ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

   Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 18/2022 I-Justice

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

 

Αναφορικά με τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου (Α.Δ.Τ. χχχ) από χχχ Πάφο – Χρεώστη   

 

 

Αίτηση από: ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

                        ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, εκ Λευκωσίας – Πιστώτρια

 

Αίτηση ημερ. 22.09.22 για διαφοροποίηση

υποβληθείσας επαλήθευσης χρέους από Πιστωτή

 

 

Ημερομηνία: 06.06.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια - Πιστώτρια: κα Μ. Βαταμίδου για Στέλιος Στυλιανίδης

       & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ων η αίτηση – Χρεώστη &: κα Σ. Σωκράτους μαζί με κα Σ. Δουρραχίδου Συμβούλου Αφερεγγυότητας:      για κα Soteroula StavriSocratous & CO L.L.C.  

 

                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα δια κλήσεως αίτηση η Πιστώτρια ζητεί από το Δικαστήριο να της επιτραπεί να διαφοροποιήσει την επαλήθευση χρέους ημερ. 18.05.22 που είχε υποβάλει στο Σύμβουλο Αφερεγγυότητας ύψους €156.500 με νεότερη αναθεωρημένη ημερ. 23.08.22 ύψους €328.500 πλέον τόκους και έξοδα συνοδευόμενη από νέα εκτίμηση σε σχέση με τα ακίνητα με αρ. εγγραφής 0/8946 και 0/8947 που βρίσκονται στην επαρχία Πάφου (στο εξής τα «ακίνητα»). Η διαφοροποίηση προκύπτει μέσα από τη διόρθωση του μεριδίου της Πιστώτριας επί των πιο πάνω ακινήτων από 1/5  σε ½. Παράλληλα η Πιστώτρια επιδιώκει ακύρωση της απόφασης του Συμβούλου Αφερεγγυότητας στην οποίαν αρνήθηκε να αποδεχθεί την αναθεωρημένη επαλήθευση χρέους της. Περαιτέρω η Πιστώτρια αιτείται ακύρωση της απόφασης του Συμβούλου Αφερεγγυότητας να μην αποδεχτεί την νέα εκτίμηση του εξασφαλισμένου χρέους, η οποία συνοδεύει την αναθεωρημένη επαλήθευση χρέους της. Επίσης ζητεί να καθοριστεί η εξασφάλιση στο μερίδιο που έχει τροποποιηθεί, το ύψος της οποίας εκτιμάται σε €328.500 πλέον τόκους και έξοδα.  

 

Νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι ουσιαστικά πρόνοιες του Ν.65(Ι)/2015 στις οποίες περιλαμβάνονται τα άρθρα 41-75, κανονισμοί 4, 5 & 17 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (5/2016), οι συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Πιστώτρια δικαιολογούν την επιτυχία της, περιέχονται σε ένορκη δήλωση του κυρίου Μάριου Καρακόκκινου, διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Πλαισίου Αφερεγγυότητας της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΚΕΔΙΠΕΣ»), στον οργανισμό που διαχειρίζεται την παρούσα υπόθεση. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της μπορεί να λεχθεί η αναφορά του ομνύοντα ότι συνομολογήθηκαν δύο συμφωνίες δανείου μεταξύ του Χρεώστη και δύο πρώην πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία συγχωνεύτηκαν μαζί με άλλα πιστωτικά ιδρύματα και σήμερα συνθέτουν το νομικό καθεστώς της Πιστώτριας. Ως αποτέλεσμα των πιστωτικών διευκολύνσεων που εγκρίθηκαν ανοίχτηκαν δύο λογαριασμοί δανείων. Για την εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που του χορηγήθηκαν, ο Χρεώστης ενέγραψε και παραχώρησε τις πιο κάτω υποθήκες ακινήτων:

(α)       σε σχέση με τον πρώτο λογαριασμό δανείου εγγράφηκε η υποθήκη με αρ. Υ1981/09 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου που αφορά το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ] και το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], όλα στην κοινότητα Τίμης της επαρχίας Πάφου,

(β)       αναφορικά με τον δεύτερο λογαριασμό εγγράφηκε η υποθήκη με αρ. Υ4392/10 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου που αφορά το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/3960 στην Κοινότητα Χολέτρια της επαρχίας Πάφου.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ΠΣΑ η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΣΕΔΙΠΕΣ») η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΚΕΔΙΠΕΣ»), καταχώρησε επαλήθευση χρέους ημερ. 18.05.22 (Τεκμήριο 7). Μετά την αποστολή της επαλήθευσης χρέους στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, υπέπεσε στην αντίληψη της Πιστώτριας ότι η εγγραφή των μεριδίων για τα ακίνητα με αρ. εγγραφής 0/[ ] και 0/[ ] που αφορούν την υποθήκη αρ. Υ1981/09 ήταν λανθασμένη. Όπως ο ομνύοντας επικαλείται, αντίς μερίδια ½ είχαν εγγραφεί μερίδια 1/5.. Βασιζόμενη στα κατ’ ισχυρισμό λανθασμένα μερίδια αυτά, το εξασφαλισμένο χρέος υπολογίστηκε σε €156.500. Το δε ΠΣΑ ετοιμάστηκε με αναφορά σε εξασφαλισμένο χρέος ύψους €156.500.  

 

Μετά την διαπίστωση του επικαλούμενου λάθους διενεργήθηκε νέα εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη τα μερίδια ½ με αποτέλεσμα το χρέος, κατά την Πιστώτρια, να ανέρχεται στα €328.500 πλέον τόκους και έξοδα (Τεκμήριο 8). Αποστάληκε αίτημα της Πιστώτριας για διόρθωση στο μητρώο του Κτηματολογίου, το οποίο εγκρίθηκε. Ωστόσο αίτημα της Πιστώτριας για αναβολή της Συνέλευσης Πιστωτών που είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στις 18.08.22 ώστε να ετοιμαστεί αναθεωρημένη επαλήθευση χρέους, απορρίφθηκε από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε (Τεκμήριο 9). Στις 23.08.22 η Πιστώτρια απέστειλε την αναθεωρημένη επαλήθευση χρέους στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας (Τεκμήριο 11), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η αρχική εκτίμηση των υποθηκευμένων ακινήτων ήταν δεσμευτική αφού έγινε αποδεκτή από τον Χρεώστη και δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί δυνάμει του άρθρου 44(3)(α) του Ν.65(Ι)/2015. Προς ενίσχυση της απόφασης του ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας επικαλέστηκε την ύπαρξη δύο πιστοποιητικών έρευνας από το Κτηματολόγιο ημερ. 16.12.20 και 17.06.22 που σύμφωνα με τον ίδιο καταγράφουν μερίδιο 1/5 (Τεκμήριο 13). Αντίθετα ο ομνύοντας ισχυρίζεται ότι σε ηλεκτρονική έρευνα ημερ. 08.09.22 στην διαδικτυακή πύλη του Κτηματολογίου αναγράφονται τα ορθά μερίδια (Τεκμήριο 14).

 

Τόσο ο Χρεώστης όσο και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας αντέδρασαν στις 23.02.23 με την καταχώρηση ξεχωριστής ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 30 λόγων. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι η υπό κρίση αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Οι ειδοποιήσεις περί πρόθεσης ένστασης του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας στηρίζονται ουσιαστικά στα άρθρα 41-75 του Ν.65(Ι)/2015, στους κανονισμούς 2, 4, 5, 10, 11, 15-18, 22-25, 28 & 33 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (5/2016), στο δίκαιο επιείκειας, στις συμφυείς εξουσίες και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Αμφότερες ενστάσεις συνοδεύονται από ένορκες δηλώσεις του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, στις οποίες, αφού επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης, περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη των ομνυόντων τεκμηριώνουν τους κοινούς λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων είναι το ίδιο αφού σ’ αυτές εκθέτονται τα ίδια κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που περιβάλλουν την κοινή εκδοχή του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας.

 

Μέσα από τις ένορκες δηλώσεις των ενστάσεων προβάλλεται κυρίως η κοινή θέση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που ετοιμάστηκε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής του Χρεώστη από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας (στο εξής το «ΠΣΑ») λήφθηκαν υπόψη οι ισχυρισμοί της Πιστώτριας με βάση τα πιστοποιητικά έγγραφής που υπήρχαν με αποτέλεσμα ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας να ενεργήσει καλόπιστα σύμφωνα με τα δεδομένα που είχε στην κατοχή του. Είναι ακόμη η βασική κοινή θέση τους ότι οι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί της Πιστώτριας είναι εσφαλμένοι και ατεκμηρίωτοι. Επίσης αμφότεροι ισχυρίζονται ότι η Πιστώτρια απέστειλε την αναφερόμενη επαλήθευση χρέους ημερ. 23.08.22 μετά που είχε λήξει η διαδικασία του ΠΣΑ. Σύμφωνα ακόμη με τους ομνύοντες, η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε πρόωρα επειδή δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία διόρθωσης τυχόν λάθους του Κτηματολογίου με το να αποταθεί η Πιστώτρια στο Δικαστήριο για τυχόν διόρθωση του επικαλούμενου σφάλματος.

 

Μετά από άδεια του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη από την Πιστώτρια με τον ίδιο ομνύοντα. Μέσα από το περιεχόμενο της εξηγεί ότι η υποθήκη με αρ. εγγραφής Υ1981/09 εγγράφηκε επί του 1/5 του εγγεγραμμένου μεριδίου του Χρεώστη που ήταν ½, δηλαδή επί του 1/10 μεριδίου επί του όλου ακινήτου. Ακολούθως, όπως αναφέρεται, υπήρξε κάθετος διαχωρισμός του ακινήτου με αρ. εγγραφής [ ], από τον οποίον προέκυψαν 7 νέοι τίτλοι ιδιοκτησίας. Δύο από αυτούς αφορούσαν πράσινο και οι υπόλοιποι πέντε ακίνητα τα οποία εγγράφηκαν εις το όνομα του Χρεώστη. Δύο από αυτά τα ακίνητα που προέκυψαν από τον κάθετο διαχωρισμό του αρχικού τεμαχίου είναι τα ακίνητα με αρ. εγγραφής 0/[ ] και 0/[ ], στα οποία μεταφέρθηκε η επιβάρυνση της πιο πάνω υποθήκης επί του ½ μεριδίου.  Προς υποστήριξη της αναφοράς αυτής επισυνάπτονται πιστοποιητικά έρευνας ημερ. 15.05.23 και 21.04.23 ως Τεκμήρια Α & Β αντίστοιχα. Είναι η θέση του ομνύοντα ότι το ΠΣΑ βασίζεται σε λανθασμένη επαλήθευση χρέους βάση του 1/5 μεριδίων επί των ενυπόθηκων ακινήτων και όχι αντί του ½ με αποτέλεσμα η πληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους της Πιστώτριας που προνοείται να είναι μικρότερη από αυτή που νόμιμα δικαιούται.

 

Τόσο ο Χρεώστης όσο και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν επιθυμούσαν να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση.       

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Κατ’ αρχάς θα εξετάσω την κοινή θέση του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας ότι οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η παρούσα αίτηση είναι γενικοί και αόριστοι (λόγος ένστασης (γ)). Επί του σημείου αυτού με ταπεινότητα μπορώ να αναφέρω ότι οι ίδιοι μέσω άλλων λόγων ένστασης καταδεικνύουν το αντίθετο. Ειδικότερα οι λόγοι ένστασης (δ), (ιβ), (ιε) & (κζ) επικαλούνται ισχυρισμούς από μέρους της Πιστώτριας, οι οποίοι θεωρούνται αναληθείς, αδικαιολόγητοι και αβάσιμοι. Επομένως τόσο ο Χρεώστης όσο και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας αναγνωρίζουν ότι η Πιστώτρια παρουσιάζει συγκεκριμένους ισχυρισμούς προς υποστήριξη της αίτησης, ανεξάρτητα αν εισηγούνται ότι αυτοί δεν θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί. Εν πάση περιπτώσει, στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση η Πιστώτρια επικαλείται διάφορους ισχυρισμούς και παραπέμπει σε έγγραφα που επισυνάπτονται προκειμένου να ενισχύσει την εκδοχή της. Κάποιος μπορεί να το διαπιστώσει μέσα από απλή ανάγνωση του περιεχομένου τους.

 

Κατά συνέπεια ο λόγος ένστασης γ στερείται ερείσματος.

 

Οι λόγοι ένστασης (δ), (ιβ), (ιε) & (κζ) προβάλλουν τον κοινό ισχυρισμό του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται για υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης είναι αναληθείς, αδικαιολόγητοι και αβάσιμοι. Με κάθε σεβασμό, η εν λόγω τοποθέτηση τους συνιστά συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας.

 

Ως εκ τούτου και αυτοί οι λόγοι ένστασης στερούνται έρεισμα.

 

Τα όσα έχω αναφέρει τυγχάνουν εφαρμογής αναφορικά με το λόγο ένστασης (θ). Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Συνεπώς με βάση το ίδιο σκεπτικό και αυτός ο λόγος ένστασης είναι κενού ερείσματος.

Ο λόγος ένστασης (στ) είναι πολυδιάστατος. Με βάση το περιεχόμενο του, ο Χρεώστης και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας παραπονιούνται ότι η αίτηση είναι «κατά νόμο και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη, παράτυπη και αντικανονική και/ή λανθασμένη και/ή πάσχει ως άκυρη».

 

Πρώτη πτυχή είναι η θέση ότι η αίτηση είναι «κατά νόμο και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη.» Σε σχέση μ’ αυτό, ισχύουν τα όσα έχω αναφέρει αμέσως προηγουμένως στα οποία και παραπέμπω.

 

Δεύτερη πτυχή είναι η θέση ότι η αίτηση αυτή είναι «παράτυπη και αντικανονική.»  Εξετάζοντας τη θέση αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τις δύο ενστάσεις και κανένας σχολιασμός γίνεται μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας προς στοιχειοθέτηση της κοινής τοποθέτησης γιατί η παρούσα αίτηση θεωρείται παράτυπη ή που έγκειται η επικαλούμενη αντικανονικότητα. Ποια είναι η παρατυπία που υπάρχει και ποιο είναι το στοιχείο που τη χαρακτηρίζει αντικανονική. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία θέση που παρέμεινε στο επίπεδο του ισχυρισμού που τελικά δεν προωθήθηκε μέσα από την εκδίκαση της αίτησης και συνεπώς στερείται θεμελίωσης. Εκλαμβάνω ότι ο Χρεώστης όσο και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους αυτή, η οποία σε κάθε περίπτωση, ως ατεκμηρίωτη που είναι, απορρίπτεται.

 

Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως προηγουμένως βρίσκουν έρεισμα και για το χαρακτηρισμό της «λανθασμένης» που της αποδίδεται, το οποίο αποτελεί το τρίτο σκέλος του λόγου ένστασης. Συγκεκριμένα ουδεμία εξήγηση παρέχεται ως προς το σφάλμα που κατ’ ισχυρισμό μοιραία φέρει. Ποιο είναι αυτό το λάθος που κουβαλά και γιατί αυτό προδιαγράφει απόρριψη της, ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα.

 

Η τέταρτη διάσταση του λόγου αυτού ένστασης αφορά τη θέση ότι η εν λόγω αίτηση «πάσχει ως άκυρη». Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας επικαλέστηκε την απουσία του άρθρου 39 του Ν.65(Ι)/2015 από τη νομική βάση της αίτησης, στοιχείο που κατά τη γνώμη της οδηγεί, εξ’ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό, σε ακυρότητα της. Με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο, η εν λόγω τοποθέτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται τη διαδικασία έκδοσης προστατευτικού διατάγματος και τη σημασία που αυτό έχει. Ουδεμία όμως σύνδεση έχουν οι πρόνοιες του με το αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα αίτηση. Η αναφορά ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στη νομική βάση στερείται ερείσματος. Η όποια τυχόν συμπερίληψη του θα ήταν εκ του περισσού χωρίς οποιαδήποτε σημασία. Η απουσία του δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα τόσο της αίτησης καθ’ εαυτής όσο και της διαδικασίας δυνάμει της οποίας η εν λόγω αίτηση προωθείται.

 

Επομένως ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται στην ολότητα του.

 

Οι αναφορές μου για τους λόγους ένστασης (δ), (ιβ), (ιε) & (κζ), (θ) & (στ) (πρώτη πτυχή) βρίσκουν έρεισμα και για το λόγο ένστασης (λ) που για ακόμη μια φορά προβάλλει την κοινή θέση ότι «Η αίτηση είναι νομικά, ουσιαστικά και πραγματικά αβάσιμη και αστήρικτη.» Παραπέμπω στο σκεπτικό μου χωρίς να χρειάζεται να το επαναλάβω.

 

Ακολούθως θα εξετάσω μαζί τους λόγους ένστασης (ι) & (ιδ) επειδή αφορούν το ίδιο ζήτημα. Εδώ ο Χρεώστης μαζί με τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας παραπονιούνται ότι η νομική βάση της παρούσας αίτησης είναι γενική και αόριστη χωρίς να στηρίζεται στην ορθή δικονομική βάση.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι στις πανομοιότυπες ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τις δύο ενστάσεις δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά που να εξηγεί για ποιο λόγο η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, από το περιεχόμενο της, θεωρείται γενική και αόριστη. Επίσης καμία αναφορά υπάρχει σ’ αυτές που να διευκρινίζει ποια συγκεκριμένα άρθρα απουσιάζουν από τη νομική βάση της αίτησης αυτής ώστε να την καθιστούν εσφαλμένη. Η ίδια ελλιπή κατάσταση παρουσιάζεται και στη γραπτή αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου. Καμία γραπτή επιχειρηματολογία σε σχέση με το θέμα αυτό. Παράλληλα ουδεμία παραπομπή σε νομολογία που να δικαιολογεί απόρριψη της αίτησης αυτής εξαιτίας του κοινού παραπόνου του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι προφορικά στο στάδιο αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος υπέδειξε ότι η νομική βάση της αίτησης δεν περιλαμβάνει το άρθρο 39 του Ν.65(Ι)/2015. Χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε νομολογία που να δικαιολογεί τη θέση για απόρριψη της αίτησης ένεκα αυτής της επικαλούμενης παράλειψης. Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν αναφέρεται ειδικά στη νομική βάση της αίτησης. Με κάθε σεβασμό όμως στην ευπαίδευτη συνήγορο, το άρθρο που επικαλείται δεν είναι δικαιοδοτικής φύσεως και ούτε δικονομικού χαρακτήρα. Ενδεικτικά, δικαιοδοτικής φύσεως είναι τα άρθρα 43(11), 44, 48, 49, 51 και 57(3) του Ν.65(Ι)/2015, τα οποία περιλαμβάνονται στη νομική βάση της αίτησης, ενώ σε ότι αφορά το δικονομικό πλαίσιο μπορεί να λεχθεί ότι ενδεικτικά είναι οι Κανονισμοί 4, 5 και 17 του Διαδικαστικού Κανονισμού 5/2016, οι οποίοι επίσης περιλαμβάνονται στη νομική βάση της αίτησης. Ειδικότερα ο Κανονισμός 17 εκθέτει τις δικονομικές προδιαγραφές που πρέπει να χαρακτηρίζει μία αίτηση ιδίας φύσεως όπως την παρούσα. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι η υπό κρίση αίτηση πληροί τις δικονομικές απαιτήσεις. Πρόκειται για έγγραφο στον τύπο που προνοείται, το οποίο συνοδεύεται από ένορκη δήλωση αρμοδίου υπαλλήλου που κατέχει υπεύθυνη θέση σε οργανισμό που εκπροσωπεί την Πιστώτρια και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από αυτήν για να το πράξει. Το Τεκμήριο 1 είναι έγγραφο που ενισχύει την εν λόγω αναφορά. Η ένορκη δήλωση περιγράφει τα γεγονότα που σύμφωνα με την Πιστώτρια έχουν διαδραματιστεί και επί των οποίων εδράζεται η προώθηση της υπό κρίση αίτησης. Ακολούθως η παρούσα αίτηση μαζί με όλα τα έγγραφα που την υποστηρίζουν επιδόθηκαν στο Σύμβουλο Αφερεγγυότητας και στον Χρεώστη.   

 

Η συμπερίληψη των πιο πάνω άρθρων και κανονισμών καθιστούν τη νομική βάση της αίτησης σαφής, συγκεκριμένη και νομικά συμπληρωμένη ως προς το δικαιοδοτικό υπόβαθρο και δικονομικό πλαίσιο της. Στη βάση αυτών, ο επικαλούμενος λόγος ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ με την κοινή εξέταση των λόγων ένστασης (β), (ε), (η) (το μέρος για κατάχρηση), (κστ) & (κη). Μέσα από αυτούς προβάλλεται η κοινή θέση ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε πρόωρα επειδή δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία διόρθωσης τυχόν λάθους του Κτηματολογίου με το να αποταθεί η Πιστώτρια στο Δικαστήριο για τυχόν διόρθωση του επικαλούμενου σφάλματος. Σύμφωνα με τον Χρεώστη και τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, το Τμήμα Κτηματολογίου αυθαίρετα και παράνομα προέβηκε σε αλλοίωση δημοσίου εγγράφου και κατά παράβαση της διαδικασίας που επικαλούνται. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη τους, η υπό κρίση αίτηση προωθείται καταχρηστικά και τυχόν έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, εκτός του ότι θα είναι αντίθετη προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θα επιφέρει αδικία στον Χρεώστη.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι με βρίσκει σύμφωνο η ορθή θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Χρεώστη / Συμβούλου Αφερεγγυότητας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου για έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, με την οποίαν προέβηκε σε διόρθωση των υποθηκευμένων μεριδίων τα οποία έχουν μεταφερθεί επί των επίμαχων ακινήτων που προέκυψαν από το διαχωρισμό, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (σελίδα 5 §3 γραπτής αγόρευσης). Ωστόσο την ίδια στιγμή, η διαφοροποίηση των υποθηκευμένων μεριδίων η οποία υποστηρίζεται από σχετικά έγγραφα διόρθωσης, έστω και αν η διόρθωση αυτή δεν αναγνωρίζεται από τον Χρεώστη και τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας για τους λόγους που από κοινού επικαλέστηκαν αλλά δεν εξετάζονται εδώ, παραμένει ως γεγονός που ισχύει αφού η απόφαση δεν έχει ανατραπεί και κατ’ επέκταση αποτελεί δεδομένο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί για σκοπούς εξέτασης της υπό κρίση αίτησης. Πολύ δε περισσότερο όταν, εξ’ όσον γίνεται αντιληπτό, δεν έχουν ληφθεί νομικά μέτρα για την ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου που κατ’ ισχυρισμό αμφισβητείται.

 

Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω λόγοι ένστασης δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται όλοι.

 

Περαιτέρω ο Χρεώστης μαζί με τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας αποδίδουν κακοπιστία στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας αίτησης και γενικότερα στην συμπεριφορά της Πιστώτριας ως αποτέλεσμα των ενεργειών που προέβηκαν και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, τα οποία θεωρούν παράνομα και αυθαίρετα και οδήγησαν στην προαναφερόμενη απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου, την οποίαν δεν αποδέχονται. Πρόκειται για τους κοινούς λόγους ένστασης (η) (το μέρος για κακοπιστία), (ιστ), (ιη), (κα) (το μέρος για κακοπιστία Πιστώτριας), (κβ) & (κη).

 

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου που εκτέθηκε στα πλαίσια εξέτασης των αμέσως πιο πάνω λόγων ένστασης, βρίσκει έρεισμα και εδώ. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω και ούτε να προσθέσω οτιδήποτε. Η ουσία παραμένει και είναι ότι γίνεται αναφορά σε διαδικασία και σε μία απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου που είναι ζητήματα τα οποία δεν εξετάζονται στην παρούσα αίτηση και ως εκ τούτου ξεφεύγουν του αντικειμένου εκδίκασης της. Με βάση το εν λόγω σκεπτικό, οι λόγοι αυτοί ένστασης είναι έκθετοι σε απόρριψη επειδή στερούνται ερείσματος.

 

Έπεται η εξέταση του λόγου ένστασης (α) με τον οποίον ο Χρεώστης και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας ισχυρίζονται η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα παραβλάψει το δικαίωμα του πρώτου για ανεξάρτητο εκτιμητή, το οποίο προνοείται στο άρθρο 44(3)(β) του Ν.65(Ι)/2015.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός παρέμεινε μετέωρος. Ουδεμία εξήγηση παρέχεται τόσο μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τις ενστάσεις όσο και μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Χρεώστη / Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Η πλευρά του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Εκλαμβάνω ότι η θέση αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Πέραν και ανεξαρτήτως όμως αυτού, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως δικαιολογείται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός στερείται θεμελίωσης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως πιο πάνω βρίσκουν έρεισμα και στον λόγο ένστασης (κγ) με τον οποίον ο Χρεώστης και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας ισχυρίζονται ότι η Πιστώτρια «εμποδίζεται δια διαγωγής και/ή εγγράφων και/ή συμπεριφοράς από το να προβάλλει τους ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και να ζητά το αιτούμενο διάταγμα.» Παραπέμπω στο σχολιασμό που έγινε αμέσως πιο πάνω και θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει την εξέταση και αυτού του λόγου ένστασης, ο οποίος, στη βάση του σχολιασμού αυτού, απορρίπτεται ως ατεκμηρίωτος.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης θα εξεταστούν μαζί επειδή όλοι αφορούν το ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Η απάντηση άπτεται του αντικειμένου εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης.

 

Από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό προκύπτουν διάφορα γεγονότα στα οποία θα κάνω αμέσως αναφορά. Επίσης θα κάνω αναφορά σε γεγονότα που περιήλθαν εις γνώση μου μέσα από πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον ανάτρεξα για καλύτερη αντίληψη του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Συγκεκριμένα με βάση το Τεκμήριο 6 που είναι σύμβαση και δήλωση υποθηκεύσεως χωραφιού ημερ. 10.06.09, έγγραφο συμπληρωμένο, σφραγισμένο και υπογραμμένο, παρατηρώ ότι ο Χρεώστης ήταν συνιδιοκτήτης στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/8324 στην κοινότητα Τίμης της επαρχίας Πάφου με εγγεγραμμένο μερίδιο ½. Μερίδιο 1/10 επί του συνόλου ήταν υποθηκευμένο προς όφελος της πρώην ΣΠΕ Γεροσκήπου και Ανατολικής Πάφου με την υποθήκη αρ. Υ1981/09. Η αναφορά για διαχωρισμό του πιο πάνω χωραφιού στα ακίνητα με αρ. εγγραφής 0/8946 και 0/8947 περί τις 07.09.15 επαληθεύεται από σχετικά έντυπα του Κτηματολογίου που αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 6 της αίτησης. Εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης επί όλου μεριδίου των ακινήτων με αρ. εγγραφής 0/8946 και 0/8947, τα οποία προέκυψαν από το διαχωρισμό του χωραφιού με αρ. εγγραφής 0/8324, είναι ο Χρεώστης, γεγονός που αποδεικνύεται από σχετικά πιστοποιητικά ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας που έχουν κατατεθεί στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας (μέρος Τεκμηρίου 6 αίτησης). 

 

Ακολούθως το προαναφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα συγχωνεύτηκε με το Ελληνικό Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ και στη συνέχεια αυτό μετονομάστηκε σε Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ. Αυτά επιβεβαιώνονται από το Τεκμήριο 2 της αίτησης που είναι σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έπειτα, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 4 της αίτησης που είναι μία άλλη σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ μαζί με άλλους πιστωτικούς οργανισμούς συγχωνεύτηκαν με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ. Ακολούθησε στις 17.07.17 η μετονομασία σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και μετά από 03.09.18, κατόπιν απόφασης της Ειδικής Συνέλευσης των μετόχων της η μετονομασία της σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΣΕΔΙΠΕΣ»), γεγονός που προκύπτει από σχετικό Πιστοποιητικό (Τεκμήριο 5). Πρόκειται για την Πιστώτρια. Από τη ΣΕΔΙΠΕΣ ιδρύθηκε η ΚΕΔΙΠΕΣ, η οποία διαχειρίζεται ορισμένες υποθέσεις της ΣΕΔΙΠΕΣ. Το νομικό καθεστώς της ΚΕΔΙΠΕΣ φαίνεται από σχετικό έγγραφο που τέθηκε ενώπιον μου ως Τεκμήριο 1 της αίτησης.         

 

Στην πορεία εγέρθηκε διαδικασία ΠΣΑ με εμπλεκόμενους τον Χρεώστη, τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας και την Πιστώτρια. Αυτό αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής η Πιστώτρια απέστειλε, δυνάμει του άρθρου 43 του Ν.65(Ι)/2015, ένορκη δήλωση επαλήθευσης χρέους υπό την ιδιότητα του καθορισμένου πιστωτή ημερ. 18.05.22, γεγονός που θεμελιώνεται με την κατάθεση του σχετικού εγγράφου ως Τεκμήριο 7 της αίτησης. Ο καθορισμός του χρέους που σημειώνεται στην ένορκη δήλωση εδράζεται πάνω σε αναφορά ότι η Πιστώτρια είναι εξασφαλισμένος πιστωτής. Στη βάση υποθηκευμένων μεριδίων των ακινήτων με αρ. εγγραφής 0/[ ] και 0/[ ] που έχουν προσδιοριστεί σε 1/5 έκαστο, παρέχεται η αγοραία αξία τους επί των εν λόγω υποθηκευμένων μεριδίων. Απλή ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ημερ. 18.05.22 είναι αρκετό για να αντιληφθεί κάποιος τα πιο πάνω. Σχετική εκτίμηση της αγοραίας αξίας και αξίας καταναγκαστικής πώλησης των υποθηκευμένων, επί των εν λόγω ακινήτων, μεριδίων που λήφθηκαν υπόψη να είναι 1/5 εξ’ αδιαιρέτου έκαστο, υπολογίστηκαν και περιέχονται σε σχετική έκθεση ιδιώτη εκτιμητή ακινήτων, η οποία παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 8 της αίτησης.    

 

Επειδή σύμφωνα με την Πιστώτρια τα υποθηκευμένα μερίδια των πιο πάνω ακινήτων, βάση των οποίων θα έπρεπε να είχε γίνει η σχετική εκτίμηση της αγοραίας αξίας και αξίας καταναγκαστικής πώλησης τους, ανέρχονται σε ½ εξ’ αδιαιρέτου έκαστο, με ηλεκτρονικό μήνυμα της ημερ. 05.07.22 (μέρος των Τεκμηρίων 11-14), ενημέρωσε τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας ότι υπήρξε λάθος και ότι θα πρέπει να υποβληθεί αναθεωρημένη ένορκη δήλωση επαλήθευσης χρέους. Η πλευρά του Χρεώστη αρνήθηκε ότι υπάρχει λάθος στα υποθηκευμένα μερίδια επικαλούμενος έγγραφα του Κτηματολογίου (Τεκμήριο Α ένστασης – επιστολή ημερ. 06.07.22 δικηγόρου Χρεώστη).

 

Στο μεταξύ στις 07.07.22 παρατάθηκε η ισχύς του Προστατευτικού Διατάγματος για περίοδο 40 ημερών από 10.07.22, γεγονός που διαπιστώθηκε από έγγραφο που περιέχεται στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης. Ακολούθως με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερ. 05.08.22, γεγονός που επίσης διαφαίνεται από έγγραφο που υπάρχει στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας ενημέρωσε την Πιστώτρια ότι η Συνέλευση Πιστωτών προγραμματίστηκε να διεξαχθεί στις 18.08.22.

 

Η Πιστώτρια αποτάθηκε στο Κτηματολόγιο ζητώντας τροποποίηση/διόρθωση των υποθηκευμένων μεριδίων, αίτημα που έγινε δεκτό από τον Διευθυντή. Το αποτέλεσμα της απόφασης του Διευθυντή γνωστοποιήθηκε στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας με ηλεκτρονικό μήνυμα της Πιστώτριας ημερ. 11.08.22 (μέρος Τεκμηρίων 11-14 αίτησης). Επίσης ο Διευθυντής φαίνεται να προέβηκε σε τροποποίηση/διόρθωση εγγράφων ώστε να αποτυπώνεται η εν λόγω τροποποίηση/διόρθωση των υποθηκευμένων μεριδίων των πιο πάνω ακινήτων (Τεκμήρια Α & Β συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στην αίτηση).

 

Χωρίς να κρίνω την νομιμότητα και/ή εγκυρότητα της απόφασης του Διευθυντή και δίχως να αποφασίζω για τη νομική ισχύ των εγγράφων που τροποποιήθηκαν/διορθώθηκαν ως αποτέλεσμα της απόφασης του Διευθυντή, τα έγγραφα αυτά περιήλθαν εις γνώση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας και η κατάσταση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα. Η Πιστώτρια με ηλεκτρονικό μήνυμα της ημερ. 11.08.22 (μέρος Τεκμηρίων 11-14 αίτησης) ζήτησε από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας να ακυρώσει την προγραμματισμένη Συνέλευση Πιστωτών, αίτημα όμως που απορρίφθηκε μέσα από το ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ. 18.08.22 (μέρος των Τεκμηρίων 11-14) με τη δικαιολογία ότι η παράταση του Προστατευτικού Διατάγματος εξέπνεε εκείνη την ημέρα χωρίς να υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω παράτασης του.

 

Με κάθε σεβασμό η πιο πάνω απόφαση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας ελέγχεται. Προς επίρρωση του σκεπτικού μου θα παραπέμψω στις πρόνοιες του εδαφίου (7Α) του άρθρου 39 του Ν.65(Ι)/2015 που εισήχθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ στις 14.08.20 με τον τροποποιητικό νόμο 100(Ι)/2020. Σύμφωνα με το εδάφιο αυτό:

«Σε περίπτωση που προστατευτικό διάταγμα έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) ή έχει παραταθεί δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (6) και (7) και έχει λήξει, το δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του συμβούλου αφερεγγυότητας, να παρατείνει περαιτέρω ή να ανανεώσει, αντίστοιχα, την περίοδο ισχύος του προστατευτικού διατάγματος, για όσο χρόνο κρίνει εύλογο, όταν λόγω έκτακτων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων καθίσταται αδύνατη η συνέχιση των διαδικασιών, οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, σχετικά µε προσωπικά σχέδια αποπληρωμής.»

       

[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων καθιστά αντιληπτό ότι το συγκεκριμένο άρθρο εισήχθηκε για να δημιουργήσει παράθυρο επιπλέον παράτασης της ισχύος του Προστατευτικού Διατάγματος κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι διατάξεις του νέου αυτού εδαφίου παρέχουν δυνατότητα για χορήγηση επιπρόσθετης παράτασης μετά τη λήξη της παράτασης της περιόδου των 40 ημερών. Η νομοθετική ρύθμιση προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικών συνθηκών και περιστάσεων που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της διαδικασίας.

 

Για παράδειγμα αν η παρούσα περίπτωση ήταν από αυτές όπου τα μέρη συμφωνούσαν στο σκοπό ετοιμασίας νέας εκτίμησης τότε θα λέγαμε με ασφάλεια ότι η συνέχιση της διαδικασίας με σκοπό την ετοιμασία ΠΣΑ θα ήταν αδύνατη. Θα ήταν προφανές ότι το ΠΣΑ δεν θα μπορούσε να είχε ετοιμαστεί παρά μόνο στη βάση των νέων δεδομένων που θα υπήρχαν. Αυτό παραπέμπει στη δημιουργία ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, ο χειρισμός των οποίων δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τη συνέχιση της υφιστάμενης διαδικασίας. Σε τέτοια περίπτωση η παράταση της ισχύος του Προστατευτικού Διατάγματος, εφόσον αυτό έληγε, θα εξυπηρετούσε την ετοιμασία νέων στοιχείων και πληροφοριών που θα ήταν αναγκαία για την ετοιμασία ΠΣΑ και μετέπειτα θα βοηθούσε στην εφαρμογή των προνοιών του.

 

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν βρισκόταν ενώπιον νομικού αδιεξόδου, όπως σαφώς άφησε να εννοηθεί αλλά υπήρχαν οι πρόνοιες του άρθρου 39(7) του Ν.65(Ι)/2015 που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και να οδηγήσουν σε διέξοδο. Ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας θα μπορούσε μετά τις 18.08.22 που έληγε η περίοδος 40 ημερών ισχύος του Προστατευτικού Διατάγματος να αποταθεί με αίτηση στο Δικαστήριο και εξηγώντας την ιδιαίτερη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί να ζητούσε νέα παράταση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που θα έκρινε ότι χρειαζόταν για να λαμβάνονταν οι ενέργειες εκείνες που χρησίμευαν για να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ΠΣΑ. Ωστόσο ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας  παρέμεινε αδρανής και ο λόγος που επικαλέστηκε στην απόφαση του και καταγράφεται στην ένσταση του για να απορρίψει το αίτημα της Πιστώτριας για ακύρωση της Συνέλευσης Πιστωτών στις 18.08.22, κρίνεται αδικαιολόγητος και συνάμα νομικά ατεκμηρίωτος.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι οι διάδικοι διατηρούν αντίθετες εκδοχές ως προς την ορθότητα, αλήθεια, νομιμότητα και εγκυρότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από το Κτηματολόγιο και κατ’ επέκταση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Όπως έχω πει προηγουμένως, δεν θα ασχοληθώ με τα ζητήματα αυτά επειδή δεν εξετάζονται στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο παραμένει ως γεγονός η τροποποίηση/διόρθωση των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων που υποστηρίζεται από σχετικά έγγραφα του Κτηματολογίου.

  

Με γνώμονα το πιο πάνω η φύση του ζητήματος είναι τέτοια που θεωρώ ότι νομικά επέτρεπε την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 39(7) του Ν.65(Ι)/2015 εκλαμβάνοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου είχε δημιουργήσει νέα δεδομένα σε τέτοιο βαθμό που υπό τις περιστάσεις κάποιος θα μπορούσε να πει ότι καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της διαδικασίας με τη μορφή που είχε. Το ζήτημα που εγέρθηκε δημιούργησε μια κατάσταση που παρέπεμπε σε ειδικές συνθήκες, η οποία δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την πορεία της υφιστάμενης διαδικασίας.

 

Παρά την πιο πάνω απόφαση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, η Πιστώτρια απέστειλε διαφοροποιημένη ένορκη δήλωση επαλήθευσης χρέους ημερ. 23.08.22 στην οποίαν παρόλο ότι σημειώνεται το ίδιο ύψος οφειλής εντούτοις καταγράφεται η διαφοροποιημένη αγοραία αξία τους επί των νέων υποθηκευμένων μεριδίων των ακινήτων με αρ. εγγραφής 0/[ ] και 0/[ ] που έχουν προσδιοριστεί σε ½ έκαστο. Αυτό διαπιστώνεται από μια πρόχειρη ανάγνωση του σχετικού εγγράφου που παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 11 της αίτησης. Ακολούθησε νέα εκτίμηση από την Πιστώτρια της αγοραίας αξίας και αξίας καταναγκαστικής πώλησης των υποθηκευμένων, επί των εν λόγω ακινήτων, διαφοροποιημένων μεριδίων που λήφθηκαν υπόψη να είναι ½ εξ’ αδιαιρέτου έκαστο, τα οποία υπολογίστηκαν και περιέχονται σε σχετική έκθεση ιδιώτη εκτιμητή ακινήτων, η οποία παρουσιάστηκε ως μέρος των Τεκμηρίων 11-14 της αίτησης.

 

Με ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ. 07.09.22, ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας συμφώνησε στην υποβολή νέας ένορκης δήλωσης επαλήθευσης χρέους ημερ. 23.08.22 της Πιστώτριας. Επίσης στο ίδιο μήνυμα του ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας αποδέχτηκε το ύψος του ποσού του επαληθευμένου χρέους που ενόρκως δηλώνεται στις 23.08.22. Αντίθετα δεν αποδέχτηκε τη νέα εκτίμηση για το λόγο ότι η προηγούμενη εκτίμηση ημερ. 18.04.22 είχε καταστεί δεσμευτική για τους διαδίκους δυνάμει του άρθρου 44(3)(α) του Ν.65(Ι)/2015. Επιπλέον ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας απέρριψε τη νέα εκτίμηση επειδή θεωρεί λανθασμένα τα νέα υποθηκευμένα μερίδια των επίμαχων ακινήτων, η αγοραία αξία και αξία καταναγκαστικής πώλησης των οποίων σημειώνονται στην εν λόγω νέα εκτίμηση.

 

Το ζήτημα της υποβολής διαφοροποιημένης επαλήθευσης χρέους ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 43(11) του Ν.65(Ι)/2015, οι πρόνοιες του οποίου αυτούσια σημειώνουν τα εξής:

«Επαλήθευση καθορισμένου πιστωτή δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνο και μέχρι να τεθεί σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, με τη σύμφωνη γνώμη του συμβούλου αφερεγγυότητας να αποσυρθεί ή να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ποσό που απαιτείται και σε περίπτωση που ο σύμβουλος αφερεγγυότητας δεν συμφωνεί σε τέτοια μεταβολή ή διαγραφή, αρμόδιο να αποφασίσει είναι το δικαστήριο μετά από αίτηση του πιστωτή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου.»

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν ενώπιον μου, χωρίς αμφιβολία η Πιστώτρια θεωρείται ‘καθορισμένος πιστωτής’ στην έννοια που η νομοθεσία αποδίδει. Όπως ερμηνεύεται πιο πάνω, εφόσον δεν έχει τεθεί σε ισχύ ΠΣΑ, ανά πάσα στιγμή η επαλήθευση χρέους δύναται είτε να αποσυρθεί είτε να διαφοροποιηθεί με τη σύμφωνο γνώμη του Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Εδώ είναι σαφές ότι το ΠΣΑ δεν έχει τεθεί σε ισχύ. Εξ ου και ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούν ενστάσεις από Πιστωτές στην επικύρωση του ΠΣΑ καθώς επίσης και αίτηση από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για επικύρωση του ΠΣΑ.

 

Σε ότι αφορά το ζήτημα της επαλήθευσης χρέους, ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας συμφώνησε στην υποβολή νέας ένορκης δήλωσης επαλήθευσης χρέους ημερ. 23.08.22 από μέρους της Πιστώτριας, πράγμα που η τελευταία έπραξε. Επίσης ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας αποδέχτηκε το ύψος του ποσού του επαληθευμένου χρέους που ενόρκως δηλώνεται στις 23.08.22. Επ’ αυτού παραπέμπω στο ηλεκτρονικό μήνυμα του Συμβούλου Αφερεγγυότητας που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12. Αυτή είναι συμπεριφορά που καταδεικνύει ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας συμφωνεί με την ουσία του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που είναι ο υπολογισμός, δηλαδή η επαλήθευση, του χρέους του Χρεώστη προς την Πιστώτρια. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να υπήρχε διαφωνία αφού το ύψος του επαληθευμένου οφειλομένου ποσού στην αρχική ένορκη δήλωση ημερ. 18.05.22 που είχε γίνει αποδεκτή είναι το ίδιο με το χρέος που επαληθεύεται στην ένορκη δήλωση ημερ. 23.08.22. Η διαφωνία εστιάζεται και συνάμα περιορίζεται ως προς την εκτίμηση της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων μεριδίων που είναι απλά επιμέρους πληροφορίες που δεν αφορούν την ουσία της επαλήθευσης οφειλομένου. Η εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση συνοδεύει την ένορκη επαλήθευσης χρέους και ουσιαστικά δεν αποτελεί μέρος για το οποίο κάποιος ορκίζεται για το περιεχόμενο της. Η επαλήθευση ετοιμάστηκε από αρμόδιο υπάλληλο της Πιστώτριας ενώ η εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση ετοιμάστηκε από ιδιώτη εκτιμητή ακινήτων. Μπορούσε να μην είχε συμπεριληφθεί στην ένορκη δήλωση αφού δεν ήταν απαραίτητο. Εκ του περισσού θα έλεγα ότι περιέχεται, ίσως και αχρείαστα. Προς υποστήριξη του σκεπτικού μου παραπέμπω στο εδάφιο (5) του άρθρου 43 του Ν.65(Ι)/2015.

 

Συνοψίζοντας αμφότεροι Πιστώτρια και Σύμβουλος Αφερεγγυότητας συμφωνούν στο ύψος τους επαληθευμένου χρέους. Σαφώς δεν υπάρχει λόγος ενεργοποίησης των προνοιών του άρθρου 43(11) του Ν.65(Ι)/2015 αφού μόνο εάν υπήρχε διαφωνία στο ύψος τους επαληθευμένου χρέους το Δικαστήριο θα αποφάσιζε. Κάτι τέτοιο όμως που δεν ισχύει. Στη βάση αυτών των δεδομένων, το μέρος της ένορκης δήλωσης ημερ. 23.08.22 που περιέχει πληροφορίες για την εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση δεν λαμβάνεται υπόψη. Το κομμάτι αυτό αγνοείται, ως να μην υπάρχει στο εν λόγω έγγραφο.  

 

Ένεκα αυτής της εξέλιξης δεν υφίσταται λόγος εξέτασης των αιτουμένων θεραπειών υπό τα σημεία (Α) και (Β) σε ότι αφορά το κομμάτι που αναφέρεται στην αναθεωρημένη επαλήθευση χρέους της υπό κρίση αίτησης.

 

Σε κάθε περίπτωση η διαφωνία των διαδίκων εστιάζεται και ταυτόχρονα περιορίζεται στην εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία δυνάμει του άρθρου 43(5) του Ν.65(Ι)/2015 πρέπει να συνοδεύει την ένορκη δήλωση επαλήθευσης χρέους. Σχετικό για το θέμα αυτό είναι το άρθρο 44 του Ν.65(Ι)/2015 που πραγματεύεται την εκτίμηση της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση. Θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ στις πιο κάτω πρόνοιες του εν λόγω άρθρου:

«(1)      Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, είναι η αγοραία αξία της εν λόγω περιουσίας, η οποία καθορίζεται σε συµφωνία µεταξύ του συµβούλου αφερεγγυότητας εκ µέρους του χρεώστη του σχετικού εξασφαλισµένου καθορισµένου πιστωτή και οποιοδήποτε εγγυητή, όπου αυτό εφαρµόζεται, σύµφωνα µε τη διαδικασία του παρόντος άρθρου.

(3)        Το αργότερο εντός δέκα (10) ηµερών από την ηµέρα υποβολής της προκαταρτικής εκτίµησης από τον πιστωτή δυνάµει των διατάξεων του εδαφίου (2), ο σύµβουλος αφερεγγυότητας εκ µέρους του χρεώστη και όπου αυτό εφαρµόζεται ο εγγυητής είτε- (α) συµφωνούν µεταξύ τους και µε τον καθορισµένο πιστωτή ως προς την αγοραία αξία της περιουσίας και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίµηση είναι δεσµευτική για όλους· είτε (β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιµητή· είτε (γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιµητή.

…»   

Στην προκειμένη περίπτωση η Πιστώτρια συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 44 αφού απέστειλε προκαταρκτική εκτίμηση από ιδιώτη εκτιμητή της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση. Πρόκειται για εκτίμηση της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων. Εκείνο όμως που διαπιστώνω είναι ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν έχει διαφωνήσει ως προς την εκτίμηση ώστε να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες των εδαφίων (3), (4) και (5) του άρθρου 44. Εξ ου και ουδεμία τέτοια αναφορά γίνεται στα ηλεκτρονικά μηνύματα του. Ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας βασικά έχει διαφωνήσει με τη διαδικασία που ακολούθησε το Κτηματολόγιο και την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου σε σχέση με την τροποποίηση/διόρθωση των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων. Αυτό όμως, όπως ήδη έχει λεχθεί, είναι ζήτημα που δεν εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Συνεπώς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ουδεμία διαφωνία υφίσταται μεταξύ των διαδίκων για το ζήτημα της εκτίμησης της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων υπό το πνεύμα του άρθρου 44 του Ν.65(Ι)/2015. Η διαφωνία των διαδίκων περιορίζεται σε ζήτημα που δεν σχετίζεται με το πνεύμα και τις πρόνοιες της νομοθεσίας αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Σε τελευταία όμως ανάλυση ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας έλαβε μία απόφαση, η οποία φαίνεται να στερείται βάσης, λογικής και η οποία έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις τη υφιστάμενης νομοθεσίας. Κατά παράβαση των προνοιών του Ν.65(Ι)/2015 που είναι η νομοθεσία που βασικά διέπει την εκδίκαση του αντικειμένου της παρούσας υπόθεσης, παραγνώρισε δεδομένα που είναι αναγκαία για την ορθή και ακριβή ετοιμασία του ΠΣΑ. Τέτοια δεδομένα είναι η εκτίμηση της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων κατά παράβαση του άρθρου 44.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η απόφαση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας να μην αποδεχτεί την νέα προκαταρκτική εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση της Πιστώτριας ακυρώνεται και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας διατάζεται να την αποδεχτεί προχωρώντας και ολοκληρώνοντας τη διαδικασία.

 

Έπεται ότι το μέρος του σημείου (Β) που αφορά την εκτίμηση της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων μεριδίων επί των επίμαχων ακινήτων, επιτυγχάνει. Η αιτούμενη θεραπεία υπό το σημείο (Γ) καλύπτεται από το μέρος τους σημείου (Β) που έχει επιτύχει. Παράλληλα όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης απορρίπτονται ως αβάσιμοι. Συνακόλουθα οι ενστάσεις απορρίπτονται στην ολότητα τους. 

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει στο βαθμό και την έκταση που έχω εξηγήσει.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Πιστώτριας-Αιτήτριας και εναντίον του Συμβούλου Αφερεγγυότητας-Καθ' ου η Αίτηση και του Χρεώστη.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο