ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 1984/15

Μεταξύ:                                                                    

                                ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧ Ιωαννίδου, εκ Πάφου

Ενάγουσας

                και

 

                Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου,            εκ Πάφου

 

Εναγόμενης

Ημερομηνία: 17/05/24

 

Εμφανίσεις :

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Μιχαηλίδης

Για Εναγόμενη: κα. Κ. Στιβαρού  για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε μετά την εγκατάσταση από την Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος τάσης 132.000 κιλοβατώρων («132ΚV») άνωθεν του ακινήτου της Ενάγουσας ούτως ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά / εγκατάσταση, των εν λόγω καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 παρέχει εξουσία στην Εναγόμενη να τοποθετεί ηλεκτρικές γραμμές διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλη, από γη που καλύπτεται από οικοδομές, νοουμένου ότι εξασφαλιστεί προς τον σκοπό τούτο συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες και κατόχους της γης ή σε περίπτωση άρνησης τους, από τον Έπαρχο.

 

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών, ότι η εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου της Ενάγουσας έλαβαν χώρα κατόπιν συγκατάθεσης που λήφθηκε από τον Έπαρχο Πάφου, καθότι η Ενάγουσα δεν είχε δώσει την δική της συγκατάθεση.

 

Πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα με την παρούσα αγωγή αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Ε) Αποζημιώσεις δια παράνομον και άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως επέμβασιν επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας της ενάγουσας.

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζομένου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ) Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Ειδικές αποζημιώσεις €41.937.- ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

 

Κ) Απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη προσωπικά και ή δια των διευθυντών και ή των αντιπροσώπων και ή υπαλλήλων αυτής, παράνομα, άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και ή χρησιμοποιεί και ή προκαλεί οχληρία και ή ζημιά στο ακίνητο της ενάγουσας με αρ. εγγραφής [ ] τεμ. [ ] Φ.Σχ 35/53 τοποθεσία «Σπίτια» στην Δρύμου, λόγω της εγκατάστασης της σε αυτό πυλώνα και ή διέλευσης εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV.

 

Λ) Νόμιμον τόκον από 4.3.2009.

 

Μ) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Σημειώνεται ότι σε ότι αφορά τις θεραπείες που η Ενάγουσα αξίωνε με την έκθεση απαίτησης της σε σχέση με τα αιτητικά Α, Β, Γ και Δ, αυτά αποσύρθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι η απαίτηση της Ενάγουσας περιορίστηκε μόνο αναφορικά με τα αιτητικά που καταγράφονται ανωτέρω.  

 

 

 

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Ενάγουσας

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησής της Ενάγουσας, αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και κάτοχος του ακινήτου με αριθμό εγγραφής ΧΧΧΧ, Τεμάχιο ΧΧΧ, Φ./Σχ. ΧΧ/53, στην τοποθεσία «ΧΧΧΧΧ» έδαφος του χωριού Δρύμου της Επαρχίας Πάφου, από τώρα και στο εξής «το ακίνητο ή το τεμάχιο ». Η Εναγόμενη απέστειλε στην Ενάγουσα συστημένη επιστολή με την οποία της ζητούσε να συγκατατεθεί για την εγκατάσταση/διέλευση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος 132 ΚV, άνωθεν του ακινήτου της. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να συγκατατεθεί και έτσι η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη συγκατάθεση, κάτι το οποίο τελικά και επέτυχε. Η συγκατάθεση που δόθηκε στην Εναγόμενη ήταν βεβαίως υπό όρους. Η Εναγόμενη πέραν των πιο πάνω ενεργειών στις οποίες προέβηκε, προχώρησε και εξασφάλισε Πολεοδομική άδεια και στην συνέχεια έγκριση, για την κατασκευή, τοποθέτηση και εγκατάσταση της εναέριας γραμμής αγωγών ρεύματος. Υπέγραψε επίσης και συμφωνία με τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Πάφου στη βάση της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται από την εν λόγω εγκατάσταση.

 

Έτσι, κατά ή περί το έτος 2009 – 2011, η Εναγόμενη προχώρησε στην τοποθέτηση των εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί στην Ενάγουσα σοβαρή οικονομική ζημιά, αφού το γεγονός αυτό είχε ως συνεπακόλουθο η οικονομική αξία του ακινήτου να μειωθεί ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι τα εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια τα οποία διέρχονται άνωθεν του ακινήτου της επέφεραν δυσμενή αποτελέσματα ως προς την αξιοποίηση του, και ως εκ τούτου απαιτεί να αποζημιωθεί από την Εναγόμενη. Περαιτέρω η Ενάγουσα υποστηρίζει, ότι τα επτά (7) στον αριθμό ηλεκτροφόρα καλώδια που έχουν εγκατασταθεί άνωθεν του ακινήτου της, μεταφέρουν ασταμάτητα ηλεκτρικό φορτίο υψηλής τάσης ρεύματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο εκπέμπει ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία ως γνωστόν είναι επιβλαβή στον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν καρκίνο μέχρι και θάνατο. Επίσης ισχυρίζεται, ότι η παρουσία των εναέριων καλωδίων, προκαλούν «φόβο και τρόμο και δημόσιο φόβο (Publics fear)». Σύμφωνα επίσης με την Ενάγουσα, ο εξοπλισμός που έχει εγκαταστήσει η Εναγόμενη, προκαλεί πραγματική και αντικειμενική οχληρία στο ακίνητο της με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σωματικής και ψυχικής της υγείας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω εγκαταστάσεων που έχουν τοποθετηθεί στο ακίνητο της, η Ενάγουσα, παρεμποδίζεται από του να προβεί στην οποιαδήποτε ανάπτυξη, χρήση και αξιοποίηση του, αφού η εγκατάσταση των γραμμών εντός του ακινήτου της είναι αποτρεπτικά για την αγορά, πώληση, αξιοποίηση, κάρπωση και εκμετάλλευση της περιουσίας της, λόγω της γενικής εντύπωσης (General Public Opinion) ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που δημιουργείται προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.

 

Η Ενάγουσα επίσης υποστηρίζει ότι εμποδίζεται από του να προβαίνει στις συνήθεις αγροτικές δραστηριότητες περιποίησης και ή συντήρησης των δέντρων και των φυτειών του κτήματος της (κλάδεμα, ποτισμός, ψεκασμός) λόγω του ότι η υγεία και η ασφάλειά της τίθενται υπό συνεχή και σοβαρό κίνδυνο αλλά και συνεχή ψυχική αναστάτωση και αγωνία.  Ισχυρίζεται επίσης η Ενάγουσα ότι λόγω της παράλειψης και ή άρνησης της Εναγόμενης να προσφέρει στην Ενάγουσα για τις πιο πάνω επεμβάσεις στο επίδικο ακίνητο, οποιοδήποτε ποσό για αποζημίωση, η πρώτη δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να χρησιμοποιεί αυτό, μέχρι που να καθοριστεί και πληρωθεί το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται. Από την πιο πάνω συνεχή παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης η Ενάγουσα υφίσταται διαρκή ζημιά για την οποία απαιτεί όπως αποζημιωθεί. 

 

Η ζημιά για την οποία δικαιούται σε αποζημιώσεις σύμφωνα με την Ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των €41,937 ήτοι € 40,437 που αποτελεί την ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου, ένεκα της περιγραφόμενης επέμβασης της Εναγόμενης, και €1.500 επιπλέον, πλέον Φ.Π.Α. για εκτιμητικά έξοδα.

 

Τέλος, αποτελεί ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη, θα συνεχίσει να επεμβαίνει και να προκαλεί οχληρία χρησιμοποιώντας παράνομα το επίδικο ακίνητο χωρίς να καταβάλει αποζημίωση εκτός εάν εκδοθούν τα αιτούμενα, με την παρούσα Αγωγή, διατάγματα.   

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόμενης

 

Η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της Υπεράσπισης που καταχώρησε, αρνείται την απαίτηση της Ενάγουσας προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς και εγείρει παράλληλα αριθμό προδικαστικών ενστάσεων προωθώντας ουσιαστικά την θέση, ότι η αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους της Ενάγουσας δεν είναι δικαιολογημένη καθώς και ότι η τελευταία δεν νομιμοποιείται να εγείρει την συγκεκριμένη αγωγή.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

  1. Εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε ισχυριζόμενη ζημιά και/ή δυσμενή αποτελέσματα για την αξιοποίηση της επίδικης ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμένα του ακινήτου με αρ. εγγραφής ΧΧΧΧ, τεμ. ΧΧΧ, Φ/Σχ. ΧΧ/53, στη τοποθεσία «ΧΧΧΧΧ» έδαφος Δρύμου της Επαρχίας Πάφου, στη συνέχεια αναφερόμενο ως «το τεμάχιο», λόγω ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή λόγω ισχυριζόμενης παράνομης εγκατάστασης πυλώνα και εναέριας γραμμής υψηλής τάσης στο τεμάχιο, η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης, καθότι έπρεπε να προηγηθεί η εμπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής και/ή προσφυγών και έκδοση ακυρωτικής απόφασης και/ή αποφάσεων, αφενός ως προς το θέμα της απόφασης και/ή αποφάσεων τοποθέτησης μέρους της εναέριας γραμμής μεταφοράς (στη συνέχεια όλα μαζί ως αναφερόμενης ως «η επίδικη γραμμή») στο τεμάχιο και αφετέρου, ως προς τη σχετική Πολεοδομική Άδεια σε σχέση με την πορεία της επίδικης γραμμής και/ή σε κάθε περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στερείται καθ' ύλην δικαιοδοσίας ν' αποφανθεί περί της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή εγκατάστασης.

 

  1. Περαιτέρω εγείρεται η προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά και/ή μείωση της αξίας ακίνητης περιουσίας από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, για την οποία εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια και δυνάμει αυτής συνάφθηκε, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72), η Συμφωνία ημερομηνίας 31.1.08, μεταξύ της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρχής, για εφαρμογή του Άρθρου 68 του εν λόγω Νόμου (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Συμφωνία») η οποία Συμφωνία δεσμεύει την Αρχή για καταβολή αποζημιώσεων, η Αγωγή είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη και/ή δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι η Ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου του εν λόγω Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και / ή της Συμφωνίας την οποία και η ίδια επικαλείται.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που η Αγωγή και/ή Έκθεση Απαίτησης έχει ως νομική βάση την ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων Α μέχρι και Δ καθώς και των θεραπειών Ε και Κ του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, καθότι η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.

 

  1. Πρόσθετα και/ή ειδικά με το αιτούμενο διάταγμα Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τη νομολογία που διέπουν την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματα, δεν νομιμοποιείται η Ενάγουσα στην έκδοση του.

 

  1. Πρόσθετα, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, η παρούσα Αγωγή, δεν αποκαλύπτει βάση αγωγής εναντίον της και/ή ότι δεν στοιχειοθετείται αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Αρχής και/ή ότι στη βάση των γεγονότων που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν υφίσταται η ισχυριζόμενη και/ή ισχυριζόμενες βάσεις αγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη παραδέχεται ότι η κυριότητα του όλου μεριδίου του επίδικου ακινήτου ανήκει στην Ενάγουσα από την 14.05.1987. Επίσης παραδέχεται ότι η Εναγόμενη απέστειλε συστημένη επιστολή στην Ενάγουσα ζητώντας την συγκατάθεση της, για την τοποθέτηση εναέριας γραμμής ρεύματος 132 ΚV διαμέσω και ή άνωθεν του τεμαχίου της υπ. αριθμό 500. Βεβαίως δεν παραδέχεται τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού έλαβε χώρα κατά τα έτη 2009 - 2011 αλλά ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό επεσυνέβη κατά ή περί  τα έτη 2011 - 2012.  Η Εναγόμενη περαιτέρω απορρίπτει κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται περί ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι  τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια αρ. ΠΑΦ/00407/2004 και τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις ΠΑΦ/00407/2004/Α, ΠΑΦ/00407/2004/Β και ΠΑΦ/00407/2004/Γ σε σχέση με την πορεία της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη γραμμή. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας υπογράφηκε μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συμφωνία η οποία προνοεί μεταξύ άλλων ότι η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την Πολεοδομική Άδεια. Με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, η Εναγόμενη προχώρησε στη διαδικασία εξασφάλισης των απαιτούμενων εγκρίσεων, από τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα και/ή Αρχών αλλά και στην εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, με βάση το Άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφάλαιο 170.

 

Μεταξύ των ιδιοκτητών, τα τεμάχια των οποίων επηρεάζονταν από την εναέρια γραμμή, «Στρουμπί - Πόλις» ήταν και η Ενάγουσα, ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, στην οποία και αποστάληκε κατά/ή περί την 04/11/2008, σχετικό έντυπο για να παραχωρήσει τη συγκατάθεση της για την τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο τεμάχιο. Επειδή η Ενάγουσα αρνήθηκε και ή δεν ανταποκρίθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη σχετική Νομοθεσία, η Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, η οποία δόθηκε την 04/03/2009, υπό τους όρους της Συμφωνίας. Η Εναγόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 09/03/2009, ενημέρωσε την Ενάγουσα για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου.

 

Η Ενάγουσα, ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, την Πολεοδομική Άδεια, αλλά ούτε και την απόφαση της Εναγόμενης που ολοκληρώθηκε με την προαναφερόμενη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου, για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο και/ή πάνω από το επίδικο ακίνητο.

 

Οι εργασίες εγκατάστασης της επίδικης γραμμής στο επίδικο ακίνητο, έγιναν κατά / ή περί τα έτη 2011 - 2012 και οι εν λόγω εργασίες συνίστανται στην εγκατάσταση  ηλεκτρικού δικτύου υπεράνω του τεμαχίου. Το όλο έργο της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» ολοκληρώθηκε κατά /ή περί το έτος 2012 και η εν λόγω εναέρια γραμμή (μέρος της οποίας αποτελεί και η επίδικη γραμμή) ενεργοποιήθηκε κατά / ή περί τον Νοέμβριο του 2012.

 

Περαιτέρω αποτελεί θέση της Εναγόμενης, ότι καμία ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου επήλθε ένεκα της διέλευσης των εναέριων καλωδίων αλλά ακόμη και αν αποδειχθεί ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε επιζήμια επίδραση επί του ακινήτου, ουδέποτε η Ενάγουσα αποτάθηκε στην αρμόδια Αρχή για αξίωση αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών των άρθρων 67 και 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και/ή της Συμφωνίας που υπεγράφη και ή της συγκατάθεσης του Έπαρχου και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καθορισμού τέτοιας αποζημίωσης από Πολιτικό Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώση, σε καμία περίπτωση η ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου ανέρχεται σε €40,437 καθότι, ως η Εναγόμενη διατείνεται, το πολεοδομικό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν δικαιολογεί την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του. Οι δε ισχυριζόμενες απώλειες και ζημιές της Ενάγουσας είναι υπερβολικές, παράλογες, διογκωμένες και λανθασμένα εκτιμημένες και ποσώς δικαιούται αυτές.

 

Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται περί επικινδυνότητας της επίδικης γραμμής, οχληρίας, ρύπανσης, ακαλαισθησίας και θορύβου καθώς και των ισχυριζόμενων αποτελεσμάτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι για σκοπούς λειτουργίας της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης τόσο τα όρια της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών πεδίων όσο και οι τεχνικές προδιαγραφές για την μη πρόκληση θορύβου, καθορίστηκαν από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς.  

 

Η Εναγόμενη αρνείται επίσης ότι από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών, υπήρξε παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο καθώς και ότι επηρεάζονται αρνητικά άμεσα οι ανέσεις και η ησυχία του τεμαχίου και ότι επίσης η διέλευση της επίδικης γραμμής έχει προκαλέσει στο τεμάχιο δυσμενή επίδραση με αποτέλεσμα την μείωση της οικονομικής του αξίας καλώντας την Ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Περαιτέρω αρνείται ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής έχει εκμηδενίσει τις προοπτικές ανάπτυξης και αξιοποίησης του τεμαχίου και δεν αποδέχεται ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι στοιχείο αποτρεπτικό για την αγορά και/ή αξιοποίηση και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση του λόγω της γενικής και κοινής εκτίμησης ότι αυτή ενδεχόμενα να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο μη καθορισμός και πληρωμή αποζημίωσης στην Ενάγουσα για την παρουσία της επίδικης γραμμής ουδόλως επιδρούν στη νόμιμη παρουσία της εν λόγω γραμμής ούτε και αποτελούν προϋπόθεση στο δικαίωμα της Εναγόμενης για εγκατάσταση τέτοιας γραμμής.

 

Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι η μείωση της αξίας του τεμαχίου λόγω της τοποθέτησης της επίδικης γραμμής δεν ανέρχεται στο ποσό των €40.437 καθότι το Πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του.

 

Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη εκ μέρους της Ενάγουσας πρόκληση οχληρίας, η Εναγόμενη αρνείται την πρόκληση της και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μη προσβολή της Πολεοδομικής άδειας και ή της απόφασης για την εγκατάσταση της γραμμής έχει ως συνέπεια οι εν λόγω άδειες και ή αποφάσεις να την δεσμεύουν και να επενεργούν προς όφελος της Αρχής.

 

Απάντηση στην Υπεράσπιση

 

Από πλευράς της η Ενάγουσα απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε η Εναγόμενη με τις δικογραφημένες θέσεις της, τις απέρριψε και επέμεινε στις δικές της θέσεις οι οποίες προωθούνται με την Έκθεση Απαίτησης της. Ταυτόχρονα δε υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει πλήρη δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή.

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης της Ενάγουσας έδωσε μαρτυρία η Μαρούλλα Λάμπρου Ιωαννίδου (Μ.Ε.1) ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, ο σύζυγος της κ. Πέτρος Ιωαννίδης (Μ.Ε.2) και ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου (Μ.Ε.3) ως εκτιμητής ακινήτων. Από την άλλη, προς υποστήριξη της υπόθεσης της Εναγόμενης κατέθεσε στο Δικαστήριο μόνο ένας μάρτυρας και πιο συγκεκριμένα ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους (Μ.Υ.1) επίσης υπό την ιδιότητα του ως εκτιμητής ακινήτων.  Σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 20 τεκμήρια για τα οποία θα γίνεται αναφορά όποτε και όπου κριθεί απαραίτητο.

 

Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου γι’ αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω αυτολεξεί. Θα παρατεθούν όμως τα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των επίδικων θεμάτων. Ως έχει εξάλλου λεχθεί στην G & K Exclusive Fashions Ltd v. Ρόδου Παπαδοπούλου και άλλων (2001) 1 (Α) Α. Α. Δ. 88 το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της (βλ. επίσης ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/02/2021).

 

H Μ.Ε.1 είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Σπίτια, έδαφος του χωριού Δρύμου της Επαρχίας Πάφου το οποίο έχει εμβαδό 7,024 τ.μ. Κατά την κυρίως εξέταση της, αναφέρθηκε στην ενημέρωση που είχε δια μέσω της επιστολής που έλαβε από την Εναγόμενη αναφορικά με την εγκατάσταση των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος οι οποίες θα περνούσαν άνωθεν του τεμαχίου της, την 04/11/08 (Τεκμήριο 2), καθώς και στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής. Επίσης αναφέρθηκε και στην συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Εναγόμενης και της Πολεοδομίας  την 31/01/08 (Τεκμήριο 3) για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής καθώς και στην συγκατάθεση που δόθηκε από τον Έπαρχο Πάφου την 04/03/09 (Τεκμήριο 5). Περαιτέρω η Μ.Ε.1, παρέθεσε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου της, επισημαίνοντας κυρίως το γεγονός, ότι το τεμάχιο της εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου και ότι αυτό βρίσκεται κοντά από κατοικημένη περιοχή αφού η πλησιέστερη σε αυτό κατοικία απέχει περί τα 260 μέτρα θέλοντας να καταδείξει ότι διαθέτει προοπτική οικιστικής ανάπτυξης.   

 

Η Μ.Ε.1 επίσης αναφέρθηκε και στις συνέπειες που κατά την γνώμη της έχει επιφέρει η εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου της καθώς και στον φόβο που της έχει προκληθεί από την ιδία ύπαρξη τους, με αποτέλεσμα όπως εξήγησε να μην μπορεί να το εκμεταλλευτεί είτε η ίδια είτε τα παιδιά της όπως αυτοί επιθυμούν. 

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Ε.1 ερωτήθηκε καταρχήν για το κατά πόσο γνωρίζει ότι το επίδικο τεμάχιο εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 και άρα δεν δύναται να αναπτυχθεί οικιστικά. Η Μ.Ε.1 απαντώντας δεν αρνήθηκε ότι πράγματι το εν λόγω τεμάχιο εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 αλλά παρά ταύτα υποστήριξε την δυνατότητα οικιστικής του ανάπτυξης καθότι σύμφωνα με την ίδια της παρέχεται δικαίωμα δόμησης και κάλυψης της τάξεως του 10% επί του συνολικού εμβαδού του τεμαχίου της. Επίσης υπέδειξε ότι το εν λόγω τεμάχιο δεν μπορεί να θεωρηθεί περίκλειστο καθότι απέχει σε πολύ μικρή απόσταση από εγγεγραμμένο δρόμο και συνεπώς πολύ εύκολα μπορεί να τους παρασχεθεί η πρόσβαση. Στην συνέχεια υποβλήθηκε στην Μ.Ε.1 η  θέση ότι τα κριτήρια που τίθενται από την δήλωση πολιτικής είναι ιδιαίτερα περιοριστικά ως προς την οικιστική ανάπτυξη αυτού του είδους τεμαχίων και στην συγκεκριμένη περίπτωση ότι δεν πληρούνται με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η οικιστική του ανάπτυξη. Η Μ.Ε.1 από την άλλη απαντώντας στην πιο πάνω υποβολή που της τέθηκε, διαφώνησε εμμένοντας ουσιαστικά στην δική της θέση.  

 

Αναφορικά με την θέση της Εναγομένης ότι η έκταση της ζημιάς στο εν λόγω τεμάχιο δεν είναι του μεγέθους και της τάξεως που η Ενάγουσα ισχυρίζεται με την Αγωγή που έχει καταχωρήσει διότι στο συγκεκριμένο τεμάχιο αναπτύχθηκε εκ μέρους του συζύγου της Ενάγουσας, δηλαδή του Μ.Ε.2 κτηνοτροφική μονάδα και επομένως έχει αναπτυχθεί παρά την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος,  η Μ.Ε.1 παραδέχθηκε καταρχήν ότι πράγματι από το 2015 και μετέπειτα στο επίδικο τεμάχιο έχει αναπτυχθεί κτηνοτροφική μονάδα εκ μέρους του συζύγου αναφέροντας βεβαίως ότι αυτό το έπραξαν λόγω οικονομικής ανάγκης καθότι ο Μ.Ε.2 έπρεπε να συμβάλει οικονομικά στην οικογένεια τους.

 

Η Μ.Ε.1 ερωτήθηκε επίσης κατά την διάρκεια της αντεξέτασης της, κατά πόσο προχώρησε σε οποιαδήποτε άλλα δικονομικά διαβήματα πέραν της καταχώρησης της παρούσας Αγωγής, με την μάρτυρα να απαντά αρνητικά ως προς το ζήτημα αυτό ενώ απάντησε θετικά ως προς το ερώτημα που της τέθηκε ότι η Εναγομένη ουδέποτε της ζητήθηκε να την αποζημιώσει και δεν το έπραξε. Επίσης ερωτήθηκε για το κατά πόσο προσέβαλε είτε την πολεοδομική άδεια που εκδόθηκε ή ακόμη και την πολεοδομική έγκριση με την μάρτυρα επίσης να απαντά αρνητικά.  

 

Επόμενος μάρτυρας προς υποστήριξη της υπόθεσης της Ενάγουσας κλήθηκε και κατέθεσε ο Πέτρος Ιωαννίδης (Μ.Ε.2) ο οποίος είναι ο σύζυγος της τελευταίας. Κατά την κυρίως εξέταση του αρχικά αναφέρθηκε στην προηγουμένη επαγγελματική του ιδιότητα καθώς και στο γεγονός ότι σήμερα ασκεί του επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν από τον Μ.Ε.2,  ο ίδιος άρχισε να απασχολείται με την κτηνοτροφία από το έτος 2007 ενώ στην συνέχεια και παρά το γεγονός της πληροφόρησης του περί εγκατάστασης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου της Μ.Ε.1, αναγκάστηκε να επεκτείνει την εν λόγω επιχείρηση που άρχισε να διαθέτει καθότι είχε ήδη προβεί σε έξοδα ως προς την μελλοντική της ανάπτυξη.

 

Σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου της Ενάγουσας, ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι αυτό εφάπτεται σχεδόν επί εγγεγραμμένου δρόμου καθώς και ότι στην πορεία αναγκάστηκε να αγοράσει και το διπλανό τεμάχιο με αριθμό  599  το οποίο και εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δημοσίου δρόμου, ούτως ώστε να μπορεί να αναπτύξει την κτηνοτροφική μονάδα που εγκατέστησε, κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε τα υποστατικά της να μην βρίσκονται κάτω από τις εναέριες γραμμές υψηλής τάσης ρεύματος και να μην επηρεάζονται έτσι τα ζώα του από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που αυτές εκπέμπουν. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, ο Μ.Ε.2 υποστήριξε ότι μετά την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος, ο ίδιος αισθανόταν ζαλάδες όταν βρισκόταν κάτω από τις γραμμές καθώς και ότι γενικά αισθάνεται τον φόβο εξαιτίας της παρουσίας τους καθότι αυτό κατά την γνώμη του είναι επικίνδυνο να βρίσκεται κοντά τους ιδιαίτερα όταν βρέχει.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.2 του υποβλήθηκαν από την συνήγορο της Υπεράσπισης διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την ανάπτυξη της κτηνοτροφικής μονάδας εντός του επίδικου τεμαχίου. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας εξήγησε ότι όταν έλαβε την γνωστοποίηση για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής ρεύματος μετέβηκε στα γραφεία της Εναγόμενης με σκοπό να διαμαρτυρηθεί, ενώ όπως υπέδειξε δεν του δόθηκε οποιαδήποτε σαφής και τεκμηριωμένη απάντηση αναφορικά με μια ενδεχόμενη μετακίνηση των γραμμών, αποδεχόμενος βεβαίως την θέση της Υπεράσπισης ότι ουδέποτε προέβηκε σε οποιοδήποτε επιπλέον δικονομικό διάβημα για την μετακίνηση της γραμμής ή ακόμη για τυχόν καταβολή αποζημίωσης. Σε ότι δε τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου της Ενάγουσας, ο Μ.Ε.2 παραδέχθηκε ότι αυτό ως αναφέρεται στα έγγραφα είναι περίκλειστο, στην πραγματικότητα όμως εφάπτεται σχεδόν επί εγγεγραμμένου δρόμου. 

 

Τέλος, κλήθηκε και κατέθεσε προς υποστήριξη της υπόθεσης της Ενάγουσας, ο Μ.Ε.3 Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αρχικά ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σπουδές του και γενικά στα προσόντα και την εμπειρία του ως εκτιμητής ακινήτων, καταθέτοντας προς υποστήριξη των όσων ανέφερε σχετικό βιογραφικό σημείωμα (Τεκμήριο 14). Ο Μ.Ε.3 ανέφερε ότι ενήργησε στην βάση των οδηγιών που του δόθηκαν από την Μ.Ε.1 με σκοπό να προβεί σε μελέτη για να εξακριβώσει τον βαθμό επηρεασμού του επίδικου ακινήτου από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης. Στη βάση των οδηγιών που έλαβε ο Μ.Ε.3 ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 10/09/23 (Τεκμήριο 10Α και 10Β) την οποία και επεξήγησε αφού προηγουμένως υιοθέτησε. Σημειώνεται ότι το Τεκμήριο 10Β του οποίου το περιεχόμενο είναι αυτούσιο με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10Α περιέχει επιπρόσθετα τις σημειώσεις/διευκρινίσεις στις οποίες έχει προβεί ο Μ.Ε.3 κατά την ακροαματική διαδικασία αναφορικά με τα συγκριτικά τεμάχια που έχει λάβει υπόψη.  Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο και διαπίστωσε την εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου της Ενάγουσας.

 

Ο Μ.Ε.3 κατά την κυρίως εξέταση του, υπέδειξε ότι το επίδικο ακίνητο υπόκειται τόσο άμεσο όσο και έμμεσο δυσμενή επηρεασμό από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος καθώς και ότι έχει χρησιμοποιήσει μετά από εντολή που του δόθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας προς καθορισμό της ουσιώδης μείωσης της αξίας του επίδικου τεμαχίου, την συγκριτική μέθοδο. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.3 ο ίδιος κατέληξε ότι μετά από τους υπολογισμούς στους οποίους προέβηκε, λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως τις πωλήσεις άλλων γειτονικών τεμαχίων με το επίδικο που έχουν λάβει χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίον και επήλθε η ζημιά στο επίδικο, και ο οποίος δεν είναι άλλος από την ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος, ότι το ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί ως αποζημίωση προς την Ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των  61,270 ευρώ.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.3 από την Υπεράσπιση, ερωτήθηκε αναφορικά με το κατά πόσο το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο ή όχι με τον ίδιο τον μάρτυρα  να αναφέρει ότι δεν είναι περίκλειστο αφού εφάπτεται με το τεμάχιο υπ. αρ. 599 το οποίο και ανήκει στον σύζυγο της Ενάγουσας, και το οποίο εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου. Με βάση την πιο πάνω θέση του ο Μ.Ε.3 απαντώντας ισχυρίστηκε ότι δεν προκύπτει ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο. Επί του πιο πάνω ζητήματος και πάντοτε επί την βάση των συγκριτικών που λήφθηκαν από τον μάρτυρα η Υπεράσπιση  προχώρησε και του υπέβαλε την θέση ότι βασίστηκε σε εντελώς λανθασμένα χαρακτηριστικά συγκριτικών τεμαχίων, με αποτέλεσμα τόσο οι υπολογισμοί στους οποίους προέβηκε όσο και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε να μην είναι ορθά.   Ο Μ.Ε.3 δεν αποδέχτηκε την πιο πάνω θέση και επέμεινε ότι τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη είναι τα ορθά και ότι έχει καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα.

 

Αναφορικά με το ποσοστό της ζημιάς που επήλθε στο εν λόγω τεμάχιο σύμφωνα με τον μάρτυρα, η Υπεράσπιση αμφισβητώντας τους ισχυρισμούς που υποστήριξε στην βάση του περιεχομένου της έκθεσης που ετοίμασε, του υπέβαλε την θέση ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ολική στέρηση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη από την εγκατάσταση της επίδικης γραμμής καθότι παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί απαλλοτρίωση και συνεπώς διαφέρει από τέτοιου είδους περιπτώσεις.

 

Σε ότι αφορά το μέγεθος της ζημιάς που προκλήθηκε στο επίδικο ακίνητο από την εγκατάσταση της γραμμής, ο Μ.Ε.3, υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι υπάρχει πρόκληση ζημιάς σε ποσοστό 100 % σε ακτίνα 15 ½ μέτρων εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής (12 ½  μέτρα συν 3 μέτρα που επιβάλλει η Πολεοδομία) παρά το γεγονός ότι το κομμάτι αυτό της γης παραμένει στην κατοχή του ιδιοκτήτη. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.3 το μέρος αυτό της γης  καταστρέφεται ολοκληρωτικά από την εγκατάσταση των γραμμών, τόσο σε σχέση με την χρήση της γης όσο και αναφορικά με την εκμετάλλευση της. Ο λόγος σύμφωνα με τον Μ.Ε.3 της ολικής καταστροφής  εδράζεται επί το ότι  πρόκειται για λωρίδα γης που η Εναγόμενη αναγκαστικά θα πρέπει να χρησιμοποιεί για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης των καλωδίων υψηλής τάσης που έχει εγκαταστήσει, αφού θα είναι αναγκαίο να εισέρχονται εντός της πιο πάνω λωρίδας γης τα μηχανήματα της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα η χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου να μην είναι καθόλου εφικτή. Σε ότι αφορά τον επιπρόσθετο επηρεασμό της τάξεως του 60 % που υποστήριξε αναφορικά με την ακτίνα των 15 μέτρων επιπλέον από τον άξονα της εναέριας γραμμής, ο Μ.Ε.3 υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι ο επηρεασμός αυτός επέρχεται από την εκπομπή και την παραγωγή ηλεκτρομαγνητικών πεδίων αποδεχόμενος βεβαίως ότι δεν είναι ειδικός επί του ζητήματος τούτου αλλά ότι έχει διαβάσει διάφορες μελέτες που έχουν καταρτιστεί από ειδικούς αναφορικά με τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.  

 

Αντίθετη βεβαίως ήταν η θέση της Υπεράσπισης στους πιο πάνω ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον Μ.Ε.3, αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι  κανένας τέτοιος επηρεασμός δεν υφίσταται  σε σχέση με το ποσοστό επηρεασμού της τάξεως του 60 % πέραν του άξονα της γραμμής σε απόσταση περί τα 15 μέτρα καθώς ο ίδιος δεν είναι ειδικός εμπειρογνώμονας για να υποστηρίξει κάτι τέτοιο, και δεύτερον, διότι το κομμάτι της γης κάτω από τις γραμμές δεν υφίσταται ολική καταστροφή καθότι  μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιοκτήτη του κάτι το οποίο αποδεικνύεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση με την ανάπτυξη της κτηνοτροφικής μονάδας από μέρους της Ενάγουσας και του συζύγου της.  

 

Τέλος ο Μ.Ε.3 αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση τόσο για την επάρκεια των προσόντων όσο και την εμπειρία του αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι δεν κατέχει ούτε τα προσόντα αλλά ούτε διαθέτει και την ανάλογη εμπειρία για να καταρτίσει μια τέτοια έκθεση ως εκτιμητής ακινήτων.

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Μ.Υ.1 κλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης για να καταθέσει ως εκτιμητής ακινήτων και ετοίμασε μετά από εντολή της Εναγόμενης, έκθεση εκτίμησης η οποία κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 17. Επιπλέον ο Μ.Υ.1 κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την γραπτή του δήλωση Τεκμήριο 15 ενώ το βιογραφικό του σημείωμα κατατέθηκε και αποτελεί το Τεκμήριο 16. Ο M.Y.1 εξήγησε ότι το Τεκμήριο 17 καταρτίστηκε έχοντας ως σκοπό τον υπολογισμό της επιζήμιας επίδρασης λόγω της διέλευσης των εναέριων γραμμών πάνω από το τεμάχιο της Ενάγουσας ενώ προς την επίτευξη αυτού του σκοπού ο μάρτυρας ανέφερε ότι έχει χρησιμοποιήσει  την συγκριτική μέθοδο κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε.  Σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 ο ίδιος έλαβε υπόψη επιπρόσθετα και πωλήσεις αγροτικών τεμαχίων που επηρεάζονται από την εναέρια γραμμή αλλά και αγροτικών τεμαχίων που δεν επηρεάζονται. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.3 η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου πριν από την διέλευση της γραμμής υπολογίζεται στις 19,900 ευρώ ενώ με την διέλευση της γραμμής στις 18,123 ευρώ. Ως εκ τούτου σύμφωνα με τον μάρτυρα ο καθορισμός της αποζημίωσης που θα πρέπει να καταβληθεί θα πρέπει να είναι περί τα 877 ευρώ.

 

Το εν λόγω τεμάχιο σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 εμπίπτει στην Πολεοδομική ζώνη Γ3 και η χρήση του είναι αποκλειστικά γεωργική. Προκύπτει μάλιστα σύμφωνα με εν λόγω μάρτυρα, ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και ότι εντός του τεμαχίου αυτού, από το έτος 2013 και μετέπειτα έχουν ανεγερθεί και ή αναπτυχθεί υποστατικά τα οποία κατά την επίσκεψη του διαπίστωσε πως αυτά αντανακλούν στην ανάπτυξη κτηνοτροφικής μονάδας.

 

Περαιτέρω και ιδιαίτερα προς υποστήριξη της θέσης του, ότι, η εγκατάσταση εναέριων γραμμών υψηλής τάσεως ρεύματος σε ένα ακίνητο δεν εξανεμίζει αυτομάτως και την προοπτική αυτό να πωληθεί ή να αναπτυχθεί, ως ήταν και ο αντίθετος ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.3, ο Μ.Υ.1 μέσα από τον συγκριτικό πίνακα που έχει ετοιμάσει, έλαβε υπόψη και πωλήσεις τεμαχίων τα οποία και επηρεάζονται από τους αγωγούς υψηλής τάσης ρεύματος και τα οποία έχουν πωληθεί.

 

Ο μάρτυρας επίσης υπέδειξε ότι μεταξύ της δικής του έκθεσης και της εκθέσεως εκτίμησης που ετοιμάστηκε από τον Μ.Ε.3, οι ουσιώδεις διαφορές που υπάρχουν εντοπίζονται στο εμβαδόν επηρεασμού, στην ποσοστιαία μείωση αλλά και τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς αφού ο ίδιος θεώρησε ως ουσιώδη χρόνο την τρέχουσα αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου με βάση τις τρέχουσες τιμές των ακινήτων καταλήγοντας έτσι στον συμπέρασμα κατά την  θέση του ότι η τιμή πώλησης των τεμαχίων που επηρεάζονται από την γραμμή και η τιμή πώλησης των τεμαχίων που δεν επηρεάζονται δεν έχουν ουσιώδη διαφορά και συνεπώς ο ισχυρισμός του Μ.Ε.3 ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητης περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά με τέτοιου είδους εγκαταστάσεις δεν ευσταθεί.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.1 αμφισβητήθηκε έντονα αναφορικά με τις θέσεις που προβλήθηκαν από πλευράς του αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι τα συγκριτικά που ετοίμασε είναι λανθασμένα καθώς ότι δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς που είναι τελικά ο ουσιώδης, αλλά τον χρόνο κατά τον οποίο του δόθηκε η εντολή από την Εναγόμενη να ετοιμάσει την δική του έκθεση. Ο Μ.Υ.1 απαντώντας παραδέχθηκε ότι πράγματι ότι ως ουσιώδη χρόνο έλαβε τον χρόνο κατά τον οποίο είχε εκπονήσει την δική του έκθεση, δηλαδή το έτος 2022,  καθότι όπως ανέφερε αυτοί ήταν και οι όροι εντολής που του είχαν δοθεί από την Εναγόμενη τους οποίους και υπάκουσε. Αναφορικά με την συγκριτική μέθοδο που ο μάρτυρας χρησιμοποίησε, επίσης αμφισβητήθηκε από τον συνήγορο της Ενάγουσας κατά την αντεξέταση του, αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη δεν είναι γειτονικά με το επίδικο αλλά αφορούν περιοχές που είναι απομακρυσμένες και έτσι τα τεμάχια αυτά δεν είναι δυνατόν να ληφθούν και υπόψη αφής στιγμής δεν είναι καθόλου συγκρίσιμα.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με τις οποίες υποστήριξαν ο καθένας τους το αξιόπιστο της εκδοχής τους.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων έχουν καταγραφεί και τις έχω μελετήσει με προσοχή και η βοήθεια που μου παρείχαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές επισημάνσεις τους στάθηκαν πολύ υποβοηθητικές. Όπου κριθεί αναγκαίο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά  σε αυτές όπως και σε παράθεση αποσπασμάτων από αυτές στο κατάλληλο σημείο έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

Γεγονότα που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την μαρτυρία και είναι μη αμφισβητούμενα 

 

Η Ενάγουσα κατά τον ουσιώδη στην παρούσα αγωγή χρόνο, είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αριθμό εγγραφής 0/3780 με αριθμό τεμαχίου 500 Φ/ΣΧ 35/53 στην Τοποθεσία Σπίτια , στην Κοινότητα Δρύμου της Επαρχίας Πάφου. Το χωράφι αυτό εντάσσεται στην Πολεοδομική Ζώνη Γ3 η οποία διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 1990 του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Την 14/07/2006 η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/00407/2004 και στη συνέχεια τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις, για αποξήλωση της υφιστάμενης εναέριας γραμμής Στρουμπί – Πόλης Χρυσοχούς και εγκατάσταση νέας, με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας και της Πολεοδομικής Έγκρισης υπογράφηκε την 31/01/2008 μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, συμφωνία η οποία και προνοεί ότι, η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του ίδιου Νόμου σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την ως άνω αναφερόμενη Πολεοδομική Άδεια. Η Εναγόμενη ακολούθως προχώρησε με τη διαδικασία για την εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από την ιδιοκτήτρια του επηρεαζόμενου επίδικου ακινήτου με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και προς τούτο με επιστολή της ημερομηνίας 04/11/2008 προς την Ενάγουσα ζήτησε τη συγκατάθεσή της.

 

Επειδή η Ενάγουσα όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή της Εναγόμενης, η τελευταία αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου, ζητώντας έτσι την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση της προτιθέμενης εναέριας γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170. Την 04/03/2009 ο Έπαρχος Πάφου υπό τους όρους της συμφωνίας, έδωσε τη συγκατάθεσή του (Τεκμήριο 5). Η Ενάγουσα ενημερώθηκε από την Εναγόμενη με επιστολή ημερομηνίας 09/03/2009 ότι ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεσή, επισυνάπτοντας μάλιστα αντίγραφο της εν λόγω συγκατάθεσης στην συγκεκριμένη επιστολή. Η Ενάγουσα ενώ έλαβε την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαβήματα για προσβολή είτε της Πολεοδομικής Άδειας ούτε της απόφασης της Εναγόμενης η οποία ολοκληρώθηκε με την συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου. Καμία δε απαίτηση για αποζημίωση προώθησε πέραν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

Η Ενάγουσα μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, δεν είχε αποταθεί στην Πολεοδομική Αρχή με σκοπό να της χορηγηθεί άδεια για την ανέγερση μονάδας κατοικίας. Ούτε μέχρι και σήμερα βεβαίως αποτάθηκε στην Εναγόμενη για να τις υποδείξει ότι οι γραμμές που έχουν τοποθετηθεί αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της επηρεαζόμενης γης, δηλαδή του επίδικου ακίνητου, παρουσιάζοντας οποιαδήποτε άδεια οικοδομής για να μετακινηθεί ο εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί στο εν λόγω τεμάχιο γης ως άλλωστε αυτό υποδείχθηκε στην Ενάγουσα δια μέσω της επιστολής που της αποστάλθηκε την 04/11/08 (Τεκμήριο 2).

 

Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη επί του δικογράφου της Υπεράσπισης, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων. Επομένως το μόνο ζήτημα που θα απομένει για να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, είναι αυτό των αποζημιώσεων, εφόσον τα υπόλοιπα ζητήματα είναι καθαρά νομικά ζητήματα.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης.

 

Προκύπτει δε από τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά ότι η 1η, η 3η και η 4η προδικαστική ένσταση αφορούν ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα και αλληλένδετα καθότι αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό αδυναμία προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και κατ’ επέκταση στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς που εγείρονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και να εκδώσει τα επιζητούμενα υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ διατάγματα, ως αυτά καταγράφονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Σημειώνεται ότι αναφορικά με τα ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας παρά το γεγονός ότι απέσυρε κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης τα παρακλητικά της Έκθεσης Απαίτησης του, υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ, εντούτοις παραμένουν προς εξέταση τα παρακλητικά υπό στοιχεία Ε) και Στ) τα οποία και επιδιώκουν την απόδοση αποζημιώσεων και πάλι στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Εναγόμενης.

 

Απόλυτα σχετική με τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις είναι η Ανδρέας Λάντου κ.α. ν. Γεωργίας Συμεού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/10, απόφαση ημερομηνίας 07/03/2014. Στην εν λόγω υπόθεση οι Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων /Εναγόμενων αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητό τους στο οποίο η Εφεσείουσα / Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση πασσάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα / Εναγόμενου 1. Ομοίως, ως και στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Έπαρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του δικαίωσε τους Ενάγοντες / Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεστεί παράνομη επέμβαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.α. ν. Μ. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Η πιο πάνω όμως απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατράπηκε κατ’ έφεση με το Ανώτατο Δικαστήριο να αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. 

…..

 

Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.  Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Χαράλαμπος Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί ως κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η Εναγόμενη εξασφάλισε όλες τις αναγκαίες Πολεοδομικές Άδειες και Εγκρίσεις για την εγκατάσταση της γραμμής η οποία θα επηρέαζε τόσο άλλα πολλά ακίνητα όσο και το επίδικο. Στην συνέχεια και ενώ ζητήθηκε από την Ενάγουσα να παράσχει την συγκατάθεση της για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής εντός του τεμαχίου της, και αφού δεν δόθηκε από την ίδια μια τέτοια συγκατάθεση, η Εναγόμενη προχώρησε στη λήψη της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου. Μετά την λήψη της πιο πάνω συγκατάθεσης και αφού η τελευταία κοινοποιήθηκε και στην Ενάγουσα, η Εναγόμενη εισήλθε στο επίδικο ακίνητο εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες για την τοποθέτηση των εναέριων καλωδίων.

 

Αφής στιγμής λοιπόν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, είναι πασιφανές, ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα εισόδου στο επίδικο ακίνητο ενώ από την άλλη η Ενάγουσα δεν προέβηκε σε κανένα δικονομικό διάβημα για να προσβάλει την απόφαση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση τη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου η οποία και είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι το παρών Δικαστήριο στερείται οποιασδήποτε αρμοδιότητας να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και κατ’ επέκταση να αποφασίσει την Αγωγή στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες υπό στοιχεία Ε και ΣΤ οι οποίες και επιζητούνται.  Συνεπακόλουθα κρίνω, ότι το γεγονός και μόνο ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης έλαβαν χώρα κάτω από το νομικό πλαίσιο του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και δεν έχουν αμφισβητηθεί με προσφυγή, οδηγεί αναπόφευκτα και στο συμπέρασμα ότι, προσδίδεται η αναγκαία νομιμότητα στην τοποθέτηση της εναέριας γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου κατά τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση (βλ. Κοσμά ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1980) 2 J.S.C. 350, Κυμίσης ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Δαλίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 628).

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα Αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί επειδή δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε βάση αγωγής, εφόσον το ζήτημα αυτό προκύπτει μέσα από την 5η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Εναγόμενη. Απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα δύναται να δώσει βεβαίως το περιεχόμενου του δικογράφου της Έκθεσης Απαίτησης γι’ αυτό και θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερώς με σκοπό να διακριβωθεί το κατά πόσο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί ή όχι την μοναδική αιτία αγωγής που προωθείται, ή κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος καθώς και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ως ήταν η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας στην τελική του αγόρευση.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο της Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι οι επί το πλείστο οι παράγραφοι αναφέρονται  στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης της Εναγόμενης επί του επίδικου ακινήτου σε συνάρτηση πάντοτε με την απουσία συγκατάθεσης της Ενάγουσας, εντούτοις εντοπίζεται έστω και συγκαλυμμένα ότι η παρούσα αγωγή προωθείται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων της Ενάγουσας παρά την μη ρητή αναφορά στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο διατυπώνω προκύπτει μέσα από το σύνολο των δικογραφημένων ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης και ειδικότερα από τα όσα δικογραφούνται επί των παραγράφων 7, 8, 11 ,12, 13, 15 και 16 αφού μάλιστα όπως διασαφηνίζεται η διέλευση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του επίδικου ακινήτου προκαλεί συνεχή ζημιά και ειδικότερα ουσιώδη μείωση στην αξία του, αξιώνοντας ως ζημιά την εν λόγω επίδραση. Αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη δύναται να εκληφθεί ότι στοιχειοθετεί μια δεύτερη βάση αγωγής, αυτής της κατ’ ισχυρισμό πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να αποδοθεί δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους  ανεπάρκειας (βλ. Γιώργος Χριστοδούλου κ.α ν. Antonius HMF Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802).

 

Υπό το φως των πιο πάνω  λεχθέντων, κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι δεν επιζητείται ρητά θεραπεία επί την βάση του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, εφόσον τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στην Έκθεση Απαίτησης μπορούν να στοιχειοθετήσουν και τη θεραπεία για τη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου που επέφεραν οι δεσμεύσεις που τέθηκαν από την Εναγόμενη και οι οποίες αποτελούν περιορισμό υπό τον μανδύα του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προκύπτει ότι η προδικαστική ένσταση που προωθεί η Εναγόμενη αναφορικά με το ζήτημα αυτό, απορρίπτεται αφού έχει κριθεί ότι έστω και συγκεκαλυμμένα αποκαλύπτεται και δεύτερη βάση αγωγής που είναι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της Ενάγουσας η οποία κατ’ ισχυρισμό προκαλεί σε αυτή ζημιά την οποία και αξιώνει να της αποδοθεί υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

 

Παραμένει λοιπόν για εξέταση και η 2η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι η παρούσα αγωγή, στην έκταση που αυτή αφορά την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης ζημιάς και/ή μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη καθότι η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, και ειδικότερα δεν απέστειλε γραπτή απαίτηση αποζημίωσης στην Εναγόμενη ως το άρθρο 67 του ίδιου Νόμου προβλέπει.

 

Στην παρούσα υπόθεση μέσω της μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστήριου αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης τόσο άνωθεν όσο και εντός του τεμαχίου της Ενάγουσας προκάλεσε περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ο οποίος βεβαίως και ρυθμίζεται από το άρθρο 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170 (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233). Σε περίπτωση δε τέτοιου περιορισμού ο οποίος τυχόν κριθεί ότι μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, το ποσό της αποζημίωσης, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής γενικά και αόριστα για αποζημιώσεις, αφού το εν λόγω άρθρο σαφώς παραπέμπει σε «νόμο» ο οποίος εν προκειμένω είναι ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ο Περί Πολεοδομίας Νόμος και οι δυνάμει αυτού Κανονισμοί, Ν. 90/72. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με ζητήματα αποζημίωσης εφαρμογή σύμφωνα με την συνήγορο έχουν τα άρθρα 67 και 68 τα οποία διέπουν την διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για καθορισμό των αποζημιώσεων. Πιο συγκεκριμένα η πλευρά της Εναγομένης υποστηρίζει την θέση ότι ενόψει της εξασφάλισης Πολεοδομικής Έγκρισης αλλά και στην βάση της συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Εναγόμενη η οποία προνοεί ότι οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι οφείλει η τελευταία στην Ενάγουσα  αυτές θα πρέπει να καθοριστούν στην βάση του άρθρου 68 του Ν. 90/72 και συνεπώς δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επιλογής στην Ενάγουσα για να διεκδικήσει αποζημιώσεις με καταχώρηση αγωγής σε πολιτικό Δικαστήριο, ως έχει εν προκειμένω πράξει, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 διαδικασία.  

 

Καταρχήν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 23(3) του Συντάγματος καθορίζει τα εξής :

 

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Τα δε άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 προνοούν τα ακόλουθα :

 

67.-(1) Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:

 

Νοείται ότι ο Υπουργός, αφού ικανοποιηθή ότι, λόγω απουσίας εκ Κύπρου, ασθενείας ή άλλης ευλόγου αιτίας, ο απαιτών αποζημίωσιν εκωλύθη από του να επιδώση ειδοποίησιν της απαιτήσεως του εντός της εν τω παρόντι εδαφίω οριζομένης προθεσμίας, δύναται να παραχωρήση (προ, κατά ή μετά την ημερομηνίαν κατά την οποίαν προθεσμία προς υποβολήν απαιτήσεως άλλως θα εξέπνεε) τοιαύτην παράτασιν προθεσμίας διά την υποβολήν τοιαύτης απαιτήσεως οία θα ήτο υπό τας περιστάσεις εύλογος.

 

(2) Πάσα ειδοποίησις απαιτήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον να γενήται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

(3) Εάν, εντός εξ μηνών από της υπό της Πολεοδομικής Αρχής λήψεως απαιτήσεως υποβληθείσης συμφώνως προς το παρόν άρθρον, η Πολεοδομική Αρχή και ο απαιτών δεν δυνηθώσι να καταλήξωσιν εις συμφωνίαν επί της δυνάμει του παρόντος Νόμου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως, η αποζημίωσις αύτη καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι οσάκις η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποιή εις οιονδήποτε απαιτούντα ότι κατά την άποψιν αυτής ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή και η τοιαύτη άποψις της Πολεοδομικής Αρχής δεν διαμφισβητήται υπό του αιτητού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός τριών μηνών από της γνωστοποιήσεως ταύτης, ο απαιτών θεωρείται ως συμφωνήσας εις το ότι ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή.

 

(4) Πάσα προσφυγή εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν υπό του Δικαστηρίου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως θα γένηται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

 

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

 

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της Εναγομένης οι οποίες και προβάλλονται προς υποστήριξη της εξεταζόμενης προδικαστικής ένστασης, πρωτίστως θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω. Και αυτό διότι καταρχήν δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο η θέση της Εναγομένης ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για υποστήριξη ανεξάρτητου αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπόθεση Αγωγή 5019/80 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των Εναγουσών για αποζημιώσεις αποκλειστικά και μόνο στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι δεν αξιωνόταν ρητά θεραπεία με βάση το εν λόγω άρθρο αφού οι εκεί Ενάγουσες περιορίστηκαν στη δικογράφηση γεγονότων και ισχυρισμών προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους για παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης στο ακίνητό τους. Σχετική επίσης με το πιο πάνω ζήτημα είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους Μιχάλης Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 2143 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

   

«Με τις διατάξεις του άρθρου 10  του Νόμου, ο νομοθέτης θέτει σειρά αρχών προς το σκοπό προσδιορισμού της δικαίας και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Δικαία θεωρείται η αποζημίωση η οποία εξισούται με την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στην αξία του ακινήτου, όπως διασαφηνίζεται στις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.15/62. Η παράγραφος (η) του άρθρου αυτού ορίζει ότι η καταβλητέα αποζημίωση αυξάνεται για ποσό ανάλογο προς την προγενέστερη μείωση της αξίας του κτήματος λόγω περιορισμών τεθέντων: (σ.738,  Ν.25/83)

 

«...... δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι περιορισμοί στη χρήση ακινήτου οι οποίοι μειώνουν ουσιωδώς την αξία του  παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) παρέχει ο νομοθέτης τη δυνατότητα καταβολής στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, πρόσθετης αποζημίωσης την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται  βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου. Στην Κούλουμου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10(η) του Νόμου.

 

…………………..

 

Όπως επεξηγείται στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργαλλίδου κ. άλλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, το άρθρο 10(η) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα προσθήκης στην καταβλητέα αποζημίωση και οιουδήποτε ποσού το οποίο κρίνεται καταβλητέο λόγω προηγούμενων περιορισμών στη χρήση του κτήματος, που τέθηκαν βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Η αποζημίωση περί ου ο λόγος εξισούται με την αποζημίωση που θα εδικαιούτο να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης με αγωγή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 23.3  του Συντάγματος.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Χρήσιμη και κατατοπιστική ανάλυση επί του ζητήματος αυτού σε σχέση με τη δυνατότητα πολίτη να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια για καθορισμό αποζημιώσεων σε περίπτωση επιβολής περιορισμών στη βάση των προνοιών του Συντάγματος γίνεται και στο σύγγραμμα του Ανδρέα Α. Συμεού, «Η προστασία της Ιδιοκτησίας και η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση της στην Κύπρο» όπου στη σελίδα 54 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόνοια στον νόμο για καταβολή αποζημιώσεων, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του να απαιτήσει, με βάση τον “υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας”, τέτοιες αποζημιώσεις. Η απαίτηση υποβάλλεται, κατ’ αρχήν στην αρμόδια αρχή και στη συνέχεια, αν δεν υπάρξει συμφωνία, στο Δικαστήριο».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος σαφώς μπορεί να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση αγώγιμου δικαιώματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε υποστήριξή του από ειδικό νόμο, αφού εξάλλου η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος προνοεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί όρος, δέσμευση ή περιορισμός, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζόμενη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».

 

Αδιαμφισβήτητα στην παρούσα περίπτωση επιβλήθηκαν στην ακίνητη ιδιοκτησία της Ενάγουσας περιορισμοί οι οποίοι επιτεύχθηκαν μετά από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Από το έτος που λήφθηκε η συγκατάθεση είναι φανερό ότι η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα για καταβολή ή προσφορά αποζημίωσης προς την Ενάγουσα. Στην υπόθεση Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου λέχθηκε ότι «η υπό της Αρχής προταθείσα με το Τεκ.5 αποζημίωση ήταν, πέραν από την υποχρέωσή της να προσφέρει αποζημίωση με βάση τις ιδιαίτερες πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, προσπάθεια διευθέτησης της οικονομικής διαφοράς, έτσι που η μη αποδοχή της να αποτελεί «διαφωνία», που επιτρέπει στις ιδιοκτήτριες να εγείρουν την αγωγή στο Πολιτικό Δικαστήριο.». Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμήριο 2 που έχει κατατεθεί και αποτελεί το έντυπο συγκατάθεσης που αποστάληκε στην Ενάγουσα προς υπογραφή, η Εναγόμενη δηλώνει την δέσμευσή μόνο «εάν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών, και παρουσιαστεί άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η ΑΗΚ αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίηση της γης ή εάν η ΑΗΚ θεωρεί την εν λόγω μετακίνηση ανέφικτη, να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο». Σαφώς λοιπόν στο εν λόγω έγγραφο δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη αναφορά για δέσμευση της Εναγόμενης να αποζημιώσει την Ενάγουσα για οποιαδήποτε άλλη ζημιά που τυχόν η διέλευση των εναέριων γραμμών θα επέφερε στο ακίνητο της. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε πρόθεση της Εναγομένης να διαβουλευτεί με την Ενάγουσα και να την αποζημιώσει διευθετώντας έτσι την τυχόν οικονομική διαφορά που θα προέκυπτε στην μεταξύ τους σχέση την Ενάγουσα, πλην των λόγων που εκτίθονται επί του Τεκμηρίου 2, και συνεπώς αυτό δεν μπορεί παρά μονό να θεωρηθεί ως «διαφωνία» η οποία δίδει το δικαίωμα στην Ενάγουσα να προχωρήσει στην διεκδίκηση αποζημιώσεων σε Πολιτικό Δικαστήριο με βάση την πρόνοια του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο προκλήθηκε ουσιώδης ζημιά ή ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου συνεπεία της της διέλευσης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης άνωθεν του εν λόγω ακινήτου. Την απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα σαφώς επίκεται να δώσει η εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προηγηθεί βεβαίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν από την μαρτυρία που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, προκύπτει, ότι, υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι, αναγκαίο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη τους, να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για να καθοριστούν τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα, βάσει των οποίων, εν συνεχεία, το Δικαστήριο θα εξετάσει / αξιολογήσει για να κρίνει, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Συναφώς, έχει νομολογηθεί, ότι, το Δικαστήριο, είναι επιτρεπτό να περιοριστεί στο να εξετάσει εκείνη την μαρτυρία και όπου, σε σχέση με αυτή, είναι απαραίτητο, προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η αξιολόγησή τους θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια για το ζήτημα αυτό νομολογία (βλ. Ζαβρού v. Χαραλάμπους(1996) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Τέλος σημειώνω ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα και της συνοχής της σε σχέση προς τη δικογραφείσα εκδοχή της κάθε πλευράς. Ως λέχθηκε στη Γιώργου Παπαγεωργίου ν Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ 24

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. [...] Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπτωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.».

 

Η Μ.Ε 1 είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου. Ο Μ.Ε.2 είναι ο σύζυγος της Ενάγουσας. Συνεπώς και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους στηρίζεται σε ένα κοινό άξονα γεγονότων που αφορά  αρχικά στο ιστορικό της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής, το πως το επηρεαζόμενο αυτό τεμάχιο αναπτύχθηκε ως κτηνοτροφική μονάδα και υπό ποιες περιστάσεις έλαβε χώρα  η πιο πάνω ανάπτυξη του, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου τους και ιδιαίτερα το αν το τεμάχιο αυτό είναι τελικά περίκλειστο ή όχι.  Περαιτέρω η μαρτυρία τους αφορούσε και την κατ’ ισχυρισμό επέκταση της ζημιάς η οποία επήλθε από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Έχοντας εξετάσει λοιπόν το περιεχόμενο τόσο της μαρτυρίας της Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Ε.2 και αφού το έχω περαιτέρω αντιπαραβάλει με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου,  δεν βρίσκω οποιοδήποτε λόγο ούτως ώστε να μην αποδεχτώ την μαρτυρία τους πλην ορισμένων βεβαίως σημείων τα οποία και θα υποδείξω κατωτέρω, αφής στιγμής η μαρτυρία τους αναφορικά με τις θέσεις που έχουν υποστηρίξει, πλην της θέσης τους σε σχέση με την έκταση της ζημιάς την οποία ισχυρίστηκαν ότι επήλθε από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση. Τόσο η Μ.Ε.1 όσο και η Μ.Ε.2 άφησαν θετική εντύπωση στο Δικαστήριο αφού απαντούσαν με ειλικρινά και αμεσότητα στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν από την Υπεράσπιση και έτσι δεν διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο οποιαδήποτε πρόθεση από πλευράς τους είτε να αποκρύψουν ή ακόμη να παραποιήσουν οτιδήποτε και αν είχαν ερωτηθεί και αφορούσε είτε το ιστορικό της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής ή ακόμη και της ανάπτυξης του ακινήτου τους ως κτηνοτροφική μονάδα. Με βάση τα πιο πάνω οι εν λόγω μάρτυρας άφησαν θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, γι’ αυτό και αποδέχομαι την μαρτυρία τους στο σύνολο της πλην των σημείων που αφορούν την γνώμη την οποία εξέφρασαν περί επικινδυνότητας της ύπαρξης της εν λόγω εναέριας γραμμής. Το Δικαστήριο παρόλο ότι δεν αμφισβητεί τα οποιαδήποτε αρνητικά συναισθήματα η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης τους έχει προκαλέσει στο ακίνητο τους, εντούτοις δεν μπορεί να αποδεχτεί το μέρος αυτό της μαρτυρίας τους καθότι τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος αυτού βασίστηκαν αποκλειστικά και μόνο στην γνώμη τους χωρίς να υποστηρίζονται βεβαίως από την μαρτυρία οποιουδήποτε ειδικού πραγματογνώμονα που να υποστηρίζει και την θέση τους αναφορικά με τους τυχόν κινδύνους ελλοχεύουν ή δυνατόν να  επέλθουν από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι την μαρτυρία τόσο της Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Ε.2 πλην των σημείων τα οποία έχω υποδείξει.

 

Η μόνη μαρτυρία που απομένει λοιπόν για να εξεταστεί, και η οποία θεωρώ ότι είναι και η πιο ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση για την απόδειξη του μεγέθους της ζημιάς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης στο τεμάχιο της Ενάγουσας ,είναι αυτή των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταθέσουν ως εκτιμητές ακινήτων, δηλαδή του Μ.Ε.3 εκ μέρους της Ενάγουσας και του Μ.Υ.1 εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και η Μ.Υ.2 αντεξετάστηκαν τόσο από την μια όσο και από την άλλη πλευρά αναφορικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους σε θέματα αντεξέτασης τα οποία και αμφισβητήθηκαν εκατέρωθεν. Παρά την αμφισβήτηση όμως που υπήρξε αναφορικά και με τους δύο μάρτυρες, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί τα προσόντα των εν λόγω προσώπων, και οι τίτλοι σπουδών τους των οποίων βεβαίως και η αμφισβήτηση που τέθηκε δεν είχε ουσιαστική σημασία εφόσον αφορούσε μόνο απλές υποβολές χωρίς δηλαδή αυτά τα αμφισβητηθούν επί της ουσίας τους.  

 

Συνεπώς αποδέχομαι τόσο τον Μ.Ε.3 όσο και τον Μ.Υ.1 ως εμπειρογνώμονες εκτιμητές ακινήτων αφού από τη μαρτυρία τους διαφάνηκε ότι κατέχουν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται όσο και την εμπειρία που διαθέτουν. Παρά το γεγονός ότι ο Μ.Ε.3 δεν έχει αποκτήσει σαφέστατα την εμπειρία που ο Μ.Υ.1 διαθέτει στον χώρο εκτίμησης ακινήτων όπως άλλωστε του υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση, το γεγονός αυτό και μόνο από μόνο του, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνει και την έλλειψη εμπειρίας από μέρους του είτε την κατάρτιση του επί των συγκεκριμένων θεμάτων, εφόσον μάλιστα ο ίδιος ανέφερε στο Δικαστήριο ότι έχει ετοιμάσει μεγάλο αριθμό εκτιμήσεων έστω και αυτό το μικρό διάστημα μετά την απόκτηση του σχετικού τίτλου σπουδών αλλά και την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ. Εξάλλου η εμπειρία του Μ.Ε.3 προκύπτει πέραν του μικρού χρονικού διαστήματος που ασχολήθηκε με το εν λόγω αντικείμενο και από το σύνολο των απαντήσεων του επί των κρίσιμων ζητημάτων που απάντησε αντεξεταζόμενος κατά την μαρτυρία του για την οποία λόγος θα γίνει αμέσως πιο κάτω. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι τόσο ο Μ.Ε.3 όσο και ο Μ.Υ.1 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτιμήσεων ακινήτων και ως πρόσωπα τα οποία μπορούν να προβούν στις εκτιμήσεις τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο.  

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Επίσης έχει τονιστεί ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα εμπειρογνώμονα στο εδώλιο είναι, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωστεί η αξιοπιστία του (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβραάμ (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1441). Ακόμα έχει κριθεί και επιβεβαιωθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ΄ ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμα ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984 και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Αυγουστή (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ.  528).

 

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν πρέπει να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1020). Σημειώνεται ότι η ανάγκη για την παράθεση τεκμηριωμένων στοιχειών από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, τίθεται και στην υπόθεση SΥΝCON LTD v. Ανδρέα Χρίστου (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1314.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά στα όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει αξιόπιστο από τις μαρτυρίες.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει ως αξιόπιστα. Στην υπόθεση μεταξύ Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. ALEXIA & POLIS ESTATES LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 987 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Work Ltd (1971) 1 C.L.R. 146 το Εφετείο υπέδειξε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει "να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο" (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1622). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 619).

 

Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1399 η απουσία συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ποια μαρτυρία είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ποια μαρτυρία στήριξε την απόφαση του για υπολογισμό των αποζημιώσεων οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στη Δημητρίου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 1 Α.Α.Δ. 34, το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε άλλα αντικειμενικά κριτήρια, κατέληξε στο ποσοστό 10% για την επαύξηση του εναπομείναντος κτήματος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί το Εφετείο δεν είχε την απαραίτητη πρωτογενή αξιολόγηση του "αποδεικτικού υλικού προς αποτίμηση, πάνω στη βάση διαφορετικών δεδομένων της σημασίας της εξαγγελίας της κατασκευής της λεωφόρου".

 

Στη Φαντάρου ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν είχε, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει, επίσης, αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετη εφόσον "στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος" (Βλ. και Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 376). Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ένας από τους λόγους παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται στην έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη της αντίστοιχης εκτίμησης των δύο εκτιμητών και το μόνο δικαστήριο το οποίο ενδείκνυται να αποφανθεί αναφορικά με αυτό το θέμα είναι το δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες όταν θα καταθέτουν ενώπιον του και όχι το Εφετείο (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. CYEMS LTD (1992) 1 A.A.Δ. 1182, 1195 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60))."

 

Στην υπόθεση Φαντάρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στην Charalambous (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν πολλά σοβαρά μειονεκτήματα στις εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της η μαρτυρία του ενός ή του άλλου από τους δύο εκτιμητές. Έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή της Rashid Ali (πιο πάνω) έκαμε τους δικούς του υπολογισμούς και προσαρμογές μετά από εξέταση της μαρτυρίας στο σύνολό της. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης προέβει σε σύγκριση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων με το κάθε ένα από τα συγκριτικά τεμάχια και έκαμε τις προσαρμογές εκείνες που θεώρησε αναγκαίες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών δεν ήταν το αποτέλεσμα εικοτολογίας ούτε και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Βασίσθηκαν και οι δύο εκτιμητές πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Ο μεν εκτιμητής του εφεσείοντα πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων, ο δε εκτιμητής της εφεσίβλητης πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις χωραφιών. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί στην Charalambous (πιο πάνω) στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Ακολουθεί πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη εφόσον στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 376).»

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία των δύο εκτιμητών στηρίζεται στις εκθέσεις που ετοίμασαν, υιοθέτησαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο ενώ κατέθεταν ενώπιον μου. Αδιαμφισβήτητα το περιεχόμενο της μαρτυρίας των εκτιμητών συγκρίθηκε και συνεκτιμήθηκε για σκοπούς αξιολόγησης με τις εκθέσεις που ετοίμασαν κυρίως δε σε ότι αφορά τους πίνακες συγκριτικών πωλήσεων ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, εφόσον και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο όπως εξήγησαν για να καταλήξουν στο ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στο τεμάχιο της Ενάγουσας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η συγκριτική μέθοδος είναι η πιο πειστική και κατ’ εξοχήν εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμούς της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί και την μοναδική μέθοδο αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι, ανάλογα με την ιδιαίτερη χρήση του υπό εκτίμηση ακινήτου, όπως είναι η μέθοδος ανάπτυξης, τουριστικής, οικιστικής ή άλλης. Στον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και δυνατότητες της γης περιλαμβανομένης και της ανάπτυξής της όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Cripps Compulsory Acquisition of Land, 10η έκδοση, σελ. 885 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 206, παράγρ. 250

 

Υπογραμμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της συγκριτικής μεθόδου εκτίμησης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως την ύπαρξη πωλήσεων περιουσίας συγκρίσιμης σε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ακινήτων όπως και πωλήσεων κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκριτικές πωλήσεις ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτίμησης, είναι επιτρεπτή η αναδρομή σε άλλες πωλήσεις είτε πριν είτε μετά τον υπό κρίση ουσιώδη χρόνο για σκοπούς εκτίμησης (βλ. Σεργίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339, 344). Όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα ενός συγκρίσιμου ακινήτου με το επίδικο ακίνητο, τόσο ασφαλέστερο είναι να στηριχθεί κάποιος στην τιμή πώλησης του ως ένδειξη της αξίας του υπό κρίση ακινήτου στην ελεύθερη αγορά.

 

Και οι δύο μάρτυρες κατ' αρχήν κρίνεται ότι επιχείρησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας όλα τα στοιχεία που έκριναν ως ορθά, προκειμένου να καθοριστεί το δίκαιο ποσό της αποζημίωσης.  Δεν παρατηρείται απόκρυψη στοιχείων τα οποία θα επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο που θα αποφανθεί το Δικαστήριο.  Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε μπορεί να κάνει αποδεκτή πλήρως τη γνώμη των δύο μαρτύρων και αποδέχεται μόνο μέρος της μαρτυρίας τους.

 

Αν και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο εκτίμησης εντούτοις υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ τους όσον αφορά τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας. Το μεγάλο αυτό χάσμα που παρατηρείται οφείλεται και περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από 3 άξονες: (1) τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, (2) το εμβαδό του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και (3) το ποσοστό επηρεασμού που επέφερε ο περιορισμός στο ακίνητο.  

Ο Μ.Ε.3 μέσω του Τεκμηρίου 10 Α και Β υιοθέτησε ως αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το ποσό των €20,28 τ.μ ανά τετραγωνικό μέτρο έχοντας υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 04/03/2009, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού χρησιμοποίησε συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν περί τα έτη 2007 - 2009, πλησίον δηλαδή του ουσιώδη χρόνου. Τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι η επιλογή του να θεωρήσει την 04/03/2009 ως τον ουσιώδη χρόνο είναι η ορθή, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου ήταν καθοριστική, ενόψει του ότι το ακίνητο υφίστατο τον περιορισμό καθότι η απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει την επίδικη γραμμή καθώς και τον πυλώνα ήταν καθοριστική.

Από την άλλη ο Μ.Υ.1, θεώρησε ως ορθό χρόνο για να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου την ημερομηνία ετοιμασίας της εκτίμησής του (Τεκμήριο 17), δηλαδή την 28/02/22, κατά την οποία όπως υπέδειξε κατά την μαρτυρία του, του είχε δοθεί και η εντολή από την Εναγόμενη. Μέσα από την έκθεση που ετοίμασε και υιοθέτησε κατά την μαρτυρία του, για σκοπούς υπολογισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου θεώρησε ότι το ποσό των €2,75  ανά τετραγωνικό μέτρο είναι το ικανοποιητικό για να χρησιμοποιήσει οκτώ στον αριθμό συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν μεταξύ των ετών 2017 - 2021. Ο Μ.Υ1 κατά την μαρτυρία της υποστήριξε μάλιστα ότι αυτό το έπραξε διότι οι όροι εντολής της από την Εναγόμενη ήταν να υπολογιστεί η τρέχουσα αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου αφού ο υπολογισμός στον οποίο θα προέβαινε δεν ήταν σε σχέση με απαλλοτρίωση ακινήτου και έτσι δεν όφειλε να λάβει υπόψη τον χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης καθώς και άλλες δέκα (10) πωλήσεις ακινήτων που επηρεάζονται ή δεν επηρεάζονται από την εναέρια γραμμή υψηλής τάσης ρεύματος με σκοπό να καταδείξει ότι δεν υφίσταται ουσιώδη μεταβολή στην τιμή της πώλησης εν σχέση με άλλα ακίνητα στην περίπτωση που τυχόν θα πωληθούν.  

Η θέση των δύο μαρτύρων ως προς τον ουσιώδη χρόνο διαφάνηκε ότι ήταν άρδην διαφορετική με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου και συνεπακόλουθα της πρέπουσας καταβλητέας αποζημίωσης να διαφέρει κατά πολύ.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 23(3) του Συντάγματος η υποχρέωση της Αρχής να καταβάλει αποζημίωση γεννάται άμεσα με την επιβολή του περιορισμού και πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατό με συνεπακόλουθο η υποχρέωση αυτή να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ζημιά που επέρχεται στο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει να υφίσταται τον περιορισμό. Εν προκειμένω ο χρόνος δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλος εκτός από την 04/03/09 όταν ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεση του καθιστώντας έτσι οριστική την απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει τον επίδικο εξοπλισμό της, τόσο εντός όσο και άνωθεν του τεμαχίου της.  Το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα επέλεξε να κινηθεί δικαστικά καταχωρώντας την παρούσα αγωγή την 04/11/15 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνει και την υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει την αποζημίωση που της αναλογεί, αφού από την άλλη η Ενάγουσα επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να προασπιστεί τα Συνταγματικά της δικαιώματα και να διεκδικήσει την αποζημίωση που της αναλογεί για την ζημιά που υπέστη.

Κρίνω λοιπόν ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο επήλθε η ζημιά στο ακίνητο και ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Σημειώνεται μάλιστα ότι θέση του Μ.Υ.1 ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπακόλουθα δεν θα έπρεπε να υπολογιστεί ως ουσιώδης χρόνος αυτός της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου,  δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο καθότι προβάλλεται αόριστα και γενικά χωρίς να τεκμηριώνεται εν αντίθεση με την κατάληξη μου η οποία και στηρίζεται στην εφαρμογή του ίδιου του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

Είναι φανερό μετά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα συγκριτικά που αναφέρονται στην έκθεση εκτίμησης του Μ.Υ.1 σε ότι αφορά τον υπολογισμό και τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου με βάση τις τιμές των ετών  2017, 2018, 2019 και 2021 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και αυτό διότι τα εν λόγω συγκριτικά που ο μάρτυρας χρησιμοποίησε για να εξάγει συμπεράσματα έλαβαν χώρα κατά πολύ πιο μετά από τον χρόνο ο οποίος έχει αποφασιστεί ως ο ουσιώδης.

Στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας v. Παπουή, (2004) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πωλήσεις που απέχουν χρονικά από την δημοσίευση της γνωστοποίησης δεν παρέχουν βάση για ακριβή συμπεράσματα. Από την άλλη βεβαίως θεωρώ ότι οι συγκριτικές πωλήσεις τις οποίες ο Μ.Υ.1 έχει χρησιμοποιήσει και οι οποίες έχουν επιτευχθεί πλησίον του ουσιώδη χρόνου δηλαδή κατά τα έτη 2010 και 2011 και βρίσκονται στις περιοχές Χρυσοχού -Στενή και Γιόλου – Λουκρουνού μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς υπολογισμού της αποζημίωσης εφόσον βεβαίως προβώ και σε ανάλογες αναπροσαρμογές.

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω και κατά πόσο οι συγκριτικές πωλήσεις οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από τον Μ.Ε.3 δικαιολογούν αποδοχή της δικής του μαρτυρίας. Κρίνω όμως αναγκαίο πριν προχωρήσω στο στάδιο αυτό, να εξετάσω τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και συνεπώς δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τα συγκριτικά τεμάχια τα οποία ο Μ.Ε.3 έχει χρησιμοποιήσει στην έκθεση που εκπόνησε πλην βεβαίως του συγκριτικού που εξέτασε υπ. αρ. 3 το οποίο διαθέτει δικαίωμα διάβασης αλλά δεν εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου. Σύμφωνα με την πλευρά της Υπεράσπισης, το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο ενόψει του ότι δεν εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου αλλά βρίσκεται κοντά από αυτόν. Επομένως και θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως περίκλειστο. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Μ.Ε.1 όσο και ο Μ.Ε.2 δεν έχουν αμφισβητήσει τον πιο πάνω ισχυρισμό αφού εμμέσως πλην σαφώς ανέφεραν κατά την μαρτυρία τους, ότι πράγματι το επίδικο τεμάχιο βρίσκεται πολύ κοντά από τον εγγεγραμμένο δρόμο, δηλαδή ότι υπάρχει η απόσταση τριών (3) περίπου μέτρων από αυτόν, αποδεχόμενοι ουσιαστικά ότι δεν εφάπτεται επί αυτού, σε αντίθεση με το γειτονικό τεμάχιο το οποίο και αγοράστηκε από τον Μ.Ε.2.   

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας κατά νου όλα τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τόσο στην έκθεση εκτίμησης του Μ.Υ.1 καθώς και την θέση των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 διαπιστώνω ότι πράγματι το εν λόγω τεμάχιο είναι περίκλειστο καθότι ο εγγεγραμμένος δρόμος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από αυτό και συνεπώς δεν υφίσταται οποιαδήποτε νόμιμη και εξουσιοδοτημένη εκ του νόμου πρόσβαση. Η δε θέση του Μ.Ε.3 περί του πιο πάνω ζητήματος δεν γίνεται αποδεχτή και απορρίπτεται.

Συνεπώς και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο.

Στρεφόμενος τώρα στις συγκριτικές πωλήσεις που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.3 υπ’ αριθμό 1 – 5 κρίνεται ότι αυτή που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης είναι μόνο η συγκριτική πώληση που αφορά στο τεμάχιο 146 υπό στοιχείο 3 στον πίνακα συγκριτικών πωλήσεων του Τεκμηρίου 10Α και Β, καθότι είναι και η μόνη που διαθέτει συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με το επίδικο, αποδεχόμενος και τις αναπροσαρμογές που έχουν γίνει τόσο σε σχέση τόσο με την τοποθεσία όσο και το μέγεθος του επίδικου τεμαχίου αφού αφαιρείται από αυτό το συνολικό ποσοστό της τάξης του 15%.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι σε σχέση με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Υπεράσπισης κατά τις τελικές τις αγορεύσεις, ότι δηλαδή εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι η πιο πάνω συγκριτική πώληση υπό στοιχείο 3 μπορεί να ληφθεί υπόψη καθότι όπως και η ίδια αποδέχτηκε είναι και η μόνη που μπορεί να συγκριθεί με το επίδικο, αυτό θα πρέπει να γίνει μόνο εφόσον το ποσοστό αναπροσαρμογής που θα αφαιρεθεί θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που υπολόγισε ο Μ.Ε.3 είτε λόγω τοποθεσίας, είτε λόγω πρόσβασης είτε ακόμη λόγω μεγέθους, με όλο τον σεβασμό προς την κα. Στιβαρού θα πρέπει να αναφέρω ότι, δεν μπορώ να αποδεχτώ μια τέτοια εισήγηση καθότι τα όσα  ο Μ.Ε.3 έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την εν λόγω συγκριτική πώληση, σε ότι αφορά δηλαδή τις αναπροσαρμογές στις οποίες κατέληξε, δεν έχουν αμφισβητηθεί κατά την μαρτυρία του και ούτε του έχει υποβληθεί η θέση κατά την αντεξέταση του ότι στην συγκεκριμένη συγκριτική πώληση που έλαβε υπόψη, η υπολογιζόμενη τιμή από μέρους του σε τετραγωνικά μέτρα στην οποία κατέληξε μετά τις αναπροσαρμογές που έλαβε υπόψη δεν είναι η ορθή και ότι ορθή τιμή στην οποία θα έπρεπε να έχει καταλήξει μετά τις αναπροσαρμογές που προέβηκε είναι αυτή των 8.26 ευρώ ανά τ.μ ούτως ώστε έτσι να μπορέσει ο μάρτυρας να απαντήσει επί του ζητήματος τούτου και να δώσει την δική του εξήγηση. 

Συνεπακόλουθα ενώ το τεμάχιο 146 πωλήθηκε με τιμή 18,28 ανά τετραγωνικό μέτρο περί το έτος 2009, η αγοραία αξία του επίδικου εφόσον αφαιρεθεί το ποσοστό της τάξης του 15 % από την τιμή αυτή, ανέρχεται έστω σε 15,63 ανά τετραγωνικό μέτρο. Συνεπώς η αγοραία αξία των 20,28 μέτρων ανά τετραγωνικό του επίδικου ακινήτου που υιοθετείται από τον Μ.Ε.3 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ενόψει των μη συγκρίσιμων τεμαχίων που έλαβε υπόψη υπό στοιχεία 1,2,4 και 5 του πίνακα συγκριτικών πωλήσεων. Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα της πώλησης του τεμαχίου 146 σε σχέση πάντοτε με το επίδικο από  την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου την 04/03/2009 απέχει μόνο ένα μήνα και συνεπώς είναι βεβαίως συγκρίσιμο.  Στη νομολογία δεν καθορίζεται χρονικά πόσο είναι επιτρεπτό ή λογικό να ανατρέξει κανείς για να πάρει συγκριτικά στοιχεία, εκτός από την περίπτωση των 8 ετών όπως κρίθηκε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπουής (ανωτέρω).  Κρίνεται, ωστόσο, ότι οι υπόλοιπες συγκριτικές πωλήσεις του Μ.Ε.3 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές καθότι δεν έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με το επίδικο, δηλαδή δεν είναι περίκλειστα.  Πρόκειται για καθοριστικό στοιχείο στην αξία ενός ακινήτου. Ως υποδείχθηκε δε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπούη αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να επιλέξει εκείνες τις συγκριτικές πωλήσεις κτημάτων που έχουν τα ίδια νομικά κα φυσικά χαρακτηριστικά με το επίδικο, κατά περίπτωση, επειδή μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την πραγματική αξία του επίδικου κτήματος.

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ότι τόσο το  προαναφερόμενο ακίνητο, δηλαδή το 146 είναι το μόνο που συνιστά ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο αφού τα χαρακτηριστικά του προσομοιάζουν με το ακίνητο για να υπολογιστεί και να καθοριστεί η εύλογη τιμή για την κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του επίδικου ακινήτου.

Στη βάση δε της υπολογιζόμενης τιμής των €15.63 που έχω καταλήξει ότι ήταν αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο την 04/03/2009 αποτελεί συνεπώς εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανερχόταν σε €109,785.12 έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε 7,024 τ.μ.  

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι υπήρξε διάσταση ως προς τις θέσεις και των δύο εμπειρογνωμόνων αναφορικά με το ποσοστό της άμεσα επηρεαζόμενης έκτασης του επίδικου ακινήτου από την διέλευση των γραμμών. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.3 υποστήριξε την θέση ότι το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος των 15,50 μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών αντιστοιχεί σε 2,043 τ.μ  ενώ παράλληλα σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάζεται έμμεσα και επιπλέον μέρος γης 15 μέτρων εκατέρωθεν του κέντρου διέλευσης των γραμμών το οποίο αντιστοιχεί σε 1,533 τ.μ. Ως προς τον άμεσο επηρεασμό ο Μ.Ε.3 τον εντάσσει σε ποσοστό 100 % ενώ ως προς τον έμμεσο επηρεασμό σε ποσοστό 60%.

Από την αντίπερα όχθη ο Μ.Υ.1 υποστηρίζει μέσω της δικής της εκτίμησης ότι δεν υπάρχει ουσιώδης επιζήμια επίδραση ούτε ζημιά στο ακίνητο. Λόγω όμως του γεγονότος ότι πάνω από την λωρίδα της γης που σχηματίζεται στο έδαφος περνούν οι εναέριες γραμμές – καλώδια που με βάση τους κανονισμούς της Α.Η.Κ πρέπει να παραμένει κενή από οποιαδήποτε οικονομική ανάπτυξη αλλά μπορεί να καλλιεργείται για τους σκοπούς της έκθεσης που εκπόνησε, η αποζημίωση κατά την θέση του υπολογίζεται για το μέρος του τεμαχίου κάτω από τις εναέριες γραμμές δηλαδή με βάση τα 2,125 τετραγωνικά μέτρα. Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω ο Μ.Υ.1 υποστηρίζει ότι η άμεσα επιζήμια επίδραση σε αυτό στο επηρεαζόμενο κομμάτι γης ανέρχεται στο 15 % χωρίς κανένα άλλο επηρεασμό σε οποιοδήποτε μέρος του.  

Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι από τη διέλευση της εναέριας γραμμής επιβάλλεται περιορισμός οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος της εν λόγω γραμμής σε λωρίδα γης πλάτους 25 τετραγωνικών μέτρων (12.5 τετραγωνικά μέτρα ένθεν και ένθεν της γραμμής).  

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι με βάση το άρθρο 32 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, απαγορεύεται η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής κάτω ή κοντά στις εναέριες γραμμές μεταφοράς, εκτός εάν εξασφαλιστεί η γραπτή συγκατάθεση του αναδόχου. Περαιτέρω εξετάζοντας την μαρτυρία του Μ.Υ.1 ο ίδιος δεν φαίνεται να μην υιοθετεί και την θέση αυτή, αφού κατά την έκθεση εκτίμησης που έχει εκπονήσει υποστήριξε ότι ο άμεσος επηρεασμός από την διέλευση της γραμμής έγκειται στα 2,125 τ.μ  σε αντίθεση με τον Μ.Ε.3 ο οποίος τα έχει υπολογίσει με βάση τα 15,50 σε λιγότερα τετραγωνικά ήτοι σε 2043 τ.μ. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί και η θέση του Μ.Υ.1 ότι από το σημείο το οποίο διέρχονται οι εναέριες γραμμές, η λωρίδα γης θα πρέπει να παραμένει κενή για σκοπούς οικοδομικής ανάπτυξης.

Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κρίνω ότι η άμεσα επηρεαζόμενη έκταση γης του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στα 2,043 τ.μ τα οποία φαίνεται ότι καλύπτουν τα 15,50 μέτρα τα οποία υποστήριξε ο Μ.Ε.3 αφού στην βάση των υπολογισμών του τελευταίου το εμβαδό στο οποίο κατέληξε περιλαμβάνει και την έκταση που έχει υπολογιστεί από τον Μ.Υ.1.

Τέλος, δεν υπήρξε σύγκλιση ούτε και ως προς το ποσοστό επιζήμιας επίδρασης που η διέλευση της επίδικης εναέριας γραμμής επιφέρει στην αξία του επίδικου ακινήτου. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που εδώ το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει δεν είναι αν υπάρχει ή όχι επιζήμια επίδραση στο επίδικο ακίνητο, αλλά το ποσοστό της επίδρασης αυτής. Και τούτο, γιατί ως ήδη έχει λεχθεί, είναι σε τελική ανάλυση κοινά αποδεκτό ότι τέτοια επιζήμια επίδραση υπάρχει.

Ο Μ.Ε.3 καθόρισε το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης σε ποσοστό 100% επί του άμεσα επηρεαζόμενου εμβαδού του επίδικου ακινήτου, το οποίο ως έχει κριθεί ανωτέρω είναι 2,043 τετραγωνικά μέτρα, και σε ποσοστό 60% αναφορικά με 1533 τμ.  Ο μάρτυρας για να αιτιολογήσει την εν λόγω κατάληξή του ανέφερε ότι ένεκα της διέλευσης ηλεκτροφόρων καλωδίων δημιουργούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία, ως υποστήριξε, είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς περιλαμβανομένου του ανθρώπου. Τέτοιου είδους φαινόμενα, συνέχισε, ως είναι η ύπαρξη ηλεκτροφόρων καλωδίων και/ή πυλώνων προκαλούν το φαινόμενο του δημόσιου φόβου (public fear), ζήτημα για το οποίο υπάρχει πληθώρα άρθρων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται και να αποφεύγει να αγοράζει ακίνητα κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Περαιτέρω υποστήριξε ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητους περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.

Πέραν των πιο πάνω ήτο η θέση του Μ.Ε.3. ότι τα επίδικα καλώδια προκαλούν πέραν του δημόσιου φόβου και οχληρία αισθητική αλλά και ηχητική. Περαιτέρω η ύπαρξη των καλωδίων επηρεάζει και τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών αφού τα γεωργικά μηχανήματα δεν μπορούν να διέρχονται με ασφάλεια κάτωθεν της εναέριας γραμμής ενώ το τεμάχιο διχοτομείται με αποτέλεσμα η καλλιέργεια του επί το πλείστο να είναι αδύνατη και περιορίζει τη μελλοντική χρήση της γης.

Κατά την έκθεση εκτίμησης του ο Μ.Ε.3 αναφορικά με το κατά πόσο όντως η διέλευση της επίδικης γραμμής επηρεάζει τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών, υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές καταστρέφεται ολοσχερώς και δεν μπορεί να καλλιεργηθεί καθόλου. Πέραν τούτου υποστήριξε επίσης ότι ο ιδιοκτήτης γης εντός της οποία έχουν εγκατασταθεί γραμμές, περιορίζεται στο να καλλιεργήσει όπως ο ίδιος πραγματικά επιθυμεί το σημείο αυτό της γης άνωθεν του οποίου περνούν τα εναέρια καλώδια καθότι δεν του παραμένει καμία απολύτως επιλογή πλέον να φυτέψει οποιουδήποτε είδους ψηλά δέντρα όπως για παράδειγμα  καρυδοειδή.

Με όλο τον σεβασμό προς τον μάρτυρα τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου είναι εντελώς θεωρητικά και δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε ασφαλή δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να λάβει υπόψη ούτως ώστε να κριθεί ότι πράγματι ο επηρεασμός που προκύπτει ως προς την χρήση αυτού του σημείου της γης που βρίσκεται κάτωθεν των γραμμών είναι της τάξης του 100 %  όπως και έχει υποστηρίζει. Μάλιστα όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν του επηρεασμού που προκύπτει σε αυτού του είδους τεμάχια που έχουν εγκατασταθεί γραμμές ή ακόμα και σε γειτονικά τεμάχια το ενδεχόμενο της πώλησης τους και της αγοράς τους δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού όπως ήδη έχει διαφανεί από την μαρτυρία του Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο άλλα παρόμοια τεμάχια με το επίδικο φαίνεται να έχουν πωληθεί.

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.3 ότι η ύπαρξη των εν λόγω γραμμών προκαλεί δημόσιο φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ερωτώμενος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να τοποθετείται επί ζητημάτων υγείας και προβλημάτων που ενδεχόμενα προκαλούν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, συμφώνησε ότι πράγματι δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε και είναι ειδικός αναφορικά με την ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά πεδία στην υγεία του ανθρώπου. Συμφώνησε μάλιστα ότι τα όσα έχει αναφέρει επί του ζητήματος τούτου είναι με βάση την γνώση που απέκτησε από διάφορα άρθρα τα οποία έχει μελετήσει και που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τα όσα ο ίδιος υπέδειξε αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων στην υγεία μας.

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων και έχοντας κατά νου ότι η πώληση τέτοιου είδους τεμαχίων είναι εφικτή αφής στιγμής αυτό διαφάνηκε και μέσα από την έκθεση εκτίμησης του Μ.Υ.1,  κρίνω επίσης ότι ούτε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 δεν μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο επί του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη οχληρίας και να εκτιμηθεί και να καθοριστεί ο βαθμός πρόκλησης οχληρίας από την εγγύτητα των καλωδίων. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν για τα όσα ο ίδιος πρόβαλε για τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η θέση του Μ.Ε.3 αναφορικά με την άμεση επιζήμια επίδραση σε ποσοστό 100 % δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν έχει αποδειχθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό η ζημιά ως ο Μ.Ε.3 υποστήριξε, αλλά ούτε και σε σχέση με το ποσοστό του 60% σε σχέση με τα 15 μέτρα εκατέρωθεν των 15,5 μέτρων του άμεσου επηρεασμού από την γραμμή. Και αυτό διότι τα πιο πάνω συμπεράσματα του δεν μπορούν να κριθούν ως λογικά καθότι η Ενάγουσα δεν στερείται της κατοχής της πραγματικά επηρεαζόμενης έκτασης γης την οποία και μπορεί να εξακολουθήσει να καλλιεργεί ή ακόμη και να αξιοποιήσει, πράγμα το οποίο άλλωστε και πράττει δια της αναπτύξεως κτηνοτροφικής μονάδας στο εν λόγω τεμάχιο. Ως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις, η τοποθέτηση μεταλλικών πυλώνων και ηλεκτροφόρων συρμάτων υψηλής τάσης πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί παρά μόνο περιορισμό στη χρήση της και όχι στέρηση ιδιοκτησίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω)

Εξάλλου το ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο ενέπιπτε και συνεχίζει να εμπίπτει εντός της Γεωργικής Πολεοδομικής Ζώνης Γ3 και ρυθμιζόταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για την Ανάπτυξη στην Ύπαιθρο και τα Χωριά και καλύπτονταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής περί Μεμονωμένης Κατοικίας χωρίς δυνατότητα όμως άμεσης ανάπτυξης με δεδομένο ότι αυτό ήταν περίκλειστο μη πληρώντας τα κριτήρια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.». Εν πάση περιπτώσει καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι η Ενάγουσα ένεκα του περιορισμού που επιβλήθηκε στο επίδικο ακίνητο στερήθηκε της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης αυτού.   

Από την άλλη θα συμφωνήσω με την λογική στου Μ.Υ.1 αναφορικά με το ποσοστό επηρεασμού το οποίο υπολόγισε και ανέρχεται σε αυτό της τάξης του 15 % έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το επίδικο ακίνητο δεν χάνει κάτι από τη χρήση του ως γεωργική και ότι ο μόνος περιορισμός που επιβάλλει η Εναγόμενη είναι η μη ανέγερση κτιρίων κάτωθι της επίδικης εναέριας γραμμής για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης. Επαναλαμβάνεται ότι η πολεοδομική ζώνη είναι αυτή που καθορίζει τη χρήση του ακινήτου με το επίδικο να εμπίπτει στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική με συντελεστή δόμησης 10% για γεωργικούς σκοπούς χωρίς όμως να αποκλείεται η κατά παρέκκλιση παροχή άδειας για άλλους σκοπούς, κάτι το οποίο όμως δεν μετατρέπει τη χρήση του. Το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο και δεν διαθέτει ικανοποιητική δίοδο για οικοδομικούς σκοπούς, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα παροχής τέτοιας διόδου στο μέλλον.

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκταση γης του επίδικου ακινήτου που επηρεάζεται και το ποσοστό επηρεασμού που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε κατά €4,789,81 (2.043 τ.μ. x 15,63 x 0.15), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση.

Ως προς τον διεκδικούμενο τόκο επί των αποζημιώσεων κατέληξα πως η ορθή προσέγγιση  θα ήταν να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την καταχώριση της Αγωγής ήτοι από την 04/11/15 έχοντας υπόψη και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας να αξιώσει οιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη. Για την κατάληξη μου να επιδικάσω τον πιο πάνω τόκο έλαβα υπόψη τη σχετική νομολογία  και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 496 και Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 881, 893).

Απομένει το ζήτημα εξόδων του Μ.Ε.3. Στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται ότι αξιώνεται ποσό €1,500 εκτιμητικά έξοδα, ως ειδική ζημιά που η Ενάγουσα υπέστη, πλέον Φ.Π.Α. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Ε.3 και πιο συγκεκριμένα και με βάση της έκθεση εκτίμησης του Τεκμήριο 10, αξιώνεται σε σχέση με τα εκτιμητικά του έξοδα ποσό μεγαλύτερο, δηλαδή αυτό της τάξης των 2.500, ποσό που βεβαίως στην έκταση του δεν είναι δικογραφημένο. Συνακόλουθα προκύπτει ότι το ποσό που θα πρέπει να επιδικαστεί είναι αυτό της τάξεως των €1500 και όχι αυτό των €2500 ενόψει και της μη δικογράφησης ενός τέτοιου ποσού.

Τέλος όσον αφορά τις λοιπές αξιώσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ήδη κατά το στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων από την Εναγόμενη προδικαστικών ενστάσεων και σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων και την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης τούτες θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκαν από την Ενάγουσα αφού καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξή των και κανένας λόγος έγινε από τον συνήγορό της στις αγορεύσεις του ότι επιμένει στην απόδοσή των.

Ως εκ των ανωτέρω καταλήγω ότι η Ενάγουσα δικαιούται να λάβει αποζημίωση για την ουσιώδη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου συμφώνως του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €4,789,81  πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής  μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον ποσό εκ €1.500 εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Ως προς τα έξοδα, με δεδομένο τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εν απουσία λόγων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τούτα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής, ήτοι στην κλίμακα €2.000 - €10.000 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξόφλησης. 

 

 (Υπ.)……………………………….

                                                                                           Σ. Συμεού , Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο