ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. Συμεού, Ε.Δ.                                               Αρ. Αγωγής: 2365/15

 

Μεταξύ:

                           ΑΝΤΡΗ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ Α.Δ.Τ [ ], από την Πάφο

 Ενάγουσα

Και

1.TRUST INTENATIONAL INSURANCE COMPANY (CYPRUS) LIMITED, H.E 42182

2. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ

Εναγόμενοι

Ημερομηνία: 05/07/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. K. Σιαηλής για Σιαηλής & Σιαηλής Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενους 1 και 2: Γ. Κωνσταντίνου γία Κωνσταντίνος Μ. Χατζηπιέρας & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δικογραφημένοι ισχυρισμοί

Αφορμή για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής αποτέλεσε το τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη την 04.09.14 στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 94 στην Πάφο, από τώρα και στο εξής «ο δρόμος», μεταξύ του οχήματος που οδηγείτο από την Ενάγουσα, από τώρα και στο εξής «την Ενάγουσα ή την ΜΕ1» και του οχήματος το οποίο οδηγείτο από τον Εναγόμενο 2. Σημειώνεται ότι στην παρούσα υπόθεση η Εναγόμενη 1 ενάγεται υπό την ιδιότητα της ως ασφαλιστική εταιρεία, η οποία κατά το τον ουσιώδη χρόνο κάλυπτε την αστική ευθύνη του Εναγόμενου 2 δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου.

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο ενώ οδηγούσε το όχημα της στον πιο πάνω δρόμο, ο Εναγόμενος 2 ξαφνικά συγκρούστηκε με το πισινό μέρος του οχήματος της ενώ αυτή βρισκόταν κατά την στιγμή εκείνη έξω από τον χώρο της εργασίας και επιθυμούσε να στρίψει αριστερά με σκοπό να εισέλθει εντός του χώρου στάθμευσης. Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας, ο Εναγόμενος οδηγούσε χωρίς την δέουσα επιμέλεια και προσοχή γι’ αυτό και προκάλεσε εξαιτίας της αποκλειστικής δικής του υπαιτιότητας το εν λόγω δυστύχημα. Συνεπεία του τροχαίου δυστυχήματος ήταν η πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών στην Ενάγουσα η οποία αξιώνει πέραν των γενικών αποζημιώσεων και ειδικές αποζημιώσεις τις οποίες και εξειδικεύει.

Οι Εναγόμενοι 1 και 2 με την Υπεράσπιση που καταχώρησαν πέραν της παραδοχής τους  ότι τα δύο ενεχόμενα οχήματα συγκρούστηκαν, αρνούνται τις λεπτομέρειες της αμέλειας που τους καταλογίζει η Ενάγουσα και ισχυρίζονται ότι υπήρξε αμέλεια και ή συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους και της ιδίας. Περαιτέρω αρνούνται τόσο τις λεπτομέρειες των σωματικών βλαβών και πιο συγκεκριμένα ότι εξαιτίας του δυστυχήματος η Ενάγουσα έχει υποστεί μυελοπάθεια, όσο και τις λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών. Ειδικότερα σε ότι αφορά τον ισχυρισμό περί μυελοπάθειας, οι Εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίζονται ότι τα όποια προβλήματα παρουσίασε η Ενάγουσα μετά από το επίδικο δυστύχημα δεν είναι εξαιτίας του, αλλά προϋπήρχαν και ή οφείλονται σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις χρονιότητας και επομένως αποδέχονται μόνο ότι η Ενάγουσα υπέστη τραυματισμούς μαλακών μορίων και ή διάστρεμμα αυχένος. Αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις οι Εναγόμενοι 1 και 2 υποστηρίζουν ότι οι δαπάνες και τα τιμολόγια που αξιώνει η Ενάγουσα σε καμία απολύτως περίπτωση δεν δικαιολογούνται από τα τραύματα που τυχόν υπέστη, ενώ διαζευκτικά με τα ανωτέρω ισχυρίζονται και ότι η Ενάγουσα δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, γεγονός που συνέτεινε στον τραυματισμό της. Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι «πιθανόν να χρειαστεί να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική επέμβαση», είναι απαράδεκτος γιατί δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι υποβλήθηκε ήδη σε χειρουργική επέμβαση, και θα πρέπει να απορριφθεί.

Από την άλλη η Ενάγουσα με το δικόγραφο της Απάντησης στην Υπεράσπιση απορρίπτει το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ισχυρισμούς που έχει θέσει με την Έκθεση Απαίτησης.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι την 27/10/16 με αίτηση που υποβλήθηκε από τους συνηγόρους που εκπροσωπούσαν τότε την Ενάγουσα ζητήθηκε άδεια από το Δικαστήριο ούτως ώστε να τροποποιηθεί η έκθεση απαίτησης που είχε ήδη καταχωρηθεί την 04/07/26, δια της προσθήκης της φράσης στην παράγραφο 7 «ως εκ τούτου την 30/07/15 η Ενάγουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση». Η αίτηση εγκρίθηκε χωρίς μάλιστα την ύπαρξη ένσταση εκ μέρους της πλευράς των Εναγόμενων και έτσι επακολούθησε η τροποποίηση όλων των συναφών δικογράφων.

Ακροαματική διαδικασία

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν δύο μάρτυρες για την υπόθεση της Ενάγουσας ενώ εκ μέρους της Υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2  επίσης κλήθηκαν ακόμη δύο μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα για την πλευρά της Ενάγουσας κατέθεσε η ίδια η Ενάγουσα (ΜΕ1)  καθώς και ο  Δρ. Σάββας Λυκούδης (ΜΕ2) ενώ για τους Εναγόμενους 1 και 2 ο Δρ. Χριστόφορος Σολωμονίδης (ΜΥ1) και ο Δρ. Κωνσταντίνος Μαντά (ΜΥ2).  

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι εκ μέρους της Υπεράσπισης των Εναγόμενων δεν ήταν παραδεκτή ούτε η ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος αλλού ιδιαίτερα ούτε και το ότι η έκταση των τραυματισμών που υποστήριξε η πλευρά της Ενάγουσας ότι είχε υποστεί η ΜΕ1 ήταν αποτέλεσμα  του τροχαίου δυστυχήματος στο οποίο και ενεπλάκη. Συνακόλουθα το Δικαστήριο εν προκειμένω αυτό που ουσιαστικά έχει κληθεί να αποφασίσει μέσα από τις θέσεις που προβλήθηκαν κατά την δίκη, είναι το κατά πόσο το συγκεκριμένο τροχαίο δυστύχημα ήταν ικανό να προκαλέσει τις σωματικές βλάβες τις οποίες η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί με αποτέλεσμα να διεκδικεί τόσο τις γενικές όσο και τις ειδικές αποζημιώσεις που αξιώνει με την έκθεση απαίτησης που καταχώρησε. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αναφορικά με την διεκδίκηση των ειδικών αποζημιώσεων, έντονος λόγος έγινε σε ότι αφορά τα έξοδα που η Ενάγουσα αξιώνει αναφορικά με τις υπηρεσίες της οικιακής βοηθού την είχε προσλάβει για να την βοηθά με τις δουλειές του σπιτιού της καθ’ όλη την διάρκεια που η ίδια ήταν ανήμπορη εξαιτίας του εν λόγω δυστυχήματος να πράξει.

Συνεπώς και τα πιο πάνω κρίσιμα ζητήματα θα πρέπει να αποφασιστούν από το Δικαστήριο εξαιρουμένου βεβαίως των όποιων παραδεκτών γεγονότων τα οποία δηλώθηκαν και συνακόλουθα αποτελούν και ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα οι δύο πλευρές δήλωσαν ως παραδεκτό γεγονός ότι το περιεχόμενου Τεκμηρίου 14 το οποίο αποτελεί την απόδειξη του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, καταβλήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας το ποσό ύψους των 62,00 Ευρώ σχετικά με την ιατρική έκθεση που αφορά τους τραυματισμούς της, καθώς και ότι καταβλήθηκε εκ μέρους της το ποσό ύψους 300 ευρώ το οποίο καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 16 σε σχέση με την μαγνητική τομογραφία στην οποία υποβλήθηκε. Παραδεκτό γεγονός επίσης αποτελεί και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 34 με βάση το οποίο ο γιατρός που εξέτασε την Ενάγουσα εκ μέρους των Εναγόμενων την 16/04/14, δηλαδή ο Δρ. Ηλίας Γεωργίου, στο παρών στάδιο αδυνατεί να περπατήσει ενόψει των προβλημάτων υγείας τα οποία αντιμετωπίζει, ως αυτά περιγράφονται επί του εν λόγω εγγράφου και ότι επίσης επί του παρόντος βρίσκεται σε στάδιο αποκατάστασης με άγνωστη ημερομηνία ολοκλήρωσης της. Σημειώνεται δε ότι κατά την διάρκεια της δίκης κατατέθηκαν συνολικά 35 στον αριθμό Τεκμήρια, εκ των οποίων πολλά από αυτά αποτελούν ιατρικά πιστοποιητικά και γνωματεύσεις ιατρών.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στις τελικές τους αγορεύσεις προβάλλουν την επιχειρηματολογία τους προς υποστήριξη των θέσεων τους. Τόσο οι αγορεύσεις όσο και η Νομολογία η οποία καταγράφεται σε αυτές έχουν μελετηθεί από το Δικαστήριο και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και αναφορά θα γίνει όπου και όποτε κριθεί από το Δικαστήριο απαραίτητο

Μαρτυρία - Αξιολόγηση

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Θα προχωρήσω στην συνέχεια στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, την ευκαιρία που είχαν οι μάρτυρες να παρακολουθήσουν τα επίδικα γεγονότα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεών τους [Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1Α Α.Α.Δ. 447 και Ζαμττάς ν. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 820].

Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγάμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Πιο κάτω γίνεται ξεχωριστή αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα. Η αξιολόγηση αυτή ωστόσο δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων [Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa ν. Κακουρή κ.α (2002) 1Α Α.Α.Δ. 165].

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35].

Μαρτυρία ΜΕ1

Ξεκινώ επομένως με την παράθεση της μαρτυρίας της ΜΕ1 η οποία είναι η Ενάγουσα. Το περιεχόμενο της μαρτυρίας της  ΜΕ1 είναι ιδιαίτερα σημαντικό αφής στιγμής αυτό επικεντρώνεται τόσο στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος όσο και στους τραυματισμούς αλλά και την ταλαιπωρία την οποία κατ’ ισχυρισμό της πάντοτε υπέστη συνεπεία του τροχαίου δυστυχήματος.  Η ΜΕ1 κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, την γραπτή της δήλωση (Έγγραφο Α). Τόσο στην γραπτή της δήλωση όσο και κατά την δια ζώσης μαρτυρία της υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο κατ’ ισχυρισμό της είχε προκληθεί το δυστύχημα, καθώς και ότι προ της πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν απολύτως υγιείς, δραστήρια και έχαιρε γενικά άκρας υγείας. Ειδικότερα η ΜΕ1 ανέφερε ότι την 04/09/14 καθώς οδηγούσε το όχημα της στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 94 στην Πάφο για να μεταβεί στην εργασία της και ενώ ουσιαστικά βρισκόταν σταματημένη έξω από δουλειά της έχοντας σε λειτουργία τον δείκτη του οχήματος της δεικνύοντας έτσι ότι ήθελε να στρίψει προς τα αριστερά για να εισέλθει σε χώρο στάθμευσης ξαφνικά ένιωσε στο πίσω μέρος του οχήματος της ένα δυνατό κτύπημα με αποτέλεσμα η ίδια να μην μπορεί να μετακινηθεί από την θέση της καθότι ένιωθε δυνατό πόνο στην περιοχή του αυχένα. Η Ενάγουσα υποστήριξε περαιτέρω ότι κατά τον εν λόγω χρόνο έφερε και ζώνη ασφαλείας ενώ από την σύγκρουση δεν μπορούσε να κατέβει από το αυτοκίνητο της λόγω των πόνων που ένιωθε.  Η βεβαίωση από την εργασία της που αφορά το μηνιαίο εισόδημα που λάμβανε ύψους 800 ευρώ , ημερ. 28/04/14 αποτελεί το Τεκμήριο 1. Αμέσως μετά τον τραυματισμό της η Ενάγουσα ανέφερε ότι μετέβηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου και τις παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες ενώ της διενεργήθηκε απεικονιστικός αλλά και εργαστηριακός έλεγχος και της χορηγήθηκε και σχετική φαρμακευτική αγωγή (Τεκμήριο 2). Επίσης ότι της τοποθετήθηκε και κολάρο. Την ίδια ημέρα σύμφωνα με την ΜΕ1 έλαβε εξιτήριο με οδηγίες να παρακολουθείται η πορεία της υγείας της.

Ακολούθως η ΜΕ1 υπέδειξε ότι επειδή συνέχιζε να μην αισθάνεται καλά, δηλαδή να νιώθει αφόρητους πόνους, την 12/09/24 επισκέφθηκε τα εξωτερικά ιατρεία του Γ.Ν Πάφου και εφόσον εξετάστηκε από τον Δρ. Γ. Μεταξά διαγνώστηκε ότι πάσχει από αυχενική μυελοπάθεια. Προς υποστήριξη μάλιστα του πιο πάνω ισχυρισμού της κατέθεσε το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Γ Μεταξά (Τεκμήριο 3) ημερ. 06/05/15 στο οποίο και της έγινε σύσταση να διενεργηθεί μαγνητική τομογραφία και επανεξέταση. Ακολούθως σύμφωνα με την ΜΕ1, υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες (Τεκμήριο 4) στο ιδιωτικό Νοσοκομείο Ευαγγελισμός με σκοπό να εξεταστεί από χειρούργο ορθοπεδικό με βάση της υποδείξεις της Εναγομένης 1. Αφού εξετάστηκε λοιπόν περί την 20/11/14 από τον Δρ. Σάββα Λυκούδη στον οποίο και την είχε παραπέμψει η ασφαλιστική εταιρεία του Εναγόμενου 2, ο ΜΕ2 διέγνωσε ότι η ΜΕ1 είχε έντονη αυχεναλγία με αποτέλεσμα να καταλήξει μετά από την κλινική εξέταση στην οποία προέβηκε ότι έπασχε από αυχενική μυελοπάθεια, μειωμένη και επώδυνη κινητικότητα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, κεφαλαλγίες με πόνο ιδιαίτερα στην ινιακή χώρα του κρανίου, εμβοές, ζάλη, αδυναμία συγκράτησης αντικειμένων ιδιαίτερα στο δεξιό άκρο. Σημειώνεται ότι η ΜΕ1 κατά την κυρίως της ανέφερε ότι αδυνατούσε να πιάνει αντικείμενα με το δεξί της χέρι καθώς και ότι ούτε και τα πιάτα δεν μπορούσε να πλύνει πλέον. Ειδικότερα ανέφερε ότι της έπεφταν τα ποτήρια, δεν μπορούσε να σιδερώσει και γενικά να κάνει οποιαδήποτε οικιακή δουλειά. Στο δε ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 23.03.15 του Δρ. Σάββα Λυκούδη (Τεκμήριο 5) με βάση τα συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται αναφέρεται ότι στην περίπτωση που το πρόβλημα της ΜΕ1 δεν αντιμετωπιστεί άμεσα – χειρουργικά- πιθανόν να επιφέρει μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία της.

Στην συνέχεια η ΜΕ1 αναφέρει στην γραπτή της δήλωση, ότι ένεκα των συστάσεων που είχε λάβει τόσο εκ μέρους του Δρ. Μεταξά όσο και του Δρ. Σ. Λυκούδη, υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία στην οποία ο Δρ. Παγωνίδης ιατρός – ακτινοδιαγνώστης κατέληξε με βάση τα ευρήματα του στα συμπεράσματα (Τεκμήρια 6 και 7) ότι υπήρχε απώλεια της φυσιολογικής λόρδωσης και ευθειασμό των πέντε πρώτων σπονδυλικών σωμάτων ΑΜΣΣ, παρουσία ευμεγέθους οξείας κεντρικοπλάγιας ΑΡ κήλης του μεσοσπονδύλιου δίσκου Α5- Α6  η οποία δημιουργεί εντύπωμα επί της ΑΡ προσθιοπλάγιας παρυγής του νωτιαίου σάκου ενώ προβάλει και στο ΑΡ πλάγιο κόλπωμα και τρήμα δημιουργώντας στενωτικά φαινόμενα, οπίσθια κήλη ευρείας βάσεως με ρήξη του ινώδους δακτυλίου του μεσοσπονδύλιου δίσκου Α4 – Α5 με ήπια επιπέδωση του νωτιαίου σάκου χωρίς πιεστικά φαινόμενα επί των εξερχομένων νωτιαίων ριζών. Επίσης διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν δισκογενείς τύπου εκφυλιστικές αλλοιώσεις Modic 1 εκατέρωθεν των επιφυσικακών πλακών στο επίπεδο Α4 – Α5 στην πρόσθια μοίρα των επιφυσιακών πλακών.

Σημειώνεται ότι με βάση το Τεκμήριο 6, ο Δρ. Παγωνίδης αναφέρει ότι ο νωτιαίος μυελός αποδίδει φυσιολογική ένσταση σήματος χωρίς να τεκμηριώνεται στην εν λόγω εξέταση ευρήματα μυελοπάθειας.  Σε δεύτερη δε μαγνητική τομογραφία στην οποία και υποβλήθηκε η ΜΕ1 την 23/07/15, ως και η ίδια αναφέρει στην γραπτή της δήλωση, και πάλι ο Δρ. Παγωνίδης με αναφορά στο Τεκμήριο 7 υποδεικνύει ότι με βάση την μαγνητική τομογραφία στην οποία διενήργησε στην ΜΕ1 διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αναστροφή της αυχενικής λόρδωσης με ελάχιστη πρόσθια κάμψη προς το ύψος του μεσοσπονδύλιου διαστήματος Α4 – Α5. Στα πιο πάνω διαστήματα, δηλαδή στα Α4 – Α5  διαπιστώθηκε μάλιστα ότι υπήρχε ευρείας βάσης οπίσθια κήλη του δίσκου η οποία ασαφοποιεί τον πρόσθιο περιφερικό υπαραχνοηδεί χώρο, χωρίς να πιέζει εμφανώς τον νωτιαίο μυελό και περιορίζει την ελεύθερη προσθιοπίσθια διάμετρο του κεντρικού σπονδυλικού σωλήνα στα 9,5 χιλ. σε οστικού μυελού υπό των εκατέρωθεν επιφισιακών πλακών. Το εν λόγω εύρημα σύμφωνα με τον Δρ. Παγωνίδη προϋπήρχε. Αναφορικά με τα Α5 Α6 διαπιστώθηκε παρακεντρική μετρίου μεγέθους κήλη του δίσκου με εντύπωμα στην ΑΡ προσθιοπλάγια παρυφή του νωτιαίου σάκου και οριακά του νωτιαίου μυελού, χωρίς παθολογικό σήμα του τελευταίου, ενδεικτικού μυελοπάθειας. Η προσθιοπίσθια διάμετρος του σπονδυλικού σωλήνα στο μέσο οβελιαίο επίπεδο ελέγχεται στα 8,4 χιλ. ενώ η κήλη προβάλει στο έσω στόμιο του ΑΡ πλαγίου τρήματος με μικρού βαθμού στένωση αυτού. Εν σχέση με τα Α6 -Α7 ο δίσκος ήταν αφυδατωμένος.

Περαιτέρω η ΜΕ1 ανέφερε ότι με την πάροδο του χρόνου ο πόνος στον αυχένα της αυξανόταν καθώς και η δυσκολία στην κινητικότητα της και έτσι επισκέφθηκε εκ νέου τον ΜΕ2 ο οποίος και της συνέστησε ότι θα πρέπει να χειρουργηθεί ούτως ώστε να γίνει η αντικατάσταση του Α4 – Α5 μεσοσπονδύλιου δίσκου με τεχνητό και αντικατάσταση του Α5 – Α6 μεσοσπονδύλιου δίσκου με κλωβό ενώ το κόστος της χειρουργικής επέμβασης κοστολογήθηκε στις 17,000 (Τεκμήριο 8). Η ΜΕ 2 επίσης στην γραπτή της δήλωση ανέφερε ότι επισκέφθηκε και τον Δρ. Θ. Πετρίδη Χειρούργο Ορθοπεδικό την 23/06/15 με σκοπό να λάβει και μια δεύτερη γνώμη πριν αποφασίσει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην οποία εξέταση με βάση την ιατρική έκθεση που εξέδωσε ο εν λόγω ιατρός (Τεκμήριο 9) κατά την κλινική της εξέταση διαπιστώθηκε ότι είχε αυξημένα αντανακλαστικά των κάτω άκρων, μειωμένη ισορροπία, μυϊκοί ισχύ των άνω άκρων σχεδόν φυσιολογική με ήπια αδυναμία καθολικά στο αριστερό, μειωμένα τεντόνια αντανακλαστικά άνω άκρων. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Πετρίδη η ΜΕ1 έφερε δύο κήλες μεσοσπονδύλιων δίσκων με πίεση επί των νευρικών ριζών και του νωτιαίου μυελού με κλινικά στοιχεία μυελοπάθειας με αποτέλεσμα να χρήζει χειρουργικής επέμβασης. Σε ότι αφορά το MRI που του είχε προσκομισθεί από την ΜΕ1, διαπίστωσε ότι σε αυτό εμφαίνονται κήλες μεσοσπονδυλίων δίσκων στα επίπεδα Α4 -Α5 και Α5 -Α6 οι οποίες είναι ευμεγέθης, ενώ σε ότι αφορά την κήλη στο Α4 – Α5 είναι ευρείας βάσεως με επιδείνωση του νωτιαίου σάκου.

Η ΜΕ1 αναφέρει ότι με βάση τις πιο πάνω συστάσεις που έλαβε και ενόψει και των πόνων που αντιμετώπιζε, την 30/07/14 αναγκάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση από τον ΜΕ2 στην οποία διενεργήθηκε σωματεκτομή του πέμπτου αυχενικού σπονδύλου και στην τοποθέτηση μεταλλικού κλωβού και πλάκας (Τεκμήριο 10). Η ΜΕ1 αναφέρει επίσης ότι μετά από την πιο πάνω χειρουργική επέμβαση που υπέστη, υπεβλήθηκε σε χρόνιές φυσικοθεραπείες ενώ κατά την περίοδο που παρέμεινε εκτός εργασίες εξαιτίας του δυστυχήματος υπέστηκε απώλειες απολαβών (Τεκμήρια 11- 13). Τα δε ημερομίσθια τα οποία  απώλεσε σύμφωνα με την ΜΕ1 ανέρχονται στο ποσό των 11,493,33 ευρώ.

Αναφορικά με τις ειδικές ζημιές τις οποίες αξιώνει η ΜΕ1 στην γραπτή της δήλωση η ίδια λεπτομερώς αναφέρει τα ποσά που κατέβαλε είτε αυτά αφορούν ιατρικά έξοδα (Τεκμήρια 14,15,16,17 και 19) καθώς και έξοδα της οικιακής βοηθού που προσέλαβε (Τεκμήριο 18) όπως και τα έξοδα για την επισκευή του οχήματος της (Τεκμήριο 21) τα οποία ακόμη δεν έχουν καταβληθεί. Γενικά οι ειδικές αποζημιώσεις τις οποίες αξιώνει ανέρχονται στο ποσό των 40,154,87 ευρώ. Σε ότι αφορά το Τεκμήριο 22 και το Τεκμήριο 23 το οποίο κατατέθηκε από την ΜΕ1, αυτά αφορούν στην σκηνή της σύγκρουσης καθώς και των ζημιών που προκλήθηκα στο όχημα που οδηγούσε.

Αντεξεταζόμενη η ΜΕ1 αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση των Εναγόμενων διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τον τρόπο που αυτό επεσυνέβη. Η ΜΕ1 απαντώντας επανέλαβε ότι το όχημα του Εναγόμενου 2 ξαφνικά της κτύπησε στην πίσω πλευρά του οχήματος της ενώ η ίδια βρισκόταν σταματημένη και επιχειρούσε να στρίψει προς τα αριστερά για να εισέλθει στον χώρο στάθμευσης της εργασίας της. Όπως ανέφερε μάλιστα η ΜΕ1, ο Εναγόμενος 2 αμέσως μετά την σύγκρουση, της απολογήθηκε ζητώντας της συγνώμη και αναφέροντας της παράλληλα, ότι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού και πιο συγκεκριμένα σε ένα άλλο δυστύχημα που είχε επισυμβεί στον συγκεκριμένο δρόμο κατά την στιγμή εκείνη. Ερωτώμενη για το κατά πόσο γνωρίζει ποιος τράβηξε τις φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος της οποίες και κατέθεσε, η ΜΕ1 απάντησε ότι δεν είναι η ίδια αλλά πιθανόν αυτό να το έπραξε  ο ισιωτής του αυτοκινήτου της καθότι η ίδια κατά την συγκεκριμένη στιγμή μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Σε ότι αφορά τις ζημιές του οχήματος της η μάρτυρας δεν μπορούσε να τοποθετηθεί για το τι επακριβώς ζημιές είχαν προκληθεί πέραν του γεγονότος ότι γνώριζε ότι αυτές ήταν στο πίσω μέρος του οχήματος της. Σε σχέση με την μετάβαση της στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, η ΜΕ1 ερωτήθηκε για το κατά πόσο γνώριζε για το που βρισκόταν η ακτινογραφία που της λήφθηκε με την ίδια να απαντά ότι δεν την έχει στην κατοχή της και δεν γνωρίζει. Η ΜΕ1 επίσης ανέφερε αντεξεταζόμενη ότι καθ’ όλη την διάρκεια που είχε λάβει αναρρωτική άδεια από τους ιατρούς που την παρακολουθούσαν,  υπέφερε από έντονους πόνους, φρικτούς πονοκεφάλους και ζαλάδες και ότι προς αντιμετώπιση των πιο πάνω συμπτωμάτων της λάμβανε παυσίπονα. Σε ότι αφορά την θέση της Υπεράσπισης ότι παρά το γεγονός ότι η ίδια υποστηρίξει ότι υπέφερε εντούτοις καθυστέρησε να μεταβεί στον ορθοπεδικό, η μάρτυρας υπέδειξε ότι ανέμενε την ασφαλιστική εταιρεία να την στείλει στον γιατρό καθότι η ίδια δεν είχε και την οικονομική άνεση να καταβάλει χρήματα καθότι είναι και πολύτεκνη. Επίσης αντεξεταζόμενη συμφώνησε ότι για οποιοδήποτε ιατρικό ζήτημα ερωτηθεί η ίδια δεν μπορεί να τοποθετηθεί διότι δεν είναι ιατρός.

Αντεξεταζόμενη αναφορικά με τις ιατρικές επισκέψεις που διενεργήθηκαν προ της χειρουργικής επέμβασης που υποβλήθηκε, η ΜΕ1 εξήγησε ότι ανέμενε να μεταβεί στον γιατρό της ασφαλιστικής εταιρείας με σκοπό να την εξετάσει και συνομιλούσε μάλιστα με κάποια κ. Γεωργία η οποία εργαζόταν στην ασφαλιστική εταιρεία η οποία ενώ στην αρχή της είχε αναφέρει ότι έπρεπε να μεταβεί στον ΜΕ2 με σκοπό να εξεταστεί, στην συνέχεια επειδή η ασφαλιστική εταιρεία τσακώθηκε μαζί του, την έστειλαν σε άλλο ιατρό στην Λεμεσό. Μάλιστα ανέφερε ότι λόγω της καθυστέρησης που υπήρχε από την ασφαλιστική εταιρεία ούτως ώστε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, η ίδια κυκλοφορούσε συνεχώς με κολάρο καθώς επίσης ότι υποβλήθηκε τελικά σε επέμβαση 11 μήνες μετά το δυστύχημα εξαιτίας του ότι και η ίδια δεν είχε την οικονομική άνεση να το πράξει.

Αναφορικά με την επίσκεψη που είχε στον γιατρό της ασφαλιστικής εταιρείας που την είχε στείλει η Εναγόμενη 1, δηλαδή τον Δρ. Ηλια Γεωργίου, η μάρτυρας υπέδειξε ότι ο συγκεκριμένος ιατρός κρατούσε ένα σφυρί χωρίς να την εξετάσει ιδιαίτερα, ενώ χαρακτηριστικά ανέφερε ότι της προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση όταν την ρώτησε απλά, αν έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον σύζυγο της και αν είναι καλά ψυχολογικά. Σε ότι αφορά την δεύτερη επίσκεψη που είχε προγραμματιστεί εκ μέρους της Εναγόμενης 1 στον ΜΥ1, η μάρτυρας ανέφερε ότι ο ιατρός αυτός την είχε εξετάσει κλινικά.  

Στην συνέχεια η ΜΕ1 ερωτήθηκε για το κατά πόσο πριν από το δυστύχημα εργοδοτούσε την οικιακή βοηθό που κατ’ ισχυρισμό της είχε προσλάβει μετά τον τραυματισμό της. Η ΜΕ1 απάντησε αρνητικά ενώ ανέφερε ότι στο παρελθόν έφερνε κάποιες φορές μια άλλη οικιακή βοηθό αλλά όχι την συγκεκριμένη την οποία αναγκάστηκε να προσλάβει επί μονίμου βάσεως ενόψει του ότι η ίδια ήταν ανήμπορη και έπρεπε να συντηρήσει το σπίτι της εφόσον ήταν και πολύτεκνη.  Από την άλλη, η πλευρά της Υπεράσπισης των Εναγόμενων αμφισβήτησε την θέση της και της υπέβαλε ότι και πριν από το δυστύχημα η ίδια οικιακή βοηθός της παρείχε βοήθεια στις δουλειές του σπιτιού της και συνεπώς την εργοδοτούσε από προηγουμένως. Η ΜΕ1 επίσης αντεξεταζόμενη αναφέρθηκε στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε με αποτέλεσμα τα λεφτά που καταβλήθηκαν για την επέμβαση που υποβλήθηκε να τα έχει δανειστεί από συγγενικό της πρόσωπο.

Καταληκτικά ο συνήγορος της Υπεράσπισης υπέβαλε στην ΜΕ1 ότι κατά την στιγμή του δυστυχήματος η ίδια δεν είχε θέσει τον δείχτη του οχήματος της σε λειτουργία με την πρόθεση της να στρίψει αριστερά αλλά και ότι επίσης είχε σταματήσει απότομα στον δρόμο. Σε  ότι αφορά την χειρουργική επέμβαση που τελικά είχε υποβληθεί από τον ΜΕ2 της υποβλήθηκε επίσης ότι αυτή ήταν εντελώς άσχετη με το δυστύχημα. Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος η ΜΕ1 διαφώνησε με τις θέσεις της Υπεράσπισης ενώ από πλευράς της επέμεινε ότι αναφορικά με την επέμβαση που της είχε διενεργηθεί η ίδια μπορούσε να γνωρίζει για το ζήτημα αυτό και ότι το κατάλληλο πρόσωπο για να απαντήσει είναι ο γιατρός της. Βεβαίως υπέδειξε ότι πριν από το δυστύχημα δεν αντιμετώπιζε το παραμικρό πρόβλημα υγείας και ότι ήταν άτομο δραστήριο. Σε ότι αφορά τις φυσικοθεραπείες τις οποίες  η ΜΕ1 υποβλήθηκε, αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση ενώ από πλευρά της η μάρτυρας ανέφερε ότι όντως είχε υποβληθεί.

Αξιολόγηση ΜΕ1

Η ΜΕ1 άφησε θετική εντύπωση κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο καθότι απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν με αμεσότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια και χωρίς κανένα δισταγμό. Η ειλικρίνεια της μάλιστα προκύπτει ιδιαίτερα από το γεγονός ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε επιχειρήσει κατά την δια ζώσης μαρτυρία της και δη κατά την αντεξέταση της, να τοποθετηθεί στις ερωτήσεις που της τέθηκαν και αφορούσαν είτε ιατρικά ζητήματα για τα οποία δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις για να εξηγήσει ή να απαντήσει, όπως για παράδειγμα σε ότι αφορά του τραυματισμούς που υπέστη, ή ακόμη και για το τι επακριβώς ζημιές προκλήθηκαν στο όχημα που οδηγούσε εξαιτίας της σύγκρουσης.  Τονίζεται βεβαίως ότι η μαρτυρία της αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, πέραν των γενικών υποβολών που της έχουν τεθεί από την Υπεράσπιση, ότι δηλαδή δεν είχε θέσει τον δείχτη του οχήματος της σε λειτουργία και ή ότι σταμάτησε απότομα, καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε από πλευρά της Υπεράσπισης που να την αντικρούσει. Ούτε και ο Εναγόμενος 2 ο οποίος ήταν ο άλλος ενεχόμενος οδηγός κλήθηκε για να υποστηρίξει τις πιο πάνω βασικές θέσεις της Υπεράσπισης. Επομένως η μοναδική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν της ίδιας της ΜΕ1 και συνεπώς η μαρτυρία της ως προς τα σημεία αυτά έχει παραμείνει αναντίλεκτη. Με βάση την Νομολογία, η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου τίθεται με αποδεχτή μαρτυρία και όχι με υποβολές κατά την αντεξέταση. Οι υποβολές είναι αναγκαίες ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο μάρτυρα να απαντήσει και, περαιτέρω, να τεθεί η υπόθεση της άλλης πλευράς. Όμως χωρίς να ακολουθήσει αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει του λόγου το αληθές, οι υποβολές μένουν μετέωρες (βλ. RABIUL HOSSAIN ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφεση ημερ. 17.12.15 Ποιν. Έφεση 71/15). Στην προκειμένη περίπτωση, η Υπεράσπιση δεν υποστήριξε τις υποβολές που έθεσε στην ΜΕ1 αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος με αποδεχτή μαρτυρία που να αποδεικνύεται και του λόγου το αληθές τόσο αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έθεσε τον δείχτη του οχήματος της σε λειτουργία και ότι επίσης σταμάτησε απότομα.  

Η ΜΕ1 ήταν επίσης κατηγορηματική στην θέση της ότι πριν από το δυστύχημα δεν αντιμετώπιζε κανένα απολύτως πρόβλημα υγείας και ότι ήταν άτομο δραστήριο και ενεργό, θέση η οποία να σημειωθεί δεν έχει αντικρουστεί με οποιουδήποτε είδους μαρτυρία περί του αντιθέτου. Παρατηρώντας την ΜΕ1 κατά την στιγμή που κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου και έχοντας επίσης κατά νου το περιεχόμενο των απαντήσεων που έδινε, οι οποίες ήταν σαφείς και επεξηγηματικές σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία η οποία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είτε αυτή προέρχεται από την πλευρά της Ενάγουσας είτε της Υπεράσπισης, έχω πεισθεί ότι η ΜΕ1 ήταν ειλικρινής και σε κανένα απολύτως σημείο δεν διαπίστωσα ότι υπέρβαλλε όχι μόνο σε ότι αφορά τον πόνο και την ταλαιπωρία την οποία υπέστη από το δυστύχημα και μετέπειτα αλλά και σε ότι αφορά τα έξοδα τα οποία και διεκδικεί υπό την μορφή ειδικών αποζημιώσεων για τα οποία μάλιστα κατέθεσε και σχετικά έγγραφα χωρίς επί της ουσίας τους να έχουν αμφισβητηθεί. Η ΜΕ1 ήταν ιδιαίτερα επεξηγηματική αναφορικά με τους λόγους που την ανάγκασαν να εργοδοτήσει την οικιακή βοηθό που προσέλαβε εφόσον όπως μάλιστα υπέδειξε δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί εξαιτίας του ότι δεν είχε δύναμη να χρησιμοποιήσει το ένα της χέρι. Η πιο πάνω θέση της επιβεβαιώνεται μάλιστα από την ιατρική μαρτυρία η οποία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και πιο συγκεκριμένα μέσα από την ιατρική βεβαίωση του ΜΕ2 (Τεκμήριο 5) στην οποία καταγράφεται με ευκρίνεια ότι υπήρχε αδυναμία συγκράτησης αντικειμένων ιδιαίτερα στο δεξιό άνω άκρο. Δείγμα επίσης της ειλικρίνειας της ΜΕ1 αναφορικά με το πιο πάνω θέμα αποτελεί και η μη άρνηση της ότι και προ του ατυχήματος έφερνε κοπέλα στο σπίτι της με σκοπό να την βοηθά στις δουλειές του σπιτιού της καθ’ ότι είναι πολύτεκνη αλλά  βεβαίως όπως εξήγησε η πιο πάνω ανάγκη ήταν επιτακτικό να γίνει επί συχνότερης βάσης εξαιτίας του τραυματισμού της από το δυστύχημα.

Σε ότι αφορά την μαρτυρία της ΜΕ1 αναφορικά με την εξέταση της από τους γιατρούς της Εναγομένης 1, τους οποίους είχε επισκεφθεί στην Λεμεσό και δη τον Δρ. Ηλία Γεωργίου καθώς και στην συνέχεια τον ΜΥ1 αναφορικά με το τι επεσυνέβηκε στα ιατρεία τους κατά τις επισκέψεις της αλλά και για το τι επακριβώς είχε μεταξύ τους διαμειφθεί, δεν βρίσκω κανένα απολύτως λόγο να μην αποδεχτώ τα όσα ανέφερε  αφής στιγμής δεν διαπίστωσα ότι τα εξιστόρησε στο Δικαστήριο είχαν οποιουδήποτε είδους σκοπιμότητα ή ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η ΜΕ1 μέσα από το περιεχόμενο των απαντήσεων της επί των συγκεκριμένων ζητημάτων διαφάνηκε ότι ένιωθε στεναχώρια και αγανάκτηση τόσο για την καθυστέρηση για την οποία υπέστη εξαιτίας του ότι όπως ανέφερε δεν υπήρχε ιδιαίτερη συνεργασία με την ασφαλιστική εταιρεία ούτως ώστε να προγραμματίσει ενωρίτερα η χειρουργική της επέμβαση  όσο και για την έλλειψη σημασίας που αντιμετώπισε από τους εν λόγω γιατρούς της ασφαλιστικής εταιρείας που μετέβηκε. Σημειώνεται δε ότι δείγμα της ειλικρίνειας της μάρτυρας αποτελεί και η θέση της ότι σήμερα η υγεία της έχει αποκατασταθεί πλήρως πλην ορισμένων ενοχλήσεων που νιώθει με την αλλαγή του καιρού.

Ειδικότερα θα έλεγα ότι εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας της ΜΕ1 και χωρίς να παραγνωρίζω την λοιπή μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχω διαπιστώσει ότι η ΜΕ1 έχει υποπέσει σε οποιουδήποτε είδους αντίφαση αλλά αυτό που διαφάνηκε στο Δικαστήριο ιδιαίτερα μέσα από την αντεξέταση της, ήταν ότι ήταν σταθερή και κατηγορηματική στις θέσεις της επεξηγώντας με πλήρη σαφήνεια και λεπτομέρεια τα όσα βίωσε μέχρι τελικά να καταφέρει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, την τακτική επικοινωνία που είχε μαζί με την υπάλληλο της ασφαλιστικής εταιρείας ούτως ώστε να καταφέρει να μεταβεί σε δικό τους ιατρό, το επακριβώς η συγκεκριμένη υπάλληλος την ενημέρωνε καθώς και το πως επακριβώς εξελίχθηκε η πορεία των πραγμάτων μέχρι τελικά να χειρουργηθεί με δικά της έξοδα τα οποία μάλιστα χρήματα δανείστηκε.  Μάλιστα η ΜΕ1 κατά την αντεξέταση της επιχειρώντας να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της ότι πράγματι συνομιλούσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει με την υπάλληλο της ασφαλιστικής εταιρείας, επ’ ονόματι Γεωργία, ένεκα του ότι είχε αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, υπέδειξε και το Τεκμήριο 13 στο οποίο πράγματι διαπιστώνεται η καταγραφή του συγκεκριμένου ονόματος με την φράση «προς κα. Γεωργία» σχετικά με πιστοποιητικά άδειας ασθενείας τα οποία όπως ανέφερε της τα απέστειλε.

Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης που έχω παραθέσει, κρίνω ότι η μαρτυρία της ΜΕ1 γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της πλην των σημείων που αναφέρονται σε πόνους και ταλαιπωρία μέχρι σήμερα αφής στιγμής η ίδια υπέδειξε κατά την αντεξέταση της τι επακριβώς εννοεί και συνεπώς η ΜΕ1 κρίνεται αξιόπιστη από το Δικαστήριο.

Μαρτυρία ΜΕ2

Επόμενος μάρτυρας προς υποστήριξη της υπόθεσης της Ενάγουσας κατέθεσε ο Δρ. Σ. Λυκούδης. Κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε στα προσόντα και την εμπειρία του με το βιογραφικό του σημείωμα να αποτελεί το Τεκμήριο 31. Ο ΜΕ2 κατά την κυρίως εξέταση του, εξήγησε ότι εξέτασε την ΜΕ1 στα πλαίσια της ειδικότητας του και ότι μάλιστα εξέδωσε προς υποστήριξη των ευρημάτων του τα Τεκμήρια 5, 8 και 10 στα οποία όπως υπέδειξε έχει καταγραφεί η διάγνωση, τα ευρήματα και οι ενέργειες στις οποίες πρόβηκε. Σύμφωνα με τον ΜΕ2, την ΜΕ1 την είχε εξετάσει περί το έτος 2014 μετά από τροχαίο δυστύχημα, συνεπεία του οποίου παρουσίαζε κινητικό και νευρολογικό πρόβλημα.  Όπως μάλιστα εξήγησε στο Δικαστήριο, ένεκα του νεαρού της ηλικίας της επιχειρήθηκε να αποκατασταθεί η υγεία της με συντηρητική αγωγή,  κάτι το οποίο τελικά και δεν κατέστη εφικτό με αποτέλεσμα να διενεργηθεί χειρουργική επέμβαση. Η ΜΕ1 σύμφωνα με τον ΜΕ2 έπασχε από αυχενική μυελοπάθεια και χειρουργήθηκε επιτυχώς αφήνοντας βεβαίως ανοιχτό το ενδεχόμενο να υποστεί χειρουργική επέμβαση στο μέλλον.  

Ο ΜΕ2 κατά την κυρίως εξέταση του επιχείρησε να καταδείξει στο Δικαστήριο μέσω των γνώσεων και της εμπειρίας που όπως ανέφερε ο ίδιος ότι κατέχει και διαθέτει, στο τι επακριβώς συνίσταται η αυχενική μυελοπάθεια καθώς και τους μηχανισμούς της πρόκλησης της, όπως είναι για παράδειγμα οι χρόνιες παθήσεις, ή εκ γενετής πάθηση ή ακόμη και κάποιος πρόσφατος  τραυματισμός, την συμπτωματολογία την οποία προκαλεί αυτή η πάθηση η οποία τείνει να παρουσιάζει προβλήματα τόσο στα πόδια όσο και στα χέρια του ασθενούς ή και κανένα από αυτά τα συμπτώματα, καταθέτοντας προς τούτο μάλιστα διάφορα συγγράμματα και άρθρα σχετικά με την μυελοπάθεια τα οποία προέρχονται από την διεθνή βιβλιογραφία, όπως για παράδειγμα το Τεκμήριο 24, το Τεκμήριο 25 και το Τεκμήριο 27 ούτως ώστε να υποστηρίξει ότι η περιγραφή των όσων μεσολάβησαν σε σχέση με το πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί στην ΜΕ2 με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε χειρουργική επέμβαση, υποστηρίζονται επίσης και από την εν λόγω θεματολογία την οποία και κατέθεσε.

Ο ΜΕ2 ερωτώμενος για το κατά πόσο γνωρίζει αν η μυελοπάθεια που είχε προκληθεί στην ΜΕ1 ήταν εξαιτίας του τροχαίου δυστυχήματος ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών στο ατύχημα αλλά η ασθενής τον επισκέφθηκε μετά από αυτό το  δυστύχημα και ότι η μυελοπάθεια σαφώς μπορεί και στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε, προκληθεί, από ένα οξύ τραύμα. Επίσης εξήγησε ότι μέσα από την ακτινογραφία ή τον μαγνητικό ή ακόμη και τον αξονικό τομογράφο, δεν υπάρχει πουθενά στην διεθνή βιβλιογραφία η ένδειξη της αυχενικής μυελοπάθειας όμως τα μηχανήματα αυτά που και εν προκειμένω έχουν χρησιμεύσει – ο μαγνητικός τομογράφος – έχουν την δυνατότητα να  χρησιμοποιηθούν ως διαγνωστικά εργαλεία. Πρόκειται όπως εξήγησε για ένα χρήσιμο εργαλείο που ασκεί επικουρικό ρόλο. Σχετικά με την μαγνητική τομογραφία στην οποία υποβλήθηκε μάλιστα η ΜΕ1, ο ΜΕ2 κατέθεσε το Τεκμήριο 26 στο οποίο και υπέδειξε ότι αυτό που καταδεικνύεται μέσα από τις απεικονίσεις που παρουσιάζουν τον σπονδυλικό σωλήνα της ΜΕ1, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο νωτιαίος μυελός της είχε δεχτεί βίαιο κτύπημα το οποίο επιχείρησε να καταδείξει και στο Δικαστήριο δια μέσω του Τεκμηρίου 28 το οποίο κατέθεσε με τίτλο « Degenerative Disease of the Lumbar Spine». Περαιτέρω ο ΜΕ2 ανέφερε ότι με βάση την διάγνωση του Δρ. Παγωνίδη αναφορικά με την δεύτερη μαγνητική τομογραφία η οποία διενεργήθηκε στην ΜΕ2 πριν την διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, ο ίδιος διαπίστωσε ότι η ασθενής θα έπρεπε αμέσως να χειρουργηθεί καθότι πιθανόν να έμενε παράλυτη. Σύμφωνα με τον ΜΕ2 στην προκείμενη περίπτωση η πρόσθιοπίσθια διάμετρος του κεντρικού της σωλήνα ελεγχόταν στα 9, ½ εκατοστά στο πρώτο επίπεδο ενώ στο άλλο επίπεδο στα 8,4 χιλιοστά αναφέροντας μάλιστα ότι με βάση την βιβλιογραφία που κάτω από τα 10 χιλιοστά ο ασθενής θα πρέπει να χειρουργηθεί παραθέτοντας προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αναφορικά με την θέση του ότι η ΜΕ1 έπρεπε να χειρουργηθεί το έγγραφο με τίτλο «Symptoms and Examination Findings for Cervical Myelopathy» - Τεκμήριο 29- της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπεδικών Χειρουργών του έτους 2017.

Σχετικά με την σημερινή κατάσταση της υγείας της ΜΕ2 καθώς και την κλινική της εικόνα, ο ερωτώμενος ο ΜΕ2 ανέφερε ότι σίγουρα ταλαιπωρείται αλλά ο ίδιος όπως εξήγησε δεν είναι σε θέση να αναφέρει τον βαθμό. Υπέδειξε όμως ότι υπάρχει η πιθανότητα η ΜΕ1 να χρειαστεί μελλοντικά ξανά να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση.

Ως προς το διαγνωστικό εργαλείο όπως το επισήμανε ο ΜΕ2, δηλαδή τον μαγνητικό τομογράφο στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο μάρτυρας δεν αρνήθηκε ότι πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο που αποτελεί δείκτη και βοήθεια από το οποίο και μπορεί να διαπιστωθεί η μυελοπάθεια, υπέδειξε όμως ότι επειδή η διαπίστωση της μυελοπάθειας στην ΜΕ1 δεν βρισκόταν στο 4ο στάδιο αλλά στο 3ο δεν ήταν εφικτό να διαγνωστεί ούτως ώστε ο ακτινολόγος να καταλήξει σε εύρημα αυχενικής μυελοπάθειας κατά την καταγραφή της έκθεσης που ετοίμασε. Εξάλλου όπως ο μάρτυρας ανέφερε, στην διεθνή βιβλιογραφία πουθενά δεν αναφέρεται ότι η αυχενική μυελοπάθεια διαγιγνώσκεται από τις εικόνες του μαγνητικού τομογράφου.

Καλούμενος ο ΜΕ2 κατά την κυρίως εξέταση του να προβεί σε σχολιασμό του Τεκμηρίου 30 το οποίο αποτελεί το ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε ο ΜΥ1 σχετικά με την ΜΕ1, ο μάρτυρας ανέφερε ότι σχετικά με τον συγκριτικό σχολιασμό που παρατίθεται εκ μέρους του γιατρού αναφορικά με την μαγνητική τομογραφία που έγινε την 23/07/15 με αυτήν που έγινε περί την 24/11/14, ο ίδιος ο ιατρός μέσα από τα όσα καταγράφει στην παράγραφο 7 της σελ. 4 συμφωνεί ουσιαστικά ότι το πρόβλημα αρχικά ήταν οξύ και στην συνέχεια έγινε χρόνιο κάτι το οποίο βασικά συγκλίνει με τα όσα και ο ίδιος ανέφερε σε σχέση με την επιδείνωση του προβλήματος που είχε η ΜΕ1 και που αρχικά επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με συντηρητική αγωγή. Αναφορικά δε με την διάγνωση του Δρ. Σολωμονίδη ως προς την μη τραυματική αιτιολογία, ο ΜΕ2 διαφώνησε κάθετα επιμένοντας στην θέση του ότι παρόλο που δεν ήταν παρών για να έχει ιδίαν γνώση για το πως επεσυνέβη το δυστύχημα, εντούτοις στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένας βίαιος τραυματισμός. Σε ότι αφορά την θέση του ΜΥ1 ότι το πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει η ΜΕ1 ήταν χρόνιο και προυπάρχον πρόβλημα και ότι δεν επήλθε από τον τραυματισμό που ισχυρίστηκε, ο ΜΕ2 εξήγησε ότι ο ΜΥ1 φαίνεται να αυτοαναιρείται μέσα από τα ευρήματα του αφής στιγμής ενώ στην παράγραφο 7 της ιατρικής του έκθεσης ως ο ίδιος υποδεικνύει  το πρόβλημα έγινε χρόνιο με αφυδάτωση των δίσκων από την άλλη αφήνει να νοηθεί ότι αρχικά  ήταν οξύ.

Τέλος ο ΜΕ2 κλήθηκε να εξηγήσει κατά την κυρίως εξέταση του το πως διενεργήθηκε η χειρουργική επέμβαση στην ΜΕ1, επεξηγώντας ότι της τοποθέτησε μεταλλικό κλωβό. Η δε επέμβαση διενεργήθηκε με επιτυχία σύμφωνα με τον ΜΕ2 και στοίχισε περί τις 8,919 ευρώ – Τεκμήρια 19 και 20.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ2 αμφισβητήθηκε έντονα από την Υπεράσπιση τόσο για τα προσόντα και την εμπειρία του, όσο και για τα ευρήματα στα οποία κατέληξε. Πιο συγκεκριμένα η Υπεράσπιση δια μέσω των ερωτημάτων που έθεσε στον μάρτυρα προσπάθησε να κατάδειξει ότι η διάγνωση στην οποία κατέληξε, ότι η δηλαδή η ΜΕ1 έπασχε από αυχενική μυελοπάθεια συνεπεία του τραυματισμού που είχε υποστεί από τροχαίο δυστύχημα είναι εσφαλμένη, και κατά δεύτερο ότι η εν λόγω περίπτωση δεν εμπίπτει εντός της ειδικότητας που έχει αποκτήσει, δηλαδή της ορθοπεδικής χειρουργικής αλλά της νευρολογίας και νευροχειρουγικής. Επίσης ότι η χειρουργική επέμβαση που είχε διενεργηθεί από πλευράς του, ήταν άσχετη με το δυστύχημα. Ο ΜΕ2 απαντώντας υπέδειξε ότι η πιο πάνω θέση που του υποβλήθηκε αναφορικά με την ειδικότητα του είναι λανθασμένη επεξηγώντας ότι ο ίδιος κατέχει τα προσόντα αλλά και την εμπειρία ούτως ώστε να προβαίνει τόσο σε διάγνωση παρά το ότι δεν είναι ο ίδιος ακτινολόγος ή νευροχειρούργος αλλά και σε χειρουργικές επεμβάσεις σπονδυλικής στήλης, όπως άλλωστε έπραξε και στην προκείμενη περίπτωση.

Ακολούθως ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος από την Υπεράσπιση ερωτήθηκε διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την χειρουργική επέμβαση που διενήργησε στην ΜΕ1, οι οποίες ερωτήσεις που είχαν τεθεί ως έχει τελικά διαφανεί, είχαν ως απώτερο σκοπό να πλήξουν την αξιοπιστία του μάρτυρα αντιπαραβάλλοντας τα όσα αυτός κατέγραψε τόσο επί του Τεκμηρίου 10 το οποίο είναι το ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε όσο και επί του Τεκμηρίου 19 το οποίο αφορά το τιμολόγιο με αρ. 0028.  Ειδικότερα η Υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα ότι τα όσα καταγράφονται στα δύο αυτά έγγραφα που έχουν κατατεθεί είναι αντιφατικά αφού στο μεν πρώτο αναφέρεται ότι η ΜΕ1 χειρουργήθηκε με σωματεκτωμή του πέμπτου σπονδύλου και οτι της τοποθετήθηκε μεταλλικός κλωβός και πλάκα ενώ στο το άλλο έγγραφο ότι της διενεργήθηκε σωματεκτομή αλλά και αφαίρεση των δίσκων Α4 – Α5 και Α5 – Α6 κάτι για το οποίο παραλείπει να αναφερθεί επί του Τεκμηρίου 10. Ο ΜΕ2 απαντώντας εξήγησε ότι η αφαίρεση των δίσκων υποδηλώνει το καθάρισμα τους κάτι το οποίο και έπραξε ούτως ώστε ο μυελός να οξυγονωθεί. Συνεπώς όπως ο ΜΕ2 εξήγησε ότι σε ένα χειρουργείο όπως το συγκεκριμένο  δεν μπορείς να κάνεις σωματεκτομή χωρίς να αφαιρέσεις τον δίσκο και συνακόλουθα υπέδειξε ότι η θέση ότι είναι άλλο η σωματεκτομή και άλλο η αφαίρεση του δίσκου δεν ευσταθεί.

Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από την στιγμή που τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά η ΜΕ1 στο γραφείο του μέχρι την στιγμή που είχε διενεργηθεί το χειρουργείο, ό ΜΕ2 ανέφερε ότι πάνω κάτω είχε διαρρεύσει χρονικό διάστημα έξι μηνών εντός του οποίου παρακολουθούσε την πορεία της ΜΕ1, καθώς και ότι το εν λόγω χειρουργείο είχε διενεργηθεί αμέσως μετά τον δεύτερο απεικονιστικό έλεγχο – MRI – που διενεργήθηκε επαναλαμβάνοντας την θέση του ότι επειδή επρόκειτο για νεαρή ασθενή αρχικά επιχείρησε να αποφευχθεί το χειρουργείο με συντηρητική αγωγή κάτι το οποίο όμως όπως αποδείχτηκε ήταν αδύνατο καθότι η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί. Σε ότι αφορά τις αναρρωτικές άδειες που της είχε χορηγήσει και επί των οποίων είχε καταγράφει «προγραμματισμό χειρουργείο» από κάποιους μήνες προηγουμένως χωρίς πράγματι να είχε προγραμματιστεί, ο ΜΕ2 ανάφερε ότι αυτό το είχε πράξει καθότι ήθελε να βοηθήσει την ασθενή ούτως ώστε να της δοθεί μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας από την εργασία της με απώτερο σκοπό να ξεκουραστεί μήπως και μπορέσει έτσι να καταφέρει να αποφύγει την χειρουργική επέμβαση.

Ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος επίσης ανέφερε ότι είχε προβεί σε κλινική εξέταση της ΜΕ1 η οποία σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να είναι υποκειμενική αλλά αντικειμενική ενώ σε ότι αφορά την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας ερωτώμενος ο μάρτυρας για το κατά πόσο η έκθεση του MRI είναι καθοδηγητική για την χειρουργική επέμβαση, ο ΜΕ2 απαντώντας διευκρίνισε ότι είναι επικουρική, δηλαδή βοηθητική χωρίς να αποτελεί το άλφα και το ωμέγα. Ουσιαστικά ο ΜΕ2 μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε υπέδειξε ότι ο λόγος που ο ίδιος είχε ζητήσει τον απεικονιστικό έλεγχο ήταν σαφώς ούτως ώστε να του παρέχει βοήθεια κάτι το οποίο βεβαίως βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση μαζί με την κλινική εξέταση στην οποία και είχε προβεί.

Σε ότι αφορά την μη καταγραφή επί της ακτινολογικής εκθέσεως του Δρ. Παγωνίδη, Τεκμήριο 6, περί της υπάρξεως μυελοπάθειας, ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι οι εικόνες που έχουν εκτυπωθεί από την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας είναι άριστες και του έχουν παράσχει βοήθεια ως προς την διάγνωση που είχε ενώπιον του, εφόσον παρά το γεγονός ότι δεν καταγράφεται η φράση « ένδειξη μυελοπάθειας »εντούτοις η πληροφορία που του έχει παρασχεθεί από μέρους του ακτινολόγου περί του ποσοστού 8,4 % κατάληψη του χώρου, δεν παρείχε άλλα περιθώρια αναμονής της χειρουργικής επέμβασης που έπρεπε να διενεργηθεί. Σε ότι αφορά το σύγγραμμα που κατατέθηκε από την Υπεράσπιση – Τεκμήριο 32 σελ. 1512 – ο ΜΕ2 αφού το αναγνώρισε ανέφερε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση που περιγράφεται επί του εν λόγω εγγράφου είναι εντελώς διαφορετική με την παρούσα περίπτωση καθότι αφορά σοβαρό τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ο άνθρωπος που περιγράφεται είναι σχεδόν μισοπεθαμένος, εν αντιθέση με την συγκεκριμένη περίπτωση στην οποία αφής στιγμής είχε διαπιστώσει την οξεία κήλη στις απεικονίσεις του μαγνητικού τομογράφου συνεπακόλουθα διαφαινόταν ότι υπήρξε ένα βίαιο κτύπημα στον νωτιαίο μυελό της ασθενούς, δηλαδή της ΜΕ1.  

Ως προς την θέση του ΜΕ2 περί προκλήσεως «βίαιου κτυπήματος» στην ΜΕ1,  ο ΜΕ2 ερωτώμενος κατά πόσο το δυστύχημα θα έπρεπε να ήταν σοβαρό ούτως ώστε να υπάρξει ένα τέτοιο βίαιο κτύπημα ως ο ίδιος έχει υποστηρίξει, ισχυρίστηκε ότι έστω και με ένα φρενάρισμα ταχύτητας 30 χιλιομέτρων όταν κινείται ένα όχημα μπορεί το χτύπημα να καταστεί βίαιο και να επιφέρει ουσιαστικά τις συνέπειες οι επήλθαν και στην προκειμένη περίπτωση. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το δυστύχημα δεν απαιτείται να ήταν σοβαρό. Ερωτηθείς μάλιστα ο ΜΕ2 από την Υπεράσπιση για το κατά πόσο θα μπορούσε να υποδείξει μέσω των αποτυπώσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο αν τα ευρήματα που είχε η ΜΕ1 προϋπήρχαν προ του δυστυχήματος, ο ΜΕ2 απάντησε αρνητικά, διευκρινίζοντας βεβαίως ότι ένα οξύ τραύμα εντός 6 – 12 εβδομάδων γίνεται εμφανέστατο. Ειδικότερα υπέδειξε ότι τόσο στο Τεκμήριο 6 όσο και στο Τεκμήριο 7, δηλαδή τις εκθέσεις των μαγνητικών τομογραφιών προκύπτει δίχως οποιαδήποτε αμφιβολία η πίεση που ασκήθηκε στον νωτιαίο σάκο αφού καταγράφεται ότι « η προσθοπίσθια διάμετρος του σπονδυλικού σωλήνα στο μέσο οβελιαίο επίπεδο ελέγχεται στα 8,4 χιλιοστά, γεγονός που καταδεικνύει ότι το 50% του μυελού είχε ήδη καταληφθεί. Ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος επέμεινε στην θέση του ότι η οξεία κήλη η οποία έχει διαπιστωθεί και φτάνει από το 17 στο 8,5 % προήλθε σίγουρα από τραυματισμό διαφωνώντας με έτσι με ην θέση της Υπεράσπιση ότι η λόγω στένωση δεν είναι τραυματικής αιτιολογίας, συγκεκριμενοποιώντας μάλιστα ότι ο ίδιος δεν είναι δυνατόν να αναφέρει κατά πόσο το τραύμα αυτό προήλθε από το τροχαίο δυστύχημα αλλά παρόλα αυτά όμως επέμεινε στην θέση του ότι υπήρξε γενικά τραυματισμός.

Στην συνέχεια της αντεξέτασης του ο ΜΕ2 κλήθηκε να εξηγήσει τις αναφορές αλλά και τα ευρήματα που έχει καταγράψει μέσα από την κλινική εξέταση που διενήργησε στην ΜΕ1  επί του Τεκμηρίου 5 σε ότι αυτά αφορούν την μυϊκή αδυναμία, την αισθητικότητα και τα αντανακλαστικά διευκρινίζοντας μάλιστα ότι οι ενδείξεις θετικό είναι κάτι αρνητικό δηλαδή κάτι το κακό, ενώ σε ότι αφορά το Babiniski Test (Τεκμήριο 6) ο μάρτυρας εξήγησε ότι κατέγραψε ένδειξη θετικό/ αρνητικό δηλαδή συν πλην καθότι είχε αρχίσει να υφίσταται ουσιαστικά μια γκρίζα ζώνη υποδηλώνοντας κίνδυνο. Σε αντίθετη περίπτωση μάλιστα ο μάρτυρας ανέφερε ότι αν η ένδειξη ήταν θετικό τότε η κατάσταση θα ήταν μη αναστρέψιμη αναφέροντας την φράση επί τούτου « αν ήταν θετικό θα βάζαμε, βάλτου ρίγανη» εμμένοντας στην βασική του θέση ότι ο Δρ. Παγωνίδης του είχε καταγράψει την φράση οξεία κήλη, δηλαδή κατάληψη και χωρίς βεβαίως να διαφωνεί ότι ο μαγνητικός τομογράφος είναι αποφασιστικής σημασίας, καθότι είναι άριστο εργαλείο το οποίο δείχνει το θέμα των μαλακών μορίων.

Ερωτώμενος ο ΜΕ2 κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρχει η κήλη από προηγουμένως και ο ασθενής να ήταν ασυμπτωματικός, απαντώντας εξήγησε ότι αυτό μπορεί να συμβεί όμως κάποιο πρόβλημα θα πρέπει να διαφανεί ειδικά όπως και εν προκειμένω εάν η κατάληψη του σωλήνα υπερβαίνει το 50 %, δηλαδή 8,5 χιλ όπως είχε συμβεί στην ΜΕ1, θα είχε δηλαδή συμπτώματα.  Καταληκτικά υποβλήθηκε στον ΜΕ2 η θέση ότι η απουσία πίεσης νευρικών ριζών ισοδυναμεί με την απουσία ένδειξης χειρουργικής επέμβασης καθώς και ότι η μυελομαλάκυνση είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με την μυελοπάθεια. Ως προς το τελευταίο ζήτημα ο ΜΕ2 διαφωνώντας εξήγησε ότι η μυελομαλάκυνση διαφέρει κατά πολύ από την μυελοπάθεια εφόσον είναι η χειρότερη μορφή της ενώ ως προς το πρώτο ζήτημα που του είχε τεθεί επίσης διαφώνησε. Ο ΜΕ2 επανέλαβε ότι η ασθενής αντιμετώπιζε πρόβλημα μυελοπάθειάς εξαιτίας βίαιου κτυπήματος ενώ διαφώνησε ότι το μόνο που είχε πάθει ήταν μια θλάση του αυχένα.

Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ2

Ο ΜΕ2 ως ανωτέρω προκύπτει κατέθεσε υπό την ιδιότητα ως ιατρός και επομένως η μαρτυρία του κατατάσσεται στην μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Με βάση τις καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές που έχουν διασαφηνιστεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και το καθήκον τους έναντι του Δικαστηρίου αναφέρονται τα ακόλουθα στο σύγγραμμα των κ.κ. Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», έκδοση 2014, σελ. 580-581: 

«Tο καθήκον των πραγματογνωμόνων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (Παναγρίτη ν Χαραλάμπους, ΠΕ320/08, ημ. 15.3.12, Σαρρής ν Καλλέγιας και Πιττάλης και Άλλων ν Ianira Enterprises Ltd και Άλλων (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 814, Philippou v Odysseos (1989) 1 CLR1).» 

Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποιν. Έφ. 176/13 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιος Ευριπίδου κ.ά., ημερομηνίας 06/04/15, όπου σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].» 

Έχοντας λοιπόν υπόψη την νομολογία την οποία έχω παραθέσει ανωτέρω αλλά και το πλαίσιο της μαρτυρίας που έχει δοθεί από τον ΜΕ2 κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο, αποδέχομαι καταρχήν ότι η μαρτυρία του δόθηκε υπό το πρίσμα της ιατρικής του ιδιότητας ως χειρούργου ορθοπεδικού καθότι έχω πειστεί τόσο για τα προσόντα τα οποία κατέχει όσο και για την εμπειρία την οποία διαθέτει στον τομέα της ιατρικής επιστήμης και δη της ειδικότητας του. Τόσο το βιογραφικό του σημείωμα όσο και τα όσα υπέδειξε κατά την κυρίως εξέταση αλλά και κατά την αντεξέταση του σχετικά με τους τίτλους σπουδών του, τα προσόντα και την εμπειρία δεν έχουν επί της ουσίας τους αμφισβητηθεί παρά τις γενικές υποβολές που του είχαν υποβληθεί από την Υπεράσπιση.

Ο ΜΕ2 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Οι απαντήσεις που δόθηκαν από τον ίδιο κατά την αντεξέταση του έχουν τεκμηριωθεί με επάρκεια. Ο ΜΕ2 κατά την μαρτυρία του απαντούσε με αμεσότητα, σαφήνεια και χωρίς απολύτως κανένα δισταγμό. Η ειλικρίνεια του μάλιστα προκύπτει και από το γεγονός ότι ο ίδιος πολλές φορές εξήγησε και επανέλαβε κατά την αντεξέταση του, ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει τον μηχανισμό πρόκλησης των τραυμάτων της Ενάγουσας, αν δηλαδή ο τραυματισμός της ΜΕ1 είχε προέλθει από το δυστύχημα αφής στιγμής ο ίδιος δεν ήταν παρών επεξηγώντας όμως με επάρκεια την θέση του ότι η Ενάγουσα είχε υποστεί ένα βίαιο κτύπημα πιθανόν από δυστύχημα, έστω και αν το εν λόγω δυστύχημα που είχε συμβεί δεν ήταν σοβαρό όπως και στην προκείμενη περίπτωση. Όπως ο ΜΕ2 υπέδειξε και επεξήγησε με καθαρότητα αλλά και ευκρίνεια η μυελοπάθεια που είχε επισυμβεί στην ΜΕ1 ήταν τραυματικής αιτιολογίας ενώ σε καμία απολύτως περίπτωση δεν αρνήθηκε το εύρος της σημασίας και τον επικουρικό – βοηθητικό ρόλο της μαγνητικής τομογραφίας, επεξηγώντας βεβαίως το ότι μπορεί ναι μεν ο ακτινολόγος να μην κατέγραψε ότι η Ενάγουσα έφερε μυελοπάθεια εντούτοις όμως τα ευρήματα του σχετικά με την οξεία κήλη την οποία διαπίστωσε καταδείκνυαν σε συνδυασμό με την κλινική της εξέταση ότι αυτό είχε επισυμβεί.

Ο ΜΕ2 κατά την μαρτυρία του παρέθεσε με λεπτομέρεια τους λόγους ακριβώς της καθυστέρησης ως προς την διενέργεια χειρουργικής επέμβασης από την στιγμή που η ΜΕ1 τον είχε επισκεφτεί, παραμένοντας σταθερός στην θέση του ότι αρχικά επιχείρησε λόγω του νεαρού της ηλικίας της αυτό να αποφευχθεί, γεγονός που δεν κατέστη τελικά εφικτό να επιτευχθεί. Σε ότι αφορά τον σχολιασμό στον οποίο προέβηκε αναφορικά με την έκθεση που είχε ετοιμαστεί από τον Δρ. Σολωμονίδη, ο μάρτυρας υπέδειξε εμμένοντας στην θέση του ότι στην ίδια την έκθεση του συγκεκριμένου ιατρού, και ειδικότερα στην παράγραφο 7 της έκθεσης αυτής αναφέρεται ότι μεταξύ των δύο μαγνητικών τομογραφιών που είχαν διενεργηθεί στην ΜΕ1 υπήρξε ως «επιπρόσθετο» στοιχείο της αφυδάτωσης των δίσκων, γεγονός που καταδεικνύει ως λεπτομερώς όπως εξήγησε και τεκμηρίωσε τα ευρήματα του περί μυελοπάθειας. Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα που κρίθηκε ως το κατάλληλο με σκοπό να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση στην ΜΕ1, ο ΜΕ2 επίσης έδωσε στο Δικαστήριο σαφείς και εμπεριστατωμένες απαντήσεις αναφορικά με το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει. Υπέδειξε συγκεκριμένα ότι ανέμενε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που διέρρευσε με σκοπό να παρακολουθήσει την πορεία των πραγμάτων μήπως και αποφευχθεί η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης στην ΜΕ1, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 14 στο οποίο αναφέρονται οι 11 στον αριθμό επισκέψεις της ΜΕ1 στο ιατρείο του πριν από το χειρουργείο, ενώ σε ότι αφορά τις αναρρωτικές άδειες που της χορηγούσε ο ΜΕ2 ήταν απολύτως ειλικρινής αναφέροντας χωρίς κανένα δισταγμό ότι πράγματι από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014 είχε καταγράψει ως αιτιολογία επί των εν λόγω εγγράφων ως ο λόγο αναρρωτικής άδειας την προετοιμασία χειρουργείου χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στην πραγματικότητα, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είχε ακόμη αποφασιστεί, ένεκα του ότι η ΜΕ1 χρειαζόταν ανάπαυση και έτσι το έπραξε με σκοπό να την βοηθήσει ούτως ώστε να αποφευχθεί η χειρουργική της επέμβαση.

Ο ΜΕ2 παρά την επίμονη αντεξέταση που δέχτηκε από την Υπεράσπιση δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις ούτε και έγινε κατορθωτό να κλονιστεί η αξιοπιστία του. Επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση του ότι η ΜΕ1 έπασχε από μυελοπάθεια η οποία της προκλήθηκε από ένα βίαιο κτύπημα χωρίς ωστόσο κατά την διάρκεια της αντεξέτασης του να διαφοροποιήσει οποιαδήποτε θέση του, ούτε σε ότι αφορά την διάγνωση του αλλά ούτε και ως προς την θεραπευτική πορεία την οποία και θεώρησε σκόπιμη να ακολουθήσει διενεργώντας έτσι την χειρουργική επέμβαση στην οποία και έγινε σωματεκτομή του πέμπτου αυχενικού σπονδύλου και τοποθέτηση μεταλλικού κλωβού και πλάκας. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο το είδος όσο και η φύση της χειρουργικής επέμβασης που έχει διενεργηθεί από τον ΜΕ2 δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση επί της ουσίας τους εφόσον δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση εκ μέρους των γιατρών που κατέθεσαν από πλευράς της Υπεράσπισης ότι πράγματι διενεργήθηκε από τον ΜΕ2 επέμβαση με σωματεκτομή και τοποθέτηση μεταλλικού κλωβού αλλά ούτε και έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιουδήποτε είδους μαρτυρία η οποία και να αναιρεί τόσο το είδος όσο και την φύσης της χειρουργικής αυτής επέμβασης που έχει διενεργηθεί καθώς και το ότι σε περίπτωση πρόκλησης μυελοπάθειας δεν απαιτείται μια τέτοιου είδους επέμβαση. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο Δρ. Σολωμονίδης στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε (Τεκμήριο 30) καταγράφει χαρακτηριστικά ότι το γιατί η ΜΕ2 χειρουργήθηκε ενώ σε ότι αφορά το χρονικό σημείο που αυτό έγινε καθώς και για πιο ιατρικό λόγο θα πρέπει αυτά να τα διευκρινίσουν οι εμπλεκόμενοι θεράποντες ιατροί και όχι ο ίδιος.

Ο ΜΕ2 κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Μαρτυρία ΜΥ1

Ο ΜΥ1 επίσης κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ως ιατρός ο οποίος κατά την θέση του εξέτασε την ΜΕ1 την 01/03/17 στο ιατρείο του στην Λεμεσό και κατόπιν τούτου εξέδωσε το Τεκμήριο 30 το περιεχόμενου του οποίου και υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασης του. Ο ΜΥ1 κατά την κυρίως εξέταση του αποδέχθηκε ότι δεν είναι επεμβατικός χειρούργος ορθοπεδικός καθώς και ότι κατά την εξέταση της ΜΕ1 ετοίμασε ιατρικό πιστοποιητικό με βάση τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών που την έχουν παρακολουθήσει στο παρελθόν και με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που του είχαν δοθεί.

Από την άλλη αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1 από την πλευρά της Ενάγουσας, δεν αποδέχτηκε την θέση ότι δεν εξέτασε κλινικά την ΜΕ1 κατά την επίσκεψη του στο ιατρείο του, ενώ ερωτώμενος για το κατά πόσο είχε εξετάσει τον αυχένα της πέραν των άνω άκρων ο ίδιος ανέφερε ότι ο αυχένας της κινείτο κανονικά καθώς και ότι από την στιγμή την οποία τα άνω άκρα κινούνταν, ο αυχένας δεν παρουσίαζε πρόβλημα. Ουσιαστικά ο μάρτυρας μέσω τόσο της κυρίως εξέτασης όσο και της αντεξέτασης του, επιχείρησε να υποστηρίξει τα όσα κατέγραψε επί του Τεκμηρίου 30 ενώ παράλληλα προσπάθησε να καταδείξει ότι τα ευρήματα που είχαν υποστηριχθεί εκ μέρους του ΜΕ2 αλλά και τα συμπεράσματα του ήταν εσφαλμένα.

Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1

Αξιολογώντας λοιπόν την που δόθηκε από τον ΜΥ1 ο οποίος κατέθεσε επίσης υπό την ιδιότητα του ως ιατρός χειρούργος ορθοπεδικός και έχοντας κατά νου τις αρχές που ανωτέρω υπέδειξα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα εμπειρογνώμονα, επίσης θα πρέπει να αναφέρω ότι αποδέχομαι ότι η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς του ήταν υπό τον άξονα της ιατρικής του επιστήμης την οποία κατέχει αφής στιγμής ούτε τα προσόντα αλλά ούτε και η εμπειρία του στον τομέα τον οποίο εργάζεται αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Ενάγουσας. Σημειώνεται βεβαίως ως ο ίδιος ο μάρτυρας έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου, παρά την ειδικότητα την οποία κατέχει ως χειρούργος ορθοπεδικός, ότι εντούτοις ουδέποτε έχει διενεργήσει μια οποιαδήποτε τέτοια χειρουργική επέμβαση που να αφορά την σπονδυλική στήλη αλλά και ούτε συμμετείχε ουδέποτε σε μια τέτοιου είδους επέμβαση.

Σε ότι αφορά όμως το περιεχόμενο της μαρτυρίας του κρίνω όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από το Δικαστήριο για τους λόγους που θα υποδείξω ακολούθως. Πιο συγκεκριμένα και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ΜΕ1 κατά την μαρτυρία της ανέφερε ότι κατά την επίσκεψη της στον ΜΥ1 δεν υπέστη οποιουδήποτε είδους κλινική εξέταση, θέση την οποία έχω αποδεχτεί, εντούτοις ακόμη και ο ίδιος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του κατά την στιγμή που του είχε υποβληθεί η θέση ότι δεν είναι ειδικός για να κρίνει την παρούσα περίπτωση ενόψει του ότι δεν διενεργεί επεμβάσεις σπονδυλικής, απάντησε χαρακτηριστικά ότι ούτε κρίνει αλλά και ούτε επικρίνει. Πέραν τούτου είναι φανερό ότι και ο ίδιος ο ΜΥ1 όπως ανέφερε κατά την αντεξέταση του, δεν είχε ασχοληθεί με τα γεγονότα που αφορούν το τροχαίο δυστύχημα που κατ’ ισχυρισμό της ΜΕ1 είχε επισυμβεί με αποτέλεσμα την πρόκληση των τραυματισμών της, αλλά με τα ιατρικά πιστοποιητικά που του είχαν δοθεί για να τα εξετάσει ενώ παράλληλα δεν  αρνήθηκε και ότι η κατ’ ισχυρισμό του κλινική εξέταση προς την Ενάγουσα, έλαβε χώρα μετά από την παρέλευση 2 ½ ετών από τον κατ’ ισχυρισμό τραυματισμό της και συνεπώς ενώ είχε ήδη υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και η κατάσταση της υγείας της αποκατασταθεί. Συνεπώς από αυτό το γεγονός και μόνο συνάγεται ότι ο ΜΥ1 δεν θα μπορούσε ούτως η άλλως ως ο ίδιος επιχείρησε κατά την αντεξέταση του να πείσει ότι θα μπορούσε να είχε  μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της ΜΕ1 αλλά και τους τραυματισμούς που υπέστη, αφής στιγμής δεν την είχε εξετάσει κλινικά ακολούθως μετά το δυστύχημα σε αντίθεση πάντοτε με τον ΜΕ2. Δεν παραγνωρίζω επίσης ότι με βάση την μαρτυρία της ΜΕ1 την οποία αποδέχτηκα, ο ΜΥ1 δεν εξέτασε κλινικά  την μάρτυρα ούτε και κατά την επίσκεψη που είχε στο ιατρείο του Λεμεσό, θέση που φαίνεται εμμέσως πλην σαφώς να επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο, αφής στιγμής ως άφησε να νοηθεί κατά την αντεξέταση του, δεν είχε εξετάσει τον αυχένα της καθότι η ίδια έδειχνε να κινεί άνετα τα άκρα της.

Περαιτέρω ο μάρτυρας δεν μου άφησε θετική εντύπωση καθότι στις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί απαντούσε και με υπεκφυγές. Πιο συγκεκριμένα ενώ είχε ερωτηθεί ο ΜΥ1 για ποιο ακριβώς λόγο ενώ είχε καταγράψει στο ιατρικό του πιστοποιητικό ότι τα άνω άκρα της ΜΕ1 λειτουργούσαν κανονικά χωρίς κανένα παθολογικό πρόβλημα εντούτοις δεν κατέγραψε οτιδήποτε επί του ιατρικού πιστοποιητικού που εξέδωσε δεν κατάφερε να δώσει επί του ζητήματος αυτού τεκμηριωμένη απάντηση.  

Πέραν τούτου αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο ΜΥ1 ανέφερε ότι του ζητήθηκε να εξετάσει την συγκεκριμένη ασθενή από πλευράς νευρολογίας, 2 ½  χρόνια περίπου μετά το δυστύχημα σχολιάζοντας την γνωμάτευση που διενεργήθηκε κατά την δική του άποψη από τον θεράποντα ιατρό της.  Από την άλλη και παρά την πιο πάνω θέση που είχε προβάλει, κατά την συνέχεια της αντεξέτασης του ήταν έκδηλο ότι προσπάθησε να υποστηρίξει ότι η γνωμάτευση των θεραπόντων ιατρών της ΜΕ1 ήταν λανθασμένη καθότι ανέφερε ότι οι τραυματισμοί που είχε υποστεί αφορούσαν την ειδικότητα του. Πέραν τούτου ο ΜΥ1 αντεξεταζόμενος ενώ επιχείρησε να καταδείξει ότι κανένας ορθοπεδικός χειρούργος δεν χειρουργεί σπονδυλική στήλη αλλά αυτοί που χειρουργούν είναι οι νευροχειρουργοί, ως δηλαδή έπραξε και ο ΜΕ2, από την άλλη συμφώνησε με την θέση της Ενάγουσας ότι η ορθοπεδική ως ειδικότητα καλύπτει και κάποιον ορθοπεδικό ο οποίος επιθυμεί να διενεργεί χειρουργικές επεμβάσεις στον αυχένα, γεγονός που δεν αναιρείται ούτε και από την μαρτυρία του ΜΥ2.  

Ακολούθως και ενώ ο ΜΥ1 αντεξεταζόταν και αποτελούσε βασική του θέση ότι αυτό που κλήθηκε ουσιαστικά να πράξει ήταν τον σχολιασμό των ιατρικών πιστοποιητικών που του είχαν δοθεί με σκοπό να εκθέσει τις δικές του απόψεις και συμπεράσματα, ερωτώμενος για το κατά πόσο τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχε εκδώσει τόσο ο ΜΕ1 όσο και οι άλλοι δύο γιατροί που εξέτασαν την ΜΕ1 ήταν λανθασμένα, απάντησε χαρακτηριστικά « κανένας, εμένα απλώς μου ζητήθηκε να δω τα πιστοποιητικά…. κανένας εκ των γιατρών δεν έκανε λάθος. Αυτό που είπα αυτό, είναι ότι λένε τα ιατρικά πιστοποιητικά. Ποιος είμαι εγώ να πω ότι έκαναν λάθος» ενώ ερωτώμενος και για το κατά πόσο υπάρχει η πιθανότητα αυτό που έπαθε η ΜΕ1 να το έπαθε από το ατύχημα, ο ΜΥ1 απαντώντας ανέφερε ότι  δεν μπορούσε να τοποθετηθεί αν αυτό είχε συμβεί από το ατύχημα και ότι ο ίδιος το μόνο που γνωρίζει είναι την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, υποστηρίζοντας παράλληλα από την άλλη ότι η οξεία κήλη η οποία καταγράφηκε επί της γνωματεύσεως του Δρ. Παγωνίδη, προϋπήρχε και ότι αυτή δεν προκλήθηκε από το δυστύχημα.

Υπό το φως των πιο πάνω διατυπώσεων των θέσεων που έχουν προβληθεί από τον ΜΥ1, διαπιστώνεται από πλευράς του έλλειψη αντικειμενικότητας αλλά  και υπερπροσπάθεια να υποστηρίξει τις θέσεις της Υπεράσπισης για τις οποίες ούτε ο ίδιος δεν φαίνεται να δύναται να τις τεκμηριώσει.

Καταληκτικά αξίζει να σημειωθεί και ότι ενώ ο ΜΥ1 κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι την Ενάγουσα την είχε εξετάσει πριν από την διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης (σελ. 8 παρ. 25 των πρακτικών ημερ. 15/02/24) το γεγονός αυτό δεν ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα αφής στιγμής η ΜΕ1 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση την 30/07/15 και άρα η επίσκεψη του στο γραφείο του έλαβε χώρα κατά πολύ μεταγενέστερα ήτοι με βάση το Τεκμήριο 30 την 01/03/17.

Συνεπεία των πιο πάνω διαπιστώσεων, προκύπτει ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν ήταν σαφής  και αντικειμενική ενώ από την άλλη διαφάνηκε συν τοις άλλοις και ότι, ο ίδιος ο μάρτυρας μέσα από τις θέσεις που προέβαλε επί σκοπό να υποστηρίξει την εν λόγω εκδοχή του, από την άλλη αυτοαναιρούσε τα όσα είχε καταγράψει κατά την σύνταξη και ετοιμασία του Τεκμηρίου 30 σε αντιπαραβολή με τις θέσεις και απόψεις τις οποίες υποστήριξε κατά την δια ζώσης μαρτυρία του και δη κατά την αντεξέταση του. Τονίζεται επίσης  ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 ούτως η άλλως δεν θα ήταν δυνατό να προτιμηθεί από την μαρτυρία του ΜΕ2, αφής στιγμής ο ίδιος δεν είχε μια ολοκληρωμένη εικόνα αναφορικά με τους τραυματισμούς που είχε υποστεί η ΜΕ1 μετά το δυστύχημα, δεν είχε εξετάσει κλινικά την ΜΕ1 μετά το δυστύχημα και δεν είχε και καθόλου γνώση της χειρουργικής επέμβασης η οποία είχε διενεργηθεί εφόσον και ο ίδιος ως άλλωστε παραδέχτηκε ουδέποτε διενήργησε ή έστω έλαβε μέρος σε μια τέτοια επέμβαση.

Συνεπακόλουθα η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.

 

Εξ’ ακοής μαρτυρία

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν κατατεθεί τα  ιατρικά πιστοποιητικά των  Δρ, Μετάξα και Δρ. Πετρίδη καθώς οι εκθέσεις με τα συμπεράσματα του Δρ. Παγωνίδη αναφορικά με τις μαγνητικές τομογραφίες που διενεργήθηκαν στην ΜΕ1. Παρά την κατάθεση των εν λόγω εγγράφων κανένας εκ των πιο πάνω προσώπων δεν προσήλθαν για να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου και συνεπώς δεν έχουν αντεξεταστεί. Ούτε και δόθηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την μη παρουσία τους.

Με βάση τις πρόνοιες του περί Αποδείξεων Νόμου, Κεφ.9, κατ’ εξαίρεση του αναλλοίωτου κανόνα, επιτρέπεται η προσκόμιση εξ ακοής μαρτυρίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας διάδικος απαλλάσσεται από την ευθύνη του να ενεργεί σύμφωνα και με τον κανόνα απόδειξης που επιβάλλει την προσκόμιση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας εκεί που τούτο είναι ευχερές. Παραπέμπω δε στην ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ ν. XIAODAN LIU, Έφεση Αρ. 13/2015, 5/10/2016 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Μπορεί εδώ, εν πόση περιπτώσει, να υπομγηνθεί ότι η πρωτογενής μαρτυρία, ιδιαιτέρως όπου αυτή μπορεί να προσφερθεί χωρίς πρόβλημα (και εδώ διαφάνηκε ότι ήταν ευχερής η κλήτευση και παρουσία της Έλενας Πέτρου), προσφέρει στο Δικαστήριο τη μοναδική ευκαιρία να την κρίνει υπό το φως της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από την εξέταση και αντεξέταση όπου οι μάρτυρες δοκιμάζονται ως προς την αλήθεια των λόγων τους. Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης(ΡαΚί3ί3η Cables Ltd ν. NBS General Trading (Overseas)Co.Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1711 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Εν προκειμένω εφόσον η καλύτερη δυνατή μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί για τους λόγους που ανωτέρω υπέδειξα δεν θα προσδώσω στην εν λόγω  οποιαδήποτε είδους  βαρύτητα αφής στιγμής δεν έχουν προσέλθει οι συγκεκριμένοι ιατροί με σκοπό να μαρτυρήσουν και να αντεξεταστούν. 

Μαρτυρία Δρ. Ηλία Γεωργίου

Σε ότι αφορά τώρα το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Δρ. Ηλία Γεωργίου ο οποίος επίσης δεν έχει παρουσιαστεί επίσης στο Δικαστήριο με σκοπό να δώσει μαρτυρία  ενόψει του ότι σύμφωνα με το Τεκμήριο 34 του οποίου και το περιεχόμενο αποτελεί παραδεκτό γεγονός, και στο οποίο αναφέρεται ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και στο παρών στάδιο δεν ήταν εφικτό να περπατήσει εφόσον είναι ανίκανος να προβεί ακόμα και σε απλό βηματισμό ενώ βρίσκεται και σε στάδιο αποκατάστασης με απρόβλεπτη διάρκεια, εντούτοις αυτό που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι προκύπτει ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχει κατατεθεί ένα έγγραφο το οποίο αφορά σε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο εξέδωσε ο Δρ. Ηλία αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό εξέταση της ΜΕ1 στο ιατρείο του στην Λεμεσό (Τεκμήριο 33) με βάση το οποίο και η Υπεράσπιση έθεσε τις βασικές τις θέσεις τόσο προς την ΜΕ1 όσο και στον ΜΕ2 ο οποίος είναι ιατρός κατά την αντεξέταση τους, προς τον σκοπό της υποστήριξης της βασικής τους θέσης ότι η Ενάγουσα δεν έπασχε από μυελοπάθεια συνεπεία του τροχαίου δυστυχήματος. Συνεπώς το εν λόγω έγγραφο που έχει κατατεθεί και αφορά την γνωμάτευση του Δρ. Ηλία είναι ζωτικής σημασίας για την Υπεράσπιση και αφής στιγμής οι θέσεις που προβάλει αναφορικά με τους τραυματισμούς της Ενάγουσας έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά της Ενάγουσας θεωρώ ότι ήταν απαραίτητο η πλευρά της Υπεράσπισης να παρουσιάσει τον συγκεκριμένο μάρτυρα με σκοπό να υποστεί την βάσανο της αντεξέτασης και να κριθεί από το Δικαστήριο το κατά πόσο θα μπορούσε να τεκμηριώσει και τις θέσεις που προβάλλει επί του συγκεκριμένου ιατρικού πιστοποιητικού παρόλο που στο στάδιο κατά το οποίο έγινε η κατάθεση του Τεκμηρίου 34 δεν ήταν εφικτό αυτό να το πράξει. Θεωρώ λοιπόν ότι η πλευρά των Εναγόμενων αφής στιγμής υπήρχε μια τόσο ουσιαστική και ζωτικής σημασίας για την υπόθεση τους μαρτυρία,  όφειλε και έπρεπε να παρουσιάσει τον εν λόγω μάρτυρα ζητώντας χρόνο να το πράξει ίσως σε κατοπινό στάδιο ούτως ώστε να καταφέρει να υποστηρίξει τις βασικές τις θέσεις, κάτι το οποίο να σημειωθεί ότι ουδέποτε ζητήθηκε. Συνεπώς το δεδομένο είναι ότι στο Δικαστήριο έχει τεθεί ένα ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο δεν έχει υποστηριχθεί, και άρα τα όσα καταγράφονται επί αυτού του συγκεκριμένου εγγράφου δεν έχουν τεκμηριωθεί. 

Συνεπακόλουθα ελλείψη παρουσίασης του μάρτυρα που το συνένταξε και χωρίς να παραγνωρίζω τις αρχές ότι η εξ’ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται εξ ορισμού ενόψει του ότι είναι εξ’ ακοής με βάση το άρθο 24 του Κεφ. 9, κρίνω ότι δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο εν λόγω έγγραφο παρά την δικαιολογία που έχει δοθεί.

Με γνώμονα λοιπόν τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 κρίνω ότι λαμβάνοντας υπόψη των σύνολων των περιστάσεων από τις οποίες θα μπορούσε να συηναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας, δεν μπορώ να προσδώσω καμία βαρύτητα στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, δηλαδή του Τεκμηρίου 33 έχοντας παράλληλα υπόψη ότι η πλευρά των Εναγομένων θα μπορούσε παρά την αδυναμία που υπήρχε κατά το συγκεκριμένο στάδιο, να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας βεβαίως κατά νου ότι η εξ’ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται εξ’ ορισμού, για τους λόγους που έχω υποδείξει δεν μπορώ να προσδώσω στο Τεκμήριο 33 οποιουδήποτε είδους βαρύτητα.

Μαρτυρία ΜΥ2

Ο Δρ. Κ. Μαντάς κλήθηκε εκ μέρους των Εναγόμενων για να καταθέσει αναφορικά με την ειδικότητα που κατέχει και ασκεί, δηλαδή της νευροχειρουργικής, αναφορικά με τους τραυματισμούς της ΜΕ1. Κατά την κυρίως εξέταση του ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο προσόντα και στην εμπειρία του καθώς και στο γεγονός ότι το είδος της χειρουργικής επέμβασης που είχε διενεργηθεί στην ΜΕ1, μπορεί να διαπιστωθεί και μια απλή ακτινογραφία στην σπονδυλική της στήλη.

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας καταρχήν ανέφερε ότι του είχε ανατεθεί από τον δικηγόρο των Εναγόμενων όπως μελετήσει τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης με σκοπό να θέσει τις απόψεις του στο Δικαστήριο αναφορικά με τους τραυματισμούς της ΜΕ1 υπό την ιδιότητα του ως εμπειρογνώμονας. Ο ΜΥ2 κατά την κυρίως εξέταση ερωτώμενος ανέφερε ότι ο ίδιος θεωρεί ότι του είχαν δοθεί επαρκή στοιχεία ούτως ώστε να μπορέσει να εκφέρει άποψη για το συγκεκριμένο περιστατικό αλλά από την άλλη συμφώνησε ότι δεν εξέτασε κλινικά ούτε τότε αλλά ούτε και σήμερα την ΜΕ1. Πιο συγκεκριμένα συμφώνησε ότι θα ήταν προτιμότερο να την είχε εξετάσει καθότι θα είχε υπόψη του περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το συμβάν καθώς και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα ενόψει του ότι δεν έχει επιθεωρήσει ούτε όλες τις εξετάσεις που τις είχαν γίνει. Ο ίδιος ο μάρτυρας μάλιστα σε ερώτηση του Δικαστηρίου ανέφερε ότι το πιο σημαντικό που θα έπρεπε να έχει δει ήταν την μαγνητική τομογραφία η οποία είχα γίνει πριν από το χειρουργείο αλλά ταυτόχρονα να είχε εξετάσει και την ίδια την ασθενή. Σχολιάζοντας επίσης τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν εκδοθεί από τους θεράποντες ιατρούς της ΜΕ1 και εκφέροντας την θέση του ότι σχολιάζοντας τα ευρήματα των εν λόγω ιατρών που την εξέτασαν δεν συνάδουν με την μυελοπάθεια, εντούτοις συμφώνησε ότι σίγουρα οι γιατροί αυτοί που είχαν διενεργήσει κλινική εξέταση στην ασθενή κατά τον ουσιώδη χρόνο βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα να εκφράσουν την γνώμη τους εφόσον ο ίδιος δεν έχει ολοκληρωμένη άποψη. Από την άλλη βεβαίως επέμεινε ότι δεν υφίστατο μυελοπάθεια μέσα από την μελέτη των ιατρικών πιστοποιητικών παρά το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με ακρίβεια τη επέμβαση έχει διενεργηθεί στην Ενάγουσα πέραν από τα όσα καταγράφονται στο ιατρικό πιστοποιητικό που του έχει δοθεί. Σε ότι αφορά την σωματεκτομή που έχει διενεργηθεί ο ίδιος ο ΜΥ2 ανέφερε ότι έχει διενεργήσει αυτού του είδους επεμβάσεις δύο φορές στην Κύπρο.

Ο ΜΥ2 επίσης κατά την αντεξέταση του συμφώνησε ότι η μυελοπάθεια η οποία προκύπτει όταν πιέζεται ο νωτιαίος μυελός και προκαλεί νευρολογικά προβλήματα μπορεί να προκύψει και από ένα τράνταγμα που είναι δυνατό - ισχυρό το οποίο να προέρχεται από δυστύχημα. Βεβαίως ανέφερε ότι μπορεί να συμβεί και λόγω εκφυλιστικής αιτιολογίας. Σε ότι αφορά τον μηχανισμό της κάκωσης θα πρέπει αυτός να είναι ισχυρός ενώ υπέδειξε ότι με ένα δυστύχημα μειωμένης σοβαρότητας δεν θα μπορούσε να προκληθεί μυελοπάθεια.

Αναφορικά με τον τρόπο που μπορεί να διαπιστωθεί η μυελοπάθεια σε ένα ασθενή ο ΜΥ2 αντεξεταζόμενος αναφορικά με το κατά πόσο ο μαγνητικός τομογράφος αποτελεί το μοναδικό εργαλείο επί την βάση του οποίου δύναται  να διατυπωθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, απαντώντας υπέδειξε πως δεν είναι ο μόνος τρόπος ο μαγνητικός τομογράφος, αλλά ότι είναι σημαντικός.  Από την άλλη βεβαίως ανέφερε ότι εφόσον δεν υφίσταται στην μαγνητική τομογραφία μυελοπαθητικό σήμα τότε δεν υπάρχει ούτε και μυελοπάθεια. Αμφισβητώντας ακολούθως την πιο πάνω θέση του ΜΥ2 η πλευρά της Ενάγουσας, τον κάλεσε να παραπέμψει σε σχετική βιβλιογραφία που να υποστηρίζει μια τέτοια θέση, ενώ από πλευράς του ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να το πράξει καθότι δεν είχε εκείνη την στιγμή μαζί του μια τέτοια βιβλιογραφία, ενώ επίσης ανέφερε ότι το έχει μελετήσει χωρίς να θυμάται επακριβώς που, για να μπορεί να παραπέμψει.

Στην συνέχεια της αντεξέτασης, υποβλήθηκε στον ΜΥ2 η θέση ότι η γνώμη του δεν είναι αντικειμενική διότι έπρεπε να εξετάσει προηγουμένως την ασθενή και μετά να εκφέρει ολοκληρωμένη άποψη. Ο ΜΥ2 δεν διαφώνησε με την πιο πάνω θέση αλλά από την άλλη επέμεινε στην θέση του ότι στα συγγράμματα που έχουν παρουσιαστεί εκ μέρους του ΜΥ1 και έχουν κατατεθεί τεκμήρια στο Δικαστήριο, πουθενά δεν αναφέρεται ότι όταν δεν υπάρχει μυελοπαθητικό σήμα μπορεί να υπάρχει μυελοπάθεια. Προς αντίκρουση του πιο πάνω ισχυρισμού του, ο συνήγορος της Ενάγουσας παρέπεμψε τον ΜΥ2 στο περιεχόμενου του Τεκμηρίου 35 (European Spine Journal) το οποίο και ζητήθηκε να κατατεθεί, και στο οποίο του υπέδειξε την αναφορά ότι «στους ασθενείς που εξετάστηκαν με μυελοπάθεια, τα ακτινολογικά ευρήματα ήταν 47% - σήμα στο MRI – και 28% σε αυτούς που είχαν κανάλι στενό με πρόσθια οπίσθια διάμετρο μικρότερη των 14 μιλιμέτρων. Ο ΜΥ1 απαντώντας επί του συγκεκριμένου ζητήματος ανέφερε ότι η πιο πάνω αναφορά αφορά σε μια άλλη εξέταση που αφορά στα προκλητικά δυναμικά η οποία μπορεί να ανιχνεύσει ως ένα βαθμό την ύπαρξη της μειωμένης ή όχι κινητικής δύναμης του σήματος από τον εγκέφαλο μέχρι τα άνω άκρα και δεν αφορά περιπτώσεις ανίχνευσης μυελοπάθειας. Μάλιστα ανέφερε και ότι η συγκεκριμένη εξέταση είναι μικρότερης διαγνωστικής αξίας από το MRI όσον αφορά την μυελοπάθεια. Βεβαίως όμως ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν μπορούσε να εξάγει οποιοδήποτε τέτοιο συμπέρασμα ενόψει του ότι δεν έχει μελετήσει το όλο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 35 αλλά μόνο ένα απόσπασμα.

Στον ΜΥ2 επίσης υποβλήθηκε δια μέσω πολλών ερωτήσεων που του τέθηκαν και η θέση ότι τα ευρήματα του μαγνητικού τομογράφου που διενεργήθηκε στην ΜΕ1 κατέδειξαν στένωση του σπονδυλικού σωλήνα. Ο ΜΥ2 συμφώνησε ότι υπήρχε στένωση για την οποία βεβαίως δεν μπορούσε να γνωρίζει τον μηχανισμό της πρόκλησης της, προβάλλοντας επιπροσθέτως τις δικές του θέσεις αναφορικά με πως είναι ορθό να διαπιστωθεί ότι κάποιο πρόσωπο φέρει στένωση του σπονδυλικού σωλήνα και υποστηρίζοντας ότι η ορθή διαδικασία μέτρησης δεν είναι με βάση τα χιλιοστά ενόψει του ότι ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική διάμετρο σπονδυλικού σωλήνα. Συνεπώς ο ΜΥ2 διαφώνησε με την θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι με βάση την βιβλιογραφία όταν η διάμετρος του σπονδυλικού σωλήνα φτάσει κάτω από 10 χιλιοστά είναι απαραίτητη η διεξαγωγή χειρουργικής επέμβασης.

Καταληκτικά ο ΜΥ2 και παρά τις πιο πάνω αναφορές του, κατά την υποβολή των θέσεων που του είχαν υποβληθεί από την πλευρά της Ενάγουσας, συμφώνησε ότι αυτός που τελικά αποφασίζει για το αν θα υποβληθεί ή όχι σε χειρουργική επέμβαση ένας ασθενής είναι μόνο ο γιατρός που τον παρακολουθεί και που τον έχει εξετάσει, καθώς και ότι την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για έναν ασθενή την έχει επίσης ο γιατρός που τον έχει παρακολουθήσει και τον έχει εγχειρήσει.

Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ2

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΜΥ2 κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ως ιατρός νευροχειρουργός και παρά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις που του είχαν τεθεί, τόσο αναφορικά με τα προσόντα όσο και την εμπειρία του εντούτοις δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση. Συνεπώς και αποδέχομαι ότι ο ΜΥ2 κατέθεσε στο Δικαστήριο ως ιατρός εμπειρογνώμονας με βάση τα κριτήρια της Νομολογίας που ανωτέρω υπέδειξα και δεν θεωρώ σκόπιμο να τύχουν επανάληψης.

Εξετάζοντας την μαρτυρία του ΜΥ2 και έχοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις πιο πάνω τοποθετήσεις του επί των καίριων ζητημάτων για τα οποία ερωτήθηκε αναφορικά με τα όσα κλήθηκε στο Δικαστήριο να τοποθετηθεί και ουσιαστικά να σχολιάσει αφής στιγμής δεν είχε σε κανένα προηγούμενο χρονικό διάστημα οποιουδήποτε είδους επαφή με την ΜΕ1 ούτως ώστε να την εξετάσει έστω και τώρα κλινικά ούτως ώστε να έχει υπόψη του την κλινική της εικόνα, κρίνω ότι τα όσα υποστήριξε στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία του δεν έχουν επαρκώς τεκμηριωθεί καθότι μέσα από τις απαντήσεις που έδινε διαφάνηκε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί σε πολλά σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν την συγκριμένη περίπτωση, αφής στιγμής και ο ίδιος αποδέχθηκε ότι θα βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα αν εξέταζε την ΜΕ1 κατά τον ουσιώδη χρόνο και όχι αν καλείτο απλά για να σχολιάσει κάποια ιατρικά πιστοποιητικά και έγγραφα που είχαν εκδοθεί από άλλους ιατρούς ή ακόμη και τον ακτινολόγο πολλά χρόνια προηγουμένως.

Περαιτέρω και πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων, παρατηρώντας τον εν λόγω μάρτυρα κατά την δια ζώσης μαρτυρία του, διαπίστωσα και ότι ήταν φανερή από πλευράς του μια προσπάθεια, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ανέφερε δεν μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη εικόνα αναφορικά με την συγκεκριμένη περίπτωση, να προσπαθεί να πείσει το Δικαστήριο εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν υπήρχε εύρημα μυελοπάθειας αλλά και ότι αν υπήρχε κάτι τέτοιο θα φαινόταν οπωσδήποτε στην μαγνητική τομογραφία χωρίς να αποδέχεται ότι αυτό μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με το στάδιο του ασθενή. Από την άλλη βεβαίως ο ΜΥ2 συμφώνησε ότι ο ίδιος δεν ήταν σε καλύτερη θέση από τον ιατρό που είχε εξετάσει την ΜΕ2 αλλά και που την έχει χειρουργήσει καθώς και ότι η μαγνητική τομογραφία που διενεργήθηκε δεν είναι το αποκλειστικό εργαλείο που μπορεί να διαπιστωθεί ένα εύρημα μυελοπάθειας αλλά ότι αυτό το εργαλείο είναι ουσιαστικά σημαντικό.

Με γνώμονα τα πιο πάνω το Δικαστήριο θεωρεί ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα δεν ήταν επιστημονικά τεκμηριωμένη για τους  λόγους που έχω εξηγήσει όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας υπέδειξε στο Δικαστήριο και επομένως τα οποία σχόλια και θέσεις παρέθεσε κατά την μαρτυρία του δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο να εξάγει ορθά και ασφαλή συμπεράσματα.

Συνακόλουθα η μαρτυρία του ΜΥ1 για τους  λόγους που εξήγησα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται πλην βεβαίως του σημείου της μαρτυρίας του η οποία δεν προσκρούεται στην αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ2 ότι ο μαγνητικός τομογράφος δεν είναι το μόνο αποκλειστικό εργαλείο μέσα από το οποίο δύναται να διαπιστωθεί η ύπαρξη μυελοπάθειας.  

Συνεπακόλουθα, το πλαίσιο της μαρτυρίας η οποία έχει γίνει από το Δικαστήριο αποδεχτή ως αξιόπιστη αλλά και τα παραδεκτά γεγονότα που έχουν δηλωθεί, αποτελούν και τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω αυτολεξεί.

Νομική Πτυχή

Το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει το ζήτημα της αμέλειας, της συντρέχουσας αμέλειας και του καταμερισμού της ευθύνης περιέχεται στα άρθρα 51, 57 και 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Στην υπόθεση Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990)Α.Α.Δ.1013 λέχθηκαν τα

ακόλουθα:

«Το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπεται στα Άρθρα 51, 57 και 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148: Η ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Fitzgerald ν. Lord (1988) 2 All E.R.961, η οποία ανέτρεψε την απόφαση του Lord Pearce στην υπόθεση The Miraflores and the Abadese (1967) 1 All E.R. 672,677, είναι: To Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει υποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων, από τη μια και Ενάγοντα από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα......»

Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 178 αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τον καταμερισμό ευθύνης:

«Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι πρωτίστως έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι καθοριστικοί παράγοντες για τον καθορισμό της ευθύνης είναι δύο:

(α) Η υπαιτιότητα (blameworthiness) που συναρτάται με την εκπλήρωση των καθηκόντων του κάθε οδηγού για την ασφάλεια του άλλου και

(β) Η αιτιώδης συνάφεια (causative potency) μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης.

Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνία του μέσου συνετού πολίτη όπως επεξηγείται στις υποθέσεις Charalambous ν. Kassapis (1988)                                                                                                1 C.L.R.25

και Polykarpou ν. Adamou (1988) 1 C.L.R.727. »

Η έννοια της αμέλειας είναι κοινή στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο. Στην υπόθεση Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 1 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την αμέλεια (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

«Η αμέλεια σύγκειται στην παράλειψη εκπληρώσεως του καθήκοντος μέριμνας και φροντίδας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού, τον γείτονα, όπως επιγραμματικά αναφέρεται στην απόφαση του Λόρδου Atkin στην υπόθεση Donoghue ν, Stevenson (1932) A.C. 562. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και ποινικό δίκαιο, ό, τι διαφέρει είναι το βάρος της αποδείξεως.

Το απρόσωπα προσδιοριζόμενο καθήκον προς κάθε ένα που είναι λογικά δυνατό να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού, συγκεκριμενοποιείται στα πλαίσια των γεγονότων της υποθέσεως για να αποφασισθεί­

α) η φύση του καθήκοντος, και

β) όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη του κατά πόσο ο οδηγός το έχει εκπληρώσει.

Το κριτήριο για τη διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, και μέτρο ο προσεκτικός και όχι ο τέλειος οδηγός. Τέλος, η πρόβλεψη συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες και τη λογική συνέπεια.»

Είναι νομολογημένο ότι για τον καθορισμό της αμέλειας, το μέτρο με το οποίο κρίνονται οι πράξεις προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο, είναι εκείνο του μέσου συνετού ανθρώπου, και ο προσδιορισμός του καθήκοντος ενός εκάστου ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή. Όπως επίσης προκύπτει από τη σχετική νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις (βλ. Constantinou ν. Katsouris a.o(1975) 1 C.L.R 188). Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αντιληπτή, παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Αργυρού ν.Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ 378).

 

Η αμέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και όχι θεωρητικό. Εξετάζεται σε κάθε περίπτωση η γενεσιουργός αιτία και ότι πραγματικά επέδρασε στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. Κυριάκου ν. Κανάρη (1997) 1 ΑΑΔ 1436).

Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ ενός οχήματος που κινείται και ενός σταματημένου οχήματος το οποίο είναι εύλογα ορατό, το βάρος είναι στους ώμους του οδηγού του οχήματος που βρίσκεται εν κινήσει να αποδείξει ότι επέδειξε εύλογη επιμέλεια (Randall v Tarrant [1955] 1 All ER 600, [1955] 1 WLR 255, Bingham's Motor Claims CasesEighth ed., LondonButterworths, 1980, σελ. 56).

 

Το καθήκον επιμέλειας ενός οδηγού που ακολουθεί άλλο όχημα περιγράφεται στην Sir Rentals CoLtd v Κυριάκου Χαραλάμπους (2003) 1 Α.Α.Δ. 1498, από τον Καλλή, Δ., με παραπομπή σε σχετική αγγλική νομολογία. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα꞉

 

«Στην Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, Ctof Sess. ο Lord Cooper καθόρισε ως εξής το επίπεδο επιμέλειας που πρέπει να τηρείται από τον ακολουθούντα οδηγό:

«The distance which should separate two vehicles travelling one behind the other must depend upon many variable factors - their speed, the nature of the locality, the other traffic present or to be expected, the opportunity available to the following driver of commanding a view ahead of the leading vehicle, the distance within which the following vehicle can be pulled up, and many other things.  The following driver is, in my view, bound, so far as reasonably possible, to take up such a position, and to drive in such a fashion, as will enable him to deal successfully with all traffic exigencies reasonably to be anticipated:  but whether he has fulfilled this duty must in every case be a question of fact, just as it is a question of fact whether, on any emergency disclosing itself, the following driver acted with the alertness, skill and judgment reasonably to be expected in the circumstances."

 

Σε μετάφραση:

 

"Η απόσταση που πρέπει να χωρίζει δύο οχήματα που οδηγούνται το ένα πίσω από το άλλο πρέπει να εξαρτάται από πολλούς μεταβλητούς παράγοντες - την ταχύτητα τους, τη φύση της περιοχής, την υπόλοιπη τροχαία που βρίσκεται στην περιοχή ή αναμένεται να βρεθεί, την ευκαιρία που έχει ο ακολουθών οδηγός να έχει ορατότητα μπροστά από το προπορευόμενο όχημα,την απόσταση εντός της οποίας το όχημα που ακολουθεί μπορεί να σταματήσει, και πολλά άλλα ζητήματα. Ο ακολουθών οδηγός υπέχει, κατά την άποψη μου, υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι εύλογα δυνατό, να λαμβάνει τέτοια θέση, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας οι οποίες εύλογα μπορούν να προβλεφθούν:  Ωστόσο το κατά πόσο έχει εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι θέμα πραγματικό, ακριβώς  όπως είναι θέμα πραγματικό το κατά πόσο, σε οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη που παρουσιάζεται, ο ακολουθών οδηγός ενήργησε με την ετοιμότητα, δεξιοτεχνία και κρίση που εύλογα αναμένεται υπό τις περιστάσεις".

 

Η απόφαση στην Brown and Lynn (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct. και στην Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140143, 144.».

 

 

Το ίδιο καθήκον επιμέλειας εφαρμόζεται ακόμη και στην περίπτωση οδηγών σε υπεραστικό δρόμο. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυροφτή (2001) 2 Α.Α.Δ. 130ο εφεσίβλητος οδηγούσε επί του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας - Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λευκωσία.   Μπροστά ήταν το αυτοκίνητο YS955, πίσω του το αυτοκίνητο ΡΑ772, πίσω από το ΡΑ772 ήταν το αυτοκίνητο CAN445, και πιο πίσω το ΡΡ180 με οδηγό τον εφεσίβλητο.  Κάποια στιγμή ο οδηγός του YS955 σταμάτησε το αυτοκίνητό του, πίσω του σταμάτησε το ΡΑ772 και πιο πίσω σε απόσταση 3 μ. περίπου το CAN445. Ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο CAN445. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατηγορία της αμελούς οδήγησης γιατί το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το προπορευόμενο όχημα «από μόνο του δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει την κατηγορία». Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης.  Το Εφετείο, μετά από επισκόπηση της σχετικής με τα επίπεδα προσοχής που πρέπει να τηρούνται από τον ακολουθούντα οδηγό νομολογίας (βλ. Brown and Lynn, πιο πάνω, Scott , πιο πάνω, Antoniou, πιο πάνω και Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190), έθεσε το θέμα ως εξής:

 

«Η ορθή νομική θέση είναι εκείνη που έχει διατυπωθεί στην απόφαση του Lord Cooper στην Brown and Lynn (πιο πάνω) και υιοθετήθηκε στην Antoniou (πιο πάνω). Επαναλαμβάνουμε ότι το κατά πόσο ο οδηγός που ακολουθεί έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του είναι θέμα πραγματικό. Το θέμα είναι θέμα βαθμού στην κάθε περίπτωση.

 

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε υπεραστικό δρόμο με απεριόριστη ορατότητα. Ακολουθούσε αριθμό προπορευόμενων οχημάτων. Είχε υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό να κρατεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό.  Η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε ένα υπεραστικό δρόμο, ιδίως κοντά σε παρόδους με πρόσβαση στον υπεραστικό δρόμο - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - ήταν εύλογα προβλεπτή. Έπεται πως ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου.  Παρεμβάλλουμε ότι τα προπορευόμενα του εφεσίβλητου αυτοκίνητα αντελήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για να τον αποφύγουν. Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα ο εφεσίβλητος δεν έχει εκπληρώσει την πιο πάνω υποχρέωση του. Ακολουθεί πως η συμπεριφορά του συνιστούσε αμελή οδήγηση.  Η απόδειξη που προσάχθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογεί την καταδίκη του εφεσίβλητου για αμελή οδήγηση πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.»

 

Εφόσον η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ., μεταξύ άλλων, Elpiniki Panayiotou vGeorghios Kyriacou Mavrou (1970) 1 CLR 215).

 

Το τί συνιστά «κίνδυνο» στο δρόμο και τί συνιστά «εύλογα προβλεπτό κίνδυνο σε αυτοκινητόδρομο» απασχόλησε το Εφετείο στην Κυριάκος Τσολάκης ως Διαχειριστής της περιουσίας του Αντώνη Τσολάκη ν Κρίστη Ανδρέου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 129όπου λέχθηκε ότι:

 

«Σύμφωνα με το σκεπτικό της υπόθεσης Πραστίτης, το κατά πόσο η ύπαρξη ορισμένου αντικειμένου σε ορισμένο χώρο συνιστά κίνδυνο και το κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο της ορατότητας είναι σχετικό. Όμως εδώ οι περιστάσεις ήσαν τέτοιες που δεν έπρεπε να απαλλαγεί τελείως της ευθύνης ο εφεσίβλητος 2 για το λόγο ότι δεν ήταν λογικά αναμενόμενο για τον εφεσείοντα να αναμένει σταματημένο ένα όχημα και μάλιστα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου. Η υπόθεση Κλεάνθους κ.ά. ν. Ευαγγέλου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1681στην οποία ολόκληρη η ευθύνη επιρρίφθηκε από το Εφετείο στον οδηγό που προσέκρουσε σε σταματημένο αυτοκίνητο, διαφοροποιείται αφού εκεί το ατύχημα ήταν μέσα σε συνοικία της πόλης (Καϊμακλί) και όχι σε αυτοκινητόδρομο. Το ίδιο και η υπόθεση Κυριάκου κ.ά. ν. Κανάρη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1436 διαφοροποιείται στα γεγονότα της.».

 

Η αμέλεια συναρτάται με την παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος επιμέλειας προς άλλους, ενώ η συντρέχουσα αμέλεια συναρτάται με την παράλειψη του ενάγοντα να λάβει προβλεπτές προφυλάξεις για την δική του ασφάλεια και την ασφάλεια της περιουσίας του.

 

Ένας ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος.

 

Ο καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες꞉

 

Σωρεία αποφάσεων ασχολήθηκε με την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών και παραπεμπω ενδεικτικά στην Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντης κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420.

 

Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά, αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη (Βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178.

 

Συμπεράσματα

Ευθύνη

Στρεφόμενος στις συνθήκες τέλεσης του δυστυχήματος, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία και συνακόλουθα τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Ενάγουσα  ενώ οδηγούσε το όχημα της στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πάφο και πιο συγκεκριμένα καθώς βρισκόταν έξω από τον χώρο εργασίας της, λόγω του ότι επιθυμούσε να στρίψει αριστερά με σκοπό να εισέλθει στον χώρο στάθμευσης της εργασίας της, σταμάτησε το όχημα της και έθεσε τον δείκτη του οχήματος της σε λειτουργία δεικνύοντας έτσι την πρόθεση της ότι επιθυμούσε να στρίψει αριστερά στον χώρο στάθμευσης. Από την άλλη ενώ ο Εναγόμενος 2 οδηγούσε το δικό του όχημα στον ίδιο δρόμο και ακολουθώντας το όχημα της Ενάγουσας το οποίο και συνεπώς προπορευόταν του δικού του οχήματος σε κάποια στιγμή και εντελώς ξαφνικά προσέκρουσε στο πίσω μέρος του οχήματος της Ενάγουσας προκαλώντας της ελαφριές ζημίες ως αυτές περιγράφονται στο Τεκμήριο 21. Ακολούθως και μετά από την σύγκρουση που επήλθε στο πισινό μέρος και δη στον προφυλακτήρα του οχήματος της Ενάγουσας από το όχημα του Εναγόμενου 2, ο τελευταίος συνομίλησε με την Ενάγουσα και αφού της απολογήθηκε ζητώντας της συγνώμη της ανέφερε ότι προσέκρουσε μαζί της καθότι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού και πιο συγκεκριμένα σε ένα άλλο δυστύχημα που είχε συμβεί εκείνη την στιγμή στον ίδιο δρόμο. Η Ενάγουσα από την σύγκρουση τραυματίστηκε στην περιοχή της σπονδυλικής στήλης και δη στον αυχένα.

Όλα τα πιο πάνω δεδομένα συνηγορούν με το συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 2  δεν τήρησε την υποχρέωση που είχε στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό να κρατεί δηλαδή τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα της Ενάγουσας, και έτσι να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό όπως και εν προκειμένω την πρόθεση της Ενάγουσας η οποία και προπορευόταν του δικού της οχήματος, να σταματήσει  με σκοπό να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στον χώρο στάθμευσης της εργασίας της αλλά και πόσο άλλο μάλιστα να αντιληφθεί την συγκεκριμένη πρόθεση της αφής στιγμής η ίδια είχε θέσει και το δείκτη του οχήματος της σε λειτουργία.

Έπεται ότι ο Εναγόμενος 2 δεν επέδειξε την επιβαλλόμενη προσοχή και επιμέλεια με συνέπεια να μην προσέξει έγκαιρα το όχημα της Ενάγουσας και έτσι να συγκρουστεί μαζί της. Συνεπώς και υπέχει ευθύνη για το δυστύχημα.

Το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο και η Ενάγουσα φέρει ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα. Στην αγγλική υπόθεση Jones ν. Lrvox Quarries Ltd (1952) 2 Q.B. 608 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Although contributory negligence does not depend on a duty of care, it does depend on foreseeability. Just as actionable negligence requires the foresseability of harm to others, so contributory negligence requires the foreseeability of harm to oneself. A person is guilty of contributory negligence if he ought reasonably to have foreseen that, if he did not act as a reasonable, prudent man, he might hurt himself; and in his reckonings he must take into account the possibility of others being careless. "

Στην υπόθεση Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ 815 ειπώθηκαν τα εξής σε σχέση με τις γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της συντρέχουσας αμέλειας:

"Οι νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας είναι καλά καθορισμένες. Αυτή δεν στηρίζεται πάνω στην ύπαρξη καθήκοντος του ζημιωθέντος προς τον εναγόμενο. Εκείνο που είναι αναγκαίο να αποδειχθεί όταν εγείρεται η ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας είναι ότι αυτός που ζημιώθηκε δεν πήρε για το ίδιο του συμφέρον λογικές προφυλάξεις και έτσι συνέβαλε με την έλλειψη φροντίδας στη ζημιά του. Ένας όμως ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εαν ώφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος. Ένας ενάγοντας όμως δεν είναι συνήθως υπόχρεως να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις."

Από τη μαρτυρία της ΜΕ1 και δη τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν προκύπτει οτιδήποτε μεμπτό στην οδική συμπεριφορά που επέδειξε η Ενάγουσα. Η ίδια ενώ οδηγούσε το όχημα της και φορώντας μάλιστα και ζώνη ασφαλείας, σταμάτησε με σκοπό να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στον χώρο στάθμευσης της εργασίας της εφόσον παράλληλα είχε θέσει και σε λειτουργία τον δείκτη του οχήματος της με σκοπό να γίνει ορατή η πρόθεση της και στους άλλους οδηγούς που οδηγούσαν κατά την στιγμή εκείνη εντός του δρόμου ότι ο λόγος που σταμάτησε ήταν για να στρίψει αριστερά. Επίσης φορούσε και την ζώνη ασφαλείας της. Δεν διαπιστώνεται επομένως οτιδήποτε που να συνάδει ότι η Ενάγουσα εν προκειμένω δεν είχε ασκήσει και η ίδια την ανάλογη λογική φροντίδα που όφειλε για να λάβει και για την δική της ασφάλεια τα μέτρα που έπρεπε. Ως εκ του αποτελέσματος δεν διαπιστώνω ότι προκύπτει ότι η ίδια η Ενάγουσα δεν είχε συμβάλει και η ίδια καθ’ οιονδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε βαθμό στη ζημιά που υπέστη.

Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως επίσης και τη συμπεριφορά ενός εκάστου των εμπλεκομένων μερών στο επίδικο δυστύχημα αλλά και καθοδηγούμενος από την προαναφερόμενη Νομολογία που παρέθεσα, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως καταλήξω ότι την πλήρη ευθύνη για την πρόκληση του εν λόγω δυστυχήματος την φέρει αποκλειστικά ο Εναγόμενος 2.

Σωματικές βλάβες - Γενικές Αποζημιώσεις

Οι γενικές αποζημιώσεις συναρτώνται άμεσα με τον φυσικό πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια των ανέσεων και απολαύσεων της ζωής. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του ύψους των αποζημιώσεων έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί μέσα από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται από τα Δικαστήρια πρέπει να είναι δίκαιες και λογικές.

Παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των γενικών αποζημιώσεων είναι, μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα των τραυμάτων που υπέστη το πρόσωπο το οποίο διεκδικεί τις αποζημιώσεις, ο πόνος, η οδύνη, η ταλαιπωρία και η διάρκεια της δυσχέρειας (Μαυροττετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ 66). Στην υπόθεση Lankuttis ν Νικόλα, (2002) 1Β Α.Α.Δ. 1128, αναφέρονται και τα ακόλουθα για την σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που ως υποδείχθηκε και στην Μαυροπετρή (ανωτέρω), αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και την ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες ενός ανθρώπου:

 

«Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα Δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Γι' αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση ζημιάς.»

Αποτελεί εμπεδωμένη αρχή ότι προηγούμενες αποφάσεις που αφορούν το ποσό των αποζημιώσεων μόνο ενδεικτική σημασία μπορεί να έχουν, αφού κάθε ειδική περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε υπόθεσης. Δεν αποτελούν δηλαδή προηγούμενες επί του θέματος αποφάσεις δεσμευτικό προηγούμενο, αλλά παρέχουν απλά καθοδήγηση.

Στην προκειμένη περίπτωση για σκοπούς καθοδήγησης αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που η ΜΕ1 έχει υποστεί, έχω ανατρέξει στις υποθέσεις που αναφέρονται αμέσως πιο κάτω.

Στην υπόθεση ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. NIKOY ΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α Πολιτική Έφεση Αρ. 12179, 11/02/08 ο εφεσείων τραυματίστηκε σε τροχαίο δυστύχημα 18/09/2000 και αφού μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι έφερε κάταγμα εγκάρσιας απόφυσης του τρίτου αυχενικού σπονδύλου με πάρεση των άνω άκρων, χειρότερη αριστερά. Μετακομίστηκε στο Νευροχειρουγικό Τμήμα του Γ.Ν Λευκωσίας όπου διαπιστώθηκε μυελοπάθεια στο επίπεδο Α3 – Α4. Υποβλήθηκε σε συντηρητική αγωγή και αφού παρουσίασε προοδευτική βελτίωση στις 27/09/2000 δηλαδή 9 ημέρες μετά μεταφέρθηκε πίσω στο Νοσοκομείο Λεμεσού για συνέχιση φυσιοθεραπείας και απολύθηκε από τον Νοσοκομείο στις 04/10/2000. Η κατάσταση της υγείας του αν και βελτιώθηκε σημαντικά από την αγωγή που του παρασχέθηκε δεν αναμενόταν να παρουσιάσει ιδιαίτερη βελτίωση. Ειδικότερα παρέμεινε η σπαστικότητα των άκρων η οποία είχε ως αποτέλεσμα την δυσκολία στο περπάτημα, στο τρέξιμο και στα λεπτές κινήσεις των χεριών. Επίσης μειώθηκε και μόνιμα η ικανότητα του για εργασία. Πρωτόδικα επιδικάσθηκαν γενικές αποζημιώσεις ύψους 15.000 Λ.Κ ενώ κατά την έφεση κρίθηκαν ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε 25.000 Λ.Κ ήτοι σε 42,715,04 ευρώ.

Στην υπόθεση Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226 λέχθηκε ότι "αποτελεί αξίωμα του δικαίου των αστικών αδικημάτων, ότι το θύμα του αδικήματος εκλαμβάνεται στην κατάσταση που ευρίσκεται και, βάσει αυτού του δεδομένου, αποτιμάται η ζημία την οποία υφίσταται. Δεν είναι ο νοητός μέσος άνθρωπος αλλά το συγκεκριμένο θύμα του αστικού αδικήματος, που αποτελεί το υποκείμενο της αποζημίωσης. Προσμετρούν, κατά συνέπεια, οι ιδιαιτερότητες του εφεσείοντος στον καθορισμό των επιπτώσεων του τραυματισμού του και, κατ' επέκταση, της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται".

 

Την πιο πάνω προσέγγιση ακολούθησε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ v. X’’ΝΙΚΟΛΑ Πολ. Έφεση υπ. αρ. 26/2013 στην οποία η εφεσείουσα η οποία είχε εμπλακεί σε άλλα δύο τροχαία δυστυχήματα προηγουμένως πλην του τελευταίου δυστυχήματος  για το οποίο καταχώρησε την αγωγή και ακολούθως την πιο πάνω έφεση στην οποία της είχαν επιδικαστεί πρωτόδικα γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία ύψους 20,000 ευρώ συνεπεία των τραυμάτων που της είχαν προκληθεί εξαιτίας του εν λόγω δυστυχήματος και που αφορούσαν την πρόκληση κήλης του μεσοσπονδύλιου δίσκου στο διάστημα Α6 – Α7 και μυελοπάθεια, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση εφόσον συμφώνησε ότι ενόψει του ότι εν προκειμένω λόγω των προηγούμενων τραυματισμών της η Εφεσείουσα ήταν πιο ευάλωτη σε νέους τραυματισμούς εφόσον μάλιστα περί το έτος 2000 είχε υποβληθεί σε σπονδυλοδεσία καθώς και ότι έπασχε και από κατάθλιψη από το έτος 1999 όμως εν όψει του εν λόγω δυστυχήματος η κατάσταση της είχε χειροτερεύσει. Μάλιστα το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν και γενναιόδωρο στην επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων ύψους 20,000 ευρώ.

 

Εν προκειμένω η  παρούσα υπόθεση διαφέρει βεβαίως από την πιο πάνω περίπτωση καθότι έχω καταλήξει εξάλλου σε εύρημα ότι η Ενάγουσα είναι εξαιτίας του επίδικου δυστυχήματος ,και όχι σε οτιδήποτε προυπάρχον, που της προκλήθηκε αυχενική μυελοπάθεια με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση την 30/07/15 στην οποία και διενεργήθηκε σωματεκτομή του πέμπτου αυχενικού σπονδύλου καθώς επίσης της τοποθετήθηκε μεταλλικός κλωβός και πλάκα. Η Ενάγουσα μάλιστα μετά το δυστύχημα πριν την υποβολή της σε χειρουργική επέμβαση ταλαιπωρείτο αφού υπέφερε από πόνους στην περιοχή του αυχένα και μειωμένη αλλά και επώδυνη κινητικότητα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, αυχενική λόρδωση, κεφαλαλγίες ιδιαίτερα πόνο στην ινιακή χώρα του κρανίου, εμβοές, ζαλάδες και αδυναμία συγκράτησης αντικειμένων ιδιαίτερα στο δεξιό άνω άκρο. Συνεπεία των πιο πάνω συμπτωμάτων που υπέφερε η Ενάγουσα από την ημερομηνία πρόκλησης του δυστυχήματος μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2016, είχε υποστεί αδιαμφισβήτητα πόνο και ταλαιπωρία. Μάλιστα κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα απείχε και από την εργασία της ενώ δεν μπορούσε να επιτελέσει και τις δουλειές του σπιτιού της, αναγκαζόμενη έτσι να προσλάβει οικιακή βοηθό. Η Ενάγουσα μάλιστα είχε υποβληθεί και σε φυσικοθεραπείες. Σε ότι αφορά την ψυχολογική της κατάσταση το έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του που να δικαιολογεί τις όποιες αναφορές της Ενάγουσας σχετικά με την κακή της ψυχολογική κατάσταση.

 

Αναφορικά με την σημερινή κατάσταση της υγείας της Ενάγουσας αυτή φαίνεται ότι μετά την χειρουργική επέμβαση που έχει υποβληθεί με επιτυχία ως και ο ΜΕ2 υπέδειξε να έχει αποκατασταθεί εφόσον και η ίδια ανέφερε ότι το μοναδικό σύμπτωμα που αντιμετωπίζει είναι κάποιες ενοχλήσεις ιδιαίτερα κατά την αλλαγή του καιρού. Συνεπώς και δεν της έχει παραμείνει οποιοδήποτε κατάλοιπο που να την εμποδίζει να ζει μια φυσιολογική ζωή όπως και στο παρελθόν. Η Ενάγουσα επίσης στο παρών στάδιο εργάζεται. Σε ότι αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης ενόψει του νεαρού της ηλικίας της με βάση και τα όσα έχουν λεχθεί κατά την μαρτυρία του ΜΕ2 όσο και με βάση το Τεκμήριο 10 το οποίο επίσης έχει κατατεθεί, λαμβάνεται υπόψη ως προς το ύψος των αποζημιώσεων που θα επιδικαστούν.  

 

Σε όλες τις υποθέσεις που έχουν παρατεθεί ανωτέρω προκύπτει ότι κάποιοι από τους τραυματισμούς που είχαν υποστεί τα πρόσωπα που τραυματίστηκαν ήταν πανομοιότυπα με αυτά της ΜΕ1 χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ειδικά στην Νικολάου (βλ. ανωτέρω) είχαν απομείνει μόνιμα κατάλοιπα, κάτι που εν προκειμένω δεν φαίνεται να ισχύει. Από την άλλη όμως δεν παραβλέπω ότι η ΜΕ1, ηλικίας τότε 43 ετών, έχει εισαχθεί εντός του χειρουργείου εξαιτίας των τραυματισμών που υπέστη ένεκα του δυστυχήματος και ότι μελλοντικά ενδέχεται να υποστεί ξανά χειρουργική επέμβαση. Συνολικά η Ενάγουσα έχει υποστεί πόνο και ταλαιπωρία τόσο πριν την χειρουργική επέμβαση  αφού αναγκαζόταν να φορά και κολλάρο  καθώς να λαμβάνει και φαρμακευτική αγωγή – αναλγητικά φάρμακα όσο και μετέπειτα μέχρι να αναρρώσει μέχρι και τον μήνα Μάρτιο του 2016 , συνολικά δηλαδή για περίοδο 19 μηνών.

Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων θεωρώ ότι από τις πιο πάνω αναφερθείσες υποθέσεις μπορεί το Δικαστήριο μπορεί άνετα να αντλήσει καθοδήγηση, αφού προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές. Σημειώνω επίσης ότι δεν παραβλέπω ότι παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα από τις προαναφερόμενες υποθέσεις μέχρι και σήμερα, γεγονός το οποίο θα προσμετρήθεί στον υπολογισμό της αγοραστικής αξίας του χρήματος.

Στον υπολογισμό των αποζημιώσεων δεν παραγνωρίζω καθόλου ότι η ΜΕ1 εργάζεται χωρίς να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας στο παρών στάδιο πέραν των μικρών ενοχλήσεων που ανωτέρω υπέδειξα.

Συνεκτιμώντας επομένως όλα όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω, θεωρώ ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη η ΜΕ1 - Ενάγουσα το ποσό των € 35,000 επί πλήρους ευθύνης.

Ειδικές αποζημιώσεις

Είναι καλά γνωστό ότι η απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Εναπόκειται δε στον Ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά και τα οποία έχει προηγουμένως συμπεριλάβει στο δικόγραφό του. Οι ζημιές δεν είναι αρκετό να προβάλλονται στα δικόγραφα. Πρέπει να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία. Όπως αναφέρθηκε στην αγγλική υπόθεση Bonham - Carter ν. Hyde Park Hotel (1948) 64 T.L.R. 177 από το Λόρδο Goddard:

«Plaintiffs must understand that if they bring actions for damages is for them to proof their damage; it is not enough to write down the particulars, and, so to speak, throw them at the head of the court, saying "This is what I have lost, I ask you to give me these damages" They have to prove it.»

Αποτελεί επίσης καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το θύμα της αμέλειας μπορεί να ανακτήσει όλα τα έξοδα που λογικά υπέστη για την αποθεραπεία του, νοουμένου ότι ενεργεί κατόπιν ιατρικής συμβουλής (Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή κ.α. (1992) 1Α Α.Α.Δ 674).

Εν προκειμένω κάποιες από τις ειδικές αποζημιώσεις που διεκδικούνται έχουν αμφισβητηθεί πέραν από αυτές που έχουν δηλωθεί ως παραδεκτές οι κάποιες για τις οποίες δεν υπήρξε αμφισβήτηση εκ μέρους της Υπεράσπισης των Εναγομένων. Πιο συγκεκριμένα η απόδειξη του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου για το ποσό των 62,00 ευρώ (Τεκμήριο 14) καθώς και η απόδειξη της μαγνητικής τομογραφίας ημερ. 25/11/14 για το ποσό των 300,00 ευρώ (Τεκμήριο 16) είναι παραδεκτές ενώ η απόδειξη που αφορά  στις ακτινογραφίες (Τεκμήριο 15) για το ποσό των 45,00 ευρώ καθώς και τις υπηρεσίες του Δρ. Θεοδόσιου Πετρίδη αναφορικά με το ποσό των 100 ευρώ (Τεκμήριο 17) επί της ουσίας τους  δεν έχουν αμφισβητηθεί. Συνεπώς και επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας.

Σε ότι αφορά τώρα το τα έξοδα που αφορούν το κόστος της χειρουργικής επέμβασης που έχει υποβληθεί η ΜΕ1 από τον ΜΕ2, καταρχήν αξίζει να σημειωθεί  ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου η χειρουργική επέμβαση που διενεργήθηκε ήταν συνεπεία των τραυματισμών που υπέστη από το τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη και για το οποίο πλήρη ευθύνη ως ανωτέρω υπέδειξα φέρει ο άλλος εμπλεκόμενος οδηγός, δηλαδή ο Εναγόμενος 2. Η δε γνησιότητα των εγγράφων τα οποία έχουν κατατεθεί προς απόδειξη της ειδικής αυτής ζημιάς δεν έχουν εν πάση περίπτωση επί της ουσίας τους αμφισβητηθεί εφόσον συν τοις άλλοις ως έχω αποδεχθεί η ίδια η Ενάγουσα κατέβαλε το χρηματικό ποσό της επέμβασης από  χρήματα που η ίδια δανείστηκε από συγγενικό της πρόσωπο ενόψει του ότι δεν υπήρχε από μέρους της η οικονομική ευχέρεια να το πράξει. Με βάση το Τεκμήριο 20 τόσο το κόστος της χειρουργικής επέμβασης η οποία διενεργήθηκε την 30/07/15 όσο και το επιπρόσθετο κόστος στην κλινική Ευαγγελισμός στην Πάφο ανήλθε στο ποσό των 13,125,24 ευρώ ποσό το οποίο για  τους λόγους τους οποίους εξήγησα κρίνω ότι έχει αποδειχθεί ως ειδική ζημιά και το οποίο η Ενάγουσα δικαιούται να αξιώνει αφού το κατέβαλε.  

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο οι ειδικές αποζημιώσεις που αφορούν τα έξοδα που αξιώνονται αναφορικά με την πρόσληψη οικιακής βοηθού στο σπίτι της ΜΕ1 ούτως ώστε να της παρεχόταν  βοήθεια στις δουλειές του σπιτιού της – καθάρισμα και σιδέρωμα ρούχων - από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2014, όταν δηλαδή είχε επισυμβεί και το τροχαίο δυστύχημα μέχρι και τον μήνα Μάρτιο του 2016, έχουν δικαιολογηθεί ούτως ώστε να μπορούν της καταβληθούν υπό την μορφή της ειδικής αποζημίωσης. Καταρχήν με βάση το Τεκμήριο 11 καθώς και το Τεκμήριο 12 που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση προκύπτει με σαφήνεια ότι η ΜΕ1 δεν είχε εργαστεί από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι και τον μήνα Μάρτιο του 2016, περίοδος η οποία συνάδει πλήρως και με την δέσμη των τιμολογίων που αφορούν τις υπηρεσίες της οικιακής βοηθού προς την ΜΕ1 σχετικά με το σιδέρωμα των ρούχων αλλά και το καθάρισμα του σπιτιού της. Η περίοδος αυτή για την οποία αξιώνονται οι πιο πάνω ειδικές ζημιές βρίσκεται και σε πλήρη συνάρτηση αλλά και ταύτιση και με την βεβαίωση που κατατέθηκε αναφορικά με την λήψη παροχής του επιδόματος ασθενείας – Τεκμήριο 11- το οποίο επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί. Πέραν των πιο πάνω αξίζει να σημειωθεί ότι και η θέση της ίδιας της ΜΕ1 σε σχέση με την πρόσληψη οικιακής βοηθού δεν έχει αμφισβητηθεί. Το τι έχει πραγματικά έχει τεθεί στην μάρτυρα κατά την αντεξέταση της από την πλευρά της Υπεράσπισης δεν ήταν ότι δεν είχε παροχή βοήθειας από την συγκεκριμένη οικιακή βοηθό αλλά ότι το ότι η συγκεκριμένη οικιακή βοηθός της παρείχε βοήθεια πριν το δυστύχημα επισυμβεί και συνεπώς η παροχή αυτής της βοήθειας δεν ήταν συνεπεία του εν λόγω δυστυχήματος. Όπως η ΜΕ1 υπέδειξε όμως κατά την αντεξέταση της, θέση η οποία και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, πράγματι πριν το δυστύχημα έπαιρνε στο σπίτι της μια άλλη οικιακή βοηθό για την βοηθά αλλά όχι εξαιτίας του ότι η ίδια δεν μπορούσε καθόλου να συντηρήσει το σπίτι της λόγω του τραυματισμού της, αλλά ένεκα του ότι κάποτε χρειαζόταν βοήθεια ενόψει του ότι ήταν πολύτεκνη. Η θέση της ΜΕ1 ήταν ότι την συγκεκριμένη οικιακή βοηθό την είχε προσλάβει αποκλειστικά και την πλήρωνε για όλη την περίοδο κατά την οποία η ίδια ήταν ανήμπορη εξαιτίας των τραυματισμών της να καθαρίσει το σπίτι και να της σιδέρωνε τα ρούχα. Ενώπιον του Δικαστηρίου έχει κατατεθεί επίσης το Τεκμήριο 18 το περιεχόμενο του οποίου επίσης επί της ουσίας του και ως προς την γνησιότητα των εν λόγω τιμολογίων που περιλαμβάνονται σε αυτό δεν αμφισβητήθηκαν αφού ως εξήγησα η θέση που προβλήθηκε από την Υπεράσπιση ήταν διαφορετική. Συνεπώς και δεν θεωρώ ότι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Υπεράσπισης ότι η Albena Krasto δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να δώσει μαρτυρία αναφορικά με τις υπηρεσίες που παρείχε είναι βάσιμη αφής στιγμής κάτι τέτοιο δεν είχε υποβληθεί στην μάρτυρα κατά την αντεξέταση της. Ούτε και η θέση ότι δεν έχουν παρουσιαστεί οι αποδείξεις στην βάση των τιμολογίων αυτών μπορεί να έχει έρεισμα. Ως ανωτέρω εξήγησα δεν αμφισβητήθηκαν ούτε οι υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί αναφορικά με το χρονικό διάστημα που αυτές παρασχέθηκαν προς την Ενάγουσα αλλά ούτε και το γεγονός ότι η ίδια κατέβαλε τα χρηματικά αυτά ποσά προς την Albena Krasto που αναλογούν στα αντίστοιχα τιμολόγια.

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 18 και έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω που έχω αναφέρει κρίνω ότι έχει αποδειχτεί και ως ειδική ζημιά το ποσό των 5,360 ευρώ για τις υπηρεσίες που παρείχε η Albena Krast στην ΜΕ1 αναφορικά με την βοήθεια στο σπίτι της. Σημειώνεται ότι το ένα εκ των δύο τιμολογίων που αναφέρεται στον μήνα Φεβρουάριο του 2015 δεν λαμβάνεται από το Δικαστήριο υπόψη καθότι έχει εκδοθεί εις διπλούν.

Αναφορικά επίσης με την απώλεια εισοδημάτων έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου το Τεκμήριο 1 αλλά και το Τεκμήριο 12 με βάση τα οποία προκύπτει και η απώλεια των εισοδημάτων της Ενάγουσας από τους μήνες Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι και τον μήνα Μάρτιο του 2016 για το ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως. Παρόλα αυτά όμως μέσω του τροποποιημένου δικογράφου της έκθεσης απαίτησης που έχει καταχωρηθεί αξιώνονται ειδικές αποζημιώσεις για την απώλεια της εργασίας της Ενάγουσας για το ποσό ύψους 5,600 ευρώ το οποίο και έχει δικογραφηθεί. Συνεπώς η Ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 5,600 ευρώ.

Τέλος, σε ότι αφορά το τιμολόγιο που αφορά τις ζημιές που είχε υποστεί το όχημα που οδηγείτο από την Ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο, η ΜΕ1 κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι το εν λόγω όχημα που οδηγούσε ήταν ιδιοκτησία του συζύγου της. Υπό το φως των πιο πάνω δοσμένων περιστάσεων, θεωρώ λοιπόν ότι η ΜΕ1 δεν απέδειξε ότι είναι η ιδιοκτήτης του οχήματος που είχε υποστεί την ζημιά από το δυστύχημα, ούτως ώστε αυτή να δικαιούται να αξιώνει τις αποζημιώσεις αναφορικά με τις ζημίες που υπέστηκε το εν λόγω όχημα το οποίο αν και οδηγούσε η ίδια δεν ήταν και ο ζημιωθείς, εφόσον το πρόσωπο που ουσιαστικά είχε υποστεί την εν λόγω ζημιά δεν μπορεί να μην είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη του, δηλαδή από τον σύζυγο της.  Σύμφωνα με το άρθρο 16Α-(1) του Ν. 96(Ι)/2000, « ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης του περί Συμβάσεων Νόμου και του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ο ζημιωθείς υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), αποκτά απευθείας αγώγιμο δικαίωμα και εναντίον του ασφαλιστή που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου, ο οποίος σε τέτοια περίπτωση υποκαθίσταται στη θέση του ασφαλισμένου έναντι του ζημιωθέντος, χωρίς ο ζημιωθείς να υποχρεούται να στραφεί και εναντίον του ασφαλισμένου».

 

Τόκος

Η Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης διεκδικεί νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επέλευσης του επίδικου δυστυχήματος ή την ημερομηνία καταχώρησης της Αγωγής ή όπως ήθελε το Δικαστήριο αποφασίσει.  

Στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.α ν. Γεωργίου κ.α (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 ο τότε Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, κ. Κωνσταντινίδης, ανέφερε, ότι όσον αφορά το θέμα της επιδίκασης τόκου υιοθετήθηκε η μέθοδος της επιδίκασης τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα κατά την οποία ο εναγόμενος θα έπρεπε να είχε πληρώσει την αποζημίωση, αλλά δεν το έπραξε, δεδομένου, ότι είναι μόνο από την ημέρα εκείνη που μπορεί να λεχθεί, ότι ο ενάγων στερήθηκε τα χρήματα αυτά. Ο χρόνος αυτός θα μπορούσε να είναι η ημέρα κατά την οποία επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα. Γίνεται ακόμα αναφορά στην ημέρα κατά την οποία καταχωρήθηκε η αγωγή, εφόσον και εκείνη την ημερομηνία θα μπορούσε να λεχθεί, ότι ο ενάγων στερήθηκε το ποσό της αποζημίωσης.

Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων, που δεν θα κατέτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση. Επισημαίνεται, ότι σε όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε μια αγωγή προς εκδίκαση και ότι στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθησή της θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Ο λόγος είναι ότι για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο διάδικος στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα (βλ. Birkett ν. Hayes and Another (1982) 2 All E.R. 710 (C.A.)).

Εν προκειμένω το επίδικο δυστύχημα έλαβε χώρα στις  04/09/14 και το Κλητήριο Ένταλμα καταχωρήθηκε στις 22/12/15 ενώ η Έκθεση Απαίτησης την 04/07/16 ενώ τροποποιημένο Κλητήριο Ένταλμα καταχωρήθηκε στις 19/01/16  και τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης στις 28/11/16. Υπήρξε επομένως καθυστέρηση 11 περίπου μηνών από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι και την καταχώρηση της τροποποιημένης έκθεση απαίτησης για τον οποίο χρόνο δεν μου δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από μέρους της πλευράς Ενάγουσας.

Συνεπώς θεωρώ ορθό και δίκαιο όπως ο τόκος επιδικαστεί από τις 28/11/16, ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης της. Τα προαναφερόμενα ισχύουν για τις γενικές αποζημιώσεις, καθώς για τις ειδικές αποζημιώσεις.

Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα για το ποσό των 35,000 ευρώ ως γενικές αποζημιώσεις πλέον το εκάστοτε νόμιμο επιτόκιο επί του εν λόγω ποσού από τις 28/11/16 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον το ποσό των 24,592,24 ευρώ ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την 28/11/16 μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 τα δικηγορικά έξοδα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή στην ανάλογη κλίμακα και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.   

                                                                   (Υπ.)…………………………

                                                         Σ. Συμεού , Ε.Δ

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο