ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Αγωγή αρ. 1179/2021

 

 

 

 

Θ. Ν.

 

Ενάγουσα

 

 

ν.

 

 

 

Δ. Ν.

 

 

Εναγόμενη

 

_____________

 

Ημερομηνία: 07 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Γ. Παπασάββα (κα), για την Ενάγουσα

Καμία εμφάνιση, για την Εναγόμενη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

1.        Με την αγωγή της, η Ενάγουσα, που ισχυρίζεται πως είναι επαγγελματίας αισθητικός που χρησιμοποιεί την επωνυμία «[]», αξιώνει αποζημιώσεις και διατάγματα, για δυσφήμιση που ισχυρίζεται πως υπέστη στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook, λόγω δημοσιευμάτων κατά τις ημερομηνίες 18.12.2021, 19.12.2021, 22.12.2021, που η Ενάγουσα θεωρεί ότι ήταν δυσφημιστικά. Δημοσιεύθηκαν, όπως αναφέρει, στον προσωπικό λογαριασμό της Εναγόμενης, στο εν λόγω μέσο κοινωνικής δικτύωσης, και ήταν ορατά σε τρίτα πρόσωπα. Της προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημιά, όσον αφορά τη φήμη στον τομέα απασχόλησής της, μειώθηκε η πελατεία στο ινστιτούτο της, και ίσως απομακρύνθηκαν και νέοι πελάτες.

 

2.        Τόσο στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, όσο και στην Έκθεση Απαίτησης, που στη συνέχεα καταχωρίστηκε, η Ενάγουσα δεν εξέθεσε το περιεχόμενο των συγκεκριμένων δημοσιευμάτων.

 

3.        Η Εναγόμενη, ενώ αρχικά είχε εμφανιστεί στη διαδικασία, στη συνέχεια, έπαυσε να εμφανίζεται. Ούτε Έκθεση Υπεράσπισης έχει καταχωρίσει. Η δικηγόρος που καταχώρισε σημείωμα εμφάνιση για την Εναγόμενη αρνήθηκε να παραλάβει ακόμα και την ειδοποίηση του Πρωτοκολλητείου, παρόλο που δεν της δόθηκε άδεια από το Δικαστήριο για να αποσυρθεί από την εκπροσώπηση της Εναγόμενης.

 

4.        Η Ενάγουσα, που δεν είχε προωθήσει την απαίτησή της για αρκετό καιρό, κλήθηκε από το Δικαστήριο, εάν θα προωθήσει την αγωγή της, να προχωρήσει σε απόδειξη της υπόθεσής της.

 

5.        Μαρτυρία για την υποστήριξη της υπόθεσής της έδωσε η ίδια η Ενάγουσα, δια της οποίας αναφέρει όσα και στην Έκθεση Απαίτησής της και προσκομίζει τα κείμενα τα οποία θεωρεί ως τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα (Τ1). Έγινε συζήτηση της υπόθεσης με τη συνήγορο της Ενάγουσας, η υπόθεση παρέμεινε μέχρι και σήμερα, για τυχόν περαιτέρω μαρτυρία της Ενάγουσας, στη βάση των όσων είχαν αναφερθεί. Δεν προσκομίστηκε περαιτέρω μαρτυρία, πέραν αυτής που ήδη έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο. Η κυρία Παπασάββα έθεσε τις παραμέτρους υπό τις οποίες θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η κριτική της Εναγόμενης προς την Ενάγουσας εισήλθε στο πεδίο της δυσφήμισης.

 

6.        Έχω εξετάσει ό,τι είναι καταχωρισμένο στον φάκελο της διαδικασίας και ό,τι γενικότερα αναφέρθηκε.

 

7.        Σύμφωνα με το άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, δυσφήμιση είναι η δημοσίευση, από οποιοδήποτε πρόσωπο, με έντυπο, γραπτό, ζωγραφιά, ομοίωμα, χειρονομίες, λόγια ή άλλους ήχους, ή με κάθε άλλο μέσο οποιασδήποτε φύσης, περιλαμβανομένης και της εκπομπής με ασύρματη τηλεγραφία, δημοσιεύματος το οποίο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο έγκλημα ή ανάρμοστη συμπεριφορά σε δημόσια θέση ή εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει με δυσμένεια την υπόληψη  άλλου προσώπου στο επάγγελμα, επιτήδευμα, την εργασία, απασχόληση, ή τη θέση του ή ενδέχεται να εκθέσει άλλο πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη, ή ενδέχεται να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους. Για τους σκοπούς της πρόνοιας αυτής, «έγκλημα» σημαίνει ποινικό αδίκημα ή άλλη αξιόποινη πράξη βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει στη Δημοκρατία, καθώς και πράξη που τελέστηκε οπουδήποτε, η οποία, εάν τελείτο στη Δημοκρατία, θα ήταν αξιόποινη πράξη σε αυτήν.

 

8.        Χωρίς απόδειξη ειδικής ζημιάς, δεν είναι δυνατή η έγερση αγωγής για δυσφήμιση η οποία ενεργήθηκε με χειρονομίες, με λόγια ή άλλους ήχους, με εξαίρεση την εκπομπή με ασύρματη τηλεγραφία, εκτός όταν οι χειρονομίες, τα λόγια ή άλλοι ήχοι αποδίδουν έγκλημα που δύναται να επισύρει στον ενάγοντα φυλάκιση, σκοπεύουν στο να βλάψουν ή να επηρεάσουν με δυσμένεια την υπόληψη του ενάγοντα στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή τη θέση του, ή αποδίδουν σε αυτόν μεταδοτική ή μολυσματική νόσο, μοιχεία ή ασέλγεια. Δυσφήμιση διαπράττεται και εάν ακόμα το δυσφημιστικό της νόημα δεν εκφράζεται ευθέως ή πλήρως· αρκεί εάν το νόημα αυτό, και η αναφορά του σε αυτό που φέρεται ότι είναι δυσφημούμενο δύνανται να συναχθούν είτε από αυτή την ίδια την δυσφημιστική δήλωση είτε από εξωτερικές περιστάσεις, είτε μερικά από το ένα και μερικά από το άλλο.

 

9.        Δεν αρκεί ένα κείμενο να είναι δυσφημιστικό, ως ερμηνεύεται, αλλά θα πρέπει επίσης να δημοσιευθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κεφ. 148, πρόσωπο δημοσιεύει δυσφημιστικό δημοσίευμα εάν προκαλεί τέτοια χρήση του εντύπου, γραπτού, ζωγραφιάς, ομοιώματος, χειρονομιών, λόγων ή άλλων ήχων ή άλλων μέσων, με τα οποία μεταδίδεται το δυσφημιστικό δημοσίευμα, είτε με έκθεση, ανάγνωση, απαγγελία, περιγραφή, παράδοση, κοινοποίηση, διανομή, επίδειξη, έκφραση, εκφώνηση ή άλλως πως, ώστε το δυσφημιστικό νόημα αυτού να περιέρχεται ή να ενδέχεται να περιέλθει σε γνώση οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή αυτού που δυσφημίζεται από αυτό ή του συζύγου ή της συζύγου αυτού που δημοσίευσε τη δυσφημιστική δήλωση κατά τη διάρκεια του γάμου. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, κοινοποίηση με ανοικτή επιστολή ή ταχυδρομικό δελτάριο, ανεξάρτητα εάν αποστέλλεται προς αυτόν που δυσφημίζεται ή προς άλλον, συνιστά δημοσίευση.

 

10.    Μπορεί να είναι δυσφημιστικό ένα δημοσίευμα, αλλά να μην υπάρξει καταδίκη για το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης και να μην επιδικαστούν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, εάν αποδειχθεί κάποια από τις υπερασπίσεις που προβλέπονται στον νόμο ή εφαρμόζονται στη νομολογία.

 

11.    Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε υπερασπίσεις, αλλά προέχει η εξέταση εάν υπάρχει δημοσίευμα δυσφημιστικό, που δημιουργεί την ανάγκη αναζήτησης τυχόν υπερασπίσεων.

 

12.    Το πρώτο κείμενο που προσκομίζεται ως δημοσίευμα στο Τ1, δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, ότι είναι δημοσίευμα. Όπως φαίνεται, είναι ιδιωτική επικοινωνία στο κοινωνικό δίκτυο. Σ’ εκείνην, η Ενάγουσα φαίνεται να παραπονείται στην Εναγόμενη για το αποτέλεσμα των υπηρεσιών της, εκφράζοντας και την ελπίδα για επανόρθωση.

 

13.    Το δεύτερο κείμενο, που προσκομίζεται ως δημοσίευμα στο Τ1, και δεν υπάρχει άλλο εκτός από αυτό, είναι ένα κείμενο που σύμφωνα με την Ενάγουσα συνέγραψε και δημοσίευσε η Εναγόμενη με χρήση προφίλ τρίτου προσώπου, και δημοσίευσε σε άγνωστη σελίδα στο κοινωνικό δίκτυο ως μη σύσταση της «[]». Με αυτό, η γράφουσα, που αναφέρει πως είναι η «Δ*****» και ότι δημοσιεύσει το κείμενο μέσω συγγενικού προφίλ γιατί η Ενάγουσα την «μπλόκαρε» από παντού, παραπονείται πως η αισθητικός που κάνει χρήση της επωνυμίας «[]», που δεν κατονομάζει με το πραγματικό της όνομα, της έκανε κακής ποιότητας τατουάζ στα φρύδια (microblading), που εξαφανίστηκε την τέταρτη ημέρα. Της ζήτησε τρεις φορές να τις δώσει αποδείξεις για τις πληρωμές που έκανε και την αγνόησε, εκφράζοντας τη θέση πως η ενέργεια αυτή ήταν παράνομη. Το όνομά της, όπως αναφέρει, δεν βρέθηκε σε οποιαδήποτε λίστα εγγεγραμμένων αισθητικών, ούτε το ινστιτούτο της φαίνεται να είναι νόμιμο, με βάση τις λίστες του Υπουργείου Υγείας. Τέλος, της έστειλε φωτογραφίες, να της πει πως ανησυχεί για το αποτέλεσμα, και είχε ακολουθήσει όλες τις οδηγίες της, και εκείνη αντεπιθέτηκε. Το κείμενο φέρει ένδειξη δημοσιότητας προς όλους τους χρήστες του μέσου κοινωνικής δικτύωσης καθώς και σχολίων που δεικνύει θέαση και μπορεί να θεωρηθεί ως δημοσίευμα, για τους σκοπούς της διαδικασίας. Από ό,τι προσκομίστηκε, φαίνεται πως η Ενάγουσα, εκνευρισμένη με τον τρόπο της Εναγόμενης, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της περί παρανομίας, της επέστρεψε μέρος των χρημάτων της και της είπε πως δεν θέλει να έχει σχέση με πελάτες όπως την Εναγόμενη.

 

14.    Η ανταλλαγή προσωπικών απόψεων για υπηρεσίες και προϊόντα σε ιστοσελίδες ή μέσω εφαρμογών που παρέχουν τη δυνατότητα τέτοιου είδους αξιολογήσεων, από πελάτες και καταναλωτές, είναι πλέον διαδεδομένη, συνάδουσα με τη νοοτροπία και οι ίδιες οι επιχειρήσεις ή οι επαγγελματίες να αναζητούν κάποια ανατροφοδότηση, για τη βελτίωση των υπηρεσιών ή των προϊόντων τους. Τέτοιες σελίδες ή μέθοδοι διαδικτυακής κριτικής ή αξιολόγησης υπηρεσιών και προϊόντων (reviews) περιλαμβάνουν τόσο καλές όσο και κακές κριτικές που, σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό εκ προοιμίου, στον μέσο αναγνώστη ή αποδέκτη, πως είναι υποκειμενικές, βασισμένες στην ατομική εμπειρία, αντίληψη και ζητούμενα του κάθε καταναλωτή. Νοείται πως δεν μπορεί κάθε αρνητική ή κακή κριτική (bad review) ή κριτική που δεν συνιστά επευφημία και διαφήμιση, να θεωρείται πως συνιστά και δυσφήμιση. Θα ήταν δε δύσκολο να γίνει αποδεκτό, στη σύγχρονη εποχή, οποιοσδήποτε τολμήσει να εκφράσει μια αρνητική κριτική για υπηρεσίες ή προϊόντα με τα οποία δεν είναι ικανοποιημένος, γνώμη ως προς την οποία συχνά μπορεί και να ερωτάται, να φοβάται μήπως βρεθεί αντιμέτωπος με αγωγή για δυσφήμιση, με την οποία να εξαναγκάζεται σε αποζημιώσεις και φίμωση.

 

15.    Από την άλλη, κάθε είδους δημόσιος λόγος, περιλαμβανομένου του λόγου που εκφράζεται από πολίτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που παρέχουν ευρεία δημοσιότητα, με τόσο μεγάλη ευκολία πια, θα πρέπει να έχει και έναν ελάχιστο βαθμό υπευθυνότητας. Ακόμα κι αν αυτός ο βαθμός υπευθυνότητας δεν μπορεί να φτάνει στα επίπεδα της επαγγελματικής δημοσιογραφίας (όπου εκεί υφίσταται καθήκον ενημέρωσης και αλλιώς είναι διαμορφωμένη η σχέση με το αναγνωστικό κοινό), συχνά, αντιπαραβάλλεται με τη συνθήκη τα ίδια τα λόγια που περιέχονται στα διαδικτυακά κείμενα να εκφράζονταν δια ζώσης ή και σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο βήμα με συγκεκριμένους αποδέκτες. Δηλαδή, δεν θα πρέπει η ψευδαίσθηση της ανωνυμίας ή η αυτοπεποίθηση της ελεύθερης γραφής από τον προσωπικό χώρο ή προς το άγνωστο να επισκιάζει τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο εκφρασμένος δημόσιος λόγος στους άλλους.

 

16.    Όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, συνήθως, βασίζονται στην εμπιστοσύνη και στην προτίμηση του κοινού ή και γίνεται προσπάθεια για την ενίσχυσή της, μέσω της βελτίωσής τους, και ο εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών και η απευθείας αλληλοενημέρωση της κοινωνίας των καταναλωτών χωρίς παρεμβάσεις είναι ο στόχος τέτοιων «reviews». Υπερβολικές ή ασυγκράτητες αρνητικές κριτικές στο διαδίκτυο, που ενέχουν εκδικητικότητα και σκοπούν ενεργά στο να βλάψουν τον επαγγελματία, διαμορφώνοντας αρνητικά τη γνώμη άλλων καταναλωτών, ενδεχομένως να μπορούν να εισέλθουν και στο πεδίο της δυσφήμισης. Εν τέλει, δεν εξυπηρετούν και τον σκοπό για τον οποίον λειτουργούν οι διαδικτυακές δυνατότητες της ανταλλαγής αξιολογικών κρίσεων για προϊόντα και υπηρεσίες αναμεταξύ των καταναλωτών τους, που είναι πρώτιστα η αυθεντική και ειλικρινής ενημέρωση, για την υποβοήθηση λήψης καλύτερων καταναλωτικών αποφάσεων.

 

17.    Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίστηκαν στη νομολογία περιπτώσεις όπου υπερβολικές αρνητικές κριτικές οδήγησαν σε αγωγές για δυσφήμιση. Το όριο από το οποίο μια κακή κριτική στο διαδίκτυο περνά σε πεδίο δυσφήμισης δεν είναι εύκολο, και λαμβάνει υπόψη του τις συνήθειες που έχουν αναπτυχθεί στον τρόπο έκφρασης των πολιτών στα κοινωνικά δίκτυα, προσπαθώντας να εξισορροπήσει την ελευθερία που συνοδεύει τον λόγο αυτό, με την ταυτόχρονη ανάγκη προστασίας της φήμης και κατ’ επέκταση της προσωπικότητας των άλλων. Ενδεικτικό παράδειγμα στην Αυστραλιανή John Fairfax Publications Pty Ltd v. Gacic [2007] HCA 28, όπου η κακή κριτική του φαγητού ενός εστιατορίου είχε μπει σε πεδίο δυσφήμισης. Σε αντίθεση, λόγου χάριν, με την Scott v Bodley (No 2) [2022] NSWDC 651, όπου ο ενάγων είναι αξιολογηθεί στο Google και στο Facebook ως ανίκανος, άτιμος, χωρίς επαγγελματισμό και με επιθετικότητα στους τρόπους του, και εκεί δεν είχε αποδειχθεί σοβαρή ζημιά ικανή να του παρέχει θεραπεία, ή στην  High Quality Jewellers Pty Ltd & Ors v Ramaihi (Ruling) [2022] VCC 2240, όπου επίσης απασχόλησε το «τεστ» της ύπαρξης σοβαρής ζημιάς. Εκείνο, τείνει να χρησιμοποιείται στην εν λόγω δικαιοδοσία ως αντιστάθμισμα στον τρόπο λειτουργίας των αξιολογήσεων υπηρεσιών και προϊόντων στο διαδίκτυο. Σχετική με κακή κριτική ήταν και η Αγγλική Burki v. Seventy Thirty Ltd; Seventy Thirty Ltd v. Burki [2018] EWHC 2151 (QB). Σε διάφορες άλλες δικαιοδοσίες, έχουν απασχολήσει αρνητικές κριτικές υπηρεσιών και προϊόντων στο διαδίκτυο (bad reviews), με γνώμονα τους κανόνες ή τις αρχές δυσφήμισης, ως έχουν διαμορφωθεί στην κάθε μία, και άλλοτε οι περιπτώσεις περιέρχονται σε πεδίο δυσφήμισης και άλλο όχι, με διαφορετικό τρόπο.

 

18.    Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση το πλαίσιο που εκτέθηκε προηγουμένως, από την ανάγνωση του κειμένου που προσκομίστηκε ως το δημοσίευμα και δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει, στον μέσο αναγνώστη, πως ο λόγος της γράφουσας, που δεν αμφισβητήθηκε πως είναι η Εναγόμενη, ξεφεύγει, ως εκφράζεται, παρά δίδει την προσωπική εκτίμηση της γράφουσας για την ατομική εμπειρία της, σχετικά με τον επαγγελματισμό και την υπευθυνότητα στην εξυπηρέτηση, που ανέμενε και συνάντησε. Μεταξύ άλλων, αφήνει να νοηθεί πως η Ενάγουσα, στην οποία αναμφίβολα ανήκει η επωνυμία «[]» που αναφέρεται ρητά και δια της οποίας η Ενάγουσα καταδεικνύεται, ασκεί παράνομες εργασίες, κατά παράβαση του περί Εγγραφής Αισθητικών Νόμου 40(I)/1999, ώστε να επαπειλείται με ποινή φυλάκισης. Η «παρανομία» της, σε συνάρτηση με την αποτυχία εκτέλεσης της εργασίας που της ανατέθηκε από την Εναγόμενη (το τατουάζ στα φρύδια της), συνιστούν λόγους για τους οποίους, κατά την Εναγόμενη, δεν θα πρέπει να προτιμηθεί από άλλους πελάτες, οι οποίοι θα πρέπει να τύχουν προειδοποίησης και να διασωθούν, δια της παρέμβασης της Εναγόμενης, και, γι’ αυτό, εμφατικά, δεν συστήνεται. Είναι ένα εκτενές κείμενο, με τονισμό της λέξης «παράνομη» και της λέξης «μηδέν», που αναγράφονται σε κεφαλαία γράμματα, για να ξεχωρίζουν. Ολόκληρο το κείμενο δηλαδή διακρίνεται από συνήθεις κριτικές υπηρεσιών και ελκύει την προσοχή. Ξεκάθαρα, η Εναγόμενη υποβιβάζει τις υπηρεσίες που δέχθηκε από την Ενάγουσα. Μάλιστα, η Εναγόμενη δεν δημοσίευσε το συγκεκριμένο κείμενο σε ζητούμενη ανατροφοδότηση, φυσιολογικά, αλλά με δική της πρωτοβουλία, θετική ενέργεια έως προσπάθεια να είναι δημοσιευμένο.

 

19.    Το κείμενο δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ζημιά στην επαγγελματική φήμη της Ενάγουσας, όπως θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στην επαγγελματική φήμη οποιουδήποτε επαγγελματία του είδους, εάν θεωρείται από τους άλλους καταναλωτές που θα δουν το κείμενο αυτό μια «παράνομη», που παίρνει τα χρήματα των ατόμων που την προσεγγίζουν ως πελάτες, χωρίς να τους εξυπηρετεί ή θέτοντας και σε διακινδύνευση το πρόσωπο ή το σώμα τους λόγω έλλειψης γνώσεων ή ικανοτήτων. Κρίνεται πως είναι ένα δημοσίευμα δυσφημιστικό για την Ενάγουσα. Επίσης, πως η Εναγόμενη, μέσα από τη συγκεκριμένη δημοσίευση, την οποία έκανε αφού βρήκε συγγενικό προφίλ, θέλησε και μπήκε στη διαδικασία, ενεργά, να βλάψει τη συγκεκριμένη επωνυμία της Ενάγουσας, υπό την οποία η Ενάγουσα εργάζεται, κατ’ επέκταση την εργασία της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα θέτει με την υπόθεσή της, ως έμεινε αναντίλεκτη, πως εργάζεται νόμιμα και το δημοσίευμα της Εναγόμενης δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

 

20.    Η Ενάγουσα δεν δικογραφεί κάποιαν ειδική ζημιά, όμως της καταλογίζεται, μεταξύ άλλων, και έγκλημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης, ενώ υπήρξε ενεργός σκοπός της Εναγόμενης, με τη συγκεκριμένη δημοσίευση, να βλάψει το επάγγελμα της Ενάγουσας, παρά να εκφραστεί ελεύθερα και δικαιωματικά ως καταναλωτής εκφράζοντας ακόμα και αρνητική ή κακή κριτική. Η δυνητική ικανότητα του δημοσιεύματος, ως ξεπέρασε το όριο, να προκαλέσει σοβαρή ζημιά στην Ενάγουσα, ως σε κάθε πρόσωπο στο οποίο τυχόν το ίδιο να αναφέρονταν, στη θέση της Ενάγουσας, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, επαρκεί για την κατάφαση της δυσφήμισης, και προκύπτει ως θέμα διακριτό εάν, όντως, υπήρξε ζημιά στην Ενάγουσα, που να χρήζει και αποζημίωσης, προς αποκατάσταση. Ενόψει του ότι η Ενάγουσα αποδεικνύει επαρκώς την υπόθεσή της, και δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε υπεράσπιση από την Εναγόμενη, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο αποζημιώσεων.

 

21.    Για τον σκοπό αυτό, έχω υπόψη μου τις αρχές των αποζημιώσεων. Η αρχή που διέπει τον υπολογισμό των αποζημιώσεων στα αστικά αδικήματα, όπως και στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, δεν παύει να είναι η αποκατάσταση[1]. Με βάση αυτήν, οι (συνήθεις) αποζημιώσεις που επιδικάζονται θα πρέπει να είναι εκείνο το ποσό το οποίο θα θέσει τον ενάγοντα στην θέση στην οποία θα βρίσκονταν εάν δεν διαπράττονταν το αδίκημα. Το ποσό που θα επιδικαστεί θα πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο, μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικά αποδεκτού[2]. Έχει αναγνωριστεί προ ετών η τάση της νομολογίας για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονταν στο παρελθόν[3], που αντανακλά την μεγαλύτερη ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο· αντανάκλαση που δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί· εκφράζει, προφανώς, και τις πραγματικότητες της σύγχρονης ζωής[4], μα ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη, ως εξισορροπητικός παράγων, η αγοραστική αξία του χρήματος στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον[5], της οικονομικής κρίσης που επέφερε η πανδημία. Οι αποζημιώσεις παραμένουν το μέσο αποτίμησης του ανθρώπινου πόνου και αντιμετώπισης των δυσχερειών που επιφέρει η βλάβη στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση· όπως και το χρήμα, ευλόγως, παραμένει ένα φύσει ατελές μέσο για να επιφέρει την πλήρη αποκατάσταση. Πολλές φορές, όταν το πλήγμα είναι βαθύτατα ηθικό, κανένα ποσό χρημάτων δεν μπορεί να το επουλώσει. Πολλές φορές, αρκεί μια ειλικρινής απολογία. Ως τέτοιο, ατελές μέσο, το χρήμα, δεν θα πρέπει να ωθεί σε μίαν ανέλεγκτη πορεία αύξησης των αποζημιώσεων[6].  Για την επιδίκαση αποζημιώσεων για δυσφήμιση, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, πέραν από τις λοιπές πραγματικές περιστάσεις (π.χ. τη θέση του ενάγοντος στην κοινωνία, την έκταση και τη μορφή του δημοσιεύματος, την πρότερη συμπεριφορά, την μετέπειτα συμπεριφορά ή την τυχόν απολογία, κ.λπ.)[7], τα σχετικά πραγματικά στοιχεία που τίθενται ενώπιον του και αφορούν την οικονομική κατάσταση του ατόμου που φέρεται να δυσφημεί τον ενάγοντα, τα έξοδα που έχει να αντιμετωπίσει, τυχόν άλλες διαθέσιμες θεραπείες, αλλά και την αρνητική επίδραση (chilling effect) που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια εξέλιξη ευρύτερα στην άσκηση του δικαιώματος.

 

22.    Η Ενάγουσα έθεσε πως θίχτηκε κυρίως ηθικά, γεγονός που την ώθησε να μπει και στη διαδικασία να ενάγει την Εναγόμενη, να μην μπορεί να προσπεράσει τη συγκεκριμένη κακή κριτική, όπως άλλες που αντιμετωπίζει κάθε επαγγελματίας. Δεν αμφισβητήθηκε η ηθική ζημιά της, που εμπερικλείει την ταραχή και γενικότερα την αναστάτωσή της για το δημοσίευμα, και τη φοβία της μην τυχόν απωλέσει πελάτες. Δεν κάνει συγκεκριμένη αναφορά στο πώς η δυσφήμιση ζημίωσε τις εργασίες σε πραγματικό χρόνο, με οικονομικούς όρους. Έπειτα, η δημοσίευση δεν φαίνεται να έγινε σε σελίδα στο προσωπικό προφίλ της Εναγόμενης, όπως αναφέρει η Ενάγουσα, αλλά σε σελίδα που παρέχει λειτουργία σχετική με παροχή τέτοιων αξιολογήσεων από πελάτες του τύπου συστήνει ή δεν συστήνει τις υπηρεσίες («…doesnt recommend []»). Η εν λόγω σελίδα δεν αποκλείεται να είναι σελίδα της ίδιας της Ενάγουσας, αφού, πρόσθετα, στο κείμενο, η γράφουσα, αναγράφει πως χρησιμοποιεί άλλο προφίλ, επειδή η Ενάγουσα την «μπλόκαρε» από παντού, για να καταφέρει να δημοσιεύσει το δυσφημιστικό της κείμενο. Επίσης, το κείμενο της Εναγόμενης συνυπάρχει και με μία σύντομη καλή κριτική για τις υπηρεσίες της Ενάγουσας («…recommends []») από άλλον χρήστη, που ακόμα κι αν εκείνη δεν διαγράφει, υπό τις περιστάσεις, τη δυσφημιστική επίδραση του εκτενούς και επιβλητικού δημοσιεύματος της Εναγόμενης, παρέχει έναν μετριασμό. Υπήρχε, όπως φαίνεται από το υλικό που προσκομίστηκε, τεχνικά, η δυνατότητα απάντησης και διάψευσης ή και ενδεχομένως χρήσης των υπηρεσιών της σχετικής πλατφόρμας, για την αναφορά της δημοσίευσης ή και την αφαίρεσή της. Είναι άγνωστος ο χρόνος για τον οποίον έμεινε δημοσιευμένο το κείμενο, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους έμεινε δημοσιευμένο. Δεν αναφέρθηκε οποιαδήποτε απολογία της Εναγόμενης.

 

23.    Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, συγκλίνουν στο ότι η Ενάγουσα, επαγγελματίας αισθητικός που βασίζεται στην ικανοποίηση των πελατών της, θίχτηκε ηθικά, με αναφορά στην επαγγελματική της εντιμότητα και ακεραιότητα, που αντανακλά και τις αξίες της ως άνθρωπος στην κοινωνία, εξαιτίας του δημοσιεύματος της Εναγόμενης, που ξέφυγε από τα όρια μιας απλής αρνητικής κριτικής υπηρεσιών. Ωστόσο, πέρα από την επίδραση που φυσιολογικά έχει ένα δυσφημιστικό δημοσίευμα, δεν απέδειξε και οποιαδήποτε άλλη, συγκεκριμένη επαγγελματική και κατ’ επέκταση οικονομική ζημιά από τη δυσφημιστική κριτική. Επιπλέον, δεν φαίνεται να εξάντλησε τα περιθώρια μετριασμού της ζημιάς της, με τις τεχνικές δυνατότητες της πλατφόρμας. Έχοντας υπόψη αυτά σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων, κρίνεται πως μπορούν να επιδικαστούν περιορισμένες αποζημιώσεις, ικανές να διακηρύξουν το άδικο που υπέστη η Ενάγουσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της Εναγόμενης και να παρέχουν ηθική ικανοποίηση στην Ενάγουσα, αντίστοιχα αποδοκιμάζοντας τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της διαδικτυακής κριτικής άνευ οποιωνδήποτε ορίων, χωρίς την ίδια στιγμή να λειτουργούν καταπιεστικά γενικότερα έναντι στην ελευθερία της έκφρασης των πολιτών στα κοινωνικά δίκτυα, περιλαμβανομένης της άσκησης υπεύθυνης κριτικής για υπηρεσίες και προϊόντα. Το ποσό το €500,00 καλύπτει τις προαναφερόμενες ανάγκες. Πρόσθετα με αυτό, η Εναγόμενη θα επωμιστεί τα έξοδα αυτής της διαδικασίας.

 

24.    Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για €500,00, πλέον νόμιμος τόκος ετησίως μέχρι εξόφλησης, πλέον για τα έξοδα της αγωγής και της ακρόασής της €1.200,00, πλέον Φ.Π.Α., πλέον νόμιμος τόκος ετησίως μέχρι εξόφλησης.

 

25.    Δεν κρίνεται αναγκαία η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος, ούτε η μαρτυρία της Ενάγουσας ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την έκδοση οποιουδήποτε άλλου διατάγματος. Δεν προσκόμισε στοιχεία ότι το δημοσίευμα εξακολουθεί να υφίσταται, ούτε και ότι η Εναγόμενη έχει συνεχή δυσφημιστική δράση. Οι υπόλοιπες αξιώσεις της Ενάγουσας απορρίπτονται.

 

 

(Υπ.) …………….…………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 CLR 65

[2] Paraskevopoulos v. Georghiou (1970) 1 CLR 116

[3] Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1992) 1 C.L.R. 789

[4] Lankutis v. Νικόλα [2002] 1 Α.Α.Δ. 1128

[5] Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130, Karavallis v. Economides (1970) 1 C.L.R. 271.

[6] Μαυροπετρή v. Λουκά [1995] 1 Α.Α.Δ. 66.

[7] Βλ. ενδεικτικά και την πιο πρόσφατη Κυριάκου ν. Λουκαΐδη, Πολιτική Έφεση 103/2014, ημερ.18.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A450.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο