ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ.  168/2024

 

 

 

 

 

PLAYTONE INSURANCE AGENTS AND CONSULTANTS LIMITED

 

 

 

Ενάγουσα

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

1.   JOANNE BANKS ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ

2.   ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

 

 

Εναγόμενοι

 

 

 

 

 

_____________________

 

 

Ημερομηνία: 08 Ιουλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Κ. Χ’ Λαμπρής για P. Kourides & Co LLC, για τους Ενάγοντες/Αιτητές

 

Χρ. Βωνιάτης και Θ. Παπαχαραλάμπους (κα) για C. Voniatis & Co LLC, για τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 30.04.2024 για ενδιάμεση θεραπεία και προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 30.04.2024

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

1.        Η Ενάγουσα, Κυπριακή εταιρεία που ασχολείται με την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών και αντιπροσωπεύσει ή συνεργάζεται με ασφαλιστικές εταιρείες, ισχυρίζεται πως προσέλαβε τους Εναγόμενους, οι οποίοι εργάζονταν στην Ενάγουσα μέχρι και την 15.04.2024, οπότε και παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους. Σύμφωνα με την Ενάγουσα, μετά την αποχώρησή τους, διαπιστώθηκε πως οικειοποιήθηκαν ή και αντέγραψαν την ηλεκτρονική βάση με το πελατολόγιο της Ενάγουσας και όλα τα στοιχεία επικοινωνίας με τους πελάτες της, και ότι, όλο τον χρόνο της απασχόλησής τους στην Ενάγουσα, χρησιμοποιούσαν τις θέσεις τους για τον σκοπό αυτό, για να προσεγγίσουν και να υποκλέψουν εταιρικά δεδομένα, περιλαμβανομένων εμπιστευτικών δεδομένων και πνευματικής ιδιοκτησίας, και πελάτες και συνεργάτες της Ενάγουσας, και προσωπικά τους δεδομένα που η Ενάγουσα κατέχει ως υπεύθυνη επεξεργασίας, προς όφελός τους και προς βλάβη της Ενάγουσας, κατά παράβαση και των όρων απασχόλησής τους.  Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, κατά την Ενάγουσα, επηρεάστηκε η εμπορική της εύνοια στα ασφαλιστικά συμβόλαια και υπέστη οικονομική ζημιά πέραν των €30.000,00, που επεκτείνεται καθημερινά. Με την αγωγή της, ζητά σχετικές δηλωτικές αποφάσεις καθώς και αποζημιώσεις.

 

2.        Στο πλαίσιο της απαίτησής της, υπέβαλε αίτηση χωρίς ειδοποίηση προς τους Εναγόμενους, με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους να αποκαλύπτουν, συζητούν, μεταδίδουν σε τρίτα πρόσωπα ή χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες που σχετίζονται με το πελατολόγιο ή τους συνεργάτες της Ενάγουσας, τις επιχειρηματικές μεθόδους και εσωτερικές διαδικασίες της και τα προσωπικά δεδομένα πελατών, μετόχων, συνεργατών και πιστωτών της Ενάγουσας. Επίσης, διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους η χρησιμοποίηση, κοινοποίηση, διαρροή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιήλθαν σε γνώση τους λόγω της απασχόλησής τους στην Ενάγουσα, διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η επικοινωνία, με οποιονδήποτε τρόπο, με πελάτες της Ενάγουσας, καθώς και να ενεργούν ώστε να προκληθεί διακοπή ή διάρρηξη οποιασδήποτε υφιστάμενης συνεργασίας ή πελατειακής σχέσης της Ενάγουσας με οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.

 

3.        Η αίτηση υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη και διευθύνοντος συμβούλου της Ενάγουσας, ο οποίος εξέθεσε στο Δικαστήριο τα εξής γεγονότα: Η Εναγόμενη 1, το 2020, προσλήφθηκε από την VLCS Ltd, ιδιοκτησίας επίσης του μάρτυρα, και συνεργαζόμενη με την Ενάγουσα, με τον όρο, όταν θα εκπαιδευτεί και θα λάβει άδεια ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή ασφαλιστικού πράκτορα ή ασφαλιστικού συμβούλου, να ιδρύονταν άλλη εταιρεία, στην οποία η Εναγόμενη 1 να ήταν η διευθύνουσα σύμβουλος. Η Εναγόμενη 1 εκπαιδεύτηκε με έξοδα της Ενάγουσας, έδωσε τις απαραίτητες εξετάσεις, και έλαβε την άδεια της, και από τον Νοέμβριο του 2022, άρχισε να εργάζεται στην Ενάγουσα. Επιπλέον διορίστηκε και ως αξιωματούχος της Ενάγουσας, με τον όρο να ενεργεί προς όφελός της, σύμφωνα με τους όρους απασχόλησης που αναφέρονται. Περί τον Μάιο του 2023, η Εναγόμενη 1 παραπονούνταν ότι ο όγκος εργασίας της αυξήθηκε, ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά, και εισηγήθηκε να προσληφθεί ο υιός της, Εναγόμενος 2, για να εκπαιδευτεί άμεσα, όπως και έγινε. Αμφότεροι ήταν υπάλληλοι της Ενάγουσας, που όφειλαν να ενεργούν προς όφελός της. Περί τον Μάρτιο του 2024, με τη λήψη των λογιστικών αποτελεσμάτων, είχε ζητηθεί η σύσκεψη και αξιολόγηση, και η Εναγόμενη 1, με διάφορες προφάσεις, απέφευγε, ώστε την 15.04.2024, υπέβαλε την παραίτησή της και την ίδια ημέρα, υπέβαλε την παραίτησή του και ο Εναγόμενος 2. Οι παραιτήσεις τους έγιναν δεκτές και τους ζητήθηκε να αποχωρήσουν άμεσα. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 ζήτησαν να παραμείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα, για να διαγράψουν τα προσωπικά τους δεδομένα από τους εταιρικούς υπολογιστές. Σε κατοπινό στάδιο, η Ενάγουσα ζήτησε από τις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές εταιρείες να στείλουν τα συμβόλαια των πελατών που πρέπει να ανανεωθούν κατά τον Απρίλιο και Μάιο του 2024, για να προχωρήσει με τις σχετικές εργασίες. Κατόπιν επικοινωνίας με αρκετούς από τους πελάτες αυτούς, διαπιστώθηκε πως είχαν ήδη ανανεώσει τα συμβόλαιά τους μέσω ανταγωνιστικής εταιρείας παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών, κατόπιν επικοινωνίας των Εναγόμενων 1 ή και 2. Με πλήρη απογοήτευση τότε, διαπιστώθηκε η ενέργεια και ο σκοπός των Εναγόμενων 1 και 2, που οδήγησε και στην αγωγή. Η Ενάγουσα παραθέτει στοιχεία σχετικά με συγκεκριμένο πελάτη, που τον Φεβρουάριο του 2024 είχε αποταθεί στην Ενάγουσα για παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών, και η Εναγόμενη 1, επικοινωνώντας με τον πελάτη αυτό, μέσω του προσωπικού της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, του εξασφάλισε ασφαλιστική κάλυψη μέσω άλλης ανταγωνιστικής εταιρείας, που κατονομάζει. Η Ενάγουσα εκθέτει τις διαπιστώσεις της πως οι Εναγόμενοι 1 και 2 επικοινωνούσαν με πελάτες της Ενάγουσας τα συμβόλαια των οποίων έληγαν και οι ανανεώσεις γίνονταν μέσω άλλης ανταγωνιστικής εταιρείας, εν αγνοία των πελατών της Ενάγουσας. Προσκομίζεται σχετική ηλεκτρονική επικοινωνία. Αναφέρεται και άλλη περίπτωση, συγκεκριμένου προσώπου, που κατονομάζεται, που ενημέρωσε την Ενάγουσα πως η Εναγόμενη 1 επικοινωνεί μαζί με πελάτες της Ενάγουσας, με σκοπό την ανανέωση των συμβολαίων τους, που γίνεται μέσω άλλης εταιρείας. Προσκομίζονται επίσης συγκεκριμένα στοιχεία. Η πεποίθηση της Ενάγουσας είναι πως οι Εναγόμενοι 1 και 2 προωθούσαν τους πελάτες της Ενάγουσας στην ανταγωνιστική εταιρεία έναντι οικονομικού οφέλους, ενεργώντας παράνομα αλλά και αντίθετα με τους όρους απασχόλησής τους στην Ενάγουσα, καταδολιεύοντάς την, και προκαλώντας της οικονομική ζημιά, που υπολογίζεται στις €30.000,00. Η Ενάγουσα επιχειρηματολόγησε πως το Δικαστήριο έπρεπε να επιληφθεί της αίτησής της κατεπειγόντως και χωρίς προηγούμενη ειδοποίησης προς τους Εναγόμενους 1 και 2, και ότι συντρέχουν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις για ενδιάμεση θεραπεία.

 

4.        Το Δικαστήριο, που επιλήφθηκε της αίτησης την 30.04.2024, έχοντας ικανοποιηθεί πως συνέτρεχε κατεπείγων λόγος και ότι η φύση της υπόθεσης δικαιολογούσε κάτι τέτοιο εξέτασε την αίτηση χωρίς ειδοποίηση προς τους Εναγόμενους 1 και 2. Έπειτα, με την επιφύλαξη τυχόν αναθεώρησης των δεδομένων κατόπιν ακρόασης των Εναγόμενων 1 και 2, έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία και ικανοποιηθεί πως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και ότι θα ήταν δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, υπό τον όρο υπογραφής σχετικής εγγύησης, εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα, τα οποία ορίστηκαν για επιστροφή την 13.05.2024.

 

 

5.        Οι Εναγόμενοι 1 και 2, εμφανιζόμενοι στη διαδικασία, υπέβαλαν ένσταση στην οριστικοποίηση και ζήτησαν την ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων. Προβάλλουν ότι η Ενάγουσα παραπλάνησε το Δικαστήριο ότι οι πελάτες με τους οποίους επικοινώνησε η Εναγόμενη 1 ήταν πελάτες της Ενάγουσας, εφόσον ήταν πελάτες της Εναγόμενης 1. Απέκρυψε, επίσης, ότι η Εναγόμενη 1 απασχολείτο στον ασφαλιστικό κλάδο εδώ και δύο δεκαετίες, και εγγράφθηκε στο Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων, Ασφαλιστικών Μεσαζόντων και Ασφαλιστικών Συμβούλων από το 2021, πολύ πριν ιδρυθεί η Ενάγουσα, αναπτύσσοντας ήδη το δικό της πελατολόγιο, που στη συνέχεια μετέφερε στην Ενάγουσα. Επίσης ότι η συμφωνία ήταν η Εναγόμενη 1 να μεταφέρει το χαρτοφυλάκιό της στην Ενάγουσα, με αντάλλαγμα να γίνει διευθύντρια και να λαμβάνει το 50% όλων των εισπράξεων, κάτι που η Ενάγουσα δεν τήρησε, και για μεγάλο χρονικό διάστημα παραπλανούσε την Εναγόμενη 1 ότι προχωρούσε η διαδικασία, έχοντας την δηλωμένη ως απλή υπάλληλο. Ψευδώς ανέφερε η Ενάγουσα ότι η Εναγόμενη 1 διορίστηκε ως διευθύντρια της Ενάγουσας και δεν αποκάλυψε πως, προκειμένου η Ενάγουσα να δικαιούται να ασκεί ασφαλιστικές υπηρεσίες, επειδή ο διευθύνων σύμβουλός της δεν κατέχει τα κατάλληλα προσόντα, παρουσίασε αναληθώς την Εναγόμενη 1 ως διευθύνουσα και ότι βασικά η Ενάγουσα δραστηριοποιείται παράνομα στον τομέα. Απέκρυψε, επίσης, πως το πελατολόγιο που η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως της ανήκει, ήταν ασφαλισμένο και στο παρελθόν με άλλες εταιρείες, μέσω της Εναγόμενης 1, ενώ με την ίδρυση της Ενάγουσας, μέρος του μεταφέρθηκε στην Ενάγουσα λόγω της μεταφοράς του χαρτοφυλακίου της Εναγόμενης 1 εκεί, ενώ μέρος του παρέμενε σε άλλες εταιρείες μέσω της Εναγόμενης 1. Η Ενάγουσα, επίσης, απέκρυψε πως η Εναγόμενη 1, ενεργώντας η ίδια ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, και με βάση τον νόμο, με τη συγκατάθεση των ιδίων των πελατών, προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες, ενώ η Ενάγουσα ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε από τους πελάτες να επεξεργάζεται η ίδια προσωπικά δεδομένα. Απέκρυψε, επίσης, το γεγονός πως η Εναγόμενη 1 δεν είχε εταιρικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και ότι ήταν με το προσωπικό της ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που επικοινωνούσε με τους πελάτες και με το προσωπικό της τηλέφωνο. Όχι μόνον το απέκρυψε, αλλά ανέφερε, ψευδώς, ότι έγινε χρήση προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αντί του εταιρικού, ως να υπήρχε, ενώ δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχε εταιρικό τηλέφωνο στο γραφείο της Ενάγουσας. Εξ ου και σε κανένα από τα στοιχεία που προσκομίζει η Ενάγουσα φαίνεται κάποιο εταιρικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η Ενάγουσα απέκρυψε επίσης πως η «ανταγωνιστική εταιρεία» στην οποία αναφέρεται ανήκει σε εταιρεία στην οποία η Εναγόμενη 1, από την 05.04.2021, είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αλλά και ότι η σύναψη των συμβολαίων ήταν και εν γνώσει της Ενάγουσας αλλά έγινε και κατόπιν δικού της αιτήματος. Τα άτομα που αναφέρει η Ενάγουσα ως πελάτες της είναι ο υιός του διευθυντή της και οι συνεργάτες του, που αποτάθηκαν στην Εναγόμενη 1 για τη σύναψη των ασφαλιστικών τους συμβολαίων με την ασφαλιστική εταιρεία της οποίας η Εναγόμενη 1 είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, με τον ίδιο τρόπο που γίνονταν πάντοτε, και εν γνώσει της Ενάγουσας, εφόσον οι δύο ασφαλιστικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονταν η Ενάγουσα δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους διότι δεν παρείχαν κάλυψη για επαγγελματικά ταξίδια, που χρειάζονταν, ή και σε κατοίκους Ελλάδος, όπως ήταν ο υιός του διευθυντή της Ενάγουσας. Οι ίδιοι οι πελάτες όχι μόνο δεν αγνοούσαν ότι ασφαλίζονταν μέσω άλλης εταιρείας, αλλά ρητά εξουσιοδοτούσαν την ασφάλισή τους μέσω άλλης εταιρείας. Μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε, η Ενάγουσα, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αυτό που βασικά έπραξε, κατά την Εναγόμενη 1, είναι η παρουσίαση αποσπασματικής μαρτυρίας, για να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις στο Δικαστήριο και ψευδή εικόνα. Σε αυτή τη μαρτυρία, δεν περιλαμβάνεται όλη η επικοινωνία και δεν φαίνεται πως είναι οι ίδιοι οι πελάτες που προσέγγισαν την Εναγόμενη 1. Εκτός από το γεγονός ότι η Ενάγουσα απέκρυψε όλα αυτά τα γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια», οι Εναγόμενοι 1 και 2 προβάλλουν ότι δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων και ότι αυτά θα είναι δίκαιο να ακυρωθούν. Η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από την Εναγόμενη 1 έγινε ως υπεύθυνη επεξεργασίας, με τη συγκατάθεση των πελατών της, και όχι ως εκτελούσα την επεξεργασία, η Ενάγουσα ουδέποτε ορίστηκε ως υπεύθυνη επεξεργασίας, ενώ δεν υφίσταται και οτιδήποτε που να συνιστά πνευματική ιδιοκτησία της Ενάγουσας. Η ύπαρξη των διαταγμάτων προκαλεί ζημιά στους Εναγόμενους, εφόσον τους στερούν τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματός τους, με κίνδυνο να βρεθούν σε δεινή οικονομική θέση. Θεωρούν, οι Εναγόμενοι, την προσπάθεια της Ενάγουσας, καταχρηστική, ότι είναι η Ενάγουσα που προσπαθεί να οικειοποιηθεί το πελατολόγιο της Εναγόμενης 1, και ότι η αίτησή της είναι χωρίς νομική και ουσιαστική θεμελίωση.

 

6.        Και η ένσταση των Εναγόμενων 1 και 2 υποστηρίζεται από τη μαρτυρία της Εναγόμενης 1, δια της οποίας, εκ μέρους αμφότερων, η μάρτυρας εκθέτει τα εξής γεγονότα: Η Εναγόμενη 1 εργάζεται στον χώρο της ασφαλιστικής βιομηχανίας εδώ και δύο δεκαετίες, έχοντας εργαστεί σε διάφορες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Την 27.06.2020, παρακάθισε επιτυχώς τις εξετάσεις για σκοπούς ασφαλιστικής κατάρτισης, και την 28.07.2020, εκδόθηκε το σχετικό πιστοποιητικό. Μετά από αυτό το γεγονός, την 21.12.2020 ήταν που προσλήφθηκε στην VLCS Ltd, με τους όρους που αναφέρει, ενώ κατά τον ελεύθερο της χρόνο, θα μπορούσε να παρέχει ασφαλιστικά προϊόντα ως ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, εξ ου και την 05.04.2021 εγγράφθηκε στο μητρώο και συνήψε συμβάσεις διανομής με άλλες δύο εταιρείες. Η απασχόλησή της στην VLCS Ltd δεν είχε σχέση με τις δραστηριότητές της, που ήταν γνωστές, εφόσον η εταιρεία εκείνη δεν δραστηριοποιούνταν στον τομέα των ασφαλίσεων. Όταν είδε ο διευθυντής της ότι είχε διαμορφώσει πελατολόγιο, της πρότεινε να ιδρύσουν μια νέα εταιρεία, με αυτό το αντικείμενο, της οποίας θα ήταν διευθύντρια, και θα είχε το 50% όλων των εισπράξεων. Τον Οκτώβριο του 2022, ιδρύθηκε η Ενάγουσα, αλλά με μόνο διευθυντή και μέτοχο τον επί του παρόντος διευθυντή της, ενώ η Εναγόμενη 1 είχε ξεκινήσει να μεταφέρει το χαρτοφυλάκιό της, βασιζόμενη στην υπόσχεση πως θα διορίζονταν ως διευθύντρια. Δόθηκαν στην Εναγόμενη 1 να υπογράψει έγγραφα, επιτεύχθηκε και η εγγραφή της Ενάγουσας στο σχετικό μητρώο, και εν τέλει, ουδέποτε συνέβη ό,τι συμφωνήθηκε, αλλά η Ενάγουσα είχε την Εναγόμενη 1 ως απλή υπάλληλο, και δη μέχρι τον Αύγουστο του 2023, στην προηγούμενη εταιρεία, και χωρίς κάποια συμφωνία απασχόλησης γραπτή. Διαπιστώνοντας, μέσα από αυτή τη διαδικασία, η Εναγόμενη 1, τι ακριβώς έπραξε η Ενάγουσα, προέβη σε σχετικές καταγγελίες της Ενάγουσας, στις αρμόδιες αρχές, εφόσον η Ενάγουσα δεν εξαπάτησε μόνον την Εναγόμενη 1, προσπαθώντας να οικειοποιηθεί το πελατολόγιό της και καθιστώντας την ανήμπορη να το προστατεύσει, αλλά περιήλθε, όπως ενήργησε, σε καθεστώς παρανομίας. Η Εναγόμενη 1 επαναλαμβάνει όλα τα γεγονότα που θεμελιώνουν τους λόγους ένστασης των Εναγόμενων 1 και 2, με λεπτομέρεια, προσκομίζοντας σχετικά στοιχεία, και επιχειρηματολογώντας υπέρ της ακύρωσης των προσωρινών διαταγμάτων.

 

7.        Την 10.06.2024, η πλευρά της Ενάγουσας καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από τον διευθυντή της Ενάγουσας, με την οποία ο μάρτυρας καταλογίζει στην Εναγόμενη 1 απόκρυψη, γιατί, όπως λέει, δεν αναφέρει πως συνεργάστηκε και με άλλη ασφαλιστική εταιρεία, με την οποία συνεργάζονταν και ο ίδιος, συστήνοντας πελάτες, λόγω της ενασχόλησής του με τη βιομηχανία των οχημάτων. Ήταν τότε που γνωρίστηκε με την Εναγόμενη 1, που χειρίζονταν τα ασφαλιστικά του συμβόλαια. Η Εναγόμενη 1 γνώριζε πως η VLCS Ltd λάμβανε πληρωμή λόγω συστάσεων. Λόγω εκείνης της γνωριμίας και συνεργασίας ήταν που πρότεινε στην Εναγόμενη 1 να συνεργαστούν, διευκρινίζοντάς της ότι θα πρέπει να περάσει τις απαιτούμενες εξετάσεις. Θεωρεί ανυπόστατους και παράλογους τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης 1 ότι θα συμφωνούσαν να ιδρύσουν εταιρεία αλλά η Εναγόμενη 1 να συνεχίσει να εργάζεται και μόνη της. Παρόλα αυτά λέει πως ουδέποτε υποσχέθηκε στην Εναγόμενη 1 να της δίδει 50% εισπράξεις, εξ ου και η Εναγόμενη 1 δεν είχε μετοχές στην νέα εταιρεία. Θα ήταν μόνο διευθύνουσα, όχι διευθύντρια. Το πελατολόγιο ήταν, όπως λέει, δικό του, λόγω των δραστηριοτήτων του σε άλλες εταιρείες, που αρχικά σύστηνε σε άλλη εταιρεία, μέχρι να ιδρυθεί η δική του. Δεν υφίστατο πελατολόγιο της Εναγόμενης 1 που μετέφερε. Η Ενάγουσα είχε και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τηλέφωνο. Τα απαγορευτικά διατάγματα, όπως αναφέρει, δεν απαγορεύουν στην Ενάγουσα να εργαστεί, αλλά να χρησιμοποιεί δεδομένα που ήταν στα αρχεία της Ενάγουσας και αναφορικά με τα οποία η Ενάγουσα είχε την ευθύνη. Το γεγονός ότι ένας εκ των πελατών ήταν ο υιός του, τον παρακίνησε να θορυβηθεί.  

 

8.        Την 10.06.2024, η πλευρά της Ενάγουσας καταχώρισε και πρόσθετη ένορκη δήλωση, από τρίτο πρόσωπο, δια διερμηνέως, που αναφέρει πως, μετά την αγορά του αυτοκινήτου του, πληροφορήθηκε από τον διευθυντή της Ενάγουσας πως είναι ιδιοκτήτης εταιρείας δια της οποίας παρέχει ασφαλιστικές υπηρεσίες, μετέβη στο γραφείο της Ενάγουσας, όπου εκεί συστήθηκε με την Εναγόμενη 1, που τον εξυπηρέτησε μέσω άλλης εταιρείας. Το ίδιο έπραξε η Εναγόμενη 1 και σε επόμενη ασφαλιστική κάλυψη που χρειάστηκε, για δύο οικίες. Όταν επισκέφθηκε τον διευθυντή της Ενάγουσας προ ημερών, για άλλους λόγους, και ανέφερε πως τον Σεπτέμβριο 2024 εκπνέει η ασφαλιστική κάλυψη των οικιών, διαπίστωσε πως η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ασφαλίστηκαν δεν συνεργάζεται με την Ενάγουσα. Πρόθεσή του, όπως λέει, ήταν η Ενάγουσα να του παρέχει ασφαλιστικές υπηρεσίες μέσω των συνεργαζόμενών της ασφαλιστικών εταιρειών, εκθέτοντας την άποψη πως η Εναγόμενη 1 ενεργούσε εις βάρος των συμφερόντων της Ενάγουσας.

 

9.        Το σύνολο της αίτησης και της ένστασης και της μαρτυρίας που υποστηρίζει την κάθε μία είναι σε γνώση του Δικαστηρίου, στην πλήρη μορφή στην οποία καταχωρίστηκαν, ακόμα κι αν εδώ δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

10.    Εξ αρχής να λεχθεί πως, ενώ δόθηκαν οδηγίες για συμπληρωματική ένορκη δήλωση που τυχόν χρειάζεται, ευνόητα, για αναγκαίες διευκρινίσεις, η πλευρά της Ενάγουσας καταχράστηκε αυτή τη δυνατότητα, επιχειρώντας να προσκομίσει πρόσθετη μαρτυρία, που θα μπορούσε να θέσει και εξ αρχής ενώπιον του Δικαστηρίου ή και για επαναλάβει, προς έμφαση, τη δική της εκδοχή. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, το Δικαστήριο εξετάζει εάν πρέπει να οριστικοποιήσει ή να ακυρώσει τα προσωρινά διατάγματα στη βάση των δεδομένων που εξ αρχής είχε ενώπιον του, ως αναθεωρούνται υπό το φως και της μαρτυρίας των Εναγόμενων 1 και 2.

 

11.    Συναφώς αναφέρεται πως, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής δικαιοδοσίας του, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα. Όπως προκύπτει από το άρθρο 9 § 1 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, όταν ένα διάταγμα εκδίδεται μονομερώς, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να ακούγονται για να αποδοθεί κάποια θεραπεία[1], θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι πρόκειται για επείγουσα ή άλλη ιδιαίτερη περίσταση· ειδάλλως, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, και εάν διαφανεί εκ των υστέρων, μετά πλέον και την ακρόαση των επηρεαζόμενων προσώπων, ότι τα δεδομένα που στήριξαν τέτοια επείγουσα ή ιδιαίτερη περίσταση δεν ήταν ορθά, οφείλει να το ακυρώσει[2]. Κατεπείγον θεωρείται το ζήτημα που περιέρχεται σε γνώση του αιτούντος την ενδιάμεση θεραπεία σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικό του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί[3]. Ο χρόνος δεν έχει μία συγκεκριμένη ημερολογιακή προσέγγιση, αλλά εκτιμάται σε συνάρτηση με το είδος της ενδιάμεσης θεραπείας που ζητείται, το πολύπλοκο της υπόθεσης, την όλη διαφορά, και άλλους παράγοντες[4]. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να υπάρχει ο χρόνος να επιδοθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά, για να ακουστεί, αλλά οι περιστάσεις να είναι «ιδιαίτερες», ώστε να καθιστούν λογικά ασυμβίβαστη την προηγούμενη ειδοποίηση της άλλης πλευράς[5]. Έπειτα, όταν ένας διάδικος κινείται μονομερώς για να εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα, οφείλει – και συνιστά υποχρέωσή του προς το Δικαστήριο ύψιστης πίστης – να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα, είτε ευνοούν είτε όχι την υπόθεσή του, στον βαθμό που είναι δυνατόν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εάν θα δώσει την θεραπεία που ζητά[6]. Και η παράβαση του καθήκοντος αυτού επιδρά δικαιοδοτικά.

 

12.    Το Δικαστήριο εξέδωσε τα προσωρινά διατάγματα βάσει της αρχικής μαρτυρίας του διευθυντή της Ενάγουσας ότι εργοδότησε και δαπάνησε χρήματα για να εκπαιδεύσει την Εναγόμενη 1 να της δώσει ασφαλιστική κατάρτιση, για να ιδρυθεί νέα εταιρεία, στην οποία η Εναγόμενη 1 να έχει ρόλο διευθύνουσας, δίδοντας την εντύπωση πως η Ενάγουσα είχε ήδη πελατολογίο ασφαλιστικών υπηρεσιών και ότι η Εναγόμενη 1 δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον χώρο, τον γνώρισε μέσω της απασχόλησής της στην Ενάγουσα, και αποφάσισε να αυτονομηθεί, οικειοποιούμενη τις βάσεις δεδομένων της Ενάγουσας και ζητώντας να μείνει περισσότερο για να αποσπάσει δεδομένα, σε συνεργασία με τον υιό της. Μετά την ακρόαση των Εναγόμενων, χωρίς να αξιολογείται η εκατέρωθεν μαρτυρία, η εικόνα άλλαξε άρδην, εφόσον, μεταξύ άλλων, αποκαλύφθηκε πως η Εναγόμενη 1 απασχολούνταν για πολλά χρόνια στον τομέα, ασχέτως εάν δεν είχε και την απαιτούμενη κατάρτιση για να εγγραφεί στο μητρώο, και ότι η Ενάγουσα, νέα εταιρεία, ουδέποτε είχε τέτοιο «πελατολόγιο», όπως είχε η εταιρεία στην οποία εργάζονταν η Εναγόμενη 1. Ήταν με χρήση της εμπειρίας και της εκπαίδευσης της Εναγόμενης 1 που μπήκε στον ασφαλιστικό κλάδο η Ενάγουσα, και με πελατολόγιο που σύστηνε ο διευθυντής της Ενάγουσας σε άλλη εταιρεία ασφαλιστικών υπηρεσιών που αρχικά εργάζονταν και η Εναγόμενη 1 (και ήταν πελατολόγιο εκείνης της ασφαλιστικής εταιρείας). Δεν είχε δικό της ασφαλιστικό πελατολόγιο. Οι συστάσεις και γνωριμίες αμφότερων, που ήταν ασφαλιστικό πελατολόγιο άλλης εταιρείας ή άλλων εταιρειών, μεταφέρθηκαν στην νεοϊδρυθείσα Ενάγουσα ως ασφαλιστικό πελατολόγιο της Ενάγουσας, υπό τη διεύθυνση της Εναγόμενης 1, που ήταν και η υπεύθυνη επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών αυτών, τα στοιχεία των οποίων γνώριζε ήδη. Τι είναι αλήθεια και τι ψέματα σε σχέση με τους όρους απασχόλησης της Εναγόμενης 1, η οποία πρώτα είχε αποκτήσει προσόντα και μετά εργοδοτήθηκε στην VLCS Ltd, τι λογικό και παράλογο (π.χ. για ποιο λόγο η Εναγόμενη 1 να φύγει από μια εταιρεία ασφαλιστικών υπηρεσιών και να καταστεί υπάλληλος ή «διεύθυνουσα» σε άλλην, που όμως να βασίζεται αποκλειστικά στη δική της κατάρτιση, με τι πρόσθετο όφελος), δεν είναι επί του παρόντος. Όπως ούτε εάν η Ενάγουσα, χωρίς την παρουσία της Εναγόμενης 1, θα μπορούσε οποτεδήποτε ή και τώρα ακόμα να μιλά για δικό της ασφαλιστικό πελατολόγιο. Η εικόνα πως η Εναγόμενη 1 και ο υιός της Εναγόμενης 2 εισχώρησαν και με δόλο απέσπασαν στοιχεία από την Ενάγουσα για να την βλάψουν, βάσει της οποίας ενήργησε το Δικαστήριο, αποδομήθηκε, με την πλήρη αποκάλυψη του τρόπου που άρχισαν και εξελίχθηκαν τα πράγματα, όσον αφορά τη συνεργασία της Εναγόμενης 1 με τον διευθυντή της Ενάγουσας, που ο ίδιος ουδεμία σχέση έχει με τις ασφαλιστικές υπηρεσίες. Η απόκλιση της αρχικής εικόνας με αυτήν που υπάρχει επί του παρόντος είναι τέτοια, σε σημεία ουσιώδη, που, εάν το Δικαστήριο είχε εξ αρχής ενώπιον του την πλήρη εικόνα, δεν θα εξέδιδε τα διατάγματα. Επιβάλλεται τώρα η ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων που είχαν αρχικά εκδοθεί, χωρίς περαιτέρω εξέταση.

 

13.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, τα προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 30.04.2024 ακυρώνονται στο σύνολό τους.

 

14.    Με βάση το αποτέλεσμα, τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2 και εναντίον της Ενάγουσας. Λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα εξόδων, τη φύση της υπόθεσης και της αίτησης και τα διαδικαστικά διαβήματα, περιλαμβανομένης της πλήρους ακρόασης, τα έξοδα καθορίζονται στο ποσό των €1.737,00, πλέον Φ.Π.Α. επί του ποσού των €1.719,00.

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Vuitton ν. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453.

[2] Odysseos ν. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 CLR 557, Staνros Hotels Aprts Ltd (Αρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 836· Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ 947· In Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 861· Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1377· Αμβροσιάδου ν. Martin Coward, Έφεση 3/2011, ημερομηνίας 15.1.2013· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[3] Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203.

[4] Seamark Consultancy Services Limited v. Lasala (2007) 1 ΑΑΔ 162.

[5] Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203· Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου, Πολιτική Έφεση 52/2010, ημερομηνίας 19.03.2014.

[6] Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1 ΑΑΔ 1168.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο