόπο αυτό ανάλογα. Αντίγραφο οποιουδήποτε διατάγματος που αλλάζει ή προσθέτει, ή δίνει άδεια να αλλαχθεί ή να γίνει προσθήκη σε, ιδρυτικό έγγραφο ή καταστατικό εταιρείας, παραδίνεται από την εταιρεία μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την έκδοση του στον έφορο εταιρειών για εγγραφή και αν εταιρεία παραλείπει να συμμορφωθεί με το εδάφιο αυτό, η εταιρεία και κάθε αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη υπόκεινται σε πρόστιμο παράλειψης.

 

10.    Η δικαιοδοσία του άρθρου 202 Κεφ. 113, εγχώρια, κινείται ακόμα στη βάση της δικαστικής παρέμβασης τύπου «oppressive remedy», ως είχε στην αγγλική Company's Act 1948, κατ’ επέκταση, λαμβάνει υπόψη την ερμηνευτική προσέγγιση του τι συνιστά διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας κατά «τρόπο καταπιεστικό μέρους των μελών», που ανατρέχει στην περιοριστική προσέγγιση της Scottish Co-Operative Wholesale Society Ltd. v. Meyer [1958] 3 All E.R. 66. Όπως μεταφέρθηκε και στην In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, ο όρος περιλαμβάνει συμπεριφορά η οποία ενέχει το στοιχείο της έλλειψης αξιοπιστίας (probity), ή δίκαιης μεταχείρισης (fair dealing) προς μέλη της εταιρείας σε σχέση με τα δικαιώματά τους ως μέτοχοι, αλλά, αντίθετα, η ανεπάρκεια (inefficiency) ή η αμέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας δεν τεκμηριώνει «καταπιεστική συμπεριφορά». Η περιορισμένη εμβέλεια αλλά και η διατύπωση του άρθρου 202 Κεφ. 113 ενθαρρύνει διαχρονικά την εναλλακτική προσφυγή σε αιτήματα για εκκαθάριση για λόγο που είναι δίκαιος ή σύμφωνος με το δίκαιο της επιείκειας. Στην αγγλική νομοθεσία και πρακτική, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων εξελίχθηκε σταδιακά και αναφέρεται διευρυντικά πλέον σε «unfair prejudice», που δίδει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδίδει και οποιοδήποτε διάταγμα. Η προοπτική μιας πιο ευρείας ερμηνείας και του τρόπου διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας που είναι «καταπιεστικός μέρους των μελών», αποθαρρύνθηκε κάπως με την πρόσφατη απόφαση στην Inversions Gestions I Estudis International L, SLU, κ.α. ν. Αναφορικά με την Sare Public Company Limited, Πολιτική Έφεση Ε94/2019, ημερομηνίας 19.01.2022, αλλά εκείνη η περίπτωση αφορούσε σε μια προσπάθεια επέκτασης του δικαιώματος μετόχου μειοψηφίας να ζητά μέσω του άρθρου 202 Κεφ. 113 - και χωρίς την αντίστοιχη νομοθετική εξέλιξή του -, εξαγορά από τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι τέτοια η περίπτωση εδώ, και νοείται πως δεν αναιρείται η δέσμευση που υφίσταται δια της Αλκιβιάδου v. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1ΑΑΔ 2350, πως δεν μπορεί νομοθέτημα άλλης χώρας να επηρεάζει την ισχύουσα νομική πραγματικότητα στη Δημοκρατία, όπου υπάρχει ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση για ένα θέμα ώστε να μην εξυπηρετεί η καταφυγή σε νομοθεσία άλλων κρατών.

 

11.    Ο νομοθέτης, στο άρθρο 202 Κεφ. 113, αφήνει αποκλειστικά στο Δικαστήριο την κρίση για το τι συνιστά τρόπος διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας που είναι «καταπιεστικός μέρους των μελών». Και στο εγχώριο δίκαιο, εγκαθιδρύθηκε πλέον η νοοτροπία, μέσα και από την παράλληλη ανάπτυξη του δικαίου της αφερεγγυότητας, ότι η εκκαθάριση μιας εταιρείας ή και η πτώχευση ενός ατόμου συνιστά την έσχατη λύση. Με αυτή την προσέγγιση, αν και δεν αποκλείεται η συμπερίληψη στην ίδια αίτηση αμφότερων των αιτημάτων για εκκαθάριση γιατί είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας και για θεραπεία υπό το άρθρο 202 Κεφ.113, δεν είναι γενικότερα ή πλέον επιθυμητό να ζητείται ή να προωθείται το αίτημα να τεθεί μια εταιρεία σε εκκαθάριση ως να ήταν εκείνη η εναλλακτική λύση.

 

12.    Στον βαθμό δηλαδή που, από το χρονικό σημείο της καταχώρισης της αίτησης, αρχίζει η διαδικασία της εκκαθάρισης, με δραστικές συνέπειες, η εκκαθάριση θα πρέπει να ζητείται όπου το αποτέλεσμά της είναι η πραγματικά ή η μόνη επιθυμητή λύση. Οι δικαιοδοσίες του άρθρου 211(στ) και του άρθρου 202, ακόμα και χωρίς την αντίστοιχη εγχώρια νομοθετική εξέλιξη, δεν είναι ταυτόσημες, ούτε καν γνήσια εναλλακτικές. Μπορεί να διαταχθεί η εκκαθάριση γιατί είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας και όπου δεν υπάρχει «καταπιεστική συμπεριφορά».

 

13.    Εάν από την άλλη το μόνο που υπάρχει είναι «καταπιεστική συμπεριφορά», ως το Δικαστήριο ερμηνεύει, και υπάρχουν λύσεις άλλες από την εκκαθάριση, περιλαμβανομένης της εξαγοράς των μετοχών από άλλα μέλη της εταιρείας ή από την εταιρεία, που δίδει το άρθρο 202 Κεφ.113, θα προτιμηθεί εκείνη η λύση. Στην Re a Company (No 004415 of 1996) [1997] 1 BCLC 479, ασχέτως του ότι είναι μέσα στις υποθέσεις που εκφράζουν σε κάποιο βαθμό την εξέλιξη στην αγγλική πρακτική, όπου η υπό καταπίεση μειοψηφία, υπό τις διατάξεις τότε των άρθρων 459 και 461 της τότε Companies Act 1985, αιτήθηκε την πώληση των μετοχών στα υπόλοιπα μέλη, και εναλλακτικά την εκκαθάριση της εταιρείας, γιατί είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας, το Δικαστήριο έκανε δεκτή αίτηση για παραμερισμό της αίτησης για εκκαθάριση. Οι εταιρείες εκεί είχαν σταθερά κερδοφόρες συναλλαγές και διανεμητέα αποθεματικά. Οι αναφέροντες ισχυρίστηκαν ότι, υπό τον έλεγχο της μίας οικογένειας, τόσο σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου όσο και σε επίπεδο μετοχών, οι εταιρείες διοικούνταν προς όφελος της εν λόγω οικογένειας, και βλάπτονταν τα δικά τους συμφέροντα. Υπήρχαν αντίθετοι εκτενείς ισχυρισμοί αναμεταξύ των διαδίκων και απέδιδε ο ένας στον άλλον προσωπική αντιπάθεια και κακία. Παρόλο που οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν από τους αναφέροντες σχετικά με μερίσματα και αμοιβές έδιδαν εικόνα πιθανής διεξαγωγής των υποθέσεων των εταιρειών με τρόπο που ήταν άδικος και επιζήμιος για τα μέλη (τους αναφέροντες) που δεν είχαν διευθυντικές θέσεις, το Δικαστήριο παρατήρησε πως, μακράν η πιο πιθανή μορφή θεραπείας που θα λάμβαναν από το Δικαστήριο οι αναφέροντες, θα ήταν η εντολή να αγοράσουν τα υπόλοιπα μέλη τις μετοχές τους στις εταιρείες. Δεν είχε ικανοποιηθεί ότι υπήρχε πραγματική πιθανότητα να διαταχθεί η διάλυση των εταιρειών γιατί είναι δίκαιο ή σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας. Εφόσον, εάν το Δικαστήριο όριζε μια δίκαιη τιμή για τις μετοχές των αναφερόντων, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μερίσματα είχαν διατηρηθεί σε αδικαιολόγητα χαμηλά επίπεδα, εάν αυτό αποδεικνυόταν ότι συνέβαινε, θα ήταν παράλογο για τους ίδιους να επιδιώξουν τη διάλυση των εταιρειών, αντί τη λύση της εξαγοράς τους. Ακόμη και να μην υπήρχε σε εκείνο το στάδιο δυνατότητα χρηματοδότησης τέτοιας αγοράς από τα υπόλοιπα μέλη, οι ίδιες οι εταιρείες είχαν επαρκή διανεμητέα αποθεματικά για να αγοράσουν τις μετοχές. Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίθηκε πως δεν υπήρχε προοπτική έκδοσης διαταγής εκκαθάρισης[3].

 

14.    Η δυνατότητα ή μη εννοιολογικής συσχέτισης του «καταπιεστικού τρόπου» διεξαγωγής των εργασιών, ως ερμηνεύθηκε στη νομολογία της παλαιάς αγγλικής διάταξης και του άρθρου 202 Κεφ.113, με την αναφορά σε «unfair prejudice», ως εξελίχθηκε και εν τέλει (πρόσθετα) νομοθετήθηκε στην Αγγλία, δεν είναι επί του παρόντος. Η αναφορά όμως εξηγεί το ότι η ιδιαιτερότητα στην υπόθεση του αιτούντος εδώ είναι πως, ενώ το παράπονό του είναι κυρίως ο αποκλεισμός του από τη διοίκηση και την καθημερινή λειτουργία της Εταιρείας, ως αξιωματούχος, κατ’ επέκταση ο δι’ αυτού του αποκλεισμού και έλλειψης πληροφόρησης δυνητικός επηρεασμός και του μετοχικού του δικαιώματος (άρα με τρόπο που θα μπορούσε να εμπίπτει στον όρο «unfair prejudice»), και θα αρκούνταν και θεωρεί ικανοποιητική και μια λύση εξαγοράς των μετοχών του από τα μέλη της πλειοψηφίας ή από την εταιρεία, αιτείται υπό το άρθρο 211(στ) Κεφ.113, γιατί χρειάζεται τη λύση του άρθρου 202 Κεφ. 113, που εκθέσει διαζευκτικά και με αρκούντως συγκεκριμένο τρόπο. Εδράζοντας την αίτησή του και εναλλακτικά στο άρθρο 202 Κεφ. 113, σκέλος της αίτησης που μάλιστα φαίνεται να είχε προωθήσει και εξωδικαστικά (ασχέτως του εύρους εφαρμογής του εν λόγω άρθρου) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, δείχνει στο Δικαστήριο να αναγνωρίζει εμμέσως και να επιθυμεί ως δίκαιη ή δικαιότερη λύση άλλην από εκείνη της εκκαθάρισης (να λάβει ένα χρηματικό ποσό για να μεταβιβάσει τις μετοχές του στους υπόλοιπους μετόχους ή στην Εταιρεία). Τούτη η ένδειξη, σε συνάρτηση και με τη μη αμφισβήτηση πως η Εταιρεία έχει περιουσία και μπορεί να εξακολουθήσει τις εργασίες της (και ό,τι υφίσταται είναι απλώς η διαφορά μεταξύ αξιωματούχων/μετόχων), αλλά και με το γεγονός ότι δεν συνενώθηκαν στην αίτηση ως κανονικοί διάδικοι τα μέλη της Εταιρείας με τα οποία υφίσταται η διαφορά (αν και από μόνο του δεν είναι μοιραίο για την αίτηση), δεν υπάρχει δυνατότητα, ως προς τον τρόπο που ο αιτών θεωρεί δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας, η Εταιρεία να οδηγηθεί στην εκκαθάριση.

 

15.    Έχοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο και τα δεδομένα της υπόθεσης, η αίτηση, ως προς το σκέλος της που αφορά την εκκαθάριση της Εταιρείας, δεν μπορεί να επιτύχει. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν. Παραμένει να εξεταστεί το σκέλος της αίτησης που αφορά το άρθρο 202 Κεφ.113.

 

16.    Από όσα αναφέρονται στη μαρτυρία, καί του αιτούντος καί των ενδιαφερόμενων προσώπων, δεν διαφαίνεται πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα με την παρουσία του αιτούντος στην Εταιρεία, ως μετόχου στην Εταιρεία. Υπάρχουν ασφαλώς πραγματικές διαφορές μεταξύ τους, ουσιαστικές, που εισέρχονται σε βάθος χρόνου, οι σχέσεις έχουν κλονιστεί, η μια πλευρά καταλογίζει στην άλλη παρανομίες, καταχρήσεις, καταπιεστική συμπεριφορά, κ.λπ., σε βαθμό μάλιστα εμπλοκής της Αστυνομίας ή και άλλων κρατικών αρχών. Ό,τι όμως εκ των πραγμάτων βιώνει ο αιτών, περιλαμβανομένης της άγνοιάς του για σοβαρά θέματα, δεν απολήγει σε συνθήκη που εμπίπτει στο εννοιολογικό πεδίο της «καταπιεστικής συμπεριφοράς» για το πρόσωπο του αιτούντος, ως μέλους της Εταιρείας, ως μετόχου. Σχετίζεται με την απομάκρυνσή του από τη διευθυντική θέση, για οποιονδήποτε λόγο κι αν έγινε. Εκείνη δεν επαρκεί για να αποδοθεί καταπιεστική συμπεριφορά μετοχικής μειοψηφίας[4]. Εξάλλου, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες και για το εάν ό,τι ο αιτών σήμερα ερμηνεύει ως «καταπιεστική συμπεριφορά», θέτοντάς το σε ένα ευρύ πραγματικό φάσμα, οφείλεται σε ενέργειες των ενδιαφερόμενων μερών. Ο ίδιος ο αιτών, όπως ανέφερε, μετείχε σε διάφορες ενέργειες, ως προς τις οποίες καταλογίζει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δολιότητα εις βάρος του και εκμετάλλευση. Δεν διαφεύγει από την προσοχή πως η Εταιρεία είναι μικρή, ξεκίνησε με έναν τρόπο σύμφωνα με τον οποίο οι μέτοχοι είχαν και ενεργό εμπλοκή στη διαχείριση των τρεχόντων θεμάτων της Εταιρείας. Κι αυτή, όμως, η συνθήκη, δεν επαρκεί για προκληθεί σύγχυση ανάμεσα στην ιδιότητα του μετόχου και την ιδιότητα του διευθυντή. Είναι υπό το φως και μετά από την παύση του αιτούντος από τη διευθυντική θέση, που ο αιτών έχει ανασύρει οτιδήποτε μπορούσε να εντοπίσει, από το παρελθόν, για να το περιλάβει στην έννοια της «καταπιεστικής συμπεριφοράς».

 

17.    Κατά τη γνώμη μου, η περίπτωση αυτή δεν είναι περίπτωση καταπιεστικής συμπεριφοράς μειοψηφίας μετόχων από την πλειοψηφία, ως προς την οποία μπορεί να δοθεί εναλλακτική λύση, αυτής της εκκαθάρισης· και η τελευταία, πάλι, δεν θα ήταν το αποτέλεσμα κάποιας συνθήκης που να απολήγει σε «καταπίεση» του αιτούντος.

 

18.    Η κατάληξη αυτή, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με οποιαδήποτε άλλα ζητήματα. Η ίδια, νοείται, δεν εμποδίζει τον αιτούντα, εάν επιθυμεί, να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες σχετικά με τις μετοχές του στην Εταιρεία.

 

19.    Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται πως η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη, γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

20.    Όσον αφορά τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα αυτό, επιδικάζονται υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών και εναντίον του αιτούντος. Οι φάκελοι της υπόθεσης είναι ογκώδεις, υπάρχουν διάφορες ενδιάμεσες διαδικασίες, και είναι αδύνατος ο συνοπτικός υπολογισμός από το Δικαστήριο. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ebrahimi v Westbourne Galleries Ltd [1973] AC 36.

[2] Re Commercial and Industrial Insulations Ltd [1986] BCLC 191, 2 BCC 98, 901.

[3] Fuller v Cyracuse Ltd, Fuller v Realtime Partner UK Ltd [2001] 1 BCLC 187, Virdi v Abbey Leisure Ltd [1990] BCLC 342, 349, sub nom Re Abbey Leisure Ltd [1990] BCC 60, 67, CA, per Balcombe LJ; Re a Company (Nos 004413, 004415, 004416 of 1996) [1997] 1 BCLC 479.

[4] Elder vElder Watson Ltd (1952) J.S.C. 49, Bedros Karaoglanian & Sons Ltd v. Karaoglanian (1974) JSC 488, Re Bellator Silk Ltd (1965) 1 All E.R 667, The Lundie Brothers Ltd (1965) 2 Al E.R 692,699 (W.L.R 1051).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο