ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                

  Αρ. Αγωγής: 1421/2014

Μεταξύ:

                                    PETER LAWSON

                                                                                                             Ενάγοντος

                                          και

XIE SHAODAN

                                                                                                 Εναγομένης

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 11.08.17 για παραμερισμό δικαστικής απόφασης

 

 

Ημερομηνία: 30.04.24

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη-Αιτήτρια: κα Ε. Πιτσιλλίδου για Μιχαλάκη, Πιτσιλλίδου

       & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγοντα-Καθ’ ου η αίτηση: κος Α. Αβρααμίδης για A. Danos &

       Associates L.L.C.

 

                                                ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 24.06.14 ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αγωγή υπό τη μορφή γενικού οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος αξιώνοντας ειδικές αποζημιώσεις εναντίον της Εναγομένης. Ακολούθως στις 30.10.14 ο Ενάγοντας εξασφάλισε άδεια για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και παράλληλα διάταγμα που επιτρέπει την υποκατάστατο επίδοση των δικαστικών εγγράφων μέσω διπλοσυστημένης επιστολής στη διεύθυνση που σημειώνεται στο εν λόγω διάταγμα. Η δηλωθείσα διεύθυνση παραπέμπει στη Σαγκάη της Λαϊκής Δημοκρατίας Κίνας. Έπειτα και συγκεκριμένα την 01.12.15 καταχωρίστηκε η έκθεση απαίτησης.

 

Επειδή η Εναγόμενη δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, στις 10.03.16 εκδόθηκε ερήμην της δικαστική απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της ιδίας ως εξής:

(α)       Δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγομένης με αρ. [ ] της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ανήκουν στον Ενάγοντα και όχι στην Εναγόμενη, η οποία τα απέκτησε με χρήση δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή αθέμιτης επιρροής.

(β)       Έκδοση διατάγματος το οποίο διατάζει την Εναγόμενη να επιστρέψει αμέσως στον Ενάγοντα όλα τα χρήματα του που βρίσκονται στον πιο πάνω τραπεζικό λογαριασμό (υπό το σημείο (α)) τα οποία ανήκουν στον Ενάγοντα και όχι στην Εναγόμενη.

(γ)        Επιδίκαση ποσού €920.000 πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 24.06.14 μέχρι 31.12.14 και πλέον τόκο προς 4% ετησίως από 01.01.15 μέχρι εξόφλησης υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης.

(δ)        Επιδίκαση δικηγορικών εξόδων και άλλων εξόδων που υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης. 

 

Στις 11.08.17 η Εναγόμενη καταχώρησε την υπό κρίση δια κλήσεως αίτηση με την οποίαν αξιώνει την έκδοση διαφόρων διαταγμάτων, τα οποία θεωρώ χρήσιμο να καταγράψω αυτούσια από το σώμα του εγγράφου:

«Α.       Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται (set aside) η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε κατά/ή περί την 10/3/2016 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή εναντίον της εναγομένης - αιτήτριας.

Β.         Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στην εναγόμενη να καταχωρήσει Σημείωμα Εμφάνισης και/ή Υπεράσπιση στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

Γ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται (set aside) το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/10/2014, επιτρέπον την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και την υποκατάσταση επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και/ή όλων των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας διαδικασίας στην Εναγόμενη.

Δ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται ή να παραμερίζεται η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και/ή όλων των δικαστικών εγγράφων της παρούσας διαδικασίας στην Εναγόμενη.

Ε.         Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται ή να παραμερίζεται το κλητήριο ένταλμα και/ή ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

ΣΤ.       Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η απόρριψη της παρούσας αγωγής και όλων των απορρεόντων από αυτή δικαστικών διαβημάτων λόγω μη ύπαρξης ή αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής και/ή λόγω μη ύπαρξης ή αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος κατά της Εναγομένης.

Ζ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται (set aside) και/ή ακυρώνεται η υπέρ του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Εναγομένης/Αιτήτριας εκδοθείσα απόφαση ημερομηνίας 10/3/2016 και/ή η εκτέλεση της λόγω δεδικασμένου και/ή έλλειψης νομικής υπόστασης του Ενάγοντα να εγείρει την παρούσα αγωγή και/ή για το λόγο πως η αγωγή είναι καταχρηστική και/ή παραβιάζει τη νομοθεσία και/ή τις διεθνείς συμβάσεις.

Η.        Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ή διάταγμα το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις.»

 

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης που εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προέβηκε στις πιο κάτω δεσμευτικές δηλώσεις της που έχουν καταγραφεί στα πρακτικά ημερ. 15.11.08:

(α)       ο ισχυρισμός της Εναγομένης ότι τα επίδικα έγγραφα της αγωγής μαζί με το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης δεν επιδόθηκαν στην κινεζική γλώσσα που είναι η μητρική της γλώσσα εγκαταλείπεται,

(β)       η Εναγόμενη δεν ζητεί πλέον ακύρωση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης και προς τούτο εγκαταλείπει το σχετικό αιτητικό,

(γ)        η Εναγόμενη δεν αμφισβητεί την ορθότητα έκδοσης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης αλλά αυτό που αμφισβητεί είναι ότι τα έγγραφα δεν επιδόθηκαν σύμφωνα με το περιεχόμενο του διατάγματος,

(δ)        η Εναγόμενη αποσύρει τα αιτητικά υπό τα σημεία (Γ), (Ε) και (ΣΤ) από το σώμα της υπό κρίση αίτησης.

 

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη είναι προφανές ότι παρέμειναν για εξέταση τα αιτητικά υπό τα σημεία (Α), (Β), (Δ), (Ζ), (Η) και (Θ) του σώματος της αίτησης.   

Νομική βάση της αίτησης είναι, μεταξύ άλλων, η Δ.17 Θ.10, & η Δ.48 Θ.9 των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Τα δε γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Εναγόμενη δικαιολογούν την επιτυχία της, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση (σύνολο 24 δαχτυλογραφημένες σελίδες) της κυρίας Χριστιάνας Παναγιώτου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που μέχρι πρόσφατα την εκπροσωπούσε. Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από το ίδιο πρόσωπο. Προς υποστήριξη των ενόρκων δηλώσεων επισυνάπτονται έγγραφα. Σ’ αμφότερες ένορκες δηλώσεις η ομνύουσα  αναφέρει κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που συνιστούν την εκδοχή της Εναγομένης καθώς επίσης τους λόγους που κατά τη γνώμη της καθιστούν αναγκαία την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Ο Ενάγοντας αντέδρασε στις 16.02.18 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 6 λόγους. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τους λόγους ένστασης επειδή κάτι τέτοιο δεν θα προσφέρει οποιαδήποτε χρησιμότητα. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δικαιολογείται η επιτυχία της υπό κρίση αίτησης.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης της Ενάγουσας στηρίζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στην ίδια νομική βάση μ’ αυτήν της αίτησης.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση (σύνολο 16 δαχτυλογραφημένες σελίδες) της κυρίας Φραγκέσκας Στυλιανού, τότε ασκούμενης δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα. Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από άλλο δικηγόρο (κυρία Ραφαέλλα Φιλίππου) στο ίδιο δικηγορικό γραφείο, η οποία επίσης είναι πολυσέλιδη (σύνολο 10 δαχτυλογραφημένες σελίδες). Προς ενίσχυση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων επισυνάπτονται έγγραφα. Σ’ αμφότερες ένορκες δηλώσεις περιέχονται γεγονότα που κατά τη γνώμη του Ενάγοντα έχουν διαδραματιστεί και συνθέτουν την εκδοχή του, τα οποία σύμφωνα με τον ίδιο τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) με απόφαση του ημερ. 22.01.19 παραμέρισε την απόφαση που εξέδωσε ερήμην της Εναγομένης. Η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε από τον Ενάγοντα, ως ήταν δικαίωμα του. Το Εφετείο με απόφαση του ημερ. 07.12.23 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο της. Με οδηγίες του η υπό κρίση αίτηση τέθηκε για εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Για σκοπούς εξέτασης του αντικειμένου της παρούσας αίτησης δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί. Επίσης για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης έχω ανατρέξει στον δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου με τον 2ο λόγο ένστασης, μέσα από τον οποίον ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η πιο πάνω τοποθέτηση συνιστά συμπέρασμα, στο οποίο το Δικαστήριο θα καταλήξει μέσα από την εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης. Συνεπώς δεν αποτελεί λόγο που χρήζει διερεύνησης.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης θα προσεγγιστούν μαζί επειδή αφορούν την ουσία της παρούσας αίτησης και ειδικότερα προϋποθέσεις που το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένεκα του χρόνου καταχώρησης της παρούσας αγωγής κάτω από την οποίαν εντάσσεται η υπό κρίση αίτηση, το δικονομικό πλαίσιο που ισχύει είναι οι Παλαιοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Παρά την εφαρμογή του παλαιού καθεστώτος, το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει την δυνατότητα εφαρμογής του Νέου Κανονισμού 60.2, στον οποίον σημειώνεται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του τον πρωταρχικό σκοπό και το καθήκον του να διαχειρίζεται υποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται στο Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης, η οποία εκδόθηκε χωρίς την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας, ως είναι η προκειμένη περίπτωση, παρέχεται από τη Δ.17 Θ.10 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και έχει διακριτικό χαρακτήρα, η οποία θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και στη βάση των αρχών που η νομολογία έχει καθορίσει (Λουκαΐδου v. Γερολέμου (2000) 1Α Α.Α.Δ. 333 και Εταιρεία Βοθροκαθαριστών Λεμεσού ‘Βοθροτέξ’ Λτδ v. Φαντάκη (2001) 1Α Α.Α.Δ. 339).

 

Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει δύο περιπτώσεις όπου είναι δυνατή η ακύρωση δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης (Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ. 64, Telemachou v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ Πολιτική Έφεση Αρ. 250/20115 ημερ. 26.01.24):

(1)        Όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, όπως π.χ. επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος όχι με το δέοντα και νόμιμο τρόπο, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae.

(2)        Όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε κατόπιν επίδοσης κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος με τον δέοντα και νομότυπο τρόπο, ο αιτητής παρουσιάζει δια ενόρκου δηλώσεως καλή τη πίστη ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση ενώ ταυτόχρονα επεξηγεί το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης χωρίς τη συμμετοχή του.

 

Στην υπό εξέταση αίτηση η Εναγόμενη προβάλλει διάφορες θέσεις μέσα από τις οποίες ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε δέουσα και νόμιμη επίδοση των εγγράφων της αγωγής προς την ίδια από τον Ενάγοντα με αποτέλεσμα η ίδια να μην ήταν ενήμερη για τη διαδικασία που καταχωρίστηκε και προωθείτο εναντίον της.

 

Σε περίπτωση που καταδειχτεί ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ήταν παράνομη και αντικανονική η απόφαση παραμερίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Η μη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή η κακή επίδοση του είναι μία από τις περιπτώσεις όπου δεν θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση στην αγωγή. Η κακή ή αντικανονική επίδοση της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα να μην ενημερωθεί ο εναγόμενος για τη διαδικασία εναντίον του και ως εκ τούτου το Δικαστήριο, αφού διαπιστώσει ότι η επίδοση υπήρξε κακή ή αντικανονική ή γενικότερα διαπιστώνονται λόγοι για ακύρωση στη βάση ex debito justitiae, είναι υποχρεωμένο να παραμερίσει την απόφαση με έξοδα υπέρ του αιτητή (εναγομένου) χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης της διακριτικής εξουσίας του (Νικόλας Γιωργαλλίδης v Χρυσόστομου Χρίστου (Ττομή) (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 247, Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού v Chr. P. Michaelides (Estates) Limited (2002) 1 Α.Α.Δ. 43 και J.Z. Classic Music Pro Ltd v Alkadia Music Land Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1151). Επομένως, η κακή επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκθεμελιώνει την κανονικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και γι’ αυτό είναι σημαντικό το Δικαστήριο να ερευνήσει εάν όντως υπήρξε καλή επίδοση και κατ’ επέκταση εάν ο αιτητής έλαβε γνώση για τη δικαστική διαδικασία εναντίον του, προτού προχωρήσει και εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους για τους οποίους ο αιτητής ζητεί τον παραμερισμό της απόφασης. Για περαιτέρω επεξήγηση της πτυχής αυτής παραπέμπω στα αγγλικά νομικά συγγράμματα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παράγραφος 559 καινΤόμος 37, παράγραφος 403 και Odgers on Pleading and Practice, 2η έκδοση, σελίδα 58 καθώς επίσης στο νομικό ερμηνευτικό λεξικό Oxford Dictionary of Law, νέα έκδοση, σελίδα 177.

 

Ένας από τους λόγους που σύμφωνα με την Εναγόμενη η νομιμότητα της επίδοσης της αγωγής πάσχει αφορά τον ισχυρισμό της ότι ο Ενάγοντας απέτυχε να καταδείξει την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη καλού αγώγιμου δικαιώματος εναντίον της. Είναι η θέση της Εναγομένης ότι δεν έχει ικανοποιηθεί η Δ.6 Θ.4 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία είναι μία από τις προϋποθέσεις που δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας (§34 και μέρος §35 της ΕΔ Παναγιώτου).

 

Θα είμαι σύντομος. Η πλευρά της Εναγομένης με δεσμευτική δήλωση της συνηγόρου της ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15.11.08 δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα, εγκυρότητα και ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Το δε αιτητικό για παραμερισμό και/ή ακύρωση του διατάγματος αυτού στο σημείο (Γ) του σώματος της παρούσας αίτησης έχει αποσυρθεί. Ομοίως έχει εγκαταλειφθεί από μέρους της Εναγομένης ανάλογος ισχυρισμός που αφορά αμφισβήτηση της νομιμότητας, εγκυρότητας και ορθότητας του εκδοθέντος διατάγματος για υποκατάστατο επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος σύμφωνα με τον τρόπο που προνοείται. Η δε απόσυρση του σημείου (Γ) καλύπτει και την περίπτωση αυτού του διατάγματος. Ορθά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης δεν ασχολείται καθόλου με το θέμα αυτό μέσα από τη γραπτή νομική της επιχειρηματολογία.

 

Η πιο πάνω δεσμευτική δήλωση δεσμευτική δήλωση της πλευράς της Εναγομένης ότι δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα, εγκυρότητα και ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας συμπαρασύρει σε αποτυχία τη θέση της Εναγομένης ότι στη νομική βάση της αίτησης που καταχωρίστηκε για εξασφάλιση του εν λόγω διατάγματος δεν συμπεριλήφθηκε το συγκεκριμένο άρθρο της Σύμβασης της Χάγης (§27 της ΕΔ Παναγιώτου). Ορθά κατά την ταπεινή μου γνώμη η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης δεν χολιάζει νομικά το ζήτημα αυτό αφού πρόκειται για θέμα που πλέον στερείται ερείσματος και συνεπώς δεν χρήζει εξέτασης από το Δικαστήριο.

 

Η Εναγόμενη επίσης παραπονιέται ότι ο Ενάγοντας, χωρίς να εξασφαλίσει σχετικό διάταγμα που να επιτρέπει υποκατάστατη επίδοση με ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών, απέστειλε την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος και όλα τα συναφή δικαστικά έγγραφα με την ιδιωτική εταιρεία DHL που ασχολείται με την παράδοση εγγράφων και ταχυμεταφορών στη διεύθυνση που είχε εξασφαλιστεί η υποκατάστατη επίδοση μέσω διπλοσυστημένης επιστολής, κατά παράβαση του εκδοθέντος διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση, της κυπριακής νομοθεσίας και της Σύμβασης της Χάγης (§23 & §26 της ΕΔ Παναγιώτου).

 

Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το Εφετείο στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2019 που αφορά την υπόθεση αυτή, το οποίο ανατρέποντας το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο της απόφασης του ημερ. 07.12.23 έκρινε ότι η επίδοση με ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών δεν είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του εκδοθέντος διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση. Στην εν λόγω απόφαση του το Εφετείο αναφέρει ότι η επίδοση των δικαστικών εγγράφων μέσω DHL / courier δεν αποτελεί διαφορετικό τρόπο επίδοσης που δεν καλύπτεται από το εκδοθέν διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση.

 

Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που εξηγεί το σκεπτικό του Εφετείου:

«Ό,τι συνάγεται από τα πιο πάνω είναι ότι «διπλοσυστημένη επιστολή» είναι η επιστολή που παραδίδεται στα χέρια του παραλήπτη ο οποίος δίδει απόδειξη για τη παραλαβή της, διά της υπογραφής του. Αυτό έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού είναι παραδεκτό ότι ο παραλήπτης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και των υπόλοιπων δικαστικών εγγράφων μέσω DHL/courier υπέγραψε την παραλαβή τους. Η πιο πάνω διαδικασία επίδοσης δεν είναι αντίθετη με το εκδοθέν διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο δεν προβλέπει επίδοση μέσω Δημόσιου ταχυδρομείου και επομένως το αντίθετο συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Η Global Education Counselling Ltd (ανωτέρω) την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι υποβοηθητική στην παρούσα περίπτωση. Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε ότι η παράλειψη από το διάταγμα του Δικαστηρίου της αναφοράς στη σχετική αίτηση όπου ζητείτο η επίδοση να γίνει με ένα από τους τρεις τρόπους που αναφέρονταν σ΄ αυτήν, φανέρωνε ότι η επίδοση έπρεπε να γίνει και με τους τρεις τρόπους. Στην παρούσα περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου διέταξε η επίδοση να γίνει, όπως είναι παραδεκτό, με διπλοσυστημένη επιστολή χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνηση.   Εσφαλμένος είναι και ο συλλογισμός του Δικαστηρίου ότι επειδή η πλευρά του εφεσίβλητου επεδίωξε μεταγενέστερα επίδοση των πιο πάνω εγγράφων (ανεπιτυχώς) και με συστημένη επιστολή μέσω κυβερνητικού ταχυδρομείου σημαίνει ότι η επίδοση μέσω DHL/courier αποτελεί διαφορετικό τρόπο επίδοσης που δεν καλύπτεται από το διάταγμα. Το γεγονός ότι ο εφεσείων επεδίωξε επιπρόσθετα την επίδοση μέσω κυβερνητικού ταχυδρομείου δεν οδηγεί απαραίτητα στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Ορθά κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν γίνεται οποιοσδήποτε σχολιασμός του ζητήματος αυτού από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγομένης μέσα από τη γραπτή αγόρευση της. Συνεπώς με βάση την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου ο προβαλλόμενος αυτός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ακόμη η Εναγόμενη προβάλλει τη θέση ότι για την επίδοση των δικαστικών εγγράφων στον πατέρα της θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί σχετικό διάταγμα που να το επιτρέπει (§29 της ΕΔ Παναγιώτου).

 

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση της. Ο Ενάγοντας εξασφάλισε διάταγμα που επιτρέπει την επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και των συναφή δικαστικών εγγράφων εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και παράλληλα διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση τους με την αποστολή τους μέσω διπλοσυστημένης οδού του ταχυδρομείου στη διεύθυνση που σημειώνεται στο εν λόγω διάταγμα. Η παράδοση των εγγράφων με τον τρόπο που υποδεικνύεται στο σχετικό διάταγμα και η πραγματοποίηση της θεωρείται ότι συνάδει με τις πρόνοιες του με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ότι επιτυγχάνεται επίδοση τους στην ίδια την Εναγόμενη, η οποία αναμένεται να λάβει γνώση για το περιεχόμενο τους και κατ’ επέκταση για την αγωγή που καταχωρίστηκε εναντίον της από τον Ενάγοντα και εκκρεμεί στο Ε.Δ. Πάφου. Το κατά πόσο τελικά η Εναγόμενη έλαβε τέτοια γνώση είναι ζήτημα που θα εξεταστεί στη συνέχεια μέσα από τους υπόλοιπους λόγους που εγείρονται.

 

Κατά συνέπεια η θέση αυτή της Εναγομένης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Εν πάση περιπτώσει αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι ο Ενάγοντας εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα επίδοσης της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος μαζί με συναφή νομικά έγγραφα εκτός δικαιοδοσίας του Ε.Δ. Πάφου και συγκεκριμένα στην επικράτεια της Κίνας, του οποίου η ορθότητα, νομιμότητα και εγκυρότητα δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Παράλληλα αποτελεί κοινό έδαφος των μερών ότι ο Ενάγοντας εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης των πιο πάνω δικαστικών εγγράφων στην Εναγόμενη μέσω συστημένης παράδοσης τους στη διεύθυνση που αναγράφεται στο εν λόγω διάταγμα, του οποίου η ορθότητα, νομιμότητα και εγκυρότητα επίσης δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Η διεύθυνση που σημειώνεται είναι Room 302, No.43, Lane 3651, Shang Nan Road, Pu Dong New District, Shanghai, People’s Republic of China. Την ίδια στιγμή η Εναγόμενη αναγνωρίζει ότι στη διεύθυνση που αναφέρει το εν λόγω διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης διαμένει ο πατέρας της (§17 της ΕΔ Παναγιώτου).

 

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπήρξε επίδοση των εγγράφων σύμφωνα με το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Επί του σημείου αυτού η Εναγόμενη δέχεται ότι υπήρξε συστημένη παράδοση των δικαστικών εγγράφων με την ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών DHL στη διεύθυνση που σημειώνεται στο εν λόγω διάταγμα (§23 της ΕΔ Παναγιώτου). Με βάση δε την προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου η μέθοδος αυτή συνιστά επίδοση η οποία συνάδει απόλυτα με τις πρόνοιες του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών DHL παρέδωσε στη διεύθυνση που σημειώνεται στο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης τα δικαστικά έγγραφα σε άτομο που υπέγραψε για την παραλαβή τους. Δεν αποτελεί επίδικο θέμα ότι τα δικαστικά έγγραφα ήταν μεταφρασμένα στην κινεζική γλώσσα που είναι η μητρική γλώσσα της Εναγομένης και του πατέρα της ή σε κάθε περίπτωση ότι είναι μεταφρασμένα σε γλώσσα τέτοια που καθιστά κατανοητό το περιεχόμενο τους από την Εναγόμενη και τον πατέρα της.

 

Το θέμα που χρήζει εξέτασης είναι αν το άτομο στο οποίο επιδόθηκαν τα δικαστικά έγγραφα στη διεύθυνση του διατάγματος είναι ο πατέρας της Εναγομένης. Η Εναγόμενη αρνείται ότι ήταν ο πατέρας της και καταγγέλλει ότι υπήρξε πλαστογραφία της υπογραφής του.

 

Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης της Εναγομένης επισυνάπτονται στην ΕΔ Παναγιώτου έγγραφα με κατ’ ισχυρισμό δείγμα υπογραφής του πατέρας της, το οποίο, κατά την γνώμη της, διαφέρει από αυτό που του αποδίδεται ότι παρέλαβε τα εν λόγω δικαστικά έγγραφα από την ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών στη διεύθυνση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης (§24 & §28 ΕΔ Παναγιώτου). Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη η παρουσίαση τέτοιων εγγράφων είναι άνευ σημασίας. Το Δικαστήριο δεν θα μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα (γραφολόγο) και να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση για τις υπογραφές που παρουσιάζουν. Αυτό που θα μπορούσε να είχε σημασία η έκθεση ενός πραγματογνώμονα σχετικά με την υπογραφή που παρουσιάζει το έντυπο παραλαβής των δικαστικών εγγράφων. Ωστόσο στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας αίτησης κανένα τέτοιο πόρισμα γραφολόγου έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Ακόμη αυτό που επίσης θα μπορούσε να είχε σημασία είναι το αποτέλεσμα διερεύνησης της καταγγελίας του πατέρα της Εναγομένης στις κινεζικές αρχές στις 14.06.17 (§24 ΕΔ Παναγιώτου). Κανένα τέτοιο αποτέλεσμα έχει κοινοποιηθεί στο Δικαστήριο για σκοπούς εξέτασης αυτής της αίτησης.

 

Αντίθετα αυτό που παραμένει και έχει σημασία είναι ότι ο πατέρας της Εναγομένης ήταν αυτός που διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο παράδοσης των δικαστικών εγγράφων από την ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών DHL στη διεύθυνση που σημειώνεται στο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Άλλο άτομο δεν παρουσιάζεται να είχε σχέση με τη διεύθυνση αυτή. Ούτε λέχθηκε κατά τρόπο τεκμηριωμένο ή έστω δικαιολογημένο ποιος άλλος, εκτός από τον πατέρα της Εναγομένης που διέμενε εκεί, θα μπορούσε και/ή θα ήθελε να παραλάβει δικαστικά έγγραφα από το εξωτερικό. Για ποιο λόγο κάποιος να το πράξει και ποιο το κίνητρο να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο; Ερωτήματα για τα οποία δεν δόθηκαν σαφείς και επαρκείς εξηγήσεις από μέρους της Εναγομένης.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα ο ισχυρισμός της Εναγομένης είναι έκθετος σε απόρριψη. Συνεπώς το άτομο που αδιαμφισβήτητα παρέλαβε τα δικαστικά έγγραφα έναντι της υπογραφής του από την ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών DHL στη διεύθυνση που σημειώνεται στο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης δεν μπορεί να είναι άλλο από τον πατέρα της Εναγομένης ο οποίος διαμένει εκεί.

 

Το ερώτημα τώρα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν με την επίδοση των δικαστικών εγγράφων στον πατέρα της η Εναγόμενη θα λάμβανε γνώση του περιεχομένου της και κατ’ επέκταση θα πληροφορείτο για την αγωγή που εκκρεμούσε εναντίον της στο ΕΔ Πάφου. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό είναι η θέση της Εναγομένης ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε ότι η ίδια διατηρεί συχνή και τακτική επικοινωνία με τον πατέρα της (§25 ΕΔ Παναγιώτου).

 

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη η εγκατάλειψη της αξίωσης της για ακύρωση διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης μέσω της δεσμευτικής δήλωσης της συνηγόρου της, αφαιρεί κάθε έρεισμα από την πιο πάνω θέση της. Το εν λόγω διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης παραμένει σε ισχύ. Η έκδοση του καταδεικνύει ότι όταν εκτελεστεί η Εναγόμενη θα λάβει γνώση για τα έγγραφα και γενικά για την δικαστική διαδικασία που εκκρεμούσε εναντίον της στην Κύπρο. Αυτό με τη σειρά του καταδεικνύει την ύπαρξη σχέσης και επικοινωνίας μεταξύ της Εναγομένης και του πατέρα της. Έχει αποδειχτεί ότι το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης εκτελέστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του. Όπως έχει ήδη λεχθεί η ορθότητα, εγκυρότητα και νομιμότητα του δεν αμφισβητούνται από την Εναγόμενη. Σε τελευταία ανάλυση η επίδοση της αγωγής διενεργήθηκε δυνάμει δικαστικών διαταγμάτων (επίδοσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατης επίδοσης στη διεύθυνση που διαμένει ο πατέρας της Εναγομένης) / δικαστικού διατάγματος (υποκατάστατης επίδοσης στη διεύθυνση που διαμένει ο πατέρας της Εναγομένης) που δεν παραμερίστηκαν / παραμερίστηκε (Telemachou v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (πιο πάνω).

 

Πέραν και ανεξαρτήτως όμως αυτού, αναφορές που προέρχονται από την πλευρά της Εναγόμενης και έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο αφήνουν εκτεθειμένη την εν λόγω θέση της. Στην ΕΔ Παναγιώτου γίνεται αναφορά ότι στις 09.06.17 το δικηγορικό γραφείο στο οποίο είχε αποταθεί η Εναγόμενη την είχε ενημερώσει για το αποτέλεσμα της έρευνας που πραγματοποίησε στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης. Ένα από τα σημεία που προφανώς τέθηκαν υπόψη της Εναγομένης είναι το έντυπο παράδοσης των εγγράφων από την ιδιωτική εταιρεία ταχυμεταφορών DHL. Όπως η πλευρά της Εναγομένης επικαλείται στο Τεκμήριο 6 που επισυνάπτεται στην ΕΔ Παναγιώτου, στις 13.06.17, δηλαδή έπειτα από 4 ημέρες, η Εναγόμενη ζήτησε εξηγήσεις από τον πατέρα της σχετικά με το εν λόγω έντυπο παραλαβής. Η επικαλούμενη ενέργεια αυτή παραπέμπει σε άμεση  επαφή και επικοινωνία της Εναγομένης με τον πατέρα της, διαψεύδοντας έτσι την πιο πάνω θέση της. 

 

Συνεπώς η εν λόγω θέση της Εναγομένης στερείται ερείσματος. Εν πάση περιπτώσει, παρέμεινε ατεκμηρίωτη και ως εκ τούτου απορρίπτεται ως ανυπόστατη.

 

Είναι άνευ σημασίας αν η Εναγόμενη τελικά διαμένει ή όχι σε διαφορετική διεύθυνση από αυτή που σημειώνεται. Αυτό που έχει σημασία είναι αν από την επίδοση των δικαστικών εγγράφων στη διεύθυνση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης η Εναγόμενη θα λάβει γνώση του περιεχομένου της προκειμένου να ενημερωθεί για την παρούσα αγωγή που εκκρεμούσε εναντίον της στο ΕΔ Πάφου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής μαζί με τα σχετικά νομικά έγγραφα επιδόθηκαν νόμιμα και δεόντως στην Εναγόμενη σύμφωνα με τις πρόνοιες των εκδομένων διαταγμάτων, η οποία έλαβε γνώση του περιεχομένου τους. Κατ’ επέκταση η Εναγόμενη ενημερώθηκε για την ύπαρξη αγωγής εναντίον της και ακόμη έλαβε γνώση για το χρόνο που είχε στη διάθεση της για να λάβει μέρος στη διαδικασία προβαίνοντας στα δέοντα δικονομικά διαβήματα. Ωστόσο επέλεξε να μην καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης ως είχε δικαίωμα και άφησε τη διαδικασία να συνεχίσει χωρίς την παρουσία της, η οποία ολοκληρώθηκε με την έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον της. Έπεται ότι ο ισχυρισμός της Εναγομένης για παραμερισμό της ερήμη της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης στη βάση της αρχής της ex debito justitiae απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ να εξετάσω αν η Εναγόμενη έχει παρουσιάσει καλή τη πίστη ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση.

Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα πρέπει να ισοζυγίσει δύο παράγοντες θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης, ήτοι από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών (Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 2118, Iason Travel & Tours Ltd v. L. Pashias Travel Ltd κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 402). Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.

 

Οι πιο πάνω αρχές αναδύθηκαν μέσα από τη γνωστή αγγλική απόφαση Evans v Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, η οποία και υιοθετήθηκε σε διάφορες αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Bush κ.α. v Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342 και Βύρων Τεγκεράκης, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Κορίνας Τεγκεράκη (Χατζηπαναγή Γιάννη) v Δήμος Λευκωσίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 289.

 

Η αποκάλυψη καλή τη πίστη συζητήσιμης υπόθεσης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης συνιστά κυριαρχικό παράγοντα κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και πρέπει να προκύπτει χωρίς το Δικαστήριο να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς απόδειξης ή κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού και χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης (Phylactou v Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Φραντζής v Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094). Το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ορθότητας οποιωνδήποτε γεγονότων που τίθενται ενώπιον του στο στάδιο της αίτησης, διότι το έργο του εξαντλείται στο να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτεται επαρκής υπεράσπιση που είναι και το βασικό κριτήριο που θα δικαιολογούσε το επανάνοιγμα της υπόθεσης.

 

Ο αιτητής έχει το βάρος να αποκαλύψει τα στοιχεία που θα συνιστούσαν την υπεράσπιση του. Το δε αποδεικτικό αυτό βάρος εξαντλείται με την παράθεση στην ένορκη δήλωση επαρκών στοιχείων για την εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή καλόπιστης συζητήσιμης υπόθεσης έστω και εάν αυτό αμφισβητείται με την ένσταση, η οποία βεβαίως στην παρούσα περίπτωση δεν λαμβάνεται υπόψη (Χριστάκης Πίττας v Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1761). Στην υπόθεση Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (πιο πάνω) λέχθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, τα εξής σχετικά:

«Ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας· υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. Εφόσον η προβαλλόμενη υπεράσπιση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, καθίσταται συζητήσιμη. Όπου ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση, η αίτηση απορρίπτεται.»

 

Η υποχρέωση της Εναγομένης να καταδείξει καλή τη πίστη συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση εξηγείται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Telemachou v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (πιο πάνω) στην οποίαν παραπέμπω. Όπως αναφέρεται, «στο στάδιο αυτό δεν αναμένεται να τεκμηριωθούν και/ή αποδειχθούν οι θέσεις του στο βαθμό που απαιτείται κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.» Επίσης από την ίδια υπόθεση σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα το οποίο ομιλεί από μόνο του:

«Επαναλαμβάνουμε ότι στο στάδιο αυτό, δεν αξιολογείται η μαρτυρία για να αποφασιστεί κατά πόσο ο εφεσείων έχει αποδείξει την υπεράσπισή του  (Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999)1 Α.Α.Δ. 528). Όπως το έθεσε ο Δικαστής Diplock, στη Sidnell vWilson [1966] 2 Q.B. 67, ένας αιτητής πρέπει να δείξει ότι υπάρχει καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση (should show that there is a bona fide arguable case). Μόνο τότε το Δικαστήριο θα μπορέσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης. »

 

Εδώ η Εναγόμενη επικαλείται ότι ικανοποιεί την παράμετρο αυτή και μέσα από την ένορκη δήλωση της προβάλλει διάφορες νομικές θέσεις που σύμφωνα με την ίδια αποτελούν το πλαίσιο υπεράσπισης της. Θεωρώ χρήσιμο να καταγράψω συνοπτικά το πλαίσιο που η Εναγόμενη επικαλείται.

 

Το αντικείμενο της αγωγής στην οποίαν εκδόθηκε δικαστική απόφαση ερήμην της Εναγόμενης, ο παραμερισμός της οποίας επιδιώκεται με την υπό κρίση σα αίτηση, περιλαμβάνει την ιδιοκτησία ακινήτου στην κοινότητα Αναρίτας της επαρχίας Πάφου και το χρηματικό ποσό που είναι κατατιθεμένο σε κυπριακό τραπεζικό λογαριασμό. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι το τίμημα αγοράς του επίμαχου ακινήτου εξοφλήθηκε από τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό. Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι ο εν λόγω τραπεζικός λογαριασμός ανοίχτηκε στο όνομα της Εναγομένης. Επιπλέον αποτελεί κοινό έδαφος των μερών ότι τα χρήματα στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό είχαν μεταφερθεί από την εταιρεία Natural Pattern Properties Limited (στο εξής η εταιρεία «Natural»).   

 

Ωστόσο η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι αυτή ήταν που ίδρυσε την εταιρεία «Natural» και ότι ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια της. Επ’ αυτού κανένα έγγραφο έχει παρουσιαστεί που να τείνει να καταδείξει τέτοιο ισχυρισμό, ο οποίος περιορίζεται σε γενικό λεκτικό επίπεδο. Ακόμη κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που εκ πρώτης όψεως να δείχνει ότι τα χρήματα της εταιρεία «Natural» προέρχονται από οικονομικούς πόρους της Εναγομένης. Το ότι η Εναγόμενη επικαλέστηκε υπογραφή οικονομικών συναλλαγών της εταιρείας δεν προσθέτει θετική πνοή στον εν λόγω ισχυρισμό της, ο οποίος παραμένει θεωρητικός. Ομοίως θεωρητικός είναι ο ισχυρισμός της Εναγομένης ότι τα έξοδα ίδρυσης της εταιρείας «Natural» καταβλήθηκαν από την εταιρεία Sinotex (P & D) Company Limited αφού κανένα στοιχείο που να οδηγεί προς αυτήν την κατεύθυνση έχει προσκομιστεί.

 

Είναι ακόμη η θέση της Εναγομένης ότι ο Ενάγοντας αρχικά κατείχε το 100% των μετοχών της εταιρεία «Natural» αλλά ως «nominee shareholder». Οι διάδικοι συμφωνούν στο ότι ο Ενάγοντας ήταν ο αποκλειστικός μέτοχος της εν λόγω εταιρείας. Ο ισχυρισμός της αυτός όμως δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε άλλη θετική πληροφορία. Παραμένει γενικός και αόριστος. Μάλιστα η Εναγόμενη μέσα από την ΕΔ Παναγιώτου παραπέμπει στο Τεκμήριο 17 ως τα έγγραφα μεταβίβασης των μετοχών της εταιρείας «Natural» από τον Ενάγοντα στην αδελφή της μετά από δική του βούληση. Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη τα έγγραφα του Τεκμηρίου 17 δεν φαίνεται να αποκαλύπτουν αυτό που η Εναγόμενη επικαλείται. Πρόχειρη ανάγνωση του περιεχομένου τους δεν οδηγεί προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Τα πιο πάνω συνθέτουν ένα πλαίσιο γενικών και αόριστων ισχυρισμών στη βάση θεωρητικών τοποθετήσεων που δεν συνοδεύονται από λεπτομέρειες δημιουργώντας έτσι μόνο εντυπώσεις γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Οι θέσεις της Εναγομένης τέθηκαν με νεφελώδες και καθόλου πειστικό τρόπο και χωρίς την αναγκαία επεξήγηση, συνθέτοντας έτσι ομιχλώδες σκηνικό ισχυρισμών από αφηρημένες παραπομπές. Δεν υπάρχει τίποτε το απτό και συγκεκριμένο και δεν παρατίθενται θετικά γεγονότα με τρόπο πειστικό.

 

Κατά συνέπεια η Εναγόμενη απέτυχε μέσα από τις επικαλούμενες θέσεις της να ικανοποιήσει την ανάγκη παρουσίασης καλή τη πίστη συζητήσιμης υπόθεσης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης.

 

Παρά την προδιαγραφόμενη κατάληξη της παρούσας αίτησης, θα εξετάσω εκ του περισσού και την τελευταία παράμετρο, ήτοι εάν η διαγωγή της Εναγομένης είναι τέτοια ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Το πράττω για σκοπούς ολοκληρωμένης εξέτασης των παραγόντων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου σε περίπτωση που η παρούσα απόφαση κριθεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο.

 

Παρόλο ότι το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του όταν αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, εντούτοις, όπως υποδείχτηκε στην υπόθεση Phylactou v Michael (πιο πάνω), το Δικαστήριο μπορεί ν’ αρνηθεί να παραμερίσει μια εκδοθείσα δικαστική απόφαση και ουσιαστικά το επανάνοιγμα μιας υπόθεσης εάν η διαγωγή του αιτούντος είναι τέτοια ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπως περαιτέρω τονίστηκε στην υπόθεση NSM Democars Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2010 ημερ. 14.10.15, όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α. (2001) 1Α Α.Α.Δ. 457, Kourbatova v. G. Roussos Leisure Industries Ltd (2001) 1Α Α.Α.Δ. 345).

 

Στη δε υπόθεση Millouka Motor Trading Ltd v Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 τονίστηκε ότι η χωρίς λόγο παράλειψη εμφάνισης και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση να αποταθεί ένας για παραμερισμό δικαστικής απόφασης μπορούν βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγομένου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος θα επέλεγε για να καταχωρήσει την αίτηση. Ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Salamis Shipping Services Ltd v Bata (Cyprus) Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1767  χαρακτηριστικά τονίζονται τα εξής:

“Ο Εναγόμενος, για να επιτύχει παραμερισμό της απόφασης, θα πρέπει να δείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και να εξηγήσει τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία, όπως και την όποια καθυστέρηση του να αποταθεί στο δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.”

 

Ανάλογη δε αντιμετώπιση υπήρξε και στην υπόθεση Ψαράς v. Γιάγκου, Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2010, ημερ. 21.05.15, στην οποία και παραπέμπω.

 

Όπως λέχθηκε πιο πάνω, εκδόθηκε δικαστική απόφαση ερήμην της Εναγομένης. Η Εναγόμενη προέβαλαν θέση που εξετάστηκε. Έχω ήδη αναφερθεί στη θέση της αυτή. Για τους λόγους που έχουν σημειωθεί προηγουμένως έχει απορριφθεί. Η επίδοση των εγγράφων πραγματοποιήθηκε στις 22.01.15. Διαπιστώθηκε ότι η επίδοση των εγγράφων στην Εναγόμενη ήταν νόμιμη και κανονική και σύμφωνα με τις πρόνοιες των διαταγμάτων επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και της υποκατάστατης επίδοσης με τον τρόπο που ερμηνεύτηκε από την απόφαση του Εφετείου ημερ. 07.12.23. Παρόλα αυτά η Εναγόμενη επέλεξε να μην καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Η Εναγόμενη άφησε την υπόθεση αυτή να προχωρήσει σε έκδοση δικαστικής απόφασης επιλέγοντας να μην συμμετέχει σ’ αυτήν και χωρίς να επεξηγεί το λόγο κατά τρόπο πειστικό και τεκμηριωμένο.

 

Μετά από πάροδο 1 έτους και 5 μηνών από την ημερομηνία που εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, η Εναγόμενη αποφάσισε να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση με την οποίαν επιδιώκεται ο παραμερισμός της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι περί τον Μάιο του έτους 2017 πληροφορήθηκε από τραπεζικούς λειτουργούς για την ύπαρξη δικαστικής απόφασης εναντίον της σε σχέση με την υπόθεση αυτή. Ακολούθως στις 16.05.17 αποτάθηκε σε δικηγορικό γραφείο το οποίο, όπως λέει, προέβηκε σε έρευνα του δικαστηριακού φακέλου της υπόθεσης. Στις 09.06.17 η Εναγόμενη έτυχε ενημέρωσης από τους δικηγόρους της σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας τους. Σύμφωνα με την Ενάγουσα στις 13.06.17 ζήτησε εξηγήσεις από τον πατέρας της για το υπογραμμένο έντυπο παραλαβής των εγγράφων μέσω της ιδιωτικής εταιρείας ταχυμεταφορών DHL. Στις 14.06.16 η Εναγόμενη έλαβε την απόφαση μεταφρασμένη. Έπειτα, με βάση τους ισχυρισμούς της, την περίοδο από 18.06.17 μέχρι 10.07.17 συνέλλεξε έγγραφα που θα την βοηθούσαν να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση. Τα έγγραφα μεταφράστηκαν την περίοδο από 11.07.17 μέχρι 25.07.17.  Στις 02.08.17 υπήρξε αντικατάσταση του δικηγορικού γραφείου που θα την εκπροσωπούσε στην υπόθεση. Τελικά η υπό κρίση αίτηση, όπως ήδη λέχθηκε, καταχωρίστηκε στις 11.08.17.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν το πλαίσιο των ισχυρισμών που η Εναγόμενη προέβαλε προκειμένου να δικαιολογήσει την συμπεριφορά της. Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη το εύρημα του Δικαστηρίου περί ορθής και νόμιμης επίδοσης των εγγράφων στον πατέρα της Εναγόμενης μέσω του οποίου περί τις 22.01.15 η τελευταία έλαβε γνώση για το περιεχόμενο των εγγράφων και κατ’ επέκταση για την παρούσα αγωγή που εκκρεμούσε εναντίον στην Κύπρο, οδηγεί σε κατάρρευση του συνόλου των ισχυρισμών της σε σχέση με το θέμα αυτό.

 

Οι εν λόγω ισχυρισμοί της Εναγομένης δεν αντέχουν τη βάσανο της λογικής αλλά ούτε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Εναγόμενη γνώριζε ότι είχε καταχωριστεί αγωγή εναντίον της από πολύ προηγουμένως όταν της είχαν επιδοθεί τα έγγραφα  κάτω από τις συνθήκες που έχω αναφέρει. Εφόσον η ίδια επέλεξε να μην εμφανιστεί στη διαδικασία, ήταν αναμενόμενο ότι αυτή θα ολοκληρωνόταν χωρίς αυτήν. Αυτό εξάλλου αναφέρεται στο σώμα της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, δηλαδή περιέχεται σημείωση στην οποίαν επισημαίνεται η δυνατότητα έκδοσης ερήμην δικαστικής απόφασης μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος εντός του οποίου υπάρχει παράλειψη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης. Επομένως ήταν εις γνώση της Εναγομένης ότι ο Ενάγοντας θα προωθούσε την διαδικασία στην απουσία της.

 

Η αδικαιολόγητη απουσία εμφάνισης της Εναγομένης στο Δικαστήριο και γενικά η συμπεριφορά που επέδειξε προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης των δικαστικών διαδικασιών αλλά και έλλειψης σεβασμού στα δικαιώματα του Ενάγοντα. Η διαγωγή της είναι όντως ασυγχώρητα αδικαιολόγητη και συνεπώς ακόμη και αν αποκαλυπτόταν καλή τη πίστη συζητήσιμη υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση δεν θα ήταν ορθό να της επιτραπεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης της. Τυχόν έγκριση του αιτουμένου διατάγματος, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις, θα διαβιβάσει το εσφαλμένο μήνυμα ότι η πορεία της δικαστικής διαδικασίας είναι δέσμια της κρίσης της Εναγομένης ως προς το χρόνο που επιλέγει για να προωθήσει την παρούσα αίτηση και ότι όποτε το θελήσει μπορεί να εγκλωβίσει δικαιώματα του Ενάγοντα.

 

Ισοζυγίζοντας με μεγάλη προσοχή και προβληματισμό τους δύο θεμελιώδεις  παράγοντες για την απονομή της δικαιοσύνης στη βάση των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο γνωρίζει ότι το δικαίωμα της Εναγομένης να ακουστεί είναι κατοχυρωμένο από το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Την ίδια στιγμή ωστόσο δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι και το δικαίωμα του Ενάγοντα να έχει εκδίκαση της υπόθεσης του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος διασφαλίζεται από το Σύνταγμα και ειδικότερα από τα άρθρο 30.2. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ψαράς v. Γιάγκου (πιο πάνω), το οποίο ομιλεί από μόνο του:

“Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί – το οποίο επικαλείται – διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988).

 

Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διαδίκους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Strogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). Η διασφάλιση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)). Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί ότι υπεύθυνοι για την πρόοδο της πολιτικής διαδικασίας είναι οι διάδικοι αυτό δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια από την ευθύνη να διασφαλίσουν συμμόρφωση με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain, Series A, 157, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).

 

Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω κρίνω ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία υπέρ της απόρριψης της παρούσας αίτησης. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο