ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

Αρ. Αγωγής: 2/2024 I-Justice

Μεταξύ:

1.    Χριστοφή Κούνουνα από χχχ, Πάφος (Α.Δ.Τ. χχχ)

2.    C.H. KOUNOUNAS CONSTRUCTIONS LTD (HE xxx), xxx, Πάφος

3.    KOUNOUNAS CONSTRUCTIONS LIMITED (HE xxx), xxx, Πάφος

                                                                                                                         Εναγόντων

                                                            και

1.   SPAKO CONSTRUCTIONS LIMITED (HE xxx), xxx, Πάφος

2.   Σωτήρη Κούνουνα, χχχ, Πάφος

3.   SELENIOR NON-METALICS LIMITED (HE xxx), xxx, Πάφος

                                                                                                Εναγομένων

 

Αίτηση ημερομηνίας 04.01.24 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

Ημερομηνία: 30.05.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 2 & 3/Αιτητές 1 & 2: κα Ε. Πουλλά μαζί με κα Εβ. Πουλλά για

   Ε. ΠΟΥΛΛΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγομένους 1 – 3/Καθ’ ων η αίτηση 1 - 3: κος Α. Παπαχαραλάμπους μαζί με

        κα Μ. Πατσαλίδου

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 04.01.24 καταχωρίστηκε το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης στην οποίαν οι Ενάγοντες 1-3 (στο εξής οι «Ενάγοντες») επιδιώκουν την επιδίκαση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων προς όφελος τους λόγω κατ’ ισχυρισμό ενοικίασης, απώλεια χρήσης και παράνομης κατακράτησης, σύμφωνα με τους ιδίους δικής τους ιδιοκτησίας, μηχανοκινήτων οχημάτων, μηχανημάτων, αντικειμένων και υλικών οικοδομής από τους Εναγομένους 1-3 (στο εξής οι «Εναγόμενοι»). Περαιτέρω οι Ενάγοντες αξιώνουν την έκδοση διαφόρων διαταγμάτων με τα οποία να τους επιτρέπεται να παραλάβουν τα πιο πάνω που σύμφωνα με τους ιδίους βρίσκονται παράνομα στην κατοχή των Εναγομένων.

 

Ενόψει του χρονικού σημείου που καταχωρίστηκε, η παρούσα υπόθεση διέπεται από τους Νέους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.24.

 

Παράλληλα την ίδια ημερομηνία οι Ενάγοντες 2 & 3 (στο εξής οι «Αιτητές») προώθησαν δια κλήσεως ενδιάμεση αίτηση στην οποίαν ζητούν την έκδοση διαφόρων προσωρινών διαταγμάτων που να:

(α)       εμποδίζουν τους Εναγομένους να χρησιμοποιούν μηχανοκίνητα οχήματα, μηχανήματα και αντικείμενα που περιγράφονται στο σώμα του εγγράφου και σύμφωνα με τους Αιτητές είναι ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2,

(β)       διατάζουν τους Εναγομένους να τους παραδώσουν τα περιγραφόμενα μηχανοκίνητα οχήματα, μηχανήματα και αντικείμενα που σύμφωνα με τους Αιτητές είναι ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2,

(γ)        διατάζουν τους Εναγομένους να παύσουν να εμποδίζουν τους Ενάγοντες να εισέλθουν σε τουρκοκυπριακά τεμάχια που περιγράφονται στο σώμα του εγγράφου και να απομακρύνουν συγκεκριμένο όχημα που βρίσκεται στην είσοδο των εν λόγω τεμαχίων και/ή οποιοδήποτε άλλο όχημα εμποδίζει την είσοδο στα τεμάχια αυτά,

(δ)        διατάζουν τον Εναγόμενο 2 να παύσει να εμποδίζει τους Ενάγοντες να εισέλθουν στο ακίνητο που και αυτό περιγράφεται στο σώμα του εγγράφου ώστε να μπορέσουν να παραλάβουν τα συγκεκριμένα μηχανήματα, αντικείμενα και υλικά οικοδομής που καταγράφονται.            

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, στα άρθρα 4, 5, 7 & 9 του Κεφ.9, στους Νέους Κανονισμούς 3.11 & 23.13, στα άρθρα 37-39 & 42-44 του Κεφ.148, στα άρθρα 13, 17-19, 23, 25, 37, 39, 40 & 42-47 του Κεφ.149 και στο δίκαιο της επιείκειας.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Ενάγοντες δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων, περιέχονται σε δύο ένορκες δηλώσεις συνολικής έκτασης 17 σελίδων του Ενάγοντα 1 και συνάμα διευθυντή των Αιτητριών 2 & 3 εταιρειών, στις οποίες επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα προς υποστήριξη τους.

 

Στην ένορκη δήλωση καταγράφεται το ιστορικό της υπόθεσης και γίνεται επίκληση γεγονότων που την περιβάλλουν, όπως τα αντιλαμβάνονται οι Αιτητές. Επίσης σημειώνονται στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με τους Αιτητές πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιτυχία της υπό κρίση αίτησης. Το σύνολο των επικαλούμενων γεγονότων προδιαγράφουν την εκδοχή των Αιτητών.

 

Οι Εναγόμενοι 1-3 αντέδρασαν στις 13.02.24 με την καταχώρηση κοινής ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 18 λόγων. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης των Εναγομένων στηρίζεται ουσιαστικά στην ίδια νομική βάση μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Εναγομένου 2 και παράλληλα διευθυντή των Εναγομένων 1 & 3 εταιρειών (συνολικής έκτασης 16 ½ σελίδες) και από τις ένορκες δηλώσεις των Παναγιώτη Παναγιώτου ανιψιός του Εναγομένου 2 και συνάμα υπάλληλος της Εναγομένης 1 και Ιωάννη Κακαλιούρα, πρώην υπαλλήλου των Αιτητριών 2 & 3 εταιρειών. Στις ένορκες δηλώσεις επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη τους τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.  

  

Στην ουσία μέσα από τις ένορκες δηλώσεις αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα παρέχεται το ιστορικό της υπόθεσης και προβάλλονται γεγονότα από την γωνία αντίληψης των Εναγομένων. Τα προβαλλόμενα γεγονότα καθορίζουν το πλαίσιο εκδοχής των Εναγομένων που αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό των Εναγόντων.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Με τον 2ο λόγο ένστασης τους οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη, αντικανονική, νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη στη βάση ισχυρισμών που προβάλλονται. Είναι σαφές ότι ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο πτυχές.

 

Πρώτη πτυχή είναι η θέση ότι η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική. Εξετάζοντας τη θέση αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση και κανένας σχολιασμός γίνεται μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου των Εναγομένων προς στοιχειοθέτηση της τοποθέτησης πως η παρούσα αίτηση πάσχει νομικά ή έστω που αυτή υστερεί νομικά. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία θέση που παρέμεινε στο επίπεδο του ισχυρισμού που τελικά δεν προωθήθηκε μέσα από την εκδίκαση της αίτησης και συνεπώς στερείται θεμελίωσης. Εκλαμβάνω ότι οι Εναγόμενοι έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους αυτή, η οποία σε κάθε περίπτωση, ως ατεκμηρίωτη που είναι, απορρίπτεται.

 

Ως δεύτερη πτυχή αποτελεί η θέση ότι η αίτηση αυτή είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη. Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους η εν λόγω τοποθέτηση τους συνιστά συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου το μέρος αυτό του λόγου ένστασης δεν έχει έρεισμα. Όλοι οι λόγοι που προβάλλονται ουσιαστικά επικαλούνται την ανυπαρξία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των Εναγομένων. Αυτό όμως είναι κάτι που θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης των κριτηρίων του άρθρου 32 του Ν.14/60, πάντοτε με γνώμονα το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας και γενικότερα το σκοπό που αυτή έχει.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται στην ολότητα του.

 

Το πιο πάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στον 1ο λόγο ένστασης, τον οποίον συμπαρασύρει σε αποτυχία. Παραπέμπω σ’ αυτό χωρίς να χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε.

 

Επίσης οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το άρθρο 4 του Κεφ.6 δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής (3ος λόγος ένστασης). Πράγματι με βάση τα αιτούμενα διατάγματα το συγκεκριμένο άρθρο δεν σχετίζεται με το αντικείμενο εκδίκασης. Θα έλεγα ότι εκ του περισσού σημειώνεται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, στην οποίαν όμως περιλαμβάνονται το απαιτούμενο δικαιοδοτικό υπόβαθρο (άρθρο 32 του Ν.14/60, νομολογία Ανωτάτου Δικαστηρίου και δίκαιο επιείκειας) και το αναγκαίο δικονομικό πλαίσιο (Κανονισμός 23 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023) που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να προχωρήσει με την εξέταση της.

 

Με τον 6ο λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι η παρούσα αίτηση δεν εγείρεται μέσα στα νομικά πλαίσια και/ή το πνεύμα του του Νόμου και της νομολογίας. Με κάθε σεβασμό το παράπονο των Εναγομένων δεν ευσταθεί. Από μια πρόχειρη ματιά στο σώμα της αίτησης παρατηρώ ότι μέρος της αφορά αξίωση για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απαγορευτικής φύσεως προφανώς μέχρι την εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την προώθηση της παρούσας αίτησης χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της.

 

Κατά συνέπεια απορρίπτεται και αυτός ο λόγος ένστασης.

 

Με τον 8ο λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Σύμφωνα με τους Εναγομένους, οι Αιτητές παρουσίασαν αναληθή γεγονότα, διαστρέβλωσαν και απέκρυψαν σχετικά γεγονότα καθώς επίσης σκόπιμα παρέλειψαν να αναφερθούν σε γεγονότα που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν.

 

Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία, εδώ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος απαγορευτικής φύσεως, αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Τούτο επειδή το Δικαστήριο στην απουσία του άλλου μέρους, εναντίον του οποίου ζητείται μονομερώς η αξιούμενη θεραπεία, προχωρεί στη λήψη απόφασης βασιζόμενο μόνο στα στοιχεία και γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Γι’ αυτό, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση δεν λαμβάνει μέρος και δεν έχει την ευκαιρία στο στάδιο εκείνο να ακουστεί κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, η ένορκη δήλωση του Αιτητή πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είναι σχετικά και μπορούν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει χωρίς παραπλάνηση και παραπληροφόρηση.

 

Επομένως η πιο πάνω αναφορά των Εναγομένων θα είχε βαρύνουσα έως καταλυτική σημασία αν στα πλαίσια της αίτησης αυτής εξεταζόταν κατά πόσο δικαιολογείται η συνέχιση ή όχι ενδιάμεσου διατάγματος που είχε εκδοθεί μονομερώς. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλω να υπενθυμίσω ότι από την αρχή η παρούσα αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στους Εναγομένους, οι οποίοι από την αρχή έλαβαν γνώση της αίτησης αυτής και του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που τη συνοδεύουν. Με αυτόν τον τρόπο οι Εναγόμενοι αμέσως συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία και προωθώντας την ένσταση τους παρουσίασαν τις δικές τους θέσεις προτού το Δικαστήριο αποφασίσει για την τύχη της παρούσας αίτηση. Με βάση το δεδομένο αυτό δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και κατ’ επέκταση απόκρυψης στοιχείων επειδή οι Εναγόμενοι προστατεύονται από τέτοια τυχόν παραπλάνηση με την ευκαιρία που έχουν από την αρχή να παραθέσουν τις δικές τους θέσεις, γεγονότα και στοιχεία στο Δικαστήριο προτού κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, πράγμα που έχουν πράξει.

 

Κατά συνέπεια ούτε αυτός ο λόγος ένστασης ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Μέσα από τον 12ο λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε με μεγάλη καθυστέρηση χωρίς αυτή να δικαιολογείται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που τη συνοδεύουν.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε την ίδια ημέρα που καταχωρίστηκε και η αγωγή με την οποίαν συνδέεται. Ζήτημα παραγραφής της αγωγής δεν υφίσταται. Αν υπήρχε θα συμπαρέσερνε και την αίτηση αυτή. Βέβαια από τότε που οι Αιτητές αντιλήφθηκαν ότι οι Εναγόμενοι δεν ήταν συνεργάσιμοι μέχρι που η παρούσα υπόθεση οδηγήθηκε στο Δικαστήριο παρήλθε κάποιος χρόνος. Είναι γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, που η υπό κρίση αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που ακολούθησαν τα οποία περιγράφονται στις ένορκες δηλώσεις και τον χρόνο που μεσολάβησε κρίνω ότι δεν δημιουργείται κώλυμα στους Αιτητές να προωθήσουν την παρούσα αίτηση με τον τρόπο που το έπραξαν.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Με τον 15ο λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Επίσης μέσα από τον ίδιο λόγο επικαλούνται κακοπιστία και ότι η εν λόγω αίτηση προωθείται εκδικητικά και/ή για αλλότριους σκοπούς.

 

Με κάθε σεβασμό αδυνατώ να αντιληφθώ πως δικαιολογείται η θέση περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Δεν έχει προβληθεί κανένας ουσιαστικός λόγος που να τεκμηριώνει τη θέση αυτή. Την ίδια στιγμή υφίσταται το δικαίωμα ενός διαδίκου να καταχωρήσει σχετική αίτηση διεκδικώντας ενδιάμεση θεραπεία που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων του με την αποτροπή κατ’ επανάληψη παραβίασης τους, πάντοτε στη βάση των ισχυρισμών του. Οι Αιτητές δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά διαθέτουν το ίδιο δικαίωμα. Ειδικότερα οι Αιτητές καταχώρισαν και προώθησαν την παρούσα αίτηση ασκώντας το δικαίωμα που τους παρέχει το άρθρο 32 του Ν.14/60 σε συνδυασμό με τη νομολογία που είναι σχετική με το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας και τους διαδικαστικούς θεσμούς πολιτικής δικονομίας.

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, δεν διαπιστώνω κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας με την καταχώρηση και/ή προώθηση της παρούσας αίτησης.

Οι Εναγόμενοι συνδέουν τον ισχυρισμό τους ότι η παρούσα αίτηση διαπνέεται από κακοπιστία με την θέση τους περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από τους Αιτητές που στοχεύουν σε παραπλάνηση του Δικαστηρίου καθώς επίσης σε επίδειξη συμπεριφοράς εκδίκησης και αλλότριων σκοπών από μέρους τους. Δεν έχω αντιληφθεί ποια είναι αυτά τα γεγονότα που έχουν αποκρυβεί και ποια αυτά που έχουν διαστρεβλωθεί που σκοπό είχαν την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Έγινε αναφορά για ανακριβή γεγονότα. Ωστόσο δεν σημαίνει ότι ένα ανακριβές γεγονός συνιστά κακοπιστία. Κατ’ ανάλογο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές δεν αναδεικνύουν κατ’ ανάγκη εκδικητική συμπεριφορά και αλλότριους σκοπούς. Η ύπαρξη κακοπιστίας πρέπει να αποδεικνύεται στη βάση σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων. Το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται κακοπιστία βρίσκεται στους ώμους των Εναγομένων που την επικαλέστηκε Εδώ δεν έχουν παρουσιαστεί στοιχεία που να οδηγούν με ασφάλεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι Εναγόμενοι δεν έχουν θέσει συγκεκριμένα στοιχεία που να θεμελιώνουν, ως όφειλαν, τους ισχυρισμούς τους αυτούς.

 

Επομένως προκύπτει ότι δεν υφίσταται ζήτημα κακοπιστίας για την υπό κρίση αίτηση. Ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ ευθύς στους υπόλοιπους λόγους ένστασης οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί επειδή άπτονται των κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων απαγορευτικής φύσεως. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα οι Αιτητές θεωρούν ότι αυτές ικανοποιούνται.

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν.  Αυτές είναι:

(1)        Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)        Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

(3)        Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Εδώ που δεν υπάρχει ακόμη συμπληρωμένη δικογραφία σχετικά έγγραφα θεωρούνται το Έντυπο Απαίτησης και οι ένορκες δηλώσεις. Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από δύο εταιρείες (Ενάγοντες 2 & 3) και ένα φυσικό πρόσωπο (Ενάγοντας 1) που είναι κοινό έδαφος ότι είναι διευθυντής τους. Η εν λόγω αγωγή στρέφεται εναντίον δύο άλλων εταιρειών (Εναγόμενοι 1 & 3) και ενός φυσικού προσώπου (Εναγόμενος 2) που είναι κοινό έδαφος ότι είναι αδελφός του Ενάγοντα 1 και συνάμα διευθυντής των Εναγομένων 1 & 3.

 

Αποτελεί ακόμη κοινό έδαφος ότι ανάμεσα στους διαδίκους υπήρξε επαγγελματική σχέση. Οι Ενάγοντες 2 & 3 περιγράφουν μηχανήματα και αντικείμενα που θεωρούν ότι είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους και ο Ενάγοντας 1 παραθέτει τα στοιχεία ακινήτου για το οποίο προβάλλει ότι δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του δυνάμει συμφωνίας. Βάση της κυριότητας που θεωρούν ότι έχουν και/ή δικαιούνται να έχουν, οι Ενάγοντες διεκδικούν την επιστροφή τους βάση σχετικών διαταγμάτων. Εναλλακτικά ζητούν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Παράλληλα οι Ενάγοντες προβάλλουν πλαίσιο συμφωνιών και υπό τον μανδύα του δικαίου των συμβάσεων επικαλούνται παράβαση τους για την οποίαν αξιώνουν την έκδοση διαταγμάτων και/ή την πληρωμή συμβατικού χρέους, γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για έξοδα ζημιές που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων.

  

Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο ισχυρισμός του Ενάγοντα 1 ότι προέβηκε σε προφορική συμφωνία με τον αδελφό του, Εναγόμενο 2, με βάση την οποίαν συμφωνήθηκε η εγγραφή του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 0/8175 στην επαρχία Πάφου στον πρώτο μετά την πληρωμή από αυτόν στον αδελφό του ποσού του πλειστηριασμού που ο Εναγόμενος 2 θα κατέβαλλε. Επειδή, σύμφωνα με τον Ενάγοντα 1, ο Εναγόμενος 2 δεν τίμησε την εν λόγω συμφωνία, αξιώνεται η επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων.     

 

Εξ’ όσον ακόμη μπορεί να γίνει αντιληπτό, η Ενάγουσα 2 ισχυρίζεται ότι της ανήκει συγκεκριμένη ποσότητα σκύρων και πλυμένης άμμου, τα οποία, όπως δεν αμφισβητείται, βρίσκονται εντός τεμαχίου που τελεί υπό την ιδιοκτησία και κατοχή του Εναγομένου 2. Επειδή, όπως επικαλείται, δεν της επιτρέπεται να έχει πρόσβαση στα εν λόγω αντικείμενα η Ενάγουσα 2 αξιώνει από τον Εναγόμενο 2 την καταβολή συγκεκριμένου ποσού ως ειδικές αποζημιώσεις που σύμφωνα με την ίδια αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών που σύμφωνα με την ίδια την αξιοποίηση και/ή εκμετάλλευση των οποίων στερείται εξ’ υπαιτιότητας του Εναγομένου 2.

 

Επίσης η Ενάγουσα 3 ισχυρίζεται ότι ήταν η ιδιοκτήτρια του μηχανοκινήτου οχήματος με αρ. εγγραφής CAY113, την κυριότητα του οποίου λέει ότι μεταβίβασε στις 06.10.22 στην Ενάγουσα 2. Δυνάμει προφορικής συμφωνίας που προβάλλει, η Ενάγουσα 3, δια του Ενάγοντα 1, ενοικίασε το εν λόγω μηχάνημα στον Εναγόμενο 2 για να το χρησιμοποιήσει η Εναγόμενη 1 που εταιρεία δικών του συμφερόντων έναντι συμφωνημένου ενοικίου ως ανταλλάγματος. Οι Ενάγουσες 2 & 3 επικαλούνται παράβαση συμφωνίας εκμίσθωσης του μηχανήματος, συνεπεία της οποίας η Ενάγουσα 3 ζητεί, είτε ως συμβατικό χρέος είτε ως ειδικές αποζημιώσεις, την πληρωμή ενοικίων για την περίοδο από 08.09.22 μέχρι 05.10.22 και η Ενάγουσα 2 ζητεί την πληρωμή ενοικίων για την περίοδο από 06.10.22 μέχρι της παράδοσης του σ’ αυτήν. Κατ’ ανάλογο τρόπο ως πιο πάνω, η Ενάγουσα 2 ισχυρίζεται ότι ήταν η ιδιοκτήτρια του μηχανοκινήτου οχήματος με αρ. εγγραφής KQM158, το οποίο λέει ότι δια του Ενάγοντα 1 ενοικίασε κατόπιν προφορικής συμφωνίας. Η Ενάγουσα 2 επικαλείται παράβαση συμφωνίας εκμίσθωσης του μηχανήματος, συνεπεία της οποίας η Ενάγουσα 2 ζητεί, πάλι είτε ως συμβατικό χρέος είτε ως ειδικές αποζημιώσεις, την πληρωμή ενοικίων για την περίοδο από 10.10.22 μέχρι της παράδοσης του σ’ αυτήν.

 

Περαιτέρω η Ενάγουσα 2 ισχυρίζεται ότι τα πιο πάνω μηχανοκίνητα οχήματα είχαν υποστεί βλάβες, έξοδα συντήρησης και φθοράς, τα οποία, στα πλαίσια των συμφωνιών εκμίσθωσης τους ανέλαβαν να καλύψουν η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2. Σύμφωνα με την Ενάγουσα 2, κατά παράβαση των συμφωνιών, η ίδια τελικά επωμίστηκε το κόστος που σχετίζεται με τα πιο πάνω και γι’ αυτό αξιώνει συγκεκριμένα ποσά ως ειδικές αποζημιώσεις.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι οι Εναγόμενοι για διάφορους λόγους που επικαλούνται (2ος λόγος ένστασης υπό τα σημεία (α)-(η)) ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα για να δικαιολογείται καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν θα υπεισέλθω στην ουσία της διαφοράς αυτής αξιολογώντας την καθ’ οιονδήποτε τρόπο επειδή το ζήτημα αυτό στην ολότητα του θα επιλυθεί κατά την ακρόαση της αγωγής. Θα περιοριστώ όμως σε εκ πρώτης όψεως παρατηρήσεις έχοντας πάντα υπόψη μου τα κριτήρια που εξετάζονται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Οι Εναγόμενοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η παρούσα υπόθεση αφορά προσωπική διαφορά μεταξύ των δύο αδελφών και ως εκ τούτου οποιαδήποτε απαίτηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο τον Ενάγοντα 1 και τον Εναγόμενο 2. Όπως ήδη λέχθηκε, ποιοι θα έπρεπε πραγματικά να είναι οι διάδικοι στην παρούσα αγωγή είναι θέμα που θα κριθεί μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και όχι στο στάδιο αυτό. Βέβαια εκ του προχείρου μπορεί να ειπωθεί ότι μέσα από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς εμπλέκονται και τα νομικά πρόσωπα που συνθέτουν τους υπόλοιπους διαδίκους.

 

Οι Εναγόμενοι αμφισβητούν τη νομική συγκρότηση της αγωγής επειδή η υπό κρίση αίτηση προωθείται από τις Ενάγουσες 2 & 3. Η νομική θεμελίωση της αγωγής δεν εξαρτάται από τους διάδικους που προωθούν μία αίτηση αλλά από τα πρόσωπα που προωθούν την ίδια την αγωγή. Είναι από τους διαδίκους της αγωγής που θα εξεταστεί η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος. Ενώ η διεκδίκηση ενός ενδιάμεσου/προσωρινού μέτρου δύναται να γίνει από κάποιους διαδίκους που σχετίζονται με τη δημιουργία μιας προσωρινής κατάστασης, η προώθηση της αγωγής μέσα από την οποίαν αναδεικνύονται δικαιώματα πραγματοποιείται από όλους τους διαδίκους που σημειώνονται στο Έντυπο Απαίτησης και αξιώνουν θεραπείες.

 

Εκ πρώτης όψεως μπορεί να λεχθεί ότι τα αιτούμενα διατάγματα αφορούν τους Ενάγοντες εκείνους που εμφανίζονται ως Αιτητές στην υπό κρίση αίτηση. Οι δε ισχυρισμοί των Εναγομένων ως προς το ποιοι είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες και/ή ποιοι τελικά νομιμοποιούνται σε κατοχή των μηχανημάτων, αντικειμένων και αντικειμένων που αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση και κατ’ επέκταση στο Έντυπο Απαίτησης θα εξεταστεί στην ακρόαση της αγωγής και όχι στο στάδιο αυτό.

 

Από τους ισχυρισμούς των Εναγόντων, όπως αυτοί προκύπτουν από το περιεχόμενο των εγγράφων, εκ πρώτης όψεως διαπιστώνω αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων απέναντι στους Εναγομένους σχετικά με την απαίτηση τους, τα οποία βεβαίως θα εξεταστούν μεταγενέστερα σε βάθος και με λεπτομέρεια. Υπάρχει μία σαφής και συγκεκριμένη νομική αξίωση που απαιτείται από πλευράς των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων, το πλαίσιο της οποίας προσδίδει στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι οι Εναγόμενοι προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή. Μέσα δε από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση τους παρουσιάζουν κάθετα διαφορετικούς ισχυρισμούς. Οι θέσεις τους έχουν ληφθεί υπόψη για τον σκοπό της παρούσας αίτησης.

 

Όπως έχει ήδη λεχθεί, στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να ασχοληθεί με την αξιολόγηση πραγματικών ζητημάτων. Σαφώς το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο δεν καταλήγει σε ευρήματα και συμπεράσματα. Δεν θα αποφασίσει ποια εκδοχή είναι αληθής. Το Δικαστήριο επιμελώς δεν θα πρέπει να ασκεί την κρίση του επί της ουσίας της αγωγής. Στο αρχικό αυτό στάδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να ασχοληθεί με την πλήρη και ενδελεχή εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης αλλά θα το πράξει κατά τη δίκη της ουσίας της (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Αυτό που τώρα πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

Για σκοπούς του σταδίου αυτού κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέτοια θέματα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει είναι, μεταξύ άλλων, η τυχόν συνομολόγηση συμφωνιών, σε περίπτωση που υφίστανται ποιο είναι το περιεχόμενο τους, κατά πόσο υπήρξε παράβαση τους και εφόσον κάτι τέτοιο ισχύει από ποιον, καθορισμός ιδιοκτησίας μηχανημάτων, αντικειμένων, καθορισμός δυνατότητας κατοχής ακινήτων, κρίση κατά πόσο δύναται να επιδικαστούν γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις, προσδιορισμός δικαιούχου στην τυχόν επιδίκαση γενικών και/ή ειδικών αποζημιώσεων, καθορισμός ύψους τέτοιων αποζημιώσεων και δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων.

 

Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται.

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Είναι αρκετό για τις Ενάγουσες να δείξουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι ότι οι Ενάγοντες έχουν προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Ως προς τον τρόπο προσέγγισης του μαρτυρικού υλικού και το πώς το Δικαστήριο λειτουργεί, παραπέμπω στο σχολιασμό που έγινε προηγουμένως και αφορά τη φύση της διαδικασίας βάση της οποίας εκδικάζεται το αντικείμενο της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι υπάρχουν σωρεία νομικά και πραγματικά ζητήματα που χρήζουν εξέτασης. Όλα ενέχουν βαθμό δυσκολίας, για την επίλυση των οποίων απαιτείται νομική ανάλυση τους και η προσκόμιση μαρτυρίας. Από μια πρόχειρη μελέτη του μαρτυρικού υλικού στην όψη του και μόνο, γίνεται αντιληπτό ότι οι Ενάγοντες επιχείρησαν να συνεργαστούν επαγγελματικά με τους Εναγομένους. Δεν αμφισβητείται ότι αυτή η επαγγελματική συνεργασία καλύπτει τον Ενάγοντα 1 με τον Εναγόμενο 2 που είναι αδέλφια. Είναι κοινό έδαφος ότι το πλαίσιο αυτής της επαγγελματικής σχέσης περιλαμβάνει διάφορες συμφωνίες.

 

Ένα από τα βασικά σημεία της υπόθεσης στοχεύει στην κυριότητα του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8175. Οι διάδικοι συμφωνούν ότι πρώην ιδιοκτήτης του επίμαχου ακινήτου ήταν ο Ενάγοντας 1, το οποίο όμως πωλήθηκε σε πλειστηριασμό. Επίσης συμφωνείται ότι επειδή ο Εναγόμενος 2 πλήρωσε το ποσό του πλειστηριασμού κατέστη ο νέος ιδιοκτήτης του. Ωστόσο ο Ενάγοντας 1 επικαλείται συμφωνία με τον αδελφό του ότι ο τελευταίος θα του μεταβίβαζε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου μόλις του κατέβαλλε το ποσό του πλειστηριασμού που είχε πληρώσει, πλέον τόκους. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση δεν περιέχεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να δηλώνει ότι έγινε τέτοια πληρωμή ώστε να πρέπει να ενεργοποιηθεί η κατ’ ισχυρισμό υποχρέωση του Ενάγοντα 2. Ούτε ενώπιον μου έχει τεθεί οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο που τείνει να καταδείξει τέτοια πληρωμή.

 

Ένας άλλος βασικός ισχυρισμός των Εναγόντων είναι η εκμίσθωση των μηχανοκινήτων οχημάτων με αρ. εγγραφής [ ] και [ ] στον Εναγόμενο 2 δυνάμει επικαλούμενης συμφωνίας. Ωστόσο εκείνο που παρατηρώ, πάντοτε για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, χωρίς να παραγνωρίζω τα επισυνημμένα πιστοποιητικά εγγραφής των εν λόγω οχημάτων στην Ενάγουσα 2, είναι ότι τα μηχανήματα αυτά δεν φαίνεται να της ανήκουν. Τα Τεκμήρια Χ7 & Χ9 που οι Αιτητές επισυνάπτουν είναι αποφάσεις του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 13.02.18 και 06.03.19 στις οποίες εκδόθηκαν διατάγματα εναντίον της Ενάγουσας 2 για επιστροφή των δύο μηχανημάτων μαζί με τέσσερα καινούργια ελαστικά στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ώστε να πωληθούν σε δημόσιο πλειστηριασμό. Η παρουσίαση των εγγράφων αυτών από τους Αιτητές καταδεικνύει ότι το περιεχόμενο τους ήταν εις γνώση των Εναγόντων και του δικηγόρου τους. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι οι Ενάγοντες αναφέρονται σε συμφωνίες ενοικίασης με βάση τις οποίες διεκδικούν ενοίκια και έξοδα σε σχέση με την εκμίσθωση μηχανημάτων που όχι μόνο δεν φαίνεται να τους ανήκουν αλλά βάση δικαστικών αποφάσεων διατάχτηκαν να τα παραδώσουν στον πιο πάνω τραπεζικό οργανισμό. Από ότι μπορεί να γίνει αντιληπτό, οι Ενάγοντες φαίνεται να μην έχουν συμμορφωθεί μέχρι σήμερα με τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις που εκκρεμούν εναντίον των Εναγομένων 1 & 2.

 

Εν πάση περιπτώσει, τα πιο πάνω οχήματα θα πρέπει να επιστραφούν στην Τράπεζα Κύπρου ως προνοούν οι σχετικές αποφάσεις του ΕΔ Πάφου. Δεν θα πρέπει να εκληφθεί ούτε από τους Εναγομένους ότι τους ανήκει η κυριότητα τους και δεν θα πρέπει να τα χρησιμοποιούν. Αντίθετα, εφόσον εντοπίζονται σε χώρο λατομείου που ανήκει στην Εναγόμενη 3, η τελευταία επιφορτίζεται με την ευθύνη να τα παραδώσει ή έστω να μεριμνήσει να παραδοθούν στην Τράπεζα Κύπρου που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ο δικαιούχο τους.

 

Επίσης σημείο τριβής είναι η ύπαρξη σκυροθραυστικής μονάδας / βιομηχανικές εγκαταστάσεις εντός του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8175. Απλή ανάγνωση της §17(στ) & (ζ) της ένορκης δήλωσης του Εναγομένου 2 και της §11(ζ) της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα 1 καθιστά αντιληπτό ότι εντός του πιο πάνω ακινήτου βρίσκονται βιομηχανικές μονάδες που συγκροτούν σκυροθραυστική μονάδα. Η ανάγκη εξασφάλισης άδειας για νομιμοποίηση τους δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96) προκειμένου να αποφευχθεί η εκτέλεση διατάγματος κατεδάφισης τους, δίδει την εντύπωση ότι πρόκειται για υποστατικά και μόνιμες εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί εντός του εν λόγω ακινήτου. Εφόσον ιδιοκτήτης του ακινήτου παρουσιάζεται, με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιον μου και αποτελούν κοινό έδαφος, ο Εναγόμενος 2, τότε οι μόνιμες οικοδομές και κατασκευές εντός αυτού με βάση το κυπριακό δίκαιο ανήκουν τον ιδιοκτήτη του ακινήτου που φέρεται να είναι ο Εναγόμενος 2, ο οποίος πλέον ευθύνεται για τη νομιμοποίηση τους. Οι επιστολές της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου που απευθύνονται στον Εναγόμενο 2 για το θέμα αυτό ενισχύουν τη θέση του Εναγομένου 2 και ταυτόχρονα αποδυναμώνουν τον αντίθετο ισχυρισμό του Ενάγοντα 1.

 

Ακόμη αποτελεί ισχυρισμό των Εναγόντων ότι συγκεκριμένη ποσότητα πλυμένης άμμου και σκύρων συνολικής αξίας €16.500 που βρίσκονται εντός του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8175 είναι δικής τους ιδιοκτησίας. Εκ διαμέτρου αντίθετη θέση προέβαλε η πλευρά των Εναγομένων, η οποία, παρόλο ότι δέχεται ότι επρόκειτο για υλικά των Εναγόντων που βρίσκονται στο εν λόγω ακίνητο, εντούτοις ισχυρίστηκε ότι τα αγόρασε έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος. Είναι ένα ζήτημα που περιέχει νομική και πραγματική πτυχή. Πράγματι πρόκειται για εντελώς διαφορετικές εκδοχές που θα εξεταστούν κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής στη βάση του μαρτυρικού υλικού που θα παρουσιαστεί και νομικών αγορεύσεων που θα επεξηγήσουν νομικά το εν λόγω ζήτημα με ίσες πιθανότητες επιτυχίας και αποτυχίας.

 

Τα όσα έχω αναφέρει βρίσκουν έρεισμα και για το ζήτημα της πλυντικής μηχανής. Όπως και πιο πάνω, έτσι και εδώ προβλήθηκαν δύο αντίθετες εκδοχές από τους διαδίκους. Κάθε πλευρά επικαλείται την κυριότητα της. Πρόκειται για ένα θέμα με νομικές και πραγματικές προεκτάσεις που απαιτεί την προσκόμιση μαρτυρίας από κάθε πλευρά και νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων τους. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής με ίσες πιθανότητες επιτυχίας και αποτυχίας των θέσεων κάθε μίας πλευράς.

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα πιο πάνω είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως δεν εμβολιάζουν την εκδοχή των Εναγόντων με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής τους και/ή της εκδοχής των Εναγομένων. Επομένως καταλήγω ότι δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η μη ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης συμπαρασύρει σε αποτυχία και την τρίτη προϋπόθεση.

 

Καταλήγοντας δεν μπορώ να μην σχολιάσω τα αιτούμενα διατάγματα. Σε ότι αφορά το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Α), η έκδοση του, υπό τις περιστάσεις, δεν δικαιολογείται για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει. Σε ότι αφορά το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Γ), ούτε αυτό θα μπορούσε να ικανοποιηθεί δεδομένου ότι δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι τα επικαλούμενα τουρκοκυπριακά τεμάχια τυγχάνουν κατοχής, χρήσης και/ή εκμετάλλευσης από τους Ενάγοντες. Σχετικά με το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Δ), η έκδοση του δεν δικαιολογείται επειδή δεν συνδέεται με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και ειδικότερα με τις αξιούμενες θεραπείες που σημειώνονται στο Έντυπο Απαίτησης, με εξαίρεση τα δύο αντικείμενα υπ’ αρ. 20 που επίσης δεν δικαιολογείται υπό το φως του σκεπτικού που έχω αναπτύξει προηγουμένως.

 

Αναφορικά με το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Β), παρατηρώ ότι αυτό συναρτάται άμεσα με αξιούμενες τελικές θεραπείες του Εντύπου Απαίτησης.

 

Η νομολογία υποδεικνύει ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την εκδίκαση της αγωγής, η έγκριση του θα πρέπει να αποφεύγεται (Σταυράκης και άλλος v. Δήμος Λευκωσίας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/13, ημερ. 24.03.15). Το Δικαστήριο αποφεύγει να εκδώσει προσωρινό διάταγμα υπέρ του ενάγοντα όταν αυτό θα ισοδυναμεί με απόφαση στην αγωγή χωρίς να έχει δοθεί η ευκαιρία στον εναγόμενο να αμφισβητήσει μέσα από τη δίκη την ουσία της αγωγής.

 

Παρόλα αυτά, στην υπόθεση Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Abramchyk κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 ημερ. 13.01.14 αναγνωρίστηκε η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παρέχει ταυτόσημες θεραπείες με την αγωγή σε κατάλληλη περίπτωση, χωρίς έτσι να αποκλείεται κατά κανόνα η χορήγηση τους. Όπως εξηγήθηκε, το ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και αποτελεί θέμα ειδικών περιστάσεων. Δηλαδή εξετάζεται εκεί όπου η ανάγκη και η φύση το επιβάλλει. Αυτό που λέχθηκε είναι ότι το «ανεπιθύμητο» δεν μπορεί να εξισωθεί με «απαγόρευση».

 

Το ότι το ανεπιθύμητο δεν εξισώνεται με απαγόρευση και ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της ουσιαστικής θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται είχε λεχθεί και προηγουμένως στην υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

«Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).»

 

Στην παρούσα υπόθεση η ουσία του λεκτικού που χρησιμοποιείται το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Β) συνάδει απόλυτα μ’ αυτό του περιεχομένου στις τελικές θεραπείες που οι Ενάγοντες επιδιώκουν υπό τα σημεία (3) και (14) του Εντύπου Απαίτησης τους. Σε περίπτωση που εκδοθεί το αιτούμενο ενδιάμεσο διάταγμα τα επικαλούμενα οχήματα και μηχανήματα θα περιέλθουν στην κατοχή των Εναγόντων, οι οποίοι θα μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, να τα εκμεταλλευτούν και βεβαίως να τα αποξενώσουν. Αυτό θα ισοδυναμούσε με τελική απόφαση επί του ζητήματος αυτού χωρίς να χρειαστεί η εξέταση της εκ διαμέτρου αντίθετης εκδοχής των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι δεν θα έχουν την ευκαιρία να προβάλλουν τις θέσεις τους επί του συγκεκριμένου ζητήματος μέσα από την ακρόαση της ουσίας της αγωγής. Σε τελευταία ανάλυση η σημασία της προβολής της εκδοχής των Εναγομένων στο εν λόγω θέμα εκμηδενίζεται εκ προοιμίου, πράγμα που δεν επιτρέπεται.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η παρούσα περίπτωση είναι από αυτές όπου αποκλείει το ενδεχόμενο παροχής του αιτούμενου ενδιάμεσου διατάγματος επειδή ακριβώς ταυτίζεται με τελικές θεραπείες που αξιώνονται στην αγωγή.

Έπεται ότι οι λόγοι ένστασης αρ. 5, 7, 10 και μέρος του 16 (στο μέρος που αφορά το αιτούμενο διάταγμα υπό το σημείο (Β)) ευσταθούν.

 

Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης παρέλκει η εξέταση του κριτηρίου του ισοζυγίου της ευχέρειας. Παράλληλα καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης των Εναγομένων.

 

Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων η υπό κρίση αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2, 39.4(1)(α) και 39.7 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, τα οποία έχουν υπολογιστεί σε €2.142 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ των Εναγoμένων 1, 2 & 3/Καθ’ ω η αίτηση 1, 2 & 3 και εναντίον των Εναγόντων 2 & 3/Αιτητών 1 & 2. Τα έξοδα να καταβληθούν αμέσως.

  

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο