ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Αγωγή αρ. 367/2015

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ενάγων

 

ν.

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

Εναγόμενος

 

______________________

 

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Α. Ανδρέου για Α. Νικολάου, για τον Ενάγοντα

Γ. Λεοντίου για Αλέξανδρος Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εναγόμενο

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.        Ο Ενάγων ενάγει ως εκπρόσωπος του Προϊσταμένου του Ενδιάμεσου Φορέα Αλιείας (ΕΦ) (Διευθυντής Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, ΤΑΘΕ) του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Ο Εναγόμενος είναι ο ιδιοκτήτης του αλιευτικού σκάφους «Αγία Μαρίνα» τα στοιχεία του οποίου πληρέστερα αναφέρονται στην αγωγή.

 

2.        Στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας 2007-2013 και του μέτρου «Επενδύσεις επί των Αλιευτικών Σκαφών και Επιλεκτικότητα», ο Εναγόμενος, κατόπιν αίτησής του, εγγράφθηκε στον κατάλογο των δικαιούχων, με δύο ενταγμένα Έργα, με αριθμούς πρωτοκόλλων 04.02.030.01.3.2.034 (Σύμβαση ημερομηνίας 01.12.2008) (Έργο Α) και 04.02.030.1.2.3.71 (Σύμβαση ημερομηνίας 27.11.2009) (Έργο Β). Σύμφωνα με τα σχέδια επιχορηγήσεων στα οποία ενέπιπταν τα εν λόγω Έργα, σκάφη των οποίων το ολικό μήκος είναι μικρότερο των 12 μέτρων λαμβάνουν επιχορήγηση ίση προς το 60% του επιλέξιμου προς χρηματοδότηση ποσού. Τα υπόλοιπα σκάφη, το μήκος των οποίων υπερβαίνει τα 12 μέτρα, λαμβάνουν επιχορήγηση ίση προς το 40%.

 

3.        Σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Εγγραφής του σκάφους, που είχε προσκομίσει ο Εναγόμενος κατά τη διαδικασία ένταξης στα σχέδια επιχορηγήσεων, τα Έργα εγκρίθηκαν με ποσοστό χρηματοδότησης 60%. Ωστόσο, κατά τον ετήσιο έλεγχο που διενεργείται για σκοπούς ελέγχου της διατηρησιμότητας της άδειας αλιείας, παρατηρήθηκε ότι στον Εναγόμενο παραχωρήθηκε, για τα έτη 2012 και 2013, πολυδύναμη άδεια αλιείας, ενώ μέχρι το 2011, διέθετε επαγγελματική άδεια παράκτιας αλιείας. Σύμφωνα με το νέο Πιστοποιητικό Εγγραφής του σκάφους του, το οποίο εκδόθηκε την 02.02.2012, το ολικό μήκος του σκάφους καταμετρήθηκε στα 12,07 μέτρα και όχι στα 11,05, που ήταν το μήκος του σκάφους όταν ο Εναγόμενος είχε ενταχθεί στα σχέδια επιχορήγησης, επειδή ο Εναγόμενος είχε στο μεταξύ προβεί σε μεγέθυνση του σκάφους του σε ναυπηγείο στην Πάφο. Βάσει αυτής της διαπίστωσης, το ΤΑΘΕ οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η επιπλέον επιχορήγηση που είχε δοθεί στον Εναγόμενο, κατά το 20%, πρέπει να επιστραφεί.

 

4.        Κατόπιν αυτών, ο Προϊστάμενος του ΕΦ ή και οι αντιπρόσωποί του, απέστειλαν, την 30.08.2013, διπλοσυστημένη επιστολή στον Εναγόμενο, ενημερώνοντάς τον για τις διαπιστώσεις τους, και καλώντας τον να μεταβεί στα Κεντρικά Γραφεία του ΤΑΘΕ, εντός ενός μηνός, για να επιστρέψει το 20% του επιλέξιμου προς χρηματοδότηση ποσού, που αντιστοιχεί σε €12.930,96 και για τα δύο Έργα μαζί. Τυχόν καθυστέρηση στην πληρωμή των οφειλόμενων ποσών, θα δημιουργούσε την υποχρέωση για πληρωμή τόκου, με βάση τον νόμο. Ο Εναγόμενος απέστειλε επιστολή που παραλήφθηκε την 10.10.2013, με την οποία αποδέχονταν το χρέος του και ζητούσε τη διευθέτηση διακανονισμού, ώστε να αποπληρώσει το ποσό με δόσεις, ενώ με άλλη επιστολή του, που παραλήφθηκε την 05.11.2013, ζητούσε όπως γίνει αντικατάσταση του σκάφους του με άλλο. Απαντήθηκαν οι επιστολές του. Στη συνέχεια, ο Εναγόμενος μετέβηκε στα γραφεία του ΤΑΘΕ για συνάντηση, και την 13.12.2013, στάλθηκε επιστολή στον Εναγόμενο, με την οποία ενημερώνονταν για τον σχετικό διακανονισμό της οφειλής του, καθώς και για το ότι το οφειλόμενο ποσό, με αφαίρεση της ενίσχυσης De Minimis €349,00 που δικαιούνταν ο Εναγόμενος για το έτος 2013 και που συμψηφίστηκε, ανέρχεται στις €12.581,96. Επειδή ο Εναγόμενος δεν έκανε δεκτή την πρόταση διακανονισμού, στάλθηκε νέα επιστολή ημερομηνίας 11.03.2014, με την οποία ο Εναγόμενος καλείτο να επιστρέψει το ποσό των €12.824,55 άμεσα, περιλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας μέχρι την 11.03.2014, με την προειδοποίηση πως, σε περίπτωση μη ανταπόκρισής του, θα έπρεπε να ληφθούν δικαστικά μέτρα. Ο Εναγόμενος τελικά δεν ανταποκρίθηκε. Με την αγωγή του, ο Ενάγων αξιώνει το ποσό των €12.824,55 πλέον τόκο προς 4,5% από την 12.03.2014 μέχρι εξόφλησης.

 

5.        O Εναγόμενος, με το δικόγραφό του, παραδέχεται μόνον την ιδιότητα του Ενάγοντος και ότι ο ίδιος είναι ο ιδιοκτήτης του σκάφους, αρνούμενος, όμως, όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Ενάγοντος. Την ίδια στιγμή, ισχυρίζεται, θετικά, πως το σκάφος του ουδέποτε ελέγχθηκε από οποιονδήποτε και ουδείς από τους αντιπροσώπους του ΤΑΘΕ προέβη στη μέτρησή του. Έπειτα, ουδέποτε ειδοποιήθηκε από οποιονδήποτε για κάποια καθυστέρηση και ουδέποτε δέχθηκε κάποια πρόταση για διακανονισμό οφειλής. Έλαβε γνώση για πρώτη φορά της απαίτησης αυτής, όπως αναφέρει, μέσα από την αγωγή. Ζητά την απόρριψη της αγωγής του Ενάγοντος.

 

6.        Ενώ με βάση τα δικόγραφα είχαν καταστεί επίδικα όλα τα γεγονότα που δικογραφεί ο Ενάγων σχετικά με τη συμμετοχή του Εναγόμενου στα σχέδια επιχορήγησης για τα δύο Έργα, τους όρους, το μήκος του σκάφους, την επιχορήγηση που έλαβε, τις διαδικασίες διαπίστωσης της διαφοράς μέσω των διασταυρούμενων πληροφοριών και την επιστολογραφία, πριν από την ακροαματική διαδικασία, κατέστησαν παραδεκτά σχεδόν όλα τα γεγονότα και όλα τα έγγραφα. Τέθηκε, ωστόσο, θέμα ως προς την ερμηνεία των συμφωνηθέντων. Αμφότερες οι πλευρές εστίασαν στον όρο 5 των Συμβάσεων, ως προς την ερμηνεία του οποίου υπήρξε διάσταση, με τον Εναγόμενο να υποστηρίζει πως δεν υπήρξε σημαντική τροποποίηση του σκάφους που να επηρεάζει τα Έργα, κατά τον όρο 5.

 

7.        Πρόσθετα, ο Εναγόμενος πρόβαλε και τον ισχυρισμό, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων, που όμως δεν δικογραφείται, πως, σε κάθε περίπτωση, το ΤΑΘΕ, εμμέσως, συναίνεσε στην τροποποίηση του αλιευτικού του σκάφους, κατά τον χρόνο που ο Εναγόμενος είχε ενημερώσει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας για την τροποποίηση του μήκους του σκάφους του για να μπορέσει να εξασφαλίσει την πολυδύναμη άδεια αλιείας, χωρίς να τον εμποδίσει ή να τον ενημερώσει ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πρόβλημα στις επιχορηγήσεις. Επομένως, γι’ αυτό, λέει, δεν μπορεί ο Ενάγων να αξιώνει την επιστροφή του ποσού.

 

8.        Εν τέλει, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει εάν, υπό τις περιστάσεις, με δεδομένη τη διαφοροποίηση του μήκους του σκάφους του Εναγόμενου, που έγινε νόμιμα, και με βάση το νόημα των συμφωνηθέντων, μπορεί να θεωρηθεί πως ο Εναγόμενος έλαβε χωρίς νόμιμη αιτία μέρος της επιχορήγησης, ώστε να υποχρεούται να το επιστρέψει.

 

Διαδικασία

 

9.        Ενώ αρχικά οι δύο πλευρές ήθελαν να αγορεύσουν επί των παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων, στη συνέχεια, χρειάστηκε να ακουστεί περιορισμένη μαρτυρία, για την κατάθεση περαιτέρω εγγράφων στο Δικαστήριο αλλά και για τις αναγκαίες επεξηγήσεις των γεγονότων και των διαδικασιών από αμφότερες τις πλευρές.

 

10.    Από την πλευρά του ΤΑΘΕ, έδωσε μαρτυρία η λειτουργός Άντρη Ηρακλέους (ΜΕ1), η οποία αντεξετάστηκε από τον δικηγόρο του Εναγόμενου.

 

11.    Μαρτυρία έδωσε και ο Εναγόμενος (ΜΥ1), ο οποίος αντεξετάστηκε από τον δικηγόρο του Ενάγοντος.

 

12.    Η μαρτυρία τους καταγράφεται στα πρακτικά της δίκης, στην πλήρη της μορφή. Κατατέθηκαν στο Δικαστήριο έγγραφα ή δέσμες εγγράφων που σημάνθηκαν ως τεκμήρια (Τ1-Τ8), που είναι ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας.

 

13.    Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.

 

14.    Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

15.    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

16.    Το Τ1, που κατατέθηκε εκ συμφώνου, περιλαμβάνει τις Συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων είναι παραδεκτό. Επιπλέον, η ΜΕ1 κατέθεσε τον Οδηγό Εφαρμογής για το Μέτρο 1.3 «Επενδύσεις επί των Αλιευτικών Σκαφών και Επιλεκτικότητα», 2η έκδοση, Σεπτεμβρίου του 2009 (Τ2) και τον Οδηγό Εφαρμογής «Επενδύσεις επί των Αλιευτικών Σκαφών και Επιλεκτικότητα», Σεπτεμβρίου του 2008 (Τ3). Κατέθεσε, επίσης, το Πιστοποιητικό Εγγραφής Μικρού Σκάφους που είχε προσκομίσει ο Εναγόμενος κατά την ένταξη στα σχέδια, με ημερομηνία έκδοσης 16.05.2008 (Τ4), σύμφωνα με το οποίο το σκάφος του ήταν 11,05 μέτρα, καθώς και την αίτηση που υπέβαλε ο Εναγόμενος την 11.10.2011 για την έκδοση νέου Πιστοποιητικού Εγγραφής Μικρού Σκάφους, στην οποία αναφέρονταν πως το σκάφος του ήταν 12,07 μέτρα, αντί 11,05, βάσει της οποίας είχε εκδοθεί το νέο Πιστοποιητικό Εγγραφής την 02.02.2012 (Τ5). Εξήγησε πως επειδή, πριν από την παρέλευση των 5 ετών από τη χρηματοδότηση, προέκυψε και διαπιστώθηκε η συγκεκριμένη αλλαγή, με βάση τον όρο 5 των Συμβάσεων, έπρεπε να γίνει η επιστροφή. Εξ ου και η επιστολή ημερομηνίας 30.08.2013 (Τ6). Όντως, ο Εναγόμενος είχε αποστείλει απαντητική επιστολή μέσω της οποίας είχε ζητήσει διακανονισμό και ακολούθησε και η επιστολή του ΤΑΘΕ ημερομηνίας 23.12.2013, που αμφότερες προσκομίζονται (Τ7). Ωστόσο, δεν υπήρξε κατάληξη σε κάποιον διακανονισμό, και απαιτήθηκε η πληρωμή του αξιούμενου ποσού (Τ8).

 

17.    Η ΜΕ1 διευκρίνισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, πως οι διαδικασίες μέτρησης των σκαφών δεν είναι δική τους αρμοδιότητα. Ο έλεγχος που κάνει το τμήμα της, για να επιβεβαιώνει τις χρηματοδοτούμενες δαπάνες, για 5 χρόνια εν προκειμένω για το εν λόγω σχέδιο, γίνεται με διασταύρωση δεδομένων κατοχής, αδειών αλιείας από τους δικαιούχους. Γι’ αυτό, κατά τον έλεγχο των συγκεκριμένων Έργων στην περίπτωση του Εναγόμενου, διαφάνηκε ότι το συγκεκριμένο σκάφος κατείχε πολυδύναμη άδεια αλιείας, ενώ η έγκριση και για τα δύο Έργα βασίστηκε σε κριτήριο παράκτιας άδειας αλιείας. Αυτό διαφοροποιούσε το ποσοστό χρηματοδότησης βάσει των κριτηρίων, από 60% σε 40%, εξ ου και η διαφορά που προέκυψε.

 

18.    Κατά την αντεξέτασή της ΜΕ1 από τον κύριο Λεοντίου, αμφισβητήθηκε, και δη επίμονα,  η εξουσιοδότηση της ΜΕ1 να καταθέσει ως μάρτυρας και η αρμοδιότητά της. Η ΜΕ1 απάντησε με φυσικότητα πως, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, δεν χρειάζεται ειδική εξουσιοδότηση για τη μαρτυρία στο Δικαστήριο, εφόσον εξουσιοδοτείται εξ αυτών των καθηκόντων της. Με σεβασμό, θεωρώ αχρείαστη αυτή την προσπάθεια που έγινε από πλευράς του Εναγόμενου, να επιβάλει στη μάρτυρα την αίσθηση ότι πράττει κάτι αντίθετο με τους κανόνες της υπηρεσίας της ή παράνομο, όταν ο λόγος γίνεται για παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα. Πέραν αυτού, για ό,τι ενδιαφέρει το Δικαστήριο, η ΜΕ1 μαρτύρησε για τα καθήκοντά της, που της παρέχουν την κατάλληλη γνώση για τα γεγονότα της υπόθεσης, ο λόγος της συνάδει με το γεγονός ότι είχε στην κατοχή της όλα τα αναγκαία έγγραφα, και έδειξε, μέσα από τα λεγόμενά της, ότι, όντως, είχε γνώση όλων των δεδομένων της υπόθεσης. Δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία της ως προς την ιδιότητα και τη γνώση της, και δεν προσκομίστηκε αντίθετη μαρτυρία. Δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, πως η ΜΕ1 ήρθε κρυφά από την υπηρεσία της να καταθέσει στο Δικαστήριο, για να δράσει αυτοβούλως, ενώ υπάρχει μια διάφορη κατάσταση στην υπηρεσία της, σχετικά με τα δεδομένα της υπόθεσης, ενάντια στη δική της θέση. Δεν επιβάλλεται, από οπουδήποτε, να μαρτυρούν για τις υποθέσεις μόνον οι διευθυντές των αρμοδίων αρχών, ή ότι εάν δεν προσκομιστεί στο Δικαστήριο γραπτή εξουσιοδότηση ειδικά για τη μαρτυρία, τότε υποχρεούται το Δικαστήριο να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του ατόμου που καταθέτει ενώπιον του.

 

19.    Όπως εξήγησε, επίσης αντεξεταζόμενη, η ΜΕ1, δεν υπάρχει διαφωνία ότι, κατά τον χρόνο ένταξης του Εναγόμενου στα σχέδια, ικανοποιούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Ούτε ότι η πολυδύναμη άδεια αλιείας χορηγήθηκε, γνωρίζοντας ότι οι διαστάσεις του σκάφους είναι 12,07 μέτρα. Το Τμήμα Αλιείας, όπως είπε, δεν έχει αρμοδιότητα νηολόγησης. Εκείνη η διαδικασία γίνεται στο Υφυπουργείο Ναυτιλίας, το πρώην τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας. Το Τμήμα Αλιείας δεν μετρά τα σκάφη, λαμβάνει απλώς από τους αλιείς το Πιστοποιητικό Εγγραφής του σκάφους. Δεν έχει, ούτε και θα έπρεπε να έχει, είπε, στην κατοχή της κάποια μέτρηση. Αντίστοιχα, το Υφυπουργείο Ναυτιλίας δεν εκδίδει άδειες αλιείας. Τις άδειες αλιείας παραχωρεί το ΤΑΘΕ, έχοντας στην κατοχή του και το Πιστοποιητικό Εγγραφής, που εκδίδεται από το Υφυπουργείο Ναυτιλίας, εκτός από τα άλλα έγγραφα. Η ίδια δεν γνωρίζει το ιστορικό της άδειας του Εναγόμενου, ούτε χρειάζεται, όπως ανέφερε. Ο έλεγχος που έκανε, όπως ξεκαθάρισε, για να επιβεβαιώσει τα 5 χρόνια διατήρησης του χρηματοδοτούμενου εξοπλισμού στα σκάφη, ήταν ο επανέλεγχος για διατήρηση των αδειών αλιείας και για διατήρηση των κριτηρίων βάσει των οποίων δίδονται οι χρηματοδοτήσεις. Διαφώνησε με τη θέση ότι η έκδοση άδειας αλιείας άλλου τύπου σχετίζεται με τη συμμετοχή του Εναγόμενου στα επενδυτικά προγράμματα και ότι εάν έβλεπε ευρύτερα η υπηρεσία πως με την έκδοση πολυδύναμης άδειας αλιείας θα δημιουργούνταν πρόβλημα με τα προγράμματα, δεν θα ενέκρινε την έκδοσής της. Εξήγησε, με όλους τους δυνατούς τρόπους, πως οι άδειες αλιείας παραχωρούνται μετά από αίτηση από τον κάθε ενδιαφερόμενο. Ο δικαιούχος προφανώς γνώριζε, όπως ανέφερε, τους όρους στην κάθε περίπτωση. Επωφελήθηκε βάσει κάποιων κριτηρίων. Ο ΕΦ, που είναι και το όργανο υλοποίησης των συνχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, εκτελεί τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες αρμοδιότητες του ΤΑΘΕ. Οι χρηματοδοτήσεις είναι ένα κομμάτι και η παραχώρηση των αδειών είναι άλλο κομμάτι. Συναφώς, η μάρτυρας αρνήθηκε και την υποβολή ότι ως δημόσια διοίκηση όφειλε να προβεί σε επαρκή έρευνα, που δεν έκανε, πριν να εκδώσει κάποια άδεια και ότι τέτοιες συμπεριφορές διοικητικές είναι επικίνδυνες για το δημόσιο καλό. Η ΜΕ1 προσπάθησε να επαναφέρει την πλευρά του Εναγόμενου στην ουσία, πως το θέμα δεν ήταν η πολυδύναμη άδεια αλιείας και η διαδικασία έκδοσής της. Ήταν το γεγονός ότι μετατράπηκε το σκάφος και άλλαξε το μήκος του. Μέσα από την έκδοση της πολυδύναμης άδειας αλιείας, διαπιστώθηκε το γεγονός αυτό. Κατ’ επέκταση, το πρόβλημα όσον αφορά τη χρηματοδότηση. Εξήγησε, επίσης, μεταξύ άλλων, πως δεν είναι σχετικό κριτήριο εάν η αύξηση του μήκους του σκάφους αλλάζει τη φύση του ή όχι, ή εάν παρέχει πλεονέκτημα, και δεν μπαίνει στη διαδικασία να αξιολογήσει το ποσοστό χρηματοδότησης με βάση τέτοια κριτήρια, εφόσον κριτήριο είναι απλώς και μόνον το μήκος του σκάφους, που το θέτει είτε στη μια κατηγορία είτε στην άλλη. Οι επενδύσεις γίνονται επί του σκάφους, το μήκος είναι κριτήριο για να αποφασιστεί το ποσοστό χρηματοδότησης. Στο Οδηγό, όπως είπε, εξηγείται αναλυτικά η λειτουργία της συνχρηματοδότησης. Δεν μπορεί να μπει κάποιος στη διαδικασία να πει, όπως ανέφερε, πως, με την αύξηση των διαστάσεων, έπρεπε να πάρει και άλλα λεφτά. Η κάθε αίτηση εγκρίνεται βάσει των κριτηρίων ή των όρων και προϋποθέσεων που ρητώς αναφέρονται σε κάθε σχέδιο, δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια κανενός να αποφασίζει το ποσοστό χρηματοδότησης, ανάλογα με τη δική του λογική. Ούτε πρόκειται για κάποιο λάθος του ΤΑΘΕ, που επιχειρεί να διορθώσει, εις βάρος του Εναγόμενου.

 

20.    Από την πλευρά του, ο Εναγόμενος, εξέφρασε στο Δικαστήριο περισσότερο την έντονη δυσαρέσκεια και το αίσθημα αδικίας που αισθάνεται σχετικά με αυτήν την υπόθεση, γιατί, όπως ανέφερε, όλες οι δικές του ενέργειες ήταν καθ’ υπόδειξη του ΤΑΘΕ, τόσο για να καταστεί δικαιούχος, αλλά και μετέπειτα, για την εξασφάλιση της πολυδύναμης άδειας αλιείας. Ο ίδιος ήταν απλώς συνεργάσιμος σε όλες τις υποδείξεις. Οι αντιπρόσωποι του ΤΑΘΕ ήταν που του ανέφεραν πως, για να εξασφαλίσει την πολυδύναμη άδεια αλιείας, θα έπρεπε να αυξήσει τις διαστάσεις του σκάφους του, οι ίδιοι γνωρίζοντας πως ο Εναγόμενος ήταν δικαιούχος στα δύο επενδυτικά προγράμματα. Εάν γνώριζε, όπως ανέφερε ο Εναγόμενος, πως, με το να αυξήσει τις διαστάσεις του σκάφους του, θα είχε νομικές και πλέον δικαστικές συνέπειες, δεν θα προέβαινε στην αύξηση. Το σκάφος δεν υπέστη σημαντική τροποποίηση που να επηρεάζει τη φύση του ή να του παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα και δεν θεωρεί πως τα συμφωνηθέντα ερμηνεύονται με τον τρόπο που αναφέρει η πλευρά του Ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση, ο Εναγόμενος αισθάνεται πως το ΤΑΘΕ τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, με την έκδοση της πολυδύναμης άδειας αλιείας, και δη χωρίς ενημέρωσή του για τον επηρεασμό της χρηματοδότησής του. Εμφατικά, ο Εναγόμενος, υποστηρίζει πως δεν δέχθηκε οποιονδήποτε διακανονισμό και δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε επιστολή του να δεχθεί την αξίωση του Ενάγοντος.

 

21.    Κατά την αντεξέτασή του, ο Εναγόμενος, ανέφερε πως ο λόγος που θεωρεί πως με την τροποποίηση των διαστάσεων του σκάφους του δεν επήλθε σημαντική τροποποίηση είναι γιατί το Έργο δεν ήταν το σκάφος. Όσα αντικείμενα επιχορηγήθηκαν, που είναι μέσα στο σκάφος, με αναφορά σε αυτά, δεν υπήρξε διαφοροποίηση. Η προσέγγισή του ήταν σταθερή στο ότι είναι από το ίδιο Τμήμα που ζήτησε αλλαγή του σκάφους, πήρε τηλέφωνο και ρώτησε τους λειτουργούς που του επιχορηγήσαν τα σχέδια, τους ίδιους, την ΜΕ1 και άλλους συναδέλφους της, τους ρώτησε, αν ζητήσει πολυδύναμη άδεια, τι πρέπει να προσκομίσει, και ακόμα αν θα έχει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις συμφωνίες του έργου που ήταν υπογραμμένες ήδη. Η απάντηση των λειτουργών ήταν να φέρει τις διαστάσεις του σκάφους του πάνω από 12 μέτρα και ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο πρόβλημα. Και τούτο, όπως είπε, είναι και το παράπονό του, γιατί τον καθοδήγησαν ως δημόσιοι υπάλληλοι, που είναι η δουλειά τους να τον ενημερώνουν και να τον προστατεύουν, γιατί πληρώνονται από την Κυπριακή Δημοκρατία, και μετά που αντιλήφθηκαν ότι θα έπρεπε να του το πουν και δεν του το είπαν, τον πήρα και στο Δικαστήριο. Την επιστολή του Τ7, όπως εξήγησε, την έστειλε όντως, αλλά πριν να συμβουλευτεί νομικό, αν τα πράγματα είναι σωστά ή λάθος. Έπειτα, ένιωθε πως τον πίεζαν ότι είχαν δίκαιο και έπρεπε να γίνει κάτι γιατί υπήρχε πρόβλημα. Τέλος, ανέφερε, με πικρία, πως «ο ψαράς είναι ο τελευταίος τροχός της άμαξας, όπως κατάλαβα από τη δημόσια υπηρεσία».

 

22.    Η μαρτυρία της ΜΕ1 ήταν κατατοπιστική, σε κάθε σημείο της, και δεν προκύπτουν ζητήματα αξιοπιστίας της, που να ωθούν το Δικαστήριο να μην την αποδεχθεί. Ούτε ως προς τη μαρτυρία του Εναγόμενου (ΜΥ1) προκύπτουν ζητήματα αξιοπιστίας, όσον αφορά τα γεγονότα που ανέφερε. Η μαρτυρία αμφότερων είναι στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων και αντικατοπτρίζει τον διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της κάθε πλευράς.

 

23.    Είναι κατανοητό πως ο Εναγόμενος, ενώ είναι ένας νομοταγής πολίτης, σε επαφή με την αρμόδια αρχή για όλες τις ενέργειές του, αισθάνθηκε τελικά απροστάτευτος ή και, εκ της απουσίας θεώρησης των αναγκών του συνολικά, ενός είδους έλλειψη σεβασμού ή παγίδευση. Εξ αυτών, πηγάζει και όλο το άδικο που βιώνει.

 

24.    Πέρα από την κατανόηση των παραπόνων του Εναγόμενου, ας τύχει υπόμνησης πως δεν ενάγει ο Εναγόμενος το ΤΑΘΕ για αμέλεια, στη βάση κάποιου καθήκοντος επιμέλειας να συμβουλεύει τον Εναγόμενο για τις επιλογές του, σε συνάρτηση με άλλα οικονομικά δεδομένα του, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων που λαμβάνει, ή για άλλη συναφή αιτία. Έπειτα, ο Εναγόμενος δεν δικογραφεί ως σχετική κάποιαν υπεράσπιση βασιζόμενη στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή συναφώς για κάποιο εξ επιεικείας κώλυμα (equitable estoppel), ως εκ της συναίνεσης του ΤΑΕΘ στην αλλαγή των διαστάσεων του σκάφους, στο πλαίσιο αναζήτησης καθοδήγησης για την έκδοση πολυδύναμης άδειας αλιείας ή εκ της αδράνειάς του να παρεμποδίσει την εξέλιξη αυτή (consent and/or acquiescence). Απεναντίας, το πλαίσιο που θέτει με την Έκθεση Υπεράσπισής του είναι εντελώς διαφορετικό.

 

25.    Αν και ο Ενάγων περιέλαβε στην αγωγή την παράβαση σύμβασης, το υπό εξέταση ζήτημα είναι εάν καταβλήθηκε η επιχορήγηση ή μέρος της χωρίς νόμιμη αιτία. Το γεγονός της πληρωμής της στον Εναγόμενο δεν αμφισβητήθηκε. Αμφισβητήθηκε η έλλειψη ή εξάλειψη της εξ αρχής υφιστάμενης νόμιμης αιτίας, εκ της αλλαγής του μήκους του σκάφους. Αυτό πρέπει να αποφασιστεί. Πρώτιστη σημασία έχει το ίδιο το συμβατικό κείμενο.

 

26.    Παρεμβάλλεται πως, όταν υπάρχει αμφισβήτηση του νοήματος της σύμβασης, χρήζει ερμηνείας. Με την εφαρμογή των αρχών του εγχώριου δικαίου σχετικά με την ερμηνεία, η πρόθεση ή βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι αυτή που δείχνουν οι εκφρασμένες λέξεις, παρά εκείνη που προκύπτει από τις ανέκφραστες επιθυμίες, και εντοπίζεται με βάση το κείμενο, εκ του νοήματος των λέξεων. Όπως υποδεικνύεται μέσα από πλούσια νομολογία[2], ερμηνεία είναι ο καθορισμός του νοήματος που το έγγραφο θα μπορούσε να μεταδώσει σε έναν λογικό άνθρωπο που γνωρίζει ό,τι ευλόγως θα γνώριζαν και τα συμβαλλόμενα μέρη, και βρίσκεται στην ίδια θέση στην οποία βρίσκονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Τυχόν εμπορικός χαρακτήρας της σύμβασης, λαμβάνεται υπόψη, οπότε, όταν ένας όρος επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, υιοθετείται η ερμηνεία που συνάδει με την κοινή επιχειρηματική λογική, απαντώντας στο ερώτημα τι θα κατανοούσε ένας λογικός άνθρωπος ότι αυτά τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει, εάν αυτός διέθετε το ίδιο γνωστικό υπόβαθρο και βρισκόταν στην ίδια θέση με τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τον χρόνο της σύμβασης. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται ο λογικός άνθρωπος δεν δίνεται αφηρημένα και αόριστα, αλλά σε μια συγκεκριμένη ολότητα, που περιλαμβάνει οτιδήποτε (σχετικό) θα μπορούσε να έχει επιδράσει στον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα του εγγράφου, ως διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να τύχει κατανόησης. Δεν περιλαμβάνονται οι προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, ούτε οι διακηρύξεις των προθέσεων. Το νόημα που αναζητείται δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το νόημα των λέξεων στα λεξικά. Είναι αυτό που τα μέρη, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις, ευλόγως θα κατανοούσαν ότι σημαίνει. Ο προαναφερόμενος κανόνας αντανακλά τη θέση πως, όταν τα μέρη μπαίνουν στη διαδικασία να διατυπώσουν γραπτώς ό,τι συμφώνησαν, δεν γίνονται με ευκολία λάθη. Η πρωταρχική πηγή για να καταστεί κατανοητό τι εννόησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν είναι το συνηθισμένο νόημα των λέξεων, επομένως, όταν δεν υπάρχει ασάφεια στο νόημα, αυτό ισχύει, οπουδήποτε κι αν οδηγεί. Εάν διαπιστώνεται ότι συνέβη λάθος όσον αφορά τη γλώσσα ή τη χρήση της, δεν απαιτείται από το Δικαστήριο να δώσει στα μέρη πρόθεση που δεν θα μπορούσαν να έχουν[3]. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας μια σύμβαση, δεν θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική ή συμβατική θέση οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους[4], δεν θα παράγει τη σύμβαση με βάση ό,τι νομίζει πως ήθελαν τα μέρη κατά τον χρόνο σύναψής της, αν και μπορεί να διαγνώσει τη βούληση των μερών μέσα από τη διερεύνηση του πλαισίου ή μέσα από την ίδια να «διορθώσει» δια ερμηνείας προφανή λάθη (χωρίς να πλάθει τη σύμβαση).

 

26.1.     Όταν οι όροι μιας συμφωνίας τέθηκαν γραπτώς, δεν επιτρέπεται η εξωγενής μαρτυρία (extrinsic evidence) για να αντικρούσει ή να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό της (parol evidence rule). Ωστόσο, η εξωγενής μαρτυρίας μπορεί να είναι αποδεκτή αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της ερμηνείας, όταν υπάρχει πραγματικά αμφίβολο ή ασαφές νόημα[5] ή όταν δημιουργείται αντίφαση με το νόημα της ίδιας λέξης ή φράσης που περιέχεται σε άλλο έγγραφο που συνεξετάζεται[6] ή όσον αφορά τη σημασία τεχνικών όρων, για τη διάγνωση, τέλος πάντων, του πλαισίου, αλλά και τούτο υπό δύο εξαιρέσεις (που επαναφέρουν τον κανόνα). Η πρώτη εξαίρεση αφορά στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και στη διάγνωση των προθέσεων των μερών. Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις μπορούν, όμως, να εισαχθούν στη μαρτυρία, για την απόδειξη ότι ένα γεγονός είναι σχετικό και εμπίπτει στο πλαίσιο που ήταν γνωστό στα μέρη[7] ή για την απόδειξη του ότι τα μέρη έχουν προσδώσει σε συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις συγκεκριμένο (διαφορετικό από το συνηθισμένο) νόημα (“private dictionary rule”)[8] ή ότι υπάρχει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των μερών μη προπαρασκευαστική της υπό κρίση συμφωνίας και εφόσον η προσκόμιση της μαρτυρίας είναι ουσιαστική[9], σε κάθε περίπτωση με τρόπο ώστε η μαρτυρία αυτή (όσον αφορά το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εισέρχεται το Δικαστήριο) να διαχωρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μη επιτρεπτή μαρτυρία που τυχόν αφορά στο τι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά στη συμπεριφορά των μερών μετά την υπογραφή της σύμβασης. Μπορεί να προσκομιστεί, όμως, μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη συμφωνία ή για την έγερση κωλύματος (estoppel), αλλά όχι για να αλλοιωθεί το αρχικό νόημα της σύμβασης.

 

26.2.     Δίδονται περαιτέρω ερμηνευτικές οδηγίες, που συνοψίζονται εγκυκλοπαιδικά[10]: Οι  γενικές λέξεις ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φύση των περιστάσεων ή το πρόσωπο· σε περίπτωση αμφιβολίας, οι λέξεις στο λειτουργικό μέρος της σύμβασης ερμηνεύονται υπό το φως του λοιπού μέρους της σύμβασης· όταν μια λίστα συγκεκριμένων πραγμάτων ή μια συναφής τάξη ακολουθείται από γενικές λέξεις, τεκμαίρεται ότι οι γενικές λέξεις ερμηνεύονται υπό το φως των προηγούμενων ειδικών· όταν συγκεκριμένο πρόσωπο, δικαίωμα ή πράγμα περιλαμβάνεται στη σύμβαση, ενδεχομένως να ενδείκνυται πρόθεση εξαίρεσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου, δικαιώματος ή πράγματος· σε συμβάσεις που καταρτίζουν άτομα χωρίς ειδικές γνώσεις, δεν υπάρχει τεκμήριο κατά του πλεονασμού· η διατύπωση των προνοιών υπερτερεί έναντι της διατύπωσης των επικεφαλίδων· οι εμπορικές συμβάσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την πρακτική και τα έθιμα των εμπόρων, νοουμένου ότι αυτά δεν είναι αντίθετα με το περιεχόμενο της σύμβασης· όταν είναι διατυπωμένες σε σταθερές φόρμες, χρήζουν και ομοιόμορφης ερμηνείας· οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του νοήματος των λέξεων και του νοήματος των εικόνων, επιλύνεται υπέρ του νοήματος των λέξεων· τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια συμβατική πρόνοια για να βασίσει δική του αντισυμβατική συμπεριφορά.

 

26.3.     Ο κανόνας contra proferentem ή verba fortius accipiuntur contra proferentem (οι λέξεις πρέπει να ερμηνεύονται κυρίως εναντίον εκείνου που τις χρησιμοποιεί), κατά την παλαιά Doe d Davies v. Williams (1788) 1 Hy Bl 25, επίσης, προκύπτει από το αμφίβολο νόημα των προνοιών μιας σύμβασης. Έχει την έννοια ότι η ερμηνεία, σε τέτοια περίπτωση, τείνει να είναι εις βάρος εκείνου που επιχειρεί να βασιστεί στην αμφίβολη πρόνοια, προκειμένου να εξουδετερώσει κάποια βασική υποχρέωσή του ή ένα νόμιμο καθήκον επιμέλειας που έχει ανεξάρτητα από τη σύμβαση. Έχει, επίσης, την έννοια ότι η ερμηνεία τείνει να είναι εναντίον και του μέρους που επιχείρησε την ένταξή της (κατόπιν ερμηνείας) αμφίβολης πρόνοιας στη συμφωνία, δηλαδή εναντίον του συντάκτη της[11].

 

27.    Οι Συμβάσεις στο Τ1 για το Έργο Α και το Έργο Β έχουν ίδιους όρους. Αφορούν τα έτη 2009 και 2010 μόνον, αλλά αμφότερες οι πλευρές δέχονται ως επίμαχο τον όρο 5.

 

28.    Ο σκοπός των Οδηγών που προσκομίστηκαν είναι να παρέχουν βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν Προτάσεις, αλλά, όπως προκύπτει ρητά, από τις παραγράφους 3(ii) και 4(i) των Συμβάσεων, είναι και αναπόσπαστο μέρος των Συμβάσεων.

 

29.    Όπως προκύπτει τόσο από τις Συμβάσεις όσο και από τους Οδηγούς, χρηματοδοτείται ο εξοπλισμός και οι εργασίες εκσυγχρονισμού που αφορούν μεταξύ άλλων τη βελτίωση της ασφάλειας και των συνθηκών εργασίας πάνω στο αλιευτικό σκάφος, τη διασφάλιση της υγιεινής και της ποιότητας των αλιευτικών προϊόντων με τη διατήρηση των αλιευμάτων πάνω στο σκάφος, και την προστασία των αλιευμάτων και των εργαλείων. Το ποσό χρηματοδότησης διαφοροποιείται αναλόγως εάν πρόκειται για παράκτια αλιεία μικρής κλίμακας (η αλιεία που διεξάγεται από αλιευτικά σκάφη ολικού μήκους μικρότερου των 12 μέτρων, τα οποία δεν χρησιμοποιούν συρόμενα εργαλεία), ή άλλα σκάφη (αλιευτικά σκάφη ολικού μήκους άνω των 12 μέτρων, όπως πολυδύναμα και τράτες). Στα πρώτα, όσον αφορά την πρώτη δράση, το ποσοστό δημόσιας δαπάνης είναι 60% (και ιδιωτικής 40%), ενώ στα δεύτερα, το ποσοστό δημόσιας δαπάνης είναι 40% (και ιδιωτικής 60%). Προβλέπονται ορισμένα κριτήρια και προϋποθέσεις για το δικαίωμα υποβολής της Πρότασης καθώς και ειδικά κριτήρια ανά δράση. Καταγράφονται οι επιλέξιμες και οι μη επιλέξιμες δαπάνες.

 

30.    Δεν απασχολεί τόσο τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η αύξηση του μεγέθους του σκάφους σε συνάρτηση με τους συμβατικούς όρους που έχουν να κάνουν τις υποχρεώσεις του Δικαιούχου, ούτε εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στο θέμα της επιλεξιμότητας των δαπανών ή της πραγματοποίησής τους. Αυτό που απασχολεί είναι πως, με τη συγκεκριμένη αύξησή του (η οποία έγινε με σκοπό την αλλαγή και της κατηγορίας της άδειας), άλλαξε κατηγορία το σκάφος και κατά τρόπο που να απαντά σε διαφορετικό ποσοστό χρηματοδότησης. Δηλαδή, εάν με τέτοια αύξηση του μεγέθους του σκάφους αυτό δεν άλλαζε και κατηγορία, ενδεχομένως να μην υπήρχε πρόβλημα.

 

31.    Ο όρος που φέρεται από τις δύο πλευρές ως να είναι ο επίμαχος όρος, της παραγράφου 5 αμφότερων των Συμβάσεων, έχει ως εξής:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 56 του Κανονισμού (ΕΚ) 1198/2006 ένα έργο διατηρεί τη συνεισφορά του ΕΤΑ, μόνον εάν, εντός πέντε ετών από την ημερομηνία της απόφασης χρηματοδότησης, το εν λόγω έργο δεν υποστεί σημαντική τροποποίηση: α) η οποία επηρεάζει τη φύση του ή τους όρους υλοποίησής του ή παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε επιχείρηση ή δημόσιο φορέα και β) η οποία απορρέει είτε από αλλαγή στη φύση της κυριότητας ενός στοιχείου υποδομής ή την παύση ή την μετεγκατάσταση μιας παραγωγικής δραστηριότητας. Ως εκ τούτου ο Δικαιούχος:

 

i)Πρέπει να τηρεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για χορήγηση επαγγελματικής άδειας (παράκτιας αλιείας μικρής κλίμακας (Α και Β), πολυδύναμων, τράβας βυθού) για τα επόμενα 5 χρόνια από την ημερομηνία πληρωμής.

 

ii)Είναι υποχρεωμένος για χρονική περίοδο 5 χρόνων από την ημερομηνία πληρωμής να διατηρεί επί του σκάφους του το χρηματοδοτούμενο εξοπλισμό.

 

iii)Σε περίπτωση που η χρονική περίοδος συνεχούς χρήσης του χρηματοδοτούμενου εξοπλισμού είναι κάτω από 5 έτη από την ημερομηνία πληρωμής ή ο Δικαιούχος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγησης επαγγελματικής άδειας αλιείας, είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το κατ’ αναλογία ποσό σύμφωνα με τα χρόνια λειτουργίας.

 

iv)Σε περίπτωση που ένα σκάφος χρηματοδοτηθεί στο εν λόγω Σχέδιο και μετέπειτα εγκρίνεται για απόσυρση, αφαιρείται από το ποσό που λαμβάνει για την απόσυρση το κατ’ αναλογία ποσό από τη δημόσια δαπάνη που έχει λάβει, σύμφωνα με τα χρόνια λειτουργίας του σκάφους.

 

v)Στην περίπτωση μεταβίβασης της ιδιοκτησίας του σκάφους, εντός 5 χρόνων από την ημερομηνία πληρωμής, ο νέος ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να υπογράψει Σύμβαση Συνεργασίας με τον ΕΦ με την οποία αναλαμβάνει πλήρως τις ευθύνες που του αναλογούν.

 

vi)Στην περίπτωση που ο Δικαιούχος έχει εγκριθεί για χρηματοδότηση και το σκάφος του βυθιστεί ή καταστραφεί ολοσχερώς (π.χ. πυρκαγιά) κατά την περίοδο που μεσολαβεί από την ημερομηνία έγκρισης της Πρότασης μέχρι την ολοκλήρωση της Πρότασης δεν θα μπορεί να επωφεληθεί.

 

vii)Στην περίπτωση που ένα σκάφος βυθιστεί ή καταστραφεί ολοσχερώς (π.χ. πυρκαγιά) ή οι επενδύσεις υποστούν μερική ή συνολική ζημιά μετά την πληρωμή, ο Δικαιούχος είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το κατ’ αναλογία ποσό σύμφωνα με τα χρόνια λειτουργίας.»

 

32.    Ο όρος 5 αναφέρεται στη διατήρηση της συνεισφοράς του ΕΤΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, το οποίο λειτουργούσε την υπό αναφορά προγραμματική περίοδο), προϋποθέτοντας να μην υποστεί το Έργο σημαντική τροποποίηση. Για να μπορεί να διατηρηθεί η συνεισφορά του ΕΤΑ, ο Δικαιούχος αναλαμβάνει ορισμένες υποχρεώσεις, που διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις διατήρησης αυτής της συνεισφοράς. Ο όρος αυτός δεν προβλέπει ρητά πως, σε περίπτωση μετασκευής του σκάφους κατά τρόπο που αλλάζει το μήκος του ώστε να υπερβαίνει τα 12 μέτρα, και αλλάζει κατηγορία (από παράκτια αλιεία μικρής κλίμακας σε πολυδύναμη αλιεία), όπου αλλάζει και το ποσοστό χρηματοδότησης (40% αντί 60%), επιστρέφεται η διαφορά 20%, ολόκληρη ή αναλόγως των χρόνων λειτουργίας στη μία και στην άλλη κατηγορία. Επίσης, ο όρος αυτός δεν σχετίζεται με τον όρο οι επενδύσεις να μην οδηγούν σε αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας, εφόσον η μετασκευή του σκάφους δεν εμπλέκεται με τις επενδύσεις γενικά. Απλώς συνέβη η διαφοροποίηση του μήκους του σκάφους, ως επικείμενο γεγονός, χωρίς διαφοροποίηση των επενδύσεων ή μη διατήρηση του εξοπλισμού για τον προβλεπόμενο χρόνο ή καταστροφή των επενδύσεων ή απώλεια του σκάφους ή της άδειας αλιείας, κ.λπ.. Δεν υπήρξε παράβαση του όρου 5 ούτε είναι κατ’ εφαρμογή του όρου 5 που πρέπει να επιστραφεί κάποια διαφορά.

 

33.    Το ότι υπήρξε μεγέθυνση στο μήκος του σκάφους, νόμιμα, και συνεπαγόμενη αλλαγή κατηγορίας της άδειας αλιείας και κατ’ επέκταση του σκάφους με βάση τον Οδηγό, δεν συνιστά, επίσης, παράβαση, από τον Εναγόμενο, οποιασδήποτε εκ των λοιπών προβλεπόμενων υποχρεώσεών του, ως Δικαιούχος. Είχε δικαίωμα ο Εναγόμενος να επιλέξει αυτήν την ενέργεια, αλλά και καθήκον να γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της επιλογής του.

 

34.    Ανεξάρτητα από τον όρο 5, ή την υπαιτιότητα οποιουδήποτε, με βάση τον όρο 9 των Συμβάσεων, εάν εκ παραδρομής το χορηγούμενο ποσό υπερβαίνει αυτού που προβλέπεται από τον σχετικό Κανονισμό, επιβάλλεται η επιστροφή του από τον Δικαιούχο στον ΕΦ. Ο όρος 9, ξεκάθαρα, επιβάλλει η επιχορήγηση να είναι στο προβλεπόμενο ύψος, ως θέμα νομιμότητας. Στο Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) 1198/2006, ως ίσχυε κατά τον υπό αναφορά χρόνο, που είναι ο «σχετικός Κανονισμός» που αναφέρεται στον όρο 9, ήταν καθορισμένα τα όρια της δημόσιας συνεισφοράς, στα συγκεκριμένα ποσοστά που μεταφέρθηκαν στον Οδηγό, και προαναφέρθηκαν. Κατ’ επέκταση, εάν η χρηματοδότηση, από παραδρομή (οποιουδήποτε), παρεκκλίνει από τα όρια αυτά, επιβάλλεται η επιστροφή, δίχως άλλο. Δεν υπάρχει ασάφεια ως προς το ότι, βάσει του όρου 9, ο Ενάγων δικαιούται να αξιώνει την επιστροφή της διαφοράς του 20%.

 

35.    Στον όρο 9, δεν προβλέπεται παράκαμψη της ανάκτησης και δυνατότητα παρακράτησης της διαφοράς, σε περίπτωση που ενυπάρχει καλή πίστη του παραλήπτη. Γενικότερα, δεν τίθεται κάποιος όρος ή αίρεση που να μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η παρακράτηση ενίσχυσης που πληρώθηκε ενώ είναι αντίθετη με τον Κανονισμό, περιλαμβανομένης ενίσχυσης κατά 20% μεγαλύτερης για ορισμένα χρόνια λειτουργίας των σχεδίων.

 

36.    Εξάλλου, σύμφωνα και με το άρθρο 70 του ιδίου Κανονισμού (ΕΚ) 1198/2006, ως είχε, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για να διασφαλίζουν τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, μεταξύ άλλων, προλαμβάνοντας, εντοπίζοντας και διορθώνοντας παρατυπίες και ανακτώντας ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα μαζί με τους τόκους υπερημερίας, εφόσον απαιτείται. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και την τηρούν ενήμερη σχετικά με την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών. Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάκτηση ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως σε δικαιούχο, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την επιστροφή των απολεσθέντων ποσών στο γενικό προϋπολογισμό της Ε.Ε., εάν αποδεικνύεται ότι η απώλεια οφείλεται σε σφάλμα ή αμέλειά του.

 

37.    Εξηγώντας γενικότερα την προσέγγιση των ιδιαίτερων ζητημάτων σχετικά με ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ενωσιακών ενισχύσεων, με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1260/1999, είχε τεθεί ένα θεσμικό πλαίσιο για τις χρηματοδοτικές παρεμβάσεις των διαρθρωτικών ταμείων και λοιπών χρηματοδοτικών μέσων της Ε.Ε.. Αυτές μπορούν να υλοποιούνται, μεταξύ άλλων, με τη χρηματοδότηση επιχειρησιακών προγραμμάτων, όπως και το ένδικο πρόγραμμα. Η ευθύνη για την υλοποίησή τους και ο έλεγχός τους ανατίθεται, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη, τα οποία υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζουν ότι τα ενωσιακά κονδύλια χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Για το σκοπό αυτό, μεριμνούν για τον εντοπισμό και τη διαπίστωση των παρατυπιών και την ανάκτηση ποσών που ενδεχομένως έχουν χαθεί εξαιτίας τους, εντόκως (άρθρο 38). Είναι δε επιβεβλημένες οι αναγκαίες δημοσιονομικές διορθώσεις (όπως διαμορφώθηκε ο όρος), με τις συνέπειες τυχόν παραλείψεων, ανάλογα και με τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών, καθώς και τις δημοσιονομικές απώλειες, να ανάγονται και στο επίπεδο της σχέσης και συνεργασίας του κράτους μέλους με την Επιτροπή. Η αυστηρότητα που διακατέχει αυτό το πλαίσιο,  των κοινοτικών ενισχύσεων, διαμόρφωσε ανάλογα και το κεφάλαιο της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 

38.    Βάσει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και των ρυθμίσεων του εκτελεστικού του Κανονισμού (ΕΚ) 1685/2000, ως ισχύει και με την τροποποίησή του από τον Κανονισμό (ΕΚ) 448/2004, υπάρχει ένα σύστημα επιλεξιμότητας των δαπανών, που είναι πληρωτέες από τις πιστώσεις των χρηματοδοτούντων Ταμείων. Επί αυτών, εφαρμόζονται οι συναφείς προς κάθε είδους δαπάνη εθνικοί κανόνες, με την επιφύλαξη θέσπισης κοινών κανόνων επιλεξιμότητας από την Ε.Ε.. Είναι θεμελιώδης η αρχή πως ο ενωσιακός προϋπολογισμός μπορεί να χρηματοδοτεί μόνον πραγματικές δαπάνες. Ο γενικός κανόνας, που δομεί και όλο αυτό το σύστημα, είναι η αρχή της επιστροφής των δαπανών. Έτσι, θα πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη τεκμηρίωση της διάθεσης των πόρων κατά την υλοποίηση του συγχρηματοδοτούμενου από την Ε.Ε. σχεδίου, με παραστατικά κατάλληλης αποδεικτικής αξίας, που να δείχνουν ότι οι δαπάνες καταβλήθηκαν προς εξόφληση πραγματικών δαπανών, ευθέως συνδεόμενων με τους σκοπούς των έργου που χρηματοδοτείται. Τα κείμενα των ένδικων Συμβάσεων και του Οδηγού, περιλαμβανομένου του όρου 5, και όχι μόνον, αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτό το σύστημα.

 

39.    Στο σύστημα των ενισχύσεων της Ε.Ε., και ειδικότερα στις διαφορές που έχουν να κάνουν με την επιστροφή ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως βάσει του ενωσιακού δικαίου (στα συνχρηματοδοτούμενα έργα, όπως στα επίδικα Έργα), με τον τρόπο που προέκυψε στην παρούσα υπόθεση αλλά και σε άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν και τη νομολογία του ΔΕΕ, δεν μπορεί να υπάρξει απαλλαγή του τελικού αποδέκτη αποκλειστικά και μόνον για λόγους επιείκειας, ως αυτοί τυχόν εφαρμόζονται σε επιμέρους εθνικά δίκαια των κρατών μελών. Δεν μπορεί να εξαρτηθεί η ανάκτηση, μεταξύ άλλων, από την τήρηση μιας δυσανάλογα βραχείας προθεσμίας ή να ληφθεί υπόψη η γνώση ή η αμέλεια των εθνικών αρμόδιων αρχών όπως το ΤΑΕΘ, ή ακόμα και αυτή η έκλειψη πλουτισμού, ή να προσεγγιστεί αυτή η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς τη δημόσια διοίκηση ‒ που είναι και κοινοτική έννοια και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ‒ και οι σχετικές μ’ αυτήν εφαρμογές στο εγχώριο δίκαιο με τρόπο που αναιρείται το ενιαίο της εφαρμογής, αλλά και η πρακτική αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου. Ενδεικτικά παραδείγματα έχουν ήδη δώσει και οι C-205/82 C-215/82, Deutsche Milchkontor GmbH ν. Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ημερομηνίας 21.09.1983, στις οποίες υπήρξε και ιδιαίτερη ενασχόληση με το θέμα της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

 

40.    Αν και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ή και δια equitable estoppel στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων, δεν προβάλλεται από τον Εναγόμενο με έναν δικονομικά αποδεκτό τρόπο, σημειώνεται πως, στον τομέα της ανάκτησης των ενωσιακών ενισχύσεων ως αχρεωστήτων, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ερμηνεύεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, αντιπαραβαλλόμενη με τον βασικό κανόνα της ανάκτησης. Είναι αδιαμφισβήτητη η καλή πίστη του Εναγόμενου, υπό την έννοια ότι δεν έχει προβεί σε κάποια παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας ή των Συμβάσεων (π.χ. πλαστογραφία παραστατικών ή εικονικότητα δαπανών, κ.λπ.), ούτε απέκρυψε οτιδήποτε από το ΤΑΘΕ, σε σχέση με τη διαφοροποίηση του μήκους του σκάφους του, κατά παράβαση της υποχρέωσής του για πληροφόρηση. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνον η καλοπιστία. Δεν δικαιολογούνται ως βάσιμες κάποιες προσδοκίες του Εναγόμενου ότι, με τη διαφοροποίηση του μεγέθους του σκάφους του, δεν θα υπήρχε επίδραση στην επιχορήγηση, απλώς εκ της μη ενημέρωσής του από την αρμόδια αρχή για το αντίθετο. Δεν μαρτύρησε συγκεκριμένες ρητές και σαφείς θετικές διαβεβαιώσεις από συγκεκριμένα πρόσωπα, σε συγκεκριμένο χρόνο, ότι θα διατηρηθεί ακέραιη η επιχορήγησή του, παρά την μετάβαση σε νέα κατηγορία σκάφους, ως προς την οποία προβλέπεται χωρίς ασάφεια ένα χαμηλότερο ποσοστό δημόσιας δαπάνης. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη δεν μπορεί να συναχθεί από την εκλαμβανόμενη ως παράλειψη του ΤΑΕΘ να προειδοποιήσει ή να ενημερώσει τον Εναγόμενο για κάποιον κίνδυνο ή ακόμα και να επισημάνει πιο έγκαιρα την απόκλιση από τα όρια του Κανονισμού (δεν υπήρξε και αδικαιολόγητη καθυστέρηση). Σε κάθε περίπτωση, οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις τυχόν δίδονταν, για τις οποίες πάντως δεν προσκομίζεται οποιαδήποτε επιστολή, εάν δεν ήταν σύμφωνες με τον Κανονισμό, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για δημιουργία θετικών προσδοκιών. Δηλαδή, για έναν προνοητικό και ενημερωμένο λήπτη ενωσιακής ενίσχυσης, στη θέση του Εναγόμενου, τέτοιες διαβεβαιώσεις, θα εισπράττονταν ως προφανώς λανθασμένες, εφόσον η διαφοροποίηση του ύψους της ενίσχυσης, στη μία και στην άλλη περίπτωση, αναλόγως του μήκους του σκάφους, είναι ένα ουσιώδες ζήτημα, για την εφαρμογή του Κανονισμού και των όρων χρηματοδότησης του συγκεκριμένου επιχειρησιακού προγράμματος, που προβλέπεται με επαρκή σαφήνεια.

 

41.    Επιπλέον, όπως εξήγησε επαρκώς και η ΜΕ1, στον αντίποδα της θέσης του Εναγόμενου ότι ήταν με τα ίδια πρόσωπα που μιλούσε, δεν εμπλέκονται οι διαδικασίες ελέγχου των επιχορηγήσεων μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο των Συμβάσεων, με τη διαδικασία έκδοσης αδειών αλιείας κατά την ενάσκηση της σχετικής εξουσίας, ενώ τα Πιστοποιητικά Εγγραφής, στα οποία αναγράφεται το μήκος των σκαφών, δεν τα εκδίδει το ίδιο όργανο. Ο καταλογισμός είναι σε αντικειμενικό περιστατικό που βασίζεται, τη διαφοροποίηση του μήκους του σκάφους που το κατατάσσει, με σαφήνεια, σε κατηγορία όπου το 20% της καταβληθείσας επιχορήγησης καθίσταται αχρεώστητο. Η ευθύνη είναι επίσης αντικειμενική.

 

42.    Παρεμφερώς με αυτό που ανέφερε η ΜΕ1, και στην απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ελλάδα) Ε.Σ. 1218/2014, όπου ο λήπτης της ενίσχυσης επιχορηγήθηκε και εκεί για τον εκσυγχρονισμό αλιευτικού σκάφους, υπό την προϋπόθεση να μην πουλήσει το εκσυγχρονισμένο σκάφος για μία πενταετία «πλην ανωτέρας βίας και μόνο μετά από προηγούμενη έγκριση της αντισυμβαλλόμενης υπηρεσίας», είχε εσφαλμένη εντύπωση ότι αρκούσε η έγκριση της (αντισυμβαλλόμενης) Υπηρεσίας Αλιείας της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Αρμόδιος για την αναστολή των υποχρεώσεων του λήπτη της ενίσχυσης για λόγους ανωτέρας βίας ήταν ο Υπουργός Γεωργίας και όχι η Νομαρχιακή Υπηρεσία Αλιείας, η έγκριση της οποίας αφορούσε αποκλειστικά τον έλεγχο των προϋποθέσεων μεταβίβασης επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών. Επομένως, η έγκριση της μεταβίβασης από το αναρμόδιο όργανο δεν αποτελούσε «διαβεβαίωση από αρμόδιο όργανο» και δεν μπορούσε να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και, συνακόλουθα, να οδηγήσει σε απαλλαγή του λήπτη από τις υποχρεώσεις που ρητώς προβλέπονταν στους όρους της χρηματοδότησης, έστω και αν η εσφαλμένη πεποίθηση ενισχύονταν εκεί και από ασάφειες του πλαισίου ενίσχυσης. Σχετική με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε συνάρτηση με τον κανόνα της ανάκτησης στο πλαίσιο του ίδιου επιχειρησιακού προγράμματος ήταν και η Ε.Σ. 232/2019.

 

43.    Κρίνεται ότι, υπό το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, ο Εναγόμενος θα πρέπει να φέρει το βάρος της ανάκτησης και δεν μπορεί να αρθεί η υποχρέωσή του αυτή, υπό όσα έχουν κανονικά τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

44.    Δεν αμφισβητήθηκε πως το ύψος του ποσού που αξιώνεται από τον Ενάγοντα ως επιστρεπτέο, αντιστοιχεί στη διαφορά αυτή του 20%, και ότι εκείνη η διαφορά εντοπίστηκε και τέθηκε υπόψη του Εναγόμενου χωρίς δυσανάλογη καθυστέρηση. Η ΜΕ1 ανέφερε πως ο εντοπισμός της απόκλισης έγινε κατά τον ετήσιο έλεγχο. Ο Εναγόμενος δεν υποβάλλει οποιονδήποτε διαφορετικό υπολογισμό.

 

45.    Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε πως, μέχρι σήμερα, ο Εναγόμενος δεν επέστρεψε τη διαφορά του 20% στην επιχορήγηση, παρόλο που απαιτήθηκε. Ούτε προέβη σε άλλο διάβημα αμφισβήτησης της απόφασης και της επιβολής της ανάκτησης.

 

46.    Χρειάστηκε τελικά να κινηθεί αγωγή για να εισπραχθεί το ποσό της επιβληθείσας ανάκτησης, ενώ και ο Εναγόμενος πρόβαλε Έκθεση Υπεράσπισης στην αγωγή αυτή που δεν βοηθούσε στην άμεση επίλυση, αμφισβητώντας τα πάντα, ακόμα και το πραγματικό μέγεθος του σκάφους του, στη βάση του ότι ουδείς το μέτρησε. Θα μπορούσε να λεχθεί πως αποπροσανατόλισε κάπως τη διαδικασία από το εξ αρχής ζητούμενο, δημιουργώντας τελικά παρέλκυση, και ερχόμενος, πλέον σε στάδιο ακρόασης, να προβάλει διαφοροποιημένες θέσεις.

 

47.    Υπό το σύνολο των δεδομένων, δεν υπάρχει λόγος απόκλισης των εξόδων από το αποτέλεσμα.

 

Κατάληξη

 

48.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου ως οι παράγραφοι Α και Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησής του, πλέον για τα έξοδα της αγωγής. Τα έξοδα της αγωγής, λόγω της έκτασης των διαδικασιών, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[2] Συνοπτικά στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society [1998] 1 All E.R. 98, σελ. 114-115, και Chartbrook Ltd v Persimmon Homes Ltd [2009] UKHL 38, και στην εγχώρια νομολογία ενδεικτικά: Panayiotou v. Island Beach Development (1985) 1 CLR 623, Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 ΑΑΔ 168, Mιχαήλ ν. Kωμοδρόμου (1997) 1 ΑΑΔ 576, Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 407, Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd v. Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ ΛΤΔ (1998) 1 ΑΑΔ 2335, Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 ΑΑΔ 2014, Ευθυμίου  ν. Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721, Ζήνωνος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 927, Καραολή ν. Λαούρη (2008) 1 ΑΑΔ 225Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου (2011) 1 ΑΑΔ 199Μarfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Χατζηνεοκλέους και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 595, και άλλες. 

[3] Sirius International Insurance Co (Publ) v FAI General Insurance Ltd [2004] UKHL 54 σελ. 19 και Rainy Sky SA v kookmin Bank [2011] UKSC 50.

[4] Wood v Capita Insurance Services Ltd [2017] UKSC 24.

[5] Bank of New Zealand v Simpson [1900] AC 182.

[6] BOC Group Plc v Centeon LLC [1999] 1 All E.R. (Comm) 970.

[7] Oceanbulk Shipping and Trading SA v TMT Asia Ltd [2010] UKSC 44.

[8] Proforce Recruit Ltd v Rugby Group Ltd [2006] EWCA Civ 69· και Jones v Bright Capital Ltd [2006] All E.R. (D) 87 (Dec)· ο Lord Hoffmann ήταν επικριτικός στη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου ιδιωτικού λεξιλογίου στην Partenreederei MS Karen Oltmann v Scarsdale Shipping Co Ltd, The Karen Oltmann [1976] 2 Lloyd’s Rep 708.

[9] 8 Static Control Components (Europe) Ltd v Egan [2004] EWCA Civ 392· και KPMG LLP v Network Rail Infrastructure Ltd [2007] EWCA Civ 363· και HIH Casualty and General Insurance Ltd v New Hampshire Insurance Co [2001] EWCA Civ 735· και St Ivel Ltd v Wincanton Group Ltd [2008] EWCA Civ 1286· και Youell v Bland Welch & Co Ltd [1992] 2 Lloyd’s Rep 127.

[10] Halsbury’s Laws of England/CONTRACT (VOLUME 22 (2012))/5. CONTRACTUAL TERMS/(1) REPRESENTATIONS AND TERMS/(ii) Interpretation of Express Contractual Terms/362. Particular rules, or guidelines.

[11] John Lee & Son (Grantham) Ltd v Railway Executive [1949] 2 All E.R. 581· και Pera Shipping Corpn v Petroship SA, The Pera [1984] 2 Lloyd’s Rep 363 σελ. 365· και Tam Wing Chuen v Bank of Credit and Commerce Hong Kong Ltd [1996] 2 BCLC 69 σελ. 77, PC· και Royal and Sun Alliance Insurance Plc v Dornoch Ltd [2004] EWHC 803 (Comm).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο