ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

        Εταιρική Αίτηση Αρ.: 64/2023 I-Justice                                  

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο – ΚΕΦ.113 Άρθρα 202Α μέχρι 202Ν

και

Αναφορικά με την Εταιρεία ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Εταιρεία THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) εκ Πάφου

                                                            και

Αναφορικά με την Αίτηση των ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου,

ΠΑΝΑΡΕΤΟΥΣ ΤΟΥΛΟΥΠΟΥ ΠΑΠΑΝΕΟΚΛΕΟΥΣ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου, και

ΜΑΡΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. χχχ) εκ Πάφου υπό την ιδιότητα τους ως ΜΕΤΟΧΩΝ/ΜΕΛΩΝ

και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ και ΕΓΓΥΗΤΩΝ των ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ALPHA PANARETI PUBLIC LTD (H.E. xxx) και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE

COMPANY LIMITED (H.E. xxx) για ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΕΞΕΤΑΣΤΗ (EXAMINER)    

 

      Αίτηση ημερομηνίας 27.03.24 για αναστολή εκτέλεσης Δικαστικής Απόφασης

 

Ημερομηνία: 17.07.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές 1-5: κος Α. Κασιανής μαζί με κα Μ. Βασιλείου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης

    & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για SKY CAC Limited: κος Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Alpha Bank Cyprus Limited: κος Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Παραλήπτη/Διαχειριστή: κος Π. Πανάγος μαζί με κ. Π. Σταύρου για Πανάγος &

                                                   Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.

Για Δήμο Πάφου: κος Α. Παπαχαραλάμπους

Για Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου: κος Α. Παπαχαραλάμπους

Αιτητής 1: παρών

 

 

                                                          ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 22.03.24 το Ε.Δ. Πάφου εξέδωσε απόφαση στην οποίαν απέρριψε αξίωση των Αιτητών για έκδοση διατάγματος με το οποίο να διορίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο που κατονομάζεται ως «Εξεταστής» εταιρειών του Ομίλου «Alpha Panareti» (μητρική και θυγατρικές). Ανάμεσα σ’ αυτές, είναι η μητρική εταιρεία «Alpha Panareti Public Ltd» (στο εξής η εταιρεία «Panareti») και η θυγατρική εταιρεία «The Sunset Boulevard Tourist and Estate Company Limited» (στο εξής η εταιρεία «Sunset»).

 

Οι Αιτητές εφεσίβαλαν την απόφαση του Δικαστηρίου, ως είναι δικαίωμα τους, με την Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2024. Η εκδίκαση της έφεσης εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

 

Με την παρούσα αίτηση οι Αιτητές επιθυμούν την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος που να διατάζει:

(Α)       την αναστολή της δικαστικής απόφασης ημερ. 22.03.24 μέχρι εκδίκασης και έκδοσης απόφασης στην Αίτηση για Επίσπευση της Εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 8/2024 ημερ. 26.03.24 που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου,

(Β)       την αναστολή της δικαστικής απόφασης ημερ. 22.03.24 μέχρι τις 13.04.24 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου,

(Γ)        όπως οι εταιρείες «Panareti» και «Sunset» τεθούν υπό την προστασία του Δικαστηρίου και/ή συνεχίσουν να βρίσκονται υπό την προστασία του Δικαστηρίου μέχρι εκδίκασης και έκδοσης απόφασης στην Αίτηση για Επίσπευση της Εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 8/2024 ημερ. 26.03.24 που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου,

(Δ)       όπως οι εταιρείες «Panareti» και «Sunset» τεθούν υπό την προστασία του Δικαστηρίου και/ή συνεχίσουν να βρίσκονται υπό την προστασία του Δικαστηρίου μέχρι τις 13.04.24 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, ουσιαστικά στα άρθρα 2, 202Α-202Ν, 209 & 212 του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113), στους κανονισμούς 1-6 & 13 των περί Εταιρειών Κανονισμών, στη Δ.35 Θ.18, Θ.19 & στη Δ.48 Θ.1-Θ.13 των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στις αρχές του δικαίου της επιείκειας, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες, στην πρακτική και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή 2, στην οποίαν επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα προς υποστήριξη της. Στην ένορκη δήλωση αφού αναφέρεται το δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης και η άσκηση έφεσης επί της απόφασης του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 22.03.24 της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί, οι Αιτητές δηλώνουν πως έχουν πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης σε μείζονος σημασίας νομικά ζητήματα που αφορούν μία ιδιότυπη και νεοφανή διαδικασία για την οποίαν δεν υπάρχουν καθοδηγητικές αποφάσεις σε επίπεδο Εφετείου. Κατά τους Αιτητές, οποιαδήποτε πράξη αλλοιώσει την περιουσία των πιο πάνω εταιρειών θα δημιουργήσει δυσμενή επηρεασμό της όλης διαδικασίας για διορισμό «Εξεταστή» Είναι ακόμη η θέση των Αιτητών ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα δεν θα υπάρχει αντικείμενο εκδίκασης στην έφεση η οποία θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Σύμφωνα με τους Αιτητές αυτό θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη απώλεια του συνταγματικού δικαιώματος τους για αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη χωρίς να υπάρχει εναλλακτική θεραπεία.

 

SKY CAC Limited, Alpha Bank Cyprus Limited, Δήμος Πάφου, Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου και Παραλήπτης/Διαχειριστής (στο εξής η «SKY”, η «Alpha Bank», ο «ΔΠ», το «ΣΑΠΑ» και ο «Π/Δ») αντέδρασαν στις 25.04.24 με την καταχώριση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης.

 

Ο ΔΠ και το ΣΑΠΑ καταχώρισαν κοινή ένσταση επί 11 λόγους, όπως έπραξαν από κοινού η SKY μαζί με την Alpha Bank των οποίων η δική τους ένσταση εδράζεται σε 16 λόγους. Ο Π/Δ καταχώρισε τη δική του ένσταση η οποία προωθείται πάνω σε 9 λόγους. Δεν χρειάζεται να απαριθμήσω τους λόγους που καταγράφονται στις ενστάσεις. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια εάν και εφόσον κριθεί ότι χρειάζεται. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Οι ενστάσεις εδράζονται ουσιαστικά στην ίδια νομική βάση, η οποία προσομοιάζει μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.

 

Κάθε μία ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Σ’ αυτές περιέχονται αναφορές που κατά τη γνώμη των Καθ’ ων η αίτηση τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης τους και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους όλοι οι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ενστάσεων και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων των πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Όλοι οι λόγοι ένστασης πραγματεύονται την ουσία της υπό κρίση αίτησης. Συνεπώς η ενασχόληση μου με τους παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου οδηγούν την ίδια στιγμή σε εξέταση του περιεχομένου των ενστάσεων.

 

Θα αρχίσω την εξέταση μου από τα αιτούμενα διατάγματα υπό τα σημεία (Α) και (Γ) της υπό κρίση αίτησης.

 

Αμφότερες ενδιάμεσες θεραπείες επιδιώκουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με μέγιστη ισχύ την εκδίκαση και έκδοσης απόφασης στην Αίτηση των Αιτητών ημερ. 26.03.24 για Επίσπευση της Εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 8/2024. Ωστόσο αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η εν λόγω αίτηση έχει εκδικαστεί και το Εφετείο στις 16.04.24 εξέδωσε απόφαση με την οποίαν έχει απορριφθεί.

 

Ένεκα της πιο πάνω εξέλιξης, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις τα αιτούμενα διατάγματα υπό τα σημεία (Α) και (Γ) κατέστησαν άνευ αντικειμένου. Οι εν λόγω αξιούμενες θεραπείες δεν χρήζουν πλέον εξέτασης. Αυτό εξάλλου φαίνεται να αναγνώρισε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών υποδεικνύοντας ότι οι πελάτες του δικαιούνται στην προώθηση της παρούσας αίτησης μέσω των υπολοίπων αξιούμενων θεραπειών (σελίδα 1 γραμμές 29-32 πρακτικό ημερ. 17.05.24). Με την πιο πάνω αναφορά του ο κύριος Κασσιανής φαίνεται, εμμέσως πλην σαφώς, να εγκαταλείπει τα εν λόγω αιτούμενα διατάγματα.

 

Προχωρώ με την εξέταση των αιτουμένων διαταγμάτων υπό τα σημεία (Β) και (Δ) της παρούσας αίτησης.    

 

Όπως φαίνεται από το σώμα της παρούσας αίτησης αλλά και από το λεκτικό που χρησιμοποιείται, οι Αιτητές ζητούν αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στις 22.03.24 μέχρι τις 13.04.24 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Ανάμεσα σ’ άλλα η αίτηση αυτή προωθείται δυνάμει της Δ.35 Θ.18 & Θ.19 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι την 01.09.23. Οι εν λόγω κανονισμοί περιέχονται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης.

 

Ο Θ.18 της Δ.35 αναφέρει αυτούσια τα εξής:

«An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given. »     

 

Ερμηνεία των πιο πάνω προνοιών καθιστά σαφές την παροχή εξουσίας στο Δικαστήριο να εκδίδει διάταγμα αναστολής εκτέλεσης μίας δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε μέχρι την αποπεράτωση διαδικασίας έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής. Είναι προφανές ότι το διάταγμα αναστέλλει μία απόφαση που χρήζει εκτέλεσης. Διαφορετικά δεν υπάρχει νόημα να εξασφαλιστεί διάταγμα αναστολής εκτέλεσης μιας απόφασης όταν στην απόφαση δεν υπάρχει οτιδήποτε προς εκτέλεση. Μία απόφαση χρήζει εκτέλεσης όταν υπάρχει θετική ενέργεια ή πράξη ή υποχρέωση ή δέσμευση για εφαρμογή. Δηλαδή η απόφαση να περιέχει τη λήψη συγκεκριμένης ενέργειας ή πράξης ή υποχρέωσης ή δέσμευσης ως αποτέλεσμα επιτυχίας θεραπειών που αξιώνονταν (Ιωάννου v. Yiangos I. Socratous & Sons Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2015 ημερ. 26.09.16). Το αντικείμενο της αναστολής είναι η υποχρέωση ή το καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται. Με πιο απλά λόγια, το αντικείμενο της αναστολής συναρτάται προς ορισμένη θετική ενέργεια, υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση (Δημητρούδης v. Λουγκρίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2010 ημερ. 31.03.11).

 

Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση ημερ. 22.03.24 του Ε.Δ. Πάφου δεν περιέχει οτιδήποτε που χρήζει εκτέλεσης. Με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκαν όλες οι αξιούμενες θεραπείες των Αιτητών. Ουδεμία θετική ενέργεια ή πράξη ή υποχρέωση ή δέσμευση προέκυψε που να πρέπει να εφαρμοστεί, ώστε να μπορεί να εξεταστεί ενδεχόμενο αναστολής της. Δεν προέκυψαν επειδή, όπως ήδη λέχθηκε όλες οι αξιούμενες θεραπείες των Αιτητών έχουν απορριφθεί και κατ’ επέκταση η κυρίως εταιρικής φύσεως υπόθεση απορρίφθηκε στην ολότητα της. Συνεπώς εδώ δεν υφίσταται το πνεύμα της Δ.35 Θ.18 που είναι η αναστολή θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την απόφαση που εφεσιβάλλεται αφού τέτοια θετική υποχρέωση ή καθήκον το οποίο επιβάλλεται, απουσιάζει για να ανασταλεί (Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Telec Logistic Company Ltd και άλλη (2008) 1 Α.Α.Δ. 764).

 

Το μόνο που εκκρεμεί είναι η πληρωμή των δικηγορικών εξόδων που προέκυψαν από την απόρριψη της εταιρικής φύσεως αίτησης. Αυτό όμως ρυθμίζεται στη βάση της νομικής αρχής που αναφέρεται στην υπόθεση Παναγιώτας Νεοφύτου v. Χρυσάνθης Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 592 με αναφορά στην Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους v. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ., στην οποίαν με παρέπεμψε ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών (σελίδα 8 γραπτής αγόρευσης του).  

 

Έπεται ότι οι πρόνοιες της Δ.35 Θ.18 δεν τυγχάνουν εδώ εφαρμογής με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ οποιασδήποτε από τις αιτούμενες θεραπείες στη βάση των παραγόντων που έχουν αναγνωριστεί μέσα από τη νομολογία ότι προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου (Penderhil Holdings Limited v. Κλουκινά κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921). Κάτω από αυτά τα δεδομένα, δεν παρέχεται εξουσία και κατ’ επέκταση δικαιοδοσία στο Δικαστήριο βάση των επικαλούμενων προνοιών της Δ.35 Θ.18 να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Ακόμη η ζητείται έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης. Οι Αιτητές θεωρούν ότι δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος αναστολής της απόφασης επειδή άπτεται του δημοσίου συμφέροντος. Προς υποστήριξη της θέσης τους επικαλούνται την πρόθεση του νομοθέτη αναφορικά με τη διαδικασία διορισμού εξεταστή, την σημασία αποφυγής να καταστεί η έφεση άνευ αντικειμένου.

 

Με κάθε σεβασμό στον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών, αδυνατώ να αντιληφθώ πως η παρούσα ιδιωτική υπόθεση εμπίπτει στην κατηγορία του δημοσίου συμφέροντος. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος αφορά ενδιαφέρον και προαγωγή ωφέλειας τους πολίτες του κράτους. Κάτι που έχει σημασία για τη κοινωνία ευρύτερα. Κάτι που θα επηρεάσει είτε θετικά είτε αρνητικά ή θα έχει είτε θετικό είτε αρνητικό αντίκτυπο στην πολιτεία.

 

Στο νομικό σύγγραμμα ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’ του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, σελίδες 89-93, 7η έκδοση σημειώνονται τα εξής σε σχέση με την έννοια και σημασία του όρου ‘δημοσίου συμφέροντος’:

«Συμφέρον [Δημόσιο], γενικά, είναι η χρησιμότητα ή ωφέλεια που έχουν για ένα πρόσωπο είτε οι υπηρεσίες άλλων προσώπων είτε οι σχέσεις με αυτά είτε νομικές ρυθμίσεις ή πραγματικές καταστάσεις. Αξιολογικό στοιχείο της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος είναι η εκτίμηση της χρησιμότητας ή της ωφέλειας που συνδέει το υποκείμενο με τα λοιπά στοιχεία του συμφέροντος, δηλαδή  με τα πρόσωπα, τις υπηρεσίες, τις ρυθμίσεις, τις καταστάσεις. Η εκτίμηση αυτή μπορεί να γίνει είτε βάσει υποκειμενικών κριτηρίων, τα οποία καθορίζει αποκλειστικά το υποκείμενο του συμφέροντος, είτε αντικειμενικώς, βάσει συγκεκριμένων αναγκών. Υποκείμενο συμφερόντων είναι, κατ’ αρχήν, κάθε άνθρωπος καθώς και διάφορες ομάδες ανθρώπων, είτε έχουν άτυπη πραγματική οργάνωση είτε συνιστούν νομικά πρόσωπα.

 

Δημόσιο είναι το συμφέρον, όταν υποκείμενό του είναι ο λαός, που έχει οργανωθεί με την έννομη τάξη σε κράτος. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον έχει κοινωνικό χαρακτήρα και συνδέεται με την έννομη τάξη.

 

Καταρχήν, το δημόσιο συμφέρον, βάσει του αντικειμενικού κριτηρίου, συμπίπτει αμέσως με το συμφέρον όλων των μελών της κρατικής κοινωνίας, διότι αφορά την ικανοποίηση βασικών αναγκών που μπορούν να έχουν όλα τα μέλη αυτά (π.χ. εθνική άμυνα, τάξη, ασφάλεια, υγιεινή και υγεία, διατροφή, παιδεία, συγκοινωνία, επικοινωνία, οικονομική ανάπτυξη κ.λ.π.). Σε ορισμένες περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον είναι αντίθετο προς συγκεκριμένα άμεσα συμφέροντα ορισμένων μελών της κρατικής κοινωνίας, καθοριζόμενα κατά το υποκειμενικό κριτήριο, ανεξαρτήτως του αν εξυπηρετεί ή όχι συγκεκριμένα συμφέροντα άλλων μελών της κρατικής κοινωνίας, καθοριζόμενα κατά το υποκειμενικό κριτήριο, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετεί ή όχι συγκεκριμένα συμφέροντα άλλων μελών της κρατικής κοινωνίας. Αλλά και τις περιπτώσεις αυτές τα ευρύτερα συμφέροντα των προσώπων, που τυχόν βλάπτονται, συμπίπτουν με το δημόσιο συμφέρον, του οποίου η ικανοποίηση τυχόν έβλαψε ένα συγκεκριμένο συμφέρον τους.

 

Το δημόσιο συμφέρον μπορεί να διακριθεί σε γενικό, όταν αφορά άμεσα το σύνολο των μελών της κρατικής κοινωνίας, ή ειδικό, όταν αφορά άμεσα ορισμένα τμήματα της, τα οποία καθορίζονται βάσει γενικών κριτηρίων (π.χ. τους κατοίκους μιας περιοχής ή εκείνους που ασκούν ορισμένο επάγγελμα). Αλλά και οι ειδικότερες εκδηλώσεις του δημόσιου συμφέροντος εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του.»        

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, είναι έκδηλο ότι κανένα έρεισμα έχει η θέση των Αιτητών ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να επιτύχει επειδή άπτεται του δημοσίου συμφέροντος, καλύπτοντας όλους τους λόγους που έχουν προβληθεί για το ζήτημα αυτό.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών επικαλέστηκε την υπόθεση Μιχάλης Δημητρούδης v. Ανδρέα Νίκου Λουγκρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 677 λέγοντας πως ενώ η απόφαση ήταν απορριπτική υπό την έννοια ότι δεν επέβαλε στον αποτυχόντα διάδικο μια θετική υποχρέωση που να χρήζει αναστολής, η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης αυτής μέχρι εκδίκασης της έφεσης εγκρίθηκε (σελίδα 11 γραπτής αγόρευσης συνηγόρου Αιτητών).

Η ερμηνεία που ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών έδωσε στο σκεπτικό της απόφασης μόνο παραπλανητική μπορεί να λεχθεί ότι είναι. Πρόκειται για εσφαλμένη αντίληψη των νομικών αρχών. Εκλαμβάνω ότι αυτό δεν έγινε σκόπιμα.

 

Έχω ήδη κάνει αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης αυτής προηγουμένως. Η υπόθεση αυτή αφορούσε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που της ασκήθηκε. Η αίτηση εδράζεται στη Δ.35 Θ.18 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι την 01.09.23, στο άρθρο 47 του Ν.14/60, στη διακριτική ευχέρεια και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Καταρχάς η υπόθεση εκείνη δεν εμπίπτει στην κατηγορία του δημοσίου συμφέροντος, όπως αφήνει να εννοηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών. Ουδεμία σχέση έχει. Από το κείμενο της απόφασης εύκολα γίνεται αντιληπτό στον αναγνώστη ότι η επιτυχία της δεν σχετίζεται με το κεφάλαιο του ‘δημοσίου συμφέροντος’.

 

Η πρωτόδικη απόφαση διέταξε την άρση της εγγραφής πωλητηρίου εγγράφου από το σχετικό μητρώο του Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, απορρίπτοντας ταυτόχρονα άλλη συνενωμένη αγωγή διότι έκρινε ότι ο εφεσείοντας δεν δικαιούτο σε ειδική εκτέλεση, χωρίς να χρειαστεί να αποφασιστεί κατά πόσον αυτή αποτελούσε και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το Εφετείο αποφάσισε τα εξής:

(1)        Το αντικείμενο της αναστολής δυνάμει της Δ.35, θ.18, είναι «..... η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση, και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται».

(2)        Γενικά το αντικείμενο της αναστολής συναρτάται προς ορισμένη θετική ενέργεια, υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

(3)        Η πρωτόδικη απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η αναστολή, απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένης ενέργειας από τον εφεσίβλητο ώστε να επιτευχθεί η άρση της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.

 

Εκείνο που έχει επανειλημμένως λεχθεί και φαίνεται από την προαναφερόμενη νομολογία, είναι ότι αυτό που επιδιώκεται μέσα από αιτήσεις όπως την παρούσα είναι η αναστολή θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την απόφαση που εφεσιβάλλεται. Δεν έχει σημασία αν αυτή η θετική υποχρέωση ή καθήκον αφορά είτε τον ενάγοντα / αιτητή είτε τον εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση. Ισχύει για οποιονδήποτε από τους διαδίκους και δεν περιορίζεται στον αποτυχόντα διάδικο όπως εσφαλμένα υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών. 

Επίσης για την προώθηση της παρούσας αίτησης γίνεται επίκληση του άρθρου 32 του Ν.14/60. Το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος της νομικής βάσης της υπό κρίση αίτησης. Με κάθε σεβασμό στους Αιτητές, αυτό δεν θα μπορούσε να έχει προοπτική επιτυχίας υπό την έννοια ότι δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε αγωγή ή κυρίως αίτηση ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικαιολογείται η ενεργοποίηση των προνοιών του προκειμένου να εξεταστεί αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτουμένων θεραπειών ως ενδιάμεσων διαταγμάτων με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της εκκρεμούσας πολιτικής διαδικασίας.

 

Περαιτέρω ζητείται η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων δυνάμει των αρχών στην αγγλική υπόθεση In Erinfold Properties Ltd v. Chesire County Council [1974] 2 All E.R. 448 και υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 32 και 47 του Ν.14/60.

 

Η Erinfold είναι η κλασσική αυθεντία που αφορά παρεμπίπτον διάταγμα εκκρεμούσης έφεσης (κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’ των Γιώργου Ερωτοκρίτου & Πέτρου Αρτέμη, σελίδες 173-174, έκδοση 2016). Πότε μπορεί να εξεταστεί ζήτημα παράτασης ισχύος ακυρωθέντος διατάγματος και κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των αρχών της νομολογίας του Αγγλικού Εφετείου στην απόφαση Erinfold στο κυπριακό δίκαιο είναι ζητήματα που κρίθηκαν στην υπόθεση Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1816. Στο ερώτημα πότε μπορεί να καταχωριστεί τέτοια αίτηση για να μπορεί να εξεταστεί χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση:

«Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, συμφωνούμε ότι το γεγονός πως κατά την απαγγελία της ενδιάμεσης απόφασης υπήρχε έτοιμο δακτυλογραφημένο κείμενο το οποίο δόθηκε ή θα εδίδετο στους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους, δεν παρουσιάζεται να συνιστούσε αφ' εαυτού πρόβλημα στην εξέταση του ενδεχομένου εφαρμογής των αρχών που είχαν αρχικά τεθεί στην προαναφερθείσα υπόθεση Erinford (ανωτέρω). Εξάλλου, και σε αριθμό Κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες έγινε δεκτή η γενική αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Erinford, οι αιτήσεις με τις οποίες εζητείτο η αναστολή εκτέλεσης διατάγματος, ή η έκδοση νέου διατάγματος εκκρεμούσας έφεσης, είχαν γίνει μεταγενέστερα της έκδοσης της αρχικής απόφασης, χωρίς αυτό το στοιχείο να θεωρηθεί ως κώλυμα. (Βλ. Tafco v. Ship "Lambros L" and her Cargo (No. 2) (1977) 1 C.L.R. 159, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 3) (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1255, Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Company Ltd (Αρ. 2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1154

 

Με γνώμονα ότι η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης προηγείται της επίσημης σύνταξης της απόφασης ημερ. 22.03.24 επί της οποίας ασκήθηκε έφεση (drawn up judgment ημερ. 29.05.24), πράγμα που έχω διαπιστώσει από τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης τον οποίον έχω ανατρέξει για σκοπούς διαφώτισης μου εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938) και παρόλο ότι στις 22.03.24 δόθηκε σε όλους τους συνηγόρους των διαδίκων δαχτυλογραφημένο κείμενο, το Δικαστήριο, με βάση τα προαναφερόμενα, έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση.

 

Σε ότι αφορά τον τρόπο άσκησης αυτής της εξουσίας από το Δικαστήριο και τις παραμέτρους που προσμετρούν στην κρίση του, παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την ίδια υπόθεση:

«Κατά την άποψή μας, μια τέτοια εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ασκείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες καταδεικνύεται όχι απλά ότι θα εδικαιολογείτο η αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, αλλά μόνο εκεί όπου καταδεικνύεται ή έχει μεσολαβήσει ή αποκαλυφθεί τέτοια κατάσταση πραγμάτων ώστε να υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ανατροπής της ακυρωτικής απόφασης και η ύπαρξη σοβαρών επιπτώσεων από τη μη απόδοση θεραπείας.»

 

Στρεφόμενος στην παρούσα περίπτωση και έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα, καταλήγω ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που δικαιολογεί τα επιχειρήματα των Αιτητών. Με κάθε σεβασμό η παρούσα υπόθεση δεν είναι από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ανατροπής της ακυρωτικής απόφασης και η ύπαρξη σοβαρών επιπτώσεων από τη μη απόδοση θεραπείας.

 

Το γεγονός ότι απορρίφθηκε η εταιρικής φύσεως αίτηση δεν σημαίνει ότι δημιουργεί τετελεσμένη κατάσταση πραγμάτων με σοβαρές επιπτώσεις σε περίπτωση που δεν αποδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Εάν και εφόσον κριθεί από το Εφετείο ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένη τότε θα διοριστεί «Εξεταστής» με ότι αυτό συνεπάγεται. Αν ο κίνδυνος που οι Αιτητές προβάλλουν έχει να κάνει με το έργο του Παραλήπτη/Διαχειριστή στις εν λόγω εταιρείες τους, δεδομένου των υποχρεώσεων που αυτός έχει και του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει με βάση τη νομοθεσία, ο επικαλούμενος κίνδυνος δεν δικαιολογείται και σε κάθε περίπτωση δεν αγγίζει το επίπεδο της πρόκλησης σοβαρών επιπτώσεων από τη μη απόδοση των αιτουμένων θεραπειών. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Νικολάου v. Δημήτρη Μαννάρη, υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης-Διαχειριστής της εταιρείας Priamos Hotels Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 226/10 ημερ. 10.07.15, μετά το διορισμό Παραλήπτη/Διαχειριστή δεν υπάρχει κίνδυνος σπατάλης ή διασκορπισμού των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας στην οποίαν διορίστηκε. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι ο Παραλήπτης/Διαχειριστή δεν μπορεί να ενεργεί αυθαίρετα, αλλά δεσμεύεται από το νόμο και έχει θέσμιο καθήκον επιμέλειας προς όλους και ιδιαίτερα τους εξασφαλισμένους προνομιούχους πιστωτές της Εταιρείας και υπόκειται σε κυρώσεις στην περίπτωση που δεν διεκπεραιώσει τα καθήκοντα του με τον δέοντα τρόπο. (άρθρα 89, 300, 334 – 344 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και Capital Cameras Ltd. v. Harold Lines Ltd and others (National Westminster Bank plc intervening) [1991] 3 All E.R. 389).

 

Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, θεωρώ ότι οι λόγοι επί των οποίων οδήγησαν στην απόρριψη της εταιρικής φύσεως αίτησης είναι τέτοιοι που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν δημιουργούν σοβαρό ενδεχόμενο ανατροπής της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης που εκκρεμεί. Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα δεν μπορούν παρά μόνο, πάντοτε με μεγάλο σεβασμό, να στοιχειοθετήσουν εδώ μια συζητήσιμη υπόθεση.

 

Με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης, έχω εξισορροπήσει τους παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης του μέρους αυτού της παρούσας αίτησης. Από τα ενώπιον μου δεδομένα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα η έφεση θα απωλέσει την αποτελεσματικότητα της ως ένδικο μέσο. Το γεγονός ότι καταχωρίστηκε έφεση δεν σημαίνει ότι εκ προοιμίου η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ακυρώνεται ή διαγράφεται.

 

Αν ήταν έτσι, τότε δεν καμία απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου θα είχε αξία. Αυτό με τη σειρά του θα έπληττε την αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων και γενικότερα το κύρος και την αξιοπιστία της δικαιοσύνης. Σε τέτοια περίπτωση ο επιτυχών διάδικος θα είναι αυτός που θα αισθάνεται αδικημένος.

 

Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ικανοποιούνται οι απαιτούμενοι παράγοντες για τους λόγους που έχω εξηγήσει δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας της πτυχής αυτής.

 

Επιπλέον επιδιώκεται η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στη βάση των αρχών επιείκειας. Οι αρχές επιείκειας αναφέρονται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης.

 

Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι η πλευρά των Αιτητών δεν αναπτύσσει νομική επιχειρηματολογία σχετικά με τη νομική πτυχή αυτή. Κανένας νομικός σχολιασμός περιέχεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Αιτητών ώστε επί του σημείου αυτού να υποστηρίζεται νομικά η παρούσα αίτηση. Ούτε όταν δόθηκε η ευκαιρία στον συνήγορο τους να αγορεύσει νομικά υπήρξε τέτοια νομική αναφορά. Συνεπώς η μη ενασχόληση των Αιτητών με το εν λόγω ζήτημα εκλαμβάνεται ως εγκατάλειψη από μέρους τους στην προώθηση του συγκεκριμένου νομικού σημείου στα πλαίσια υποστήριξης των αξιούμενων ενδιάμεσων θεραπειών της υπό κρίση αίτησης.   

 

Η αίτηση ακόμη προωθείται δυνάμει των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου. Η αναφορά των συμφυών εξουσιών περιλαμβάνεται στη νομική βάση της παρούσας αίτησης.

 

Η έννοια της σύμφυτης εξουσίας εξηγείται στην Αίτηση φύσεως Certiorari και/ή prohibition και/ή mandamous των Frantisek Stepanek κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 16/2012 ημερ. 24.02.12 με αναφορά στην υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργ. Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151. Παρέχω αυτούσιο το απόσπασμα:

«‘Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι’ αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο “σύμφυτη”’. Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της.»

 

Στην υπόθεση Αυξεντίου v. Σάββα (2003) 1Γ Α.Α.Α.Δ. 1963 υποδείχτηκε ότι σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητης από το νόμο και τους θεσμούς. Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι ήταν από τις περιπτώσεις όπου υπήρχε σύμφυτη εξουσία αφού η ύπαρξη της ήταν αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να λειτουργήσει ως Δικαστήριο δικαίου ώστε να εφαρμοστεί η απόφασή του. Διαφορετική κατάληξη θα καθιστούσε την απόφαση του Δικαστηρίου άνευ σημασίας.

 

Σύμφυτη εξουσία εντοπίζεται στην αναγκαιότητα από μέρους του Δικαστηρίου να διαφοροποιεί τα διατάγματα που αυτό εκδίδει έτσι ώστε να εκδηλώνει τη δική του πρόθεση και να καθιστά την πρόθεση του σαφή (Παύλου v. Αδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2008 ημερ. 18.03.11). Ομοίως υπάρχει σύμφυτη εξουσία στο Δικαστήριο για να διορθώνει λάθη και παραλείψεις του ώστε να προσαρμόσει ένα ατελούς κείμενο δίδοντας του σωστή λεκτική έκφραση στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του (Σοφοκλέους κ.α. v. Alpha Bank Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2009 ημερ. 18.07.11).

 

Ακόμη σύμφυτη εξουσία εντοπίζεται στην απόρριψη αίτησης για παραμερισμό άλλης αίτησης σε υπόθεση οικογενειακού δικαίου που κρίθηκε ότι ήταν αθεράπευτα παράτυπη. Κρίθηκε ότι εκ συμφώνου τα μέρη κάλεσαν το Δικαστήριο να εξετάσει την εγκυρότητα της προδικαστικά δυνάμει της Δ.27 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι την 01.09.23, το οποίο και έπραξε αφού άκουσε αμφότερους διαδίκους (Σοφοκλέους v. Τσεσμέλογλου, Έφεση Αρ. 22/2010 ημερ. ημερ. 14.02.12).   

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζεται στην Χριστοφή v. Island Beach Development Ltd (2010) 1B Α.Α.Δ. 1126 που αφορούσε απόρριψη αίτησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης κατ’ επίκληση συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου στην οποίαν, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Σύμφωνα με τη νομολογία, η συμφυής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία γι’ αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του (Δικαστηρίου), αλλά πάντοτε εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, οι οποίες απορρέουν και πλαισιώνονται από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Πολιτείας.»    

 

Το πιο πάνω σκεπτικό επαναδιατυπώθηκε στην Αίτηση φύσεως Certiorari του Paul Kythreotis, Πολιτική Αίτηση Αρ. 19/2011 ημερ. 05.05.11. Όπως υποδείχτηκε, η σύμφυτη εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη πηγή εξουσίας αλλά η ύπαρξη της είναι αναγκαία για τη λειτουργία του Δικαστηρίου σαν Δικαστηρίου δικαίου. Ωστόσο η επίκληση της πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ.

 

Στην περίπτωση αυτή εκείνο που ουσιαστικά επιδιωκόταν ήταν η επέκταση της συμφυούς εξουσίας για σκοπούς αναστολής διαδικασίας άλλου δικαστηρίου. Αντικείμενο της αναστολής στην διαδικασία εκείνη δεν ήταν η απόφαση που εφεσιβλήθηκε και αφορούσε συμμόρφωση με την έκδοση αριθμού διαταγμάτων τύπου Anton Piller, στην οποία απορρίφθηκε η αίτηση Certiorari που ο αιτητής είχε καταχωρίσει, αλλά η αναστολή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού άλλης διαδικασίας σε πρωτογενή αίτηση περιλαμβανομένης της ενδιάμεσης διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας εξετάζεται η ορθότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων, ενδιάμεση διαδικασία η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αυτό κρίθηκε ότι ήταν ουσιαστικά αδιανόητο και δεν μπορούσε να επιτευχθεί με την επίκληση της Δ.35, Θ.18 (Ευάγγελος Εμπεδοκλής και άλλοι    (Αρ.3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529). Γι’ αυτό η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό.

 

Χρήσιμη αναφορά γίνεται και στην Αίτηση φύσεως Certiorari του Martin Coward, Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2012 ημερ. 05.03.12:

«Τέλος, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, (στην οποία εν πάση περιπτώσει δεν κατέφυγε η Πρόεδρος για την έκδοση των επίδικων οδηγιών) και την οποία επικαλείται ο συνήγορος της εταιρείας, αποτελεί μεν χρήσιμο εργαλείο στο οπλοστάσιο του Δικαστηρίου, πηγάζουσα εκ της φύσεως της δικαστικής λειτουργίας, δεν αποτελεί όμως πηγή αδιάκριτης εξουσίας ώστε να ενδύονται με δικαστικό μανδύα δικαστικές ενέργειες που είναι έξω από τις θεσμοθετημένες πρόνοιες.Όπως λέχθηκε στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, έχουν τεθεί στη σύμφυτη αυτή λειτουργία και εξουσία, αυτοπεριορισμοί και όρια ώστε να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία της στις ορθές της διαστάσεις. Δεν αποτελεί απεριόριστη αποθήκη από την οποία προκύπτουν κατά βούληση νέες εξουσίες.

Όπως λέχθηκε στην Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (Αρ. 3) για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, (απόφαση Ολομέλειας, κατ΄ έφεση), σελ. 545-546:

 

«Πέραν των πιο πάνω, η συμφυής εξουσία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ad libitum για να δημιουργεί, στην απουσία σχετικών δικονομικών κανονισμών, μηχανισμούς για να δώσει διέξοδο στο ζητούμενο. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235:

 

“Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Αχιλλέας Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).”»   

 

Η παρούσα υπόθεση δεν είναι από τις περιπτώσεις που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ενυπάρχει συμφυής εξουσία που μπορεί να ασκηθεί από το Δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για περίπτωση στην οποίαν απουσιάζει αντικείμενο της αναστολής που να συναρτάται προς ορισμένη θετική ενέργεια, υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, τυχόν επίκλησης συμφυούς εξουσίας από το Δικαστήριο θα ισοδυναμούσε με ανατροπή της απόφασης που το ίδιο εξέδωσε. Κάτι τέτοιο θα ήταν νομικά ανεπίτρεπτο και σφάλμα από μέρους του Δικαστηρίου.

 

Προκαλεί ομολογουμένως έκπληξη ότι ενώ οι Αιτητές γνωρίζουν για την απόρριψη της αίτησης τους για διορισμό «Εξεταστή», ως αποτέλεσμα της οποίας τερματίστηκε και/ή έληξε η προστασία που οι εταιρείες τους νομοθετικά απολάμβαναν ενόσω η εκδίκαση της εκκρεμούσε, με την παρούσα αίτηση ζητούν από το Δικαστήριο να θέσει εκ νέου υπό την προστασία του τις εν λόγω εταιρείες. Είναι προφανές ότι στην ουσία η υπό κρίση αίτηση στοχεύει να εμποδίσει τη λειτουργία του Παραλήπτη/Διαχειριστή που διορίστηκε στις εν λόγω εταιρείες από την Alpha Bank Limited, ο διορισμός του οποίου οι Αιτητές αμφισβητούν στα πλαίσια άλλων ξεχωριστών δικαστικών διαδικασιών. Επομένως η παρούσα διαδικασία προωθείται κατ’ επίκληση των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου υπό το συγκεκαλυμμένο μανδύα της αναστολής εκτέλεσης μιας απόφασης που δεν έχει περιεχόμενο για εκτέλεση, ώστε να τεθεί στο περιθώριο ο διορισμός του Παραλήπτη/Διαχειριστή προς όφελος άλλων δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούν. Αυτό είναι αδιανόητο και αδικαιολόγητο.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν υπάρχει συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου της οποίας μπορεί να γίνει επίκληση με σκοπό την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Σε ότι αφορά την αξιούμενη ενδιάμεση θεραπεία με την οποίαν ζητείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος ώστε οι εταιρείες «Panareti» και «Sunset» τεθούν υπό την προστασία του Δικαστηρίου και/ή συνεχίσουν να βρίσκονται υπό την προστασία του Δικαστηρίου μέχρι τις 13.04.24 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου (σημείο Δ από το σώμα της αίτησης), για σκοπούς υποστήριξης της επιπρόσθετα γίνεται επίκληση των άρθρων 202Α – 202Ν του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113).

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 202 του Κεφ.113 παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να θέσει μία εταιρεία για την οποίαν επιδιώκεται να διοριστεί «Εξεταστής» υπό την προστασία του. Ειδικότερα το άρθρο 202Η προνοεί τα εξής:

«(1)      Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 202Γ κατά την περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 202Α και τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 202ΙΘ, και τελειώνει κατά τη λήξη περιόδου τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία εκείνη ή κατά την απόσυρση ή απόρριψη της αίτησης, οποιοδήποτε γεγονός επέλθει πρώτο, η εταιρεία θεωρείται ότι τελεί υπό την προστασία του Δικαστηρίου. »  

 

[η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του Δικαστηρίου]

 

Ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων καθιστά αντιληπτό ότι με την υποβολή αίτησης για διορισμό «Εξεταστή» σε μία εταιρεία δυνάμει του άρθρου 202Α αλλά και των άλλων συναφών άρθρων η εν λόγω εταιρεία τίθεται αυτόματα υπό την προστασία του Δικαστηρίου με ότι συνεπάγεται μέσα από τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 202Η. Η προστασία αυτή τερματίζεται είτε με την πάροδο περιόδου 4 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διορισμό «Εξεταστή» είτε εναλλακτικά με την απόσυρση ή απόρριψη της αίτησης αυτής, αναλόγως ποιο γεγονός επέλθει ενωρίτερα. Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος προστασίας μιας εταιρείας που της παρέχει η νομοθεσία λήγει όταν η αίτηση αποσυρθεί ή απορριφθεί μετά από εξέταση της, αλλά σε κάθε περίπτωση ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 4 μήνες από την ημερομηνία υποβολής τέτοιας αίτησης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση για διορισμό εξεταστή των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» καταχωρίστηκε στις 13.12.23. Με βάση την νομοθεσία, όταν αυτή υπεβλήθηκε οι εν λόγω εταιρείες τέθηκαν υπό την προστασία του Δικαστηρίου. Μέγιστος χρόνος που θα βρίσκονταν υπό την προστασία του Δικαστηρίου ήταν 12.04.24, δηλαδή 4 μήνες μετά. Ωστόσο η αίτηση εξετάστηκε και στις 22.03.24 εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν ο αιτούμενος διορισμός «Εξεταστή» απορρίφθηκε για τους λόγους που εξηγούνται στο κείμενο της. Εφόσον το απορριπτικό αποτέλεσμα της αίτησης γνωστοποιήθηκε στους διαδίκους στις 22.03.24, δηλαδή αυθημερόν, μπορεί να λεχθεί ότι την ημερομηνία εκείνη έληξε και/ή τερματίστηκε η νομοθετική προστασία που απολάμβαναν οι εν λόγω εταιρείες. Τούτο επειδή το γεγονός της απόρριψης της αίτησης επήλθε ενωρίτερα της λήξης της μέγιστης περιόδου των 4 μηνών που η νομοθεσία έχει καθορίσει.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, γίνεται αντιληπτό ότι όταν η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε στις 27.03.24 η περίοδος προστασίας των εν λόγω εταιρειών είχε ήδη λήξει και/ή τερματιστεί. Επομένως δεν υφίσταται θέμα εξέτασης του ενδεχομένου έκδοσης προσωρινού διατάγματος με το οποίο οι εν λόγω εταιρείες να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό την προστασία του Δικαστηρίου.

 

Το ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι αν το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει νέο προσωρινό διάταγμα που να θέτει ξανά υπό την προστασία του τις εταιρείες αυτές.

 

Είναι γεγονός ότι τα εδάφια (5) & (6) του άρθρου 202Η του Κεφ.113 προνοούν παράταση της περιόδου που μία εταιρεία βρίσκεται κάτω από την προστασία του Δικαστηρίου. Η παράταση δύναται να χορηγηθεί εφόσον ικανοποιούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιστάσεις που η νομοθεσία καθορίζει. Ωστόσο η παράταση αυτή παρέχεται ενόσω εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης για διορισμό εξεταστή ή έχει ήδη διοριστεί «Εξεταστής» κατόπιν εξέτασης και έγκρισης της αίτησης. Είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη με την ενσωμάτωση των συγκριμένων εδαφίων ήταν να διασώσει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης για διορισμό εξεταστή ή να επιτρέψει στο πρόσωπο που έχει διοριστεί ως «Εξεταστής» να έχει την ευκαιρία να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και υποχρεώσεις του, δίδοντας περισσότερο χρόνο ολοκλήρωσης ενεργειών που πρέπει να γίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η δε μέγιστη προθεσμία που μπορεί να δοθεί μετά την πάροδο της περιόδου των 4 μηνών, είναι επιπλέον 8 μήνες. Αυτό επειδή, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 202Η, η μέγιστη συνολική περίοδος που μία εταιρεία μπορεί να τελεί υπό την προστασία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 μήνες.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι πρόνοιες των εδαφίων (5) & (6) του άρθρου 202Η δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση αφού από τις 22.03.24 που απορρίφθηκε η αίτηση για διορισμό «Εξεταστή», κατόπιν εκδίκασης της, η περίοδος προστασίας των εν λόγω εταιρειών είχε λήξει και/ή τερματιστεί (εδάφιο (1) του άρθρου 202Η). Επομένως η νομική θέση του κοινού ευπαιδεύτου συνηγόρου της SKY CAC Limited και Alpha Bank Cyprus Limited στο ζήτημα αυτό, όπως καταγράφεται στις §3.34 & §3.35 της σελίδας 19 της γραπτής αγόρευσης μου, με βρίσκει σύμφωνο.

 

Η παροχή προστασίας σε μία εταιρεία δυνάμει των προνοιών του άρθρου 202 είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία διορισμού «Εξεταστή». Αυτό για να δοθεί η ευκαιρία διερεύνησης του ενδεχομένου κατά πόσο ικανοποιούνται οι απαιτούμενες από τη νομοθεσία προϋποθέσεις για το διορισμό ‘Εξεταστή» και εφόσον διοριστεί να δοθεί χρόνος για υλοποίηση των νομοθετικών υποχρεώσεων του. Χωρίς να υπάρχει σε εξέλιξη διαδικασία ‘Εξεταστή», δεν δικαιολογείται μία εταιρεία να τελεί υπό την προστασία του Δικαστηρίου κατ’ επίκληση των εδαφίων του άρθρου αυτού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται σε εξέλιξη διαδικασία διορισμού «Εξεταστή». Όπως ήδη λέχθηκε, η σχετική αίτηση έχει απορριφθεί. Η νομοθεσία δεν προνοεί την εκ νέου έκδοση διατάγματος με το οποίο οι εν λόγω εταιρείες να τίθενται ξανά υπό την προστασία του Δικαστηρίου. Οι πρόνοιες των εδαφίων του άρθρου 202 του Κεφ.113 είναι σαφείς. Δεν παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να ασχοληθούν εκ νέου με το ζήτημα αυτό.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών με παρέπεμψε στην ιρλανδική υπόθεση Re Vantive Holdings Ltd [2010] ILRM 156. Προέβηκε σε σχολιασμό της απόφασης αυτής από τη δική του οπτική γωνία. Σχολιασμό του σκεπτικού της απόφασης όπως ο ίδιος το αντιλήφθηκε προέβηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των SKY CAC Limited και Alpha Bank Cyprus Limited. Έχω μελετήσει με προσοχή όλα τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί καθώς και την ίδια την απόφαση στην εν λόγω υπόθεση.

Όπως προκύπτει με βάση τη σχετική ιρλανδική νομοθεσία, ενόσω μία αίτηση για διορισμό «Εξεταστή» εκκρεμεί η προβλεπόμενη περίοδος προστασίας ανέρχεται σε 70 ημέρες με πρόνοια παράτασης της μέχρι 100 ημέρες. Όπως στην κυπριακή νομοθεσία έτσι και στην ιρλανδική, η προστασία της εταιρείας υφίσταται μέχρι η αίτηση είτε αποσυρθεί είτε απορριφθεί κατόπιν εξέτασης της. Ωστόσο σε αντίθεση με την κυπριακή νομοθεσία, η ιρλανδική νομοθεσία επιτρέπει σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης και εγκριθεί αίτηση για αναστολή που στο μεταξύ έχει καταχωριστεί, την αναβίωση της αίτησης για διορισμό «Εξεταστή» η οποία παραμένει ζωντανή μέχρις ότου εξεταστεί η έφεση που ασκήθηκε σχετικά με την εκδοθείσα απόφαση. Με βάση τους κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί και ρυθμίζουν τις διαδικασίες ενώπιον του Ιρλανδικού Εφετείου, σε τέτοια περίπτωση η εκδίκαση της έφεσης επισπεύδεται και η όλη διαδικασία έφεσης ολοκληρώνεται εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος. Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος προστασίας συνεχίζει να υφίσταται και λήγει όταν εκπνεύσει η νομοθετική περίοδος, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης.

 

Στην ιρλανδική υπόθεση καταχωρίστηκε αίτηση για διορισμό «Εξεταστή» στις 17.07.09. Η περίοδος προστασίας του Δικαστηρίου που προνοείτο από την ιρλανδική νομοθεσία ήταν 70 ημέρες με δικαίωμα επέκτασης της μέχρι 100 ημέρες. Αμέσως δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο για τη σύντομη εκδίκαση της. Πράγματι η αίτηση εκδικάστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Σ’ αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι ουδεμία αίτηση για «Προσωρινό Εξεταστή» είχε υποβληθεί και ως εκ τούτου ο χρόνος που αναλώθηκε ήταν αποκλειστικά για την κυρίως αίτηση για διορισμό «Εξεταστή». Η απόφαση του ιρλανδικού δικαστηρίου εκδόθηκε στις 31.07.09. Η αίτηση απορρίφθηκε. Ευθύς και εξ’ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό αυθημερόν, υπεβλήθηκε από τον συνήγορο του αιτητή αίτημα για αναστολή ισχύος της απόφασης, το οποίο εγκρίθηκε με την περίοδο αναστολής να ισχύει μέχρι τις 04.08.09. Εκείνη την ημέρα, δηλαδή στις 04.08.09, καταχωρίστηκε η ειδοποίηση έφεσης επί της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η εκδίκαση της έφεσης επισπεύτηκε δυνάμει των σχετικών κανονισμών που διέπουν τη λειτουργία του Εφετείου και αφορούν τέτοιου είδους υποθέσεις με αποτέλεσμα η απόφαση του Εφετείου να εκδοθεί στις 11.08.09. Επειδή, καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου μέχρι και την έκδοση της απόφασης του, η περίοδος των 70 ημερών που προνοεί η ιρλανδική νομοθεσία δεν είχε παρέλθει, η εταιρεία τελούσε υπό την προστασία του Δικαστηρίου.

 

Ωστόσο στη δική μας περίπτωση, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έρεισμα από την πιο πάνω ιρλανδική απόφαση. Συγκεκριμένα η αίτηση για διορισμό «Εξεταστή» καταχωρίστηκε στις 13.12.23 και ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 19.01.24. Εκείνη την ημέρα το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να τροχιοδρομήσει τη διαδικασία εκδίκασης της επειδή την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 19.01.24, οι Αιτητές καταχώρισαν μονομερώς ενδιάμεση αίτηση με την οποίαν ζητούσαν την έκδοση διατάγματος που να διορίζει «Προσωρινό Εξεταστή» για τις ίδιες εταιρείες. Λογικά η εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης για διορισμό «Προσωρινού Εξεταστή» έπρεπε να προηγηθεί της εξέτασης της κυρίως αίτησης για διορισμό «Εξεταστή». Δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της ενδιάμεσης αίτησης.

 

Στην προσπάθεια του να επικεντρωθεί στην κυρίως αίτηση, έχοντας υπόψη του τον σκοπό και τη σημασία αυτής, το Δικαστήριο εισηγήθηκε την απόσυρση της ενδιάμεσης αίτησης και να δοθεί έτσι η ευκαιρία σύντομης εκδίκασης της κυρίως αίτησης. Η εισήγηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την πλευρά των Αιτητών. Μετά από απόρριψη σχετικής θέσης των Αιτητών να μην δοθεί χρόνος σε ενδιαφερόμενα μέρη να ακουστούν στα πλαίσια ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 25.01.24, τροχιοδρομήθηκε η διαδικασία καταχώρισης ενστάσεων και η εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης.

 

Για δεύτερη φορά το Δικαστήριο εισηγήθηκε την απόσυρση της ενδιάμεσης αίτησης και την απευθείας εκδίκαση της κυρίως αίτησης για διορισμό «Εξεταστή» σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι Αιτητές ήταν πάλι οι μόνοι που δεν αποδέχτηκαν την εισήγηση του Δικαστηρίου. Η ενδιάμεση αίτηση εκδικάστηκε και στις 05.03.24 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του με την οποίαν απέρριψε το αίτημα για διορισμό «Προσωρινού Εξεταστή».

 

Την ίδια ημέρα τροχιοδρομήθηκε η διαδικασία εκδίκασης της κυρίως αίτησης για διορισμό «Εξεταστή». Η κυρίως αίτηση εκδικάστηκε και στις 22.03.24 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του με την οποίαν απέρριψε το αίτημα για διορισμό «Εξεταστή». Οι Αιτητές δεν είχαν κάποιο αίτημα εκείνη την ημέρα. Η υπό κρίση αίτηση υπεβλήθηκε 5 ημέρες αργότερα. Με δεδομένο ότι η αίτηση για Επίσπευση της Εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 8/2024 έχει απορριφθεί, το αιτούμενο διάταγμα επιδιώκει ισχύ για απεριόριστο χρόνο. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αφού δεν προνοείται από τη νομοθεσία. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε άλλη νομική πηγή που θα παρείχε δικαιοδοσία και κατ’ επέκταση εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, περιλαμβανομένου της στάσης και συμπεριφοράς των Αιτητών που έχω αμέσως προηγουμένως περιγράψει, ούτε η επίκληση συμφυών εξουσιών διασώζουν την υπό κρίση αίτηση. 

Αν τα δεδομένα στην παρούσα περίπτωση ήταν στα ίδια πρότυπα μ’ αυτά της προαναφερόμενη ιρλανδικής υπόθεσης και η στάση-συμπεριφορά των Αιτητών της παρούσας περίπτωσης ήταν ίδια μ’ αυτή του αιτητή στην ιρλανδική υπόθεση τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.

 

Τα πιο πάνω οδηγούν σε επιτυχία τους λόγους ένστασης αρ. 7, 8 & 11 του ΔΠ & Σ.Α.ΠΑ., τους λόγους ένστασης αρ. 1, 2, 3, 5 & 9 του Π/Δ και τους λόγους ένστασης αρ. 3, 6, 9 & 16 της Alpha Bank & SKY. Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης της παρούσας αίτησης, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης των Π/Δ, Alpha Bank & SKY, ΔΠ και Σ.Α.ΠΑ.

 

Έχοντας συνεκτιμήσει και σταθμίσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα στη βάση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που έχει προσκομιστεί και με γνώμονα το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, καταλήγω ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι ικανοποιούνται αναγκαίες και απαραίτητες προϋποθέσεις που δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Η έκδοση τους δεν θα ήταν δίκαιη, εύλογη και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Συνακόλουθα η παρούσα αίτηση απορρίπτεται στην ολότητα της.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Alpha Bank, SKY, Π/Δ, ΔΠ και Σ.Α.ΠΑ. και εναντίον των Αιτητών 1-5.

 

Ένεκα της κοινής νομικής εκπροσώπησης της Alpha Bank με την SKY και του ΔΠ με το Σ.Α.ΠΑ., σε συνδυασμό με την κοινή ένσταση που προωθήθηκε από μέρους της Alpha Bank με την SKY και της κοινής ένστασης του ΔΠ με το Σ.Α.ΠΑ., επιδικάζεται ένα σετ εξόδων ανά ζεύγος (δηλαδή Alpha BankSKY και ΔΠ - Σ.Α.ΠΑ).   

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο