ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ.  225/2016

 

 

 

 

 

THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED

 

 

 

Ενάγουσα

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

1.   ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΖΑΒΡΙΔΗΣ

2.   ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΒΡΙΔΗΣ

3.   ΦΡΟΣΩ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΖΑΒΡΙΔΟΥ

 

 

Εναγόμενοι

 

 

______________________________

 

 

 

Ημερομηνία: 29 Ιουλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Ν. Μάντης για Mantis & Athinodorou LLC, για την Ενάγουσα

 

Σ. Ζαννούπας, για τον Εναγόμενο 1

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

 

1.        Την αγωγή ήγειρε η Bank of Cyprus Public Company Ltd («η Τράπεζα»). Την 14.09.2021, καταχωρίστηκε ειδοποίηση πως το χρέος, για το οποίο κινήθηκε η αγωγή, μεταβιβάστηκε στην Themis Portfolio Management Ltd («η Ενάγουσα»), με βάση το άρθρο 18 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμο 169(Ι)/2015 και δυνάμει των προνοιών Σχεδίου Διακανονισμού που επικυρώθηκε την 04.06.2021 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113, και το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 08.06.2021.

 

2.        Με την αγωγή της, η Ενάγουσα θέτει πως η Τράπεζα, που είχε άδεια να παρέχει τραπεζικές εργασίες, και ο Εναγόμενος 1, περί την 02.01.2006, ενέκριναν αίτημα του Εναγόμενου 1 για παραχώρηση ορίου ύψους Λ.Κ.5.000,00 (€8.543,00) στον τρεχούμενο λογαριασμό με αριθμό 067611004882 και συνάφθηκε σχετική συμφωνία. Η Τράπεζα θα δικαιούτο να χρεώνει τη διευκόλυνση με τόκο, προς κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα αποτελείτο από το εκάστοτε Βασικό Επιτόκιο της Τράπεζα (ΒΕΤ), που κατά την υπογραφή της συμφωνίας ήταν 4,250%, προσαυξημένο κατά 3,600%. Το τόκος θα κεφαλαιοποιείτο κάθε έξι μήνες, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περαιτέρω, η Τράπεζα θα δικαιούτο οποτεδήποτε να τερματίσει τη λειτουργία του λογαριασμού και να καταστήσει απαιτητό οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό, κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες, δικαιώματα, δαπάνες και έξοδα. Οι Γενικοί Όροι της Τράπεζας ήταν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1 είχε λάβει αντίγραφο του Καταλόγου Προμηθειών και Χρεώσεων της Τράπεζας και δεσμεύτηκε απ’ αυτούς. Με συμφωνία ημερομηνίας 09.02.2007, το όριο αυξήθηκε στις Λ.Κ.10.000,00 (€17.086,00). Η διευκόλυνση θα εξακολουθούσε να χρεώνεται με το ΒΕΤ, που τότε ανέρχονταν σε 4,500%, προσαυξημένο κατά 3,600%, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης, και διατηρούμενης της δυνατότητας τερματισμού. Με συμφωνία ημερομηνίας 17.06.2008, το όριο αυξήθηκε στις €26.000,00. Η διευκόλυνση θα χρεώνονταν με το ΒΕΤ, που τότε ήταν 4,500%, προσαυξημένο κατά 4,100%, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης, και διατηρούμενη τη δυνατότητα τερματισμού. Περί την 25.11.2010, το όριο μειώθηκε σε €15.000,00. Η διευκόλυνση θα εξακολουθούσε να χρεώνεται με το ΒΕΤ, που τότε ήταν 5,250%, προσαυξημένο κατά 4,000%, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης. Ο τόκος θα υπολογίζονταν επί ημερήσιων χρεωστικών υπολοίπων και για τον υπολογισμό του, οι μήνες θα λογαριάζονταν προς όσες ημέρες έχει ο καθένας, αλλά για να βρεθεί ο τόκος, θα λαμβάνονταν ως διαιρέτης το εμπορικός έτος, που αποτελείται από 360 ημέρες. Εάν υπήρχε υπερημερία, θα πληρώνονταν τόκος υπερημερίας. Η Τράπεζα διατηρούσε τον λογαριασμό, εκδίδοντας καταστάσεις, που έδειχναν ως υπόλοιπο €20.242,10, και ήταν καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου ορίου. Η Τράπεζα, με επιστολή της ημερομηνίας 24.02.2014, κάλεσε τον Εναγόμενο 1, εντός 21 ημερών, να συμμορφωθεί με τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ειδάλλως θα τερμάτιζε τη διευκόλυνση και θα ζητούσε άμεση εξόφληση. Επιπλέον, ο λογαριασμός θα χρεώνονταν με τόκο υπερημερίας 2%. Στη συνέχεια, η Τράπεζα, με επιστολές της ημερομηνίας 12.10.2015, τερμάτισε τη λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού και απαίτησε την πληρωμή ολόκληρου του χρεωστικού υπολοίπου του, με την ενημέρωση πως θα υπήρχε επιβάρυνση με 2% τόκο υπερημερίας. Η Ενάγουσα αξιώνει, με την αγωγή της, €20.242,10 ως το χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού, πλέον τόκο προς 10% ετησίως επί του ποσού των €20.191,66, από την 13.01.2013, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

 

3.        Εναντίον των Εναγόμενων 2 και 3, εγγυητών, εκδόθηκε δικαστική απόφαση.

 

4.        Ο Εναγόμενος 1 («ο Εναγόμενος), με την υπεράσπισή του, εγείρει προδικαστικές ενστάσεις: ότι η Τράπεζα ουδέποτε υπέγραψε διοριστήριο δικηγόρου για την καταχώριση της αγωγής· ότι η Τράπεζα, λόγω της αφερεγγυότητάς της, έχει τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης και είναι προ του φάσματος της κατάρρευσής της, χρηματοδοτείται συστηματικά από τα Ταμεία του Κύπριου φορολογούμενου, το ενδεχόμενο διάλυσης και κατάρρευσής της είναι ορατό, εντός των επόμενων μηνών, αφού, ενδεικτικά, το 2015, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που είχε ανέρχονταν σε 13 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 53% των δανείων· δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα, εφόσον, σε κανένα σημείο της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει ισχυρισμός για παράβαση οποιουδήποτε όρου των κατ’ ισχυρισμό συμφωνιών. Χωρίς βλάβη των προδικαστικών του ενστάσεων, ο Εναγόμενος αρνείται το σύνολο της αξίωσης. Δεν γνωρίζει εάν η Τράπεζα διαθέτει άδεια για να διεξάγει τραπεζικές εργασίες, αλλά η πεποίθησή του, όπως εκτίθεται, είναι πως η Τράπεζα έχει υποκαταστήματα στην Κύπρο και διεξάγει εργασίες, κατά παράβαση όμως όλων των άρθρων του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/1997. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος αρνείται πως συμφώνησε με την Τράπεζα να του παραχωρήσει το όριο στον τρεχούμενο λογαριασμό, κατ’ επέκταση και ότι υπήρξαν μετέπειτα τροποποιητικές συμφωνίες, με τις οποίες τέτοιο όριο αυξομειώθηκε. Θεωρεί πως η έκθεση περιεχομένου των υποτιθέμενων συμφωνιών στο δικόγραφο αντιβαίνει στους όρους της Δ.19 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Περαιτέρω, ο Εναγόμενος αρνείται πως κλήθηκε, οποτεδήποτε, από την Τράπεζα να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό. Δεν οφείλει, όπως θέτει, οποιοδήποτε ποσό, αλλά, σε κάθε περίπτωση, το ποσό που αξιώνεται είναι αποτέλεσμα αυθαίρετων και παράνομων και αυτόβουλων, παράτυπων και αντινομικών χρεώσεων, χωρίς νόμιμη και έγκυρη συμφωνία ή υποχρέωση του Εναγόμενου. Ο Εναγόμενος προβάλει, επίσης, πως επειδή η Τράπεζα ισχυρίζεται πως τερμάτισε τη σύμβαση, δεν δικαιούται να διεκδικεί εφαρμογή της και ποσά βάσει αυτής. Ακόμα κι αν αποδειχθεί, όπως εκθέτει, η ύπαρξη συμφωνίας με την Τράπεζα για το όριο, οι όροι οποιασδήποτε συμφωνίας στους οποίους στηρίζεται η απαίτηση είναι άκυροι ή ακυρώσιμοι ή παράνομοι ή αντιβαίνουν τους νόμους. Ειδικότερα, η Ενάγουσα ενήργησε κατά παράβαση όλων των άρθρων και κανονισμών του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου 138(Ι)/2001, όλων των άρθρων του περί Συνεργατικών Νόμου 22/1985, των άρθρων 2, 3, 5, 6, 7 και 8 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/1996, του άρθρου 3 του Ν.160(Ι)/1999, του άρθρου 4 του Ν.167(Ι)/2006, όλων των άρθρων του Ν.66(Ι)/1997, των άρθρων 82-105 του περί Συμβάσεων Νόμου, και των άρθρων 2, 3, 4, 12 και 13 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου 197(Ι)/2003. Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται πως «οι Ενάγοντες δεν είναι τίποτε άλλο από συγκεκαλυμμένους τοκογλύφους που ασκούν το επάγγελμα τους κάτω από τον μανδύα της άσκησης “τραπεζικών εργασιών”», επικαλούμενος το άρθρο 314Α και το άρθρο 314Β του Ποινικού Κώδικα, ως ένδειξη ότι υπάρχει συγκεκαλυμμένη τοκογλυφία δια της παράστασης άσκησης τραπεζικής πρακτικής. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, η θέση του Εναγόμενου είναι πως υπάρχει κώλυμα διεκδίκησης βάσει των δογμάτων “laches” και “waiver”, λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης (6,5 χρόνια) στη διεκδίκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, που οδήγησε στην εγκατάλειψη του δικαιώματος αξίωσης. Επιπλέον, υπάρχει κώλυμα, κατά τον Εναγόμενο, βάσει της αρχής “volenti non fit injuria” (οικειοθελής ανάληψη ρίσκου) και της αρχής “ex turpi causa non oritur action” (από παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά δεν απορρέει αγωγή). Βάσει αυτών, ο Εναγόμενος ζητά την απόρριψη της αγωγής.

 

5.        Η Τράπεζα, με απαντητικό δικόγραφο, αρνείται τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, επιμένοντας στην εκδοχή της ως προς τα γεγονότα, πως εξουσιοδότησε κατάλληλα τους δικηγόρους της, με σχετικό διοριστήριο, να καταχωρίσουν την αγωγή, και ότι δεν υπάρχει παράβαση οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού. Η Τράπεζα διεξάγει νόμιμα τις εργασίες της και θεωρεί τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου κακόβουλους και καταχρηστικούς, ή και προφάσεις για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Η συμφωνία ορίου υπογράφθηκε νομότυπα, στο πλαίσιο που επιβάλλουν οι νόμοι, οι κανονισμοί και τα συναλλακτικά ήθη, ο Εναγόμενος προέβη στην υπογραφή της με δική του βούληση και πρωτοβουλία, και επίγνωση του περιεχομένου της, αφού του εξηγήθηκε και ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεων του. Επίσης, ήταν πάντοτε ενήμερος για τις αυξομειώσεις του ορίου, που ο ίδιος αιτείτο, όπως και για τον καθορισμό τυχόν νέων όρων, έτσι, κωλύεται λόγω παραστάσεων ή και εγγράφων να αρνείται ότι φέρει γνώση για όσα επισυνέβησαν ή και υπογράφθηκαν. Η σύνταξη του δικογράφου είναι κανονική, εφόσον δικογραφούνται μόνον οι βασικοί όροι των συμφωνιών. Τα υπόλοιπα, όπως αναφέρει, αποτελούν πραγματικό γεγονός, ενώ και η χρέωση τόκου είναι νόμιμη και μέσα στο πλαίσιο των όσων συμφωνήθηκαν. Οι ειδοποιήσεις στάλθηκαν επίσης στον Εναγόμενο, που ήταν ενήμερος για το περιεχόμενό τους. Ο τερματισμός έπρεπε να γίνει, υπό τις περιστάσεις, και δεν επηρεάζει το δικαίωμα αξίωσης του χρεωστικού υπολοίπου. Επίσης, δεν υπήρξε καθυστέρηση στη διεκδίκηση, ενώ, σε κάθε χρόνο, υπήρχε επικοινωνία με τον Εναγόμενο, που ζητούσε πίστωση χρόνου, για να καταφέρει να εξοφλήσει. Η αγωγή ήταν η ύστατη λύση, εφόσον τελικά ο Εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε, πάντοτε επιχειρώντας να κερδίσει περαιτέρω χρόνο.

 

6.        Επίδικα, εκ των δικογράφων, είναι: εάν πράγματι υπάρχει συμφωνία ορίου αναμεταξύ της Τράπεζας και του Εναγόμενου 1, το περιεχόμενό της· εάν υπήρξε υπέρβαση του ορίου από τον Εναγόμενο, κατά τρόπο που να συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης· εάν υπήρξε τερματισμός της σύμβασης από την Τράπεζα λόγω τέτοιας παράβασης· εάν υφίσταται χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού και το ύψος του· και εάν η Τράπεζα και μετέπειτα η Ενάγουσα δικαιούται και νομιμοποιείται να αξιώνει αυτό, ή εάν συντρέχουν οποιοιδήποτε εκ των λόγων ή οποιαδήποτε εκ των κωλυμάτων που δικογραφεί ο Εναγόμενος.

 

Διαδικασία

 

7.        Για την απόδειξη της υπόθεσής της, η Ενάγουσα προσκόμισε μαρτυρία από την Άντρη Κανάρη (ΜΕ1), η οποία αντεξετάστηκε από τον δικηγόρο του Εναγόμενου. Η πλευρά του Εναγόμενου δεν προσκόμισε μαρτυρία. Η ΜΕ1 προσκόμισε έγγραφα και δέσμες εγγράφων, που σημάνθηκαν ως τεκμήρια (Τ1-Τ12), και είναι ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας. Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου ό,τι παρουσιάστηκε και λέχθηκε, στην ολοκληρωμένη μορφή του, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτολεξεί αναφορά ή ειδική ή λεπτομερής μνεία.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

8.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

9.        H ME1 ανέφερε πως είναι υπάλληλος στην Ενάγουσα και, εκ της θέσης της, γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από τα έγγραφά της, που κατέχει, καθώς χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους της Ενάγουσας. Η Τράπεζα, η οποία παραχώρησε τη διευκόλυνση στον Εναγόμενο, είναι δημόσια τραπεζική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Μεταβίβασε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη διευκόλυνση αυτή στην Ενάγουσα, σύμφωνα με την ειδοποίηση που καταχωρίστηκε. Προσκόμισε το διάταγμα ημερομηνίας 04.06.2021 του Ε.Δ. Λευκωσίας, στην αίτηση 320/2021, με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της Τράπεζας και της Ενάγουσας, μαζί με το Σχέδιο (Τ1). Στο τμήμα του συνημμένο 1 του Σχεδίου, που περιορίζεται, αυτό που προσκομίστηκε, στη σελίδα 75/487, αναφέρεται και ο τρεχούμενος λογαριασμός 067611004882. Η Ενάγουσα είναι επίσης ημεδαπή εταιρεία που διεξάγει τραπεζικές εργασίες.

 

10.    Η ΜΕ1 αναφέρθηκε στη συμφωνία που συνάφθηκε «κατά ή περί την 02/01/2006 και/ή κατά ή περί την 02/12/2005», για την παραχώρηση του ορίου των Λ.Κ.5.000,00 (€8.543,00) στον τρεχούμενο λογαριασμό 067611004882 (Τ2). Όπως προκύπτει από το Τ2, οι συμβαλλόμενοι φέρονται να υπέγραψαν την 02.12.2005, αλλά η δήλωση μη άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης υπογράφθηκε την 02.01.2006. Γι’ αυτόν τον λόγο η μάρτυρας ανέφερε και τις δύο ημερομηνίες. Πρόκειται για συμφωνία τρεχούμενου λογαριασμού που, όπως και η ίδια αναφέρει, διέπεται από τον περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο, που ίσχυε κατά τον χρόνο της υπογραφής της. Αναγράφει τα στοιχεία του Εναγόμενου 1, το όριο, τον σκοπό, τη διάρκεια αποπληρωμής, το ΣΕΠΕ, τον τοκισμό και τα έξοδα, που παραπέμπουν στον Κατάλογο Προμηθειών και Χρεώσεων. Αναφέρεται το δικαίωμα υπαναχώρησης, εντός δέκα ημερών, η ημερομηνία της επόμενης αναθεώρησης, οι εξασφαλίσεις, και άλλοι όροι και προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν ειδικά. Συνημμένοι στους ειδικούς όρους είναι οι γενικοί όροι. Αναφορά θα γίνει όπου χρειάζεται. Η ΜΕ1 προσκόμισε, επίσης, τον Κατάλογο Προμηθειών και Χρεώσεων για προσωπικούς και εμπορικούς λογαριασμούς, έκδοσης 07/2006 (Τ3). Προσκόμισε, επίσης, τη συμφωνία αύξησης του ορίου σε Λ.Κ.10.000,00 (€17.086,00), ημερομηνίας 09.02.2007 (Τ4), στο κείμενο της οποίας αναφέρονται και οι υπόλοιποι όροι, τη συμφωνία αύξησης του ορίου σε €26.000,00, ημερομηνίας 17.06.2008 (Τ5), στο κείμενο της οποίας, επίσης, αναφέρονται και οι υπόλοιποι όροι, καθώς και τη συμφωνία μείωσης του ορίου σε €15.000,00, ημερομηνίας 25.11.2010 (Τ6), στο κείμενο της οποίας, επίσης, αναφέρονται οι υπόλοιποι όροι. Η μάρτυρας αναφέρθηκε, επίσης, σε ορισμένους εκ των όρων κάθε συμφωνίας που αφορούν τον τοκισμό. Προσκομίστηκε, επίσης, επιστολή ημερομηνίας 24.02.2014, με την οποία αναφέρονταν υπέρβαση του ορίου των €15.000,00 κατά €1.591,21 (Τ7), και με την οποία ο Εναγόμενος 1 καλείτο, σε συνέχεια και προηγούμενης ειδοποίησης ημερομηνίας 20.02.2014, εντός 21 ημερών, να επανορθώσει την παράβαση, ειδάλλως η Τράπεζα θα προχωρούσε με τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού και άμεση απαίτηση του χρεωστικού υπολοίπου, ενώ μέχρι την ομαλοποίηση, ο λογαριασμός θα χρεώνονταν με τόκο υπερημερίας 2%. Ο λογαριασμός δεν ομαλοποιήθηκε και δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά, επομένως την 12.10.2015, η Τράπεζα απέστειλε νέα επιστολή στον Εναγόμενο (Τ8), με την οποία ενημέρωνε πως το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανήλθε σε €19.746,47 πλέον τόκους, και τερματίζεται από την ίδια ημέρα η λειτουργία του λογαριασμού, καλώντας τον Εναγόμενο να εξοφλήσει το χρέος του, και ενημερώνοντάς τον ότι ο λογαριασμός θα χρεώνεται με τόκο υπερημερίας.

 

11.    Στο Δικαστήριο προσκομίστηκαν, επίσης, από την ΜΕ1, αναλυτικές, ογκώδεις καταστάσεις του τρεχούμενου λογαριασμού, συνοδευόμενες από πιστοποιητικό με βάση το άρθρο 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 (Τ9). Η ΜΕ1 ανέφερε πως εκτυπώθηκαν από την ίδια, από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή από τον οποίο είχε πρόσβαση το ηλεκτρονικό σύστημα, εκ της ιδιότητας και των καθηκόντων της. Το ηλεκτρονικό σύστημα, όπως μαρτύρησε, περιέχει και τα τραπεζικά βιβλία, που τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή. Οι καταστάσεις του Τ9, όπως είπε, αποτελούν αντίγραφο των καταχωρίσεων στο τραπεζικό βιβλίο, στην ηλεκτρονική μορφή. Αναφέρθηκε, επίσης, στη διαδικασία ενημέρωσης του συστήματος και του τραπεζικού βιβλίου που αφορά τον τρεχούμενο λογαριασμό, που είναι σύνηθες τραπεζικό βιβλίο που ενημερώνονταν κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της Τράπεζας, και μετέπειτα της Ενάγουσας, καθώς και τη φύλαξή του. Αναφέρθηκε επίσης στη διαδικασία της εκτύπωσης και της σύγκρισης. Στο Τ9, υπάρχουν καταχωρίσεις από την 02.01.2006, που ο λογαριασμός αρχίζει από μηδενικό υπόλοιπο. Η ροή των χρεωπιστώσεων είναι συνεχής, εξ ου και ο όγκος των καταστάσεων αυτών. Η χρήση του, όπως φαίνεται από την καταγεγραμμένη ροή του, περιλαμβάνει αναλήψεις μετρητών, μεταφορές χρημάτων, πληρωμές με χρήση κάρτας συνδεδεμένης με τον τρεχούμενο λογαριασμό, χρέωση επιταγών που εκδόθηκαν και πληρώθηκαν από βιβλιάριο συνδεδεμένο με τον τρεχούμενο λογαριασμό, και άλλες. Στις καταστάσεις λογαριασμού, αναφέρεται και το εκάστοτε υπόλοιπου, που διαμορφώνεται με τη χρήση του λογαριασμού, αλλά και τις χρεώσεις σε αυτόν τόκων και εξόδων. Περαιτέρω αναφορά στο Τ9 θα γίνει όπου χρειάζεται.

 

12.    Η ΜΕ1, επίσης, ανέφερε πως η ίδια ετοίμασε και ανακατασκευασμένες καταστάσεις λογαριασμών (Τ10). Όπως προκύπτει από το Τ10, από τις καταστάσεις λογαριασμών αφαιρέθηκαν, κατά την ανακατασκευή, όλες οι χρεώσεις εξόδων, και διατηρήθηκαν μόνον οι χρεώσεις των τόκων. Στο Τ10, αναφέρεται και το σύνολο του χρεωστικού τόκου που χρεώνεται για κάθε χρεωστική περίοδο. Η ΜΕ1 αναφέρθηκε στις μεταβολές του επιτοκίου, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του τρεχούμενου λογαριασμού, που, σε κάθε χρονική στιγμή, συντίθετο από το ΒΕΤ πλέον το περιθώριο. Προσκόμισε, επίσης, δέσμη με τις δημοσιεύσεις που έγιναν από την Τράπεζα στον ημερήσιο τύπο, σχετικά με τα επιτόκια (Τ11), καθώς και πίνακα με τα επιτόκια αναφοράς, από την 01.07.2011 μέχρι και την 27.10.2023 (Τ12). Η ΜΕ1 ανέφερε, επίσης, έχοντας υπόψη την υπεράσπιση του Εναγόμενου, μεταξύ άλλων, πως, όπως προκύπτει από τα δεδομένα που κατέχει, όλες οι συμφωνίες υπογράφθηκαν με πλήρη γνώση του περιεχομένου τους από τον Εναγόμενο, χωρίς πίεση, παραπλάνηση, απόκρυψη ή εξαναγκασμό.

 

13.    Η αντεξέταση της ΜΕ1 ήταν πολύ σύντομη. Κατά την αντεξέτασή της, η μάρτυρας ερωτήθηκε πόσα πωλήθηκε το δάνειο στην Ενάγουσα. Η μάρτυρας απάντησε πως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, εφόσον η πώληση αφορούσε μεγάλο αριθμό δανείων και άλλων λογαριασμών, και έγινε σε συνολικό ποσό. Ο δικηγόρος του Εναγόμενου επέμενε στο θέμα αυτό, υποβάλλοντας στη μάρτυρα πως δεν λέει την αλήθεια και πως έπρεπε να γνωρίζει τις λεπτομέρειες για την πώληση του πακέτου, και να παρουσιάσει σχετικές αποδείξεις. Η μάρτυρας ανέφερε πως η διευκόλυνση, καθώς και όλοι οι λογαριασμοί που μεταφέρθηκαν, αναφέρονται σε επισυνημμένο παράρτημα του δικαστικού διατάγματος που είναι πολυσέλιδο, γι’ αυτό προσκομίστηκε μέρος των παραρτημάτων του, η συγκεκριμένη σελίδα στην οποία αναφέρεται ο επίδικος λογαριασμός. Ο δικηγόρος του Εναγόμενου επέμενε, στο εάν γνωρίζει η μάρτυρας πόσα χρήματα πλήρωσε η Ενάγουσα γι’ αυτή τη διευκόλυνση, ενώ η μάρτυρας ανέφερε πως δεν γνωρίζει. Της υποβλήθηκε τότε πως ουδέποτε πωλήθηκε η διευκόλυνση, υποβολή με την οποία η μάρτυρας διαφώνησε. Ερωτήθηκε, επίσης, η μάρτυρας, πότε εκδόθηκε δικαστική απόφαση εναντίον των εγγυητών και εάν προχώρησαν με μέτρα εκτέλεσης. Η μάρτυρας ανέφερε πως η ίδια γνωρίζει μόνο τα γεγονότα που αφορούν στον Εναγόμενο 1 και όσον αφορά το χρέος, δεν έχει εξοφληθεί, εφόσον υπάρχει το υπόλοιπο που φαίνεται στις καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε. Δεν έχει γίνει πίστωση από το 2013. Η μάρτυρας, ερωτώμενη σχετικά, ανέφερε πως το ΒΕΤ ήταν το ΒΕΤ της Τράπεζας Κύπρου. Της υποδείχθηκε ένα έγγραφο, που όμως δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να της υποβληθεί πως θα έπρεπε να χρεώνεται το Βασικό Επιτόκιο της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Ειδικότερα πως όλα ανεξαιρέτως τα δάνεια, από την 01.01.2008, θα έπρεπε να χρεώνονται με το Βασικό Επιτόκιο της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Η μάρτυρας ανέφερε πως δεν μπορεί να γνωρίζει μέρος ποιου εγγράφου είναι ό,τι της υποδείχθηκε. Επίσης, η επίδικη διευκόλυνση παραχωρήθηκε το 2006, δηλαδή πριν από το 2008, και χρεώνονταν με το ΒΕΤ της Τράπεζας Κύπρου, παραπέμποντας και στο Τ11, δηλαδή στις δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο, στις οποίες γίνεται αναφορά πως η Τράπεζα καθορίζει το ΒΕΤ της, λαμβάνοντας υπόψη και το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τέλος, ερωτήθηκε εάν είδε οποτεδήποτε τον Εναγόμενο, και απάντησε πως όχι στον χώρο εργασίας της, αλλά εκτός της εργασίας της, ναι.

 

14.    Κατά την αγόρευσή τους, οι δικηγόροι της Ενάγουσας αναφέρθηκαν στις δικογραφημένες θέσεις και στη μαρτυρία, περιλαμβανομένης της μη αντεξέτασης της ΜΕ1 ως προς τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την απαίτηση της Ενάγουσας, σε συνάρτηση με την παράλειψη του Εναγόμενου να προσκομίσει μαρτυρία, και εισηγήθηκαν πως, με την μαρτυρία που προσκόμισε η ΜΕ1, που ουσιαστικά έμεινε αναντίλεκτη, έχει αποδειχθεί η υπόθεση της Ενάγουσας, και ότι θα πρέπει να εκδοθεί δικαστική απόφαση.

 

15.    Από την πλευρά του, ο δικηγόρους του Εναγόμενου, ανέφερε πως πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο νομιμοποιείται η Themis Portfolio Management Ltd να προωθεί την υπόθεση. Από τη μαρτυρία, όπως επισήμανε, δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να υποστηρίζει τη θέση περί εξαγοράς, ούτε η μάρτυρας ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες γι’ αυτό. Ήταν ξεκάθαρη η θέση πως πωλήθηκε η διευκόλυνση. Το γεγονός, λέχθηκε, πως μπορούν να επικαλούνται ένα Σχέδιο Διακανονισμού, δεν αρκεί, και έχει δικαίωμα, η πλευρά του Εναγόμενου, να έχει ερωτήματα. Σχετική, όπως υποδείχθηκε, είναι η Πολιτική Έφεση Ε86/2022, όπου, στη σελίδα 8, γίνεται αναφορά πως, ανεξάρτητα από το ότι έγινε Σχέδιο Διακανονισμού, από τη στιγμή που δεν συμμετέχει ο δανειολήπτης, δικαιούται να εγείρει τα ζητήματα. Το δεύτερο σημείο, όπως υποδείχθηκε, είναι πως δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει πως ο Εναγόμενος υπέγραψε σε οποιεσδήποτε συμφωνίες της Τράπεζας. Η μάρτυρας ανέφερε πως ουδέποτε είδε τον Εναγόμενο στον χώρο εργασίας της. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει μαρτυρία για την υπογραφή συμφωνίας, δεν υπάρχει δικαίωμα προώθησης αυτής της αγωγής, όπως αναφέρθηκε. Το τρίτο σημείο, όπως υπέδειξε ο δικηγόρος του Εναγόμενου, πουθενά η μάρτυρας δεν ζητά την έκδοση απόφασης υπέρ της Ενάγουσας, και απλώς παραθέτει τα γεγονότα, επομένως, εφόσον δεν υπάρχει αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης, δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση προς όφελος της Ενάγουσας.

 

16.    Από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εκλαμβάνεται πως οι προδικαστικές ενστάσεις και οι ισχυρισμοί περί παράβασης νομοθεσιών και ελαττωμάτων κύρους, που εκτίθενται στην υπεράσπιση, δεν προωθήθηκαν, εφόσον ουδεμία αναφορά έγινε σε αυτά τα θέματα.

 

17.    Ως προς το πρώτο σημείο, που ήγειρε η πλευρά του Εναγόμενου, μόνον κατά την αγόρευση, που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση της Ενάγουσας να προωθεί την αγωγή, αναφέρονται, σε κάθε περίπτωση, τα εξής:

 

17.1.           Ο Ν.169(Ι)/2015 επιτρέπει σε ορισμένα νομικά πρόσωπα, που προβλέπονται στο άρθρο 4, να αγοράζουν πιστωτικές διευκολύνσεις και να τις διαχειρίζονται, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει. Η πώληση γίνεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 διαδικασία και με τα αποτελέσματα που, επίσης, επέλεξε ο νομοθέτης. Στην ίδια διάταξη, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, πως ο αγοραστής πιστωτικών διευκολύνσεων έχει τα ίδια δικαιώματα και υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται σε αυτόν, όπως ο εκχωρητής. Η κατοχή οποιωνδήποτε εγγράφων, βιβλίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται θεωρείται ότι μεταβιβάζεται στον αγοραστή κατά τον χρόνο μεταβίβασης μαζί με όλα τα συναφή δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκχωρητή σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα, βιβλία ή άλλα περιουσιακά στοιχεία και, εν αναμονή οποιασδήποτε τέτοιας μεταβίβασης στην πράξη, ο εκχωρητής θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, βιβλίο, αγαθό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο σε καταπίστευμα ή ως θεματοφύλακας (bailee), ανάλογα με την περίπτωση, αποκλειστικά προς όφελος του αγοραστή. Όλα τα έγγραφα, βιβλία, αρχεία και παραδοχές τα οποία αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία βάσει νόμου ή άλλως πως υπέρ ή εναντίον του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ ή εναντίον του αγοραστή κατά και μετά το χρόνο μεταβίβασης. Οποιαδήποτε νομική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και οποιασδήποτε αγωγής, που κατά το χρόνο μεταβίβασης εκκρεμεί ή υφίσταται από εκχωρητή σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται, δεν τερματίζεται ούτε διακόπτεται ούτε επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο δυσμενώς, λόγω της μεταβίβασης των πιστωτικών διευκολύνσεων, αλλά δύναται να συνεχίζεται από τον αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων, ο οποίος υποκαθιστά αυτόματα τον εκχωρητή στη νομική αυτή διαδικασία, κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Όπου, σε οποιοδήποτε έγγραφο, οποτεδήποτε και αν έγινε ή εκτελέστηκε, περιέχεται ή εξυπακούεται οποιαδήποτε αναφορά στον εκχωρητή, τότε, στο βαθμό που τέτοιο έγγραφο αφορά οποιοδήποτε δικαίωμα ή υποχρέωση που μεταβιβάζεται στον αγοραστή των πιστωτικών διευκολύνσεων, τέτοια αναφορά διαβάζεται, ερμηνεύεται και ισχύει ως αναφορά στον αγοραστή κατά και μετά το χρόνο μεταβίβασης, εκτός όπου το σχετικό κείμενο απαιτεί διαφορετικά. Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία, κατά τον χρόνο μεταβίβασης, εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, η αντικατάσταση και/ή υποκατάσταση του εκχωρητή από τον αγοραστή, για τους σκοπούς της εκκρεμούσας διαδικασίας, γνωστοποιείται με την καταχώριση από τον εκχωρητή σχετικής ειδοποίησης προς το οικείο Πρωτοκολλητείο, η οποία δεν φέρει οποιοδήποτε τέλος, και η εν λόγω ειδοποίηση γίνεται δεκτή σε όλες τις νομικές διαδικασίες, ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη της μεταβίβασης και του χρόνου μεταβίβασης της υπό αναφορά πιστωτικής διευκόλυνσης και συναφών εξασφαλίσεων.

 

17.2.           Με βάση το άρθρο 19 Ν.169(Ι)/2015, το αργότερο εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τη μεταβίβαση όλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των πιστωτικών διευκολύνσεων, ο εκχωρητής και ο αγοραστής πληροφορούν γραπτώς, με συστημένη επιστολή, μεταξύ άλλων, τον εμπλεκόμενο δανειολήπτη, ότι η πιστωτική διευκόλυνση και οι συναφείς εξασφαλίσεις έχουν μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο, και ο αγοραστής παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες επικοινωνίας των προσώπων τα οποία είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό των πιστωτικών διευκολύνσεων και των συναφών εξασφαλίσεων που έχουν μεταβιβαστεί, καθώς και τους νέους αριθμούς λογαριασμών των πιστωτικών διευκολύνσεων. Γίνονται, επίσης, και οι υπόλοιπες προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις. Δεν δημοσιοποιούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες των μεταβιβαζόμενων πιστωτικών διευκολύνσεων και συναφών εξασφαλίσεων. Η διαδικασία της αγοραπωλησίας είναι υπό επίβλεψη και επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, εάν διαπιστωθούν παραβάσεις, ενώ ορισμένες συμπεριφορές, είναι και αξιόποινες.

 

17.3.           Εν προκειμένω, πέραν της προαναφερόμενης ειδοποίησης που καταχωρίστηκε, που με βάση τον Ν.169(Ι)/2015 αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη της μεταβίβασης σύμφωνα με τον νόμο αυτό, προσκομίστηκε, από την ΜΕ1, το Τ1, και υποστηρίχθηκε και δι’ αυτού το γεγονός της μεταβίβασης στην Ενάγουσα της επίδικης διευκόλυνσης.

 

17.4.           Δεν έχει ενώπιον του, το Δικαστήριο, με δικονομικά αποδεκτό τρόπο, αλλά και γενικότερα, οποιονδήποτε ισχυρισμό για παράβαση του Ν.169(Ι)/2015 σχετικά με τη διαδικασία αγοραπωλησίας της επίδικης διευκόλυνσης. Επίσης, δεν υποδείχθηκε ούτε υποβλήθηκε στη ΜΕ1 πως το Τ1 ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει ή ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, για οποιονδήποτε λόγο. Το Τ1 τεκμαίρεται πως εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113.

 

 

17.5.           Η Αντωνιάδη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Ε86/2022, ημερομηνίας 23.02.2024, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του Εναγόμενου, αφορούσε αίτηση για διαγραφή αγωγής, που είχε εγερθεί, ακριβώς, με σκοπό την ακύρωση της μεταβίβασης της πιστωτικής διευκόλυνσης, επειδή, κατά τη θέση των εναγόντων και εφεσειόντων, κατά την επίμαχη περίοδο, απαγορεύονταν η μεταβίβαση πιστωτικών διευκολύνσεων άνω του €1.000.000,00, συνεπώς, ήταν, κατά τη θέση τους, παράνομη. Υπήρχε και άλλη βάση αγωγής. Η έφεση ήταν κατά της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου να δεχθεί την αίτηση των εναγόμενων και εφεσίβλητων, κυρίως στη βάση του ότι το διάταγμα που ενέκρινε το Σχέδιο Διακανονισμού δεν είχε προσβληθεί και η ύπαρξή του εμπόδιζε το Δικαστήριο να αποφασίσει αντίθετα, ως να το ακυρώνει. Κατά την κρίση του Εφετείου, ενδιέφερε πως, εκ πρώτης όψεως, το δικόγραφο των εναγόντων είχε υπόσταση, αποκάλυπτε αγώγιμο δικαίωμα, και μπορούσε να βασίσει νομικά αγωγή και να στηρίξει δίκη, επομένως δεν θα έπρεπε να στερηθούν οι ενάγοντες του δικαιώματός τους να ακουστούν· ανεξαρτήτως του ποσοστού των πιθανοτήτων επιτυχίας τους, επί της ουσίας. 

 

17.6.           Στη δίκη αυτή, τα δεδομένα δεν μπορούν να σχετιστούν με την προαναφερόμενη Εφετειακή απόφαση. Πέραν του ότι δεν αναμένονταν να απασχολήσει ζήτημα νομιμοποίησης της Ενάγουσας για λόγο που έχει να κάνει με την αγοραπωλησία, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε κατάλληλο δικονομικό πλαίσιο, που να επιτρέπει και στην άλλη πλευρά άμυνα, μαρτυρήθηκε, από την πλευρά της Ενάγουσας, δια της ΜΕ1, θετικά, το γεγονός της μεταβίβασης. Η ΜΕ1 ήταν μάρτυρας των επίδικων γεγονότων. Μαρτύρησε το γεγονός της μεταβίβασης, ως ήδη τετελεσμένο, για να εξηγήσει την εμπλοκή της στην υπόθεση, όχι για να θέσει, εκ της μαρτυρίας της, νέα επιδικία που δεν υφίσταται. Η αντεξέτασή της επί του ύψους στο οποίο η Ενάγουσα απέκτησε την επίδικη πιστωτική διευκόλυνση, εάν εκληφθεί πως απλώς ήταν για λόγους αξιοπιστίας της μάρτυρος ή πρόκλησης των αντιδράσεών της, πάντως, δεν έπληξε την αξιοπιστία της. Η ΜΕ1, με σταθερότητα και βεβαιότητα, και διατηρώντας τον λόγο της σε λογική διάσταση, ανέφερε πως δεν αγοράζονται μεμονωμένα οι πιστωτικές οι διευκολύνσεις, αλλά σε πακέτα, επομένως δεν μπορεί να γνωρίζει (ενώ ήρθε να μαρτυρήσει για τα γεγονότα της απαίτησης), το συνολικό κόστος απόκτησης συγκεκριμένου πακέτου, στο οποίο να περιλαμβάνεται και η επίδικη διευκόλυνση, και τι μπορεί ν’ αναλογεί σε εκείνην.

 

17.7.           Ενώ δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία της ΜΕ1 επί των επιδίκων θεμάτων επειδή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει και να μαρτυρήσει περαιτέρω και για κάτι που δεν αφορά την ενώπιον του Δικαστηρίου συμβατική διαφορά, σε τι ποσό αγόρασε η Ενάγουσα την επίδικη διευκόλυνση, αντίστοιχα, δεν υπάρχει και μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, από την πλευρά του Εναγόμενου, για ανατροπή του νόμιμου τεκμηρίου της μεταβίβασης.

 

17.8.           Δέχομαι, με βάση την υφιστάμενη μαρτυρία, πως η επίδικη διευκόλυνση μεταβιβάστηκε στην Ενάγουσα.

 

18.    Ως προς το δεύτερο σημείο που πρόβαλε η πλευρά του Εναγόμενου, πως δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει πως ο Εναγόμενος υπέγραψε σε οποιεσδήποτε συμφωνίες της Τράπεζας, θα πρέπει να υποδειχθεί πως:

 

18.1.           Η ΜΕ1 ανέφερε ότι ο Εναγόμενος συμφώνησε με την Ενάγουσα την παραχώρηση και στη συνέχεια την αυξομείωση του ορίου και, προς περαιτέρω υποστήριξη των ισχυρισμών της, προσκόμισε και τα Τ2, Τ3, Τ4, Τ5 και Τ6, στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία του Εναγόμενου και φαίνεται η υπογραφή του. Δεν αντεξετάστηκε η μάρτυρας επί της μαρτυρίας της αυτής, ούτε της υποβλήθηκε πως δεν υπέγραψε ο Εναγόμενος τα Τ2, Τ3, Τ4, Τ5 και Τ6 και η υπογραφή που φέρουν τα έγγραφα αυτά δεν είναι η δική του.

 

18.2.           Το γεγονός πως η ΜΕ1 δεν ήταν μάρτυρας των υπογραφών του Εναγόμενου ή δεν ήταν παρούσα κατά τον χρόνο που ο Εναγόμενος υπέγραψε τις συμφωνίες, όπως εξάλλου το κατάθεσε, δεν εξισώνεται με έλλειψη μαρτυρίας από πλευράς της Ενάγουσας σχετικά με τη σύναψη των συμφωνιών. Είναι ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία της ΜΕ1 πως υπογράφθηκαν οι συμφωνίες, που δεν αποκλείεται μόνον επειδή είναι εξ ακοής, και η έγγραφη μαρτυρία που κατείχε η ΜΕ1, τα Τ2-Τ6, που όντως φέρουν τις υπογραφές του Εναγόμενου. Επίσης, πέραν του ότι ήταν επαναλαμβανόμενα, στη διάρκεια των ετών, τα σημεία υπογραφής του Εναγόμενου, μαρτυρήθηκε πως η ίδια η ΜΕ1 εντόπισε στο ηλεκτρονικό σύστημα της Τράπεζας και της Ενάγουσας και στο τραπεζικό βιβλίο σχετικές καταχωρίσεις και εκτύπωσε και προσκόμισε καταστάσεις λογαριασμού, μέσα από τις οποίες φαίνεται να λειτουργούσε επί χρόνια τρεχούμενος λογαριασμός στο όνομα του Εναγόμενου, σε στοιχεία που δεν αμφισβητήθηκαν πως ανήκουν στον Εναγόμενο, συνδεδεμένος με κάρτα και βιβλιάριο επιταγών που είχαν δοθεί στον Εναγόμενο.

 

18.3.           Με δεδομένη τη μη αμφισβήτηση κατά τη διαδικασία της θέσης της Ενάγουσας, δια της ΜΕ1, ότι όντως υπογράφθηκαν τα Τ2-Τ6 από τον Εναγόμενο, και επί σειρά ετών λειτουργούσε τρεχούμενος λογαριασμός, με χρήση του ορίου, και μη υποβολής σ’ αυτήν οποιουδήποτε ισχυρισμού προς αμφισβήτηση της αλήθειας του περιεχομένου των Τ2-Τ6 και Τ9-Τ10 σχετικά με την ταυτότητα του αντισυμβαλλόμενου της Τράπεζας, σε συνάρτηση με τις υποβολές πως θα έπρεπε η Τράπεζα να χρεώνει άλλο επιτόκιο, ορθά εκλήφθηκε από την Ενάγουσα, ότι ο Εναγόμενος επέλεξε, τελικά, εκ των διαζευκτικών υπερασπίσεών του, να μην προωθήσει οποιαδήποτε σχετίζεται με την υπογραφή των εγγράφων, και πως έγιναν αποδεκτές οι θέσεις της ΜΕ1, ώστε να μην χρειάζεται να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία.

 

18.4.           Συναφώς, όπως υποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, και στη Σκάρος ν. Χριστοδούλου (1998) 1 ΑΑΔ 291, όπως και στη Μοσχάτου ν. Μοσχάτου (1999) 1 ΑΑΔ 785, στην οποία παραπέμπει η πλευρά της Ενάγουσας, αλλά και σε μεταγενέστερη νομολογία, έως και την πρόσφατη Hermes Airport Ltd v. A. Polycarpou Developers Ltd, Πολιτική Έφεση 99/2018, ημερομηνίας 19.06.2024, κατά γενικό κανόνα, που προκύπτει ως διαχρονικός, η μη αντεξέταση σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας, μπορεί να εκληφθεί ως παραδοχή της μαρτυρίας αυτής, χωρίς κατ’ ανάγκη να σημαίνει ότι γίνεται αποδεκτή για τον λόγο αυτό, ή και ότι είναι οπωσδήποτε μοιραία για την υπεράσπιση του εναγόμενου που δεν υποβάλλει συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσής του στον μάρτυρα του ενάγοντος. Σημασία έχουν και οι λόγοι μη αντεξέτασης, όπως και οι περιστάσεις που συνθέτουν τη ζωντανή διαδικασία, και η φύση της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η μη αντεξέταση σχετικά με την υπογραφή των εγγράφων που η ΜΕ1 παρουσίασε στο Δικαστήριο ως τις συμφωνίες αναμεταξύ του Εναγόμενου και της Τράπεζας, όπως εκτυλίσσονταν η διαδικασία, κατά την κρίση μου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν και στην προηγούμενη παράγραφο, δεν δικαιολογείται να οδηγήσει σε συμπέρασμα πως διατηρούσε την υποχρέωση της Ενάγουσας να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία, για να αποδείξει πως οι υπογραφές στα έγγραφα τέθηκαν από τον Εναγόμενο.

 

18.5.           Η ΜΕ1 ανέφερε, και έγινε αποδεκτή η μαρτυρία της, πως η επίδικη διευκόλυνση πλέον ανήκει στην Ενάγουσα, που εκείνη κατέχει τα έγγραφα και τις πληροφορίες για τον λογαριασμό, και εκείνη χειρίζεται την υπόθεση. Δεν θα αναμένονταν να προσκομίζονταν η μαρτυρία όλων των λειτουργών της Τράπεζας που έτυχε να παρευρεθούν και να υπογράψουν ως μάρτυρες των υπογραφών του Εναγόμενου, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, από το 2006 και μετέπειτα, για να πειστεί, με εκείνον τον τρόπο, το Δικαστήριο πως υπογράφθηκαν οι συμφωνίες των Τ2-T6. Η μαρτυρία της ΜΕ1, συναρτώμενη με το σύνολο της έγγραφης μαρτυρίας που κατέχει και κατέθεσε, αλλά και τη χρονική συνέχεια και συνοχή των γεγονότων που προκύπτουν από τη μαρτυρία αυτή, είναι αξιόπιστη. Δεν προκύπτουν σημεία από τα οποία να μπορεί, το Δικαστήριο, να εξάγει συμπέρασμα για το αντίθετο. Μπορεί να βασιστεί σε αυτήν με ασφάλεια, για να καταλήξει σε ευρήματα. Η αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΕ1 ως αξιόπιστης, και το γεγονός ότι δεν βρίσκει και ενάντια μαρτυρία, οδηγεί το Δικαστήριο στο να ικανοποιείται πως έχουν συναφθεί οι συμφωνίες των Τ2-Τ6, με τους όρους που φέρουν στα κείμενά τους, και λειτούργησαν με τον τρόπο και την όλη ροή που καταγράφεται στο Τ9.

 

19.    Ως προς το τρίτο σημείο που υπέδειξε ο δικηγόρος του Εναγόμενου, πως πουθενά η μάρτυρας δεν ζητά την έκδοση απόφασης υπέρ της Ενάγουσας, και απλώς παραθέτει τα γεγονότα, κατά τη γνώμη μου, η ΜΕ1 απλώς έπρεπε να αναφέρει τα γεγονότα που γνωρίζει, όπως και έπραξε. Η Ενάγουσα ουδέποτε διέκοψε την αγωγή της, που περιέχει τις αξιώσεις της εναντίον του Εναγόμενου, και δεν υπάρχει οποιοδήποτε σημείο της διαδικασίας που να έδωσε την εντύπωση πως εγκαταλείφθηκε η αγωγή.

 

20.    Όσον αφορά τις υποβολές, στην ΜΕ1, πως θα έπρεπε να χρεώνεται το Βασικό Επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αντί το ΒΕΤ, δεν υποστηρίχθηκε περαιτέρω από την πλευρά του Εναγόμενου και δεν προκύπτει και από έγγραφα των συμφωνιών κάτι τέτοιο.

 

21.    Με βάση τη μαρτυρία της ΜΕ1, η αξιοπιστία της οποίας δεν κλονίστηκε δια της περιορισμένης αντεξέτασής της, η Ενάγουσα είναι η σημερινή δικαιούχος της πιστωτικής διευκόλυνσης που είναι επίδικη, την οποία απέκτησε από την Τράπεζα (Τ1). Βάσει συμφωνίας ορίου, η Τράπεζα, από την 02.01.2006, χορήγησε στον Εναγόμενο όριο σε τρεχούμενο λογαριασμό, με αρχικό όριο Λ.Κ.5.000,00 (Λίρες Κύπρου) (Τ2), που την 09.02.2007 αυξήθηκε στις Λ.Κ.10.000,00 (Λίρες Κύπρου) (Τ4), την 17.06.2008 στις €26.000,00 (Ευρώ) (Τ5), ενώ την 25.11.2010 μειώθηκε στις €15.000,00. Όπως προκύπτει από το Τ9, πράγματι, από την 02.01.2006, άρχισε η ροή του τρεχούμενου λογαριασμού, με συνεχή χρήση του και ανάλογη πορεία χρεωπιστώσεων. Μικρές υπερβάσεις που υπήρχαν κατά καιρούς, όπως, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, την 31.03.2006 ή την 30.06.2006 ή την 26.07.2007 ή την 18.02.2008, ενδεικτικά, ομαλοποιούνταν, σε σύντομο χρόνο. Υπήρξαν περίοδοι που το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν πιστωτικό, όπως την 03.10.2006 ή την 01.02.2007. Την 18.03.2008, που το όριο ανήλθε πέραν του τότε ισχύοντος ορίου, με μεγαλύτερη διάρκεια, μέχρι και την 24.04.2008, στη συνέχεια, υπήρξε ομαλοποίηση, ενώ ακολούθησε και η συμφωνία του Τ5, δια της οποίας αυξήθηκε το όριο, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες κίνησης του λογαριασμού. Οι υπερβάσεις ήταν συχνότερες μετά από τον Ιούνιο του 2008, όπως φαίνονται στη ροή του λογαριασμού, αλλά και πάλι υπήρχε ομαλοποίηση. Από τότε, όμως, φαίνεται πως η λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού δεν ήταν καλή, χωρίς να αποκλείεται η ομαλοποίηση ως δυνατότητα, στην όλη πορεία του λογαριασμού, εφόσον ήταν πολύ συχνές οι υπερβάσεις και ομαλοποιήσεις, μέχρι και τον Ιούνιο του 2009, που είχε ομαλοποιηθεί γενικά ο λογαριασμός, κινούμενος συνηθέστερα εντός ορίου και χωρίς διαρκείς υπερβάσεις. Την 25.11.2010, πιστώθηκε ποσό €12.000,00 και το χρεωστικό υπόλοιπο μειώθηκε στις €14.679,27. Αντίστοιχα, υπογράφθηκε η συμφωνία του Τ5, με την οποία μειώθηκε το όριο στις €15.000,00. Και έκτοτε, μέσα από τις σελίδες του Τ9, φαίνεται πως υπήρχαν μεν υπερβάσεις, στη συνήθη λειτουργία του λογαριασμού, που όμως δεν απέκλεισαν τη δυνατότητα ομαλοποίησης, που συνέβαινε σύντομα. Από την 29.03.2013, που το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε σε €15.317,60, φαίνεται πως δεν επανήλθε ξανά εντός του ορίου των €15.000,00, που ίσχυε τότε με βάση το Τ5, καθότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πίστωση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται τοκιζόμενο, και καθ’ υπέρβαση του ορίου.

 

22.    Με βάση τον όρο 12 του Τ5, που ίσχυε κατ’ εκείνο τον χρόνο, δηλαδή μετά την εγκατάλειψη του τρεχούμενου λογαριασμού, τηρουμένης της νομοθεσίας, η Τράπεζα θα μπορούσε να τερματίσει τη διευκόλυνση και να απαιτήσει την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου. Όπως προκύπτει από τα Τ7 και Τ8, που δεν αμφισβητήθηκε πως στάλθηκαν στον Εναγόμενο, αυτό συνέβη. Δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή θέση πως ο τερματισμός της διευκόλυνσης που έγινε δεν ήταν νόμιμος. Από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, φαίνεται πως ήταν συμβατικά δικαιολογημένος. Δεν αναπτύχθηκε, σε οποιοσδήποτε στάδιο, με συγκεκριμένο τρόπο, το σύνολο της νομοθεσίας που, κατά τη δικογραφημένη υπεράσπιση του Εναγόμενου, παραβιάστηκε. Συνάγεται πως εγκαταλείφθηκε αυτή η προσέγγιση από τον Εναγόμενο.

 

23.    Η ΜΕ1 ανέφερε πως ανακατασκεύασε το Τ9, με το Τ10. Το Δικαστήριο εκλαμβάνει, σε συνάρτηση με το γεγονός πως δεν έχει ενώπιον του τους καταλόγους εξόδων που ίσχυαν καθ’ όλη τη συμβατική περίοδο, πως η απαίτηση της Ενάγουσας είναι για το ποσό της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού. Οι χρεώσεις τόκου, που είναι οι μόνες χρεώσεις πλην όσων σχετίζονται με τις συναλλαγές και τη χρήση του ορίου, ως αναφέρονται στο Τ10, συνάδουν με τη μαρτυρία της ΜΕ1, στην παράγραφο 42 του Εγγράφου Α[2]. Τα περιθώρια που αναφέρονται στην παράγραφο 42 του Εγγράφου Α και συνθέτουν τον χρεωστικό τόκο, που συμφωνεί με το Τ10, συμφωνούν και με τις συμφωνίες των Τ2-Τ6. Ο χρεωστικός τόκος συμφωνεί και με τις δημοσιεύσεις του Τ11.

 

24.    Ο τερματισμός της διευκόλυνσης έγινε με το Τ8, την 12.10.2015. Την 12.10.2015, το χρεωστικό υπόλοιπο, με βάση το Τ9, ήταν €19.687,69. Κατά τον χρόνο του τερματισμού, ο συμβατικός τόκος ήταν 8,00%, όπως αναφέρει η ΜΕ1 στην παράγραφο 42 του Εγγράφου Α, όπως αναφέρεται στη σχετική κατάσταση λογαριασμού για την περίοδο 01.10.2015-12.10.2015, μέρος του Τ9, και όπως συνάδει και με το Τ11. Με την ανακατασκευή στην οποία προέβη η ΜΕ1, δια του Τ10, με την οποία φαίνεται να αφαιρέθηκαν όλα τα έξοδα και να εφαρμόστηκε ξεκάθαρα το συμβατικό επιτόκιο, κατά την 12.10.2015, το χρεωστικό υπόλοιπο είναι €14.651,75. Το τοκοφόρο υπόλοιπο είναι €14.325,21.

 

25.    Η Ενάγουσα απαιτεί και τόκο υπερημερίας προς 2%, από την 12.10.2015. Αυτόν το τόκο απαίτησε και δια του Τ8 και η δυνατότητα χρέωσής του προβλέπεται και στο Τ5, που ήταν η ισχύουσα, κατά τον τερματισμό, συμφωνία. Ο πρόσθετος τόκος ή τόκος υπερημερίας δεν είναι ασυνήθιστος σε πιστωτικές συμφωνίες. Δεν συνιστά κατ' ανάγκη ποινική ρήτρα, εάν συνιστά εύλογη αντανάκλαση του αυξημένου πιστωτικού κινδύνου που συνεπάγεται η παράβαση της πιστωτικής συμφωνίας[3]. Όπως περιλήφθηκε στις επίδικες συμφωνίες, περιλαμβανομένης της συμφωνίας του Τ5, που ίσχυε κατά τον τερματισμό, με δυνατότητα υπολογισμού του αναλόγως αυτού του εκάστοτε πιστωτικού κινδύνου, και με παράλληλη δυνατότητα μεταβολής αναλόγως των συνθηκών που συνθέτουν τον πιστωτικό κίνδυνο, χωρίς οποιαδήποτε διαφορετική ένδειξη, δεν αφήνει στο Δικαστήριο περιθώριο να συμπεράνει ότι πρόκειται για μη εφαρμόσιμη ποινική ρήτρα ή για καταχρηστική ρήτρα. Επίσης, όπως προκύπτει από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο Ν.160(Ι)/1999, δεν απαγορεύεται, γενικά, η χρέωση τόκου υπερημερίας.

 

26.    Ο Ν.160(Ι)/1999 τροποποιήθηκε από τους Ν.141(Ι)/2014 και Ν.66(Ι)/2015, που τέθηκαν σε ισχύ με τη δημοσίευσή τους, την 09.09.2014 και 07.05.2015, αντίστοιχα, και που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο του τερματισμού και εφαρμόζονταν (άρθρο 2Β(α)). Γι’ αυτό φαίνεται να επιβλήθηκε ο τόκος υπερημερίας σε ποσοστό 2%. Με δεδομένο, όμως, πως η επίδικη διευκόλυνση τερματίστηκε μετά από την 07.05.2015, η Ενάγουσα δεν επωφελείται του νόμιμου τεκμηρίου του άρθρου 3 § 1β, όπως συνέβη, για παράδειγμα, στα γεγονότα της CAC Coral Ltd v. Νικήτα, αγωγή αρ. 5285/2012 Ε.Δ. Λεμεσού, ημερομηνίας 29.04.2022, όπου εκεί ο τερματισμός ήταν το 2012. Το νόμιμο τεκμήριο, ως διατυπώνεται, δεν δίδει το νόημα, εξ αντιδιαστολής, πως τεκμαίρεται ότι υπάρχει πάντοτε πραγματική ζημιά σε ποσοστό 2%, επειδή το 2% συνιστά και το ανώτατο επιτρεπτό όριο χρέωσης τόκου υπερημερίας. Το γεγονός ότι το 2% συνιστά το ανώτατο επιτρεπτό όριο τόκου υπερημερίας δεν σημαίνει πως είναι και αυτόματο ή δικαιωματικό, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι πραγματικής ζημιάς. Είναι βεβαίως μια λογική παράμετρος, στη βάση της οποίας επιτρέπεται και ένα περιορισμένο ποσοστό επιβάρυνσης λόγω υπερημερίας, ότι υπάρχει συνήθως κόστος στην υπερήμερη πίστωση· με αφετηρία συλλογισμού ότι το κόστος πίστωσης δεν μένει το ίδιο όταν η πίστωση εξυπηρετείται κανονικά και όταν η ίδια δεν εξυπηρετείται. Γι’ αυτό και η απόδειξη της πραγματικής ζημιάς, όπου απαιτείται, δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη προσκόμιση εκτεταμένης ή λογιστικής μαρτυρίας, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει οτιδήποτε δίδει πραγματική διάσταση στην αναγκαιότητα αυτής της πρόσθετης επιβάρυνσης. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά της ΜΕ1 στην πραγματική ζημιά που αντιπροσωπεύει το 2% του τόκου υπερημερίας, το οποίο, χωρίς οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με τον λόγο χρέωσή του, με μόνο γνωστό το ότι υπήρξε υπέρβαση του ορίου, δεν αποδεικνύεται πως δικαιούται η Ενάγουσα.

 

27.    Η κεφαλαιοποίηση του τόκου που αξιώνει η Ενάγουσα προβλέπεται στις συμφωνίες που υπογράφθηκαν, και δεν απαγορεύεται, όταν συνεπάγεται ανατοκισμό μέχρι δύο φορές ετησίως (άρθρο 3 § 1δ Ν.160(Ι)/1999).

 

28.    Έχοντας υπόψη πως, με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την ΜΕ1, και έγινε αποδεκτή για τους λόγους που εξηγήθηκαν, αποδεικνύεται η σύναψη των συμφωνιών ορίου με τους κείμενους όρους τους, η παράβαση της ισχύουσας συμφωνίας ορίου λόγω της υπέρβασης του ορίου, ο τερματισμός και το υπόλοιπο οφειλόμενο, που, μετά την αφαίρεση όλων των εξόδων, ανέρχεται σε €14.651,75, πλέον τόκος προς 8% ετησίως επί του ποσού των €14.325,21, από την 12.10.2015 μέχρι εξόφλησης, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, μπορεί να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της Ενάγουσας για το ποσό αυτό.

 

29.    Όσον αφορά τα έξοδα, δεν διαφαίνεται λόγος να μην ακολουθήσουν κι αυτά το αποτέλεσμα της αγωγής. Λόγω της έκτασης των διαδικαστικών διαβημάτων, θα πρέπει να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Κατάληξη

 

30.    Ως εκ των ανωτέρω:

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 1, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους Εναγόμενους 2 και 3, για το ποσό των €14.651,75, πλέον τόκος προς 8% ετησίως επί του ποσού των €14.325,21, από την 12.10.2015 μέχρι εξόφλησης, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, πλέον για τα δικηγορικά έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[2] Άρθρο 25 περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ.9.

[3] Wallingford v. Mutual Society (1880) 5 App Cas 685, και Export Credits Guarantee Department v. Universal Oil Products Co [1983] 2 All ER 205, [1983] 1 WLR 399, HL, και The Angelic Star [1988] 1 Lloyd's Rep 122, και Lordsvale Finance plc v. Bank of Zambia [1996] QB 752, [1996] 3 All ER 156. 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο