ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ. 1861/2015

 

 

 

 

ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ως διαχειριστής της περιουσίας του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ

 

 

 

Ενάγων

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

 

 

 

Εναγόμενος

 

 

 

 

_________________

 

 

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Π. Ευθυμίου για Παύλος Γ. Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τον Ενάγοντα

 

Λ. Γεωργίου (κα) και Κ. Χ’Θεοδοσίου (κα) για Λεωνίδας Γ. Γεωργίου και Β. Δελιμπαλτίδου (κα), για τον Εναγόμενο

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

 

1.        Την αγωγή κίνησε ο Πέτρος Πολυβίου. Εκκρεμούσης της αγωγής, απεβίωσε. Την αγωγή του συνέχισε ο Ενάγων, προς όφελος της περιουσίας του.

 

2.        Ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο στον οποίον αναφέρονται τα γεγονότα της αγωγής, που ανατρέχουν στην 12.02.2015, ήταν ηλικίας 74 ετών. Όπως ισχυρίζεται ο Ενάγων, ο αποβιώσας βρίσκονταν επί της οδού Ανδρέα Γερούδη και επιχειρούσε να διασχίσει τον δρόμο, για να περάσει στην απέναντι πλευρά του, οπότε και κτυπήθηκε από το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος, διερχόμενος επί του ίδιου δρόμου, τα στοιχεία του οποίου πληρέστερα περιγράφονται στην αγωγή.

 

3.        Ο Ενάγων ισχυρίζεται πως το ατύχημα συνέβη εξαιτίας της αποκλειστικής ή μεγάλης συντρέχουσας αμέλειας του Εναγόμενου ή και λόγω της παράβασης νόμιμων οδικών καθηκόντων του. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, δεν έδωσε προτεραιότητα στον αποβιώσαντα, που διέσχιζε τον δρόμο πεζός, παρέλειψε να τον δει έγκαιρα ή και οδηγούσε χωρίς κατάλληλη όραση, οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα υπό τις περιστάσεις ή και χωρίς κατάλληλα και αποτελεσματικά φρένα ή και παρέλειψε να προβεί σε οποιονδήποτε ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

4.        Λόγω του ατυχήματος, ο αποβιώσας είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση και διάσειση, θλάση οσφύος και κάταγμα λεκάνης (κάταγμα ηβοισχιακών κλάδων αριστερά), πόνο και ταλαιπωρία, καθώς και πραγματικά έξοδα που συμποσούνται σε €1.537,00 και αναλύονται ως τα έξοδα εξασφάλισης αστυνομικής έκθεσης (€85,00), τα έξοδα για το ιατρικό πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου (€62,00), τα έξοδα της ιδιωτικής κλινικής (€1.190,76) και τα έξοδα έκδοσης του ιατρικού πιστοποιητικού από τον ιδιώτη ιατρό (€200,00). Αξιώνει ειδικές και γενικές αποζημιώσεις.

 

5.        Η Εναγόμενη δεν αρνείται πως υπήρξε σύγκρουση μεταξύ του πεζού αποβιώσαντος και του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος, ωστόσο, δεν αποδέχεται την ευθύνη για το ατύχημα αυτό. Το ατύχημα, κατά τη θέση του, συνέβη γιατί ο αποβιώσας, μεταξύ άλλων, είχε παραλείψει να ασκήσει επαρκή ή καθόλου έλεγχο κατά την προσπάθειά του να διασχίσει τον δρόμο, από σημείο όπου δεν υπήρχε διάβαση πεζών, και ενώ το όχημα του Εναγόμενου ήταν πολύ πλησίον, ώστε ουσιαστικά ο ίδιος να πέσει πάνω στο όχημα του Εναγόμενου. Όρμησε βιαστικά να εισέλθει στον δρόμο και προκάλεσε το ατύχημα, αντί να σταματήσει έγκαιρα ή καθόλου και να βεβαιωθεί πως δεν έρχονταν αυτοκίνητο και ότι ήταν ασφαλές να επιχειρήσει να διασχίσει τον δρόμο, ή και δεν αντιλήφθηκε ή δεν είχε καλή όραση να δει την παρουσία του Εναγόμενου στον δρόμο ή να αναμένει να είναι ασφαλής η διέλευσή του. Με τη συμπεριφορά του, ο αποβιώσας, κτύπησε πάνω στο μπροστινό αριστερό φτερό του οχήματος του Εναγόμενου, που οδηγείτο νόμιμα.

 

6.        Περαιτέρω, ο Εναγόμενος αρχικά είχε αρνηθεί και τις σωματικές βλάβες και ειδικές ζημιές που ισχυρίστηκε ο Ενάγων. Ζητά την απόρριψη της αγωγής του.

 

7.        Τα δικόγραφα, στην πλήρη τους μορφή, είναι σε γνώση του Δικαστηρίου. Ενώ επίδικα, εξ αυτών, ήταν τόσο η ευθύνη για το ατύχημα όσο και οι ζημιές που δικογραφεί ο Ενάγων, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, συμφωνήθηκαν οι ειδικές (€1.537,76) και οι γενικές αποζημιώσεις (€12.000,00) επί ενδεχόμενης και πλήρους ευθύνης, και παρέμεινε ως επίδικο μόνον το θέμα της ευθύνης. Δηλώθηκε, επίσης, ως παραδεκτό γεγονός ότι ο αρχικώς ενάγων απεβίωσε την 16.04.2022 και ότι ορίστηκε ως διαχειριστής ο Ενάγων, ο δε θάνατός του δεν έχει σχέση ή σύνδεση με το επίδικο ατύχημα.

 

Διαδικασία

 

8.        Κατόπιν του προαναφερόμενου περιορισμού των επιδίκων θεμάτων, για την απόδειξη της υπόθεσης του Ενάγοντος, για το θέμα της ευθύνης, παρουσιάστηκε μαρτυρία μόνον από τον Αστ. 1142, Κ. Κωνσταντίνου (ΜΕ1), ο οποίος ήταν ο εξεταστής του ατυχήματος. Προσκόμισε στο Δικαστήριο το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος που είχε ετοιμάσει (Τ1). Αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους του Εναγόμενου. Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά του Εναγόμενου.

 

9.        Μετά από την παρουσίαση της διαθέσιμης μαρτυρίας της υπόθεσης, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των θέσεων του Ενάγοντος και του Εναγόμενου, αντίστοιχα.

 

10.    Είναι σε γνώση μου ό,τι αναφέρθηκε γενικότερα, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές

 

11.    Η υπόθεση του Ενάγοντος βασίζεται και προωθείται στη νομική βάση της αμέλειας. Τι συνιστά «αμέλεια», προβλέπεται και στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Πρόκειται για την τέλεση πράξης που, υπό τις περιστάσεις, δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο, ή την παράλειψη τέλεσης πράξης που, υπό τις περιστάσεις, τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. Στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, ο Ενάγων θα πρέπει να αποδείξει πως ο Εναγόμενος οδήγησε ή παράλειψε να οδηγήσει κατά τρόπο που, υπό τις ίδιες περιστάσεις με τις επίδικες, ένας λογικός συνετός οδηγός θα οδηγούσε.

 

12.    Η αμέλεια συνυφαίνεται με τον χρόνο, τον τόπο και τις υπόλοιπες συνθήκες που οδήγησαν στο ατύχημα. Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον μέριμνας ή επιμέλειας (duty of care), απρόσωπα, έναντι σε κάθε άλλο πρόσωπο που χρησιμοποιεί την ίδια οδό, τον ίδιο δρόμο. Το καθήκον αυτό προσδιορίζεται και συγκεκριμενοποιείται μέσα στο εκάστοτε πραγματικό πλαίσιο. Το κριτήριο εάν υπήρξε παράβασή του (breach of duty) είναι αντικειμενικό και το μέτρο είναι ο μέσος συνετός οδηγός, όχι ο τέλειος[1]. Εάν η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι λογικά εμφανής, το να μην πάρει ένας οδηγός τις αναγκαίες προφυλάξεις, συνιστά αμέλεια. Εάν, όμως, η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι μόνο μια απλή πιθανότητα, που δεν θα περνούσε από το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, τότε, το να μην πάρει ένας οδηγός πρόσθετες προφυλάξεις, δεν αποτελεί αμέλεια[2]. Χρειάζεται, πέραν του καθήκοντος επιμέλειας και της παράβασής του, επίσης, να αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημιάς και η αιτιώδης συνάφεια (causation) μεταξύ της αμέλειας του ενεχόμενου οδηγού και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης[3].

 

13.    Το Δικαστήριο καταλήγει στις εκτιμήσεις του ως προς την ύπαρξη αμέλειας (παράβασης καθήκοντος επιμέλειας), ως θέμα κοινής λογικής (as a matter of sheer common sense). Ανέκαθεν, όμως, υπήρχε η δυνατότητα ή και η αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, για επιμέρους τεχνικά θέματα, που σχετίζονται με τις περιστάσεις του τροχαίου ατυχήματος (λ.χ. την ταχύτητα, κ.λπ.). Όπως λέχθηκε και στη Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1:

 

«The trial Judge may look at the real and other relevant evidence establishing the totality of the circumstances in which an accident has happened and draw inferences and reach conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion, but as a matter of sheer common sense - (Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 CLR 1007, at 1018). It is settled, however, that trial Judges should not turn themselves into experts and thus come to conclusions without the evidence, of an expert (see, inter alia, Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 CLR 248, at 253; Siakos v. A. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333; Shakolascasé (supra) and loakim v. Soteriades (1984)1 CLR 175).

 

14.    Στη Siakos v. Nicolaou (1980) 1 CLR 333, όπου το Δικαστήριο σε πρώτο βαθμό βασίστηκε στα ίχνη φρένων των δύο ενεχόμενων οχημάτων που είχαν σημειωθεί στο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος που είχε ετοιμάσει η Αστυνομία, για να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν η ταχύτητα των δύο οχημάτων, κατ’ έφεση, τονίστηκε ότι, σε τροχαία ατυχήματα, οι δικαστές δεν μπορούν να βασίζονται στη πραγματική μαρτυρία και να καταλήγουν σε δικά τους συμπεράσματα, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του πραγματογνώμονα. Επαναλήφθηκε και στην Παπαϊωάννου ν. Νικολάου (2005) 1 ΑΑΔ 800, οι δικαστές έχουν την ευχέρεια να καταφεύγουν σε κοινές γενικές γνώσεις, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πλαίσιο αυτό και να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες.

 

15.    Σύμφωνα με το άρθρο 57 Κεφ.148, αν ο ενάγων υποστεί ζημιά συνεπεία εν μέρει δικού του πταίσματος και εν μέρει πταίσματος του εναγόμενου (συντρέχουσα αμέλεια), η αξίωση, σε σχέση με τη ζημιά αυτή, δεν αναιρείται λόγω πταίσματος του ενάγοντος. Ωστόσο, η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα μειώνεται, κατά την έκταση που κρίνει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης του ενάγοντος στη ζημιά. Σε τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται πρώτα η ολική αποζημίωση που θα μπορούσε να καταβληθεί, εάν δεν συνέτρεχε πταίσμα του ενάγοντος.

 

16.    Όπως είναι επίσης νομολογημένο[4], η αμέλεια συνιστά νομική έννοια. Εξαντλείται στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Δεν είναι μετρήσιμη με απόλυτους αριθμητικούς υπολογισμούς. Είναι ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Όπως ο οδηγός έχει την υποχρέωση να ελέγχει και να οδηγεί συνετά το όχημά του, έτσι και ο άλλος οδηγός ή ο πεζός, κατά περίπτωση, έχει συντρέχουσα αμέλεια, εάν δεν λαμβάνει μέτρα προς αυτοπροστασία του, με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Η συντρέχουσα αμέλεια εδράζεται βασικά στον καθήκον αυτοπροστασίας. Το βάρος απόδειξής της έχει ο εναγόμενος. Η κατανομή της ευθύνης κρίνεται στη βάση της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας που αφορά την οδική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων, με γνώμονα το τελικό αποτέλεσμα. Η συμβολή εκάστου σε αυτό συναρτάται με τη λογική πρόβλεψη των συνεπειών που ενδεχομένως να προκύψουν, όταν υπάρχει απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί σε κάθε ένα από τα μέρη.

 

17.    Υπάρχει ένα πλέγμα νόμων και κανονισμών σχετικών με την οδική συμπεριφορά, όπως, μεταξύ άλλων, ο περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμο 86/1972 ή και οι περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμοί 1984-2013 (ημερομηνία του ατυχήματος). Η παράβασή τους δεν συνιστά κατ’ ανάγκη αμέλεια, ωστόσο, δι’ αυτών, δυνατόν να προσδιορίζεται και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας. Μία αγωγή δυνατόν να βασίζεται και σε παράβαση νόμου ή κανονισμού, που δημιουργεί αστική ευθύνη, ωστόσο υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να εγείρεται τέτοια αγωγή, ενώ οι προϋποθέσεις απόδειξης τέτοιας υπόθεσης διαφοροποιούνται από τις προϋποθέσεις απόδειξης της οδικής αμέλειας. Η αγωγή του Ενάγοντος, αν και αναφέρεται διαζευκτικά σε λεπτομέρειες αμέλειας ή και παράβασης εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων, είναι, στο περιεχόμενό της, αλλά και ως προωθήθηκε, αγωγή οδικής αμέλειας.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

 

18.    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[5], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

19.    Ο ΜΕ1 ανέφερε, κατά την κυρίως εξέτασή του, πως η οδός Ανδρέα Γερούδη είναι κεντρικός δρόμος, σε κατοικημένη περιοχή, με ανώτατο όριο ταχύτητας 50 χλμ./ώρα. Πρόκειται για τον δρόμο παρά τον δημοτικό χώρο στάθμευσης «Καραβέλλα», δίπλα από το «Μαρκίδειο Θέατρο», στη συμβολή με την οδό Ανδρέα Τσέλεπου, στη μέση της οποίας υπάρχει και μια μικρή νησίδα. Στο Τ1, που είναι το συμμετρικό σχεδιάγραμμα του ατυχήματος, κατέγραψε και κατέδειξε την πορεία του οχήματος του Εναγόμενου (σημείο Α) και την ίδια που υπέδειξε ο αποβιώσας (σημείο Α1). Είναι χαρακτηριστικό πως η πορεία του οχήματος που υπέδειξε ο Εναγόμενος είναι η αντίθετη, σε κατεύθυνση (από αριστερά προς δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του πεζού), από εκείνην που υπέδειξε ο αποβιώσας (από δεξιά προς αριστερά σύμφωνα με την πορεία του πεζού). Αναφέρεται πως υπήρχε μάρτυρας, που δεν κατονομάζεται στο σχεδιάγραμμα, η θέση της οποίας σημειώθηκε με το σημείο Γ, στο πεζοδρόμιο. Το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο Εναγόμενος (Χ) δεν απέχει σημαντικά από το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο αποβιώσας (Χ1). Στην άκρη του δρόμου, όπως ανέφερε ο ΜΕ1, δεν υπήρξε πεζοδρόμιο, ήταν τοίχος υποστατικού. Οι αποστάσεις είναι από τον τοίχο προς τον δρόμο. Άρα, το σημείο Χ, που υπέδειξε ο Εναγόμενος, είναι στα 1,60 μ. από τον τοίχο από όπου εκκίνησε ο πεζός, και το σημείο Χ1, που υπέδειξε ο αποβιώσας, είναι στα 1,30 μ. από τον τοίχο από όπου εκκίνησε ο πεζός. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε ίχνος στη σκηνή. Δεν υπήρχε εμπόδιο ως προς την ορατότητα.

 

20.    Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ1, ανέφερε πως δεν έχει προβεί σε μετρήσεις, για να υπολογίσει την ταχύτητα του οχήματος του Εναγόμενου, αλλά ο ίδιος είχε αναφέρει στην κατάθεσή του ότι δεν ήταν πάνω από 30 χλμ./ώρα, που σημαίνει πως καλύπτει περίπου 8,33 μ./δευτερόλεπτο (με την απλή μέθοδο των τριών).  Δεν μπορεί να γνωρίζει, όπως ανέφερε ο ΜΕ1, πόσο χρόνο χρειάστηκε ο αποβιώσας, για να διανύσει την απόσταση μέχρι το Χ1, γιατί εξαρτάται και από τη φυσική του κατάσταση, πόσο γρήγορα περπατούσε. Πάντως, όπως είπε, με βάση τα δεδομένα, ο Εναγόμενος ήταν πολύ κοντά του. Με πρόχειρο υπολογισμό, ανέφερε πως εάν είχε ταχύτητα 8,33 μ./δευτερόλεπτο και χρειάζονταν ακόμα 1 δευτερόλεπτο αντίδρασης, όταν τον είδε να μπαίνει στον δρόμο, πρέπει να ήταν περίπου στα 16 μ.. Δεν υπολόγισε την απόσταση που θα χρειάζονταν για να ακινητοποιήσει το όχημα, αλλά, με ταχύτητα 50 χλμ./ώρα, χρειάζονται περίπου 14 μ., οπότε θα μπορούσε να υπολογιστεί αναλογικά (εάν στα 50 χλμ./ώρα χρειάζονται 14 μ., στα 30 χλμ./ώρα, χρειάζονται 8,4 μ. ακινητοποίησης), υπολογισμός με τον οποίο συμφώνησε, ο ΜΕ1, πως ήταν αναπόφευκτο να κτυπηθεί ο αποβιώσας. Ειδικότερα, ερωτήθηκε: «άρα, με τους υπολογισμούς σας, συμφωνείτε, ήταν αναπόφευκτο, δεν θα μπορούσε να προλάβει να μην του κτυπήσει, εφόσον τον είδε σε τόσο μικρή απόσταση». Και απάντησε: «μάλιστα».

 

21.    Ο ΜΕ1 έδωσε άμεσες απαντήσεις, με βάση το σχεδιάγραμμα που ετοίμασε και τα στοιχεία που έλαβε κατά την εξέταση του ατυχήματος, και δεν υπάρχουν σημεία στη μαρτυρία του που να κλονίζουν την αξιοπιστία του. Η μαρτυρία του δεν αντικρούστηκε. Είναι αποδεκτή. Εάν επαρκεί ή όχι για να στοιχειοθετήσει ευθύνη του Εναγόμενου, είναι διαφορετικό θέμα.

 

22.    Μόλις ο αποβιώσας εισήλθε στον δρόμο, κτυπήθηκε (με τη δική του εκδοχή που σημειώθηκε στο Τ1 σε απόσταση 1,30 μ.) από το όχημα του Εναγόμενου, καθώς εκείνο σταματούσε, έχοντας τον δει, κατ’ υπολογισμό, σε μικρή απόσταση 16,66 μ.. Με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ1, εάν στα 30 χλμ./ώρα χρειάζονται (ως αναλογικά υπολογίστηκε με βάση τα 50 χλμ./ώρα) 8,4 μ. ακινητοποίησης κι αν διένυε, με βάση την ταχύτητά του, 8,33 χλμ./δευτερόλεπτο, και χρειάζονταν ακόμα 1 δευτερόλεπτο χρόνο αντίδρασης, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 16,73 μ. απόσταση για να σταματήσει το όχημά του, ενώ βρίσκονταν σε απόσταση 16,66 μ.. Εξ ου και ο ΜΕ1 ανέφερε πως ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση, που επήλθε καθώς ο Εναγόμενος σταματούσε το όχημά του.

 

23.    Με την αποδοχή, από τον ΜΕ1, εξεταστή της υπόθεσης, πως ήταν αναπόφευκτο να κτυπηθεί ο αποβιώσας από το όχημα του Εναγόμενου, με τα δεδομένα της υπόθεσης, όπως τα παρουσίασε, και χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, δεν προκύπτει δυνατότητα απόδειξης κάποιας παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας του Εναγόμενου έναντι στον πεζό αποβιώσαντα· ότι παρέλειψε να πράξει οτιδήποτε έπρεπε και μπορούσε, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να πράξει ο μέσος συνετός οδηγός, και ότι έτσι έπεσε κάτω από το επίπεδο οδικής επιμέλειας που είχε. Δεν μαρτυρήθηκε πως ήταν ευλόγως προβλεπτό από έναν οδηγό, στη θέση του Εναγόμενου, πως ενώ ο αποβιώσας πεζός βρίσκονταν στον τοίχο του υποστατικού και είχε σε αντίστοιχη απόσταση 16,66 μ. το όχημα του Εναγόμενου, θα επιχειρούσε να εισέλθει και να διασχίσει τον δρόμο, ώστε ο Εναγόμενος να έπρεπε να πράξει οτιδήποτε άλλο. Όταν πλέον εκδηλώθηκε ο κίνδυνος, και κατ’ επέκταση το καθήκον του Εναγόμενου να τον αποφύγει, όταν ο αποβιώσας τελικά έκανε το βήμα και εισήλθε στον δρόμο, ο Εναγόμενος, έχοντας δει τον κίνδυνο, δεν είχε την απαραίτητη απόσταση για να ακινητοποιήσει το όχημά του πριν από τη σύγκρουση. Δεν μαρτυρήθηκε ότι θα μπορούσε να πράξει οτιδήποτε διαφορετικό, όπως κάποιον ελιγμό σε άλλο σημείο του δρόμου, ούτε τέτοια δυνατότητα προκύπτει ως ορατή από το Τ1[6].

 

24.    Από τη στιγμή που η πλευρά του Ενάγοντος, δια του ΜΕ1, έχει υποστηρίξει ξεκάθαρα πως ο Εναγόμενος δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με τον πεζό αποβιώσαντα, με βάση τα δεδομένα των αποστάσεων που προέκυψαν κατά τη διερεύνηση, ότι δεν ήταν αμελής, και δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία σχετική με την οδική συμπεριφορά του Εναγόμενου, να τη θέσει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού, δεν υπήρχε λόγος για τον Εναγόμενο να μαρτυρήσει για συντρέχουσα αμέλεια του πεζού, την παράβαση του καθήκοντος αυτοπροστασίας του, για να μειώσει κάποιο δικό του ποσοστό. Το βάρος απόδειξης της οδικής αμέλειας του Εναγόμενου είχε παραμείνει στην πλευρά του Ενάγοντος. Εκείνο είναι που δεν ικανοποιήθηκε με τη μόνη διαθέσιμη μαρτυρία του ΜΕ1. Δεν θα αναμένονταν από τον Εναγόμενο να επιλέξει να δώσει μαρτυρία, από την οποία η πλευρά του Ενάγοντος να επιχειρήσει να αντλήσει μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση της δικής της υπόθεσης, υπό το πρίσμα της απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας του αποβιώσαντος.

 

Κατάληξη

 

25.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή δεν έχει αποδειχθεί οδική αμέλεια του Εναγόμενου, η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει, γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

26.    Όσον αφορά τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα αυτό, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος δια του Ενάγοντος. Λόγω της έκτασης των διαδικασιών, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Βλ. και Σωκράτους v. Αστυνοµίας (1989) 2 ΑΑΔ 1Αλεξάνδρου v. Λεβέντη (1996) 1 ΑΑΔ 420.

[2] Βλ. και Lang vLondon Transport Executive (1959) 3 All E.R. 609, Παναγιώτου νΜαύρου (1970) 1 CLR  215.

[3] Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1 ΑΑΔ 178.

[4] Βλ. και Χαραλάμπους ν. McGill, Πολιτικής Έφεση 38/2015, ημερομηνίας 18.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A527, Μάρκου ν. Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση 246/2012, ημερομηνίας 27.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310, Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28.

[5]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[6] Βλ. και Κων/νου ν. Κατσιαρδή (2007) 1 ΑΑΔ 1178, Ανδρέου ν. Πηλέα (2000) 1 ΑΑΔ 459, Christodoulou v. Georghiades (1973) 1 CLR 155, στις οποίες παραπέμπει η πλευρά του Εναγόμενου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο