ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. Συμεού , Ε. Δ.

Αγωγή αρ. 2256/2015

Μεταξύ:

A.N. STASIS ESTATES PLC (HE ΧΧΧΧΧ), από την Πάφο

Ενάγοντες και

AΝΑΣΤΑΣΙΑ Γ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, από την Πάφο

Εναγόμενη

Ημερομηνία: 21/06/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Μαργαρώνης για Λ. Λουκαίδου Θεοφάνους Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενη: κ. Α. Πολυδώρου

 

                                                        Α Π Ο Φ Α Σ Η

Έκθεση Απαίτησης

Με το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ημερομηνίας 09/12/2015, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι είναι η εταιρεία η οποία δυνάμει σύμβασης αγοραπωλησίας ημερομηνίας 17/03/1987, από τώρα και στο εξής η «συμφωνία πώλησης» μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης, οι Ενάγοντες συμφώνησαν όπως πωλήσουν στην Εναγόμενη το διώροφο διαμέρισμα με αριθμό ΧΧ, από τώρα και στο εξής « το επίδικο διαμέρισμα» το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο του κτηριακού συγκροτήματος με την ονομασία ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧ – BLOCK Χ, από τώρα και στο εξής «το επίδικο κτηριακό συγκρότημα ή το συγκρότημα διαμερισμάτων» με αριθμό εγγραφής 0/[ ] που βρίσκεται στον Μούταλλο της Επαρχίας Πάφου. Πέραν του ότι η Εναγόμενη με την πώληση του πιο πάνω αναφερόμενου διαμερίσματος κατέστη και ιδιοκτήτρια του, μαζί με όλους τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες ακινήτων που βρίσκονται στο πιο πάνω αναφερόμενο κτηριακό συγκρότημα είχε καταστεί και συνιδιοκτήτρια των κοινόχρηστων τμημάτων και εγκαταστάσεων του με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη να συνεισφέρει στην συντήρηση τους κατ’ αναλογία που καθορίζεται με βάση το εμβαδόν του διαμερίσματος το οποίο απέκτησε σε σχέση με το συνολικό εμβαδόν του κτηριακού συγκροτήματος.   Η Εναγόμενη έλαβε την κατοχή του διαμερίσματος την 15/04/87 ενώ οι τίτλοι εκδόθηκαν την 18/05/15.

Με βάση την Συμφωνία Πώλησης και ή των Γενικών Συνελεύσεων και ή της Συμφωνίας Διαχείρισης και ή λόγω συμπεριφοράς, η Εναγόμενη συμφώνησε και αποδέχτηκε ότι οι Ενάγοντες αποτελούν την διαχειριστική επιτροπή και έτσι αυτή ήταν υποχρεωμένη να τους καταβάλλει όλους τους φόρους, τα τέλη και τα κοινόχρηστα έξοδα, τα οποία σχετίζονται με την κατοχή και χρήση του ακινήτου από μέρους της.

Άνευ βλάβης των ανωτέρω η Εναγόμενη περί το έτος 1987 ανέθεσε στους Ενάγοντες την συντήρηση και το καθάρισμα των κοινοχρήστων χώρων έναντι συμφωνημένης και εύλογης αμοιβής η οποία και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ενώ παράλληλα η Εναγόμενη απολάμβανε τις υπηρεσίες και τα αγαθά που της πρόσφεραν οι Εναγόμενοι.

Η δε συμφωνία πώλησης σύμφωνα με τους Ενάγοντες περιλάμβανε ως εξυπακουομένους όρους ότι η Εναγόμενη θα είναι υπεύθυνη για την πληρωμή όλων των κυβερνητικών και δημοτικών φόρων και επίσης οποιοδήποτε άλλο ποσό καταστεί απαιτητό από την διαχειριστική επιτροπή – Ενάγοντες νοουμένου ότι θα ασκείται στα βιβλία που κρατούνται ο ανάλογος λογιστικός έλεγχος από τους λογιστές της.

Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, η Εναγόμενη παραλείπει και ή αρνείται να εξοφλήσει τα ποσά που τους οφείλει κατά παράβαση των πιο πάνω συμφωνηθέντων με αποτέλεσμα οι ίδιοι να υφίστανται διαρκώς ζημιά.

Ειδικότερα η Εναγόμενη οφείλει στους Ενάγοντες το ποσό των 21,518,46 Ευρώ που αφορούν κοινόχρηστα έξοδα για την περίοδο 1987 – 2015, τα οποία οι Ενάγοντες κατέβαλαν για λογαριασμό της Εναγόμενης με αποτέλεσμα να χρεωθεί η κατάσταση λογαριασμού που διατηρούν και έτσι να υποστούν ζημιά, ενώ από την άλλη η Εναγόμενη να πλουτίζει  αδικαιολόγητα εις βάρος τους.

Περαιτέρω η Εναγόμενη με βάση την Έκθεση Απαίτησης, οφείλει το ποσό των 2222,5 Ευρώ ως φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας  καθώς και δημοτικό φόρο ύψους 545,5 Ευρώ για την περίοδο 1987 – 2015 ως επίσης και το ποσό των 2000,24 που αφορά τα τέλη του ΣΑΠΑ για την περίοδο 1999-2015. Επίσης οι Ενάγοντες ισχυρίζονται και ότι η Ενάγουσα τους οφείλει το ποσό  των 4,145 Ευρώ αναφορικά με κατασκευαστικές και ή άλλες εργασίες οι οποίες συντελέστηκαν.

Πέραν των πιο πάνω οφειλόμενων ποσών, η Εναγόμενη οφείλει και προς τους Ενάγοντες το ποσό των 54,700,24 Ευρώ ως τόκους προς 8,5% από το 1988 μέχρι και το έτος 2015 επί του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού ως ζημιά που έχουν υποστεί δυνάμει των προνοιών της συμφωνίας πώλησης και ή της προφορικής μεταξύ τους συμφωνίας.

Συνολικά σύμφωνα με τους Εναγόμενους, η Ενάγουσα τους οφείλει το χρηματικό ποσό των 85,134,94 Ευρώ ενόψει όμως και της πληρωμής του χρηματικού ποσού των 939 Ευρώ, τους οφείλει τελικά το ποσό των 84,195,94 πλέον τόκους ως ανωτέρω αναφέρθηκε (παράγραφος ΣΤ της Έκθεσης Απαίτησης).

Οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της Εναγόμενης αποζημιώσεις δήλωση ότι η τελευταία παραβίασε και ή αθέτηση και ή διέρρηξε την μεταξύ τους συμφωνία καθώς και το ποσό ύψους 84,195,94 Ευρώ λόγω παράβασης της Συμφωνίας Πώλησης και/ή κατάστασης λογαριασμού και ή αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη και ή ζημιές και ή απώλειες και ή έξοδα τα οποία έχουν υποστεί οι Ενάγοντες εξαιτίας της παράβασης της Συμφωνίας Πώλησης.

Διαζευκτικά οι Ενάγοντες αξιώνουν επίσης το ποσό των 29,495,70 Ευρώ δυνάμει κατάστασης λογαριασμού και ή για αξία εμπορευμάτων και ή εργασιών και η ως ποσό το οποίο έχει πληρωθεί από τους Ενάγοντες για λογαριασμό της Εναγόμενης όπως και διαζευκτικά αξιώνουν το ποσό των 54,700,24 ως τόκους προς 8,5% από το έτος 1988-2015 επί του εκάστοτε ποσού ως ζημιά και ή απώλεια που υπέστηκαν οι Ενάγοντες δυνάμει του πωλητηρίου εγγράφου και ή δυνάμει γραπτής και ή προφορικής συμφωνίας και ή άλλως πως.

Υπεράσπιση

Με την Υπεράσπιση της η Εναγόμενη παραδέχεται μόνο ότι σύναψε τη Συμφωνία Πώλησης με τους Ενάγοντες για την αγορά του Ακινήτου ενώ από την άλλη αμφισβητεί την νομότυπη σύσταση της κατ’ ισχυρισμό διαχειριστικής επιτροπής των Εναγόντων αναφέροντας μάλιστα ότι οι Ενάγοντες επενέβησαν παράνομα στους κοινόχρηστους χώρους του Ακινήτου και ανήγειραν οικοδομές. Ειδικότερα αναφέρει ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα Αγωγή καθότι ουδέποτε έχουν εξουσιοδοτηθεί και ή αποτελούν διαχειριστική επιτροπή αλλά και ότι ουδέποτε συστάθηκαν και ή εγγράφηκαν νομότυπα ως μια τέτοια επιτροπή εφόσον μάλιστα ουδέποτε υπήρξε και η συγκατάθεση των κυρίων και ιδιοκτητών του συγκροτήματος διαμερισμάτων στο οποίο ευρίσκεται και το ακίνητο.  Η Εναγόμενη παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητεί τους όρους που αναφέρονται στην συμφωνία πώλησης και οι οποίοι αναφέρονται επί της παραγράφου 7 της Έκθεσης Απαίτησης, εντούτοις προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι όροι αυτοί δεν καθιστούν και τους Ενάγοντες ως διαχειριστική επιτροπή εν τη εννοία του Νόμου.

Σε ότι αφορά τα έξοδα που κατ’ ισχυρισμό έχουν υποστεί  οι Ενάγοντες εξαιτίας της μη συμμόρφωσης της Εναγόμενης με τους όρους της συμφωνίας πώλησης καθώς και την ισχυριζόμενη ζημιά που έχουν υποστεί, η Εναγόμενη καλεί τους Ενάγοντες στην αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους προβάλλοντας επιπλέον την θέση ότι οι ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί οι Ενάγοντες ως διαχειριστική επιτροπή είναι αυθαίρετες και παράνομες και ουδέποτε της έχει υποδειχθεί ή δοθεί από πλευράς τους οποιοσδήποτε απολογισμός εξόδων. Επίσης ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες των Εναγόντων να λειτουργούν ως διαχειριστική επιτροπή έλαβαν χώρα χωρίς καμία απολύτως εξουσιοδότηση ενώ η κατ’ ισχυρισμό καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων του κτηριακού συγκροτήματος είναι εντελώς υποτυπώδης και η χρέωση των κοινοχρήστων είναι αυθαίρετη και αδικαιολόγητη εφόσον μάλιστα ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στην Εναγόμενη ο αναλογικός τρόπος χρέωσης τον οποίο ούτως η άλλως θεωρεί και υπερβολικό.

Σύμφωνα με την Εναγόμενη, η ίδια ουδέποτε επωφελήθηκε από την λειτουργία της διαχειριστικής επιτροπής εφόσον οι Ενάγοντες δεν έχουν παράσχει οποιεσδήποτε σχετικές υπηρεσίες ούτως ώστε να μπορούν να αξιώνουν τα ποσά που αξιώνουν και συνεπώς η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν τους οφείλει κανένα απολύτως ποσό. Η Εναγόμενη παραδέχεται ότι παρέλαβε διάφορες επιστολές από τους Ενάγοντες που αφορούσαν την καταβολή διαφόρων ποσών, πλην όμως η ίδια τους ανέφερε ότι αμφισβητεί τα εν λόγω ποσά επιδεικνύοντας από την άλλη όμως πρόθεση να καταβάλει όσα ποσά προκύπτουν και αναλογούν από τις συμβατικές της υποχρεώσεις εφόσον βεβαίως θα της μεταβιβαστεί επ’ ονόματι της το επίδικο ακίνητο πλην όμως οι Ενάγοντες αρνούνται να το πράξουν επιμένοντας στις παράλογες απαιτήσεις τους οι οποίες έχουν σκοπό να αποφύγουν να μεταβιβάσουν το ακίνητο στην Εναγόμενη παρόλο που έχουν λάβει ολόκληρο το τίμημα πώλησης.

Σε σχέση με την κατοχή του ακινήτου η Εναγόμενη παραδέχεται ότι το ακίνητο το κατέχει από το έτος 1987 αγνοεί όμως το πότε έχει εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ενώ αναφέρει παράλληλα ότι είχε καταχωρήσει και εναντίον των Εναγόντων την Αγωγή 999/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου όπου και εκδόθηκε απόφαση την 24/11/14  η οποία διέτασσε τους Ενάγοντες να προβούν εντός δύο μηνών σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για έκδοση ξεχωριστού τίτλου του ακινήτου και ενώ η απόφαση τους επιδόθηκε παρόλο που επήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε παραλείπουν να συμμορφωθούν και να προβούν στην μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι της Εναγόμενης.

Απάντηση στην Υπεράσπιση

Απαντητικά οι Ενάγοντες, μεταξύ άλλων, αρνούνται ότι έχουν ανεγείρει παράνομα οικοδομές και ή ότι έχουν επέμβει εντός των κοινόχρηστων χώρων του κτηριακού συγκροτήματος εντός του οποίου βρίσκεται και το ακίνητο. Γενικά οι Ενάγοντες απορρίπτουν τους ισχυρισμούς που έχουν προβληθεί από την Εναγόμενη ενώ ισχυρίζονται και ότι η Εναγομένη καταχώρησε την Υπεράσπιση της με σκοπό να καθυστερήσει την διαδικασία ενώ καμία Υπεράσπιση δεν υπάρχει αφής στιγμής δεν απαντά πραγματικά και επί της ουσίας στους ισχυρισμούς των Εναγόντων.

Μαρτυρία

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου συνολικά τέσσερις μάρτυρες. Προς υποστήριξη της πλευράς των Εναγόντων κλήθηκαν να δώσουν μαρτυρία: ο κ. Ανδρέας Στασής (ΜΕ1), ο κ. Λιουντμήλ Στογιάνοφ (ΜΕ2) και ο κ. Γιώργος Ανδρέου (ΜΕ3). Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Εναγόμενης κατέθεσε η ίδια η Εναγόμενη. Κατατέθηκαν συνολικά 10 τεκμήρια.

Κατά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις με την επιχειρηματολογία τους, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν για σκοπούς της ακρόασης. Έχω μελετήσει προσεκτικά τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων και τα έχω λάβει υπόψη μου.Προχωρώ στην παράθεση της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί.

Μαρτυρία ΜΕ1 κ. Ανδρέα Στασή

Ο ΜΕ1 είναι ο διευθυντής των Εναγόντων και κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε στο Δικαστήριο ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, το Έγγραφο Α το οποίο και υιοθέτησε εφόσον αυτό αποτελεί την γραπτή δήλωση που ετοίμασε. Επίσης στα πλαίσια της κατάθεσης της γραπτής του δήλωσης κατέθεσε και το Τεκμήριο 1Α το οποίο και αποτελεί την συμφωνία πώλησης του  επιδίκου ακινήτου από τους Ενάγοντες προς την Εναγόμενη με ημερ. 17/03/1987, ενώ ως Τεκμήριο 1Β τον τίτλο ιδιοκτησίας που εκδόθηκε αναφορικά με το επίδικο ακίνητο την 16/05/15. Ως Τεκμήριο 2 επίσης κατατέθηκε από τον ΜΕ1 η συνολική κατάσταση λογαριασμού των κοινόχρηστων εξόδων και άλλων χρεώσεων (statement of common expense taxes and other fees) που αφορούν το ακίνητο της Εναγόμενης καθώς και τα Τεκμήρια 3 -6 στα οποία και περιλαμβάνονται διάφορες δέσμες εγγράφων - αποδείξεις και τιμολόγια που αφορούν τα κοινόχρηστα έξοδα συντήρησης πισίνας, την αγορά χημικών και άλλων αντικειμένων σε σχέση με την πισίνα από το 2008 μέχρι και το 2016 (Τεκμήριο 3), τιμολόγια και αποδείξεις που αφορούν κοινόχρηστα έξοδα και άλλα κηπουρικά έξοδα, μπογιατίσματα, επιδιορθώσεις, συντηρήσεις και συναφείς εργασίες από το 2008 -2016 (Τεκμήριο 4), αντίγραφα εγγράφων και αποδείξεις καθώς και τιμολόγια που αφορούν διάφορες πληρωμές κοινόχρηστων εξόδων και δημοτικών τελών, Σ.Α.Π.Α, ακίνητης ιδιοκτησίας και λογαριασμών περιόδου 1987 – 2015 (Τεκμήριο 5) και τέλος αντίγραφα εγγράφων και αποδείξεις καθώς και τιμολόγια που αφορούν τις πληρωμές ηλεκτρικού ρεύματος και υδατοπρομήθειας των κοινόχρηστων χώρων (Τεκμήριο 6). Σύμφωνα με τον ΜΕ1 τα πιο πάνω έγγραφα καθώς και τα αντίγραφα τιμολογίων και αποδείξεων τα οποία εμπεριέχονται στα πιο πάνω Τεκμήρια, καταγράφονται και αποτελούν το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2, το οποίο αφορά στην κατάσταση λογαριασμού που διατηρούν οι Ενάγοντες για την Εναγόμενη.

Στην γραπτή του δήλωση ο ΜΕ1 αναφέρεται αρχικά στο ιστορικό της αγοράς του επιδίκου ακινήτου από την Εναγόμενη η οποία και έλαβε χώρα δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 17/03/87 όπως και στο γεγονός ότι αυτή κατέχει το εν λόγω ακίνητο υπό την ιδιότητα της συνιδιοκτήτριας μαζί με όλους τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων των κοινοχρήστων χώρων του κτιριακού συγκροτήματος καθώς και όλων των κοινοχρήστων τμημάτων και εγκαταστάσεων του. Με βάση τους όρους της συμφωνίας πώλησης, ο ΜΕ1 αναφέρει ότι κάθε ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει μεταξύ άλλων στα έξοδα για την συντήρηση και λειτουργία των κοινοχρήστων χώρων του κτιριακού συγκροτήματος, με αναλογία που καθορίζεται με βάση το εμβαδόν της μονάδας του σε σχέση με το συνολικό εμβαδόν του κτιριακού συγκροτήματος κάτι το οποίο η Εναγόμενη συμφώνησε αφής στιγμής αποδέχτηκε και συγκατατέθηκε να αναγνωρίσει τους Ενάγοντες ως διαχειριστική εταιρεία οι οποίοι θα ασκούν την διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων και να πληρώνουν την δαπάνη της για την συντήρηση τους.

Σύμφωνα με τον ΜΕ1, η Εναγόμενη από το 1987 ανέθεσε στους Ενάγοντες την συντήρηση και το καθάρισμα των κοινόχρηστων χώρων απολαμβάνοντας έτσι τις υπηρεσίες και τα αγαθά που της προσέφεραν οι Ενάγοντες εφόσον σύμφωνα και με τον όρο 7 της συμφωνίας πώλησης, η Εναγόμενη θα ήταν υπεύθυνη  για την πληρωμή όλων των ποσών των κυβερνητικών και δημοτικών φόρων και των χρεώσεων, τα οποία ποσά θα καθίστανται απαιτητά και πληρωτέα από την ημέρα κατοχής του ακινήτου ενώ επίσης με βάση τον όρο 15 της ίδιας συμφωνίας, η Εναγόμενη με την αγορά του ακινήτου έγινε και συνιδιοκτήτης των κοινόχρηστων χώρων και με αυτή την ιδιότητα της έχει το δικαίωμα και αποδέχεται τις ευθύνες που προκύπτουν κατά συνέπεια, δηλαδή να πληρώνει οποιοδήποτε ποσό είναι απαιτητό από την διαχειριστική εταιρεία, νοουμένου ότι τα βιβλία που κρατούνται από την εταιρεία θα έχουν λογιστικό έλεγχο κάθε χρόνο και θα υπογράφονται από λογιστές που είναι αναγνωρισμένοι από το Υπουργείο Οικονομικών.

Στην συνέχεια της γραπτής του δήλωσης ο ΜΕ1 εξειδικεύει τις ζημιές καθώς και τα έξοδα που κατ’ ισχυρισμό υπέστηκαν οι Ενάγοντες εξαιτίας της άρνησης της Εναγόμενης να εξοφλήσει τις οφειλές της.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ1 από την Υπεράσπιση αναφέρθηκε καταρχήν στο αντικείμενο των εργασιών με τις οποίες ασχολούνται οι Ενάγοντες χωρίς βεβαίως να αρνηθεί ότι πράγματι το επίδικο κτηριακό συγκρότημα εντός του οποίου ευρίσκεται και το ακίνητο της Εναγομένης, συνορεύει με το ξενοδοχείο με την ονομασία Avlida το οποίο είναι ιδιοκτησίας των ίδιων των Εναγόντων. Σε ότι αφορά το τίμημα πώλησης του ακινήτου με βάση την συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης, ο ΜΕ1 υπέδειξε ότι αυτό έχει εξοφληθεί από το έτος 1987 καθότι η πώληση αφορούσε αντιπαροχή.

Αναφορικά με την ανάληψη των καθηκόντων των Εναγόντων ως προς την διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος, πέραν του ότι υποβλήθηκε στον ΜΕ1 η θέση ότι δεν ενεργούσαν νομίμως καθότι δεν δικαιούνταν να ασκούν την διαχείριση του επίδικου κτηριακού  συγκροτήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτως ή άλλως η πραγματικότητα ήταν ότι δεν διενεργούσαν οποιεσδήποτε εργασίες για το καλό της συντήρησης των κοινόχρηστων χώρων του κτηριακού συγκροτήματος  και συνεπώς οι όποιες χρεώσεις επέβαλλαν στην Εναγόμενη ήταν αυθαίρετες και παράνομες αφού τα υποτιθέμενα έξοδα που χρέωναν οι Ενάγοντες τόσο την Εναγόμενη όσο και τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος ήταν υποτυπώδης και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα εφόσον μάλιστα ουδέποτε είχε εργοδοτηθεί εκ μέρους των Εναγόντων και οποιοσδήποτε υπάλληλος που να εργάζεται αποκλειστικά για την συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος. Αποτέλεσε επίσης βασική θέση της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, ότι τα ποσά που αναγράφονται επί των τιμολογίων, αποδείξεων και άλλων εγγράφων που παρουσιάστηκαν με σκοπό να καταδείξουν το εύρος της απαίτησης των Εναγόντων εκτός του ότι είναι αυθαίρετα και παράνομα δεν αφορούν ουσιαστικά την συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων του κτηριακού συγκροτήματος στο οποίο ανήκει και το επίδικο ακίνητο αλλά για έξοδα συντήρησης του ξενοδοχείου των Εναγόντων, εφόσον μάλιστα το γεγονός αυτό προκύπτει και μέσα από τα έγγραφα που κατατέθηκαν και περιλαμβάνονται επί των Τεκμηρίων 3 – 6 αφής στιγμής τα πλείστα από τα τιμολόγια και τις αποδείξεις που υπάρχουν, αφορούν και αναφέρονται σε έξοδα του εν λόγω ξενοδοχείου.

Ο ΜΕ1 απαντώντας στις πιο πάνω θέσεις υπέδειξε ότι η διαχειριστική επιτροπή συστήθηκε μετά το έτος 2015 όταν δηλαδή είχαν εκδόθηκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας, ενώ προηγουμένως είχαν αναλάβει οι Ενάγοντες την διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων του κτηριακού συγκροτήματος ενεργώντας καθόλα νόμιμα και εντός του πλαισίου του Νόμου και με βάση της πρόνοιες της συμφωνίας πώλησης που είχαν υπογράψει με την Εναγομένη. Επίσης υπέδειξε και ότι ο ίδιος είχε αποταθεί και σε δύο διευθυντές του Κτηματολογίου ούτως ώστε να ενημερωθεί ποια θα έπρεπε να είναι η διαδικασία για την διαχείριση του συγκροτήματος και ότι τα εν λόγω πρόσωπα του είχαν υποδείξει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαδικασία αλλά οι ίδιοι οι Developers, όπως και εν προκειμένω ήταν οι Ενάγοντες, είχαν την ευθύνη την ευθύνη για το εν λόγω κτηριακό συγκρότημα και  θα έπρεπε να αναλάβουν και την διαχείριση του μέχρι και την έκδοση ξεχωριστών τίτλων.  Σε ότι αφορά την διεξαγωγή γενικών συνελεύσεων, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι αυτό άρχισε να γίνεται μετά την έκδοση των τίτλων ιδιοκτησίας και όχι προηγουμένως, ήτοι από το έτος 2015 και μετέπειτα.

Αναφορικά με τις χρεώσεις στις οποίες προέβαιναν οι Ενάγοντες, ο ΜΕ1 υπέδειξε κατά την αντεξέταση του ότι οι χρεώσεις ήταν κατ’ αναλογία με το εμβαδόν εκάστου  ακινήτου, ενώ σε ότι αφορά την θέση που προβλήθηκε από πλευράς του ΜΕ1 στην  γραπτή του δήλωση περί της δήθεν συγκατάθεσης της Εναγομένης με σκοπό την ανάληψη της διαχείρισης του κτηριακού συγκροτήματος από τους Ενάγοντες, ο ΜΕ1 απαντώντας ανέφερε ότι δεν έχει οποιαδήποτε γραπτή συγκατάθεση από την Εναγόμενη αλλά από την άλλη η τελευταία ουδέποτε είχε διαμαρτυρηθεί ενώ έβλεπε καθημερινά το τι διαλαμβανόταν σχετικά με τις εργασίες στις οποίες προέβαιναν οι Ενάγοντες για την συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος και των κοινόχρηστων χώρων και γενικά την διαχείριση του. Σε ότι αφορά την πιο πάνω θέση του ΜΕ1, η Υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα ότι η Εναγόμενη δεν είχε πράγματι διαμαρτυρηθεί διότι καμία απολύτως εργασία ή συντήρηση διεξαγόταν από μέρους τους. Από την άλλη ο μάρτυρας δεν συμφώνησε ότι δεν γινόντουσαν εργασίες στους κοινόχρηστους χώρους του κτηριακού συγκροτήματος, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι η ίδια η Εναγόμενη είχε καταβάλει το ποσό των 939 Ευρώ στο παρελθόν γεγονός που δεικνύει ότι οι εργασίες λάμβαναν χώρα και ότι γενικά δεν ισχύει οτιδήποτε τέτοιο.

Ο ΜΕ1 αμφισβητήθηκε περαιτέρω κατά την αντεξέταση του και ως προς την κατ’ ισχυρισμό οικονομικές καταστάσεις που ετοίμαζε και τις οποίες υποστήριξε ότι αναρτούσε σε συγκεκριμένο χώρο στο κτηριακό συγκρότημα ούτως ώστε να είναι ορατές και αντιληπτές από τους ενοίκους των διαμερισμάτων του. Ουσιαστικά του υποβλήθηκε η θέση ότι ουδέποτε οι Ενάγοντες έπραξαν οτιδήποτε τέτοιο ενώ ταυτοχρόνως ερωτήθηκε και για ποιον ακριβώς λόγο εφόσον ισχυρίζεται ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια οι αγοραστές των διαμερισμάτων δεν τον πλήρωναν, επέλεξε να αποταθεί στο Δικαστήριο περί το έτος 2015 και ουδέποτε προηγουμένως. Ο ΜΕ1 απαντώντας επέρριψε την ευθύνη για την πιο πάνω ενέργεια του να μην καταχωρήσει την παρούσα αγωγή  στο παρελθόν, στην χρονοβόρα διαδικασία η οποία απαιτείται μέχρι την εκδίκαση των υποθέσεων αλλά κυρίως και στα έξοδα.

Σε σχέση με τα ποσά στα οποία οι Ενάγοντες έχουν καταλήξει ότι οφείλονται εκ μέρους της Εναγομένης και τα οποία απαιτούν όπως αυτά πληρωθούν, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι στα ποσά αυτά κατέληξε ο λογιστής της εταιρείας με βάση τις αποδείξεις που του έπαιρνε ο αρχισυντηρητής στο λογιστήριο και επί την βάση αυτών ετοίμαζε και τις οικονομικές καταστάσεις. Από την άλλη όμως ερωτώμενος βεβαίως δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στις χρεώσεις ανά έτος από το 1987 -2015 υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι η Ενάγουσα τον απειλούσε ότι δεν θα του κατέβαλε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό αν δεν της έκδιδε τους τίτλους ιδιοκτησίας.

Σε σχέση με τα ποσά των τόκων τα οποία αξιώνουν οι Ενάγοντες, αποτέλεσε θέση της Υπεράσπισης η οποία υποβλήθηκε στον ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του, ότι οι Ενάγοντες δεν δύναται να αξιώνουν οποιοδήποτε τόκο και ότι η εν λόγω αξίωση τους γενικά είναι παράνομη και αυθαίρετη, ενώ από την άλλη ο ΜΕ1 διαφωνώντας με την θέση που του υποβλήθηκε υποστήριξε με σθεναρότητα ότι τα χρηματικά ποσά που ζημίωσαν οι Ενάγοντες πληρώνονταν από τον τρεχούμενο λογαριασμό που διατηρούσαν στην  Τράπεζα ο οποίος  χρεώνονταν με τον αντίστοιχο τόκο με αποτέλεσμα να έχουν κάθε  δικαίωμα να τον διεκδικούν.  Επίσης υποβλήθηκε η θέση στον ΜΕ1, ότι ουδέποτε εργοδοτούσε οποιοσδήποτε πρόσωπο για την συντήρηση του συγκροτήματος διαμερισμάτων και ότι ουσιαστικά κάποτε χρησιμοποιούσε τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου του, ενώ ο μάρτυρας απαντώντας αρνήθηκε την πιο πάνω θέση και ανέφερε ότι πάντοτε είχε δύο άτομα σταθερά τα οποία εργαζόταν ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα άτομα αυτά έφταναν μέχρι και τα τέσσερα. Ο μάρτυρας βεβαίως ερωτώμενος να αναφέρει τα ονόματα των υπαλλήλων που εργοδοτούσε στο παρελθόν δεν ήταν σε θέση να το πράξει. Σε ότι αφορά δε την λειτουργία της κοινόχρηστης πισίνας του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος, η Υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα την θέση ότι για περίοδο περίπου 15 ετών αυτή ήταν εκτός λειτουργίας και άρα δεν υπήρχαν οποιαδήποτε έξοδα,  θέση την οποία ο μάρτυρας αρνούμενος απέρριψε κατηγορηματικά.  

Αντεξεταζόμενος επίσης ο ΜΕ1 ερωτήθηκε για το κατά πόσο μπορεί να παρουσιάσει οποιεσδήποτε αποδείξεις πληρωμής αναφορικά με τα τιμολόγια τα οποία έχει καταθέσει ως Τεκμήρια. Ο ΜΕ1 ανέφερε ότι σίγουρα υπάρχουν αποδείξεις υποστηρίζοντας βεβαίως ότι τα εν λόγω τιμολόγια που είχαν εκδοθεί αφορούν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα. Σε σχέση με τις εργασίες που ανέφερε ότι εκτελούνταν εκ μέρους των Εναγόντων στους κοινόχρηστους χώρους των μπλοκ διαμερισμάτων, όπως για παράδειγμα τα μπογιατίσματα, ο ΜΕ1 αποδέχθηκε ότι ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε άδεια για τις πραγματοποιήσει αναφέροντας συγκεκριμένα την φράση « όχι γιατί αν άκουγα τι μου έλεγε ο καθένας…» , ενώ ακόμη αποδέχθηκε και ότι ενεργούσε από μόνος του ως ο διευθυντής της εταιρείας, λαμβάνοντας τις αποφάσεις για συντήρηση και εργασίες καθότι δεν είχε οιεσδήποτε αντιδράσεις από τον οποιοδήποτε ιδιοκτήτη των ακινήτων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω κτηριακό συγκρότημα.

Κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, ο συνήγορος της Εναγόμενης παρέπεμψε τον ΜΕ1 στον όρο 11 της Συμφωνίας Πώλησης (Τεκμήριο 2), ο οποίος προνοεί ότι η Εναγόμενη θα είναι υπόχρεη να καταβάλει το ποσό που αναλογεί στις κοινόχρηστες δαπάνες νοουμένου ότι οι Ενάγοντες θα διατηρούσαν σχετικό αρχείο - λογιστικά βιβλία τα οποία θα ελέγχονταν από εγκεκριμένους λογιστές. Επί αυτού ο ΜΕ1 ερωτήθηκε να για το που βρίσκονται οι καταστάσεις αυτές και απαντώντας ανέφερε ότι οι εν λόγω καταστάσεις δόθηκαν στους δικηγόρους του και ότι δεν τις είχε στην κατοχή του για να τις προσκομίσει στο Δικαστήριο. Υποβλήθηκε η θέση ότι οι Ενάγοντες δεν ενημέρωναν την Εναγόμενη τουλάχιστον μια φορά ετησίως για τις καταστάσεις αυτές. Ο ΜΕ1 απάντησε ότι οι Ενάγοντες ενημέρωναν την Εναγόμενη τουλάχιστον μια φορά ετησίως μέσω σχετικών επιστολών που στέλνονταν σε όλους τους ιδιοκτήτες των κατοικιών του συγκροτήματος κάθε χρόνο και στις οποίες αναφέρονταν τα οφειλόμενα ποσά που αντιστοιχούσαν στις κοινόχρηστες δαπάνες που αναλογούσαν στον κάθε ένα.

Mαρτυρία ΜE2 - κ. Λουντμίλ Ιβάνοφ

Ο ΜΕ2 κατάγεται από την Βουλγαρία και έχει σπουδάσει Μηχανολόγος Μηχανικός. Σύμφωνα με την γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Β, εργάζεται από την 01/03/07 στην εταιρεία των Εναγόντων ως αρχισυντηρητής και υπεύθυνος για όλες τις τεχνικές εργασίες και εργασίες συντήρησης που διεξάγονται σε όλα τα υποστατικά της εταιρείας. Αναφορικά με το επίδικο κτηριακό συγκρότημα το οποίο βρίσκεται στην Κάτω Πάφο και εντός του οποίου έχει ανεγερθεί και το επίδικο ακίνητο, ανέφερε ότι η έκταση του φτάνει περί τις 10 σκάλες (13.000 τ.μ.) ενώ αποτελείται από 77 διαμερίσματα. Σύμφωνα με τον ΜΕ2, στον χώρο του συγκροτήματος υπάρχει μία μεγάλη πισίνα για ενήλικες περίπου 200 τ.μ. καθώς και μια πισίνα για παιδιά ενώ υπάρχουν και κήποι με γρασίδι (περίπου 1.000 τ.μ.) λουλούδια, καλλωπιστικοί θάμνοι περίφραξης πέραν των 100 μέτρων, αλλά και 30 μεγάλα δένδρα και 20 φοίνικες. Υπάρχει επίσης χώρος στάθμευσης με θέσεις για περίπου πέραν των 80 αυτοκινήτων. Σύμφωνα με τον ΜΕ2 στο πιο πάνω κτηριακό συγκρότημά εργάζονται καθημερινά και υπό την επίβλεψή του ένα άτομο το οποίο είναι υπεύθυνο για τον καθαρισμό και συντήρηση της πισίνας αλλά και για τον γύρω χώρο, καθώς  επίσης και για να καθαρίζει τον χώρο στάθμευσης και τον χώρο που βρίσκονται οι κάδοι για τα σκουπίδια και η πλατεία. Επίσης ότι εργοδοτείται από τους Ενάγοντες  ακόμη ένα άλλο άτομο που εργάζεται επί μονίμου βάσεως και είναι υπεύθυνο για να φροντίζει την καθαριότητα και την συντήρηση των κήπων και των πεζόδρομων που βρίσκονται μπροστά από κάθε μπλοκ διαμερισμάτων αφού υπάρχουν συνολικά πέντε στον αριθμό (5) πεζόδρομοι, καθώς και τα λουλούδια και τους καλλωπιστικούς θάμνους που βρίσκονται κατά μήκος τους. Σύμφωνα με τον ΜΕ2 ο υπάλληλος αυτός απασχολείται επίσης και με το κούρεμα του γρασιδιού αλλά και το κλάδεμα των δένδρων. Σε ότι αφορά τα κλαδέματα και την μετακίνηση βαριών αντικειμένων που πετούν οι ένοικοι,  ο ίδιος ανάφερε ότι τα καθήκοντα αυτά τα αναθέτει σε άλλα άτομα – από ένα μέχρι και τρία άλλα άτομα – τα οποία και απασχολούνται στην εταιρεία για άλλες εργασίες, και έρχονται για να τον βοηθήσουν. Αυτό σύμφωνα με τον ΜΕ2  λαμβάνει χώρα περί τις δύο με τρείς φορές εβδομαδιαίως, ενόψει του ότι δεν είναι δυνατόν ένα άτομο από μόνο του να μπορεί να κλαδέψει τα δένδρα που είναι πολύ ψηλά ή τους φοίνικες και να κάνει και άλλες βαριές εργασίες ταυτόχρονα. Οι τεχνικές δουλειές επίσης γίνονται από άλλα άτομα με ειδικότητα π.χ υδραυλικό, ηλεκτρολόγο, κτίστης κλπ ανάλογα με την φύση της δουλειάς αλλά και από άλλους εξωτερικούς συνεργάτες. Ο ΜΕ2 ανέφερε μάλιστα ότι όταν οι εξωτερικοί  συνεργάτες εκδίδουν τιμολόγια αυτός με την σειρά του τα παραδίδει στο λογιστήριο. Στην διάθεσή των προσώπων που εργάζονται για την συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος αναφορικά με τα κλαδέματα, ο μάρτυρας υπέδειξε μέσα από την γραπτή του δήλωση ότι υπάρχει ένα αυτοκίνητο με το οποίο μεταφέρουν τα κλαδέματα είτε σε «SKIP» είτε στο πράσινο σημείο, ανάλογα με τον όγκο τους ενώ για τα έξοδα αυτού του αυτοκινήτου ο ίδιος παραδίδει τις  αποδείξεις στο λογιστήριο. Μέσω της γραπτής τους δηλώσεως εξήγησε επίσης ότι αναφορικά με το καθάρισμα της σκάλας και των δημοσίων χώρων των διαμερισμάτων ο ίδιος βλέπει δύο φορές την εβδομάδα να πηγαίνει καθαρίστρια η οποία και επιβλέπεται από τα κεντρικά γραφεία.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ2 αμφισβητήθηκε για τα όσα υπέδειξε δια μέσω της γραπτής του δηλώσεως τα οποία και είχαν ως σκοπό να υποστηρίξουν τον βασικό ισχυρισμό του ΜΕ1 σχετικά με το ότι κατά τα έτη που είχαν διαρρεύσει προ της καταχώρησης της παρούσας Αγωγής καθώς και μετέπειτα γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται διαφόρων ειδών εργασίες για την συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος διαμερισμάτων. Ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι μπορεί πριν το έτος 2007 να μην είχε οποιαδήποτε σχέση και ή επαφή και ή γνώση αναφορικά με το πως ενεργούσε η εταιρεία των Εναγόντων σχετικά με την συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων των εν λόγω διαμερισμάτων ή οποία βεβαίως όπως και ο ίδιος αντιλήφθηκε διενεργείτο με πιο χαλαρούς ρυθμούς, από την άλλη όμως ήταν κατηγορηματικός στην θέση του ότι από την στιγμή που εργοδοτήθηκε στους Ενάγοντες και μετέπειτα, στο εν λόγω κτηριακό συγκρότημα εργαζόντουσαν προς τον σκοπό αυτό  σταθερά δύο άτομα ενώ σε σχέση την θέση της Εναγομένης ότι η πισίνα του κτηριακού συγκροτήματος βρισκόταν για πολλά χρόνια ολόκληρα εκτός λειτουργίας, ο ΜΕ2 υπέδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει εφόσον η πισίνα έκλινε μόνο περιστασιακά ότι θα λάμβαναν χώρα εργασίες συντήρησης.

 

Η πλευρά της Εναγομένης κατά την διάρκεια της αντεξέτασης του ΜΕ2 προσπάθησε ουσιαστικά να καταδείξει μέσω των θέσεων που είχε υποβάλει στον εν λόγω μάρτυρα ότι καμία εργασία συντήρησης και ή καθαριότητα δεν διαλάμβανε χώρα ούτε προηγουμένως αλλά και ούτε από το έτος 2007 και μετέπειτα και ότι ουσιαστικά το περιεχόμενο της μαρτυρίας του τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να υποστηρίξει τις θέσεις του ΜΕ1 από τον οποίο και εργοδοτείται.

 

ΜΕ3 - κ. Γιώργου Ανδρέου

Επόμενος μάρτυρας κλήθηκε ο κ. Γεώργιος Ανδρέου, συνεργάτης στην εταιρεία KPMG ο οποίος ασκεί καθήκοντα λογιστή – ελεγκτή. Κατά την κυρίως εξέταση του υιοθέτησε την γραπτή δήλωση ως μέρος της, ενώ υπέδειξε δια της μαρτυρίας που προσέφερε ότι  οι Ενάγοντες είχαν αναθέσει στον ελεγκτικό οίκο KPMG να ελέγξει και να επαληθεύσει τους χρεωστικούς λογαριασμούς που διατηρούσαν οι Ενάγοντες σε σχέση με την Εναγόμενη.

Ο ΜΕ3 κατά την κυρίως εξέταση του παρουσίασε στο Δικαστήριο επιστολή συνοδευόμενη από την έκθεση του, ημερ. 21/02/22 την οποία συνέταξε ο ίδιος εκ μέρους της KPMG και στην οποία επισυνάπτονται διάφοροι πίνακες σε σχέση με τα τέλη, φόρους, κοινόχρηστες δαπάνες και άλλα έξοδα στα οποία έχουν προβεί οι Ενάγοντες από το έτος 1987 μέχρι το τέλος του έτους 2015. Στην έκθεσή του, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 7 και η οποία συνοδεύει την πιο πάνω επιστολή, επισυνάπτονται διάφοροι πίνακες που αφορούν τα έξοδα και τις δαπάνες αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Πιο συγκεκριμένα η «κατάσταση 1» αποτελεί την «Συγκεντρωτική Κατάσταση Οφειλών» αναφορικά με το Ακίνητο με βάση την οποία προκύπτει ότι το σύνολο των οφειλών της Εναγόμενης για το Ακίνητο της ανέρχεται στο ποσό των 70,275,95 ενώ προκύπτει ότι στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται και το ποσό ύψους 65,267,19 που αντιστοιχεί σε τόκους που επιβλήθηκαν από τους Ενάγοντες.

 

Στην «κατάσταση 2» παρουσιάζεται η κατάσταση αναφορικά με τα «Κοινόχρηστα» για τα έτη από 1987 – 2015 ενώ διευκρινίζεται και ότι σε ότι αφορά τους σκοπούς του υπολογισμού του ποσού των 21,563,47 ευρώ που αναλογεί στην Εναγόμενη, έχει ληφθεί υπόψη το ύψος των συνολικών δαπανών για τα κοινόχρηστα όλου του κτιριακού συγκροτήματος και βάσει αυτού υπολογίστηκε η αναλογία του ποσού αυτού ανά τετραγωνικό μέτρο. Έπειτα υπολογίστηκε η οφειλή που αντιστοιχεί στο Ακίνητο της Εναγόμενης πολλαπλασιάζοντας έτσι το ποσό αυτό με το εμβαδόν του Ακινήτου το οποίο ανέρχεται στις 21,563,47 ευρώ.

 

Η « κατάσταση 3» η οποία επισυνάπτεται από τον ΜΕ3 αφορά τις πληρωμές για τέλη Σ.Α.Π.Α. τις οποίες κατέβαλαν οι Ενάγοντες αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Διευκρινίζεται μάλιστα ότι για να υπολογιστεί το ποσό της οφειλής που αντιστοιχεί στο επίδικο ακίνητο υπολογίστηκε πρώτα το σύνολο των χρεώσεων για το κτιριακό συγκρότημα και έπειτα διαιρέθηκε και αναπροσαρμόστηκε στις μονάδες του συγκροτήματος ανάλογα με την αγοραία αξία της κάθε μονάδας. Προκύπτει ότι η συνολική οφειλή του Ακινήτου για τέλη Σ.Α.Π.Α. αναφορικά με την περίοδο που εξετάστηκε ισούται με 1,444,63 ευρώ.

 

Αναφορικά με την « κατάσταση 4 » η οποία επισυνάπτεται και αφορά τον φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας του εν λόγω ακινήτου, επεξηγείται ότι ο υπολογισμός του ποσοστού συμμετοχής της κάθε μονάδας στην πληρωμή του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας για την κάθε μονάδα βρέθηκε διαιρώντας το ποσό της αγοραίας αξίας της μονάδας δια του ποσού της αγοραίας αξίας ολόκληρου του ακινήτου και στη συνέχεια αυτό το ποσοστό πολλαπλασιάστηκε επί του συνολικού φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας που επιβλήθηκε σε ολόκληρο το τεμάχιο. Από τους υπολογισμούς του ΜΕ3, προκύπτει ότι για το επιδικο ακίνητο αντιστοιχεί φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας ύψους 2,845,91.

 

Σε σχέση με την « κατάσταση 5 » η οποία έχει παρουσιαστεί στην έκθεση του ΜΕ3, και αφορά στα δημοτικά τέλη που επιβλήθηκαν στο κτηριακό συγκρότημα ως αυτά αναλογούν στο Ακίνητο, θα πρέπει να λεχθεί ότι τα τέλη αυτά υπολογίστηκαν και πάλι  σε συνάρτηση με την αγοραία αξία του Ακινήτου και ανέρχεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΜΕ3 στο ποσό των Ευρώ 696,66.

 

Τέλος, ο πίνακας που « κατάσταση ΣΤ» ακολουθεί παρουσιάζει τον υπολογισμό των τόκων που συμφώνησαν να χρεώνουν οι Ενάγοντες επί του οφειλόμενου υπόλοιπου κάθε έτους οι οποίοι και υπολογίζονταν με βάση το ποσοστό του τόκου που χρεωνόταν οι εταιρεία επί του οφειλόμενου ποσού κάθε έτους. Μάλιστα προκύπτει ότι οι Ενάγοντες χρέωναν ποσοστό της τάξεως του 9 % επί του οφειλόμενου ποσού κάθε έτους αναφορικά με τα έτη 1987 -2000, ποσοστό της τάξεως του 8,5 % αναφορικά με τα έτη 2001 – 2014 ενώ ποσό της τάξεως του 6,5 % αναφορικά με το έτος 2015.

 

Στο τέλος της έκθεσής του ο ΜΕ3 αναφέρει ότι η έκθεση έχει ετοιμαστεί «με σκοπό να βοηθήσει την εξέταση και επιβεβαίωση των πληρωμών κοινόχρηστων εξόδων και υπολογισμό τόκων και για κανένα άλλο σκοπό ενώ παράλληλα ότι οι πιο πάνω διαδικασίες δεν αποτελούν έλεγχο ή επιθεώρηση των εργασιών που έγιναν στο συγκρότημα και ότι επίσης ως ελεγκτές δεν εκφράζουν την ελεγκτική τους άποψη για την εγκυρότητα των διαδικασιών αυτών.

Ο ΜΕ3 στην προσπάθεια του να υποστηρίξει την θέση των Εναγόντων αναφορικά με το ποσοστό του τόκου το οποίο αξιώνουν επί των οφειλόμενων ποσών ανά έτος κατέθεσε την επιστολή, Τεκμήριο 8 ημερ. 22/12/23 αφής στιγμής οι πληρωμές όπως ο ΜΕ1 υποστήριξε όλων των πιο πάνω οφειλόμενων ποσών που περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 7, λάμβαναν χώρα μέσω της πιστωτικής διευκόλυνσης που είχε παρασχεθεί στους Ενάγοντες από την Τράπεζα, δηλαδή με χρέωση του τρεχούμενου λογαριασμού τους υπ. αρ. [ ]. Σημειώνεται ότι την με την εν λόγω επιστολή επισυνάπτεται κατάσταση με βάση την οποία περιγράφεται η βάση του επιτοκίου, το περιθώριο επιτοκίου και το σύνολο επιτοκίου αναφορικά με τα έτη 2004 -2018 με το οποίο και επιβαρυνόταν η εν λόγω εταιρεία.

Σε ότι αφορά επίσης τον τόκο, σύμφωνα με τα όσα ο ΜΕ3 ανάφερε επί της επιστολής που συνοδεύει την έκθεση που ετοίμασε, η διεύθυνση των Εναγόντων χρέωνε τόκο με βάση τον τόκο που χρεώνει ο Έφορος Φορολογίας ο οποίος είναι της τάξης του 6,5 % - 9% ετησίως, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος δανεισμού τα εταιρείας ώστε να μπορεί να πληρώνει τις υποχρεώσεις των αγοραστών των διαμερισμάτων ως η ζημία την οποία υπέστηκε η εταιρεία των Εναγόντων από την καταβολή των κοινοχρήστων εξόδων από την ημέρα που η Εναγόμενη έλαβε την κατοχή του ακινήτου.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ3 ανέφερε ότι σαν συνέταιρος του γραφείου των Εναγόντων ως ελεγκτικός οίκος για όλες τις δραστηριότητες της εταιρείας άρχισε να προβαίνει σε ελέγχους από το έτος 2012 και μετέπειτα αλλά ουδέποτε προηγουμένως καθώς και ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει τι ακριβώς έλεγχοι γινόντουσαν από τους προηγούμενους λογιστές των Εναγόντων. Η εν λόγω εταιρεία σύμφωνα με τον μάρτυρα λειτουργεί και ως ξενοδοχείο. Σε ότι αφορά το Τεκμήριο 8, ο ΜΕ3 ανέφερε ότι την επιστολή αυτή την είδε για πρώτη φορά λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2023 και συνεπώς ότι κατά τους λογιστικούς ελέγχους τους οποίους και διενεργούσε κατά τα προηγούμενα έτη που διέρρευσαν, το περιεχόμενο της επιστολής αυτής δεν ήταν καθόλου υπόψη του. Επίσης ερωτώμενος ανέφερε ότι δεν είχε υπόψη του, ούτε και την συμφωνία στην οποία είχαν προβεί οι Ενάγοντες με την Τράπεζα ούτως ώστε να ανοιχτεί ο τρεχούμενος λογαριασμός που κατ’ ισχυρισμό πληρώνονταν οι οφειλές της Ενάγομενης αλλά σε ότι αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού του εν λόγω τρεχούμενου λογαριασμού ανέφερε ότι τις είδε και τις έλεγξε κατά την διάρκεια που έκανε τον έλεγχο για τα έξοδα της εταιρείας και ότι πράγματι ο λογαριασμός αυτός περιείχε τις δραστηριότητες της εταιρείας.

Αναφορικά με το ποσοστό του τόκου το οποίο υπολογίστηκε και το οποίο αξιώνεται από τους Ενάγοντες,  ο ΜΕ3 ανέφερε ότι ο τόκος αυτός αποφασίστηκε μετά από συζήτηση που είχε ο ίδιος με το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας των Εναγόντων και έχοντας κατά νου και το πωλητήριο έγγραφο του ακινήτου το οποίο προνούσε την επιβολή του τόκου περί το 9%. Στην συνέχεια της αντεξέτασης του βεβαίως ο μάρτυρας, και αφού του είχε υποβληθεί η θέση ότι το πωλητήριο έγγραφο καμία απολύτως τέτοια πρόνοια δεν περιλάμβανε,  αποδέχθηκε την θέση ότι το εν λόγω έγγραφο δεν προνοεί οτιδήποτε τέτοιο ενώ περαιτέρω μετά από διευκρινιστική ερώτηση που τέθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο ανέφερε ότι η επιβολή του τόκου αυτού αποφασίστηκε καθ’ υπόδειξη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας των Εναγόντων προτάσσοντας ως επιχείρημα ότι αυτό είναι και το ποσοστό του τόκου που επιβάλλεται από τον Έφορο Φορολογίας σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν επίσης καθυστερήσεις στην καταβολή των πληρωμών. Σύμφωνα μάλιστα με τον ΜΕ3, οι εν λόγω συζητήσεις με το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας έγιναν πριν από την ημερομηνία της επιστολής του, Τεκμήριο 8.

Ο ΜΕ3 αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε και στο ποσό του τόκου το οποίο φτάνει περί τις 65,000 ευρώ ενώ το συνολικό ποσό της οφειλής φτάνει περίπου τις 90,000. Ο ΜΕ3 ανάφερε ότι οι Ενάγοντες δεν του είχαν υποδείξει το δικόγραφο της Αγωγής που είχαν καταχωρήσει και ότι απλά του ανέφεραν ότι χρειάζονταν να ετοιμάσει την εν λόγω μελέτη με σκοπό να εισπραχθούν τα οφειλόμενα ποσά.

Σε ότι αφορά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αναφορικά με τα κοινόχρηστα, δηλαδή στα οφειλόμενα ποσά, ο ΜΕ3 αντεξεταζόμενος εξήγησε ότι ετοιμάζονται ανά έτος ξεχωριστές καταστάσεις τα οποία υπογράφονταν από διάφορες ελεγκτές πριν ακόμη αναλάβει ο ίδιος, τα οποία και έλεγξε μόνο με δειγματοληπτικό έλεγχο. Τα στοιχεία ανέφερε ότι τα έλαβε από τις καταστάσεις τις οποίες ετοιμάζονταν χωρίς να ελέγξει το κάθε τιμολόγιο που είχε εκδοθεί ξεχωριστά, αλλά δειγματοληπτικά, δηλαδή από την κάθε κατάσταση του κάθε έτους ενόψει του ότι αυτή ήταν υπογεγραμμένη και ελεγμένη από κάποιο άλλο ελεγκτή, ζητούσε δείγμα αποδείξεων ούτως ώστε να ελεγχθεί και επιβεβαιωθεί το κατά πόσο συμπεριλαμβάνονταν στα έξοδα αυτά. Η δε οφειλή των κοινοχρήστων σύμφωνα με τον ΜΕ3 ανέρχεται σε 21,563 ευρώ. Ο ΜΕ3 επίσης ανέφερε ότι παρόλο που είδε κάποια από τα τιμολόγια αλλά όχι όλα δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποια τιμολόγια είχε δει καθώς και ότι δεν μπορούσε να καθορίσει και σε ποια έτη αντιστοιχούσαν τα εν λόγω τιμολόγια. Τα τιμολόγια αυτά όπως ανέφερε δεν τα είχε ελέγξει αυτούσια από τους φακέλους που υπήρχαν τοποθετημένα και τα οποία έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο (Τεκμήρια 3 – 6), απλά αυτό που έπραξε ήταν να ζητήσει  ένα δείγμα από τους Ενάγοντες το οποίο και του παρουσιάστηκε.  Ερωτώμενος ο ΜΕ3 από το Δικαστήριο αναφορικά με την αντικειμενικότητα που παρέχει ένας δειγματοληπτικός έλεγχος ως προς τα αριθμητικά συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν ο ΜΕ3 απαντώντας εξήγησε ότι αναφορικά με τις καταστάσεις κοινοχρήστων, αυτές ελέγχθηκαν από τους προηγούμενους ελεγκτές και όχι από τον ίδιο και στην συνέχεια ο ίδιος προέβηκε στον δειγματοληπτικό έλεγχο με σκοπό να επιβεβαιώσει ότι οι καταστάσεις αυτές δίνουν δίκαιη και αληθινή εικόνα. Αν υπάρχει λάθος ο ΜΕ3 ανέφερε ότι η ύπαρξη έστω και λάθους δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα από την άλλη όμως ανέφερε ότι ο ίδιος δεν προέβηκε στον έλεγχο των τιμολογίων που αντιστοιχούν στα κοινόχρηστα έξοδα ούτως ώστε να εξάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο αυτές οι καταστάσεις οι οποίες είχαν ετοιμαστεί από άλλους λογιστές ήταν ορθές.

Ερωτώμενος αν χρεωνόταν αμοιβή η εταιρεία αναφορικά με τις υπηρεσίας που παρέχονταν ο ΜΕ3 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν γινόταν κάτι τέτοιο ενώ σχετικά με την αναφορά που έκανε επί του Τεκμηρίου 7 «αποσπάσματα οικονομικών καταστάσεων» ανέφερε ότι ετοιμάζονταν οι οικονομικές καταστάσεις των κοινοχρήστων από τις οποίες ήταν τα συνολικά έξοδα που αφορούσαν τα κοινόχρηστα ανά έτος ενώ ο επιμερισμός στο κάθε διαμέρισμα γινόταν με βάση τα τετραγωνικά μέτρα του διαμερίσματος δια το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων. Σε ότι αφορά τα τετραγωνικά μέτρα που έχουν χρησιμοποιηθεί, ο ΜΕ3 ανέφερε ότι αυτά του υποδείχθηκαν από την εταιρεία χωρίς οι ίδιοι να επιβεβαιώσουν την ορθότητα των τετραγωνικών αυτών.

Αναφορικά με τα δείγματα των τιμολογίων που έλαβε ο ΜΕ3 αντεξεταζόμενος ερωτήθηκε για το κατά πόσο αυτά τα τιμολόγια αφορούσαν κοινόχρηστες δαπάνες. Απαντώντας ανέφερε ότι είχε ελέγξει και αντιληφθεί ότι κάποια από τα τιμολόγια αφορούσαν λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για τους κοινόχρηστους χώρους ενώ αναφορικά με τα υπόλοιπα τιμολόγια ανέφερε για τους κηπουρούς και τους συντηρητές πισίνας, υπήρχε κάποιου διανομή των ωρών εργασίας που αντιστοιχούσε στις ώρες εργασίες που εργάζονταν στο ξενοδοχείο και των ωρών εργασίας που απασχολούνταν αναφορικά με τις εργασίες που παρέχονταν στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα και όλα αυτά με βάση τα στοιχείων που τους δόθηκαν από τους Ενάγοντες καθότι ο ίδιος δεν μπορούσε όπως ανέφερε να ελέγξει ένα ιστορικό γεγονός.

Ο ΜΕ3 ερωτώμενος για το κατά πόσο γνωρίζει αν έγιναν οποιεσδήποτε πληρωμές έναντι των ποσών για τα οποία αναφέρεται, απάντησε ότι δεν θυμόταν να διευκρινίσει κάτι τέτοιο ενώ αναφορικά με τις καταστάσεις οι οποίες και επισυνάπτονται επί του Τεκμηρίου 7 διευκρίνισε αυτές ετοιμάστηκαν με βάση τον δειγματοληπτικό έλεγχο που είχε διενεργηθεί.

Σε ερώτηση του συνηγόρου υπεράσπισης για το κατά πόσο διαλάμβανε χώρα και ο ανατοκισμός του επιτοκίου, ο ΜΕ3 απαντώντας θετικά ανέφερε ότι το ποσό του τόκου πράγματι κεφαλαιοποιείτο καθ’ υπόδειξη του Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγόντων, δηλαδή υπήρχε ανατοκισμός επί του ήδη επιβαλλόμενου τόκου ενώ δεν μπορούσε να εκφέρει οποιαδήποτε γνώμη αναφορικά με το αν η τακτική αυτή που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και νομότυπη και αν έγινε στην βάση οποιουδήποτε νόμου. Εξήγησε ο μάρτυρας ότι κεφαλαιοποιούσε τον τόκο  και υπολόγιζε καινούργιο τόκο πάνω στο προηγούμενο υπόλοιπο του τόκου και ότι πάντοτε αυτό γινόταν μετά από την συνεννόηση που είχε μαζί με τον Διοικητικό Συμβούλιο των Εναγόντων, αποδεχόμενος ότι η τακτική αυτή συνήθως δεν εφαρμόζεται σε ιδιωτικές υποθέσεις αλλά μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα. Ο ΜΕ3 ανέφερε μάλιστα ότι από το 1987 και μετέπειτα οι Ενάγοντες ακολουθούσαν την πιο πάνω τακτική ενώ υπέδειξε ότι το ποσό της οφειλής χωρίς την επιβολή του τόκου ανέρχεται στο ποσό των 26,550,67 Ευρώ.

Μαρτυρία Εναγόμενης

Στη γραπτή δήλωση που κατέθεσε η Εναγόμενη στο Δικαστήριο και υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της, Τεκμήριο 9, αναφέρει ότι δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου αγόρασε από τους Εναγόντες την 17/03/87 το επίδικο ακίνητο το οποίο και εξόφλησε με την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας πώλησης ενώ το πωλητήριο έγγραφο το κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Σύμφωνα με την Εναγόμενη επειδή οι Ενάγοντες παρέλειπαν να της μεταβιβάσουν το εν λόγω ακίνητο παρόλο που η ίδια τους είχε εξοφλήσει το τίμημα πώλησης,  προχώρησε με την καταχώρηση της Αγωγής υπ. αρ. 999/09 εναντίον τους, στην οποία και το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου διέταξε με την απόφαση που εξέδωσε  την 24/11/14 , μεταξύ άλλων, την ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου εγγράφου και όπως ουσιαστικά οι Ενάγοντες εντός δύο μηνών από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για έκδοση ξεχωριστού τίτλου του ακινήτου.  Επίσης το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επιδίκασε εναντίον των Εναγόντων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις σε ότι αφορά την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί λόγω παράβασης από μέρους τους ουσιωδών όρων της σύμβασης πώλησης. Η απόφαση του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους Ενάγοντες την 22/01/15 ενώ οι τελευταίοι ακόμη μέχρι και σήμερα δεν της έχουν μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο. Η απόφαση του Δικαστηρίου κατατέθηκε από την Εναγόμενη και αποτελεί το Τεκμήριο 10.

 

Σε ότι αφορά την άρνηση των Εναγόντων να προχωρήσουν με την μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι της Εναγόμενης, η τελευταία υπέδειξε δια της μαρτυρίας της, ότι ενώ οι ίδιοι οι Ενάγοντες απαιτούσαν να τους εξοφλήσει τα ποσά που κατ’ ισχυρισμό τους όφειλε και αφού τους εξοφλήσει μόνο τότε θα της μεταβίβαζαν το ακίνητο επ’ ονόματι της, από την άλλη όπως ανέφερε ενώ η ίδια τους καλούσε να της αναφέρουν ποια ήταν επακριβώς τα ποσά που όφειλε και να της προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία, ο ΜΕ1 της ανέφερε συνεχώς διάφορα υπέρογκα ποσά για δήθεν κοινόχρηστα, κηπουρούς, έξοδα πισίνας και διάφορα άλλα όπως και για την αμοιβή τους πλέον τόκους που οι ίδιοι υπολόγιζαν ενώ παράλληλα καμία εργασία συντήρησης δεν λάμβανε χώρα από πλευράς τους . Μάλιστα η Εναγόμενη ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ο ΜΕ1 της απαντούσε λέγοντας της χαρακτηριστικά ότι «θα της πάρει πίσω το σπίτι χωρίς να πληρώσει οποιαδήποτε χρήματα». 

 

Όπως αναφέρει επίσης στην γραπτή της δήλωση η Εναγόμενη, η ίδια ουδέποτε συγκατατέθηκε ούτε προφορικά ούτε γραπτά οι Ενάγοντες να ασκούν την διαχείριση του συγκροτήματος διαμερισμάτων KINGS PARK. Μάλιστα όπως αναφέρει τόσο η ίδια όσο και άλλοι ιδιοκτήτες ακινήτων ζητούσαν να διοριστεί διαχειριστική επιτροπή ούτως ώστε να καθαρίζονται και να συντηρούνται οι κοινόχρηστοι χώροι αλλά όπως εξήγησε η εισήγηση που υπέβαλαν προσέκρουε στην άρνηση των Εναγόντων. 

 

Η διαχειριστική επιτροπή σύμφωνα με την Εναγόμενη συστάθηκε περί το έτος 2017. Οι δε Ενάγοντες προηγουμένως, λόγω του ότι κατέχουν μεγάλο αριθμό ακινήτων στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα αποφάσιζαν να διαχειρίζονται τον χώρο και τις εργασίες που έκαναν συντηρώντας μόνο τον χώρο που αφορούσε μπροστά από τα δικά τους ακίνητα ενώ σε ότι αφορά τα άλλα ακίνητα συμπεριλαμβανομένου και του δικού της υπήρχε απραξία από μέρους τους. Η δε κοινόχρηστη πισίνα σύμφωνα με την Εναγόμενη ήταν κλειστή για πολλά χρόνια ενώ κηπουρός δεν υπήρχε. Η Εναγόμενη μάλιστα υποστήριξε ότι κάποιες φορές υπάλληλοι του ξενοδοχείου το οποίο συνορεύει με το επίδικο συγκρότημα το οποίο είναι επίσης ιδιοκτησίας των Εναγόντων, προσέρχονταν να κλαδέψουν κάποια δέντρα τα οποία και πάλι ήταν σε χώρους μπροστά από τα δικά τους ακίνητα ενώ συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων ουδέποτε είχε γίνει.

 

Αναφορικά με το ποσό το οποίο κατέβαλε στους Ενάγοντες και είναι της τάξης των 939 Ευρώ, η Εναγόμενη ανέφερε ότι το ποσό αυτό αφορούσε τους φόρους για το ακίνητο που αγόρασε επειδή δεν είχαν εκδοθεί οι τίτλοι και θα έβγαιναν στο όνομα τους.  

 

Αντεξεταζόμενη η Εναγόμενη ανέφερε ότι το Block διαμερισμάτων εντός του οποίου βρίσκεται και το δικό της ακίνητο αποτελείται από 16 στον αριθμό διαμερίσματα ενώ το όλο κτηριακό συγκρότημα αποτελείται συνολικά από έξι (6) στον αριθμό blocks. Στην συνέχεια της αντεξέτασης της Εναγόμενης, ο συνήγορος των Εναγόντων με τις ερωτήσεις τις οποίες της υπέβαλε προσπάθησε να καταδείξει ότι οι κοινόχρηστοι χώροι του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος συντηρούνταν όλα αυτά τα χρόνια από τους Ενάγοντες, με αποτέλεσμα τα όσα έχει αναφέρει κατά την κυρίως εξέταση της να μην ανταποκρίνονται στην εκδοχή που υποστήριξε, καθώς επίσης και ότι η ίδια με βάση την συμφωνία πώλησης την οποία και υπέγραψε, δηλαδή τον όρο αρ.15, υποχρεούτο να πληρώνει όλα τα έξοδα αναφορικά με τα κοινόχρηστα καθώς και τους φόρους που αναλογούσαν στο εμβαδόν του ακίνητου το οποίο απέκτησε. Η Εναγόμενη απαντώντας ανέφερε ότι ουδέποτε συγκατατέθηκε προφορικά στην διαχείριση του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος εκ μέρους των Εναγόντων υποστηρίζοντας μάλιστα κατηγορηματικά την θέση της ότι σε καμία απολύτως καθαριότητα και ή συντήρηση και ή εργασία προέβαιναν οι Ενάγοντες ούτω ώστε τα χρήματα τα οποία αξιώνουν να αναλογούν στις εργασίες που ισχυρίζονται ότι προέβαιναν αλλά και ότι το ποσό το οποίο κατέβαλε, δηλαδή αυτό των 939 ευρώ, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν αναλογούσε στην πληρωμή κοινοχρήστων εξόδων αλλά για την καταβολή του φόρου. 

 

Η Εναγόμενη επιχειρώντας να παρουσιάσει την πραγματική εικόνα που κατά την θέση της επικρατούσε κατά το ουσιώδες χρονικό διάστημα στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα, ανέφερε ότι οι κοινόχρηστοι χώροι βρισκόντουσαν σε άθλια κατάσταση από απόψεως συντήρησης ενώ επανέλαβε και την θέση ότι η κοινόχρηστη πισίνα του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος βρισκόταν εκτός λειτουργίας για διάστημα πολλών ετών και επομένως ήταν κλειστή χωρίς να προκαλεί επομένως και οποιαδήποτε έξοδα ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται.  

 

Ερωτώμενη σε σχέση με την θέση που προέβαλε κατά την γραπτή της δήλωση, ότι οι Ενάγοντες προέβαιναν σε καθαριότητες αλλά και συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων μόνο αναφορικά με τα δικά τους ακίνητα και όχι σε ότι αφορά τους χώρους των υπολοίπων ακινήτων τα οποία είχαν αγοραστεί από άλλα τρίτα πρόσωπα μεταξύ των οποίων και το ακίνητο της ίδιας, η Εναγόμενη εξήγησε ότι αυτό συνέβαινε κατά τα πρώτα χρόνια που αγόρασε το διαμέρισμα ενώ όπως υπέδειξε με την πάροδο του χρόνου η συντήρηση και αυτών των διαμερισμάτων είχε παραμεληθεί με αποτέλεσμα να μην βρίσκονται σε καλή και βιώσιμη κατάσταση.  Στο ερώτημα μάλιστα που τέθηκε στην Εναγόμενη εκ μέρους της πλευράς των Εναγόντων για το πως το κτηριακό αυτό συγκρότημα παραμένει όρθιο μέχρι και σήμερα από την στιγμή που ισχυρίζεται ότι  δεν υπήρχε από μέρους τους συντήρηση όπως η ίδια υποστηρίζει, η Εναγόμενη απαντώντας ανέφερε ότι το επίδικο συγκρότημα συντηρείτο όχι από τους Ενάγοντες αλλά από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων που αγόρασαν ακίνητα οι οποίοι και εξ’ ανάγκης προέβαιναν αυτοβούλως τόσο σε καθαριότητες των χώρων μπροστά από την ιδιοκτησία τους όσο και στην συντήρηση των δέντρων που υπήρχαν φυτεμένα. Σε ότι αφορά την συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων, η Εναγόμενη ανέφερε ότι αυτή άρχισε να γίνεται από το έτος 2023 και μετέπειτα αλλά ουδέποτε προηγουμένως.  Μάλιστα η μάρτυρας ανέφερε ότι η ίδια αναγκαζόταν να πληρώσει ανθρώπους για της κλαδέψουν τα δέντρα μπροστά από το σπίτι της.

 

Αποτέλεσε επίσης βασική θέση των Εναγόντων η οποία υποβλήθηκε στην Εναγόμενη  κατά την αντεξέταση της, ότι αναφορικά με την συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων απασχολούνται καθημερινά από τους Ενάγοντες δύο άτομα με σκοπό να προβαίνουν σε εργασίες συντήρησης αλλά και καθαριότητες, ενώ σε κάποιες εκ των περιπτώσεων όταν τα άτομα αυτά χρειάζονταν βοήθεια, οι Ενάγοντες παρείχαν υπηρεσίες και από άλλα άτομα με σκοπό να διεκπεραιωθούν οι απαραίτητες εργασίες. Η Εναγόμενη απέρριψε κατηγορηματικά την πιο πάνω θέση και υπέδειξε μέσω των απαντήσεων που έδωσε ότι ουδέποτε έχει συμβεί οτιδήποτε τέτοιο στο παρελθόν καθώς και ότι το πρόσωπο που εργάζεται στο κτηριακό συγκρότημα σήμερα είναι υπάλληλος του ξενοδοχείου των Εναγόντων τονίζοντας βεβαίως ότι το γεγονός αυτό άρχισε να λαμβάνει χώρα κατά το έτος 2023 ενώ ουδέποτε προηγουμένως είχε συμβεί οτιδήποτε τέτοιο. 

 

Εν κατακλείδι η Εναγόμενη μέσα από την αντεξέταση της δεν αρνήθηκε ότι πέραν του ποσού των 939 Ευρώ που πλήρωσε αναφορικά με τον φόρο που όφειλε δεν κατέβαλε οποιοδήποτε άλλο ποσό απαιτούσαν οι Ενάγοντες, καθ’ ότι ο λόγος που δεν πλήρωνε τα ποσά αυτά αναφορικά με τα κοινόχρηστα, ήταν διότι η ίδια πίστευε ότι οι Ενάγοντες προέβαιναν σε παράνομες και υπέρογκες χρεώσεις χωρίς κανένα απολύτως λόγο αφού δεν προέβαιναν σε εργασίες συντήρησης των κοινοχρήστων χώρων αλλά και διότι ουδέποτε της είχαν δοθεί οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τις χρεώσεις που επέβαλαν ενώ η ίδια κάλεσε τον ΜΕ1 να της τις προσκομίσει, πράγμα που δεν έπραξε. Αντί αυτού όπως εξήγησε, ο ΜΕ1 την εκφόβιζε ότι θα της πάρει πίσω το ακίνητο που της πώλησε.

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Έχω παρακολουθήσει  με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλοντο, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Το Δικαστήριο έχει καθήκον να προβαίνει σε συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας για το αν ο κάθε μάρτυρας, είπε ή όχι την αλήθεια (Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Κυριακίδης, ΠΕ 209/10, ημερ. 09/09/2015). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) n Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Η μαρτυρία συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση ή απομόνωση των ισχυρισμών των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που επισυνάπτονται. Αξιολογούνται, υπό το πρίσμα αυτό, το περιεχόμενο, η ποιότητα, η πειστικότητα, η σύγκριση κάποιας μαρτυρίας στην υπόθεση με την υπόλοιπη, η ύπαρξη οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος κ.α. (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Scott Graham Brierley v. Αστυνομίας,(2012) 2 Α.Α.Δ. 476.). Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).

Καταρχήν οφείλω να υποδείξω ότι τόσο μέσα από την μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και από τα δικόγραφα προκύπτουν τα ακόλουθα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

-          Η Συμφωνία Πώλησης υπογράφηκε μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης την 17/03/87 και η Εναγόμενη κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα πώλησης για το Ακίνητο προχωρώντας στην κατάθεση της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.

-          Οι Ενάγοντες παρέδωσαν κατοχή του Ακινήτου στην Εναγόμενη στις 15/04/87 ενώ ο τίτλος ιδιοκτησίας εκδόθηκε στις 18/05/2015 αλλά το ακίνητο δεν μεταβιβάστηκε στο όνομα της Εναγόμενης παρά την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Αγωγή 999/09 με την οποία διατάσσονταν οι Ενάγοντες  όπως προβούν εντός διαστήματος δύο μηνών από την έκδοση της εν λόγω απόφασης σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την διενέργεια έκδοσης ξεχωριστού τίτλου αναφορικά με το επίδικο ακίνητο όπως και τον επιδικασμό γενικών και ή ειδικών αποζημιώσεων για την ταλαιπωρία που έχει υποστεί η Εναγόμενη. Ιδιοκτήτες του ακινήτου είναι οι Ενάγοντες και το ακίνητο δεν επιβαρύνεται με οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη πέραν από την κατάθεση της Συμφωνίας Πώλησης.

-          Σύμφωνα με την συμφωνία πώλησης ημερ. 17/03/87 κάθε ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει μεταξύ άλλων στα έξοδα για την συντήρηση, λειτουργία, καθαριότητα, επιδιόρθωση ή αντικατάσταση των κοινοχρήστων χώρων, τμημάτων η εγκαταστάσεων του κτηριακού συγκροτήματος κατ’ αναλογία που καθορίζεται με βάση το συνολικό εμβαδόν του κτηριακού συγκροτήματος.

-          Σύμφωνα μάλιστα με τον όρο 7 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 17/03/87 ο αγοραστής θα είναι υπεύθυνος για την πληρωμή όλων των ποσών των κυβερνητικών και δημοτικών φόρων και ή χρεώσεων τα οποία ποσά θα κατατίθενται απαιτητά και πληρωτέα από την ημέρα κατοχής του ακινήτου ενώ με βάση τον όρο 15 του ιδίου εγγράφου, ο αγοραστής με την αγορά του ακινήτου καθίσταται συνιδιοκτήτης των κοινόχρηστων χώρων και με αυτή του την ιδιότητα ο αγοραστής έχει το δικαίωμα και αποδέχεται τις ευθύνες που προκύπτουν. Ο δε αγοραστής συμφωνεί να πληρώνει οποιοδήποτε ποσό είναι απαιτητό από την διαχειριστική εταιρεία νοουμένου ότι τα βιβλία που κρατούνται από την εταιρεία θα έχουν λογιστικό έλεγχο κάθε χρόνο και θα υπογράφονται από λογιστές που είναι αναγνωρισμένοι από το Υπουργείο Οικονομικών.

-          Από την ημερομηνία την οποία ανέλαβε την κατοχή του διαμερίσματος μέχρι και σήμερα η Εναγόμενη δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό προς τους Ενάγοντες αναφορικά με κοινόχρηστες δαπάνες, δημοτικά τέλη, αποχετευτικά τέλη (Σ.Α.Π.Α.) ή φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας που αντιστοιχεί στο Ακίνητο πέραν του ποσού των 939 ευρώ.

Τα πιο πάνω με αμφισβητούμενα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

Το κατά πόσο νομιμοποιούνται οι Ενάγοντες να εγείρουν την παρούσα Αγωγή

Λόγω της φύσης των ζητημάτων που εγείρονται, κρίνω ορθότερο, για σκοπούς καλύτερης δομής της παρούσας απόφασης, όπως προχωρήσω καταρχήν να εξετάσω τον δικογραφημένο ισχυρισμό που έχει εγερθεί εκ μέρους της Ενάγουσας αναφορικά με την θέση που προβάλλεται στην Υπεράσπιση της,  ότι δηλαδή εν προκειμένων οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα Αγωγή καθότι ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκαν και ή αποτελούν την διαχειριστική επιτροπή και ή ουδέποτε συστάθηκαν νομίμως και ο τυχόν διορισμός τους είναι παράνομος και ή παράτυπος και δεν υπάρχει διαχειριστική επιτροπή.

Με την Αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν από την Εναγόμενη την καταβολή χρηματικού ποσού που της αναλογεί κατ’ ισχυρισμό για τις κοινόχρηστες δαπάνες του κτιριακού συγκροτήματος για τα έτη από το 1987 μέχρι και το τέλος του έτους 2015. Η αξίωση των Εναγόντων για την καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στις κοινόχρηστες δαπάνες του Ακινήτου φαίνεται να στηρίζεται στον όρο 15 της Συμφωνίας Πώλησης ο οποίος αναφέρει τα εξής:

«The purchaser by their purchase become share owners of commonly owned spaces and in this capacity the purchasers acquire the right to accept the liabilities arising consequently. The purchaser agree to pay any amount becoming payable to the managing company, provided that the books kept by such company will be annually audited  and signed by auditors recognized by the Ministry of Finance»

Η αναφορά στον πιο πάνω συμβατικό όρο με αρ. 15 της συμφωνίας  πώλησης,  σε υποχρεώσεις (liabilities) που καθίστανται πληρωτέες (payable) από τη χρήση των κοινόχρηστων χώρων του κτιριακού συγκροτήματος δεν μπορεί παρά να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος (ΚΕΦ.224) και τις υποχρεώσεις που επιβάλει ο Νόμος στους κύριους κοινόκτητης οικοδομής σε σχέση με τις κοινόχρηστες δαπάνες. Το λεκτικό του εν λόγω όρου θεωρώ ότι δεν επιδέχεται, κατά την κρίση μου, διαφορετικής ερμηνείας βάσει της οποίας οι υποχρεώσεις (liabilities) που σχετίζονται με τη χρήση των κοινόχρηστων χώρων να διαφοροποιείται από τις νόμιμες υποχρεώσεις ενός κυρίου μονάδας κοινόκτητης οικοδομής για καταβολή κοινόχρηστων δαπανών που προνοούνται από το Κεφ. 224.

Περαιτέρω οι Ενάγοντες αξιώνουν έναντι της Εναγόμενης και την καταβολή χρηματικού ποσού που αναλογεί στην πληρωμή των κυβερνητικών και δημοτικών φόρων και χρεώσεων τα οποία ποσά καθίστανται απαιτητά και πληρωτέα από την ημερομηνία κατοχής του ακινήτου. Σύμφωνα με τον όρο 7 της συμφωνίας πώλησης αναφέρονται τα εξής :

« The purchasers shall be responsible for the payment of all Government and Local Authority rates and taxes if any, which become due and payable on the property as from the day of their taking possession thereof»

Βάσει του άρθρου 38IA του Κεφ. 224, οι κύριοι όλων των μονάδων υποχρεούνται να συμμετέχουν στις δαπάνες που κρίνονται αναγκαίες για την ασφάλιση, συντήρηση, επιδιόρθωση, αποκατάσταση και διαχείριση της κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Η αναλογία του μεριδίου κάθε κυρίου στις δαπάνες καθορίζεται με βάση το εμβαδό κάθε μονάδας.

Αν οποιοσδήποτε κύριος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, τότε η Διαχειριστική Επιτροπή νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή εναντίον του κυρίου αυτού με σκοπό να ανακτήσει το ποσό που οφείλει ο παραβάτης κύριος σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. (βλ. 38ΚΣΤ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος (ΚΕΦ.224)).

Επειδή από τον τρόπο που έχει προωθηθεί η αξίωση των Εναγόντων είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχε διοριστεί οποιαδήποτε διαχειριστική επιτροπή εφόσον σύμφωνα και με την θέση που έχουν προωθήσει ο λόγος ήταν η μη έκδοση του τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι τελικά και εκδόθηκαν περί το έτος 2015, οι ίδιοι ως οι πωλητές του εν λόγο ακινήτου ως και των υπολοίπων, είχαν δικαίωμα κατά την θέση τους να ασκούν την διαχείριση των ακινήτων που περιλαμβάνονταν εντός της κοινόκτητης οικοδομής μέχρι και τον διορισμό της πρώτης διαχειριστικής επιτροπής ως προνοείται άλλωστε από το Μέρος ΙΙΑ του Κεφ. 224.

Εξετάζοντας λοιπόν την πιο πάνω θέση που έχει προβληθεί από την Υπεράσπιση,  θα πρέπει καταρχήν να αναφέρω ότι μέσα από την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία,  αυτό που προκύπτει αναμφίβολα είναι το γεγονός ότι οι Ενάγοντες ήταν αυτοί που πώλησαν το ακίνητο στην Εναγόμενη και ότι επίσης η Εναγόμενη περί την 15/04/87 παρέλαβε την κατοχή του εν λόγω ακινήτου. Επομένως και εντάσσονται εντός της έννοιας του «πωλητή».

Σύμφωνα με το Μέρος ΙV – Δικαιώματα και υποχρεώσεις κυρίων ή κατόχων μονάδων - του Κεφ. 224, και πιο συγκεκριμένα με βάση το άρθρο 5 του μέρους αυτού, προνοείται ότι κάθε κύριος μόλις αναλάβει την κατοχή της μονάδας του έχει υποχρέωση να καταβάλει στην διαχειριστική επιτροπή ή τον πωλητή -  στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε διοριστεί διαχειριστική επιτροπή - το ποσό των χρημάτων που θα καθοριστεί και το οποίο θα αντιπροσωπεύει το μερίδιο του για την κάλυψη των αρχικών εξόδων διαχείρισης και διεύθυνσης της κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Μάλιστα στο ίδιο άρθρο προνοείται και ότι, ο κάθε κύριος θα συνεισφέρει έναντι του ποσού αυτού ανάλογα με το εμβαδόν του ακινήτου του, όπως αυτό προνοείται άλλωστε αναφέρεται στο άρθρο 38ΙΑ του ίδιου Νόμου.

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας ως γνώμονα την σχετική Νομοθεσία την οποία έχω παραθέσει σε συνάρτηση βεβαίως με την μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστήριου δεν μπορώ να συμφωνήσω με την θέση της Υπεράσπισης ότι εν προκειμένω οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα αγωγή αφού εν πάση περίπτωση η εξουσία αυτή τους παρέχεται από τον ίδιο τον Νόμο. Συνακόλουθα κρίνω ότι ο ισχυρισμός της Υπεράσπισης δεν είναι βάσιμος και συνεπώς οι Ενάγοντες νομιμοποιούντο να καταχωρήσουν την παρούσα Αγωγή.

Το επόμενο βασικό ερώτημα το οποίο προκύπτει αφενός και θα πρέπει επομένως να απαντηθεί, είναι το κατά πόσο πράγματι η Εναγόμενη οφείλει στους Ενάγοντες τα ποσά που αξιώνουν με βάση τις υπηρεσίες τις οποίες κατ’ ισχυρισμό παρείχαν στην Εναγομένη από το έτος 1987 – 2015, όπως  και το κατά πόσο οι Ενάγοντες απέδειξαν ότι κατέβαλαν προς όφελος της Εναγομένης τα ποσά αυτά και συνεπώς χρεώθηκαν και ή ζημιώθηκαν εφόσον τα χρηματικά αυτά ποσά πληρώνονταν από τον τρεχούμενο λογαριασμό της Εναγόμενης, εξαιτίας του ότι η ίδια αρνείτο να τα καταβάλει.

Αξιολόγηση ΜΕ1

Ο ΜΕ1 κατά την μαρτυρία του δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ούτε και έπεισε για τις θέσεις του ότι πράγματι η εταιρεία των Εναγόντων ασκούσε τόσο την πρέπουσα όσο και δέουσα συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος αλλά και ούτε η διαχείριση αυτή γινόταν και ανεξάρτητα από την ξενοδοχειακή μονάδα την οποία κατέχουν οι Ενάγοντες και είναι ιδιοκτησίας τους,  ούτως ώστε να μπορεί να απαιτεί και τις χρεώσεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι επέβαλε και πλήρωσε. Ούτε και έχω πειστεί ότι οι χρεώσεις που επιβάλλονταν στην Εναγόμενη χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και διαφάνεια καθότι μέσα από την μαρτυρία του ΜΕ1 διαφάνηκε ότι ο ίδιος δεν ήταν καθόλου ειλικρινείς ως προς τους βασικούς ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλε ενώ ταυτόχρονα ήταν και ερειστικός. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο ΜΕ1 επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση του ότι εργοδοτούσε μονίμως δύο υπαλλήλους στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα που ήταν επιφορτισμένοι με την συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων καθώς και ότι τα πρόσωπα αυτά ουδεμία σχέση είχαν με οποιεσδήποτε υπηρεσίες παρέχονταν στο ξενοδοχείο Avlida από τους Ενάγοντες το οποίο και ευρίσκεται πλησίον του επίδικου συγκροτήματος κατοικιών, εντούτοις μέσα από το σύνολο τόσο της δικής του μαρτυρίας όσο και μέσα από την αντιπαραβολή της μαρτυρίας του με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν διαφάνηκε να ισχύει κάτι τέτοιο. Τουναντίον, αυτό που διαπιστώνεται μέσα από την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, είναι ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός που προέβαλε με σθεναρότητα κατά την μαρτυρία του ο ΜΕ1, αναιρείται και διαψεύδεται τόσο από την μαρτυρία του ΜΕ3 ο οποίος και κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι κατά τους ελέγχους στους οποίους προέβηκε με σκοπό να καταλήξει στα δικά του αριθμητικά συμπεράσματα από τα στοιχεία που του δόθηκαν από τους ίδιους του Ενάγοντες διαπίστωσε ότι οι υπάλληλοι που κατ’ ισχυρισμό εργάζονταν στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα εργάζονταν παράλληλα και για λογαριασμό του ξενοδοχείου των Εναγόντων, όσο και από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 3 – 6 που ο ίδιος ο μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο εφόσον μέσα από αυτό προκύπτει η ύπαρξη εκδόσεως σωρείας τιμολογίων και αποδείξεων που αφορούν το ξενοδοχείο Avlida και ή σε άλλες περιπτώσεις την ίδια την εταιρεία των Εναγόντων και δεν αφορούν αποκλειστικά το επίδικο κτηριακό συγκρότημα,  καταρρίπτοντας έτσι τον πιο πάνω βασικό ισχυρισμό του  ΜΕ1 ότι η διαχείριση και συνακόλουθα τα έξοδα που προέκυπταν αναφορικά με το επίδικο κτηριακό συγκρότημα ήταν αυτόνομα και ανεξάρτητα από την υπό αναφορά ξενοδοχειακή μονάδα τους. Συνακόλουθα και η θέση του ΜΕ1 ότι είχε προσλάβει δύο ξεχωριστούς υπαλλήλους οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι μόνο αναφορικά με τις εργασίες που αφορούσαν τον εν λόγω κτηριακό συγκρότημα και ότι σε καμία απολύτως περίπτωση δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανάμιξη είτε των εξόδων που προέκυπταν είτε ακόμη και των εργασιών που διενεργούνταν στο ξενοδοχείο με τις υπηρεσίες που παρέχονταν και συνεπώς και με τα έξοδα που προέκυπταν αναφορικά με το με το επίδικο κτηριακό συγκρότημα δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή και απορρίπτεται. Πέραν τούτου σημειώνεται ακόμη ότι ενώ ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του, καλούμενος από την Υπεράσπιση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με το ποια ήταν τα πρόσωπα αυτά που κατ’ ισχυρισμό εργάζονταν κατά τον ουσιώδη στην Αγωγή χρόνο ως σταθεροί υπάλληλοι για την συντήρηση του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και τεκμηριωμένες λεπτομέρειες αναφέροντας μόνο ονομαστικά τα άτομα που κατ’ ισχυρισμό του εργοδοτούνται σήμερα για την συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος κατοικιών και όχι βεβαίως προηγουμένως.   

Σε ότι αφορά τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια που έχουν κατατεθεί από τον ίδιο τον ΜΕ1, δηλαδή τα Τεκμήρια 3 – 6  και τα οποία τα οποία έχουν κατατεθεί προς υποστήριξη των θέσεων των Εναγόντων αναφορικά με τα έξοδα τα οποία κατ’ ισχυρισμό τους επωμίστηκαν καταβάλλοντας με χρήματα της εταιρείας τους μέσα από τον τρεχούμενο λογαριασμό που διατηρούσαν και τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά το συγκεκριμένο κτηριακό συγκρότημα, επίσης ως έχω υποδείξει ανωτέρω διαπιστώνεται ότι πληθώρα τιμολογίων και ή άλλων εγγράφων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω σκληρούς φακέλους που έχουν κατατεθεί δεν αφορούν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα αλλά το ξενοδοχείο των Εναγόντων καθώς και ότι σε άλλα τιμολόγια και ή αποδείξεις και έγγραφα αναγράφεται συγκεκριμένα το όνομα της εταιρείας των Εναγόντων χωρίς δηλαδή να προσδιορίζεται και ή να συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι τα όποια χρηματικά ποσά έχουν καταβληθεί και εάν και εφόσον αυτά καταβλήθηκαν αφορούν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα κατοικιών, κάτι το  οποίο ουσιαστικά επιβεβαιώνει και την θέση της Υπεράσπισης της Εναγόμενης ότι η τυχόν διαχείριση του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος από τους Ενάγοντες δεν ήταν αυτόνομη αλλά έστω και στον ασήμαντο βαθμό που αυτή γινόταν, ήταν πάντοτε σε συνδυασμό και από κοινού με την διαχείριση του ξενοδοχείου με αποτέλεσμα οι οποίες χρεώσεις γινόντουσαν και επιβλήθηκαν να χαρακτηρίζονται από έλλειψη αντικειμενικότητας και να μην αναλογούν στα πραγματικά έξοδα που αφορούν το κτηριακό συγκρότημα κατοικιών που στεγάζεται και το ακίνητο της Εναγόμενης. Συνεπώς και η θέση του ΜΕ1 ελλείψει παρουσίασης οποιασδήποτε σαφής και τεκμηριωμένης μαρτυρίας τόσο περί της αποκλειστικής εργοδότησης υπαλλήλων αναφορικά με το επίδικο κτηριακό συγκρότημα κατοικιών όσο και της αυτονομίας διαχείρισης του χωρίς την οποιαδήποτε ανάμιξη ζητημάτων που αφορούσαν το ξενοδοχείο τους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

Ούτε και η θέση του ΜΕ1 ότι η εταιρεία των Εναγόντων έχει υποστεί ζημιά εξαιτίας των πληρωμών που συνεχώς κατέβαλε προς όφελος της Εναγόμενης εξαιτίας του ότι η τελευταία αρνείτο να πληρώσει τα έξοδα που της αναλογούσαν είτε αυτά αφορούσαν κοινόχρηστα ή άλλα έξοδα (φόρους ακίνητης ιδιοκτησίας, Σ.Α.Π.Α κτλ) τεκμηριώθηκε από πλευράς του ΜΕ1 ούτως ώστε να μπορώ να την αποδεχτώ. Ειδικότερα ο ΜΕ1 ενώ κατάθεσε σωρεία εγγράφων που αφορούσαν τα κατ’ ισχυρισμό έξοδα της εταιρείας του, είτε αυτά αφορούσαν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα είτε το ξενοδοχείο είτε ακόμη γενικά την εταιρεία του, εντούτοις κανένα απολύτως στοιχείο δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα οι αναλυτικές καταστάσεις του συγκεκριμένου τρεχούμενου λογαριασμού των Εναγόντων αναφορικά με τον ουσιώδη στην Αγωγή χρόνο που να δεικνύεται ότι πράγματι οι Ενάγοντες κατέβαλαν τα ανάλογα ποσά που αφορούσαν τα έξοδα που αντιστοιχούσαν στο ακίνητο της Εναγόμενης σε σχέση με τα έτη 1987 – 2015 και ότι χρεωνόντουσαν τους τόκους τους οποίους αξιώνουν μέσω του τρεχούμενου λογαριασμού που διατηρούσαν.  Μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η μοναδική αναφορά που υπάρχει αναφορικά με τον τρεχούμενο λογαριασμό των Εναγόντων, βρίσκεται επί του Τεκμηρίου 8   στην οποία επιστολή αναφέρεται απλά ο αριθμός ενός τρεχούμενου λογαριασμού ο οποίος και ανήκει στους Ενάγοντες και για τον οποίο μάλιστα οι τελευταίοι ζήτησαν από την Τράπεζα  τις απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με τις χρεώσεις του επιτοκίου της συγκεκριμένης πιστωτικής διευκόλυνσης που τους παρείχαν. Στην ουσία τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Καμία άλλη διασύνδεση δεν έχει προκύψει ότι ο συγκεκριμένος τρεχούμενος λογαριασμός χρεωνόταν για τα έξοδα της διαχείρισης του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος και δη του ακινήτου της Εναγόμενης αφού συν τοις άλλοις ούτε και ο ίδιος ο ΜΕ1 μέσα από την γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Β, σε καμία αναφορά δεν προβαίνει ότι τα έξοδα τα οποία η εταιρεία του κατέβαλε ήταν από τον συγκεκριμένο τρεχούμενο λογαριασμό.

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι οι χρεώσεις στις οποίες προέβαιναν οι Ενάγοντες αναφορικά τα κοινόχρηστα έξοδα του ακινήτου της Εναγόμενης δεν ήταν καθόλου αντικειμενικές  και δεν αντικατόπτριζαν τις χρεώσεις οι οποίες επιβάλλοντο στην Εναγόμενη εκ μέρους των Εναγόντων για τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλει αφής στιγμής η διαχείριση των εν λόγω διαμερισμάτων δεν ήταν αυτόνομη και ανεξάρτητη αλλά βρισκόταν πάντοτε υπό τον μανδύα της διαχείρισης της ξενοδοχειακής μονάδας των Εναγόντων και γενικά της εταιρείας τους.

Πραγματική δε εντύπωση προκαλεί και ο ισχυρισμός του ΜΕ1 σε ερώτηση που του είχε υποβληθεί από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του αναφορικά με το ότι γιατί εφόσον η Εναγόμενη δεν κατέβαλε τα έξοδα που της αναλογούσαν από το έτος 1987 και μετέπειτα η εταιρεία του επέλεξε να καταχωρήσει την υπό κρίση Αγωγή μετά από την πάροδο 28 ετών, με τον ίδιο να αναφέρει ότι ο λόγος της καθυστέρησης στην καταχώρηση της Αγωγής αυτής ήταν επειδή σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις καταχωρήθηκε ανταπαίτηση με την οποία και διεκδικείτο η έκδοση ξεχωριστών τίτλων. Μάλιστα ενώ ο ΜΕ1 ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση για το κατά πόσο το Δικαστήριο όταν η Εναγόμενη είχε καταχωρήσει εναντίον της εταιρείας του την Αγωγή υπ. αρ. 999/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, το Δικαστήριο διέταξε πέραν των ενεργειών που θα έπρεπε να προβεί η εταιρεία του και ειδικές και γενικές αποζημιώσεις αναφορικά με την ταλαιπωρία που είχε υποστεί η Εναγόμενη ένεκα της παράβασης των ουσιωδών όρων της συμφωνίας, ο ΜΕ1 αρνήθηκε ότι συνέβηκε κάτι τέτοιο υποδεικνύοντας μάλιστα ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη. Βεβαίως με βάση το Τεκμήριο 10 που έχει κατατεθεί και δεν έχει αμφισβητηθεί, η πιο πάνω θέση του ΜΕ1 διαψεύδεται αφού με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου είχε εκδοθεί διάταγμα για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον της εταιρείας του και υπέρ της Εναγόμενης. 

Με γνώμονα τα πιο πάνω λεχθέντα, κρίνω ότι ο ΜΕ1 δεν ήταν ειλικρινής στο Δικαστήριο και επομένως η μαρτυρία του απορρίπτεται. Ο ΜΕ1 κρίνεται αναξιόπιστος.

 

Αξιολόγηση ΜΕ2

Ο ΜΕ2 ως ήδη λέχθηκε, εργάζεται στην εταιρεία των Εναγόντων ως αρχισυντηρητής. Ο χρόνος εργοδότησης του στους Ενάγοντες καλύπτει την περίοδο 2007 μέχρι και σήμερα, συνεπώς και τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο τόσο στην γραπτή του δήλωση όσο και κατά την δια ζώσης μαρτυρία του σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορούν να ενταχθούν και ή να υποστηρίξουν τις θέσεις που προβλήθηκαν από τον ΜΕ1 αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό εργασίες συντήρησης οι οποίες και λάμβαναν χώρα στους κοινόχρηστους χώρους του επίδικου συγκροτήματος κατοικιών αναφορικά με την  χρονική περίοδο 1987 – 2007, αλλά και ούτε από την άλλη να διαψεύσουν τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης αναφορικά με την κατάσταση που υποστήριξε κατά την μαρτυρία της ότι επικρατούσε ελλείψει συντήρησης και εργασιών από πλευράς των Εναγόντων στους εν λόγω χώρους την πιο πάνω περίοδο.

Στρεφόμενος τώρα στην μαρτυρία του ΜΕ2 και πιο συγκεκριμένα στην γραπτή του δήλωση προκύπτει ότι οι όποιες αναφορές έγιναν από πλευράς του σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό διεξαγωγή εργασιών και παροχή υπηρεσιών συντήρησης από τους δύο υπαλλήλους τους οποίους επιβλέπει αλλά και τους υπόλοιπους υπαλλήλους που κατά καιρούς υποστηρίζει ότι καλεί για να παρέχουν βοήθεια ως προς τις εργασίες συντήρησης, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν προσδιορίζονται χρονικά για το πότε αυτές οι εργασίες ξεκίνησαν να λαμβάνουν χώρα και κυρίως αν οι εργασίες αυτές που αναφέρθηκαν διενεργούνταν και κατά τον ουσιώδη στην παρούσα Αγωγή χρόνο, δηλαδή από το έτος 2007 μέχρι και το 2015.  Από την άλλη θα πρέπει να αναφέρω ότι παρακολουθώντας τον ΜΕ2 κατά την διά ζώσης μαρτυρία του και έχοντας παράλληλα υπόψη μου τόσο τον τρόπο όσο και το ύφος με το οποίο απαντούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο της Υπεράσπισης, διαπίστωσα ότι αυτός επιχειρούσε δια των απαντήσεων που έδινε να πείσει πάση θυσία ότι  στους κοινόχρηστους χώρους του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος επικρατούσε η καλύτερη δυνατή εικόνα που μπορούσε να υπάρξει υποστηρίζοντας παράλληλα και την θέση ότι η πισίνα του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος ουδέποτε παρέμεινε κλειστή παρά μόνο για κάποιες χρονικές περιόδους κατά τις οποίες διεξάγονταν εργασίες συντήρησης, θέση βεβαίως που παρά το γεγονός ότι την ανέφερε γενικά εντούτοις δεν την τεκμηρίωσε αφού οι αναφορές του αφορούσαν γενικά και αόριστα σε  κάποιες χρονικές περιόδους που υπέδειξε χωρίς να δίδει περαιτέρω λεπτομέρειες ή στοιχεία για το ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος που η εν λόγω πισίνα παρέμενε κλειστή έστω και την εν λόγω περίοδο που υποστήριξε.

Εξετάζοντας τώρα την βασική θέση του ΜΕ2 ότι από το 2007 και μετέπειτα στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα βρισκόντουσαν σταθερά και εργάζονταν αποκλειστικά δύο υπάλληλοι των Εναγόντων, προκύπτει ότι τα όσα ισχυρίστηκε επί αυτού του ζητήματος, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Και αυτό διότι μέσα από την μαρτυρία του ΜΕ3 αναφορικά με το σημείο αυτό, ο τελευταίος εξήγησε ότι κατά την διεργασία που είχε προβεί με σκοπό τον υπολογισμό των εξόδων που αφορούσαν και την πληρωμή των υπαλλήλων των Εναγόντων, προέβηκε στον διαχωρισμό των ωρών που εργάστηκαν οι υπάλληλοι τους στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα από τις ώρες που εργάστηκαν και στο ξενοδοχείο τους.  Συνεπώς η θέση του ΜΕ2 ότι οι υπάλληλοι των Εναγόντων εργαζόντουσαν επί μονίμου βάσεως και κατ’ αποκλειστικότητα μόνο στο επίδικο κτηριακό συγκρότημα δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται ως αναληθής.   

Έχοντας  λοιπόν υπόψη μου την συνολική εικόνα την οποία αποκόμισα από την παρουσία του ΜΕ2 στο Δικαστήριο, ο οποίος δεν θεωρώ ότι απαντούσε με αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια ενόψει προφανώς και της ιδιότητας του ως υπάλληλος των Εναγόντων, κρίνω ότι δεν μπορώ να αποδεχτώ την μαρτυρία του τόσο για αυτόν το λόγο όσο και για το ότι τα όσα υποστήριξε δεν κατόρθωσε να τα τεκμηριώσει ενόψει του ότι προέβαινε σε γενικές και ασαφής αναφορές ως προς της εργασίες που γινόντουσαν που σκοπό είχαν να υποστηρίξουν απλά και μόνο τις θέσεις των Εναγόντων οι οποίοι είναι και οι εργοδότες του.  Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ΜΕ2 δεν κλήθηκε από την Υπεράσπιση ούτε να υποδείξει ούτε και να αναγνωρίσει οποιαδήποτε τιμολόγια έχει ο ίδιος ισχυριστεί ότι παρέδιδε υπό την ιδιότητα του ως αρχισυντηρητής στο λογιστήριο της εταιρείας των Εναγόντων ως άλλωστε ο ίδιος υπέδειξε μέσα από την γραπτή του δήλωση. Ούτε και έστω οποιεσδήποτε αποδείξεις αναφορικά με τα έξοδα του αυτοκινήτου το οποίο κατ’ ισχυρισμό του χρησιμοποιείτο από αναφορικά με τις καθαριότητες του επιδίκου μπλοκ διαμερισμάτων.

Ενόψει των πιο πάνω, η μαρτυρία του ΜΕ2 δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

Αξιολόγηση ΜΕ3

Η αξίωση των Εναγόντων στηρίζεται ιδιαίτερα στην μαρτυρία του ΜΕ3, αφού είναι ο μόνος που έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τα συγκεκριμένα ποσά που κατ’ ισχυρισμό καταβλήθηκαν από τους Ενάγοντες για σκοπούς συντήρησης των κοινόχρηστων χώρων αλλά και γενικά των εξόδων που αξιώνονται από τους Ενάγοντες από το έτος 1987 μέχρι και το έτος 2015. Η μαρτυρία του ΜΕ3 αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία των στοιχείων που έχει μελετήσει για σκοπούς ετοιμασίας της έκθεσής του και ως τέτοια, δύναται να γίνει αποδεκτή βάσει του άρθρου 24 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Η αξιολόγησή της επαφίεται στο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όσα διαλαμβάνονται από το άρθρο 27 του Κεφ. 9.

Καταρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μαρτυρία του ΜΕ3, δόθηκε, υπό την ιδιότητα του ως λογιστής ο οποίος εργάζεται στον ελεγκτικό οίκο KPMG Limited ενώ κατά την αντεξέταση του δεν διαπιστώνεται να αμφισβητούνται τόσο τα προσόντα όσο και η εμπειρία του παρά το γεγονός ότι αυτά δεν τέθηκαν λεπτομερώς υπόψη του Δικαστηρίου. Έχοντας υπόψη μου το πλαίσιο της μαρτυρίας που δόθηκε από τον ΜΕ3, σε συνδυασμό πάντοτε με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 το οποίο και ετοίμασε, δεν βρίσκω κανένα απολύτως λόγο ούτως ώστε να μην αποδεχτώ τον ΜΕ3 ως εμπειρογνώμονα λογιστή – ελεγκτή και συνεπώς η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς του θα εκτιμηθεί από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα της ειδικότητας την οποία κατέχει σε θέματα λογιστικού ελέγχου και ως πρόσωπο το οποίο μπορεί να προβαίνει σε  ένα τέτοιου είδους έλεγχο.

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Στρεφόμενος τώρα στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΕ3 θα πρέπει καταρχήν να υποδείξω ότι παρά το γεγονός ότι ο μάρτυρας επιθυμούσε να υποστηρίξει την ορθότητα της έκθεσής του, κάτι το οποίο ως ακολούθως θα εξηγήσω δεν έχει επιτύχει,  εντούτοις δεν διαπιστώνεται από το Δικαστήριο να έχει αναφέρει αναλήθειες σε σχέση με το τρόπο τον οποίο εργάστηκε με σκοπό να καταλήξει στα αριθμητικά του συμπεράσματα αναφορικά με τα αξιούμενα ποσά που κατ’ ισχυρισμό οφείλονται από την Εναγόμενη προς τους Ενάγοντες. Τονίζεται μάλιστα ότι ο ίδιος ο ΜΕ3 στην έκθεση την οποία ετοίμασε δηλώνει ευθέως πως ότι η συγκεκριμένη έκθεση έχει ετοιμαστεί μετά από επικοινωνία που είχε με τον διευθυντή της εταιρείας των Εναγόντων, δηλαδή τον ΜΕ1, με σκοπό να βοηθήσει την εξέταση και επιβεβαίωση των πληρωμών των κοινοχρήστων εξόδων και των τόκων και για κανένα άλλο σκοπό.  Σημειώνεται μάλιστα στην εν λόγω έκθεση, ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν από πλευράς του δεν αποτελούν έλεγχο ή επιθεώρηση των εργασιών που έγιναν στο συγκεκριμένο συγκρότημα διαμερισμάτων και ότι επίσης δεν εκφράζεται η ελεγκτική τους άποψη για την εγκυρότητα των διαδικασιών αυτών.

Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΕ3 αναμφίβολα είναι αλληλένδετο με αυτό της μαρτυρίας του ΜΕ1 καθότι τείνει να υποστηρίξει τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά που αξιώνονται εκ μέρους των Εναγόντων αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό εργασίες στις οποίες προέβαιναν οι υπάλληλοι τους εντός των κοινοχρήστων χώρων του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος.

Παρά το γεγονός ότι δεν διαφεύγει από το Δικαστήριο ότι ο ΜΕ3 δεν είχε πρόθεση να απαντήσει με αναλήθειες, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε με σκοπό να ετοιμάσει την δική του έκθεση δημιουργεί με κάθε σεβασμό προς τον μάρτυρα έντονο προβληματισμό ως προς την αντικειμενικότητα των αριθμητικών αποτελεσμάτων στα οποία κατέληξε αφής στιγμής ως και ο ίδιος ανέφερε κατά την μαρτυρία του ενήργησε στην βάση και στο πλαίσιο, αφενός των οδηγιών που του δόθηκαν από τους Ενάγοντες, αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη για σκοπούς ελέγχου μόνο τα όσα έγγραφα – τιμολόγια και αποδείξεις - παρέλαβε από τους ίδιους τους Ενάγοντες χωρίς δηλαδή να έχει στην κατοχή του για έλεγχο το σύνολο των εγγράφων που θα έπρεπε να ελέγξει και συνακόλουθα χωρίς να  έχει προβεί ο ίδιος σε οποιοδήποτε ενδελεχή έλεγχο για το κατά πόσο τα έξοδα που ισχυρίστηκαν οι Ενάγοντες ότι τους οφείλονται από την Εναγόμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο αντιστοιχούν πράγματι στα τιμολόγια και κατ’ ακολουθία στις αποδείξεις που εκδόθηκαν λόγω της πληρωμής των ποσών που αναγράφονται στα τιμολόγια τα οποία και περιλαμβάνονται εντός των Τεκμηρίων 3 - 6 τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο από τον ΜΕ1. Ειδικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΜΕ3 ούτε καν κλήθηκε κατά την κυρίως εξέταση του να αναγνωρίσει κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 3 -6 και ούτε καν να υποδείξει έστω προς το Δικαστήριο ποια από αυτά τα τιμολόγια και ή τις αποδείξεις είχε λάβει υπόψη με σκοπό να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και ή ακόμα αν τα έγγραφα που έλεγξε ήταν κάποια από αυτά που βρίσκονται εντός των πιο πάνω Τεκμηρίων. Σε ότι αφορά δε τον τρεχούμενο λογαριασμό των Εναγόντων μέσα από τον οποίο γίνονταν οι κατ’ ισχυρισμό πληρωμές αναφορικά με τα κοινόχρηστα έξοδα καθώς και τα άλλα έξοδα που αφορούν την Εναγόμενη, επίσης δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού ούτως ώστε να καταδεικνύεται  ότι πράγματι τα έξοδα τα οποία κατέγραψε ο ΜΕ3 στην έκθεση του Τεκμήριο 7, πληρώθηκαν μέσω του λογαριασμού αυτού.  

Το γεγονός εξάλλου ότι ο ΜΕ3 δεν ενήργησε αντικειμενικά και με τον απαιτούμενο επαγγελματισμό αλλά βασίστηκε στα όσα του είχαν υποδειχθεί από τον ΜΕ1 και μόνο,  προκύπτει άλλωστε και μέσα το περιεχόμενο των απαντήσεων που δόθηκαν από τον ίδιο τον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του. Ο ΜΕ3 εμμέσως πλην σαφώς απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν τόσο από το Δικαστήριο όσο και από τον συνήγορο της Εναγόμενης, συμφώνησε ότι πράγματι τα ποσά που προκύπτουν τόσο από τους τόκους που επέβαλαν οι Εναγόμενοι όσο και από τον ανατοκισμό του ήδη επιβαλλόμενου τόκου έγιναν καθ’ υπόδειξη του Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγόντων, χωρίς ο ίδιος ουσιαστικά να διαφωνεί με την θέση ότι το ποσοστό αυτό του τόκου το οποίο και του υποδείχθηκε και το οποίο ο ίδιος έλαβε υπόψη είναι αυθαίρετο. Όπως και ο  ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε κατά την αντεξέταση του, οι Ενάγοντες του είχαν δώσει οδηγίες όπως ο υπολογισμός του τόκου γίνει με βάση τον τόκο που επιβάλλεται από το Τμήμα Φορολογίας σε περίπτωση υπερημερίας χωρίς καμία άλλη αιτιολογία πλην του ότι οι Ενάγοντες χρεώνονταν τόκο καθότι τα χρήματα που αφορούσαν τα κοινόχρηστα και ή τα άλλα έξοδα του ακινήτου της Εναγόμενης καταβάλλονταν εκ μέρους τους, μέσω των πιστωτικών διευκολύνσεων που τους είχαν παραχωρηθεί από την Τράπεζα, δηλαδή από τον τρεχούμενο τους λογαριασμό.  Η δε γενική αναφορά του  ΜΕ3 ότι έλεγξε τις καταστάσεις λογαριασμού που του είχαν υποδειχθεί εκ μέρους των Εναγόντων και ότι πράγματι αυτές αφορούσαν τα έξοδα της εταιρείας του, επίσης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο καθότι είναι γενικόλογη, ασαφής και ατεκμηρίωτη.

Το περιεχόμενο, της έκθεσης του ΜΕ3 ως προς το ζήτημα των κοινόχρηστων εξόδων δεν είναι επίσης βοηθητικό προς υποστήριξη της απαίτησης των Εναγόντων όχι μόνο γιατί οι καταστάσεις που περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 5 έχουν ετοιμαστεί από άλλο ελεγκτικό γραφείο στο παρελθόν και όχι από τον ΜΕ3 ο οποίος βεβαίως τις έλεγξε μόνο με δειγματοληπτικό έλεγχο και συνεπώς πρόκειται για εξ’  ακοής μαρτυρία αφής στιγμής  δεν έχουν κληθεί και δεν έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο οι ελεγκτές που τις ετοίμασαν και ούτε και δόθηκε και οποιαδήποτε δικαιολογία από τους Ενάγοντες όσον αφορά την μη παρουσία τους στο Δικαστήριο,  αλλά κυρίως διότι ως ανωτέρω υπέδειξα, κατά την μαρτυρία του ΜΕ1, δεν έχω πεισθεί ότι οι καταστάσεις που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αντικειμενικές και αναλογούν στα πραγματικά έξοδα τα οποία ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ότι κατέβαλαν, τόσο για τους λόγους που ήδη έχω εξηγήσει, όσο και για τους λόγους που θα εξηγήσω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εναγόμενης.  Συνεπώς θεωρώ ότι οι απαντήσεις του μάρτυρα τόσο ως προς το ζήτημα των κοινόχρηστων εξόδων όσο και γενικά των λοιπών εξόδων που αξιώνονται δεν ήταν καθόλου σαφείς και τεκμηριωμένες ούτως ώστε να μπορούν να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να οδηγηθεί με ασφάλεια σε σαφή και ασφαλή συμπεράσματα.

Εν κατακλείδι διαφάνηκε ότι ο ΜΕ3 δεν εξέτασε μία προς μία τις αποδείξεις πληρωμών και τα τιμολόγια που σχετίζονται τόσο με τα κοινόχρηστα όσο και με τους φόρους ακίνητης ιδιοκτησίας, τα τέλη του Σ.Α.Π.Α και οποιαδήποτε άλλα ποσά αξιώνονται ούτως ώστε να μπορεί να καταλήξει ή να επαληθεύσει τα ποσά που αναφέρονται στα συμπεράσματα της έκθεσης του. Εξάλλου με μια απλή επισκόπηση των Τεκμηρίων 3 – 6 τα οποία κατατέθηκαν, θα ήταν αρκετό ο μάρτυρας να αντιληφθεί ότι πολλά από τα έγγραφα αυτά δεν αφορούν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα αλλά το ξενοδοχείο των Εναγόντων.

Για τους λόγους αυτούς που εξήγησαν πέραν του ότι δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε αποδεικτική βαρύτητα στο περιεχόμενο της έκθεσης του ΜΕ3 όσον αφορά το ύψος των κοινόχρηστων δαπανών, δεν θα μπορούσε να γίνει ούτως ή άλλως και αποδεκτή αφής στιγμής ο ΜΕ1 δεν με έπεισε ότι οι Ενάγοντες προέβαιναν στην συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων και συνεπώς ότι τα έξοδα που αξιώνονται αντανακλούν στις εργασίες που λάμβαναν χώρα. Εξάλλου ως ανωτέρω υπέδειξα όλα τα έξοδα που διεκδικούνται ότι υπέστηκαν οι Ενάγοντες συμπεριλαμβανομένου και του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, δημοτικών τελών, τελών ΣΑΠΑ και άλλων εξόδων ενόψει της ασάφειας την οποία και χαρακτηρίζει η μαρτυρία του ΜΕ3 ως έχω υποδείξει επίσης δεν μπορούν να γίνουν από το Δικαστήριο αποδεκτά.

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ 1390 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της Τράπεζας εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρώντας ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι οι καταστάσεις λογαριασμών δεν εξηγήθηκαν με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα αφού παρέμειναν εντελώς άγνωστα τα στοιχεία των όποιων συντελεστών ή χρεοπιστώσεων που έγιναν στο παρελθόν και τα οποία απολήγουν στο εμφανιζόμενο υπόλοιπο. Το ίδιο θέμα υπήρξε αντικείμενο εξέτασης και στην υπόθεση Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Β ΑΑΔ 846 στην οποία η απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η μάρτυρας της Τράπεζας κατέθεσε περίληψη και όχι αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε κριθεί ότι αποδείχθηκε το υπόλοιπο του χρεωστικού λογαριασμού τονίζοντας ότι η αόριστη δήλωση της υπαλλήλου της Τράπεζας ότι οι λογαριασμοί είναι ορθοί έστω και χωρίς αντεξέταση, δεν είναι αρκετή για να αποδείξει το ακριβές οφειλόμενο υπόλοιπο σε μια υπόθεση που ήταν υπό αμφισβήτηση.

Στην υπόθεση ΦΟΙΒΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ v. RIMA J.DHARAGHJI ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ Πολ. Έφεση 761, ημερ. 30/11/90 υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιεί την κοινή γνώση αλλά δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας ως εν προκειμένω δια της καταθέσεως μια αχανούς κατάστασης εγγράφων που παρουσιάστηκαν σε έξι συνολικά φακέλους – Τεκμήρια 3 - 6 – καλείται το Δικαστήριο να πράξει εφόσον ο ΜΕ3 δεν το έπραξε, πράγμα ουσιαστικά ανεπίτρεπτο αφού σύμφωνα και με την πάγια Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι Δικαστές δεν θα πρέπει να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες και να καταλήγουν σε συμπεράσματα χωρίς την μαρτυρία εμπειρογνώμονα.

Εν προκειμένω οι Ενάγοντες ως έχει διαφανεί μέσω της έκθεσης απαίτησης που καταχώρησαν αλλά και της μαρτυρίας τους, αξιώνουν δυνάμει καταστάσεων λογαριασμού πέραν των διαφόρων ποσών που διεκδικούν και τόκο προς  8,5% ως αξιώνεται στην έκθεση απαίτησης - ο ΜΕ3 κατά την μαρτυρία του ανέφερε τόκο προς 9% - ισχυριζόμενοι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπέστηκαν ζημιά ενόψει του ότι αναγκάστηκαν να καταβάλλουν τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στα έξοδα που αφορούσαν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα του οποίου και ασκούσαν την διαχείριση αναλογικά και προς όφελος της Εναγόμενης. Ο τρεχούμενος λογαριασμός από τον οποίο πληρώνονταν τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τους Ενάγοντες είναι ο υπ. αρ. 145 – 01294-2001-3. Πέραν του όμως ότι ο εν λόγω λογαριασμός ανήκει πράγματι στους Ενάγοντες και ότι αυτός χρεωνόταν με το επιτόκιο της τάξης του ποσοστού που αναφέρεται στον πίνακα που συνοδεύει την επιστολή της Τράπεζας ημερ. 22/12/23 Τεκμήριο 8, ο λογαριασμός αυτός δεν έχει συνδεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα κατ’ ισχυρισμό έξοδα τα οποία επιβάρυναν τους Ενάγοντες και τα οποία ουσιαστικά αφορούσαν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα αλλά και όπως ήδη εξήγησα δεν έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιεσδήποτε καταστάσεις λογαριασμού που να τεκμηριώνουν τις θέσεις των Εναγόντων ότι κατέβαλαν χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε έξοδα που αφορούσαν το επίδικο κτηριακό συγκρότημα, καθώς και ότι είχαν υποστεί ζημιά με βάση τον τόκο υπερημερίας τον οποίο χρεωνόταν ο λογαριασμός αυτός από την Τράπεζα. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι στην παρούσα περίπτωση όχι μόνο δεν έχουν εξηγηθεί με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα οι καταστάσεις λογαριασμού των Εναγόντων σε ότι αφορά την πιστωτική διευκόλυνση που τους είχε παρασχεθεί από την Τράπεζα με τα στοιχεία τους να παραμένουν εντελώς άγνωστα αναφορικά με τις χρεοπιστώσεις που έγιναν στο παρελθόν, αλλά ούτε καν όπως εξήγησα παρουσιάστηκαν τέτοιου είδους καταστάσεις.

Συνακόλουθα η μαρτυρία του ΜΕ3  αναφορικά με την ορθότητα ή την καταλληλόλητα του ύψους του τόκου που χρησιμοποιήθηκε από τους Ενάγοντες δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για οποιοδήποτε εύρημα του Δικαστηρίου.  Επίσης θεωρώ ότι εάν και εφόσον υπήρχε ζημιά που εν προκειμένω για τους λόγους που ανωτέρω εξήγησα κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί, αυτή θα μπορούσε να θεραπευθεί με την επιβολή του νόμιμου τόκου που προβλέπεται από το άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του I960, 14/60, επί των οφειλόμενων ποσών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της εκάστοτε οφειλής προς την Εναγόμενη. Εν κατακλείδι η μαρτυρία του ΜΕ3 για τους λόγους που εξήγησα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

Αξιολόγηση Εναγόμενης

Η Εναγόμενη από την άλλη άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Κατά την παρουσία της στο ειδώλιο του μάρτυρα δεν διαφάνηκε να διακατέχεται από οποιαδήποτε πρόθεση να αποκρύψει ή και να παραποιήσει την αλήθεια. Η Εναγόμενη απαντώντας στις ερωτήσεις που της είχαν υποβληθεί κατά την αντεξέταση της εξήγησε από την ημερομηνία που αγόρασε από τους Ενάγοντες το επίδικο ακίνητο όλο το ιστορικό και παρέθεσε στο Δικαστήριο κατά τρόπο περιγραφικό, σαφή και επεξηγηματικό την τακτική που είχε ακολουθηθεί από τους Ενάγοντες και πιο συγκεκριμένα από τον ΜΕ1 αναφορικά με την συντήρηση  των κοινοχρήστων χώρων, την πισίνα αλλά και γενικά για τα κατ’ ισχυρισμό έξοδα που απαιτούσε να του καταβληθούν τόσο από την ίδια την Εναγόμενη όσο και από τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων αρνούμενος πεισματικά να τους παρουσιάζει οποιαδήποτε απόδειξη αναφορικά με τα έξοδα που τους επέβαλλε ενώ οι ίδιοι διαπίστωναν συνεχώς ότι δεν διενεργούντο οποιεσδήποτε εργασίες  συντήρησης των κοινοχρήστων χώρων, καθαριότητες, κλαδέματα κτλ. Η Εναγόμενη παρέμεινε καθ’ όλη την διάρκεια της αντεξέτασης της σταθερή στην θέση της ότι η κοινόχρηστή πισίνα την οποία διαθέτει το εν λόγω συγκρότημα κατοικιών παρέμεινε για χρόνια κλειστή καθώς και επίσης και στην θέση της ότι ουδέποτε εργάστηκαν για την συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος κατοικιών άλλοι υπάλληλοι πλην των υπαλλήλων που οι Ενάγοντες ούτως η άλλως εργοδοτούσαν στο ξενοδοχείο τους το οποίο βρίσκεται πλησίον του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος. Επίσης η Ενάγομενη επέμεινε με σταθερότητα στην θέση της χωρίς να κλονιστεί κατά την αντεξέταση της,  ότι οι όποιες εργασίες κατά τα πρώτα χρόνια που απέκτησε το διαμέρισμα της είχαν λάβει χώρα στους κοινόχρηστους χώρους του κτηριακού συγκροτήματος, αυτές αφορούσαν μόνο σε σημεία έμπροσθεν των ακινήτων τα οποία εξακολουθούσαν οι Ενάγοντες να είναι οι ιδιοκτήτες τους και σε καμία απολύτως περίπτωση μπροστά από το ακίνητο της Εναγόμενης και των άλλων ιδιοκτητών που είχαν αγοράσει ακίνητα. Στην ουσία η Εναγόμενη παρέμεινε αλώβητη στην θέση της, ότι η κατάσταση που επικρατούσε στους κοινόχρηστους χώρους του εν λόγω συγκροτήματος κατοικιών ήταν πολύ άσχημη μέχρι και τραγική και ότι γενικά ο λόγος που αυτό το κτηριακό συγκρότημα παρέμεινε όρθιο ήταν επειδή τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιποι που είχαν αγοράσει ακίνητα από τους Ενάγοντες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συντηρήσουν από μόνοι τους τους χώρους πλησίον των ακινήτων τους ούτως ώστε να μην καταρρεύσουν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί και ότι η θέση της Εναγομένης αναφορικά με το ότι οι υπάλληλοι που κατά καιρούς εργάστηκαν και στον βαθμό που αυτοί εργάστηκαν δεν αφορούσαν αποκλειστικά για το κτηριακό συγκρότημα ως ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε αλλά ήταν ούτως ή άλλως υπάλληλοι στο ξενοδοχείο του, φαίνεται να επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την σωρεία εγγράφων που εμπεριέχονται στα Τεκμήρια 3 μέχρι 6 που πολλά από αυτά αφορούν το ξενοδοχείο Avlida, αλλά και από την μαρτυρία του ΜΕ3 την οποία ανωτέρω έχω υποδείξει και αντιπαραβάλει ήδη αναφορικά με το σημείο αυτό.  

Κατάληξη

Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι ζημιές θα πρέπει όχι μόνο να εξειδικεύονται στα δικόγραφα αλλά και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Η νομολογία επιβάλλει σε διάδικο την υποχρέωση να αποδεικνύει τη ζημιά του με θετική μαρτυρία (βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους, 1989 1 Ε. Α.Α.Δ σελ. 288, Ηρακλέους ν. Σκάφους Νίκη, Αγωγή Ναυτοδικείου 92182/94 1 Α.Α.Δ. σελ. 510 Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Ελισάβετ Ηρακλέους V. Ρένου Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ 239,  Aloupou and Another v. Hadjigeorghiou and Another (1984) 1 CLR 475 και  Mc Gregor on Damages, 15η έκδοση, παράγραφος 23, σελ. 15).

Το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους των Εναγόντων να παρουσιάσουν επαρκή στοιχεία ούτως ώστε να επιτύχει να αποδείξει τις ειδικές ζημιές που κατ’ ισχυρισμό υπέστηκαν. Εν προκειμένω για τους λόγους που ανωτέρω υπέδειξα αυτό δεν κατέστη εφικτό αφού δεν παρουσιάστηκαν σαφής και επαρκή στοιχεία προς απόδειξη τους.

Ως εκ των άνω συνάγεται ότι η αγωγή θα έχει απορριπτική κατάληξη.  Συνακόλουθα η αγωγή απορρίπτεται. Τα  έξοδα επιδικάζονται εναντίον των Εναγόντων και υπέρ της Εναγομένης  όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.           

 (Υπ.)……………………………….

                                                                                                     Σ. Συμεού, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο