ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αγωγή αρ. 57/2024

 

 

 

 

 

ARIS IOANNOU TRADING CO LTD

 

 

Εναγόμενη

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

 

 

STELIOS ZORPIDES STORES LTD

 

 

 

Εναγόμενη

 

_____________________

 

 

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Α. Ευσταθίου (κα) για Ευσταθίου & Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Ενάγουσα/Αιτήτρια

 

Επ. Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης ΔΕΠΕ, για την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 26.02.2024 και προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 28.02.2024

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

1.        Η Ενάγουσα, την 01.06.2022, πώλησε στην Εναγόμενη ειδικό εξοπλισμό υπεραγοράς, που εισήγαγε από το εξωτερικό, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος €154.700,00 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.. Έλαβε ως προκαταβολή €50.000,00. Εκ του εναπομείναντος τιμήματος πώλησης, οι €25.000,00 θα πληρώνονταν κατά τη φόρτωση και αποστολή του εξοπλισμού από το εξωτερικό, οι €25.000,00 θα πληρώνονταν μετά από την παράδοση των “Daikin Units” στην Εναγόμενη, οι €20.000,00 θα πληρώνονταν μετά από την παράδοση όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων στην Εναγόμενη, και οι €34.700,00 θα πληρώνονταν αμέσως μετά από την παράδοση σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Η εγκατάσταση του εξοπλισμού θα γίνονταν στο κατάστημα της Εναγόμενης στην Έμπα, στους χώρους που θα υποδείκνυαν οι τεχνικοί και υπάλληλοι της Ενάγουσας. Η ιδιοκτησία του εξοπλισμού θα παρέμενε στην Ενάγουσα, μέχρι και την εξόφληση του τιμήματος πώλησης, όρος που αναγράφθηκε ρητά στα way bills και τα σχετικά τιμολόγια. Εκκρεμούσης της συμφωνίας των μερών, πριν η Ενάγουσα προβεί στην παραγγελία του εξοπλισμού από το εξωτερικό, η Εναγόμενη έκανε αλλαγή στο ένα ψυγείο συντήρησης τυριών, και υπήρξε πρόσθετο κόστος €1.500,00, που συμφωνήθηκε να πληρωθεί, ενώ σε κατοπινό στάδιο, παραγγέλθηκε περαιτέρω εξοπλισμός αξίας €16.660,00. Κατά την 06.10.2022, 08.11.2022 και 30.12.2022, ο εξοπλισμός παραδόθηκε στο κατάστημα της Εναγόμενης και υπογράφθηκαν όλα τα σχετικά way bills. Σε συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, η Ενάγουσα προχώρησε στην εγκατάστασή του. Η Εναγόμενη παρέλειψε να καταβάλει ποσό €36.142,00. Το οφειλόμενο ποσό, κατά την Ενάγουσα, αντιστοιχεί στη σημερινή αξία των εμπορευμάτων που αναφέρονται στον Κατάλογο Α, που προσκομίζει, αρχικής αγοραίας αξίας €74.000,00. Υπήρξε μείωση της αξίας του εξοπλισμού κατά 50% μετά από την εγκατάσταση και τη χρήση τους, ενώ ένα ποσοστό 15% που αντιπροσωπεύει την αξία των εργατικών και των συνδετικών εξαρτημάτων δεν ανακτάται. Με την αγωγή της, η Ενάγουσα, αξιώνει αναγνωριστική απόφαση ότι η ίδια έχει την κυριότητα του εξοπλισμού που περιγράφεται στον Κατάλογο Α και διάταγμα που να διατάσσει την Εναγόμενη να παραδώσει στην Ενάγουσα τον εξοπλισμό αυτό. Διαζευκτικά, ζητά απόφαση για το ποσό των €36.142,00, πλέον τόκο, ή και αποζημιώσεις.

 

2.        Στο πλαίσιο της αγωγής της, η Ενάγουσα αιτήθηκε, σε κατεπείγουσα βάση, την έκδοση ενδιάμεσου προστακτικού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσεται η Εναγόμενη να παραδώσει στην Ενάγουσα τον εξοπλισμό του Καταλόγου Α για ασφαλή φύλαξη και συντήρηση από την Ενάγουσα, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής. Ζήτησε, επίσης, την έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος, με το οποίο να απαγορεύεται η διάθεση, επιβάρυνση ή μετακίνηση του ιδίου εξοπλισμού. Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 και στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6. Ως προς το κατεπείγον της αίτησής της, η Ενάγουσα ανέφερε πως υπάρχει άμεσος κίνδυνος απομάκρυνσης. Ο τεχνικός της Ενάγουσας, την 13.02.2024, διαπίστωσε, από το σχετικό λογισμικό των καταψυκτών, ότι δεν πάγωσαν, και ο διευθυντής της Ενάγουσας, την 14.02.2024, μετέβη στην υπεραγορά της Εναγόμενης, διαπιστώνοντας, με έκπληξή του, ότι ήταν κλειστή, και έξω από αυτήν, υπήρχαν εργάτες που φόρτωναν σε φορτηγό προϊόντα της υπεραγοράς. Τους ρώτησε, τι συμβαίνει. Του ανέφεραν πως είναι από τον όμιλο MAS, που ανακάλεσε τη λειτουργία του καταστήματος της Εναγόμενης, λόγω χρεών, και προς μετριασμό της ζημιάς της, λαμβάνει προϊόντα. Μετά από λίγα λεπτά, μετέβη στον χώρο ο διευθυντής της Εναγόμενης, ο οποίος ανέφερε στον διευθυντή της Ενάγουσας πως δεν μπορεί να τον πληρώσει τη δεδομένη χρονική στιγμή γιατί χρωστά πολλά στις τράπεζες και τον «πιέζουν». Ήταν μόλις λίγες ημέρες προηγουμένως, την 25.01.2024, που είχε δώσει διαβεβαιώσεις για το αντίθετο. Την 20.02.2024, τηλεφώνησε στον διευθυντή της Ενάγουσας ο υπεύθυνος των υπεραγορών MAS, για να τον ρωτήσει πόσα αξίζει ο φούρνος, η παγομηχανή και το ψυγείο delicatessen, που ήταν μέρος του εξοπλισμού που είχε πωληθεί στην Εναγόμενη. Ο διευθυντής της Ενάγουσας τον ρώτησε, γιατί θέλει να μάθει το κόστος, και η απάντηση ήταν ότι ενδιαφέρεται να τα αγοράσει από την Εναγόμενη. Άμεσα, ο διευθυντής της Ενάγουσας αντέδρασε, υποδεικνύοντάς του πως ο εξοπλισμός, μέχρι την εξόφλησή του, είναι περιουσία της Ενάγουσας και ότι η Εναγόμενη δεν έχει το δικαίωμα πώλησής του. Την 23.02.2024, ο διευθυντής της Εναγόμενης επικοινώνησε με τον διευθυντή της Ενάγουσας και του ζήτησε να δώσει μια καλή προσφορά για ψυγεία στην εταιρεία N.I. EU Foods & Beverages Ltd καθότι ο ίδιος διαπραγματεύονταν την πώληση της επιχείρησής του σ’ αυτήν, και ήταν μέσα στα σχέδια τους η νέα εταιρεία να ανοίξει και να λειτουργήσει το κατάστημα σε δύο εβδομάδες, με τον υφιστάμενο εξοπλισμό, η δε προσφορά θα αφορούσε περαιτέρω εξοπλισμό. Ο διευθυντής της Ενάγουσας του ανέφερε πως το μόνο που ενδιαφέρει τον ίδιο, είναι η εξόφληση, και ο διευθυντής της Εναγόμενης του ανέφερε πως θα δουν τι θα ξεκαθαρίσει, και του έκλεισε το τηλέφωνο, προφασιζόμενος επείγον ραντεβού. Η προοπτική της επικείμενης πώλησης της επιχείρησης της Εναγόμενης, που ήδη είναι αδρανής, το δεδομένο της μη εξόφλησης της Ενάγουσας αλλά και διάθεσης του εξοπλισμού, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του διευθυντή της Εναγόμενης και τον κίνδυνο να μην μπορέσει να διατεθεί ο εξοπλισμός στην Ενάγουσα προς εξόφληση, οδήγησαν την Ενάγουσα στην αναζήτηση της ενδιάμεσης θεραπείας χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στην άλλη πλευρά. Δια της μαρτυρίας που υποστηρίζει την αίτηση της Ενάγουσας, είχαν προσκομιστεί και έγγραφα, στα οποία βασίζει την υπόθεσή της.

 

3.        Στη μαρτυρία του, ο διευθυντής της Ενάγουσας, αποκαλύπτει πως, την 24.08.2023, είχε ληφθεί επιστολή των δικηγόρων της Εναγόμενης, ημερομηνίας 11.08.2023, δια της οποίας η Εναγόμενη παραπονείτο για προβλήματα σε μέρος του εξοπλισμού, ισχυρισμούς με τους οποίους διαφωνεί έντονα η Ενάγουσα. Ενώ αρχικά η Εναγόμενη υπόσχονταν εξόφληση, μετά από την επιδιόρθωση ενός εκ των θεμάτων που προέκυψαν και σχετίζονταν με την εγκατάσταση στον χώρο της Εναγόμενης, άλλαξε πορεία, αποφεύγοντας την πληρωμή. Μάλιστα, για να διασκεδαστούν τυχόν ανησυχίες της Εναγόμενης σε σχέση με την καταλληλότητα του εξοπλισμού, αλλά και να διαφανεί ότι επρόκειτο για προφάσεις, η πλευρά της Ενάγουσας ειδοποίησε ειδικούς από την Ιταλία, όπου, κατόπιν επιθεώρησης, διαπιστώθηκε πως ήταν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί περί ελαττωμάτων. Στη μαρτυρία, περιγράφεται λεπτομερώς πώς η Ενάγουσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Εναγόμενη προσπαθούσε να αποφύγει την πληρωμή και πώς κατέληξε να αναζητήσει πλέον τη βοήθεια δικηγόρου. Εξηγείται ότι ο εξοπλισμός στον Κατάλογο Α είναι μόνο μέρος του εξοπλισμού που πωλήθηκε, που αντιστοιχεί, σε αξία, στην αξία που δεν εξοφλήθηκε και που ενδεχομένως να χρειαστεί να επιστραφεί, εάν η Εναγόμενη δεν μπορεί να εξοφλήσει. Επιχειρηματολογεί, η πλευρά της Ενάγουσας, υπέρ της έκδοσης αμφότερων των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Πρόσθετα, αναφέρονται οι επιπτώσεις της αποσύνδεσης ή μετακίνησης του εξοπλισμού στην εγγύηση που δίδει η κατασκευαστική εταιρεία και το γεγονός ότι η Ενάγουσα είναι εξουσιοδοτημένη και εκπαιδευμένη από την κατασκευάστρια εταιρεία στη συντήρηση του συγκεκριμένου εξοπλισμού. Αναφέρεται στον κίνδυνο που υπάρχει, εάν ο εξοπλισμός μείνει στην κατοχή της Εναγόμενης, υπό τις περιστάσεις.

 

4.        Την 28.02.2024, το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης, και έχοντας ικανοποιηθεί ότι, μέσα από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, δικαιολογείται η εξέταση της αίτησης χωρίς ειδοποίηση της Εναγόμενης μόνον όσον αφορά το αιτούμενο ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, αλλά και ότι, υπό όσα αναφέρθηκαν, υπό την επιφύλαξη τυχόν αναθεώρησης κατόπιν ακρόασης και της Εναγόμενης, ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις και ότι είναι δίκαιο να εκδοθεί, εκδόθηκε το ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα. Όσον αφορά το αιτούμενο ενδιάμεσο προστακτικό διάταγμα, η αίτηση κατέστη δια κλήσεως της Εναγόμενης.

 

5.        Η Εναγόμενη, με ένσταση που υπέβαλε στην οριστικοποίηση του διατάγματος και στην έκδοση οποιουδήποτε άλλου διατάγματος, ανέφερε (συνοπτικά αναφέρονται εδώ οι λόγοι ένστασης γιατί, σε μεγάλη έκταση επαναλαμβάνονται ή αλληλοκαλύπτονται), ότι το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 28.02.2024 είναι «άνευ αντικειμένου» γιατί ήδη η Εναγόμενη πώλησε τον εξοπλισμό που περιγράφεται στον Κατάλογο Α σε τρίτο πρόσωπο, η δε Ενάγουσα είχε συμφωνήσει σε αυτή την πώληση, ώστε να εξοφληθεί, αλλά αφαιρουμένων οποιωνδήποτε ποσών για βλάβες ή φθορές όπως θα συμφωνούνταν σε μεταγενέστερο στάδιο. Τα Δικαστήρια, όπως αναφέρει, δεν πρέπει να ενεργούν «επί ματαίω». Άνευ βλάβης αυτού, η Εναγόμενη ισχυρίζεται πως δεν συνέτρεχε το κατεπείγον να εκδοθεί το υφιστάμενο διάταγμα και επίσης αποκρύφθηκαν ουσιώδεις πληροφορίες από την Ενάγουσα. Ειδικότερα, η Εναγόμενη θέτει πως η Ενάγουσα παραπλάνησε το Δικαστήριο, παρουσιάζοντάς του μια αλλοιωμένη εικόνα, αφού ήταν εν γνώσει της η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, καθώς ο νέος ιδιοκτήτης αναφέρεται ως ένας εκ των παραληπτών σε επιστολή της ημερομηνίας 29.02.2024. Η δε πώληση έγινε στο πλαίσιο συμφωνίας που περιλάμβανε και την εξόφληση της Ενάγουσας, στη βάση ενός ποσού που θα συμφωνούνταν, μετά την αφαίρεση ζημιών και βλαβών, για τα ελαττωματικά ψυγεία που προμήθευσε η Ενάγουσα την Εναγόμενη.  Πρόσθετα, η Εναγόμενη προβάλλει πως δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να οριστικοποιηθεί το δοθέν προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα ή για να εκδοθεί το αιτούμενο ενδιάμεσο προστακτικό διάταγμα, καθότι η Ενάγουσα δεν έχει πράγματι αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης και δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας στην αγωγή της, ούτε διαφαίνεται πως, χωρίς τα εν λόγω διατάγματα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι αξιώσεις της είναι απλώς χρηματικής φύσης, και η Ενάγουσα δεν αμφισβήτησε βάσιμα την ικανότητα της Εναγόμενης να πληρώσει το ποσό που αξιώνει, εάν αποδειχθεί πως οφείλεται. Εξάλλου, κατά τη θέση της, οι ενδιάμεσες αυτές θεραπείες επηρεάζουν και τρίτους, που ενήργησαν καλόπιστα, και ήδη κατέστησαν ιδιοκτήτες του εξοπλισμού. Θεωρεί, η Εναγόμενη, εκδικητική τη συμπεριφορά της Εναγόμενης και καταχρηστική, ενώ η ίδια παρέλειψε να προβεί σε διορθώσεις των προβλημάτων στα ψυγεία, κι ενώ ο εξοπλισμός βασικά είναι περιουσία της Εναγόμενης, τα δικαιώματά της επί της οποίας η Ενάγουσα θέλει να παρεμποδίσει. Θεωρεί, η Εναγόμενη, ότι, στο ισοζύγιο της ευχέρειας, θα πρέπει να ακυρωθεί το υφιστάμενο διάταγμα, να μην εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα, και να απορριφθεί η αίτηση της Ενάγουσας.

 

6.        Και η ένσταση της Εναγόμενης υποστηρίζεται από μαρτυρία, του διευθυντή της Εναγόμενης, ο οποίος δέχεται πως συνήψε τη συμφωνία για την αγορά και εγκατάσταση του εξοπλισμού και ότι υφίσταται χρέος, από το οποίο, όμως, ο ίδιος θεωρεί πως θα πρέπει να αφαιρεθεί κάποιο ποσό για προβλήματα και ζημιές που προκλήθηκαν από ελαττώματα των ψυγείων, συμψηφισμός στον οποίο συμφώνησε προφορικά η πλευρά της Ενάγουσας. Ήταν εν γνώσει της Ενάγουσας ότι θα πωλείτο η επιχείρηση, εφόσον έτσι θα λαμβάνονταν χρήματα και θα εξοφλούνταν και η Ενάγουσα, μετά την αφαίρεση του ποσού που θα συμφωνείτο και που εκ του προχείρου υπολογίστηκε στις €10.000,00. Για τις δυσλειτουργίες των μηχανημάτων, είχε ανταλλαχθεί σχετική αλληλογραφία. Προσκομίζει και η πλευρά της Εναγόμενης σχετική έγγραφη μαρτυρία. Θεωρεί, ο μάρτυρας της Εναγόμενης, πως, υπό τις περιστάσεις αυτές, ήταν εκδικητική η αγωγή της Ενάγουσας, εφόσον ο ίδιος είναι πρόθυμος να πληρώσει οποιαδήποτε οφειλή, μετά την αφαίρεση της αποζημίωσης που θεωρεί ότι πρέπει να αφαιρεθεί. Επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης. Προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τη συμφωνία που συνάφθηκε με το τρίτο πρόσωπο, την 22.02.2024. Επιχειρηματολογεί υπέρ της μη αναγκαιότητας των διαταγμάτων.

 

7.        Με συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, ο διευθυντής της Ενάγουσας αρνείται τη θέση της Εναγόμενης πως συμφωνήθηκε οποτεδήποτε να αφαιρεθεί κάποιο ποσό από την οφειλή ή ότι υπήρχαν ελαττώματα ως προς τα οποία οφείλονταν αποζημιώσεις που θα έπρεπε να συμψηφιστούν. Ο εξοπλισμός ήταν καινούριος. Η αξίωση της Εναγόμενης, όπως προβάλλει, για αποζημιώσεις, προβλήθηκε «προς αντιπερισπασμό». Ουδέποτε υπήρξε συγκατάθεση στην πώληση του εξοπλισμού της Ενάγουσας από την Εναγόμενη, η οποία ουδέποτε είχε καταστεί ιδιοκτήτρια του εξοπλισμού, για να νομιμοποιείται να συνάπτει συμβάσεις και να τον πωλεί. Αναφέρεται, επίσης, σε αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών μετά από την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, με σκοπό βασικά την εξώδικη διευθέτηση.

 

8.        Με συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, και ο διευθυντής της Εναγόμενης βασικά επιμένει στη δική του εκδοχή, λέγοντας πως όχι μόνον γνώριζε για την επικείμενη πώληση, ο διευθυντής της Ενάγουσας, αφού συνάντησε τον ιδιοκτήτη και μίλησε μαζί του, όταν είχε μεταβεί στο κατάστημα της Εναγόμενης, αλλά επιχείρησε να του πωλήσει και εξοπλισμό. Και τότε, πάλι, τέθηκε το θέμα των συνεχών βλαβών, που οδήγησε στην απώλεια εμπορεύματος, και είχε αναφέρει ο διευθυντής της Ενάγουσας «να κόψουμε €10.000» και «να σπάσουμε το υπόλοιπο σε δόσεις». Είχε ζητηθεί χρόνος ακριβώς για να πωληθεί ο εξοπλισμός και να υπάρξει εξόφληση. Υπάρχει συμφωνία ως προς το ποσό που πληρώθηκε έναντι και διορθώνεται λανθασμένη αναφορά στην προηγούμενη ένορκη δήλωση. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρει, με την πώληση του εξοπλισμού, δεν τον κατέχει.

 

9.        Η ακρόαση έγινε στη βάση όλων των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

10.    Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής δικαιοδοσίας του, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα. Όπως προκύπτει από το άρθρο 9 § 1 Κεφ. 6, όταν ένα διάταγμα εκδίδεται μονομερώς, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να ακούγονται για να αποδοθεί κάποια θεραπεία[1], θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι πρόκειται για επείγουσα ή άλλη ιδιαίτερη περίσταση· ειδάλλως, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, και εάν διαφανεί εκ των υστέρων, μετά πλέον και την ακρόαση των επηρεαζόμενων προσώπων, ότι τα δεδομένα που στήριξαν τέτοια επείγουσα ή ιδιαίτερη περίσταση δεν ήταν ορθά, οφείλει να το ακυρώσει[2]. Κατεπείγον θεωρείται το ζήτημα που περιέρχεται σε γνώση του αιτούντος την ενδιάμεση θεραπεία σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικό του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί[3]. Ο χρόνος δεν έχει μία συγκεκριμένη ημερολογιακή προσέγγιση, αλλά εκτιμάται σε συνάρτηση με το είδος της ενδιάμεσης θεραπείας που ζητείται, το πολύπλοκο της υπόθεσης, την όλη διαφορά, και άλλους παράγοντες[4]. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να υπάρχει ο χρόνος να επιδοθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά, για να ακουστεί, αλλά οι περιστάσεις να είναι «ιδιαίτερες», ώστε να καθιστούν λογικά ασυμβίβαστη την προηγούμενη ειδοποίηση της άλλης πλευράς[5].

 

11.    Έπειτα, όταν ένας διάδικος κινείται μονομερώς για να εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα, οφείλει – και συνιστά υποχρέωσή του προς το Δικαστήριο ύψιστης πίστης – να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα, είτε ευνοούν είτε όχι την υπόθεσή του, στον βαθμό που είναι δυνατόν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εάν θα δώσει την θεραπεία που ζητά[6]. Το κατεπείγον ή η ιδιαίτερη περίσταση συχνά συναρτώνται με τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε να αρμόζει συνεξέταση των λόγων αυτών, που ούτως ή άλλως επιδρούν αμφότεροι δικαιοδοτικά.

 

12.    Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά το απαγορευτικό διάταγμα, που εκδόθηκε μονομερώς, δεν θεωρώ ότι δεν συνέτρεξε το κατεπείγον ή ότι η Ενάγουσα απέκρυψε οτιδήποτε θα επιδρούσε ουσιωδώς στην κρίση του Δικαστηρίου. Αναφέρθηκε σε επικείμενη πώληση του εξοπλισμού, που αντιλήφθηκε μέσα από τηλεφωνική επικοινωνία, την 23.02.2024, όταν έγινε αναφορά περί διαπραγμάτευσης πώλησης. Επιβεβαιώθηκε ο κίνδυνος, με τη διαφορά πως, όπως τουλάχιστον η Εναγόμενη προβάλλει, δεν πρόλαβε να την εμποδίσει από το να προβεί στην πώληση, καθότι η συμφωνία πώλησης συνάφθηκε ήδη την 22.02.2024. Δεν προκύπτει λογικά από οπουδήποτε η Ενάγουσα να γνώριζε πως έγινε η πώληση ήδη την 22.02.2024 και να επιχείρησε να την απαγορεύσει την 26.02.2024. Έπειτα, η Ενάγουσα αποκάλυψε και τις αναφορές της Εναγόμενης περί προβλημάτων, με τις οποίες απλώς διαφωνεί, έχοντας τη δική της εκδοχή. Η γενική εικόνα που έδωσε στο Δικαστήριο δεν αλλοιώθηκε μετά από την ακρόαση και της Εναγόμενης, ώστε να υπάρχει κάποια δικαιοδοτική επίδραση σε σχέση με το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα.

 

13.    Το άρθρο 32 Ν. 14/60 ορίζει το ίδιο τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν, για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, καταρχάς απαγορευτικό. Οι προϋποθέσεις αυτές αναλύθηκαν σε πάγια νομολογία[7]

 

13.1.      Θα πρέπει ο αιτών διάδικος να αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, που αφορά σε συγκεκριμένο πράγμα, σε χρέος ή αποζημίωση, ορισμένα ή οριστά. Το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα καταχωρισμένα δικόγραφα ή, όπου δεν υπάρχουν, την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Ό,τι εξετάζεται σε σχέση με αυτή την προϋπόθεση, είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας[8].

 

13.2.      Δεν αρκεί να τίθεται ένα δικάσιμο θέμα. Θα πρέπει να υπάρχουν καλές πιθανότητες ο αιτών να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του[9]. Απαιτείται κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[10]. Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα, υπό την πιο πάνω έννοια[11].

 

13.3.      Εκτός από αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Αυτή η τρίτη προϋπόθεση έχει την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή[12].

 

13.4.      Το ισοζύγιο της ευχέρειας ή της δικαιοσύνης (balance of justice) συνυπολογίζεται σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν 14/60, και απαντά στο εάν είναι εν τέλει δίκαιο να δοθεί η ενδιάμεση θεραπεία.

 

14.    Οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 Κεφ.6 εξετάζονται υπό το ίδιο πρίσμα του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

15.    Ανάλογες προϋποθέσεις ισχύουν και για την έκδοση ενδιάμεσων προστατικών διαταγμάτων. Ωστόσο, επειδή τα προστατικά διατάγματα δεν απαγορεύουν απλώς τη συνέχιση μιας συμπεριφοράς που ο αιτών διάδικος θεωρεί άδικη, αλλά το Δικαστήριο παρεμβαίνει δραστικά και διαμορφώνει θετικά συγκεκριμένη συμπεριφορά του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται, όπως λόγου χάριν το να προβεί σε συγκεκριμένη παράδοση, απομάκρυνση, επισκευή ή δαπάνη ή πληρωμή, εκδίδονται με ιδιαίτερη φειδώ και αρκετά πιο ισχυρό βαθμό βεβαιότητας ότι έχει πληγεί σοβαρά δικαίωμα και θα υπάρξει υπέρμετρη ζημιά του αιτούντος, που μόνο με την έκδοση του διατάγματος μπορεί να αποφευχθεί και να διασφαλιστεί η δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να επαρκεί κάποια αποζημίωση[13]. Ευλόγως, χρειάζεται να τηρηθεί επίπεδο αναλογικότητας ανάμεσα στη ζημιά που υπόκειται το πρόσωπο το οποίο, πριν να ακουστεί πλήρως στη δίκη, διατάσσεται να πράξει, και στη ζημιά που θα υποστεί ο αιτών, εάν δεν χορηγηθεί η ενδιάμεση θεραπεία. Στο πλαίσιο της αναλογικότητας εμπίπτει και η ανάγκη για σαφήνεια και ακρίβεια στις πράξεις που προστάζονται, όπως και στον χρόνο. Η πρώιμη προσταγή, ως μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, δεν θα πρέπει να παρεμβάλλει ως μορφή τιμωρίας[14], αλλά ως μέσο διασφάλισης της απονομής της δικαιοσύνης. Ο κίνδυνος ένα ενδιάμεσο προστατικό διάταγμα να υπερβεί το μέτρο αυτό πάντοτε υφίσταται. Ο επείγων χαρακτήρας ενός τέτοιου διατάγματος είναι εγγενής στη φύση του.

 

16.    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, της ύπαρξης δικάσιμου θέματος, ικανοποιείται. Η Ενάγουσα αξιώνει βάσει σύμβασης πώλησης και εγκατάστασης εξοπλισμού, με την οποία ισχυρίζεται πως συμφωνήθηκε να παραμείνει η κυριότητα όλου του εξοπλισμού στην ίδια, μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Θέτει πως δεν εξοφλήθηκε συγκεκριμένο ποσό. Αξιώνει είτε επιστροφή αντίστοιχης αξίας εξοπλισμού, είτε, διαζευκτικά, το υπόλοιπο οφειλόμενο. Περιβάλλει την αξίωσή της, που ως αξίωση βάσει σύμβασης είναι αναγνωρισμένη στο δίκαιο, με λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα και με έγγραφη μαρτυρία.

 

17.    Από την ίδια μαρτυρία, χωρίς να αξιολογείται, προκύπτει πως η Ενάγουσα έχει επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας, όσον αφορά την αξίωσή της για πληρωμή του ποσού των €36.142,00. Δίδει επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων διαφαίνεται πως θα μπορούσε να αποδείξει την απαίτησή της αυτή εναντίον της Εναγόμενης, ώστε να εκδοθεί απόφαση εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό αυτό. Μετά από την ακρόαση της Εναγόμενης, δεν άλλαξε η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας της αξίωσής της για το ποσό των €36.142,00. Απεναντίας, η Εναγόμενη αποδέχεται κατά κάποιον τρόπο πως οφείλει το ποσό αυτό, αλλά αξιώνει συμψηφισμό του με δική της απαίτηση εναντίον της Ενάγουσας. Εάν θα πρέπει να γίνει ή όχι συμψηφισμός, έχει να κάνει με την υπεράσπιση και κυρίως την ανταπαίτηση της Εναγόμενης, όπου η ίδια θα πρέπει να αποδείξει τα λεγόμενά της, κατά την εκδίκαση της αγωγής.

 

18.    Όσον αφορά την αξίωση της Ενάγουσας για επιστροφή του συγκεκριμένου εξοπλισμού, του Καταλόγου Α, στη βάση του ότι ανήκει κατ’ ιδιοκτησία στην ίδια και ότι τον δικαιούται με βάση τη σύμβαση, επειδή δεν εξοφλήθηκε όλος ο εξοπλισμός, αν και η φύση της σύμβασης θα εξεταστεί κατά την εκδίκαση της αγωγής, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας μόνον, δεν υπάρχουν επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας. Αυτή η αξίωση συμπλέκεται με τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι εξοφλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού, αξίας €149.724,23. Έπειτα, με την έλλειψη αντιστοιχίας του εξοπλισμού του Καταλόγου Α με συγκεκριμένα ανεξόφλητα τιμολόγια, σε συνάρτηση με άλλα εξοφλημένα τιμολόγια, που είναι η θέση της πως εξέδιδε, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συμβατικής σχέσης. Επί του παρόντος, φαίνεται περισσότερο να επέλεξε, η Ενάγουσα, από τον όλο εξοπλισμό που πώλησε στην Εναγόμενη, μέρος του, που να αντιστοιχεί στην αξία του οφειλόμενου ποσού. Η σημασία της φράσης ότι η Ενάγουσα παραμένει ιδιοκτήτρια του εξοπλισμού μέχρι την πλήρη εξόφλησή του, σε συνάρτηση με την εξακολούθηση της εμπλοκής της Ενάγουσας στη λειτουργία του εξοπλισμού μετά την εγκατάστασή του, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τη λειτουργία του δια λογισμικού και να παρεμβαίνει, θα εξεταστεί κατά την ακρόαση. Ωστόσο,  η Ενάγουσα δεν φαίνεται να επέλεξε να ζητήσει την επιστροφή όλου του εξοπλισμού στην ίδια, επειδή δεν εξοφλήθηκε μέρος του, αντίστοιχα, επιστρέφοντας το τίμημα πώλησής που έλαβε. Επέλεξε να μην τερματίσει τη σύμβαση και δεν πρόβαλε οποιαδήποτε προηγούμενη απαίτησή της να της επιστραφεί ο «ανεξόφλητος εξοπλισμός» βάσει της σύμβασης, ως εάν να υφίστατο τέτοια συμβατική δυνατότητα. Θέτει την αξίωση για επιστροφή εξοπλισμού διαζευκτικά με την αξίωσή της για πληρωμή του ποσού των €36.142,00, έχοντας επαναλάβει και αρκετές φορές πως απλώς το ζητούμενο είναι να πληρωθεί το ποσό των €36.142,00 (και μετά η Εναγόμενη ας πράξει ό,τι θέλει με τον εξοπλισμό). Αυτή η σύγχυση στην ιδιότητα με την οποία η Ενάγουσα ενήγαγε αλλά και προώθησε και τα αιτήματά της για ενδιάμεση θεραπεία, ως ιδιοκτήτρια του εξοπλισμού (που όμως εισήγαγε εκ μέρους της Εναγόμενης και της πώλησε, και έλαβε και το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος πώλησης) και ως πιστώτρια, ή και ο τρόπος που έδειξε προς το παρόν να μεταχειρίζεται τη ρήτρα ότι η κυριότητα μένει στον πωλητή μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμήματος πώλησης, με κάποια εξασφάλιση της αποπληρωμής του τιμήματος, δεν βοηθά ιδιαίτερα.

 

19.    Η ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 Ν.14/60, σχετικά με την αξίωση των €36.142,00, επιτρέπει στο Δικαστήριο τη συνέχιση της εξέτασης της υπόθεσης.

 

20.    Η μη ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 Ν.14/60, σχετικά με την αξίωση επιστροφής του συγκεκριμένου εξοπλισμού του καταλόγου Α, ως περιουσία της Ενάγουσας που κρατείται παράνομα ή αντισυμβατικά από την Εναγόμενη, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο τη συνέχιση της εξέτασης σχετικά με το αιτούμενο προστακτικό διάταγμα, όπως ο εξοπλισμός αυτός παραδοθεί στην Ενάγουσα, για να φυλάγεται από εκείνην. Η Ενάγουσα επιχείρησε να παρουσιάσει τον εξοπλισμό του καταλόγου Α ως το αντικείμενο της αγωγής, ωστόσο η διάσταση που επέτρεψε να επικρατήσει, όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, είναι πως η βασική αξίωσή της είναι για €36.142,00, και ο εξοπλισμός είναι η περιουσία που μπορεί να διατεθεί για την εξόφληση του χρέους. Η παρουσίαση της Ενάγουσας ως ειδικής στον τομέα της συντήρησης, εκπαιδευμένης από την κατασκευάστρια να διαχειρίζεται προβλήματα που σχετίζονται με τον εξοπλισμό αυτό, ή ακόμα και η ανάγκη να διατηρηθεί η αξία της συγκεκριμένης περιουσίας για να μπορεί να διατεθεί για το χρέος, δεν επαρκούν για να θέσει, η Ενάγουσα, στην αποκλειστική κατοχή και φύλαξή της τον πωλούμενο εξοπλισμό, ως επιλεκτικά  φαίνεται να έχει κάνει την κατάτμηση με κριτήρια αξίας, στον Κατάλογο Α.

 

21.    Ο εξοπλισμός του Καταλόγου Α «δεσμεύτηκε» από το Δικαστήριο, με την έκδοση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος ημερομηνίας 28.02.2024, στη βάση και της μαρτυρίας της Ενάγουσας πως είναι ίσης αξίας περιουσία, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης λόγω εγκατάστασης και χρήσης· όχι ως περιουσία ιδιοκτησίας της Ενάγουσας που κατακρατεί η Εναγόμενη παράνομα ή αντισυμβατικά. Ως το αντικείμενο της υπό εκτέλεση σύμβασης, στην εκτέλεση της οποίας η Ενάγουσα επιμένει, που υφίσταται διαθέσιμο, και που μπορεί να διατεθεί από την Εναγόμενη για την εξόφληση του συμβατικού χρέους της προς την Ενάγουσα, ελλείψει άλλης διαθέσιμης περιουσίας της Εναγόμενης. Η Εναγόμενη, ως μαρτυρήθηκε, έκλεισε το κατάστημά της, με τρόπο που προκάλεσε έκπληξη στην πλευρά της Ενάγουσας, και, ούσα καταχρεωμένη, διέθετε προϊόντα της υπεραγοράς, που φορτώνονταν σε φορτηγό. Συναφώς, η Ενάγουσα είχε αποδείξει, κατά τον χρόνο έκδοσης του διατάγματος, πως, εάν δεν εκδίδονταν το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, να διατηρηθεί ο εξοπλισμός αυτός στην κατοχή της Εναγόμενης ή οποιουδήποτε τρίτου προσώπου με το οποίο τυχόν συμβλήθηκε η Εναγόμενη, και να μην διατεθεί περαιτέρω, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατον να της καταβληθεί σε κατοπινό στάδιο το αξιούμενο ποσό των €36.142,00 ή να εντοπιστεί άλλη περιουσία, για να ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση που ήθελε εκδοθεί προς όφελος της Ενάγουσας.

 

22.    Οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων θα πρέπει να συντρέχουν σε κάθε στάδιο. Μετά από την ακρόαση της Εναγόμενης, κατέστη ορατό πως η Εναγόμενη ενδέχεται να έχει συμβληθεί την ενοικίαση του καταστήματός της και την πώληση του εξοπλισμού που είχε αγοράσει από την Ενάγουσα σε τρίτο πρόσωπο. Προσδοκά να εισπράξει χρήματα από τη συγκεκριμένη πράξη, από την οποία να πληρώσει και την Ενάγουσα, στο ύψος που η Εναγόμενη θωρεί ότι πρέπει. Ο εξοπλισμός βρίσκεται μέσα στο ενοικιαζόμενο κατάστημα της Εναγόμενης, αλλά στη φυσική κατοχή και υπό τον έλεγχο της ενοικιάστριας εταιρείας, που τον χρησιμοποιεί. Παρά την υπογραφή της σύμβασης αυτής, που προσκόμισε η Εναγόμενη, εάν υποτεθεί πως είναι αληθής η σχετική θέση της, η Εναγόμενη δεν έλαβε τίμημα πώλησης του εξοπλισμού με βάση το περιεχόμενό της, και ο εξοπλισμός παραμένει, όπως άλλωστε αναφέρεται στο κείμενό της, ιδιοκτησία της Εναγόμενης, μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Συνακόλουθα, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Εναγόμενης πως δεν υπάρχει αντικείμενο στο υφιστάμενο προσωρινό διάταγμα.

 

23.    Βεβαίως, δεν αδρανοποιείται η Εναγόμενη ως εταιρεία, και αναμένει να λαμβάνει χρήματα από το τρίτο πρόσωπο. Παρά την ύπαρξη του εν λόγω πιστωτή της Εναγόμενης, της εταιρείας N.I. EU Foods & Beverages Ltd, δεν άλλαξε και η εικόνα που εξ αρχής έδωσε η Ενάγουσα, πως υπάρχει απροθυμία της Εναγόμενης να καταβάλει οποιοδήποτε μέρος του ποσού που αξιώνει η Ενάγουσα ως οφειλόμενο, λόγω της απαίτησης που η Εναγόμενη έχει. Έπειτα, δεν ανατράπηκε η εικόνα της οικονομικής δυσχέρειας της Εναγόμενης, που την οδήγησε σε κλείσιμο του καταστήματός της στην Έμπα. Η Εναγόμενη, όχι μόνον απέφυγε να αναφέρει στο Δικαστήριο οτιδήποτε συγκεκριμένο για την οικονομική της κατάσταση, αλλά ανέφερε, εν ολίγοις, πως μόνον με τη συγκεκριμένη πώληση του εξοπλισμού στην N.I. EU Foods & Beverages Ltd μπορεί να εξοφλήσει την Ενάγουσα, ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξόφλησής της. Η πράξη με την N.I. EU Foods & Beverages Ltd, όμως, μπορεί να εξελιχθεί ομαλά, μπορεί και όχι. Δεν εξασφαλίζει την Ενάγουσα η ύπαρξή της. Την ίδια στιγμή, ο συγκεκριμένος εξοπλισμός είναι περιουσία με τις ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από τη φύση και τον προορισμό της. Θεωρώ πως, υπό τις περιστάσεις αυτές, εάν δεν υφίσταται ενδιάμεση θεραπεία προς στην Ενάγουσα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατον να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, να πληρωθεί η Ενάγουσα όσα αξιώνει, και ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.

 

24.    Στο ισοζύγιο της ευχέρειας, συνυπολογίζεται πως το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε την 28.02.2024 δεσμεύει και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο τυχόν περιήλθε στην κατοχή του ο εξοπλισμός. Η διατύπωση του διατάγματος ήταν η εξής:

 

«απαγορεύεται στους Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση και/ή στον διευθυντή των Στέλιο Ζορπίδη και/ή στους εκάστοτε διευθυντές ή αξιωματούχους αυτών ή/και στους αντιπροσώπους τους ή/και υπηρέτες τους ή/και υπαλλήλους τους ή/και συνεργάτες τους ή/και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του και/ή θα θέσει στην κατοχή του τα περιγραφόμενα εις τον επισυνημμένο κατάλογο υπό «Α» εμπορεύματα και/ή μηχανήματα και/ή αγαθά και/ή εξοπλισμό και/ή άλλως, από του να αποξενώσουν και/ή πωλήσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή διαθέσουν και/ή χρησιμοποιούν και/ή κατέχουν και/ή επιβαρύνουν και/ή να δεσμεύσουν δια ενεχυρίασης και/ή ενοικιαγοράς και/ή επιβάρυνσης και/ή άλλως πώς, ως και να τα μεταφέρουν και/ή μετακινήσουν εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ή εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα εμπορεύματα και/ή μηχανήματα και/ή τον εξοπλισμό που περιγράφονται στον επισυνημμένο κατάλογο υπό το «Α», μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής υπό του Δικαστηρίου».

 

25.    Η Εναγόμενη δεν έδειξε προθυμία δέσμευσής της να πληρώσει τα εισπρακτέα από τη σύμβαση με την N.I. EU Foods & Beverages Ltd με κατάθεση στο Δικαστήριο ή σε κάποιον λογαριασμό, ή να διασφαλίσει διαφορετικά την αξίωση της Ενάγουσας. Στην τελευταία, δικαιολογημένα, δημιουργήθηκε κάποια ανασφάλεια, εφόσον, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της Εναγόμενης περί εξόφλησης, λίγο καιρό μετά από την απόκτηση του εξοπλισμού, έκλεισε το κατάστημα στο οποίο είχε εγκατασταθεί ο εξοπλισμός, με αναφορά στην Ενάγουσα ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα χρέη της, η δε Ενάγουσα οδηγήθηκε μόνη της στις διαπιστώσεις αυτές. Έπειτα, λόγω του τρόπου με τον οποίον προτεραιοποιεί τη δική της ανταπαίτηση, η Εναγόμενη. Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία, για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής, ο τρόπος που η Εναγόμενη πρόβαλε τη δική της απαίτηση, ως λόγο μη πληρωμής της Ενάγουσας συγκεκριμένο συμφωνημένο ποσό που είναι το αντάλλαγμα του τιμήματος απόκτησης του εξοπλισμού, βασιζόμενη σε προ μηνών και μεμονωμένα θέματα και χωρίς αναφορά του τρόπου αντιμετώπισής τους, και ενώ αναφέρεται σε εξοπλισμό που κατά την Ενάγουσα εισήχθη καινούριος με εγγυήσεις από την κατασκευάστρια εταιρεία, εντείνουν την ανησυχία της Ενάγουσας σχετικά με την πρόθεση της Εναγόμενης γενικότερα. Οποιαδήποτε προβλήματα, πάντως, δεν φαίνεται να στάθηκαν εμπόδιο στο να χρησιμοποιείται ο εξοπλισμός και εν τέλει η Εναγόμενη να πωλήσει τον εξοπλισμό στην N.I. EU Foods & Beverages Ltd, στην τιμή που τον πώλησε, ήδη εγκατεστημένο. Αυτά, σε συνάρτηση με τις αδιαμφισβήτητες τελικά οικονομικές δυσκολίες της Εναγόμενης, τον χονδρικό τρόπο που προσεγγίζει την υποτιθέμενη ζημιά της (π.χ. να «κοπούν» €10.000,00), δημιούργησαν την εικόνα στην Ενάγουσα, που τη μετέφερε και στο Δικαστήριο, και που διατηρήθηκε, πως, λόγω των δικών της συνθηκών, η Εναγόμενη ενδέχεται να επιχειρεί να εξαναγκάσει ενός είδους έκπτωση, θεωρώντας μια τέτοια προοπτική δίκαιη, με δικά της μόνο κριτήρια, και προσπαθώντας να την παρουσιάσει και ως συμφωνημένη. Ό,τι παρουσιάζεται ως η συμπεριφορά της Εναγόμενης στη συγκεκριμένη απαίτηση της Ενάγουσας, να της καταβληθεί το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος, με διαστάσεις υπεκφυγής ή κρυφών ενεργειών ή αβέβαιων και ανεκκαθάριστων απαιτήσεων, ή και παρουσίασης των δεδομένων με διαφορετικό τρόπο,  δικαιολογεί τη διατήρηση σε ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος. Όχι για να εξαναγκαστεί η πληρωμή της Ενάγουσας, αλλά για να διασφαλιστεί με κάποιον τρόπο πως θα υπάρχει η περιουσία από την οποία θα μπορέσει να ικανοποιηθεί η Ενάγουσα.

 

26.    Αυτό που ενδεχομένως να επηρεάζει δυσανάλογα και να χρειάζεται διόρθωση, σε αυτό το στάδιο, είναι η επέκταση της απαγόρευσης που δόθηκε με το υφιστάμενο διάταγμα στην κατοχή και τη χρήση του εξοπλισμού. Ως είχε παρουσιαστεί η υπόθεση της Ενάγουσας στο Δικαστήριο αρχικά, η έκταση αυτή είχε το νόημα πως η Εναγόμενη, που έκλεισε το κατάστημά της και διαθέτει με γοργούς ρυθμούς περιουσία, για να μειώσει τα χρέη της, θα πρέπει να μην προβεί σε οποιονδήποτε χειρισμό και του εξοπλισμού αυτού, που είναι ειδικός εξοπλισμός που εισήχθη από το εξωτερικό και στον οποίο ειδικεύεται η Ενάγουσα, του οποίου ζητείται η δέσμευση από την Ενάγουσα, με προοπτική να μείνει ανέπαφη και χρήσιμη η περιουσία αυτή, που ήταν το αντικείμενο της αναμεταξύ των διαδίκων σύμβασης, για να χρησιμοποιηθεί για την αξίωση της Ενάγουσας.

 

27.    Με την ανάδειξη της πλήρους εικόνας των πραγμάτων, μέσα και από την ακρόαση της Εναγόμενης, φαίνεται πως δεν πρόκειται για μια εγκαταλελειμμένη κινητή περιουσία που θα καταστραφεί διατιθέμενη μαζικά στην όλη περιουσία που διαθέτει η Εναγόμενη. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται πως ενοικίασε τον υφιστάμενο χώρο του καταστήματός της, στον οποίον βρίσκεται ο εξοπλισμός, ο οποίος θα αγοραστεί σταδιακά από την ενοικιάστρια N.I. EU Foods & Beverages Ltd, που τον χρησιμοποιεί και η ίδια, για τον σκοπό για τον οποίον προορίζεται. Δεν δικαιολογείται η περαιτέρω παρέμβαση της Ενάγουσας στη συμβατική σχέση της Εναγόμενης με την N.I. EU Foods & Beverages Ltd, δια ενδιάμεσης θεραπείας, απλώς επειδή της οφείλεται ένα χρηματικό ποσό, ή και λόγω των αμφισβητήσεων που έχει, φερόμενη ως η ιδιοκτήτρια όλου του εξοπλισμού, για τον οποίον, όμως, έλαβε και κράτησε €149.724,23.

 

28.    Όπως διατυπώθηκε το διάταγμα, δεσμεύει την Ενάγουσα και κάθε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου περιήλθε ο εξοπλισμός (ως να μπορούσε να είχε περιέλθει) με την απαγόρευση κατοχής και χρήσης του εξοπλισμού, οδηγώντας σε πιθανότητα ερμηνείας με τον εξής τρόπο: ότι οφείλει, είτε η Εναγόμενη είτε το τρίτο πρόσωπο που έλαβε την κατοχή του εξοπλισμού και τον χρησιμοποιεί, να παύσει να κατέχει και να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό. Η παύση της κατοχής, ως ενέργεια, προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με τέτοιο διάταγμα, υλοποιείται με εγκατάλειψή της ή με την παράδοσή της στην Ενάγουσα. Κατ’ επέκταση, η Ενάγουσα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το διάταγμα προς εξαναγκασμό μιας θεραπείας (επιστροφής του συγκεκριμένου εξοπλισμού στην ίδια), ως προς την οποία, μάλιστα, διαπιστώθηκε πως δεν έχει επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας. Σημειώνεται πως η Ενάγουσα, μετά από την έκδοση του υπό αναθεώρηση διατάγματος, προέβη και σε αίτηση παρακοής, προκαλώντας περαιτέρω διαδικασία. Ενώ το ζητούμενό της είναι πάντοτε να πληρωθεί σε αυτήν ποσό €36.142,00.

 

29.    Στο ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν θεωρώ πως θα πρέπει να ακυρωθεί το υφιστάμενο προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 28.02.2024, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, και εφόσον μπορεί να αναδιατυπωθεί, ώστε να αφαιρεθεί από το κείμενό του η απαγόρευση της κατοχής και της χρήσης. Η εξακολούθηση, κατά τα λοιπά, της δέσμευσης του εξοπλισμού αυτού, μέσα στην υφιστάμενη εγκατάσταση του καταστήματος της Εναγόμενης, και της διατήρησης της λειτουργίας του και της αξίας του στο μέτρο του εφικτού, δεν φαίνεται να επηρεάζει δυσανάλογα την Εναγόμενη ή οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για περιουσία που δεν αποκτήθηκε μέχρι στιγμής από την N.I. EU Foods & Beverages Ltd, απλώς με την υπογραφή της σύμβασης που πρόταξε η Εναγόμενη, χωρίς την πληρωμή του αντιτίμου, και ως τέτοια, μπορεί ακόμα να θεωρείται περιουσία ικανή να διατεθεί έναντι του χρέους της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα. Δεν υποδεικνύεται από την Εναγόμενη άλλη διαθέσιμη ελεύθερη περιουσία της. Ενώ η ύπαρξη ανάλογα διαμορφωμένου του απαγορευτικού διατάγματος δεν επηρεάζει με συγκεκριμένο τρόπο την Εναγόμενη ή τρίτο πρόσωπο, εξασφαλίζει επαρκώς και κατάλληλα την Ενάγουσα, η οποία ενδεχομένως να δικαιούται σε έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €36.142,00, ασχέτως της ανταπαίτησης της Εναγόμενης.

 

30.    Συναφώς, καθίσταται, μέσα από όσα αναφέρθηκαν, αναγκαίο να περιληφθεί στο διάταγμα και η αποφυγή σκόπιμης ζημιάς στον εξοπλισμό ή ενεργειών που προκαλούν με μη φυσικό τρόπο την ελάττωση ή τη μείωση της αξίας του εξοπλισμού αυτού. Επίσης, εναλλακτικοί τρόποι τερματισμού της ισχύος ενός τέτοιου διατάγματος.

 

31.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν:

 

Α. Η αίτηση, όσον αφορά το αιτούμενο υπό το σημείο Α της αίτησης διάταγμα, απορρίπτεται.

 

Β. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 28.02.2024, καθίσταται απόλυτο, με την ακόλουθη τροποποιημένη διατύπωση:

 

«Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στην Εναγόμενη ή και στον διευθυντή της Στέλιο Ζορπίδη ή και στους εκάστοτε διευθυντές ή αξιωματούχους της ή και στους αντιπροσώπους ή και υπαλλήλους ή και συνεργάτες της Εναγόμενης ή και σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του ή θα θέσει στην κατοχή του τα περιγραφόμενα στον επισυνημμένο κατάλογο υπό «Α» εμπορεύματα ή και μηχανήματα ή και αγαθά ή και εξοπλισμό («ο εξοπλισμός») από το να προβούν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις:

 

-         να πωλήσουν, δωρίσουν, ή εκχωρήσουν τον εξοπλισμό·

-         να μεταβιβάσουν με οποιονδήποτε τρόπο την ιδιοκτησία του εξοπλισμού·

-         να επιβαρύνουν, δεσμεύσουν δια ενεχυρίασης ή ενοικιαγοράς ή επιβάρυνσης ή διαφορετικά τον εξοπλισμό·

-         να απεγκαταστήσουν τον εξοπλισμό ή να μετακινήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τον εξοπλισμό εκτός των εγκαταστάσεων του καταστήματος της Εναγόμενης στην οδό «Πετριδίων 63, 8250, Έμπα, Πάφος»·

-         να προβούν σε σκόπιμη ζημιά στον εξοπλισμό και στη λειτουργικότητά του, ή σε οποιαδήποτε ενέργεια προκαλεί με μη φυσικό τρόπο την ελάττωση ή τη μείωση της αξίας του εξοπλισμού,

 

μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή αυτή, ή μέχρι νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου, ή μέχρι την κατάθεση από την Εναγόμενη στο Δικαστήριο ποσού €40.000,00 προς εξασφάλιση της απαίτησης της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης, ή μέχρι την παροχή από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα ίσης αξίας εξασφάλιση με το ποσό των €40.000,00».

 

Γ. Τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, στο ποσό των €1.500,00, πλέον Φ.Π.Α..

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Vuitton ν. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453.

[2] Odysseos ν. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 CLR 557, Staνros Hotels Aprts Ltd (Αρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 836· Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ 947· In Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 861· Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1377· Αμβροσιάδου ν. Martin Coward, Έφεση 3/2011, ημερομηνίας 15.1.2013· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[3] Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203.

[4] Seamark Consultancy Services Limited v. Lasala (2007) 1 ΑΑΔ 162.

[5] Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[6] Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1 ΑΑΔ 1168.

[7] Βλ. και Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557.

[8] American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 504· Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(ΒΑΑΔ 598.

[9] Βλ. και T.A. Micrologic Comp. Conlsut. Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 1802.

[10] Πουργουρίδη ν. Μέζου (1994) 1 ΑΑΔ 201.

[11] Βλ και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1 ΑΑΔ 253.

[12] Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 2015.

[13] Clerk & Lindsell on Torts, 16η εκ., παραγ. 7-06, Morris v. Redland Bricks Ltd (1970) A.C. 652, 665, 666, και ενδεικτικά RKB Leathergoods Limited νΑγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071.

[14] Colls Home and Colonial Stores [1904] A.C. 193.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο