ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Έφεση αρ. 61/2018

 

 

1.   ΡΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

2.   ΛΙΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

3.   ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

4.   ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

5.   ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

6.   ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

7.   ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

8.   ΙΟΥΛΙΑ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

9.   ΜΑΡΙΑ ΑΓΑΠΙΟΥ

 

 

Εφεσείοντες

 

 

 

και

 

 

 

 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

 

 

 

Εφεσίβλητος

 

 

___________________

 

Ημερομηνία: 30 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Α. Φλουρή (κα) για Κάκκουρας & Παναγίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες

 

Α. Μελάς, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Η Έφεση

 

 

1.        Οι Εφεσείοντες, με Έφεση που άσκησαν την 13.03.2018, βάσει του άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ.224, ζητούν την ακύρωση της απόφασης του Εφεσίβλητου με την οποία ο Εφεσίβλητος, όπως θέτουν, σε άγνωστη ημερομηνία, κατά το τέλος του 2017, προέβη σε νέα εγγραφή αναφορικά με τον τίτλο των Εφεσειόντων, με στοιχεία νέας εγγραφής [ ], Φ./Σχ.44/16, Τμήμα 0, Τεμάχιο [ ], έκταση 7:600 τ.μ., σε αντικατάσταση ή τροποποίηση της εγγραφής με προγενέστερο αριθμό εγγραφής [ ], Φ./Σχ.44/16, Τμήμα 0, Τεμάχιο [ ], έκτασης 8.362 τ.μ., στην Πέγεια, μειώνοντας και την έκταση της ιδιοκτησίας τους. Για σκοπούς αναφοράς, το ακίνητο υπό την προγενέστερη εγγραφή θα αναφέρεται ως «ο τίτλος Α» και το ακίνητο υπό τη νέα εγγραφή θα αναφέρεται ως «ο τίτλος Β».

 

2.        Προβάλλουν, ως λόγους Έφεσης, ότι η απόφαση είναι αυθαίρετη και παράνομη, ή και προϊόν νομικής ή και πραγματικής πλάνης, αφού δεν ακολουθήθηκε διαδικασία απαλλοτρίωσης, ούτε καταβλήθηκε αποζημίωση, αλλά ούτε και υπήρχε απόφαση Δικαστηρίου σχετική, ενώ ο Εφεσίβλητος, λόγω της προγενέστερης συμπεριφοράς όλων των εμπλεκόμενων αρμοδίων αρχών, κωλύετο να προβεί, μετά την πάροδο 30 ετών, στη διαφοροποίηση της έκτασης του τίτλου των Εφεσειόντων.

 

3.        Η Έφεση υποστηρίζεται από τη μαρτυρία της Εφεσείουσας 9, εκ μέρους όλων των Εφεσειόντων, δια της οποίας αναφέρονται τα εξής, όσον αφορά τα γεγονότα: Οι Εφεσείοντες ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου υπό τον τίτλο Α μέχρι και τον Μάρτιο του 2017. Κατ’ επίκληση διαδικασίας απαλλοτρίωσης που έγινε από την 31.12.1982 ή δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 09.05.1980, που ουδέποτε «ανανεώθηκε», ο Εφεσίβλητος προέβη σε μείωση της έκτασης του τίτλου Α. Η απόφασή του κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο των Εφεσειόντων με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 12.02.2018 και εστάλη ταχυδρομικώς στον ίδιο, απαντώντας σε προηγούμενη αλληλογραφία, με τελευταία ημερομηνία 02.08.2017 (Τ1, Τ2). Την 31.12.1982, το Τμήμα Δημοσίων Έργων είχε προβεί σε δημοσίευση απαλλοτρίωσης που αφορούσε τον τίτλο Α. Είχε προηγηθεί αντίστοιχη απαλλοτρίωση το έτος 1981, του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων, η οποία ανακλήθηκε την 13.04.2017. Κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, οι συνιδιοκτήτες του τίτλου Α ήταν ο Στυλιανός Νικόλα Χατζηπαναγιώτου, κατά 1/6, τον οποίον διαδέχθηκαν οι Εφεσείοντες 5-9, ο Κωστάκης Νικόλα Χατζηπαναγιώτου, κατά 5/12, τον οποίον διαδέχθηκαν οι Εφεσείοντες 1 και 2 και ο Ζήνων Ιωάννου Δεληγιάννης, κατά 5/12, τον οποίον διαδέχθηκαν οι Εφεσείοντες 3 και 4. Οι διαδοχικές μεταβιβάσεις ήταν γνωστές στον Εφεσίβλητο. Μάλιστα, ο Στυλιανός Νικόλα Χατζηπαναγιώτου, ο οποίος είχε αποβιώσει το 1972, είχε εγγραφεί ως ιδιοκτήτης το 1979, μετά θάνατον (Τ3). Στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος Στυλιανού Νικόλα Χατζηπαναγιώτου, έγινε διανομή στον Εφεσείοντα 5, ο οποίος, με τη σειρά του, δώρισε μέρος των μεριδίων του στους Εφεσείοντες 6-9 (Τ4, Τ5). Όπως κατέστη αντιληπτό από τους Εφεσείοντες, ο Εφεσίβλητος επικαλείται μια δικαστική απόφαση στην Παραπομπή 158/87 Ε.Δ. Πάφου (Τ6). Ο ένας εκ των ιδιοκτητών τότε ήταν αποβιώσας και οι υπόλοιποι κάτοικοι εξωτερικού και δεν ήταν αντικειμενικά εφικτό να λάβουν γνώση τέτοιας διαδικασίας. Ακόμη όμως κι αν η εν λόγω Παραπομπή αφορούσε απαλλοτρίωση από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, εκείνη, σήμερα, δεν είναι σε ισχύ ή εκτελεστή, εφόσον παρήλθαν 27 χρόνια από την έκδοσή της, χωρίς οποτεδήποτε να είχε «ανανεωθεί». Συνεπώς, κατά τους Εφεσείοντες, ελλείπει ο νόμιμος λόγος που νομιμοποιούσε τον Εφεσίβλητο να προχωρήσει σε μείωση της έκτασης του ακινήτου των Εφεσειόντων. Στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος, στάλθηκαν πολλές επιστολές, χωρίς αποτέλεσμα και κάποια κοινά αποδεκτή λύση. Είναι η θέση των Εφεσειόντων πως μόνο με τη συγκατάθεση των σημερινών ιδιοκτητών και την αποζημίωσή τους θα μπορούσε να απαλλοτριωθεί η περιουσία τους. Αντ’ αυτού, ο Εφεσίβλητος προχώρησε μεταγενέστερα και χωρίς ενημέρωσή τους σε έκδοση νέας εγγραφής και μείωση της έκτασης, πληροφορώντας τους δικηγόρους των Εφεσειόντων. Οι παραλείψεις της διοίκησης να ολοκληρώσει νομότυπα τη διαδικασία απαλλοτρίωσης του έτους 1982, να προσφέρουν έγκαιρα τη νενομισμένη αποζημίωση και να εγγράψουν στο όνομά τους την απαλλοτριωθείσα έκταση, ισοδυναμεί, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, με εγκατάλειψη του δικαιώματος, που αποστερούσε τη δυνατότητα, από τον Εφεσίβλητο, να προχωρήσει, το 2017.

 

3.1.         Ειδικότερα, το Τ1 είναι επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποία απαντώνται επιστολές της Εφεσείουσας 9, και αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής, σε απάντηση σχετικών επιστολών της Εφεσείουσας 9: Έχουν απαντηθεί ήδη όσα εξέθετε η Εφεσείουσα 9, η οποία, όμως εξακολουθούσε να έχει της επιφυλάξεις της. Το έργο απαλλοτρίωσης που επηρέαζε το τεμάχιο ολοκληρώθηκε, και γι’ αυτό έγιναν οι νόμιμες διαδικασίες. Το συγκεκριμένο τεμάχιο επηρεάστηκε μέχρι σήμερα από δύο απαλλοτριώσεις. Η μία για σκοπούς του μεγάλου αρδευτικού έργου Πάφου, για το οποίο είχε εκδοθεί διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 27.03.1981 που ανακλήθηκε με σχετικό διάταγμα την 13.04.2017. Η άλλη ήταν η κατασκευή του δρόμου Πέγειας-Ακάμα, που επηρέαζε το ακίνητο σε έκταση αρχικά 1.505 τ.μ. και κατόπιν ανάκλησης των 743 τ.μ., σε έκταση 762 τ.μ.. Το ακίνητο είχε αρχικό εμβαδόν 8.362 τ.μ. και μετά από την απαλλοτρίωση έμεινε υπόλοιπο 7.600 τ.μ.. Για την απαλλοτριωθείσα έκταση, δεν προσφέρθηκε αποζημίωση γιατί υπολογίστηκε υπεραξία στο υπόλοιπο του τεμαχίου, οπότε προσφέρθηκε μηδενική αποζημίωση. Κατόπιν Παραπομπής, την 09.05.1990, καθορίστηκε και από το Δικαστήριο μηδενική αποζημίωση. Μετά τη δικαστική απόφαση, η απαλλοτριωθείσα έκταση εγγράφθηκε ως δημόσιος δρόμος και για το υπόλοιπο των 7.600 τ.μ. εκδόθηκε νέος τίτλος ιδιοκτησίας στα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών (ο τίτλος Β).

 

3.2.         Το Τ2 είναι επιστολή των δικηγόρων των Εφεσειόντων ημερομηνίας 02.08.2017, προς τον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δια της οποίας εκτίθεται προϋπάρχουσα αλληλογραφία, το παράπονο ότι δεν λήφθηκε απάντηση, και ενημέρωση πως έγιναν αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου, ωστόσο η έκταση που αναγράφονταν στους τίτλους ήταν η ίδια, εφόσον δεν είχε γίνει εγγραφή στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκφράστηκε η άποψη πως η ανάκληση της μίας εκ των απαλλοτριώσεων ενείχε την έμμεση αναγνώριση παραλείψεων και άγγιζε τα όρια της καταχρηστικότητας, ασχέτως εάν δεν προσβλήθηκε με προσφυγή. Ζητείτο η διευθέτηση συνάντησης για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης ή τρόπου αποζημίωσης λόγω της μίας εναπομείνασας απαλλοτρίωσης, αλλά και για τη μετακίνηση φρεατίου του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων που είχε γίνει με τη μεσολάβηση της διαχειρίστριας. Στην εν λόγω επιστολή, επισυνάπτεται και επιστολή ημερομηνίας 11.06.2015 από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων προς την Εφεσείουσα 9, εις απάντηση και σε συνέχεια προϋφιστάμενης αλληλογραφίας, στην οποία γίνεται αναφορά στην τοποθέτηση του αγωγού βάσει της πρώτης απαλλοτρίωσης και της επίταξης που έγινε για τους σκοπούς της. Με την ανάκληση μέρους της απαλλοτρίωσης, και όχι του συνόλου της, και με την οριοθέτηση που είχε γίνει, είχε διαφανεί πως μέρος του φρεατίου, δηλαδή 1,76 τ.μ. που τοποθετήθηκε, ήταν εκτός της απαλλοτρίωσης, οπότε, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα, αντί να διορθωθεί η απαλλοτρίωση, μετακινήθηκε, χωρίς να καθιστά αναγκαία την καταβολή αποζημίωσης.

3.3.         Το Τ3 είναι ο τίτλος Α που εκδόθηκε την 11.01.2012, στο όνομα του Στυλιανού Χατζηπαναγιώτου Νικόλα, αναφέρεται στην εγγραφή του 1979 και σε έκταση 8 δεκάρια και 362 μέτρα.

 

3.4.         Το Τ4 είναι το παραχωρητήριο των εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του Στυλιανού Χατζηπαναγιώτου Νικόλα που απεβίωσε το 1972 στην Εφεσείουσα 9.

 

3.5.         Το Τ5 είναι οι τίτλοι Α που εκδόθηκαν για τα επιμέρους μερίδια τον Μάρτιο του 2017, στους καθολικούς διαδόχους, αναφέρονται στις εγγραφές του 2017 και σε έκταση 8 δεκάρια και 362 μέτρα.

 

3.6.         Το Τ6 είναι η απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερομηνίας 09.05.1990 στην Παραπομπή 158/1987. Σ’ αυτήν, φαίνεται πως είχε προχωρήσει με απόδειξη η Απαλλοτριούσα Αρχή, στην απουσία των προσώπων που αναφέρονται ως «οι Απαιτητές», χωρίς προηγούμενη τροποποίηση, και το Δικαστήριο είχε καταλήξει, βάσει της ενώπιον του μαρτυρίας, σε απόφαση για μηδενική αποζημίωση, με την πληρωμή της οποίας να εγγραφεί το ακίνητο στην ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η ένσταση

 

4.        Ο Εφεσίβλητος, με ένσταση που καταχώρισε, προβάλλει λόγους για τους οποίους, κατά τη θέση του, η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως θέτει, η επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018, η οποία φαίνεται να εφεσιβάλλεται, δεν αποτελεί τελική απόφαση κρατικής αρχής, αλλά είναι ενημερωτικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο αλληλογραφίας, σε δικηγόρο, και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο Έφεσης. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια πράξη του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και όχι του Διευθυντή του Κτηματολογίου, οπότε, και πάλι, δεν είναι εφέσιμη, και κατ’ επέκταση ολόκληρη η διαδικασία που ακολούθησαν οι Εφεσείοντες είναι απαράδεκτη. Έπειτα, είναι η θέση του Εφεσίβλητου πως οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην ενεργήσουν σύμφωνα με τον νόμο, με αίτηση για εκ νέου υπολογισμό του εμβαδού του τεμαχίου τους ή για πλήρη εξωτερική οριοθέτηση, όπως τους είχε προταθεί δια της επιστολής ημερομηνίας 12.02.2018, ασκώντας αυτή τη διαδικασία καταχρηστικά. Τυχόν θέματα νέου υπολογισμού του εμβαδού, πρόσθετα, θα έπρεπε να είχαν εγερθεί το 2017, όταν είχε εκδοθεί η νέα εγγραφή και ετοιμάστηκε το εν χρήσει σχέδιο ή ακόμα και κατά την εκδίκαση της Παραπομπής 158/1987 και πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Το έργο απαλλοτρίωσης που επηρέαζε το τεμάχιο ολοκληρώθηκε ήδη, δια νόμιμων διαδικασιών, και οι Εφεσείοντες απεμπόλησαν οποιαδήποτε δικαιώματα. Η απόφαση του Εφεσίβλητου για μείωση ή τροποποίηση του εμβαδού του τεμαχίου ήταν ορθή, νόμιμη και αιτιολογημένη αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά, χωρίς πλάνη σχετική με τα πράγματα, με ορθά κριτήρια, αμερόληπτα, εντός του πλαισίου των εξουσιών του. Τα γεγονότα δεν είναι έτσι όπως εκτέθηκαν από τους Εφεσείοντες, που επιχειρούν, κατά τον Εφεσίβλητο, να παραπλανήσουν το Δικαστήριο, ενώ η μαρτυρία που προσφέρουν οι Εφεσείοντες είναι ανεπαρκής για να υποστηρίξει κάποιο αίτημα. Εξάλλου, δεν φαίνεται από οπουδήποτε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Εφεσειόντων 1 έως 4 και το δικαίωμά τους να ασκούν Έφεση σχετικά με πράξεις που σχετίζονται με το ένδικο ακίνητο.

 

5.        Και η ένσταση υποστηρίζεται από μαρτυρία, κτηματολογικού λειτουργού, γνώστη των γεγονότων, στην οποία αναφέρονται τα εξής, ως προς τα γεγονότα: Το ένδικο τεμάχιο, με εγγεγραμμένο εμβαδόν 8.362 τ.μ., επηρεάσθηκε από την απαλλοτρίωση Δ.Π. 1505/31.12.1982 και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Δ.Π. 372/22.04.1983 που αφορούσε τον δρόμο Πέγεια-Ακάμας. Γι’ αυτό τον σκοπό, δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και το υπό απαλλοτρίωση εμβαδόν υπολογίστηκε σε 1.505 τ.μ. (σε συνέχεια της χρησιμοποιούμενης από τους Εφεσείοντες αρίθμησης Τ7, Τ8, Τ9, Τ10). Ακολούθως, με τη διοικητική πράξη 164/08.02.1985 ανακλήθηκε μέρος της απαλλοτριωθείσας έκτασης, εμβαδού 743 τ.μ. και παρέμεινε εμβαδόν απαλλοτρίωσης 762 τ.μ. και υπόλοιπο του κτήματος αφαιρούμενης απαλλοτρίωσης 7.600 τ.μ. (Τ11, Τ12). Κατ’ ακολουθία, ετοιμάστηκε έκθεση εκτίμησης σε σχέση με το απαλλοτριωθέν μέρος του τεμαχίου, με σκοπό τον υπολογισμό της αποζημίωσης, η οποία καθορίστηκε σε μηδενικό ποσό και προωθήθηκε η αποστολή προσφορών στους ιδιοκτήτες (Τ13, Τ14). Έπειτα, καταχωρίστηκε στο Ε.Δ. Πάφου η Παραπομπή 158/1987, στο οποίο της οποίας εκδόθηκε απόφαση για μηδέν αποζημίωση, ως η αρχική προσφορά (Τ15, Τ16). Με τον ηλεκτρονικό φάκελο ΑΧ1793/2012 – Β.Φ. ΑΧ 1166/2017, η απαλλοτριωθείσα έκταση εγγράφθηκε ως δημόσιος δρόμος και για το υπόλοιπο του κτήματος εκδόθηκε η νέα εγγραφή του τίτλου Β στα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών (Τ17). Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, εκ παραδρομής, τόσο κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης όσο και στην έκθεση εκτίμησης της Παραπομπής 158/1987 είχε χρησιμοποιηθεί ως έκταση 9.318 τ.μ. αντί 8.632 τ.μ., με αποτέλεσμα στον υπολογισμό της υπεραξίας να υπολογιστούν και να προσμετρήσουν 956 τ.μ. περισσότερα. Σύμφωνα με τον υπολογισμό της αποζημίωσης με βάση το ορθό εμβαδόν, η καταβλητέα αποζημίωση θα έπρεπε να ήταν Λ.Κ.3,00 (€5.83), που πρακτικά είναι και πάλι μηδενική. Γι’ αυτό, με βάση αυτά τα δεδομένα, θεωρεί την απόφαση του Διευθυντή ορθή και νόμιμη.

 

5.1.         Ειδικότερα, το Τ7 είναι αντίγραφο της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης Δ.Π. 1505/31.12.1982, που περιλαμβάνει και μέρος του ένδικου τεμαχίου. Το Τ8 είναι το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Δ.Π. 372/22.04.1983. Το Τ9 είναι το σχέδιο απαλλοτρίωσης του οποίου έγινε χρήση, και το Τ10 είναι φωτοαντίγραφο του καταλόγου εμβαδών. Το Τ11 είναι η διοικητική πράξη 164/08.02.1985 με την οποία ανακλήθηκε ως μη αναγκαία μέρους των ακινήτων τα οποία αφορούσε, περιλαμβανομένου και μέρους του ένδικου τεμαχίου. Το Τ12 είναι το σχέδιο ανάκλησης και το Τ13 είναι ο κατάλογος με τα νέα εμβαδά και τους υπολογισμούς αποζημίωσης. Το Τ14 είναι οι επιστολές προσφοράς που στάλθηκαν την 06.12.1985 στον Στέλιο Νικόλα Χ’Παναγιώτου, στον Κωστάκη Χριστοφόρου Αργυρού, στη Γιαννούλα Ζήνωνος Δεληγιάννη και στον Χριστόφορο Ζήνωνος Δεληγιάννη. Το Τ15 είναι όμοιο με το Τ6, και το Τ16 είναι η εκτίμηση που είχε χρησιμοποιηθεί για σκοπούς απόδειξης στο πλαίσιο της Παραπομπής 158/1987. Το Τ17 είναι το επίσημο κτηματικό σχέδιο.

 

Περαιτέρω μαρτυρία

 

6.        Με συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της, η Εφεσείουσα 9, εκ μέρους όλων των Εφεσειόντων, ανέφερε τα εξής: Δεν εφεσιβάλλεται η επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018, αλλά με αυτήν έλαβε γνώση οι Εφεσείοντες των ενεργειών του Εφεσίβλητου κατά ή περί τα τέλη του 2017 και ό,τι προσβάλλουν, είναι η νέα εγγραφή του ένδικου τεμαχίου με τη διαφοροποιούμενη έκταση. Δεν τέθηκε θέμα νέου υπολογισμού του εμβαδού, αλλά η ανάγκη είναι για ακύρωση των ενεργειών του Εφεσίβλητου επί του νέου τίτλου ιδιοκτησίας που έγιναν κατ’ ισχυρισμό για εκτέλεση της απόφασης του Ε.Δ. Πάφου στην Παραπομπή 158/1987, επειδή δεν υπήρχε νομιμοποίηση γι’ αυτές τις ενέργειες, λόγω προγενέστερης συμπεριφοράς ή ενεργειών και κυρίως αδράνειας και αδιαφορίας επί δεκαετίες. Η νέα εγγραφή έγινε κατά ή περί τα τέλη του 2017 και ήλθε σε γνώση των Εφεσειόντων με επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018, ενώ η εν λόγω εγγραφή έγινε κυρίως στη βάση της ύπαρξης εκδοθείσας απόφασης στην Παραπομπή 158/1987, χωρίς «ανανέωση». Προσκομίζεται περαιτέρω αλληλογραφία στην κατοχή της Εφεσείουσας 9 (μαζί Τ18). Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Εφεσειόντων 1 έως και 4, οι Εφεσείοντες 1 και 2 έλαβαν την εγγραφή τους περί την 28.07.1989 και οι Εφεσείοντες 3 και 4 περί την 10.09.1984, όπως φαίνεται και από την υφιστάμενη μαρτυρία. Η Εφεσείουσα 9 εστιάζει στη μη «ανανέωση» της απόφασης στην Παραπομπή 158/1987 Ε.Δ. Πάφου. Προσκομίζει επίσης επιστολές της ημερομηνίας 13.03.2018 και 14.02.2018 (μαζί Τ19). Εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν λήφθηκε γνώση της διαδικασίας της Παραπομπής.

Διαδικασία

 

7.        Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση όλων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Έφεση και την ένσταση. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην ολοκληρωμένη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές και εξέταση

 

8.        Δεν υπάρχει ουσιώδης διάσταση ως προς τα βασικά γεγονότα, που σχετίζονται με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, της Παραπομπής 158/1987 Ε.Δ. Πάφου, της εγγραφής της απαλλοτριωθείσας έκτασης στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής, και της δημιουργίας νέας εγγραφής για το εναπομείναν ακίνητο.

 

9.        Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος, κάθε ένας, μόνος ή από κοινού με άλλους, έχει το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να είναι κύριος, να κατέχει, να απολαμβάνει ή να διαθέτει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία και δικαιούται να απαιτεί τον σεβασμό αυτού του δικαιώματός του. Στέρηση ή περιορισμός οποιουδήποτε τέτοιου δικαιώματος, δεν μπορεί να επιβληθεί, εκτός ως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία ή δικαίωμα ή συμφέρον επί αυτής μπορεί να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά από τη Δημοκρατία, υπέρ των προβλεπόμενων σκοπών, προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, ειδικά καθορισμένου δια γενικού νόμου σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, που εξειδικεύεται δια αιτιολογημένης απόφασης της απαλλοτριούσας αρχής, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, και περιλαμβάνει σαφώς τους λόγους της απαλλοτρίωσης, και επί καταβολή τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, η οποία, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο. Οποιαδήποτε αναγκαστικά απαλλοτριωθείσα περιουσία, πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον σκοπό για τον οποίον απαλλοτριώθηκε. Εάν, εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση, δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός αυτός, τότε η απαλλοτριούσα αρχή, αμέσως μετά την εκπνοή των τριών ετών, υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία, εφόσον καταβληθεί η τιμή απόκτησης, στο πρόσωπο από το οποίο απαλλοτριώθηκε. Το πρόσωπο αυτό δικαιούται, εντός τριών μηνών από τη λήψη της προσφοράς, να γνωστοποιήσει την αποδοχή ή μη αυτής. Εφόσον γνωστοποιήσει ότι αποδέχεται την προσφορά, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθεί από το πρόσωπο το τίμημα, εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από την αποδοχή. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος ή κατ’ εφαρμογή τους. Η προσφυγή αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Κάθε δικαστική απόφαση με βάση το εν λόγω άρθρο υπόκειται σε έφεση.

 

10.    Ο νόμος που διέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος 15/1962, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 8επ.), μεταξύ άλλων,  η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει, εντός 14 μηνών από την δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, να έλθει σε διαπραγματεύσεις, για την απόκτηση της ιδιοκτησίας στην οποία αφορά με ιδιωτική σύμβαση και για τη συμφωνία καθορισμού της αποζημίωσης και τον καταμερισμό της μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων. Εάν δεν επέλθει συμφωνία εντός της περιόδου αυτής, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται σε άμεση προσφορά της αποζημίωσης που υπολογίζεται από αυτήν. Ο ιδιοκτήτης δεν εμποδίζεται όπως, υπό την επιφύλαξη του καθορισμού του ποσού της αποζημίωσης από αρμόδιο Δικαστήριο, αποδεχθεί την προσφερόμενη αποζημίωση, υπό τον όρο ότι η αποδοχή του θα συνοδεύεται από έγγραφη συγκατάθεσή του όπως η απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εγγραφεί αμέσως στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής. Σε αυτή την περίπτωση, ο ιδιοκτήτης αποτείνεται στο Δικαστήριο, εντός 75 ημερών από την είσπραξη, για τον καθορισμό της αποζημίωσης, ενώ μετά από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι επήλθε συμφωνία. Εάν μέχρι τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν επέλθει συμφωνία, η απαλλοτριούσα αρχή ή κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να προβεί στον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης ή και στον καταμερισμό της μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων. Η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις αρχές του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου και καταβάλλεται στα πρόσωπα που είναι δικαιούχοι, βάσει του άρθρου 11. Όπως ορίζει το άρθρο 12, μετά τη συμφωνία ή τον καθορισμό της αποζημίωσης, αυτή καταβάλλεται πάραυτα τοις μετρητοίς στους ενδιαφερόμενους. Εάν οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αρνηθεί να εισπράξει την καταβλητέα αποζημίωση ή εάν δεν είναι δυνατή η καταβολή της λόγω ανικανότητας, ή απουσίας εκτός της Κύπρου, η απαλλοτριούσα αρχή μπορεί, σύμφωνα με τις οδηγίες που μπορεί να δώσει το Δικαστήριο, να καταθέσει το ποσό της αποζημίωσης στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας. Εάν δεν είναι δυνατή η προσφορά της υπολογισθείσας αποζημίωσης στου ενδιαφερόμενους, για λόγους άλλους από εκείνους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, εντός 14 μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης, το ποσό της αποζημίωσης κατατίθεται στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, με επιφύλαξη του δικαιώματος του ιδιοκτήτη να αποταθεί στο Δικαστήριο, εντός 75 ημερών από την είσπραξή του, για τον καθορισμό της αποζημίωσης από το Δικαστήριο. Με την καταβολή ή την κατάθεση στο Γενικό Λογιστήριο του συμφωνηθέντος ή επιδικασθέντος ποσού καταβλητέας αποζημίωσης, η ιδιοκτησία περιέρχεται στην απαλλοτριούσα αρχή, ελεύθερη από εμπράγματα βάρη, όπως ορίζει το άρθρο 13. Το ίδιο άρθρο ορίζει πως, σε περίπτωση ακίνητης ιδιοκτησίας, η προσαγωγή επαρκούς απόδειξης περί της πληρωμής ή κατάθεσης, παρέχει επαρκή εξουσία στο Κτηματολόγιο, να προβεί σε εγγραφή της ιδιοκτησίας στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής, με την καταβολή τυχόν τελών που οφείλονται με βάση οποιονδήποτε νόμο. Εάν εντός τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός ή εγκαταλείφθηκε, υπάρχει προβλεπόμενη διαδικασία, στο άρθρο 15, που οφείλει η απαλλοτριούσα αρχή. Εάν, σε οποιονδήποτε χρόνο μετά τη δημοσίευση γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η ιδιοκτησία για την οποία έγινε η γνωστοποίηση, διατεθεί εκουσίως σε άλλο πρόσωπο, μισθωθεί, υπαχθεί σε εμπράγματο βάρος, αυτές οι διαθέσεις ή επιβαρύνσεις δεν επάγονται παράταση οποιασδήποτε προθεσμίας προβλέπει ο νόμος ή καθορίζεται άλλως πώς, ούτε ακυρώνει ούτε αναβάλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή οποιασδήποτε διαδικασίας γίνεται βάσει του νόμου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22.

 

11.    Τη διαδικασία της Παραπομπής για καθορισμό της καταβλητέας, κατόπιν απαλλοτρίωσης, αποζημίωσης από το Δικαστήριο διέπουν περαιτέρω οι περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1956.

 

 

12.    Με βάση το άρθρο 65ΚΑ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ.224, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δια της οποίας επέρχεται οποιαδήποτε αλλαγή της επί τόπου κατάστασης ή των ορίων ακίνητης ιδιοκτησίας, κατ’ επέκταση διαφοροποίηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, χρειάζεται εκσυγχρονισμός της εγγραφής, με την προβλεπόμενη διαδικασία.

 

13.    Σύμφωνα με το άρθρο 80 Κεφ.224, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου, δύναται, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης, να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο. Το Δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας από τη Δημοκρατία, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας, το παραπονούμενο πρόσωπο εμποδίζετο από του να υποβάλει έφεση εντός της περιόδου των 30 ημερών, να παρατείνει την προθεσμία, εντός της οποίας δύναται να υποβληθεί έφεση, υπό τέτοιους όρους όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.

 

14.    Είναι σημαντικό, για να εξακριβωθεί εάν υπάρχει παραδεκτή Έφεση, να διακριβωθεί η διαταγή, ειδοποίηση ή απόφαση του Διευθυντή που προσβάλλεται. Οι Εφεσείοντες αναφέρονται ασαφώς σε απόφαση του Διευθυντή να μειώσει την έκταση του ακινήτου τους, δια της οποίας έλαβαν γνώση δια κάποιας επιστολής προς τον δικηγόρο τους, ημερομηνίας 12.02.2018, εξ ου και ήγειραν την Έφεσή τους την 13.03.2018, αρχίζοντας να προσμετρούν την προθεσμία των 30 ημερών από την επομένη.

 

15.    Δια της επιστολής ημερομηνίας 12.02.2018, η οποία είναι το Τ1, δίδεται απάντηση σε επιστολές που λήφθηκαν, δια των οποίων παρέχεται η γενική ενημέρωση σχετικά με τις απαλλοτριώσεις που επηρέασαν το ακίνητο, την ύπαρξη της δικαστικής απόφασης στην Παραπομπή 158/1987, και ότι μετά και την απόφαση αυτή, η απαλλοτριωθείσα έκταση εγγράφθηκε ως δημόσιος δρόμος και για το υπόλοιπο τεμάχιο, εκδόθηκε νέος τίτλος στο όνομα των ιδιοκτητών. Η επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018 δεν περιλαμβάνει απόφαση του Διευθυντή να μειώσει την έκταση του τεμαχίου των Εφεσειόντων, ούτε συνιστά γνωστοποίηση ή ειδοποίηση περί κάποιας μείωσης, κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε άρθρου του Κεφ.224.  Η μείωση της έκτασης του ακινήτου, που σήμερα φέρεται να ανήκει στους Εφεσείοντες, ήταν το αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης που έγινε και ολοκληρώθηκε. Αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να προσβληθεί και κατ’ επέκταση να διαφοροποιηθεί εκτός του πλαισίου που διέπει τις απαλλοτριώσεις, με Έφεση κατά της ενέργειας του Διευθυντή να προχωρήσει με τη σχετική εγγραφή. Η επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018 δεν είναι μια πράξη εφέσιμη με βάση το άρθρο 80 Κεφ.224, ούτε κοινοποιεί μια τέτοια πράξη εφέσιμη.

 

16.    Προφανώς, οι Εφεσείοντες εννοούν ως εφέσιμη πράξη την ενέργεια του Διευθυντή να προχωρήσει με την εγγραφή της απαλλοτριωθείσας έκτασης στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 Ν.15/1962, πράξη που συνδέουν με την εκλαμβανόμενη ως «εκτελεστότητα» της απόφασης στην Παραπομπή 158/1987 Ε.Δ. Πάφου, από την οποία, και μέχρι τη μεταβίβαση, επήλθε αρκετός καιρός.

 

17.    Βεβαίως, ως προς τα γεγονότα, εξηγήθηκε, από την πλευρά του Διευθυντή, πως έγινε το έργο για το οποίο απαλλοτριώθηκε η έκταση, ο δημόσιος δρόμος, δεν τίθετο θέμα εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, και η μεταβίβαση του τίτλου (title deed), επί της εγγραφής της απαλλοτριωθείσας έκτασης στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής, έγινε όταν ολοκληρώθηκε το όλο έργο. Υπήρχε και η σχετική δικαστική απόφαση, που δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης της ενέργειας που έπρεπε να γίνει.

 

18.    Και εκείνη η ενέργεια του Διευθυντή, βάσει του άρθρου 13 Ν.15/1962, δεν είναι εφέσιμη, ως πράξη κατ’ εφαρμογή του Κεφ.224.

 

19.    Προφανώς, δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε πράξη σχετική με διαδικασία εκσυγχρονισμού.

 

20.    Έχοντας διαπιστώσει ότι η επιστολή ημερομηνίας 12.02.2018, που Εφεσείοντες προσδιορίζουν ως ενέργεια δια της οποίας τους κοινοποιήθηκε κάποια απόφαση ή γνωστοποίηση ή ειδοποίηση του Διευθυντή βάσει του Κεφ. 224, δεν περιέχει τέτοια απόφαση ή γνωστοποίηση ή ειδοποίηση του Διευθυντή βάσει του Κεφ.224, και ότι δεν υπάρχει πράξη εφέσιμη με βάση το άρθρο 80 Κεφ.224, σφραγίζεται το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας.

 

21.    Ενώ θεωρώ πως παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων ζητημάτων, χάριν πληρότητας μόνον, να αναφερθεί πως, όπως είναι κατανοητό, ενώ δεν προσβλήθηκαν οι πράξεις που σχετίζονται με τη διενέργεια της απαλλοτρίωσης, μέσα από τα επιχειρήματα των Εφεσειόντων, οι Εφεσείοντες αμφισβητούν κατά βάση την ορθότητα της απόφασης που εκδόθηκε στην Παραπομπής 158/1987 Ε.Δ. Πάφου, δια της οποίας, ερήμην των τότε ιδιοκτητών, υπολογίστηκε μηδενική καταβλητέα αποζημίωση. Επειδή αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης αυτής, εγείρουν ζήτημα «εκτελεστότητας» και λανθασμένης «εκτέλεσής» της από τον Διευθυντή. Η απόφαση στην Παραπομπή 158/1987 Ε.Δ. Πάφου, ενόσω ισχύει, είναι δεσμευτική όσον αφορά τη συγκεκριμένη απαλλοτρίωση.

 

22.    Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης και η διαδικασία της άδειας εκτέλεσης από το Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις που προβλέπει η Δ.40,κ.8 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δεν σχετίζεται με το κύρος και την ισχύ οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης. Αναφέρεται, σε κάθε περίπτωση, στην αναγκαστική εκτέλεση, δια της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

23.    Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, η εκτέλεση και οι μέθοδοι εκτέλεσης που προβλέπονται αφορούν σε αποφάσεις ή διατάγματα που διατάσσουν την πληρωμή χρημάτων ή για την ανάληψη ή παράδοση κατοχής ακίνητης ή κινητής ιδιοκτησίας.

 

24.    Η απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας καθορίζεται, βάσει του Συντάγματος και του Ν.15/1962, η καταβλητέα αποζημίωση σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν υπόκειται σε «ανανέωση», όπως διατυπώθηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων, ή σε «άδεια εκτέλεσης» από το Δικαστήριο, ούτε αναφέρεται, η πλευρά των Εφεσειόντων, σε κάποιο μέτρο εκτέλεσης που ελήφθη. Η εγγραφή της απαλλοτριωθείσας έκτασης στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής είναι, εκ του Συντάγματος και του νόμου, απόρροια αυτής της αναγκαστικής φύσης της απαλλοτρίωσης· εάν δεν μεσολαβήσει οτιδήποτε που να πρέπει να ανακόψει εκείνη την πορεία. Δεν συνιστά μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφαση δια της οποίας ορίζεται η καταβλητέα αποζημίωση.

 

25.    Συνακόλουθα, και οι αναφορές των Εφεσειόντων, που εστιάζουν στην μη «ανανέωση» της απόφασης στην Παραπομπή 158/1987 Ε.Δ. Πάφου, που είναι και το επίκεντρο των παραπόνων τους, είναι αβάσιμες, όπως και για το γεγονός ότι θα έπρεπε να τους καταβληθεί αποζημίωση, ενώ υπάρχει δικαστική απόφαση που καθορίζει (καλώς ή κακώς, δεν εξετάζεται – δεν μπορεί να εξεταστεί – εδώ) μηδενική αποζημίωση. Τουλάχιστον σε αυτή τη διαδικασία, δια Έφεσης, δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί κάποιο από τα υφιστάμενα δεδομένα ή και να αποφασιστεί ουσιαστικό δικαίωμα σε αποζημίωση.

 

Κατάληξη

 

26.    Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η Έφεση αυτή δεν μπορεί να έχει επιτυχία, και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

27.    Τα έξοδα της Έφεσης, ακολουθώντας το αποτέλεσμά της, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων, λόγω της έκτασης των διαδικασιών, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο