ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ. 1119/2019

 

 

 

 

 

CCSRE REAL ESTATE COMPANY LTD

 

 

 

Ενάγουσα

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ

 

 

Εναγόμενος

 

 

 

_____________________

 

 

Ημερομηνία: 30 Ιουλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Ε. Λοΐζου (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου, για την Ενάγουσα

 

Γ. Θεοχάρους για Γιώργος Σ. Θεοχάρους ΔΕΠΕ, για τον Εναγόμενο

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

 

1.        Η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως, κατά τον χρόνο στον οποίον αναφέρονται τα γεγονότα της απαίτησής της, ήταν η ιδιοκτήτρια του ακινήτου, που περιγράφει στην αγωγή της, το οποίο βρίσκεται στα Κελοκέδαρα. Επίσης, πως ο Εναγόμενος κατείχε το ακίνητο αυτό ως μισθωτής, με βάση συμφωνία ημερομηνίας 01.11.2016, που είχε συναφθεί με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ, που ήταν αρχικά ο ιδιοκτήτης. Το ακίνητο αργότερα μεταβιβάστηκε στην Ενάγουσα, με την υφιστάμενη μίσθωση, και είναι ένα από τα ακίνητα που η Ενάγουσα θα έπρεπε να μεταβιβάσει στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και έγινε, εκκρεμούσης της αγωγής. Ο Εναγόμενος θα έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των €47,72, ως μίσθωμα. Ωστόσο, παρέλειψε να πληρώσει μισθώματα, που ανέρχονται συνολικά σε €1.423,36. Η Ενάγουσα, με επιστολές της ημερομηνίας 20.02.2019 και 19.08.2019, κάλεσε τον Εναγόμενο να της παραδώσει την κατοχή του ακινήτου, και να πληρώσει τα οφειλόμενα μισθώματα, χωρίς ανταπόκριση. Η Ενάγουσα δεν αξιώνει την έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής, παρά μόνον το ποσό των €1.423,36, πλέον ενδιάμεσα οφέλη €42,72 μηνιαίως από την 01.09.2019 μέχρι τη μεταβίβαση του ακινήτου από την Ενάγουσα στην Κυπριακή Δημοκρατία, τον Μάρτιο του 2022 και άλλες αποζημιώσεις και έξοδα.

 

2.        Ο Εναγόμενος, με την υπεράσπισή του, αρνείται την απαίτηση της Ενάγουσας. Είναι ο ίδιος, όπως θέτει, που δικαιούται να εγγραφεί ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου ακινήτου, το οποίο κατέχει από το 1995, με βάση συμφωνία του 1995, με την ιδιοκτήτρια εταιρεία. Έλαβε τις επιστολές της Ενάγουσας, αλλά αμφισβητούσε την κυριότητά της επί του ακινήτου, ενώ ουδέποτε έκανε κάποια συμφωνία μαζί της, και γνωρίζει μόνον τη συμφωνία που ο ίδιος συνήψε το 1995. Ζητά την απόρριψη της αγωγής.

 

3.        Επίδικα, εξ αυτών των δικογράφων, είναι τα εξής: εάν η Ενάγουσα ήταν η ιδιοκτήτρια του ένδικου ακινήτου κατά την περίοδο της αξίωσής της· εάν υπάρχει συμφωνία μίσθωσης μεταξύ του Εναγόμενου, ως μισθωτή, και του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ, ως εκμισθωτή, κι αν η Ενάγουσα, αποκτώντας την ιδιοκτησία του ακινήτου, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκμισθωτή έναντι στον Εναγόμενο· εάν ο Εναγόμενος, με βάση τέτοια συμφωνία, οφείλει να καταβάλλει στην Ενάγουσα μισθώματα €42,72 μηνιαίως, κι αν παρέλειψε να καταβάλει μισθώματα που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των €1.423,36· τέλος, εάν η Ενάγουσα νομιμοποιείται να αξιώνει την πληρωμή του ποσού αυτού και τις λοιπές θεραπείες.

 

Διαδικασία

 

4.        Η Ενάγουσα εκδικάστηκε ως με τη διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.30,κ.6,7 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Για την υπόθεση της Ενάγουσας, προσκομίστηκε μαρτυρία από την Φρόσω Σάββα (ΜΕ1). Μαρτυρία δόθηκε και από τον Εναγόμενο (ΜΥ1). Δεν υπήρξε αντεξέταση. Μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι καταχωρίστηκε και αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

5.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν[1]. Σκοπεί στην εύρεση των πραγματικών γεγονότων επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί. Αξιολογείται το περιεχόμενο της μαρτυρίας[2], από το οποίο δυνατόν να προκύπτουν και κρίσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Λόγω και του τρόπου παρουσίασης της μαρτυρίας στις υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, το πλέγμα των κλασικών νομολογιακών αρχών προσαρμόζεται ανάλογα, με προσεγγίσεις απαλλαγμένες από εξωτερικές εντυπώσεις εκ της άμεσης συμπεριφοράς ή των αντιδράσεων στο εδώλιο του μάρτυρα[3] ή αντίστοιχα που να παρεμβάλλουν εκ του ύφους, της έκτασης ή των εξωτερικών γνωρισμάτων της γραφής ή της αφηγηματικής ικανότητας του συγγράψαντος την κάθε κείμενη εκδοχή. Η πληρότητα και η σαφήνεια ή η ελλειμματικότητα και η αοριστία επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, η αμεσότητα ή η υπεκφυγή, οι συμπτώσεις και η λογική ή η ύπαρξη ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών[4], εν τέλει η πειστικότητα ή όχι της εκδοχής, είναι κριτήρια περιεχομένου που μπορούν να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη, συναρτώμενα με το σύνολο της μαρτυρίας, ασχέτως του έγγραφου ή έμμεσου τρόπου του λόγου των μαρτύρων, την απουσία πλήρους ζωντανής ατμόσφαιρας και την απόσταση του Δικαστηρίου από τον μάρτυρα και τους τρόπους συμπεριφοράς του (demeanour) ή τα έκδηλα στοιχεία της προσωπικότητάς του.

 

6.        Η ΜΕ1, στη μαρτυρία της, αναφέρει πως η Ενάγουσα είναι θυγατρική εταιρεία της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΣΕΔΙΠΕΣ), την οποία αντιπροσωπεύει η Dovaluer Cyprus Ltd (προηγούμενα Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd), στην οποία η ίδια εργάζεται, με καθήκοντα να διαχειρίζεται τις μισθώσεις της εταιρείας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι μισθώσεις που είχαν συναφθεί με τα συνεργατικά ιδρύματα, που στη συνέχεια συγχωνεύτηκαν με τη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, που μετονομάστηκε στη ΣΕΔΙΠΕΣ. Η ΣΕΔΙΠΕΣ μαζί με την Ενάγουσα ανέθεσαν τη διαχείριση της επίδικης μίσθωσης στην Ενάγουσα. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, έχει και όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση και γνωρίζει τα γεγονότα μέσα από αυτά. Προσκομίζει αντίγραφα των εγγράφων που κατέχει, λέγοντας πως τα έχει συγκρίνει με τα πρωτότυπα, και πως είναι πιστή η αναπαραγωγή, χωρίς να αναφέρει πού βρίσκονται τα πρωτότυπα έγγραφα. Προσκομίζει αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας του ακινήτου (Τ1), το οποίο φαίνεται πως είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της Ενάγουσας. Ο Εναγόμενος, όπως θέτει, ήταν μισθωτής δυνάμει προφορικής συμφωνίας μίσθωσης ημερομηνίας 01.11.2016, που συνάφθηκε μεταξύ του ιδίου και του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ, πριν τις συγχωνεύσεις. Προσκομίζει τα πρακτικά της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ (Τ2), στα οποία υπάρχει συνημμένο παράρτημα αριθμού ακινήτων, η μεταβίβαση των οποίων αποφασίζεται να γίνει προς την Ενάγουσα, ανάμεσα στα οποία είναι και το ένδικο ακίνητο. Ο Εναγόμενος θα έπρεπε να καταβάλλει μίσθωμα €42,72 μηνιαίως. Το ακίνητο παραχωρήθηκε τελικά στην Κυπριακή Δημοκρατία την 29.03.2022. Ο Εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλλει μισθώματα προς την Ενάγουσα, η οποία αξιώνει τέτοια μισθώματα από τον Ιανουάριο του 2016. Προσκομίζει κατάσταση λογαριασμού (Τ3). Στο Τ3, αναφέρονται πιστώσεις του Εναγόμενου, ποσού €42,72 την 01.04.2017 και €200,00 την 20.02.2019. Προσκομίζονται και οι επιστολές, δια των οποίων η Ενάγουσα απαίτησε από τον Εναγόμενο τα ληξιπρόθεσμα ενοίκια, καθώς και την παράδοση της κατοχής του ακινήτου (Τ4, Τ5). Ουδέποτε συμφωνήθηκε αγορά του ακινήτου με κάποια συμφωνία του 1995, όπως ισχυρίζεται ο Εναγόμενος στην υπεράσπισή του. Αλλά, ακόμα κι αν διαφανεί ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία, τότε, ουδέποτε άσκησε ο Εναγόμενος κάποιο δικαίωμα αγοράς του ακινήτου, το οποίο ανήκει κατ’ ιδιοκτησία στην Ενάγουσα.

 

7.        Ο Εναγόμενος, με τη δική του μαρτυρία, αναφέρει πως το 1995 είχε κλείσε την επιχείρηση ξυλουργείου, που είχε στην Πάφο, και επειδή είχε μάθει πως το επίδικο ακίνητο ήταν προς πώλησης, ενδιαφέρθηκε να το αγοράσει. Είχε τότε συμφωνήσει με τον γραμματέα του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Κελοκεδάρων, τον ιδιοκτήτη του ακινήτου αυτού, να το αγοράσει, για Λ.Κ.10.000,00. Εργασίες που είχε προσφέρει ο ίδιος για τον ιδιοκτήτη, αξίας Λ.Κ.1.500,00, θα θεωρούνταν ως προκαταβολή. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, συμφωνήθηκε να μισθώνει το ακίνητο, για να μεταφέρει την παλιά του επιχείρηση εκεί. Κατά την περίοδο αυτή, είχε μεταφέρει όλα τα εργαλεία του, και ξεκίνησε να κάνει αιτήσεις για χορηγίες αναπαλαίωσης, που ίσχυαν τότε. Όταν το έμαθε αυτό ο ιδιοκτήτης, του ζήτησε να αυξήσουν την τιμή πώλησης στις Λ.Κ.16.000,00. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο ιδιοκτήτης αρνείτο να εισπράξει τα μισθώματα και του ζήτησε να εγκαταλείψει το υποστατικό, και είχε κινήσει και αγωγή εναντίον του. Ο Εναγόμενος διευθέτησε να πληρώνεται το μίσθωμα στο Δικαστήριο. Τελικά, δεν κατέστη εφικτό να γίνει έξωσή του. Περί το 2000, είχε ανακαλύψει πως τα κεντρικά γραφεία του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου δεν γνώριζαν οτιδήποτε σε σχέση με τις συμφωνίες που έγιναν με τον γραμματέα. Κατά την περίοδο εκείνη, στάλθηκε ξανά επιστολή, για να εγκαταλείψει το ακίνητο, καθώς αρνούνταν να λάβουν μισθώματα. Περί το 2007, μετά την ενοποίηση της ΣΠΕ Κελοκεδάρων με τη ΣΠΕ Γεροσκήπου, προσπάθησε ξανά να μάθει τι συμβαίνει με την πώληση, αλλά, και πάλι, η απάντηση που έλαβε είναι πως δεν γνωρίζει οποιοσδήποτε οτιδήποτε. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, έκανε προσπάθειες να ξεδιαλύνει την υπόθεση, αλλά είχε και προβλήματα υγείας, που δεν το επέτρεπαν να αφιερώσει τόσο χρόνο. Μετά την οικονομική κρίση του 2013, ανέμενε και πάλι να βγει σε δημοπρασία το ακίνητο, για να το αγοράσει, καθώς, όπως τελικά δέχεται, ήταν μισθωτής. Περί το 2016, έλαβε ένα τηλεφώνημα από λειτουργό της Ενάγουσας, όπου ενημερώνονταν κατά πόσο ήθελε να αγοράσει το ακίνητο, και απάντησε θετικά. Του ανέφεραν πως θα ετοίμασαν τα σχετικά έγγραφα, ωστόσο, μετά από μερικές ημέρες, του είπαν πως δεν θέλουν να το πωλήσουν και να συνεχίσει να πληρώνει ενοίκιο. Ο Εναγόμενος αρνήθηκε, καθώς από το 1995 θεωρούσε πως έχει δικαίωμα αγοράς, εγκαταστάθηκε στο ακίνητο, και προσπαθεί από τότε να το αποκτήσει. Έλαβε τις επιστολές της Ενάγουσας, αλλά δεν απάντησε γραπτώς, παρά επανέλαβε προφορικά τις θέσεις του.

 

8.        Από το Τ1, που προσκόμισε η ΜΕ1, η ύπαρξη και το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, φαίνεται ότι η εγγραφή του ακινήτου στην Ενάγουσα έγινε την 26.07.2016, μετά από την απόφαση του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ ημερομηνίας 24.06.2016 (Τ2), η ύπαρξη και το περιεχόμενο της οποίας, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε, να μεταβιβαστούν ορισμένα ακίνητα στην Ενάγουσα, με σκοπό τη συμμόρφωση με το περί Ανακεφαλαιοποίησης της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρο/Κεντρικός Φορέας (ΣΚΤ/Φ) (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 2016. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία της ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα ήταν η ιδιοκτήτρια του ένδικου ακινήτου, για τον χρόνο της απαίτησής της.

 

9.        Ωστόσο, δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να μαρτυρεί ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ και του Εναγόμενου, και δεν υπήρξαν και οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για το περιεχόμενο κάποιας συμφωνίας, πέραν της αναφοράς του μισθώματος, ενώ είναι και νόμιμη απαίτηση, που απορρέει από το άρθρο 77 § 1 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος να είναι γραπτή και να υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου, στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες, ειδάλλως δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή. Το κείμενο του νόμου δεν αφήνει περιθώριο κάποιας διαφορετικής ερμηνείας από αυτήν που δίδει το φυσικό νόημα των λέξεων. Η μίσθωση και του επίδικου ακινήτου, που, με οποιαδήποτε εκδοχή, υπερέβη την χρονική διάρκεια του εντός έτους, χωρίς γραπτή μίσθωση που να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 77 Κεφ.149, δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη και εκτελεστή. Δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο κάποια γραπτή μίσθωση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί εάν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 77, και δεν μπορεί να υπάρξει εύρημα πως υφίσταται έγκυρη και εκτελεστή σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων.

 

10.    Αναμφίβολα, όμως, η Ενάγουσα ήταν, από την 26.07.2006 μέχρι την 29.03.2022, η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου (Τ1), και ο Εναγόμενος κατέχει το ακίνητο, χωρίς να έχει δικαίωμα κυριότητας, ασχέτως των προσδοκιών του, βάσει της επικοινωνίας του με τον γραμματέα της ΣΠΕ Κελοκεδάρων, προ ετών. Πέραν του ότι ο Εναγόμενος δεν μπορεί να στηρίξει δικαίωμα επί του τίτλου του ακινήτου σε μια προφορική συζήτησή του με τον γραμματέα της ΣΠΕ Κελοκεδάρων το 1995, ενώ υπάρχει μεταγενέστερη εγγραφή του τίτλου στην Ενάγουσα, όπως και ο ίδιος δέχεται στη μαρτυρία του, αντιφατικά, ουδέποτε κατέστη ιδιοκτήτης και θα έπρεπε να καταβάλλει μισθώματα. Όχι μόνον προέβη σε πρόδηλη αντίφαση, λέγοντας παράλληλα πως συμφώνησε να αγοράσει το ακίνητο το 1995, αλλά και να πληρώνει μισθώματα ενώ ουδέποτε η πραγματική ιδιοκτήτρια γνώριζε για κάποια συμφωνία, δεν προέβη και σε οποιαδήποτε αναφορά ότι πλήρωσε στην ιδιοκτήτρια, οποτεδήποτε, κάποιο τίμημα πώλησης, ή και ότι απαίτησε οποτεδήποτε τέτοια εγγραφή. Αντίθετα, σε κάθε αναφορά του, προκύπτει πως ουδέποτε κατέστη ιδιοκτήτης, εν γνώσει του, και επιχειρήθηκε, μάλιστα, και παλαιότερα η έξωσή του, ενώ ο γραμματέας με τον οποίο είχε συζητήσει προφορικά τη θεωρητική δυνατότητα, ουδέποτε ήταν και εξουσιοδοτημένος να προβεί σε σχετικές ενέργειες, κατόπιν νόμιμα ειλημμένης απόφασης της ιδιοκτήτριας. Δεν είναι αξιόπιστη, κατ’ επέκταση ούτε αποδεκτή, η μαρτυρία του Εναγόμενου περί ύπαρξης κάποιας συμφωνίας αγοράς του ακινήτου που συνάφθηκε με τον γραμματέα της ΣΠΕ Κελοκεδάρων το 1995, που να του επιτρέπει να θεωρεί τον εαυτό του δικαιούχο προς εγγραφή ως ιδιοκτήτης του ακινήτου.

 

11.    Όπως δεν αμφισβητείται, θα έπρεπε να καταβάλλονται μισθώματα σε μηνιαία βάση. Όχι μόνον δεν αμφισβητήθηκε, αλλά φαίνεται πως το αναγνώρισε ο Εναγόμενος, μεταξύ άλλων, καταβάλλοντας ήδη κάποια μισθώματα στην Ενάγουσα, που μαρτύρησε με πλήρεις υπολογισμούς η ΜΕ1. Η σχέση αυτή, μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγόμενου, ελλείψει έγκυρης και εκτελεστής σύμβασης μίσθωσης, προκύπτει, εν τέλει, ως περιοδική μίσθωση μηνιαίας βάσης[5]. Τέτοια σχέση, θα μπορούσε να τερματιστεί, όπως και έγινε, με τις επιστολές των Τ4 και Τ5, που παραδέχεται πως έλαβε ο Εναγόμενος, ο οποίος, όμως, συνέχισε να κατέχει το ακίνητο.

 

12.    Η Ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, δεν ζητά την έξωση του Εναγόμενου και την παράδοση σε αυτήν του ακινήτου, ενόψει και του ότι, από την 29.03.2022, το ακίνητο έπαυσε να ανήκει στην ίδια. Αξιώνει, όμως, την ενοικιαστική αξία του ακινήτου, που ο Εναγόμενος θα έπρεπε να καταβάλει στην ίδια, που ισούται με €42,72 μηνιαίως, για όλη την περίοδο, αφαιρουμένου του ποσού των €242,72, που κατέβαλε ήδη έναντι. Δεν προβλήθηκε κάποιος άλλος ισχυρισμός σχετικά με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου και δεν αμφισβητήθηκε πως αυτή είναι €42,72.

 

13.    Το Τ3, κατάσταση λογαριασμού, το περιεχόμενο της οποίας, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε, περιέχει καταχωρισμένα ως οφειλόμενα ενοίκια από τον Ιούλιο του 2016 μέχρι και τον Μάρτιο του 2022, εφόσον μετέπειτα το ακίνητο άλλαξε ιδιοκτησία. Περιέχει επίσης τις πληρωμές που ο Εναγόμενος έκανε έναντι ή προς όφελός του πιστώσεις, απολήγοντας σε ένα υπόλοιπο €2.743,55. Είναι ο μόνος υπολογισμός που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο, και φαίνεται ορθός.

 

Κατάληξη

 

14.    Η Ενάγουσα έχει επιτυχώς αποδείξει την απαίτησή της για το ποσό των €2.743,55, κόστος της κατοχής του ακινήτου από τον Εναγόμενο, για την περίοδο από τον Ιούλιο του 2016 μέχρι και τον Μάρτιο του 2022, περιλαμβανομένων.

 

15.    Η αγωγή της Ενάγουσας κινήθηκε για το ποσό των €1.423,36, που ήταν το οφειλόμενο ποσό μέχρι την καταχώριση της αγωγής της, ενώ υπάρχει αξίωση για αποζημιώσεις, περιλαμβανομένου ποσού που να αφορά τα ενδιάμεσα οφέλη. Τα ενδιάμεσα οφέλη, για την υπόλοιπη περίοδο, μέχρι τον Μάρτιο του 2022, είναι €1.320,19.

 

16.    Δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε επιπλέον ζημιά της Ενάγουσας, για την οποία να πρέπει να επιδικαστούν αποζημιώσεις, ενώ η περίπτωση δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί τιμωρητικές αποζημιώσεις. Η θεραπεία της Ενάγουσας εξαντλείται στο συνολικό ποσό των €2.743,55, όπως και στα δικηγορικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, για την ανάκτηση της οφειλής.

 

17.    Δεν υπάρχει λόγος απόκλισης των δικηγορικών εξόδων από το αποτέλεσμα της αγωγής.

 

18.    Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €1.423,36, πλέον νόμιμος τόκος ετησίως, από την 14.10.2019 (ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής) μέχρι εξόφλησης.

 

19.    Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €1.320,19, πλέον νόμιμος τόκος ετησίως, από σήμερα μέχρι εξόφλησης.

 

20.    Τα έξοδα της αγωγής, στην κλίμακα καταχώρισής της (€500 - €2.000,00), επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου. Να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530.

[2] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339.

[3] Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21.

[4] Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367.

[5] Petrolina Ltd vVassiliades (1975) 1 CLR 289L. & ATryfon CoLtd vBlack and Decker Co Ltd (1983) 1 CLR 971.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο