ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ. 411/2015  

 

 

 

 

 

1.   STEVEN ANDREW FELSON

2.   ROCHELLE KIMBERLEY FELSON, διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης BEVERLEY FELSON

 

 

 

Ενάγοντες

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΡΑΧΝΟΣ

 

 

Εναγόμενος

 

 

 

_____________________

 

 

Ημερομηνία: 08 Ιουλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Κ. Θεοχαρίδου (κα) για Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Ενάγοντες

 

Ν. Τσιαπαλής, για τον Εναγόμενο

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

 

1.        Το 2007, οι Ενάγοντες αποφάσισαν να αγοράσουν τεμάχιο γης στη Γιόλου, για να ανεγείρουν κατοικία. Τρίτο πρόσωπο τους έφερε σε επαφή με τον Εναγόμενο, ο οποίος προσφέρθηκε να τους πωλήσει το δικό του τεμάχιο γης, τα στοιχεία του οποίου αναφέρονται στην αγωγή. Τους το υπέδειξε και τους διαβεβαίωσε πως ήταν κατάλληλο για την ανέγερση κατοικίας, δείχνοντάς τους και αρχιτεκτονικά σχέδια καθώς και αίτηση που είχε κατατεθεί στο Τμήμα Πολεοδομίας για έγκριση. Οι Ενάγοντες, από σχετική έρευνα, ανακάλυψαν ότι έπρεπε να εγγραφεί δρόμος που εφάπτεται του τεμαχίου, για να καταστεί δυνατή η έγκριση των σχεδίων που είχε καταθέσει ο Εναγόμενος. Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2007, σε συνάντηση με τον Εναγόμενο, αναφέρθηκε το πρόβλημα αυτό, και ο Εναγόμενος τους ανέφερε πως ήδη η κοινότητα αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές για εγγραφή του δρόμου και ότι ήταν ζήτημα δύο περίπου μηνών η εγγραφή του. Επίσης, ότι υπήρχε βεβαιότητα πως θα γίνονταν η εγγραφή. Στη βάση αυτών των διαβεβαιώσεων, την 01.03.2007, υπογράφθηκε πωλητήριο έγγραφο, με το οποίο οι Ενάγοντες αγόρασαν το τεμάχιο του Εναγόμενου έναντι Λ.Κ.40.000,00, που αντιστοιχεί σε €68.344,06. Πλήρωσαν ως προκαταβολή, με την υπογραφή του, το ποσό των Λ.Κ.10.000,00 (€17.086,01) και το υπόλοιπο θα το κατέβαλλαν με την εγγραφή του δρόμου, που αναμένονταν να γίνει όχι το αργότερο από ενάμισι μήνα από την υπογραφή της σύμβασης, με έξοδα του Εναγόμενου, ο οποίος θα επικάλυπτε και με μπετόν τον επιτόπου άγραφο δρόμο. Συμπληρωματικά, συμφωνήθηκε όπως τα σχέδια που κατέθεσε ο Εναγόμενος για την έκδοση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση οικίας περιέλθουν στην ιδιοκτησία των Εναγόντων, με διατήρηση του αριθμού PAF/01538/2005 και, εάν επιθυμούν, να καταθέσουν, με δικά τους έξοδα, τροποποιημένα σχέδια. Είναι η θέση των Εναγόντων πως ο Εναγόμενος παράβηκε τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, εφόσον παρέλειψε να εγγράψει τον δρόμο. Παρά ταύτα, όπως θέτουν, πείστηκαν από τον Εναγόμενο και του κατέβαλαν και το εναπομείναν ποσό των Λ.Κ.30.000,00 (€51.258,04), την 13.06.2007, και πάλι, στη βάση των διαβεβαιώσεων πως ήταν βέβαιη η εγγραφή του δρόμου, και λέγοντάς τους πως είχε άμεση ανάγκη τα χρήματα. Την 28.06.2007, το ακίνητο εγγράφθηκε επ’ ονόματι των Εναγόντων, κατά ½ μερίδιο έκαστος. Οι Ενάγοντες ανέθεσαν σε πολιτικό μηχανικό την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, καταβάλλοντας Λ.Κ.4.000,00 (€6.834,41). Ετοιμάστηκαν τα σχέδια, ο πολιτικός μηχανικός μετέβη στο Τμήμα Πολεοδομίας για την κατάθεσή τους ως τροποποιημένα σχέδια στο πλαίσιο της PAF/01538/2005, όμως, ενημερώθηκε πως η αίτηση εκείνη είχε απορριφθεί από την 26.08.2006, γεγονός που ο Εναγόμενος απέκρυψε. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται πως αγόρασαν το τεμάχιο, σε αυτή την τιμή, γιατί θα αποκτούσε δρόμο και θα μπορούσαν εντός αυτού να ανεγείρουν οικία,  ειδάλλως, αφενός, δεν θα προχωρούσαν στην αγορά του, αφετέρου, η αξία του θα ήταν μικρότερη, με βάση εκτίμηση, κατά €13.380,00. Ειδικότερα, όπως αναφέρουν, η αξία του με τον δρόμο ήταν €66.900,00 και χωρίς τον δρόμο €53.520,00. Οι Ενάγοντες αναγκάστηκαν να προβούν σε νέα μελέτη, δαπανώντας €850,00. Στη βάση αυτών των γεγονότων, θεωρούν ότι ο Εναγόμενος προέβη σε απάτη, δόλο, ψευδείς παραστάσεις, παράβαση σύμβασης και παράβαση νομοθετημένων καθηκόντων. Αξιώνουν €21.064,14 πλέον γενικές αποζημιώσεις.

 

2.        Ο Εναγόμενος παραδέχεται ότι υπογράφθηκε την 01.03.2007 σύμβαση πώλησης του τεμαχίου, ότι εξοφλήθηκε το τίμημα πώλησης, και ότι το ακίνητο μεταβιβάστηκε ήδη στους Ενάγοντες. Αρνείται, όμως, πως κατά τις διαπραγματεύσεις απέκρυψε οτιδήποτε από τους Ενάγοντες, θέτοντας πως οι Ενάγοντες ενεργούσαν με την καθοδήγηση του δικηγόρου τους, ο οποίος συνέταξε και το πωλητήριο έγγραφο. Οι Ενάγοντες όφειλαν και είχαν τη δυνατότητα να διερευνήσουν όλα τα δεδομένα σχετικά με την κατανόηση των νομικών και πραγματικών χαρακτηριστικών του ακινήτου που αγόρασαν. Το ακίνητο εφάπτονταν δημόσιου μονοπατιού, γεγονός που οι Ενάγοντες γνώριζαν και ήταν εμφανές στο τοπογραφικό σχέδιο, που επισυνάπτονταν στη σύμβαση πώλησης και ότι, για την εγγραφή του, ως δημόσιου δρόμου, για να είναι δυνατή η ανάπτυξή του, είχε υποβληθεί σχετική αίτηση, που εκκρεμούσε. Προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της αίτησης ήταν η έγγραφη συγκατάθεση των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων, οι οποίοι, προκαταρκτικά τουλάχιστον, συμφωνούσαν. Οι Ενάγοντες ήταν πλήρως ενημερωμένοι για όλα. Μετά τη λήξη της προθεσμίας που προνοείτο στη σύμβαση πώλησης, ο ίδιος ενημέρωσε τους Ενάγοντες ότι, λόγω υπαναχώρησης κάποιων ιδιοκτητών, δεν ήταν δυνατή η εγγραφή του δημόσιου δρόμου και τους πρότεινε επιστροφή των χρημάτων που είχαν πληρωθεί και ακύρωση της σύμβασης πώλησης. Όχι μόνον δεν αποδέχθηκαν, αλλά ζήτησαν από τον Εναγόμενο να τους μεταβιβάσει το ακίνητο ως είχε, πράγμα που έγινε, καθιστώντας τον όρο για εγγραφή του δημόσιου δρόμου, πλέον, χωρίς αντικείμενο, εφόσον ρητά ή και εξ υπονοήσεως ακυρώθηκε και οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν τη μεταβίβαση του ακινήτου ως είχε και θα επέλυαν οι ίδιοι το ζήτημα, είτε σε συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των παρακείμενων ακινήτων είτε με εξασφάλιση διόδου είτε άλλως πώς. Η PAF/01538/2005 όντως είχε απορριφθεί πριν από την υπογραφή της σύμβασης πώλησης, επειδή το ακίνητο δεν είχε ικανοποιητική πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο, γεγονός που οι Ενάγοντες γνώριζαν, εφόσον είχαν ενημερωθεί, ή και μπορούσαν λογικά να γνωρίζουν. Ο Εναγόμενος αρνείται την αξίωση των Εναγόντων, θεωρώντας ότι πρόκειται για εκ των υστέρων επινοήσεις. Ουδέποτε ήταν βέβαιη η εγγραφή του δρόμου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε τεθεί όρος στη σύμβαση πώλησης, που όμως εκτελέστηκε, εν γνώσει των Εναγόντων για τη μη εγγραφή του. Η ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων πριν από την εγγραφή του δρόμου ήταν επιλογή των Εναγόντων. Οι Ενάγοντες είχαν εξοφλήσει το τίμημα πώλησης χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη και κωλύονται, κατά τον Εναγόμενο, να ισχυρίζονται μείωση αξίας. Ο Εναγόμενος ζητά την απόρριψη της αγωγής.

 

3.        Οι Ενάγοντες, με απαντητικό δικόγραφο, αρνούνται την υπεράσπιση του Εναγόμενου, και επιμένουν στην αξίωσή τους.

 

4.        Με δεδομένο πως δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης η σύμβαση πώλησης και το περιεχόμενό της, ούτε το γεγονός ότι υπήρξε εξόφληση του τιμήματος πώλησης και μεταβίβαση του ακινήτου στους Ενάγοντες, αλλά ούτε και ότι κατά την υπογραφή και εκτέλεση της σύμβασης δεν υπήρχε εγγραφή του δημόσιου δρόμου και ότι η αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας είχε απορριφθεί πριν από την υπογραφή της σύμβασης πώλησης, βασικό επίδικο, εκ των δικογράφων, είναι εάν υπήρξε κάποια ζημιά ή απώλεια των Εναγόντων, λόγω των χαρακτηριστικών του πωλούμενου ακινήτου που σχετίζονται με τον δημόσιο δρόμο και τις δυνατότητες ανάπτυξής του, που να συνδέεται αιτιωδώς με κάποια συμπεριφορά του Εναγόμενου, κατά τρόπο που να δημιουργεί ελάττωμα στη σύμβαση πώλησης, ή εάν ο Εναγόμενος παράβηκε οποιονδήποτε όρο της σύμβασης πώλησης. Εν τέλει, εάν οφείλει με οποιονδήποτε τρόπο αποζημιώσεις στους Ενάγοντες.

 

Διαδικασία

 

5.        Για την απόδειξη της υπόθεσης των Εναγόντων, δόθηκε μαρτυρία από τον Ενάγοντα 1 (ΜΕ1) και από τον εκτιμητή ακινήτων Νικόλα Γερμανό (ΜΕ2), οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο του Εναγόμενου. Μαρτυρία δόθηκε και από τον Εναγόμενο (ΜΥ1), ο οποίος αντεξετάστηκε από τη δικηγόρο των Εναγόντων. Το σύνολο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της δίκης. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από 24 έγγραφα ή δέσμες εγγράφων, που σημάνθηκαν ως τεκμήρια (Τ1-Τ24) είναι ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας.

 

6.        Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, δόθηκε η δυνατότητα στους δικηγόρους των δύο πλευρών να αγορεύσουν, προς υποστήριξη των θέσεων των Εναγόντων και του Εναγόμενου, αντίστοιχα.

 

 

 

7.        Το σύνολο των καταχωρισμένων εγγράφων και δηλώσεων είναι σε γνώση του Δικαστηρίου, στην πλήρη μορφή αυτών, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικά σημεία

 

8.        Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από τον νόμο ως άκυρες. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών[1].

 

9.        «Συναίνεση» υφίσταται ότι δύο οι περισσότεροι συμφωνούν για το ίδιο πράγμα, με την ίδια έννοια. Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 Κεφ.149, ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17, ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18, ή πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20, 21 και 22. Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον τρόπο αυτό, εφόσον αυτή δεν θα παρέχονταν ελλείψει του εξαναγκασμού, της ψυχικής πίεσης, της απάτης, της ψευδούς παράστασης ή της πλάνης[2].

 

10.    Η «απάτη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις εξής πράξεις, οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης: με την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές· την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό· υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της· κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση· κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από τον νόμο ως απάτη. Απλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση[3].

 

11.    Η «ψευδής παράσταση» περιλαμβάνει τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές. Επίσης, περιλαμβάνει κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιονδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού. Περιλαμβάνει και την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής[4].

 

12.    Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό. Ο συμβαλλόμενος, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία απάτης ή ψευδούς παράστασης, δύναται αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να αποκατασταθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν οι παραστάσεις που έγιναν ήταν αληθείς. Αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση, παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια. Απάτη ή ψευδής παράσταση η οποία δεν προκάλεσε τη συναίνεση προς σύναψη σύμβασης του μέρους επί του οποίου ασκήθηκε η απάτη, ή στο οποίο έγινε η ψευδής παράσταση, δεν καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη[5].

 

13.    Αν και τα δύο μέρη της συμφωνίας τελούν σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός, ουσιώδες στη συμφωνία, η συμφωνία είναι άκυρη. Πεπλανημένη αντίληψη αναφορικά με την αξία του αντικειμένου της συμφωνίας, δεν θεωρείται ως πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός. Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη επειδή συνάφθηκε συνεπεία πλάνης αναφορικά με οποιοδήποτε νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία. Πλάνη, όμως, για νόμο που δεν ισχύει στη Δημοκρατία επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, όπως και η πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός. Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη από μόνο τον λόγο ότι συνάφθηκε από έναν από τους συμβαλλόμενους ο οποίος τελούσε σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός[6].

 

14.    Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν είναι απαγορευμένος από νόμο, ή είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, ή συνιστά απάτη, ή επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική. Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη[7].

 

15.    Αν οποιοδήποτε μέρος μιας και μόνης αντιπαροχής για ένα ή περισσότερους σκοπούς ή μία οποιαδήποτε αντιπαροχή ή οποιοδήποτε μέρος μιας από περισσότερες αντιπαροχές για ένα και μόνο σκοπό, είναι παράνομος, η συμφωνία είναι άκυρη[8].

 

16.    Η «σύμβαση υπό αίρεση» είναι σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη, αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει. Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης ορισμένου αβέβαιου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου καθίσταται άκυρη αν, με την πάροδο του ορισμένου χρόνου, το γεγονός δεν επήλθε, ή αν πριν από τον ορισμένο χρόνο, το γεγονός κατέστη αδύνατο[9]. Συμφωνία για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης αδύνατου γεγονότος είναι άκυρη, ανεξάρτητα αν κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας τα μέρη γνώριζαν ή όχι ότι η αίρεση ήταν αδύνατη[10].

 

17.    Οι έγκυρες συμβάσεις πρέπει να εκπληρώνονται. Οι συμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός αν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την εκτέλεση αυτή, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου[11]. Αν ένας από τους συμβαλλόμενους αρνηθεί να εκπληρώσει, ή καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να εκπληρώσει, την υπόσχεση του στο σύνολό της, ο δανειστής δύναται να τερματίσει τη σύμβαση, εκτός αν εκδήλωσε προφορικά ή με συμπεριφορά, τη συγκατάθεση του για συνέχιση της σύμβασης[12].

 

18.    Αν μια από τις αμοιβαίες υποσχέσεις από τις οποίες συνίσταται η σύμβαση, δεν δύναται να εκπληρωθεί ή η εκπλήρωση της δεν δύναται να αξιωθεί πριν από την εκπλήρωση της άλλης, το πρόσωπο που βαρύνεται με την άλλη αυτή υπόσχεση, αν παραλείψει να την εκπληρώσει, δεν δύναται να αξιώσει εκπλήρωση της υπόσχεσης με την οποία βαρύνεται ο άλλος από τους συμβαλλόμενους, υποχρεούται όμως να τον αποζημιώσει για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί, λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης[13].

 

19.    Αν ένας από τους συμβαλλόμενους ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια εντός ορισμένου χρόνου ή πριν από τον χρόνο αυτό, ή σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένων χρόνων ή πριν από τους χρόνους αυτούς, και παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κατά ή πριν από τον ορισμένο χρόνο, η σύμβαση ή το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμη καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του δανειστή, αν πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν να καταστήσουν τον χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Aν πρόθεση των συμβαλλόμενων δεν ήταν να καταστήσουν τον χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης, η σύμβαση δεν καθίσταται ακυρώσιμη λόγω παράλειψης του οφειλέτη να ενεργήσει εντός του ορισμένου χρόνου ή πριν από αυτόν, ο δανειστής όμως έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον οφειλέτη για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί λόγω της παράλειψης αυτής. Σε περίπτωση ακυρώσιμης σύμβασης λόγω παράλειψης του οφειλέτη να εκπληρώσει την υπόσχεση του στον χρόνο που συμφωνήθηκε, αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης σε χρόνο άλλον από αυτόν που συμφωνήθηκε, τότε δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για ζημιά που υπέστη λόγω μη εκπλήρωσης κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε, εκτός αν, κατά τον χρόνο της αποδοχής, γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την πρόθεση του να αξιώσει αποζημίωση[14].

 

20.    Συμφωνία προς τέλεση πράξης αφ’ εαυτής αδύνατης είναι άκυρη. Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη. Αν η υπόσχεση αφορά πράξη αδύνατη ή παράνομη και ο οφειλέτης γνώριζε ή αν κατέβαλλε εύλογη επιμέλεια, μπορούσε να γνώριζε το αδύνατο ή το παράνομο αυτής, ο δε δανειστής δεν γνώριζε ότι αυτή ήταν αδύνατη ή παράνομη, ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει τον δανειστή για κάθε ζημιά, την οποία αυτός ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης[15].

 

21.    Αν οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να αντικαταστήσουν τη σύμβαση με νέα, ή να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση ή να τροποποιήσουν αυτήν, η αρχική σύμβαση δεν χρειάζεται εκπλήρωση. Ο δανειστής δύναται να απαλλάξει ολικά ή μερικά τον οφειλέτη από την υποχρέωση του προς εκπλήρωση ή δύναται να παραιτηθεί ολικά ή μερικά από την αξίωση του προς εκπλήρωση ή να παρατείνει το χρόνο της εκπλήρωσης ή να δεχτεί αντί αυτής οποιαδήποτε ικανοποίηση την οποία θεωρεί προσήκουσα. Αν ο συμβαλλόμενος κατ’ εκλογή του οποίου η σύμβαση είναι ακυρώσιμη υπαναχωρήσει από αυτήν, ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση που τον βαρύνει στη σύμβαση. Το πρόσωπο που υπαναχωρεί από ακυρώσιμη σύμβαση υποχρεούται, αν από αυτή προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος από άλλο συμβαλλόμενο, να αποκαταστήσει το όφελος αυτό, στο μέτρο του εφικτού, στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό. Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό[16].

 

22.    Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης. Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης[17].

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

23.    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[18], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

24.    Για ορισμένα ζητήματα, που είναι εκτός του πεδίου της κοινής γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας, το Δικαστήριο δυνατόν να χρειάζεται, κατ’ εξαίρεση, μαρτυρία γνώμης, από εμπειρογνώμονα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό, για θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας[19]. Τι αποτελεί αντικείμενο κοινής γνώσης και ανθρώπινης εμπειρίας και τι αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, δεν αποκλείεται να συγχέεται γιατί, στη σύγχρονη εποχή, είναι διευρυμένη η πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία και η δυνατότητα διάδοσής της, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Αυτή η πραγματικότητα συχνά αυξάνει και τις απαιτήσεις σχετικά με την εμπειρογνωμοσύνη, ανάλογα. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα, ως επίσης καθοδηγεί η νομολογία[20], είναι με βάση τα ίδια προαναφερόμενα κριτήρια, τα οποία εστιάζουν στη βασιμότητα ή την εγκυρότητα της γνώμης του. Περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων, που δεν εκτίθενται εξαντλητικά, την πληρότητα της αιτιολογίας που δίδεται για τη συγκεκριμένη γνώμη, τη συνάφεια ή την ακρίβεια ή την επάρκεια στην παρουσίαση και τεκμηρίωσή της, τον βαθμό της μελέτης για τον σχηματισμό της. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες και γνώσεις, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Συναφώς, το Δικαστήριο πρώτα αξιολογεί την ειδική μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, και αφού την κατανοήσει,  με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την εξειδικευμένη πτυχή της υπόθεσης.

 

25.    Ο ΜΕ1 ανέφερε όσα και στην Έκθεση Απαίτησής τους οι Ενάγοντες. Προσκομίστηκαν το διάταγμα δια του οποίου υποκαταστάθηκε η αρχική Ενάγουσα 2 (Τ1), βάσει διατάγματος περιορισμένης διαχείρισης (Τ2), η σύμβαση πώλησης ημερομηνίας 01.03.2007 (Τ3), καθώς και η συμπληρωματική συμφωνία ιδίας ημερομηνίας (Τ4), η εκτίμηση που εξασφάλισε από τον ΜΕ2 (Τ5) και το τιμολόγιο για τα €850,00 (Τ6), οι τίτλοι ιδιοκτησίας επί των Εναγόντων και ο αρχικός (Τ7-Τ9), η γνωστοποίηση λήψης της πολεοδομικής αίτησης ΠΑΦ/01538/2005 (Τ10), οι λόγοι άρνησης χορήγησης άδειας ημερομηνίας 24.08.2006 βάσει της ΠΑΦ/01538/2005 (Τ11), η απόδειξη είσπραξης της προκαταβολής των Λ.Κ.10.000,00 (Τ12), η απόδειξη είσπραξης Λ.Κ.4.000,00 πλέον Φ.Π.Α. για ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων ημερομηνίας 06.09.2007 (Τ13), δήλωση του Εναγόμενου ημερομηνίας 27.06.2007 σχετική με την οριοθέτηση των συνόρων του τεμαχίου (Τ14), επιταγή προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 13.06.2007 για Λ.Κ.8.000,00 από δικηγόρο που ενεργούσε ως ο δικηγόρος των Εναγόντων έναντι τιμήματος πώλησης (Τ15), απόδειξη πληρωμής στο Κτηματολόγιο ημερομηνίας 28.06.2007 (Τ16), απόδειξη είσπραξης από τον Εναγόμενο Λ.Κ.22.000,00 ημερομηνίας 27.06.2007 (Τ17), γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας στην αίτηση ΠΑΦ/00633/2009 ημερομηνίας 28.05.2010 μαζί με τη σχετική αίτηση (Τ18) και γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας στην αίτηση ΠΑΦ/01789/2007 ημερομηνίας 22.02.2008 (Τ19), καθώς και πραγματογνωμοσύνη πολιτικού μηχανικού (Τ20).

 

26.    Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα βασικά γεγονότα, συνεπώς και οι δηλώσεις γεγονότων που αναφέρονται στα Τ1-Τ4, Τ7-Τ12, Τ14-Τ17, δεν αμφισβητούνται από τη δικογραφία.

 

27.    Όπως προκύπτει και από την παράγραφο 12 της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α[21]), ήταν εξ αρχής γνωστό στους Ενάγοντες, κατά την υπογραφή της σύμβασης πώλησης, πως, για να εγκριθούν σχέδια οικοδόμησης και να εκδοθεί πολεοδομική άδεια, προϋποτίθετο η εγγραφή του δρόμου που εφάπτονταν στο τεμάχιο.

 

28.    Συναφώς, όπως προκύπτει και από το Τ9, και δεν αμφισβητείται, το ακίνητο ήταν ένα χωράφι στη Γιόλου. Η πολεοδομική του ζώνη ήταν η Γ3 (Τ5). Την οικοδόμηση ακινήτου σε ζώνη Γ3 διέπει η Δήλωση Πολιτικής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, στην οποία οι Ενάγοντες, εφόσον είχαν και δικηγόρο, ευλόγως, μπορούσαν να είχαν πρόσβαση, και να γνωρίζουν τις πρόνοιές της, ιδίως εάν ο σκοπός της επένδυσής τους ήταν η ανέγερση κατοικίας στο αγροτεμάχιο.

 

29.    Κατ’ επέκταση των προαναφερόμενων, εξάγεται πως ήταν σε γνώση των Εναγόντων πως, εάν δεν υπάρχει εγγραφή δημόσιου δρόμου που να ικανοποιεί τις ανάγκες της Δημόσιας Πολιτικής, δηλαδή που να παρέχει ικανοποιητική πρόσβαση, δεν θα μπορεί να εγκριθεί κάποια αίτηση για πολεοδομική άδεια σε χωράφι στη ζώνη Γ3, περιλαμβανομένων των σχεδίων οικοδόμησης, και άρα ότι, εφόσον δεν υπήρχε εγγραφή δημόσιου δρόμου, τέτοια αίτηση, που είχε ήδη υποβληθεί, εάν στο μεταξύ δεν υπήρχε διαφοροποίηση σχετικά με την εγγραφή του δρόμου ή τη Δημόσια Πολιτική, θα ήταν έκθετη σε απόρριψη.

 

30.    Οι Ενάγοντες επέλεξαν, με αυτό το δεδομένο, να αγοράσουν το ακίνητο, θέτοντας, στη και σύμβαση πώλησης (Τ3), στην παράγραφο 3, τον εξής όρο:

 

«The vendor is obliged to register the road on the above property in 1½ month from today. All the expenses needed for the registration of the road are vendor’s responsibility. In case the vendor fails to do it for any reason the vendor will refund the amount of the deposit to the Purchasers with interest. …».

 

31.    Η θέση του όρου αυτού στο συμβατικό κείμενο δείχνει πως δεν υπήρξε είτε απάτη είτε ψευδής παράσταση σε σχέση με την ανάγκη εγγραφής του δρόμου ως δημόσιου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η οικιστική ανάπτυξη του αγροτικού τεμαχίου.

 

32.    Ωστόσο, η εγγραφή δρόμου ως δημόσιου δεν εξαρτάται από οποιονδήποτε ιδιώτη και η σύμβαση συνάφθηκε με τον Εναγόμενο υπό την ιδιότητά του ως ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου γης, εφόσον σε αυτήν δεν αναφέρεται οπουδήποτε κάποια ιδιότητα του Εναγόμενου, αλλά ούτε και θα ήταν σύννομη η σύναψη ιδιωτικής σύμβασης μεταξύ Κοινοτάρχη και ιδιώτη, με την οποία ο Κοινοτάρχης να υπόσχεται στον ιδιώτη να εγγράψει δρόμο ως δημόσιο δρόμο. Κατά τη γνώμη μου, ο όρος αυτός, με τον οποίο, κατά το γράμμα της σύμβασης, ο Εναγόμενος ανέλαβε να εγγράψει δημόσιο δρόμο, ή και να επέμβει σε δημόσιο χώρο, δεν έχει κύρος, χωρίς αυτό να επηρεάζει το κύρος του υπόλοιπου περιεχομένου της σύμβασης πώλησης αναμεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου. Οι Ενάγοντες, με εύλογη επιμέλεια, μπορούσαν να γνωρίζουν ότι δεν εναπόκειται στον Εναγόμενο η εγγραφή δημόσιου δρόμου.

 

33.    Προφανώς και όταν παρήλθε ο 1½ μήνας δεν είχε εγγραφεί ο δημόσιος δρόμος, εφόσον δεν ήταν στον έλεγχο του Εναγόμενου η εγγραφή του και ο χρόνος της εγγραφής του και δεν ήταν όρος που θα μπορούσε να εκπληρωθεί από τον Εναγόμενο.

 

34.    Οι Ενάγοντες δεν υπαναχώρησαν από τη σύμβαση, για οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της ακυρότητας του όρου 3 του Τ3, αλλά προχώρησαν στην εκτέλεση των υπόλοιπων όρων της, καταβάλλοντας το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης και λαμβάνοντας τον τίτλο του ακινήτου (Τ15, Τ17, Τ16, Τ7, Τ8), επιβεβαιώνοντας ό,τι εξάγεται και από το γραπτό κείμενο της σύμβασης, πως το γεγονός της εγγραφής του δρόμου δεν τέθηκε στη σύμβαση ως αίρεση. Μάλιστα, δεν τέθηκε οποιαδήποτε επιφύλαξη κατά την πληρωμή του υπόλοιπου τιμήματος ή την αποδοχή του τίτλου. Ο Εναγόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί πως προσπορίστηκε όφελος από τη μη εκπλήρωση του άκυρου όρου, εις βάρος των Εναγόμενων, που να οφείλει να τους επιστρέψει, καθώς τα χρήματα που συνολικά έλαβε από τους Εναγόμενους ήταν η συμφωνημένη αγοραία αξία του ακινήτου, τον τίτλο του οποίου μεταβίβασε στους Ενάγοντες.

 

35.    Στη συμπληρωματική συμφωνία (Τ4), συμφωνείται ότι οι Ενάγοντες θα κρατούσαν τον ίδιο αριθμό ΠΑΦ/01538/2005, με δυνατότητα, με δικά τους έξοδα, να υποβάλουν νέα σχέδια, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά εάν η σχετική αίτηση εκκρεμεί ή εάν απορρίφθηκε, που, ως γεγονός, είχε απορριφθεί (Τ11), λόγω της μη ικανοποιητικής πρόσβασης σε δημόσιο δρόμο, σύμφωνα με τη Δήλωση Πολιτικής. Ωστόσο, δια του Τ4, ο Εναγόμενος δεν προέβη σε συγκεκριμένη παράσταση γεγονότος, ούτε ανέλαβε συγκεκριμένη υποχρέωση έναντι στους Ενάγοντες, οι οποίοι, λίγους μήνες μετά, ως ιδιοκτήτες, αφού ανέθεσαν σε αρχιτέκτονα να τους ετοιμάσει σχέδια για να κτίσουν έπαυλη (Τ13), αιτήθηκαν οι ίδιοι τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας (Τ19), όπως φαίνεται στο Δικαστήριο, απλώς μη μπορώντας να υποβάλουν τα σχέδια τους στο πλαίσιο της υφιστάμενης αίτησης, που είχε ήδη απορριφθεί. Ενώ η αίτησή τους είχε απορριφθεί για τον ίδιο λόγο που είχε απορριφθεί και η ΠΑΦ/01538/2005 (Τ11), έπραξαν ξανά το ίδιο, δηλαδή υπέβαλαν εκ νέου αίτηση, πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία εγγραφής του δημόσιου δρόμου, ώστε, και εκείνη, για τον ίδιο λόγο, αναμενόμενα, να απορριφθεί (Τ18).

 

36.    Με αυτά τα δεδομένα, δημιουργείται ερωτηματικό ως προς την αναφορά του ΜΕ1, στην παράγραφο 19 του Εγγράφου Α, ότι στην πορεία των χρόνων, διαφάνηκε πως ο Εναγόμενος είχε στο παρελθόν ξανά προσπαθήσει να λάβει άδεια, με αιτήσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Όσες αιτήσεις κι αν υποβάλλονταν, από οποιονδήποτε, το δεδομένο ήταν ένα: πως, εάν δεν υφίσταται δημόσιος δρόμος, που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Δήλωσης Πολιτικής, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί οικιστικά το συγκεκριμένο ακίνητο· δεδομένο συγκεκριμένο, που ήταν εξ αρχής γνωστό στους Ενάγοντες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 12 του Εγγράφου Α και όπως προκύπτει και από το Τ3.

 

37.    Πέραν των προαναφερόμενων, που προκύπτουν από αδιαμφισβήτητα γεγονότα και έγγραφα, ως προς ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αμφισβητούμενο, με τη μαρτυρία του, ο ΜΕ1, δεν έπεισε και ο ίδιος το Δικαστήριο πως οι Ενάγοντες βασίστηκαν σε συγκεκριμένες παραπλανητικές ή ψευδείς δηλώσεις ή αναφορές του Εναγόμενου, για να προχωρήσουν να συμβληθούν την αγορά του ακινήτου, που άλλως πώς δεν θα αγόραζαν. Όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη μαρτυρία, το αγόρασαν, γνωρίζοντας πως, κατά τη σύναψη και εκτέλεση της σύμβασης, δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί, εάν δεν προηγείτο η εγγραφή του δημόσιου δρόμου.

 

 

38.    Στην παράγραφο 21 του Εγγράφου Α, όπως και στην παράγραφο 36, ο ΜΕ1 αναφέρεται σε συνεχείς οχλήσεις, και γραπτές ειδοποιήσεις, ωστόσο, δεν προσκόμισε κάποια επιστολή, δια της οποίας να αποδεικνύεται τέτοια όχληση ή προειδοποίηση, όπως ούτε και κάποια έγγραφη διαβεβαίωση. Οι αναφορές ήταν γενικές και αόριστες. Για άλλα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα για το θέμα της οριοθέτησης (Τ14), φαίνεται πως οι Ενάγοντες ζητούσαν την έγγραφη διατύπωση πως δηλώσεων. Εφόσον δε είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ενάγοντες το θέμα της εγγραφής του δρόμου, από το οποίο εξαρτάτο η δυνατότητα οικοδομικής ανάπτυξης του ακινήτου, το ευλόγως αναμενόμενο θα ήταν να ζητούσαν εγγράφως οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις ή και να τερματίσουν τη σύμβαση πώλησης, εάν δεν ήθελαν να αποκτήσουν το ακίνητο με αυτά τα δεδομένα του.

 

39.    Επίσης, οι αναφορές του ΜΕ1 ότι τους έπεισε ο Εναγόμενος να πληρώσουν όλο το τίμημα πώλησης επειδή είχε ανάγκη τα χρήματα, ειδάλλως δεν θα προχωρούσε η σύμβαση, έρχονται σε αντίθεση με τις αναφορές ότι ήταν στις διαβεβαιώσεις του για την έγκριση της εγγραφής του δημόσιου δρόμου που βασίζονταν οι ενέργειές τους, και όχι στην οικονομική ανάγκη του Εναγόμενου και σε κάποια ανθρωπιστική συνθήκη. Ακόμα, όμως, κι αν υπήρχε συγκερασμός κάποιων δηλώσεων περί οικονομικής ανάγκης και βεβαιότητας εγγραφής του δρόμου, αυτές δεν θα δήλωναν οτιδήποτε άλλο, παρά την ανάγκη του Εναγόμενου να πωλήσει το ακίνητό του, ως έχει, που εάν οι Ενάγοντες ήθελαν να αγοράσουν, μπορούσαν να το πράξουν, εάν όχι, θα έπρεπε και μπορούσαν να αφήσουν τον Εναγόμενο να προχωρήσει με άλλους αγοραστές. Οι Ενάγοντες, συνειδητά όπως περισσότερο φαίνεται στο Δικαστήριο, επέλεξαν να προχωρήσουν με τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία, εν γνώσει του κινδύνου να μην εγκριθεί η εγγραφή του δημόσιου δρόμου, που όφειλαν και μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να γνωρίζουν, εφόσον συνιστά και απόρροια απλής λογικής προσέγγισης, πως η εγγραφή του δρόμου δεν θα εξαρτάτο από τον Εναγόμενο. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο, τον αποδέχθηκαν, και δη χωρίς επιφύλαξη τελικά.

 

40.    Ενώ ο ΜΕ1 αναφέρεται σε προσεκτικές ενέργειες των Εναγόντων, που υποτίθεται ερεύνησαν και πληροφορήθηκαν για τα χαρακτηριστικά του ακινήτου που θα αγόραζαν πριν από την αγορά του, την ίδια στιγμή, υπάρχει σιωπή του ως προς τυχόν έρευνες για την απευθείας διαπίστωση του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η εγγραφή του δημόσιου δρόμου.

 

41.    Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ1 δεν θυμόταν το πλήρες όνομα του τρίτου προσώπου που ανέφερε πως τους έφερε σε επαφή με τον Εναγόμενο, αναφέρθηκε κάποια στιγμή στο όνομα «Chris», αλλά θυμόταν ότι ενήργησε ως μεταφραστής, για να συνεννοηθούν με τον Εναγόμενο, μη αρνούμενος, ο ΜΕ1, πως δεν είχαν τη δυνατότητα απευθείας συνεννόησης με τον Εναγόμενο, εφόσον ο τελευταίος δεν μπορούσε να ομιλεί την Αγγλική γλώσσα. Γνώριζε ο Εναγόμενος, όμως, όπως είπε ο ΜΕ1, πως η αγορά θα γίνονταν για την ανέγερση ακινήτου, αφήνοντας να νοηθεί πως όφειλε, ενώ εκείνος ήταν απλώς ο πωλητής της γης, να τους προειδοποιήσει και για τους πολεοδομικούς κινδύνους, που είναι προφανείς εξ αυτής της πολεοδομικής ζώνης του ακινήτου.

 

42.    Όταν τέθηκε στον ΜΕ1 πως υπήρχε η δυνατότητα ανέγερσης, αλλά υπό προϋποθέσεις, και ως προς αυτό το δεδομένο δεν υπήρχε ψεύδος, ο ΜΕ1 αρχικά απάντησε πως δεν γνώριζε, καθότι ήταν στην Κύπρο μόλις λίγους μήνες, ενώ, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ανέφερε πως αυτό ήταν γνωστό πριν την υπογραφή της σύμβασης πώλησης. Εξάλλου, και στην παράγραφο 12 του Εγγράφου Α λέει ότι διερεύνησαν και γνώριζαν, άρα ότι δεν θα μπορούσαν να τους επηρεάζουν τα λεγόμενα ή η διαφήμιση από τον Εναγόμενο κατά την πρώτη αναγνωριστική συνάντηση. Στην προσπάθειά του, ο ΜΕ1, να βρει πταίσμα στον πωλητή, Εναγόμενο, μετατόπιζε συνεχώς την προσέγγισή του, ανάμεσα στο ότι γνώριζαν πριν την υπογραφή της σύμβασης πώλησης γιατί ερεύνησαν και στο ότι ο Εναγόμενος, από την πρώτη στιγμή, παρουσίασε μια διαφοροποιημένη εικόνα για τις δυνατότητες του ακινήτου· δημιουργώντας αντιφάσεις.

 

43.    Ανέφερε, ο ΜΕ1, πως ο Εναγόμενος, εκείνο τον καιρό, ήταν ο ίδιος Κοινοτάρχης. Κατά την πρώτη συνάντηση, που είδαν την περιοχή, δεν τους ανέφερε, όπως εξέλαβε τουλάχιστον από τη μετάφραση, πως οι παρακείμενες κατοικίες ήταν παράνομες, αντίθετα, επικαλέστηκε την ανέγερσή τους, για να ασκήσει πειθώ. Δεν τους ανέφερε ούτε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα, αλλά κατά τη συνάντηση με τον δικηγόρο, για να υπογραφθεί η σύμβαση πώλησης, είχε αναφερθεί το πρόβλημα με τον δρόμο· υποβιβάζοντάς το και τότε, πως δεν ήταν σημαντικό. Αυτό που διαφάνηκε, μέσω από τη μαρτυρία του ΜΕ1, να καθησύχαζε τους Ενάγοντες, ή τουλάχιστον να εισέπρατταν ως διαβεβαίωση μέσω των προσώπων που ενεργούσαν για τους Ενάγοντες, ήταν η σύμπτωση της ιδιότητας του Κοινοτάρχη με την ιδιότητα του πωλητή, και η εντύπωση που αποκόμισαν, μέσω των προσώπων που μετέφεραν λεγόμενα του Εναγόμενου, ότι εκείνος μπορεί να επηρεάζει καταστάσεις, περιλαμβανομένης της εγγραφής του δρόμου. Κι όμως, εφόσον οι Ενάγοντες είχαν δικηγόρο, θα έπρεπε να είχαν και τις ορθές και ακριβείς ερμηνείες και διαστάσεις των γνωστών δεδομένων.

 

44.    Στην κυρίως εξέτασή του, ο ΜΕ1, δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά πως οι Ενάγοντες ήταν εκείνοι που είχαν δικηγόρο στη συναλλαγή με τον Εναγόμενο, και όχι ο Εναγόμενος, και ότι ήταν ο δικός τους δικηγόρος που συνέταξε και τη σύμβαση πώλησης. Στην αντεξέτασή του, ο ΜΕ1, ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτό το δεδομένο, υπεραμύνθηκε, λέγοντας αρχικά γενικά και αόριστα πράγματα για ψέματα που είπε ο Εναγόμενος, και έπειτα πως οι Ενάγοντες δεν γνώριζαν, γιατί ενώ είχαν δικηγόρο, έπρεπε, κατά τον ΜΕ1, ο Εναγόμενος να μιλά μαζί τους, και πως ενήγαγαν και τον δικηγόρο τους. Αυτή η αναφορά του πάντως, ότι ενήγαγαν και τον δικηγόρο τους, συνάδει και με το γεγονός ότι το Τ20 το ζήτησαν οι Ενάγοντες, προκειμένου να αποδείξουν επαγγελματική αμέλεια του δικηγόρου τους.

 

45.    Τέθηκε στον ΜΕ1, πως τα στοιχεία της αίτησης για πολεοδομική άδεια είχαν επίσης δοθεί από τον Εναγόμενο, επομένως θα μπορούσε να παρακολουθείται η πορεία της, και ο ΜΕ1 έδειξε μεγάλη δυσκολία στο να κατανοήσει ακόμα κι αυτά που διατυπώθηκαν στα έγγραφα που κατέθεσε ή μέχρι και σήμερα τους λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια. Τη μια στιγμή, ανέφερε πως ο Εναγόμενος τους έδειξε μόνο τα σχέδια, την άλλη στιγμή, ότι έδειξε και ένα «χαρτί», που τους είπαν, χωρίς να θυμάται ποιος, ότι ήταν η αίτηση για την πολεοδομική άδεια. Τη μια στιγμή, ότι τα σχέδια δεν είχαν σχέση με τον δρόμο, την άλλη στιγμή, ότι εάν δεν εγκρίνονταν ο δρόμος, δεν θα μπορούσε να εγκριθεί πολεοδομική άδεια βάσει συγκεκριμένων σχεδίων. Του ζητήθηκε να εξηγήσει τις έρευνες που ανέφερε στην παράγραφο 12 του Εγγράφου Α και ανέφερε με γενικότητα ότι περιλάμβαναν και επισκέψεις στο Κτηματολόγιο, όπου είχε πάει η σύζυγός του, και ο ίδιος δεν γνωρίζει. Δεν γνωρίζει εάν πήγε και στην Πολεοδομία. Παρά τις αναφορές του για έρευνα και «ανακάλυψη» των λόγων που δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια (παράγραφος 12 του Εγγράφου Α), αλλά και του συγκεκριμένου συμβατικού όρου (Τ3), και πάλι, έλεγε, ταυτόχρονα, πως δεν γνώριζε κατά τη σύμβαση, και πως η αρχική έρευνα ήταν για να γίνει διαπίστωση του χρόνου που θα χρειάζονταν για να προχωρήσουν τα πράγματα. Αναφέρθηκε σε αγανάκτηση, που όμως δεν μπορούσε να εξηγήσει, πότε και γιατί.

 

46.    Όπου ο ΜΕ1 έβρισκε δυσκολία εξήγησης, πρότασσε ότι δεν μπορεί να θυμάται τα πάντα. Όταν ο ΜΕ1 ερωτήθηκε, αφού πέρασαν οι έξι εβδομάδες, γιατί δεν τερματίστηκε η σύμβαση, δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις. Του πρόσαψε, ο κύριος Τσιαπαλής, πως λέει ό,τι απλώς του έρχεται στο μυαλό τώρα, γιατί, όντως, αυτή ήταν η εικόνα που υπήρχε και στο Δικαστήριο, και η απάντηση του ΜΕ1 ήταν ότι λέει την αλήθεια. Και πάλι, ψάχνοντας κάπου να βασιστεί, να καταλογίσει ευθύνη στον Εναγόμενο, ότι δεν θα επέστρεφε τις Λ.Κ.10.000,00, γιατί δεν ήταν ειλικρινής. Πώς όμως οι Ενάγοντες πλήρωσαν ακόμα Λ.Κ.30.000,00 στον ανειλικρινή πωλητή, μέχρι και το τέλος της μαρτυρίας του, ο ΜΕ1, δεν εξήγησε επαρκώς.

 

47.    Ενώ σε ένα σημείο της μαρτυρίας του, ο ΜΕ1, είχε πει πως ο Εναγόμενος είχε ανάγκη τα χρήματα και πως οι Ενάγοντες βασίστηκαν σε διαβεβαιώσεις του, κ.λπ., κατά την αντεξέτασή του, είπε πως ο αδελφός του Εναγόμενου τον χρέωσε περισσότερα χρήματα γιατί είχε παρέλθει ο χρόνος πληρωμής του τιμήματος πώλησης, και βασικά πως αναγκάστηκαν να πληρώσουν το υπόλοιπο ποσό. Ανέφερε τελικά πως ακόμα και κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, γνώριζε πως δεν είχε εγγραφεί ακόμα ο δρόμος, και ερωτήθηκε, εάν αυτά τους τα εξήγησε ο δικηγόρος τους. Προσπαθώντας να μην αναφέρει οτιδήποτε πιθανόν να βλάψει την υπόθεση εναντίον του δικηγόρου τους, απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως φαίνονταν φυσιολογικό πράγμα να εγγραφεί ο δρόμος. Ένας δρόμος που στο Τ20 περιγράφεται ως εξής, με αναφορά στην επιτόπου κατάστασή του:

 

«…ο υφιστάμενος δρόμος έχει μεγάλες ανωφέρειες και κατωφέρειες και το κατάστρωμά του είναι πολύ κακής ποιότητας, στενό και ανώμαλο … …»

 

48.    Ένας λοιπόν κάκιστος αγροτικός δρόμος, που είδαν επιτόπου και οι Ενάγοντες, εφόσον επισκέφθηκαν το ακίνητο, και μάλιστα συμφώνησαν να επιδιορθωθεί, πώς θα ήταν «φυσιολογικό» να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος, ο ΜΕ1 δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει, παραπαίοντας ανάμεσα στην ιδιότητα του Εναγόμενου ως ο τότε Κοινοτάρχης και ο πωλητής και συγχέοντας το τι λέχθηκε από ποιον και την όλη πραγματική κατάσταση.

 

49.    Μόνον όταν πιέστηκε, ο ΜΕ1, κατά την αντεξέτασή του, με πιο φυσικό πλέον λόγο, άρχισε να προβαίνει σε αναφορές εναντίον του δικηγόρου, που ενήργησε ως ο δικηγόρος των Εναγόντων για τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία, δίδοντας στο Δικαστήριο να καταλάβει πως, ενώ οι Ενάγοντες χρησιμοποίησαν επαγγελματικές υπηρεσίες, για να βοηθηθούν στην αγορά ακινήτου στην Κύπρο, για να κτίσουν ένα σπίτι, από την τόση ταλαιπωρία που έχουν υποστεί, δεν ξέρουν σε ποιον να επιρρίψουν ευθύνες, εκ του αποτελέσματος, επιλέγοντας αρχικά τον πωλητή, και όταν και οι ίδιοι διαπίστωσαν τις δυσκολίες θεμελίωσης ευθύνης στον πωλητή, γιατί όλα τα δεδομένα του ακινήτου ήταν γνωστά, σύμφωνα με τα έγγραφα, διορθωτικά, ενήγαγαν και τον δικηγόρο.

 

50.    Τέθηκε στον ΜΕ1 πως η διαδικασία εγγραφής του δρόμου ως δημόσιου ακόμα είναι ένα ζήτημα σε εκκρεμότητα, εφόσον ο λόγος που δεν προχωρά είναι η έλλειψη συγκαταθέσεων από όλους τους ιδιοκτήτες των επηρεαζόμενων τεμαχίων. Ο ΜΕ1, δείχνοντας την ίδια ταλαιπωρία, εξέφρασε πλέον την «παραίτησή» του από αυτή την προσπάθεια, εφόσον εκ των υστέρων κατανόησε πως δεν ήταν απλά θέμα συγκαταθέσεων για την εγγραφή του δρόμου, αλλά χρειάζονταν και διαπλάτυνσή του, που σήμαινε απώλεια λωρίδας γης για κάποιους ιδιοκτήτες τεμαχίων, αφήνοντας να νοηθεί πως ενδεχομένως να χρειάζονταν άλλες ενέργειες για να επιτευχθεί η εγγραφή του αγροτικού δρόμου ως δημόσιου, π.χ. απαλλοτρίωση για κάποιο μέρος του. Οι αναφορές του ΜΕ1 έδειξαν πως οι Ενάγοντες είχαν αποδεχθεί να αναλάβουν οι ίδιοι τις προσπάθειες που είχα αρχικά ο Εναγόμενος, για την εγγραφή του δρόμου, έχοντας καταστεί εν γνώσει τους και ηθελημένα διάδοχοι του συγκεκριμένου προβλήματος, που απλώς πίστευαν πως μπορεί να επιλυθεί με μεγαλύτερη ευκολία ή συντομία, έναντι στην οποία στάθμισαν πως προτιμούσαν να αποκτήσουν το ακίνητο με αυτά τα δεδομένα, παρά να μην το αποκτήσουν.

 

51.    Ακόμα και στο Τ20, που ο ίδιος προσκόμισε, στις σελίδες 9 και 10, γίνεται αναφορά σε επιστολές του Επάρχου Πάφου, από το 2005, δια των οποίων δίδονταν έγκριση για την εγγραφή δημόσιου δρόμου, αλλά και του 2011, δια των οποίων προκύπτει πως δεν εξασφαλίστηκαν τελικά όλες οι συγκαταθέσεις, επομένως χρειάζεται απαλλοτρίωση για μέρος του σκοπούμενου δημόσιου δρόμου, η οποία δεν προωθήθηκε. Το ίδιο το Τ20 αναγνωρίζει πως τα στοιχεία, με βάση τα οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί η κατάσταση του ακινήτου, ήταν προσβάσιμα, ιδίως από επαγγελματίες πολιτικούς μηχανικούς και δικηγόρους, που αμφότεροι εξυπηρετούσαν τους Ενάγοντες ή θα μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν.

 

52.    Εν τέλει, ο ΜΕ1, δέχθηκε πως ήταν η πολυπλοκότητα που στην πράξη προέκυψε που ανέδειξε πως η επιλογή των Εναγόντων να αγοράσουν το συγκεκριμένο ακίνητο ήταν κακή, τότε επιχειρώντας να αναμοχλεύσουν τα γεγονότα, για να εντοπίσουν κάποιαν ευθύνη του Εναγόμενου, για τις λανθασμένες προσδοκίες τους. Τότε, βλέποντας και στο Τ3 τον όρο 3, ή και λέγοντας πως ο Εναγόμενος είπε γενικά ψέματα. Ο ΜΕ1 αναφέρθηκε και στα θλιβερά που συνέβησαν στη ζωή του ζεύγους, που ούτως ή άλλως ανέτρεψαν τα σχέδια για να γίνει χρήση του συγκεκριμένου ακινήτου, επομένως κινήθηκαν πλέον με αγωγές.

 

53.    Ο ΜΕ1 δεν προσήλθε για να πει γενικά ψέματα, και είναι κατανοητή η θέση στην οποία βρέθηκαν οι Ενάγοντες, συνολικά. Ωστόσο, με τις προαναφερόμενες ασάφειες στη μαρτυρία του, αντιφάσεις, ταλαντεύσεις, γενικότητες και υπεκφυγές, δεν μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία του, ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, για να καταλήξει σε ευρήματα που δεν συνάδουν με τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του.

 

54.    Ο ΜΕ2, εκτιμητής ακινήτων, τα προσόντα του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν, αναγνώρισε τα Τ5 και Τ6. Δεν αμφισβητήθηκαν τα συγκριτικά που χρησιμοποιήθηκαν και η υπολογιζόμενη αγοραία αξία του ακινήτου, και, παρόλο που υποβλήθηκε γενικά στον μάρτυρα πως έδωσε «ισοπεδωτική εκτίμηση» για το σενάριο χωρίς την εγγραφή του δρόμου, ο ΜΕ2 απάντησε με συνεκτικότητα και λογική, και έναντι στη μαρτυρία του, δεν τέθηκε κάποια διαφορετική εκτίμηση.

 

55.    Κατά την αντεξέταση του ΜΕ2, ο ΜΕ2, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε το επίσημο κτηματικό σχέδιο (Τ21), τη φωτογραφική απεικόνιση (Τ22) και τον χάρτη (Τ23) και εξήγησε πως το μονοπάτι που υπήρχε επιτόπου, κατά τη γνώμη του, δεν έδινε ικανοποιητική προσπέλαση κατά τον χρόνο της εκτίμησης. Εκεί κυρίως επικεντρώθηκε και αρκετό μέρος της διαφωνίας της πλευράς του Εναγόμενου με τον ΜΕ2, ο οποίος, όμως, ήταν αρκετά επεξηγηματικός και έδιδε απαντήσεις που συνάδουν και με τη λοιπή μαρτυρία. Εξάλλου, όπως είπε, δεν ήρθε να μαρτυρήσει για το εάν ήταν ικανοποιητική η προσπέλαση ή όχι, με βάση τα κριτήρια των αρμόδιων αρχών ή και για τις ενέργειες που θα μπορούσαν να γίνουν για να προσβληθούν οι σχετικές αποφάσεις, αλλά για να παρουσιάσει την εκτίμησή του για την αγοραία αξία του ακινήτου. Επίσης, ο ίδιος δεν απέκλεισε τη δυνατότητα οικοδόμησης του ακινήτου γενικά, εάν συντρέχουν λόγοι και ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, ενώ υπέδειξε πως μόνο λειτουργός της πολεοδομίας θα μπορούσε να διαφωτίσει καλύτερα το Δικαστήριο για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εγγραφή του δρόμου και οτιδήποτε άλλο σχετικό. Από την πύλη του Κτηματολογίου, πάντως, ανέφερε, που ήλεγξε πριν δώσει τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, υπάρχει καταχώριση που δείχνει εγγεγραμμένο δρόμο, ενώ φαίνεται πως από κάποια τεμάχια υπήρξε παραχώρηση, ενώ όχι από άλλα, επομένως διακόπτεται σε ένα σημείο διακόπτεται και ο δρόμος. Εάν παραχωρηθεί μέρος του τεμαχίου για να εγγραφεί δρόμος και ολοκληρωθεί το έργο, μπορεί, κατά τη γνώμη του, να υπάρχει επαύξηση της αξίας του ακινήτου, ωστόσο το έργο πρέπει να ολοκληρωθεί, και μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την υπογραφή όλων των επηρεαζόμενων ιδιοκτητών ή με την απαλλοτρίωση. Δέχθηκε πως οι Ενάγοντες θα μπορούσαν να ζητήσουν προκαταρκτικές απόψεις από την πολεοδομία, που όμως ακόμα και εκείνες, δεν θα ήταν δεσμευτικές. Θεωρεί, ο ΜΕ2, πως εάν συζητείται διαδικασία απαλλοτρίωσης, θα πρέπει να τελειώσει, για να θεωρείται ικανοποιητική η προσπέλαση. Ασφαλώς, ο ΜΕ2 δεν μπορούσε να γνωρίζει εάν οι Ενάγοντες μπορούσαν ή όχι να πωλήσουν το ακίνητο και να πάρουν τα χρήματά τους πίσω ή για να λάβουν όσα ο ίδιος αναφέρει ως την αγοραία αξία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις αναξιοπιστίας του λόγου του ΜΕ2, και η μαρτυρία του είναι αποδεκτή. Είναι και η μόνη ειδική μαρτυρία σχετικά με την αξία του ακινήτου το 2007 ή το 2014. Η χρήση του 2014 από τον ΜΕ2 δεν εξηγήθηκε ως σχετική με τα δεδομένα της υπόθεσης, όμως αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία αυτή είναι απλώς η μείωση της αξίας του ακινήτου, στα χρόνια που ακολούθησαν, για λόγους που, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν, περιλαμβάνουν την οικονομική κρίση.

 

56.    Από μόνη της, η μαρτυρία του ΜΕ2, δεν βοηθά στη θεμελίωση της υπόθεσης των Εναγόντων. Ακόμα κι αν οι Ενάγοντες αγόρασαν το ακίνητο ακριβότερα από όσο θα μπορούσαν, ως είναι η εντύπωσή τους ή και η βάση της υπόθεσής τους, εφόσον γνώριζαν τα νομικά και φυσικά χαρακτηριστικά του, και είχαν δεχθεί την τιμή πώλησης ή και μπορούσαν να προβούν στην ανάλογη διαπραγμάτευση ή και εκτίμηση τότε, και εκτελέστηκε πλήρως και η σύμβαση πώλησης, χωρίς διαφοροποίηση προς τα δεδομένα από τον χρόνο σύναψή της, δεν είναι δυνατόν, εκ των υστέρων, να ζητούν επιστροφή χρημάτων, υπό τύπο αποζημίωσης/έκπτωσης, γιατί κάποιος εκτιμητής, μετά από χρόνια, εκτίμησε την αγοραία αξία του ακινήτου χαμηλότερα. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, και ο ΜΕ2 δεν απέκλεισε τη δυνατότητα απόκτησης ικανοποιητικής προσπέλασης και επαύξησης της αξίας του ακινήτου λόγω αυτής.

 

57.    Ο ΜΥ1, στη δική του μαρτυρία, η οποία τοποθέτησε αρκετά από τα γεγονότα στη λογική τους βάση, ανέφερε πως ήρθε σε επαφή με τους Ενάγοντες μέσω του «Χρήστου», κοινού γνωστού, ο οποίος μετέφερε τα λεγόμενά του στους Ενάγοντες, γιατί δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Έδωσε τα στοιχεία του, για να επικοινωνήσει ο δικηγόρος των Εναγόντων μαζί του, όπως και έγινε, μία με δύο ημέρες μετά την αρχική συνάντηση. Ο Εναγόμενος, όπως ανέφερε, είχε ενημερώσει τον δικηγόρο των Εναγόντων για την απόρριψη της αίτησης για πολεοδομική άδεια με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική προσπέλαση, αλλά και για το γεγονός ότι εκκρεμούσε αίτηση για εγγραφή του δημόσιου δρόμου, με τη συγκατάθεση όλων των ιδιοκτητών, και ό,τι γενικότερα ο ίδιος γνώριζε. Πήρε όλα τα στοιχεία που του ζήτησε ο δικηγόρος και είναι ο ίδιος ο δικηγόρος των Εναγόντων που του ανέφερε πως μίλησε με τις αρμόδιες αρχές και πως το θέμα ήταν διαδικαστικό, ωστόσο πως θα προτιμούσε να μπει και σχετικός όρος στη σύμβαση πώλησης, όπως και έγινε. Εκείνη την περίοδο, όπως εξήγησε, υπήρχε ζήτηση στα αγροτεμάχια που έδιναν και δυνατότητα ανέγερσης κατοικίας, γι’ αυτό και τον ίδιο δεν τον ενοχλούσε εάν οι Ενάγοντες υπαναχωρούσαν από τη συμφωνία, για οποιονδήποτε λόγο.  Ο δικηγόρος των Εναγόντων ετοίμασε τη συμφωνία και τον ειδοποίησε και την υπέγραψε, εξηγώντας του το περιεχόμενο, επειδή δεν κατανοούσε τη γλώσσα στην οποία τη συνέταξε. Έλαβε την προκαταβολή. Τον ρώτησε τότε ο δικηγόρος των Εναγόντων εάν είχε πρόβλημα οι Ενάγοντες να χρησιμοποιούσαν τον ίδιο αριθμό πολεοδομικής αίτησης που είχε απορριφθεί για τα νέα σχέδια, και ο Εναγόμενος απάντησε πως δεν είχε πρόβλημα, και γι’ αυτό ο δικηγόρος συνέταξε πρόσθετα και το Τ4 που τον έβαλε να υπογράψει, για να υποβάλουν οι Ενάγοντες νέα σχέδια στον ίδιο πολεοδομικό φάκελο. Όταν έφτασε η ημέρα για τη μεταβίβαση, ο δρόμος δεν είχε ακόμα εγγραφεί, επειδή όμως οι Ενάγοντες δεν ήθελαν να ακυρωθεί η συμφωνία, δόθηκε κάποιο περιθώριο να δουν εάν θα τακτοποιηθεί το θέμα. Ο ίδιος πρότεινε εάν επιθυμούν να ακυρωθεί η συμφωνία και να επιστρέψει την προκαταβολή, αλλά τελικά ο δικηγόρος των Εναγόντων του είπε πως θα προχωρούσαν, όπως και έγινε. Ο ίδιος, όπως εξήγησε, με σταθερότητα, σαφήνεια, και σε απόλυτη συμφωνία και με τη μη αμφισβητούμενη έγγραφη μαρτυρία, δεν θα μπορούσε να αποκρύψει οτιδήποτε, είτε για τον δρόμο είτε για τις άδειες, εφόσον θα μπορούσαν να τα διερευνήσουν, μέσω των αρμόδιων αρχών, είχαν δικηγόρο που διενεργούσε ελέγχους. Ο ίδιος, ως Κοινοτάρχης, δεν είχε κάποιαν επιρροή στις αρμόδιες αρχές. Ουδέποτε μίλησε με τους Ενάγοντες απευθείας, για να τους υποσχεθεί ή να τους διαβεβαιώσει οτιδήποτε. Όλες οι συζητήσεις και ενέργειες γίνονταν με τον δικηγόρο των Εναγόντων, οι οποίοι, πρόσθετα, είχαν τη δυνατότητα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση πώλησης.

 

58.    Όσον αφορά τον δρόμο, όπως εξήγησε ο ΜΥ1, αρχικά θα εγγράφονταν με βάση τις συγκαταθέσεις των ιδιοκτητών, ωστόσο ορισμένοι είχαν αλλάξει γνώμη, είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής είτε μεταβιβάσεων που μεσολάβησαν, οπότε θα προχωρούσε με παραχώρηση, για όσους υπέγραψαν, και με απαλλοτρίωση για τους υπόλοιπους. Σήμερα, το ακίνητο, όπως φαίνεται στην Πύλη του Κτηματολογίου (Τ24) διαθέτει κάποια πρόσβαση σε εγγεγραμμένο δρόμο. Για τις οικοδομές που είχαν αναγερθεί στην ίδια περιοχή χωρίς άδεια, ο ίδιος κατήγγειλε.

 

59.    Κατά την επίμονη, μακρά και έντονη αντεξέτασή του, ο ΜΥ1, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως και ο ίδιος είχε ασκήσει πιέσεις να προχωρήσει το θέμα της εγγραφής του δρόμου, όπως όμως και σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, δεν εναπόκειτο στον ίδιο η εγγραφή του, πέραν από τη συλλογή των υπογραφών. Ήταν σταθερός σε όλες τις αναφορές του, ο λόγος του ήταν άμεσος, ευθύς, συνεχώς σε επαφή με τη λογική των πραγμάτων, και παρόλη την προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία του ή να εκτραπεί η μαρτυρία του σε άλλα θέματα ή να αποπροσανατολιστεί, ή και με παράξενες υποβολές (π.χ. «επειδή ακριβώς οι ενάγοντες δεν γνώριζαν την πραγματική εικόνα και κατάσταση γιατί άλλη παρουσιάζατε εσείς και άλλη η δικηγόρος τους, γι’ αυτό δέχθηκαν να σου πληρώσουν το επιπλέον χρηματικό ποσό και να γίνει η μεταβίβαση»[22]), ή ακόμα και με προκλητικές ερωτήσεις ή υποβολές[23], αυτό δεν κατέστη κατορθωτό. Ο μάρτυρας αυτός ήταν ξεκάθαρος, ψύχραιμος, συγκρατημένος και ειλικρινής, όσες φορές και με όσους τρόπους κι αν χρειάστηκε να απαντήσει, πως οι Ενάγοντες είχαν δικηγόρο, ο οποίος γνώριζε τα πάντα, δεν ενεργούσε και για τον ίδιο, και, με τη βοήθεια του δικηγόρου τους, αγόρασαν το ακίνητό του, και ουδέποτε ζήτησαν την ακύρωση της σύμβασης πώλησης. Ο ίδιος δεν είχε πρόβλημα να πωλήσει το ακίνητό του οπουδήποτε, όπως πώλησε και το διπλανό, σε υψηλότερη τιμή, εφόσον υπήρχε ζήτηση, και δεν είχε ανάγκη, ούτε πέρασε ποτέ από το μυαλό του, να ξεγελάσει τους Ενάγοντες, και εξέφρασε και τη στεναχώρια του που οι Ενάγοντες κατέληξαν έτσι και να έχουν υπόθεση στο Δικαστήριο. 

 

60.    Ο ΜΥ1 ήταν κατατοπιστικός πως ό,τι φαίνεται σήμερα, και αναφέρεται και στο Τ24, δεν είναι ολόκληρο το έργο, κατανοώντας, ο ίδιος, πως ό,τι μεσολάβησε, και ενδεχομένως να άλλαξε τη στάση των Εναγόντων, είναι ενδεχομένως η στάση της Πολιτείας έναντι στις μεμονωμένες κατοικίες στα αγροτεμάχια. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το 2007 τι θα συνέβαινε το 2012, ενώ το ότι απορρίφθηκε η δική του αίτηση για πολεοδομική άδεια, ήταν γνωστό, ωστόσο φαίνεται πως είχαν τη γνώση ή την πεποίθηση πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο αριθμό και ότι αυτό θα τους συνέφερε με κάποιον τρόπο, ίσως όσον αφορά τον χρόνο. Ο ίδιος, απλώς υπέγραψε πως δεν θα είχε κάποιο πρόβλημα με αυτό. Ο ΜΥ1 δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις. Δεν παρουσίασε σημεία αναξιοπιστίας η μαρτυρία του.

 

61.    Συμπερασματικά, με βάση όσα συνομολογούνται και την αποδεκτή σχετική μαρτυρία, οι Ενάγοντες αγόρασαν από τον Εναγόμενο ένα αγροτικό τεμάχιο στη Γιόλου, εκπροσωπούμενοι από δικηγόρο, και δεχόμενοι την εκ των προτέρων γνωστή κατάσταση του τεμαχίου, περιλαμβανομένης της μη ύπαρξης εγγεγραμμένου δρόμου, που σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές προϋποτίθετο για τη δυνατότητα οικοδομικής ανάπτυξης για σκοπούς ικανοποιητικής προσπέλασης. Η γνώση τους αυτή μεταφέρθηκε και στο συμβατικό κείμενο, με τρόπο που δεν δίδει έγκυρο συμβατικό όρο, καθότι η εγγραφή του δρόμου δεν εξαρτάτο από τον Εναγόμενο. Όταν, στον χρόνο που παρήλθε, δεν είχε τελικά εγγραφεί ο δρόμος, οι Ενάγοντες, που επέλεξαν να αποκτήσουν το συγκεκριμένο αγροτεμάχιο, αποδέχθηκαν και ανέλαβαν τον κίνδυνο και να συνεχίσουν τις σχετικές προσπάθειες που είχε αρχίσει ο Εναγόμενος, εξόφλησαν το τίμημα πώλησης, στο συμφωνηθέν από αυτούς ύψος, και έλαβαν τον τίτλο του ακινήτου. Ο Εναγόμενος είχε δώσει όλα τα στοιχεία που αφορούν το ακίνητο στον δικηγόρο των Εναγόντων, δεν παραπλάνησε για οποιοδήποτε θέμα και δεν απέκρυψε οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με τα χαρακτηριστικά του ακινήτου ή τις εκκρεμότητες που σχετίζονται με αυτό, που, σε κάθε περίπτωση, με εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να καταστούν και γνωστά στους Ενάγοντες μέσω των αρμοδίων αρχών. Οποιαδήποτε έξοδα έκαναν οι Ενάγοντες, προσπαθώντας, στα χρόνια που ακολούθησαν, να εξασφαλίσουν πολεοδομική άδεια, τα έκαναν εν γνώσει τους ότι δεν είχε περατωθεί η εγγραφή του δρόμου, επομένως πως οι αιτήσεις τους δεν θα ήταν επιτυχή έκβαση. Στην πορεία των χρόνων, όταν οι Ενάγοντες διαπίστωσαν πως ήταν πιο πολύπλοκο ή χρονοβόρο τελικά να εξασφαλιστούν άδειες και να ανεγερθεί κατοικία στο αγροτεμάχιο, γιατί μεσολάβησαν γεγονότα που περιέπλεξαν την εγγραφή του δημόσιου δρόμου, ώστε για μέρος του να χρειάζεται απαλλοτρίωση που να μην προωθείται, μη μπορώντας αλλά και μη επιθυμώντας πλέον, λαμβάνοντας υπόψη και όσων άλλων μεσολάβησαν, περιλαμβανομένης της μείωσης της αξίας του ακινήτου, να διαφοροποιήσουν την όλη κατάσταση, αισθάνθηκαν αδικημένοι για την επιλογή που έκαναν στο παρελθόν, το 2007, να αγοράσουν το συγκεκριμένο αγροτεμάχιο· ότι δεν σταθμίστηκε ορθά ο κίνδυνος που ανέλαβαν. Το αποτέλεσμα αυτό δεν συνδέεται αιτιωδώς με οποιαδήποτε συμπεριφορά του Εναγόμενου, ως πωλητή, ο οποίος, πωλώντας το συγκεκριμένο ακίνητο, με τρόπο αρκούντως διαφανή, δεν προσπορίστηκε και οποιοδήποτε αθέμιτο όφελος εις βάρος των Εναγόντων, και δεν οφείλει με οποιονδήποτε τρόπο να τους καταβάλει αποζημίωση, ως αξιώνουν οι Ενάγοντες, λόγω διαφοράς αξίας ή και εξόδων. Η αγωγή αυτή των Εναγόντων δεν μπορεί να επιτύχει, σε οποιαδήποτε βάση μπορεί να διακριθεί πως προωθήθηκε από τους Ενάγοντες.

 

Κατάληξη

 

62.    Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή η αγωγή των Εναγόντων δεν μπορεί να επιτύχει σε οποιαδήποτε βάση, αναγκαστικά, απορρίπτεται.

 

63.    Τα έξοδα, ακολουθώντας τον κανόνα ότι τα έξοδα επιβαρύνεται ο διάδικος που δεν επιτυγχάνει στην υπόθεσή του, εφόσον δεν συντρέχει λόγος απόκλισης από αυτόν, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 





[1]. Άρθρο 10 Κεφ.149.

[2]. Άρθρα 13, 14 Κεφ.149.

[3]. Άρθρο 17 Κεφ.149.

[4]. Άρθρο 18 Κεφ.149.

[5]. Άρθρο 19 Κεφ.149.

[6]. Άρθρα 21, 22 Κεφ.149.

[7]. Άρθρο 23 Κεφ. 149.

[8]. Άρθρο 24 Κεφ.149.

[9]. Άρθρα 31, 35 Κεφ.149.

[10]. Άρθρο 36 Κεφ.149.

[11]. Άρθρο 37 Κεφ.149.

[12]. Άρθρο 39 Κεφ.149.

[13]. Άρθρο 54 Κεφ.149.

[14]. Άρθρο 55 Κεφ.149.

[15]. Άρθρο 56 Κεφ.149.

[16]. Άρθρα 63-66 Κεφ.149.

[17]. Άρθρο 73 Κεφ.149.

[18]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[19]. Μακρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 ΑΑΔ 1013, Πιττάλης ν. Ianira EntrLtd (1997) 1 ΑΑΔ 184, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14.12.2023.

[20]. Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298, Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832.

[21]. άρθρο 25 περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ.9.

[22]. Στενοτυπημένα πρακτικά 02.11.2023, σελ. 10, γραμμή 25.

[23] Π.χ. Στενοτυπημένα πρακτικά 02.11.2023, σελ.17, γραμμή 14-15.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο