ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αγωγή αρ. 699/2018

 

 

 

 

1.    STEVEN JOHN FERRY

2.   BEVERLEY ANN FERRY

 

 

Ενάγοντες

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

J. ARISTODEMOU IDEAL HOMES LIMITED

 

 

 

 

 

 

Εναγόμενη

 

 

 

 

____________

 

Ημερομηνία: 20 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Λ. Λάμπρου (κα) για Τηλέμαχος & Μιλτιάδης Γεωργιάδης ΔΕΠΕ, για την Εναγόμενη/Αιτήτρια

 

Ε. Πίτρος για Ευτύχιος Πίτρος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Ενάγοντες/Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 07.03.2024 για ενδιάμεση θεραπεία και προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.03.2024

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η αίτηση και η ένσταση

 

1.        Οι Ενάγοντες συμφώνησαν να αγοράσουν ένα διαμέρισμα από την Εναγόμενη, για το ποσό των €83.000,00. Κατέβαλαν ολόκληρο το τίμημα πώλησης, αλλά δεν έλαβαν τον τίτλο του ακινήτου. Ζητούν την επιστροφή του ποσού αυτού.

 

2.        Η Εναγόμενη ισχυρίζεται πως οι Ενάγοντες δεν τερμάτισαν νόμιμα τη συμφωνία πώλησης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, κατακρατούν την κατοχή του διαμερίσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν και απολάμβαναν απρόσκοπτα με ενοικιαστική αξία €600,00 μηνιαίως, παράλληλα αρνούμενοι να αποσύρουν το πωλητήριο τους από το Κτηματολόγιο. Ανταπαιτεί την ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου, την άρση της κατάθεσης του πωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο και αποζημιώσεις στο ύψος της ενοικιαστικής αξίας.

 

3.        Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν την ανταπαίτηση της Εναγόμενης και επέμειναν στη δική τους εκδοχή.

 

4.        Εκκρεμούσης της αγωγής, σε στάδιο ακρόασης, η Εναγόμενη καταχώρισε μονομερώς αίτηση, βάσει των άρθρων 4 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 και του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, δια της οποίας ζήτησε την έκδοση προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να απαγορεύεται στους Ενάγοντες η εκχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου με το οποίο αγόρασαν το ακίνητο ή η με οποιονδήποτε άλλον τρόπο διάθεση του ακινήτου.

 

5.        Η αίτηση υποστηρίζεται από τη μαρτυρία διοικητικού συμβούλου της Εναγόμενης, ο οποίος εκθέτει τα γεγονότα που προκύπτουν και από τη δικογραφία, σε συνάρτηση με τη θέση πως, εάν οι Ενάγοντες θέλουν να τους επιστραφεί το τίμημα πώλησης, όπως απαιτούν με την αγωγή τους, θα πρέπει να επιστρέψουν την κατοχή του ακινήτου και να αποσύρουν το πωλητήριο έγγραφο από το Κτηματολόγιο, ταυτόχρονα αφαιρώντας από το τίμημα πώλησης οποιοδήποτε όφελος εκ της διαμονής τους στο ακίνητο. Αντ’ αυτού, οι ίδιοι οι δικηγόροι των Εναγόντων ενημέρωσαν τους δικηγόρους της Εναγόμενης πως οι Ενάγοντες είχαν την πρόθεση να πωλήσουν το ακίνητο με εκχώρηση και μάλιστα ήταν σε προχωρημένες επαφές με πιθανούς αγοραστές. Ενώ εξηγήθηκε πως δεν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα και ζητήθηκε επιβεβαίωση ότι δεν θα το πράξουν, επικράτησε σιωπή και ο όλος χειρισμός δημιούργησε τη ρεαλιστική ανησυχία της πλευράς της Εναγόμενης πως οι Ενάγοντες επιχειρούν την αποξένωση του ακινήτου, εξ ου και θεώρησαν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αναγκαία, σε επείγουσα βάση, ώστε να διαφυλαχθεί το αντικείμενο της ανταπαίτησης της Εναγόμενης.

 

6.        Το Δικαστήριο, που επιλήφθηκε της αίτησης την 15.03.2024, έχοντας ικανοποιηθεί πως, στη βάση όσων αναφέρθηκαν, δικαιολογείται η εξέταση της αίτησης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, εξέτασε την αίτηση. Έπειτα, έχοντας ικανοποιηθεί πως συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, και ότι ήταν δίκαιο να εκδοθεί υπό το σύνολο των περιστάσεων, εξέδωσε το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα.

 

7.        Την 26.04.2024, η πλευρά των Εναγόντων καταχώρισε ένσταση, με την οποία προβάλλει δέκα λόγους, για τους οποίους, κατά τη θέση της, θα πρέπει να ακυρωθεί το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.03.2024 και να απορριφθεί η αίτηση. Αυτοί, στη σύνοψή τους, έχουν ως εξής: δεν συνέτρεξε κατεπείγων λόγος ή ιδιαίτερη περίσταση για να εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα χωρίς ειδοποίηση των Εναγόντων (λόγος 3)· η Εναγόμενη δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια» και δολίως απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, παραπλανώντας το Δικαστήριο (λόγος 4)· η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και παράτυπη (λόγος 5)· η αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση ενώ θα έπρεπε να καταχωριστεί από την ημερομηνία έγερσης της απαίτησης της Εναγόμενης (λόγος 6)· μέσα από τη μαρτυρία που προσκόμισε η Εναγόμενη, δεν παρέχετε πραγματική ουσιαστική στήριξη και δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων (λόγοι 1, 2, 7, 8)· δεν ήταν δίκαιο να εκδοθεί και δεν είναι δίκαιο να οριστικοποιηθεί το προσωρινό διάταγμα γιατί η ζημιά που υφίστανται οι Ενάγοντες είναι τεράστια σε σύγκριση με τη ζημιά που πιθανόν να υποστεί η Εναγόμενη (λόγος 9)· η αίτηση είναι καταχρηστική και κακόπιστη, εφόσον σκοπεί σε αλλότρια κίνητρα (λόγος 10).

 

8.        Και η ένσταση των Εναγόντων υποστηρίζεται από μαρτυρία, δικηγόρου εκ των δικηγόρων των Εναγόντων. Αναφέρονται, σ’ αυτή την ένορκη δήλωση, όσα και στην αγωγή των Εναγόντων. Πρόσθετα, ότι μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2023, το ακίνητο που είχαν αγοράσει οι Ενάγοντες από την Εναγόμενη ήταν επιβαρυμμένο με υποθήκη προς όφελος της Εναγόμενης. Ο τίτλος του ακινήτου, μέχρι και σήμερα, είναι στο όνομα της Εναγόμενης. Το ακίνητο παραμένει άδειο, καθότι δεν ενοικιάστηκε ούτε αξιοποιήθηκε από τους Ενάγοντες, αν και είναι οι νόμιμοι κάτοχοι. Ουδέποτε αναφέρθηκε από τους δικηγόρους των Εναγόντων πως οι Ενάγοντες προτίθενται να πωλήσουν το ακίνητο. Γίνονταν άνευ βλάβης προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης της υπόθεσης και το μόνο που αναφέρθηκε, είναι πως εάν και εφόσον οι Ενάγοντες λάβουν τίτλο ιδιοκτησίας στο όνομά τους, ενδέχεται να προχωρήσουν σε πώληση. Ωστόσο, δεν υπήρχε πρόθεση πώλησης σε συγκεκριμένο αγοραστή. Υπήρχε άτομο, συγγένειας του διευθυντή της Εναγόμενης, που έδειξε ενδιαφέρον, ωστόσο η εικόνα δεν ήταν ότι θα πωληθεί το ακίνητο σε συγκεκριμένο αγοραστή. Ο λόγος που δεν απαντήθηκε η επιστολή των δικηγόρων της Εναγόμενης ήταν γιατί ήταν γνωστό πως το πρόσωπο που είχε συγγένεια με τον διευθυντή της Εναγόμενης επικοινωνούσε έντονα και συνεχώς με τους δικηγόρους των Εναγόντων για τη συγκεκριμένη αγορά. Εάν υπήρξε απώλεια της εμπιστοσύνης του διευθυντή της Εναγόμενης προς το συγγενικό του πρόσωπο, δεν ήταν ευθύνη της πλευράς των Εναγόντων να κατευνάσουν τις όποιες ανησυχίες του. Είναι η θέση των Εναγόντων πως, επειδή δεν παρουσιάστηκαν τεκμήρια σχετικά με επικείμενη πώληση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ισχύουν οι λόγοι ένστασης. Εξάλλου, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία, όπως αναφέρεται, πως οι Ενάγοντες είναι αφερέγγυοι και δεν μπορούν να αποζημιώσουν την Εναγόμενη, εάν αποδείξει πως δικαιούται σε οποιαδήποτε αποζημίωση. Επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης.

 

Διαδικασία

 

9.        Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, χωρίς αντεξέταση. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των θέσεων τους. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε.

 

Νομικές αρχές

 

10.    Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής δικαιοδοσίας του, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα.

 

11.    Όπως προκύπτει από το άρθρο 9 § 1 Κεφ. 6, όταν ένα διάταγμα εκδίδεται μονομερώς, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να ακούγονται για να αποδοθεί κάποια θεραπεία[1], θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι πρόκειται για επείγουσα ή άλλη ιδιαίτερη περίσταση· ειδάλλως, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, και εάν διαφανεί εκ των υστέρων, μετά πλέον και την ακρόαση των επηρεαζόμενων προσώπων, ότι τα δεδομένα που στήριξαν τέτοια επείγουσα ή ιδιαίτερη περίσταση δεν ήταν ορθά, οφείλει να το ακυρώσει[2]. Κατεπείγον θεωρείται το ζήτημα που περιέρχεται σε γνώση του αιτούντος την ενδιάμεση θεραπεία σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικό του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί[3]. Ο χρόνος δεν έχει μία συγκεκριμένη ημερολογιακή προσέγγιση, αλλά εκτιμάται σε συνάρτηση με το είδος της ενδιάμεσης θεραπείας που ζητείται, το πολύπλοκο της υπόθεσης, την όλη διαφορά, και άλλους παράγοντες[4]. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να υπάρχει ο χρόνος να επιδοθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά, για να ακουστεί, αλλά οι περιστάσεις να είναι «ιδιαίτερες», ώστε να καθιστούν λογικά ασυμβίβαστη την προηγούμενη ειδοποίηση της άλλης πλευράς[5].

 

12.    Έπειτα, όταν ένας διάδικος κινείται μονομερώς για να εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα, οφείλει – και συνιστά υποχρέωσή του προς το Δικαστήριο ύψιστης πίστης – να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα, είτε ευνοούν είτε όχι την υπόθεσή του, στον βαθμό που είναι δυνατόν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εάν θα δώσει την θεραπεία που ζητά[6]. Το κατεπείγον ή η ιδιαίτερη περίσταση συχνά συναρτώνται με τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε να αρμόζει συνεξέταση των λόγων αυτών, που ούτως ή άλλως επιδρούν αμφότεροι δικαιοδοτικά.

 

13.    Το άρθρο 32  Ν. 14/60 ορίζει το ίδιο τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν, για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, καταρχάς απαγορευτικό. Οι προϋποθέσεις αυτές αναλύθηκαν σε πάγια νομολογία[7].  Θα πρέπει ο αιτών διάδικος να αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, που αφορά σε συγκεκριμένο πράγμα, σε χρέος ή αποζημίωση, ορισμένα ή οριστά. Το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα καταχωρισμένα δικόγραφα ή, όπου δεν υπάρχουν, την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Ό,τι εξετάζεται σε σχέση με αυτή την προϋπόθεση, είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας[8]. Δεν αρκεί να τίθεται ένα δικάσιμο θέμα. Θα πρέπει να υπάρχουν καλές πιθανότητες ο αιτών να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του[9]. Απαιτείται κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[10]. Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα, υπό την πιο πάνω έννοια[11]. Εκτός από αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Αυτή η τρίτη προϋπόθεση έχει την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή[12]. Το ισοζύγιο της δικαιοσύνης (balance of justice) συνυπολογίζεται σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν 14/60, και απαντά στο εάν είναι εν τέλει δίκαιο να δοθεί η ενδιάμεση θεραπεία. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 Κεφ.6, που αναφέρεται επίσης στη νομική βάση της αίτησης, εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

Εξέταση

 

 

14.    Η αίτηση της Εναγόμενης έχει επαρκή νομική βάση, που προαναφέρθηκε, με την οποία μπορούσε και μπορεί δικονομικά να εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα προσωρινής ισχύος. Δεν ισχύει η σχετική ένσταση των Εναγόντων.

 

15.    Δεν προκύπτει από οπουδήποτε ούτε εξηγείται κάποια αντικανονικότητα ή παρατυπία στην αίτηση. Επίσης, δεν ισχύει η σχετική ένσταση των Εναγόντων.

 

16.    Η αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεν καταχωρίζεται κατ’ ανάγκη στο αρχικό στάδιο της έγερσης της απαίτησης. Επίσης, δεν ισχύει η σχετική ένσταση των Εναγόντων.

 

17.    Όπως αναφέρει η Εναγόμενη στη μαρτυρία της, υπήρχε ο κίνδυνος πώλησης του ακινήτου, που θεμελιώνονταν σε υφιστάμενο ενδιαφέρον αγοραστών, σε στάδιο προχωρημένων επαφών, για το οποίο η ίδια είχε ενημερωθεί και δεν είχε διαψευστεί από την πλευρά των Εναγόντων, παρόλο που υπήρξε ενημέρωση πως, εάν δεν υπάρξει σχετική διαβεβαίωση, θα υποβληθεί αίτηση για ενδιάμεση θεραπεία. Δεν αμφισβητείται τώρα από τους Ενάγοντες πως υπήρχε όντως συγκεκριμένο πρόσωπο που ενδιαφέρονταν να αγοράσει το ακίνητο και για τον σκοπό αυτό ήταν σε εντατική επικοινωνία με τους Ενάγοντες, και ότι ήταν ενεργό το συγκεκριμένο πλαίσιο διαπραγμάτευσης καθώς και ότι, όντως, η σχετική επικοινωνία της Εναγόμενης, απαντήθηκε με σιωπή. Η Εναγόμενη δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει στοιχεία για συγκεκριμένη επικείμενη πώληση. Κατά τη γνώμη μου, συνέτρεξε το κατεπείγον και η περίπτωση είναι τέτοια που, δικαιοδοτικά, το Δικαστήριο μπορούσε να επιληφθεί της αίτησης της Εναγόμενης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση των Εναγόντων.

 

18.    Ότι γίνονταν προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης, είχε αναφερθεί από την Εναγόμενη, δεν έτυχε απόκρυψης. Η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου αγοραστή δεν ήταν ουσιώδες γεγονός για να αποκαλυφθεί, κι αν αποκαλύπτονταν, δεν θα άλλαζε την κρίση του Δικαστηρίου. Δεν εξηγεί η πλευρά των Εναγόντων ποιο ακριβώς γεγονός αποκρύφθηκε από την Εναγόμενη και γιατί θεωρεί πως θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου. Και μετά από όσα ανέφερε η πλευρά των Εναγόντων, ίδια εικόνα έχει το Δικαστήριο, με εκείνην που είχε αποκομίσει εξετάζοντας το αίτημα της Εναγόμενης. Δεν ευσταθεί η θέση των Εναγόντων πως συντρέχει δικαιοδοτικός λόγος σχετικός με απόκρυψη ή παραπλάνηση.

 

19.    Μέσα από τη δικογραφία, προκύπτει δικάσιμο θέμα μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης που αφορά στην εκτέλεση σύμβασης πώλησης ακινήτου. Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης είναι να της επιστραφεί η κατοχή του ακινήτου και να αποσυρθεί το πωλητήριο των Εναγόντων από το Κτηματολόγιο, εφόσον οι ίδιοι ισχυρίζονται πως τερμάτισαν τη συμφωνία πώλησης και γι’ αυτό αξιώνουν την επιστροφή του τιμήματος πώλησης που κατέβαλαν. Η απαίτηση της Εναγόμενης είναι γνωστή στο δίκαιο και ως εκτίθεται ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

20.    Επίσης, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, έχει επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας, εφόσον εάν οι Ενάγοντες έχουν όντως τερματίσει ή αποκηρύξει τη σύμβαση πώλησης και δεν επιθυμούν την εκτέλεσή της, όπως θέτουν στο δικόγραφό τους, πιθανόν να μην είναι δυνατόν να κατακρατούν το αντικείμενο της σύμβασης ή και να εγγραφούν ως οι ιδιοκτήτες του, παράλληλα λαμβάνοντας και το τίμημα πώλησης πίσω. Ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

21.    Το διαμέρισμα είναι το αντικείμενο της σύμβασης αλλά και της απαίτησης της Εναγόμενης. Η δε αποξένωση της κατοχής του δια πώλησης ή άλλως πώς εκθεμελιώνει την απαίτηση της Εναγόμενης, την ίδια στιγμή που οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της επιστροφή του τιμήματος πώλησης γιατί, όπως θέτουν οι ίδιοι, πρόκειται για συμφωνία που τερμάτισαν. Εάν την τερμάτισαν, δεν φαίνεται να δικαιούνται να πωλήσουν το ακίνητο, και οφείλουν να το επιστρέψουν στην Εναγόμενη. Ο κίνδυνος πώλησης υφίσταται, μαρτυρείται και από τους Ενάγοντες, και κρίνεται πως, χωρίς την ύπαρξη του απαγορευτικού διατάγματος, σε περίπτωση υλοποίησής του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατον για την Εναγόμενη να έχει τη θεραπεία που ζητά με την ανταπαίτησή της εναντίον των Εναγόντων. Ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

22.    Όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας, ενώ η Εναγόμενη, σε περίπτωση μη ύπαρξης του απαγορευτικού διατάγματος, θα έχει απωλέσει το αντικείμενο της ανταπαίτησής της, οι Ενάγοντες δεν εξήγησαν ποια ακριβώς θα είναι η ζημιά τους. Η θέση τους, μάλιστα, ότι θα υποστούν ζημιά, που έμεινε ανεξήγητη, έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές τους ότι δεν θα πωλήσουν το ακίνητο. Εφόσον δεν θα το πωλήσουν, δεν βλέπω πώς ακριβώς τους επηρεάζει η διατήρηση του status quo. Εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν.14/60 και η ύπαρξη του διατάγματος διατηρεί το status quo, διαφυλάσσοντας και το αντικείμενο της απαίτηση της Εναγόμενης, και εφόσον οι Ενάγοντες δεν ανέφεραν ποια ακριβώς θα είναι η ζημιά τους από την παρεμπόδιση της περαιτέρω διάθεσης του ακινήτου, είναι δίκαιο και εύλογο το προσωρινό διάταγμα που έχει ήδη εκδοθεί.

 

23.    Δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, πως η Εναγόμενη εξασφάλισε το προσωρινό διάταγμα για αλλότριο σκοπό. Ένας είναι ο δεδηλωμένος σκοπός της, που είναι και ξεκάθαρος στο διάβημά της, να εμποδιστούν οι Ενάγοντες από το να διαθέσουν το ακίνητο που είναι αντικείμενο της διαφοράς σε άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν επαρκείς πιθανότητες να καταδειχθεί ότι θα πρέπει να το επιστρέψουν στην Εναγόμενη, εξέλιξη της συμβατικής σχέσης που οι ίδιοι οι Ενάγοντες επιδιώκουν.

 

24.    Για όλους τους προαναφερόμενους λόγους, κρίνεται πως δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης ή τροποποίησης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 15.03.2024 και ότι αυτό το διάταγμα θα πρέπει να οριστικοποιηθεί.

 

25.    Το να καταστεί οριστικό το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.03.2024 σημαίνει πως θα ισχύει μέχρι την τελική εκδίκασης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Οι ίδιοι οι διάδικοι δεν εμποδίζονται, εάν επιθυμούν, να διευθετήσουν τη μεταξύ τους διαφορά, οδηγώντας και την προσωρινή απαγόρευση σε σχέση με το ακίνητο σε ένα τέλος.

 

 

Κατάληξη

 

26.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.03.2024 καθίσταται απόλυτο ως έχει εκδοθεί και ισχύει οριστικά μέχρι την τελική εκδίκαση της ανταπαίτησης της Εναγόμενης.

 

27.    Τα έξοδα της διαδικασίας αυτής, ακολουθώντας την έκβαση της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον δεν συντρέχει κάποιος λόγος απόκλισης από αυτήν, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης/Αιτήτριας και εναντίον των Εναγοντων/Καθ’ ων η αίτηση, στο ποσό των €1.500,00, πλέον Φ.Π.Α..

 

(Υπ.) ………………..……

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Vuitton ν. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453.

[2] Odysseos ν. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 CLR 557, Staνros Hotels Aprts Ltd (Αρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 836· Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ 947· In Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 861· Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1377· Αμβροσιάδου ν. Martin Coward, Έφεση 3/2011, ημερομηνίας 15.1.2013· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[3] Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203.

[4] Seamark Consultancy Services Limited v. Lasala (2007) 1 ΑΑΔ 162.

[5] Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[6] Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1 ΑΑΔ 1168.

[7] Βλ. και Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557.

[8] American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 504· Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(ΒΑΑΔ 598.

[9] Βλ. και T.A. Micrologic Comp. Conlsut. Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 1802.

[10] Πουργουρίδη ν. Μέζου (1994) 1 ΑΑΔ 201.

[11] Βλ και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1 ΑΑΔ 253.

[12] Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 2015.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο