ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

   Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 72/2022 I-Justice

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

 

Αναφορικά με τον Γεώργιο Κυπριανίδη με Α.Δ.Τ. χχχ, από χχχ, Πάφος – Χρεώστη   

 

 

Αίτηση από: ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

                        ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, από τη Λευκωσία – Πιστώτρια

 

Ημερομηνία: 31.07.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια - Πιστώτρια: κος Β. Παπαδόπουλος για Στέλιος Στυλιανίδης &

       Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η αίτηση - Χρεώστη: κος Χ. Σιαηλής για κ. Γ. Σιαηλή  

 

                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

Στα πλαίσια των προνοιών του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν. 65(Ι)/2015 - στο εξής «ο Νόμος»), ο Χρεώστης, κατόπιν αίτησης ημερ. 10.08.22, αποτάθηκε στο Δικαστήριο μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας (Τμήμα Αφερεγγυότητας) και στις 17.08.22 εξασφάλισε προστατευτικό διάταγμα, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε μέχρι και τις 12.05.23.

 

Ακολούθησε γραπτή ενημέρωση των καθορισμένων πιστωτών από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος, από τους οποίους στις 26.08.22 ζητήθηκε επαλήθευση των οφειλών του Χρεώστη. Επίσης μέσα από την ίδια επιστολή τους ζητήθηκε εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

 

Πιστωτές είναι ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης (στο εξής ο «Οργανισμός») και η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ (στο εξής η «ΚΕΔΙΠΕΣ» ή η «Πιστώτρια») που προωθεί την υπό κρίση αίτηση.

 

Ο Οργανισμός ανταποκρίθηκε αποστέλλοντας σε ένορκη δήλωση ημερ. 09.09.22 την ζητούμενη από το νόμο επαλήθευση των οφειλών του Χρεώστη (δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43 του Ν.65(Ι)/2015). Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, το συνολικό χρέος του Χρεώστη ανέρχεται στα €243.445,01. Η επαλήθευση χρέους του Οργανισμού δεν έγινε αποδεκτή από τον Χρεώστη. Με βάση ηλεκτρονικό μήνυμα του συμβούλου αφερεγγυότητας του ημερ. 13.12.22, ο Χρεώστης θεωρεί ότι το χρέος του στον Οργανισμό ανέρχεται στα €172.987,21. Παρά τη διαφωνία αυτή που παρέμεινε μέχρι τέλους, ούτε ο σύμβουλος αφερεγγυότητας αλλά ούτε και ο Οργανισμός καταχώρησε σχετική αίτηση στο Δικαστήριο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας για καθορισμό του χρέους δυνάμει των προνοιών των εδαφίων (9) και (19) του άρθρου 43 του Νόμου.

 

Για σκοπούς εξέτασης της παρούσας υπόθεσης θα έχω υπόψη μου το ποσό που ο Χρεώστης θεωρεί ότι οφείλει στον Οργανισμό, δηλαδή αυτό των €172.987,21.

 

Ανταπόκριση υπήρξε και από την Πιστώτρια, η οποία απέστειλε αρχικά ένορκη δήλωση ημερ. 29.09.22. Επειδή ζητήθηκαν διευκρινίσεις από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας, η Πιστώτρια απέστειλε με νέα ένορκη δήλωση ημερ. 20.10.22 την ζητούμενη από το νόμο επαλήθευση των οφειλών του Χρεώστη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Νόμου, η οποία έγινε αποδεκτή από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας. Με βάση την αποδεκτή επαλήθευση χρέους, το χρέος του Χρεώστη στην Πιστώτρια ανέρχεται συνολικά στα €346.985,49.

 

Το πιο πάνω οφειλόμενο ποσό προέρχεται ως εξής:

(α)       €33.417,18 – κίνηση λογαριασμού αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης πίστωσης για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 15.06.12 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(β)       €249.251,12 – κίνηση λογαριασμού αρ. [ ] δυνάμει συμφωνίας δανείου για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 17.01.13 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(γ)        €50.265,09 – κίνηση λογαριασμού αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης εγγύησης για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 22.07.09 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(δ)        €14.052,10 – κίνηση λογαριασμού αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης εγγύησης η οποία έχει τερματιστεί στις 31.08.21.

 

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το συνολικό οφειλόμενο ποσό του Χρεώστη στους δύο πιο πάνω πιστωτές (Οργανισμό και ΚΕΔΙΠΕΣ) ανέρχεται στα €519.972,70.

 

Για την εξασφάλιση του ποσού που οφείλεται στον Οργανισμό έχει εγγραφεί προς όφελος του η υποθήκη με αρ. Υ108/2001 που αφορά το ακίνητο με αρ. εγγραφής 7688, φύλλο/σχέδιο 26/59, τεμάχιο 436, φυτεία διαφόρων οπωροφόρων δέντρων, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο ½, με υποθηκευμένο ολόκληρο το εγγεγραμμένο μερίδιο. Δεν έχω ενώπιον μου εκτίμηση της αγοραίας αξίας του υποθηκευμένου μεριδίου. Ωστόσο στην ένορκη δήλωση του ο Οργανισμός αναφέρει ότι ολόκληρο το χρέος του Χρεώστη είναι εξασφαλισμένο. Εφόσον κάτι τέτοιο δεν έχει αμφισβητηθεί, λογικά συνάγεται ότι και το μικρότερο χρέος που ο Χρεώστης επικαλείται εξασφαλίζεται εξ’ ολοκλήρου από την πιο πάνω υποθήκη. Αυτό σημαίνει ότι το εξασφαλισμένο χρέος του Χρεώστη στον Οργανισμό ανέρχεται στα €172.987,21 ενώ το ανεξασφάλιστο χρέος στον ίδιο πιστωτή είναι μηδενικό (€0,00).

 

Για την εξασφάλιση του ποσού που οφείλεται στην Πιστώτρια, εκτιμήθηκε η αγοραία αξία των πιο κάτω ακινήτων:

(α)       υποθήκη αρ. Υ3237/2005 – αρ. εγγραφής 0/[ ], χωράφι, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το όλο, εκτιμημένη αγοραία αξία €45.000,

(β)       εμπράγματο βάρος 1864/2013 - αρ. εγγραφής 0/[ ], κτίριο, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το 1/6, εκτιμημένη αγοραία αξία μεριδίου €73.000,

(γ)        εμπράγματο βάρος 1864/2013 - αρ. εγγραφής 0/[ ], χωράφι, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το 1/432, εκτιμημένη αγοραία αξία μεριδίου €39.  

 

Οι πιο πάνω εκτιμήσεις έγιναν αποδεκτές από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 44 του Νόμου.

 

Από τις πιο πάνω πληροφορίες προκύπτει ότι το εξασφαλισμένο χρέος του Χρεώστη για την Πιστώτρια ανέρχεται στα €118.039 ενώ το ανεξασφάλιστο χρέος στον ίδιο πιστωτή είναι €228.946,49.

 

Επομένως το συνολικό εξασφαλισμένο χρέος του Χρεώστη απέναντι στους δύο πιο πάνω πιστωτές (Οργανισμό και ΚΕΔΙΠΕΣ) ανέρχεται στα €291.026,21. Το δε συνολικό μη εξασφαλισμένο χρέος του Χρεώστη σχετίζεται μόνο με την Πιστώτρια (ΚΕΔΙΠΕΣ) και ανέρχεται στα €228.946,49

 

Στη συνέχεια ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ετοίμασε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής εκ μέρους και για λογαριασμό του Χρεώστη (στο εξής το «ΠΣΑ»), το οποίο πρότεινε για εξέταση στη συνέλευση των πιστωτών που πραγματοποιήθηκε στις 29.12.22. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αρνητικό στην πρόταση για έγκριση του προτεινόμενου ΠΣΑ, το οποίο και απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των Πιστωτών και ειδικότερα από την Πιστώτρια στην παρούσα αίτηση.   

 

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τον Χρεώστη στις 09.05.23 στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης με την οποίαν στις 12.05.23 ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος με το οποίο επιβλήθηκε στους καθορισμένους Πιστωτές, ήτοι στον Οργανισμό και στην Πιστώτρια της παρούσας υπόθεσης, το προτεινόμενο ΠΣΑ που είχε απορριφθεί στη συνέλευση των πιστωτών (στο εξής το «διάταγμα επιβολής»).

 

Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες περιέχονται στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον ανάτρεξα για καλύτερη αντίληψη του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος επιβολής, στις 08.06.23 καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση στην οποίαν η Πιστώτρια επιδιώκει ακύρωση του εν λόγω διατάγματος. 

 

Νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι ουσιαστικά πρόνοιες του Ν.65(Ι)/2015, κανονισμοί του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (5/2016), οι συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου.  

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Πιστώτρια δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Μάριου Καρακόκκινου, διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Πλαισίου Αφερεγγυότητας της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στο εξής η «ΚΕΔΙΠΕΣ»), στον οργανισμό που διαχειρίζεται την παρούσα υπόθεση και στην οποίαν είναι η Πιστώτρια-Αιτήτρια. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα.

 

Μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ουσιαστικά καταγράφονται και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επιβολής. Με βάση και την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Πιστώτριας επιβεβαιώνονται ότι είναι οι πιο κάτω:

(1)        Δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 72(1)(ε) του Νόμου υπό την έννοια ότι ο Χρεώστης δεν αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης συνεπεία γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των εισοδημάτων του κατά τουλάχιστον 25%.        

(2)        Δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 72(1)(στ) του Νόμου υπό την έννοια ότι το προτεινόμενο ΠΣΑ δεν έχει ως αποτέλεσμα να θέση την Πιστώτρια στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποίαν θα βρισκόταν εάν η περιουσία του Χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου (Κεφ.5), εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειρά προτεραιότητας των χρεών.  

(3)        Δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 του Νόμου υπό την έννοια ότι δεν προκύπτει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη στον εν λόγω διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος εντός των επόμενων πέντε ετών, (άρθρο 35(γ)), δηλαδή το επίμαχο ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο, επειδή σ’ αυτό η Πιστώτρια εντοπίζει πολλές ασάφειες, γενικότητες, αοριστίες, χωρίς διαφάνεια, επεξήγηση και ανάλυση της μεθόδου και του σκεπτικού βάση των οποίων ετοιμάστηκε από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας με αποτέλεσμα να παραβλάπτονται ουσιωδώς τα συμφέροντα της (άρθρο 65(γ)).

 

Ο Χρεώστης αντέδρασε στις 19.09.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 6 λόγους. Ωστόσο στο στάδιο της νομικής επιχειρηματολογίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Χρεώστη περιορίστηκε στην προώθηση των λόγων ένστασης αρ. 1, 2, 3 & 6, εγκαταλείποντας τους υπόλοιπους δύο λόγους με βάση σχετική δήλωση του. Δεν χρειάζεται να τους επαναδιατυπώσω επειδή δεν εξυπηρετεί οποιαδήποτε χρησιμότητα. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης εδράζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, σε άρθρα του Ν.65(Ι)/2015, σε Κανονισμούς του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016), στη συμφυή εξουσία και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Χρεώστη, στην οποίαν επισυνάπτονται έγγραφα προς ενίσχυση της. Μέσα από το περιεχόμενο της ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και εξηγούνται οι λόγοι ένστασης και υπάρχουν αναφορές που υποδεικνύουν γιατί, κατά τη γνώμη του Χρεώστη, το αιτούμενο διάταγμα δεν πρέπει να εκδοθεί.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η εκδίκαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα επισυνημμένα σ’ αυτές τεκμήρια αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο προς απόδειξη των εκδοχών των μερών.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με σχολιασμό των βασικών αρχών του Νόμου και με παραπομπή σε νομολογία καθώς επίσης σε διάφορα άρθρα και κανονισμούς σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το αντικείμενο εκδίκασης, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Ακολούθως θα αναφέρω επιγραμματικά γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί είτε αποτελούν δικαστική γνώση, όπως αυτά εξόφθαλμα προκύπτουν από το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου. Αυτά είναι:

(1)        Δυνάμει γραπτής συμφωνίας στεγαστικού δανείου ο Οργανισμός παραχώρησε δάνειο στον Χρεώστη ύψους Λ.Κ.£50.000 (Λίρες Κύπρου όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) [ισότιμο σε €85.430,07].

(2)        Ως εξασφάλιση για το χορηγούμενο δάνειο ο Οργανισμός ενέγραψε προς όφελος του την υποθήκη Υ108/2001 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου, η οποία αφορά το ακίνητο με αρ. εγγραφής [ ], φύλλο/σχέδιο 26/59, τεμάχιο [ ], φυτεία διαφόρων οπωροφόρων δέντρων, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας ½, με υποθηκευμένο ολόκληρο το εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας.

(3)        Για τη διαχείριση του δανείου ανοίχτηκε λογαριασμός, ο οποίος παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο.

(4)        Επειδή προέκυψαν διαφορές μεταξύ του Οργανισμού και του Χρεώστη, το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €172.987,21 κατέστη ολόκληρο απαιτητό.

(5)        Ολόκληρο το ποσό που ο Χρεώστης οφείλει στον Οργανισμό είναι εξασφαλισμένο (€172.987,21).

(6)        Η κύρια κατοικία του Χρεώστη βρίσκεται εντός ακινήτου που έχει υποθηκευτεί προς όφελος του Οργανισμού για σκοπούς εξασφάλισης του χρέους του, η αγοραία αξία του οποίου υποθηκευμένου μεριδίου ανέρχεται στα €284.000 ενώ η αγοραία αξία καταναγκαστικής πώλησης του ανέρχεται στα €213.000 - Υποθήκη αρ. Υ108/2001 που αφορά το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], φύλλο/σχέδιο 26/59, τεμάχιο [ ], φυτεία διαφόρων οπωροφόρων δέντρων, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο ½, με υποθηκευμένο ολόκληρο το εγγεγραμμένο μερίδιο.

(7)        Περαιτέρω δεόντως αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα που, μεταξύ άλλων, ασχολούνται με την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων υπό τη μορφή χορήγησης δανείων και ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό, χορήγησαν πιστωτικές διευκολύνσεις στο Χρεώστη, για τη διαχείριση των οποίων ανοίχτηκαν τέσσερις λογαριασμοί.

(8)        Μέσα από τη διαχείριση των εν λόγω λογαριασμών παρουσιάζονται τα πιο κάτω χρεωστικά υπόλοιπα, ολόκληρα τα οποία κατέστησαν απαιτητά επειδή προέκυψαν διαφορές μεταξύ του Χρεώστη και των πιστωτικών ιδρυμάτων:

(α)       €33.417,18 – λογαριασμός αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης πίστωσης για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 15.06.12 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(β)       €249.251,12 – λογαριασμός αρ. [ ] δυνάμει συμφωνίας δανείου για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 17.01.13 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(γ)        €50.265,09 – λογαριασμός αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης εγγύησης για την οποίαν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση στις 22.07.09 και έγινε εγγραφή της στο ΕΔ Πάφου,

(δ)        €14.052,10 – λογαριασμός αρ. [ ] δυνάμει σύμβασης εγγύησης η οποία έχει τερματιστεί στις 31.08.21.

(9)        Το συνολικό οφειλόμενο ποσό του Χρεώστη απέναντι στα πιστωτικά ιδρύματα ανέρχεται στα €346.985,49.

(10)      Για τις πιο πάνω πιστωτικές διευκολύνσεις δόθηκαν προς όφελος των πιστωτικών ιδρυμάτων οι ακόλουθες εξασφαλίσεις:

(α)       υποθήκη αρ. Υ3237/2005 που εγγράφηκε προς όφελος της Πιστώτριας στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου  – αρ. εγγραφής 0/[ ], χωράφι, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το όλο, εκτιμημένη αγοραία αξία €45.000,

(β)       εμπράγματο βάρος 1864/2013 - αρ. εγγραφής 0/[ ], κτίριο, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το 1/6, εκτιμημένη αγοραία αξία μεριδίου €73.000,

(γ)        εμπράγματο βάρος 1864/2013 - αρ. εγγραφής 0/[ ], χωράφι, επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένο μερίδιο το 1/432, εκτιμημένη αγοραία αξία μεριδίου €39.         

(11)      Σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα το συνολικό εξασφαλισμένο χρέος ανέρχεται στα €118.039 και το ανεξασφάλιστο χρέος στα €228.946,49.

(12)      Ο Χρεώστης αποτάθηκε σε σύμβουλο αφερεγγυότητας, ο οποίος ετοίμασε πρόταση για ΠΣΑ ημερ. 15.12.22.

(13)      Το προτεινόμενο ΠΣΑ τέθηκε ενώπιον των Πιστωτών σε συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 29.12.22, το οποίο απορρίφθηκε.

(14)      Στις 09.05.23, στα πλαίσια αίτησης που προωθήθηκε μονομερώς από τον Χρεώστη, εκδόθηκε στις 12.05.23 δικαστικό διάταγμα με το οποίο επιβλήθηκε στους Πιστωτές του Χρεώστη το επίμαχο ΠΣΑ που είχε προηγουμένως απορριφθεί στη Συνέλευση των Πιστωτών.

(15)      Στις 25.05.23 το μη συναινετικό δικαστικό διάταγμα ημερ. 10.01.23 επιδόθηκε στην Πιστώτρια.

(16)      Στις 29.05.23 το μη συναινετικό δικαστικό διάταγμα ημερ. 10.01.23 επιδόθηκε στον Οργανισμό.

(17)      Τα πιστωτικά ιδρύματα συγχωνεύτηκαν με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ με ημερομηνία ισχύος της συγχώνευσης 01.07.17 δυνάμει των προνοιών του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Ν. 22/1985) και ως αποτέλεσμα αυτού.

(18)      Κατόπιν της πιο πάνω συγχώνευσης όλες οι συμφωνίες δικαιώματα και υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης της παρούσας υπόθεσης, μεταβιβάστηκαν στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ.

(19)      Κατόπιν απόφασης της ειδικής γενικής συνέλευσης των μετοχών ημερομηνίας 24.07.17 η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και τελικά στις 03.09.18 η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ και εν τέλη στις 07.10.22 η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ μεταβίβασε όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Πιστώτριας), περιλαμβανομένων αυτά της παρούσας υπόθεσης από τις 07.10.22.

(20)      Η Πιστώτρια έχει υποκαταστήσει τη Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν την υπόθεση αυτή.      

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Επίσης ευρήματα Δικαστηρίου αποτελούν όλα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως και έχουν αντληθεί μέσα από την έρευνα του Δικαστηρίου επί του φακέλου της υπόθεσης.   

 

Στρέφομαι στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί. Ακόμη, όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, για καλύτερη εξακρίβωση όλων των γεγονότων που έχουν διαδραματιστεί έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα.

 

Κατ’ αρχάς θα ασχοληθώ με τη θέση του Χρεώστη ότι η υπό κρίση αίτηση δεν απαριθμεί και/ή δεν προσδιορίζει συγκεκριμένους λόγους για παραμερισμό του προστατευτικού διατάγματος. Η εν λόγω τοποθέτηση του Χρεώστη συνιστά τον 1ο λόγο ένστασης. Να σημειωθεί ότι η Πιστώτρια, όπως γίνεται αντιληπτό από τη διατύπωση των γραπτών θέσεων της, διαφωνεί με την προβαλλόμενη αυτή θέση.

 

Με κάθε σεβασμό ο Χρεώστης δεν έχει δίκαιο να παραπονιέται. Ο Κανονισμός 24 του ΔΚ 5/2016 που ασχολείται με το δικονομικό πλαίσιο και περιλαμβάνεται στο σώμα της νομικής βάσης της υπό κρίση αίτησης σημειώνει στο εδάφιο (α) αυτού τα εξής:

«Η δυνάμει του άρθρου 75 (5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.»       

 

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι σε αιτήσεις ακύρωσης διατάγματος επιβολής ΠΣΑ οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται η προώθηση τους αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που θα πρέπει να τη συνοδεύει. Εδώ αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Έχοντας αναγνώσει το περιεχόμενο της εντοπίζονται με ευκολία οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η υπό κρίση αίτηση. Πρόκειται για τρεις λόγους, τους οποίους αναφέρω με σαφήνεια στη σελίδα 5 της παρούσας απόφασης υπό τα σημεία (1), (2) και (3). Στους τρεις αυτούς λόγους αναφέρεται και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Πιστώτριας στην  αγόρευση του. Αρκεί να παραπέμψω στις §18-§21 της ΕΔ Καρακόκκινου, μέσα από τις οποίες αποκρυσταλλώνεται και αναλύεται ο πρώτος λόγος (υπό το σημείο (1) στη σελίδα 5 του κειμένου της παρούσας απόφασης), στις §22-§28 & §30 της ΕΔ Καρακόκκινου όπου αναδύεται και επεξηγείται ο δεύτερος λόγος (υπό το σημείο (2) στη σελίδα 5 του κειμένου της παρούσας απόφασης) και στην §29 της ΕΔ Καρακόκκινου όπου υποδεικνύεται και σχολιάζεται ο τρίτος λόγος (υπό το σημείο (3) στη σελίδα 5 του κειμένου της παρούσας απόφασης). Το περιεχόμενο των πιο πάνω παραγράφων σε συνδυασμό με τη διατύπωση που υπάρχει δεν αφήνουν περιθώριο παραπλάνησης στον αναγνώστη σε ότι αφορά στον προσδιορισμό των λόγων και των θέσεων της Αιτήτριας που τους υποστηρίζουν επί των οποίων προωθείται η υπό κρίση αίτηση.      

 

Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ να εξετάσω τη θέση του Χρεώστη ότι η υπό κρίση αίτηση είναι γενική, αόριστη και ελλιπής. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί τον 2ο λόγο ένστασης του Χρεώστη.

 

Σύμφωνα με τη γραπτή νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Χρεώστιδας, «οι αιτητές δεν βασίζουν την αίτηση τους στο δικαιοδοτικό άρθρο 77 του Ν.65(Ι)/2015». Επιπλέον ο εν λόγω συνήγορος αναφέρει ότι «οι αιτητές στηρίζουν την αίτηση τους στα άρθρα 41-75 χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά και συγκεκριμένα που βασίζουν την αίτηση τους.» Παραπέμποντας σε τρεις  αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην απόφαση ημερ. 05.08.22 της Αδελφού Δικαστή κας Ρ. Λιμνατίτου Π.Ε.Δ (όπως ήταν τότε) στην Αίτηση ΠΣΑ Αρ. 69/21 του Ε.Δ. Πάφου που πραγματεύονται τις πρόνοιες της Δ.48 ΘΚ.1 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο εν λόγω συνήγορος ζητεί απόρριψη της παρούσας αίτησης. Διαβάζοντας τις θέσεις της Πιστώτριας, όπως αυτές διατυπώνονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της, αντιλαμβάνομαι ότι διαφωνεί με την προβαλλόμενη θέση.

 

Με κάθε σεβασμό στο Χρεώστη η πιο πάνω τοποθέτηση του δεν με βρίσκει σύμφωνο. Έχω προσεγγίσει το συγκεκριμένο ζήτημα στη βάση των δεδομένων που αφορούν την προκειμένη περίπτωση. Τα δεδομένα των αποφάσεων στις οποίες έχω παραπεμφθεί διαφέρουν ουσιωδώς από εδώ. Στην πρωτόδικη απόφαση έγινε επίκληση άρθρων 23-77 ενώ εδώ γίνεται αναφορά στα άρθρα 41-75. Σαφώς και δεν είναι το ίδιο. Επίσης το αντικείμενο στις υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά ενδιάμεσες αιτήσεις σε αγωγές, κάτι που εδώ δεν υφίσταται. 

 

Σε κάθε περίπτωση, τα σχετικά άρθρα που σχετίζονται με το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα αίτηση είναι διάφορα. Αναφορά σ’ αυτά γίνεται στη συνέχεια που αναλύεται η νομική πτυχή της υπ’ αναφορά υπόθεσης. Έχω αναγνώσει τη νομική βάση της αίτησης και από το περιεχόμενο της διαπιστώνω ότι είναι ορθή και ολοκληρωμένη. Μπορεί ορισμένα άρθρα και κανονισμοί να μπορούσαν να μην είχαν αναφερθεί, αλλά το ουσιαστικό νομικό πλαίσιο είναι διατυπωμένο.  Ειδικότερα περιέχει τα άρθρα του Νόμου που ασχολούνται με την έκδοση μη συναινετικών ΠΣΑ, τα οποία αποτελούν το δικαιοδοτικό υπόβαθρο, καθώς επίσης κανονισμούς σχετικούς με το αντικείμενο εκδίκασης οι οποίοι συνθέτουν το δικονομικό πλαίσιο της υπό εξέταση περίπτωσης. Βάση αυτών των νομικών διατάξεων η παρούσα αίτηση δύναται να εξεταστεί. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα άρθρα 62-71 του Νόμου 65(Ι)/2015 αφορούν περιπτώσεις εξέτασης μη συναινετικών ΠΣΑ. Σχετικό ακόμη είναι το άρθρο 72 στο οποίο σημειώνονται κριτήρια επιλεξιμότητας. Στο ίδιο άρθρο παρέχεται ο χρόνος εντός του οποίου δύναται να καταχωριστεί αίτηση, όπως την παρούσα. Οι δε υποχρεωτικές προϋποθέσεις που πρέπει ένα ΠΣΑ να τηρεί παρατίθενται στο άρθρο 46. Επίσης στο άρθρο 65 εκτίθενται λόγοι για του οποίους δύναται να προσβληθεί το ΠΣΑ. Παράλληλα οι Κανονισμοί 10 & 24 του ΔΚ5/2016 που εξηγούν δικονομικές πτυχές, επίσης περιλαμβάνονται στη νομική βάση. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι για την εξέταση ενός μη συναινετικού ΠΣΑ, όπως είναι η προκείμενη περίπτωση, εμπλέκονται διάφορα άρθρα οι πρόνοιες των οποίων παρέχουν δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για να το εξετάσει. Τα σχετικά άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης. Δεδομένου ότι τα άρθρα που εμπλέκονται είναι πέραν του ενός, δεν εντοπίζω οτιδήποτε το επιλήψιμο με τον τρόπο που αναφέρεται η καταγραφή τους. Είναι ένας τρόπος καταγραφής. Ο άλλος αποδεκτός τρόπος είναι μακροσκελής και είναι αυτός που ο Χρεώστης, εμμέσως πλην σαφώς, εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να είχε γίνει. Δηλαδή, εξ όσον γίνεται αντιληπτό, η αναφορά κάθε άρθρου ξεχωριστά.

 

Σε κάθε περίπτωση, η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης είναι συγκεκριμένη, σαφής και νομικά συμπληρωμένη με το περιεχόμενο της να προσδιορίζει το δικαιοδοτικό και δικονομικό υπόβαθρο επί του οποίου προωθείται. Θεωρώ ότι το παράπονο του Χρεώστη είναι οξύμωρο και στερείται ερείσματος.

 

Παράλληλα η μη αναφορά του άρθρου 77 στη νομική βάση της Πιστώτριας δεν επιφέρει οποιαδήποτε ακυρότητα στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης για εκδίκαση και ούτε καθιστά αναρμόδιο το Δικαστήριο να την εξετάσει. Ο σκοπός και η σημασία του εν λόγω άρθρου περιλαμβάνεται στη νομική βάση της Πιστώτριας με την αναφορά σ’ αυτήν των άρθρων που συνιστούν το περιεχόμενο του.       

 

Έχοντας υπόψη μου τα προαναφερόμενα, ο λόγος αυτός ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Ανεξάρτητα του νομικού ελαττώματος που παρουσιάζεται στη νομική βάση της ένστασης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, θα συνεχίσω εξετάζοντας μαζί τους υπόλοιπους λόγους ένστασης (λόγοι ένστασης αρ. 3 & 6) επειδή ασχολούνται με την ουσία της υπό κρίση αίτησης, η οποία εξετάζεται με βάση τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θέτει η σχετική, με το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα διαδικασία, νομοθεσία που θεσπίστηκε ειδικά για το σκοπό αυτό και τέθηκε σε ισχύ.

 

Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το έτος 2012 οδήγησε στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα των οποίων δημιουργήθηκαν προβλήματα σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το κράτος έλαβε μια σειρά από έκτακτα ειδικά μέτρα, ένα από τα οποία είναι η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και σχετικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 μετά των συναφών τροποποιήσεων (Ν.65(Ι)/2015) και τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016).   

 

Όπως σημειώνεται στο προοίμιο της νομοθεσίας, οι χρεώστες ήταν αυτοί που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα δυσμενώς από τις συνέπειες της κρίσης. Τα μέτρα λήφθηκαν προκειμένου να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κατ’ επέκταση να επανεκκινήσει η οικονομία του νησιού. Περαιτέρω το κράτος προέβηκε σε ενέργειες για να αποτρέψει την μετακύλιση των επιπτώσεων της κρίσης στην ευρύτερη οικονομία και κοινωνία ώστε να προφυλαχτούν τα δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Προς το σκοπό αυτό αναζητήθηκε τρόπος να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες για να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους και καθορίστηκε διαδικασία ώστε, υπό προϋποθέσεις, να αποφεύγεται η πτώχευση τους προκειμένου να διευκολυνθεί η ενεργός συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την εφαρμογή του πλαισίου προστασίας των αφερέγγυων χρεωστών, οι πιστωτές δεν πρέπει να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποίαν θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 5. Το κράτος επιχείρησε να θεσπίσει μηχανισμό και να καθορίσει διαδικασία που να προστατεύουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων με στόχο να εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ τους και να κατανέμονται τα βάρη σ’ αυτούς κατά τρόπο δίκαιο.

 

Με τη νομοθεσία αυτή επιδιώχτηκε η εισαγωγή ενός μηχανισμού που να επιτρέπει σε ένα αφερέγγυο χρεώστη, εφόσον πληροί συγκεκριμένα κριτήρια, να πετύχει, υπό προϋποθέσεις, αναδιάρθρωση του χρέους του, ενώ την ίδια στιγμή να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των πιστωτών με τον τρόπο που εξηγήθηκε πιο πάνω. Το ΠΣΑ ετοιμάζεται κατά κανόνα από σύμβουλο αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται στη Συνέλευση Πιστωτών. Εκεί είτε εγκρίνεται είτε απορρίπτεται από τους Πιστωτές. Εάν το ΠΣΑ εγκριθεί από τους πιστωτές τότε τίθεται σε ισχύ εφόσον πρώτα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 61).

 

Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί από τους Πιστωτές στην Συνέλευση, όπως ισχύει στη δική μας υπόθεση, τότε εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 72(1) ο Χρεώστης δύναται να αιτηθεί μονομερώς στο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το ΠΣΑ που απέρριψαν στη συνέλευση. Σύμφωνα με το άρθρο 73(1), το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το διάταγμα µόνο στις περιπτώσεις που το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών. Ακόμη το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μόνο στις περιπτώσεις όπου το ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο χρεώστης θα απωλέσει την ιδιοκτησία της κύριας κατοικίας του (άρθρο 73(4)). Η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος σε Πιστωτές θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα που προνοείται στο άρθρο 61 ή θα περιλαμβάνει τέτοιους όρους που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλους να επιβάλει (άρθρο 73(5)).

 

Για σκοπούς αξιολόγησης του κριτηρίου κατά πόσο το ΠΣΑ που έχει απορριφθεί από τους Πιστωτές, θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 73(2), λαμβάνει υπόψη την έκθεση την οποία εκδίδει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία που το δικαστήριο κρίνει σχετικά. Επίσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη για σκοπούς ενίσχυσης της δυνατότητας αποπληρωμής των χρεών του σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 74 (άρθρο 73(3)).

 

Με βάση το άρθρο 72(4) ο Χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους Πιστωτές, στους Εγγυητές, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας. Οποιοδήποτε δε από τα πιο πάνω πρόσωπα, ήτοι Πιστωτές, Εγγυητές, σύμβουλος αφερεγγυότητας και Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δύναται, δυνάμει του άρθρου 72(5), να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 77, το οποίο επίσης αφορά το μέρος της νομοθεσίας που πραγματεύεται περιπτώσεις μη συναινετικών ΠΣΑ, σημειώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 62-71 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε ΠΣΑ το οποίο επιβάλλεται κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθούνται, κατ’ αναλογία, οι πρόνοιες του άρθρου 65, μέσα από τις οποίες απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους δύναται να προσβληθεί το ΠΣΑ. Είναι οι εξής:

(α)       Ότι ο χρεώστης έχει µε τη συμπεριφορά του κατά τα δύο (2) έτη πριν από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, διευθετήσει τις οικονομικές του υποθέσεις µε τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να είναι ή να γίνει επιλέξιμος να υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής,

(β)        δεν υπήρξε συμμόρφωση µε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της µη ύπαρξης τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου σε σχέση µε την επαλήθευση σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 43, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(γ)        υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, η οποία παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του πιστωτή,

(δ)        ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35.

(ε)        ο χρεώστης έχει διαπράξει αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο προκαλεί ουσιαστική βλάβη στον πιστωτή,

(στ)      ο χρεώστης είχε συναλλαγή µε πρόσωπο η οποία έγινε κατά την περίοδο τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, η οποία δεν έγινε έναντι αξιόλογης αντιπαροχής και η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ανικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του, εξαιρουμένων των χρεών τα οποία οφείλονται στα πρόσωπα µε τα οποία ο χρεώστης είχε εισέλθει σε συναλλαγές οι οποίες δεν έγιναν έναντι αξιόλογης αντιπαροχής,

(ζ)        ο χρεώστης έδειξε προτίμηση δολίως σε πρόσωπο, τηρουμένων των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, κατά την περίοδο των τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του διαθέσιμου ποσού για την πληρωμή των χρεών του, εξαιρουμένων των χρεών που οφείλονται στο πρόσωπο στο οποίο δόθηκε η δόλια προτίμηση.

 

Τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό ΠΣΑ καταγράφονται στα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 72. Τα παραθέτω αυτούσια:

«72.-(1)           Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α)        ∆ιαγράφηκε µε το 16(α) του 85(Ι) του 2018.

(β)        τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισµένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη ∆ηµοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ)        η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ)        Διαγράφηκε µε το 16(δ) του 85(Ι) του 2018.

(ε)        ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονοµικής του κατάστασης ως αποτέλεσµα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυµβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσµα την ουσιαστική µείωση του εισοδήµατος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ)      ο σύµβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i)            οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων που ετοιµάστηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii)           ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιµότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγµατος σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ·και

(iii)          ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής δυνάµει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv)           το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσµα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v)           τηρούµενων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουµένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώµενων µελών της οικογένειάς του, χρησιµοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρέων του,

ο χρεώστης δύναται να αιτείται µονοµερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγµατος, µε το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου:

 

Νοείται ότι, ο χρεώστης δύναται να υποβάλει αίτηση δυνάµει του παρόντος άρθρου στο δικαστήριο, µόνο ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγµα το οποίο εκδίδεται δυνάµει του άρθρου 75:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του αυτή στο δικαστήριο, καλή τη πίστει.

(2)                    Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκµαίρεται ότι οποιαδήποτε µείωση στα εισοδήµατα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και µέχρι την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόµου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριµένα στην οικονοµική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής µπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονοµική κρίση.

(3)                    Για τον καθορισµό της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 44.»

 

Σε ότι αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας Χρεώστη ΠΣΑ κάτω από το άρθρο 35 που γίνεται αναφορά πιο πάνω, παρατίθενται και αυτά αυτούσια:

«(α)     έχει τη συνήθη του διαμονή στη ∆ημοκρατία: Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του στη ∆ημοκρατία μέχρι και τρία (3) χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν απαιτείται να πληροί το κριτήριο της συνήθους διαμονής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος·

(β)        είναι αφερέγγυος·

(γ)        υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, σύμφωνα µε την δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32·

(δ)        έχει συμπληρώσει την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων και υπέβαλε ένορκη δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι η κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων και εξόδων του είναι ακριβής και πλήρης·

(ε)        ο σύμβουλος αφερεγγυότητας του χρεώστη έχει συμπληρώσει τη γραπτή δήλωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ), του άρθρου 32, σε σχέση µε το χρεώστη·

(στ)      ο χρεώστης έχει συγκατατεθεί σε επιβεβαίωση των οικονομικών του στοιχείων από το Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28·

(ζ)        ο χρεώστης δεν είναι:

(i)         Πτωχεύσας ο οποίος δεν αποκαταστάθηκε·

(ii)        πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε και υπόκειται σε διάταγμα για πληρωμή μισθού ή αποδοχών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Πτώχευσης Νόμου.

(η)        ο χρεώστης:

(i)         ∆εν υπήρξε καθορισμένος χρεώστης σε προστατευτικό διάταγμα κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα (12) μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(ii)        δεν έχει απαλλαγεί από τα χρέη του δυνάμει ∆ιατάγματος Απαλλαγής Οφειλών, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής·

(iii)       δεν έχει αποκατασταθεί, σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε (5) ετών, πριν από την ημερομηνία υποβολής αίτησης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.»

 

Ολοκληρώνω τη νομική έρευνα παραθέτοντας αυτούσια τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις που πρέπει το ΠΣΑ να τηρεί, όπως αυτές καταγράφονται στο   άρθρο 46:

«(α)     Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής πρέπει να καθορίζει µε σαφήνεια τα εξασφαλισµένα και τα µη εξασφαλισµένα χρέη·

(β)        η µέγιστη διάρκεια του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής είναι εξήντα (60) µήνες και δύναται να παραταθεί για περαιτέρω περίοδο που δεν µπορεί να ξεπερνά τους δώδεκα (12) µήνες µόνο υπό τις περιστάσεις που ρητά καθορίζονται στους όρους και προϋποθέσεις του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής:

Νοείται ότι η µέγιστη διάρκεια των µηνιαίων δόσεων για αποπληρωµή εξασφαλισµένων χρεών δύναται να επεκτείνεται για περαιτέρω περίοδο, σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στον βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής·

(γ)        όταν ο χρεώστης συµµορφώνεται µε όλες του τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, κατά τη λήξη του εν λόγω σχεδίου δεν απαλλάσσεται από τα εξασφαλισµένα χρέη του που καλύπτονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και συνεχίζει να υπέχει υποχρέωσης προς εξόφληση των εν λόγω χρεών σύµφωνα µε τους όρους και προϋποθέσεις της αρχικής σύµβασης δανείου, εκτός εάν και στο βαθµό που προβλέπεται διαφορετικά από το ίδιο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτό·

(δ)        οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής Προσωπικού πρέπει να έχουν ως αποτέλεσµα να θέσουν τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόµου, εξαιρουµένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουµένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών, εκτός εάν ληφθεί η συγκατάθεση του πιστωτή για την επίτευξη διαφορετικού αποτελέσµατος:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, δεν εφαρµόζεται και δεν λαµβάνεται υπόψη η προτεραιότητα πληρωµής χρεών προς τη ∆ηµοκρατία ή τις αρχές τοπικής διοίκησης, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 του περί Πτώχευσης Νόµου·

(ε)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν απαιτεί από το χρεώστη να πωλεί οποιαδήποτε βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείµενα εξοπλισµού που χρησιµοποιούνται από το χρεώστη και τα οποία λογικά είναι αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρηση του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά στην εν λόγω πώληση·

(στ)      το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής δεν περιέχει όρους οι οποίοι να απαιτούν από το χρεώστη να κάνει πληρωµές τέτοιου ύψους ώστε ο χρεώστης να µην έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης για τον εαυτό του και για τα µέλη της οικογένειάς του, εκτός εάν ο χρεώστης συναινεί ρητά·

(ζ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει

(i)         πληρωµές για την κάλυψη των δαπανών και εξόδων του συµβούλου αφερεγγυότητας που σχετίζονται µε τα θέµατα που αναφέρονται στον Τίτλο Ι του παρόντος Κεφαλαίου και στη συνεχή διαχείριση του Σχεδίου, σύµφωνα µε τους περί Συµβούλων Αφερεγγυότητας Κανονισµούς του 2015.

(ii)        την πληρωµή των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων που προκύπτουν για το χρεώστη, αναφορικά µε οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες αυτός προέβη, κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο διαχείρισης του Σχεδίου· και ότι-

(I)            τέτοιες φορολογικές υποχρεώσεις του χρεώστη πληρώνονται κατά προτεραιότητα σε σχέση µε οποιεσδήποτε άλλες πληρωµές σε καθορισµένους πιστωτές· και

(II)          (II) οποιαδήποτε παράλειψη του χρεώστη να συµµορφωθεί µε τους όρους του Σχεδίου αναφορικά µε τέτοιες υποχρεώσεις συνιστά παράβαση του Σχεδίου η οποία δίνει δικαίωµα στον Έφορο Φορολογίας να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 36 να αποδεχθεί τον συµβιβασµό που περιλαµβάνεται στο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, όπου αυτό εφαρµόζεται·

(iii)       υποδεικνύει το ενδεχόµενο ύψος των τελών, εξόδων και δαπανών που θα πραγµατοποιηθούν ή όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τη βάση επί της οποίας τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες υπολογίζονται· και

(iv)       προσδιορίζει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία καταβάλλουν τέτοια τέλη, έξοδα και δαπάνες και τον τρόπο µε τον οποίο καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν

(η)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει τον τρόπο µε τον οποίο τα χρέη του χρεώστη θα αντιµετωπίζονται σε περίπτωση θανάτου ή διανοητικής ανικανότητάς του, σύµφωνα µε τις διατάξεις, της οικείας νοµοθεσίας·

(θ)        υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 50, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής διασφαλίζει ότι ο χρεώστης δεν διαθέτει όλα του τα δικαιώµατα επί της κύριας κατοικίας του, περιλαµβανοµένης της κατοχής τέτοιας κατοικίας·

(ι)         το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι οι περιστάσεις και συνθήκες του χρεώστη αναθεωρούνται από τον σύµβουλο αφερεγγυότητας σε τακτά χρονικά διαστήµατα, τα οποία καθορίζονται από το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής, και τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν µπορούν να είναι µεγαλύτερα των δώδεκα (12) µηνών, κατά τη διάρκεια της περιόδου που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής είναι σε ισχύ:

Νοείται ότι, η υποχρέωση αναθέωρησης των περιστάσεων και συνθηκών του χρεώστη παύει να υφίσταται σε περίπτωση τερµατισµού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 68 ή 69 του παρόντος Νόµου.

(κ)        Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει ότι η αναθεώρηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), περιλαµβάνει την ετοιµασία από το χρεώστη νέας Κατάστασης Προσωπικών Οικονοµικών Στοιχείων για την περίοδο υπό αναθεώρηση, αντίγραφο της οποίας συνοδευόµενο από δήλωση του συµβούλου αφερεγγυότητας ως προς το κατά πόσο θεωρεί µε βάση τα γεγονότα και δεδοµένα που είναι σε γνώση του την εν λόγω κατάσταση πλήρη και ακριβή, θα αποστέλλεται από το σύµβουλο αφερεγγυότητας σε κάθε καθορισµένο πιστωτή.

(λ)        το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωµής προβλέπει για τον τρόπο διαχείρισης της εξασφάλισης που κατέχεται από εξασφαλισµένο καθορισµένο πιστωτή, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 48 µέχρι 51.

(µ)        Οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες ο σύµβουλος αφερεγγυότητας υποχρεούται να προτείνει τροποποίησή του σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 64.

(3)        Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας δύναται να εκδίδει Κώδικα Πρακτικής για σκοπούς κατεύθυνσης ως προς την εφαρµογή οποιωνδήποτε από τα θέµατα που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(4)        Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) και χωρίς επηρεασµό των διατάξεων του εδαφίου (3), κατά τον υπολογισµό του κατά πόσο ο χρεώστης θα έχει στη διάθεσή του ικανοποιητικό εισόδηµα για τα λογικά έξοδα διαβίωσης γι’ αυτόν και για τα µέλη της οικογένειας του, στο πλαίσιο του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωµής, θα λαµβάνονται υπόψη οι κατευθυντήριες γραµµές που εκδίδονται δυνάµει των διατάξεων του      άρθρου 8.»

 

Καθοδηγούμενος από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο προχωρώ ευθύς να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης που αφορά το προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Στο σημείο αυτό οφείλω να αναφέρω ότι το προτεινόμενο ΠΣΑ και κάθε ένα τέτοιο έγγραφο, για να έχει προοπτική αποδοχής πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται μέσα από τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Ένα ουσιώδες θέμα που εγείρεται είναι η βιωσιμότητα του προτεινόμενου ΠΣΑ. Πρόκειται για τον πρώτο λόγο επί του οποίου εδράζεται η παρούσα αίτηση.

 

Σύμφωνα με την Πιστώτρια, το υπό εξέταση ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο για διάφορους λόγους που επικαλείται, όπως για παράδειγμα επειδή «εντοπίζονται πολλές ασάφειες», διότι «δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίον έχουν γίνει οι διάφοροι υπολογισμοί», επειδή «δεν υπάρχει διαφάνεια, στοιχειώδης ανάλυση και τεκμηριωμένη εξήγηση που να αποδεικνύει ότι τα προβλεπόμενα ποσά πληρωμών θα μπορούν να εξασφαλιστούν αδιάκοπα για το καθορισμένο από το ΠΣΑ χρονικό διάστημα επιτρέποντας έτσι την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τις διάφορες καταληκτικές εισηγήσεις» και επειδή υπήρξε, κατά τη γνώμη της Πιστώτριας, «παράλειψη από μέρους του Χρεώστη και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας να υπολογίσουν ή να προσμετρήσουν σημαντικούς παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των εισοδημάτων» (§22 ΕΔ Καρακόκκινου, §30 σελίδες 17-18 γραπτής αγόρευσης συνηγόρου Πιστώτριας). Οι λόγοι αυτοί αναλύονται και επεξηγούνται (§23-§26 ΕΔ Καρακόκκινου, §31, §33, §34 & §43 (μέρος) σελίδες 18-20 & σελίδα 27 γραπτής αγόρευσης συνηγόρου Πιστώτριας).

 

Αντίθετη είναι η θέση της Χρεώστιδας η οποία θεωρεί ότι το ΠΣΑ είναι βιώσιμο και λειτουργικό. Προς τούτο παραθέτει τους δικούς της ισχυρισμούς.

 

Το περιεχόμενο του υπό εξέταση ΠΣΑ πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, ακρίβεια, βεβαιότητα και ολοκλήρωση. Η ετοιμασία του ΠΣΑ εδράζεται σε στοιχεία και πληροφορίες που πρέπει να είναι σαφή, ακριβή, ορθά και ολοκληρωμένα. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, το περιεχόμενο της οποίας που δηλώνει ο Χρεώστης δεν πρέπει να περιέχει ουσιαστικές ανακρίβειες ή παραλείψεις. Σε τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραβλαφτούν ουσιωδώς τα συμφέροντα της Πιστώτριας (άρθρο 65(γ)). Παράλληλα το προτεινόμενο σχέδιο πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 74 καθώς επίσης να λαμβάνει υπόψη του τις συγκεκριμένες παραμέτρους που υποδεικνύονται μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 46. Ένας από τους στόχους για την υιοθέτηση του προτεινόμενου σχεδίου είναι η ύπαρξη εύλογης προοπτικής ότι η συμμετοχή του Χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών (άρθρο 35(γ)). Το πλαίσιο αυτό ουσιαστικά διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του προτεινόμενου ΠΣΑ. Υπό αυτήν την έννοια η βιωσιμότητα του επίδικου ΠΣΑ ελέγχεται από το Δικαστήριο στη βάση μαρτυρικού υλικού που παρουσιάζεται προς απόδειξη του περιεχομένου του.

 

Στρεφόμενος στο υπό εξέταση ΠΣΑ, παρατηρώ ότι βασίζεται στην κατάσταση προσωπικών οικονομικών στοιχείων ημερ. 14.12.22 που υπογράφεται από τον Χρεώστη (στο εξής «ΚΠΟΣ»). Στην οικονομική κατάσταση αυτή το δηλωμένο μηνιαίο εισόδημα του Χρεώστη (€810 ακάθαρτος μηνιαίος μισθός) μαζί με δηλωμένες μηνιαίες συνεισφορές από τη σύζυγο και τον υιό του (€2.006 και €300 αντίστοιχα) ανέρχονται συνολικά σε €3.116,00. Παράλληλα στην ίδια οικονομική κατάσταση τα δηλωμένα μηνιαία λογικά έξοδα διαβίωσης του ιδίου και της συζύγου του (€750 και €375 αντίστοιχα - δεν δηλώνεται ότι υπάρχουν εξαρτώμενα άτομα) μαζί με τις μηνιαίες αποκοπές και επιβαρύνσεις (€126,33 εισφορά Κοινωνικών Ασφαλίσεων, €17,25 ΓΕΣΥ και €19,50 ασφάλιστρο) ανέρχονται συνολικά σε €1.288,23.

 

Με μία απλή μαθηματική πράξη (αφαίρεση δηλωμένων μηνιαίων λογικών εξόδων διαβίωσης, αποκοπών και επιβαρύνσεων από το δηλωμένο μηνιαίο εισόδημα του Χρεώστη και συνεισφορών από σύζυγο και υιό του) προκύπτει ότι το μηνιαίο διαθέσιμο ποσό ανέρχεται συνολικά σε €1.827,77. Ωστόσο ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, προφανώς σε συνεννόηση με τον Χρεώστη, δηλώνει αύξηση του μηνιαίου διαθέσιμου ποσού σε €2.070,00. Το ποσό αυτό δηλώνεται από τον Χρεώστη ως διαθέσιμο εισόδημα στην ΚΠΟΣ ημερ. 14.12.22. Επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 46(2)(στ) της νομοθεσίας, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας αναφέρει το αυξημένο αυτό ποσό ως αυτό που δύναται να διατεθεί για αποπληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους τόσο της Πιστώτριας όσο και του Οργανισμού (επίσης πιστωτή). Βάση του ποσού αυτού ετοιμάστηκε το εισηγούμενο ΠΣΑ.

 

Η διαφορά ανέρχεται σε €242,00. Σε σχέση με τη διαφορά αυτή, ουδεμία αναφορά υπάρχει που να διευκρινίζει πως είναι δυνατό να επιτευχθεί αυτή η αύξηση. Καμία λεπτομέρεια παρέχεται που να διαφωτίζει το Δικαστήριο και κανένα στοιχείο έχει προσκομιστεί που να εξηγούν τι είδους περικοπές ο σύμβουλος αφερεγγυότητας σε συνεργασία με τον Χρεώστη έχουν υπόψη τους και παράλληλα να αποδεικνύουν με ποιον τρόπο αυτές οι περικοπές που έχουν στη σκέψη τους δύναται να γίνουν εφικτές ώστε να καταδείξουν δυνατή την χρήση της επικαλούμενης αύξησης του μηνιαίου διαθέσιμου ποσού. Με γνώμονα ότι, όπως δηλώνεται στην ΚΠΟΣ ημερ. 14.12.22, τα μηνιαία έξοδα, αποκοπές και επιβαρύνσεις του Χρεώστη που δηλώνονται ανέρχονται σε €913,08 ενώ ο μηνιαίος ακαθάριστος μισθός του Χρεώστη ανέρχεται σε €810,00 και σε συνδυασμό με το ότι το ύψος των ποσών συνεισφοράς παρέμεινε αναλλοίωτο, καθίσταται αντιληπτό ότι η παράθεση εξηγήσεων και η παρουσίαση στοιχείων από μέρους του Συμβούλου Αφερεγγυότητας και του Χρεώστη καθίστανται πλέον αναγκαία για σκοπούς πειστικότητας. Η απουσία λεπτομερειών και στοιχείων σε σχέση με το θέμα αυτό, βάση του οποίου ετοιμάστηκε το προτεινόμενο ΠΣΑ, δημιουργούν μια ουσιώδη ασάφεια ως προς τη βιωσιμότητα του περιεχόμενου του.

 

Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται σχετίζεται με την προοπτική συνεισφοράς. Συνδυασμένη μελέτη της ΚΠΟΣ ημερ. 14.12.22 και του προτεινόμενου ΠΣΑ καθιστά σαφές ότι η δυνατότητα εφαρμογής του εισηγούμενου ΠΣΑ εξαρτάται αποκλειστικά από τη συνεισφορά της συζύγου και του υιού του Χρεώστη. Αν κάποιος αναλογιστεί ότι η μηνιαία συνεισφορά της συζύγου ανέρχεται στα €2.006,00 και του υιού στα €300 ενώ τα μηνιαία έξοδα του Χρεώστη υπερτερούν των μηνιαίων εισοδημάτων του κατά €478,08, εύκολα γίνεται κατανοητό ότι το μηνιαίο διαθέσιμο ποσό για την αποπληρωμή του εξασφαλισμένου ποσού με βάση το προτεινόμενο ΠΣΑ εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συνεισφορά της συζύγου και σε μικρότερο βαθμό από τη συνεισφορά του υιού. Το δε σύνολο των συνεισφορών αυτών ουσιαστικά στελεχώνουν το εισηγούμενο ΠΣΑ.

 

Σε ότι αφορά τον υιό, έχει δηλωθεί μηνιαία πληρωμή ποσού ύψους €300. Παρόλα αυτά, δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε γραπτή ένορκη βεβαίωση του υιού που να δηλώνει την ανεπιφύλακτη συγκατάθεση του και συνάμα δυνατότητα του στην απρόσκοπτη πληρωμή του εν λόγω δηλωμένου ποσού για το χρονικό διάστημα που το εισηγούμενο ΠΣΑ επιδιώκει την πληρωμή του. Παράλληλα ουδεμία αναφορά υπάρχει που να ξεκαθαρίζει αν το συγκεκριμένο πρόσωπο προσωπικά και/ή οποιοδήποτε μέλους της οικογένειας του, αν είναι νυμφευμένος με ή χωρίς εξαρτώμενα άτομα, αντιμετωπίζει οποιεσδήποτε οικονομικές υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που υπάρχουν αναμένεται να δοθούν σχετικές λεπτομέρειες ώστε να διαπιστωθεί, στη βάση τεκμηριωμένων στοιχείων, αν πράγματι το άτομο αυτό είναι σε θέση να συνεισφέρει στο βαθμό και για τη χρονική περίοδο που δηλώνεται στο προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Υπάρχει όμως ακόμη ένα σημείο αναφορικά με τον υιό του Χρεώστη που δηλώνεται ότι θα συνεισφέρει, το οποίο χρήζει σχολιασμού. Συγκεκριμένα έχουν κατατεθεί τρεις μισθολογικές καταστάσεις του εν λόγω ατόμου που αφορούν τους μήνες Σεπτέμβριο 2022, Οκτώβριο 2022 και Νοέμβριο 2022 (Τεκμήριο 5 ΕΔ Χρεώστη). Φαίνεται ότι κατά την πιο πάνω περίοδο το πρόσωπο αυτό εργαζόταν ως υπάλληλος με τελευταίο καθαρό μηνιαίο μισθό ύψους €1.621,67 (βασικός - ακάθαρτος μηνιαίος μισθός €1.884,62). Τα έγγραφα όμως αυτά δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα αφού δεν εμπίπτουν στον ουσιώδη χρόνο της υπόθεσης. Για να είχαν οποιαδήποτε σημασία θα έπρεπε να κάλυπταν την περίοδο Μαΐου 2023 μέχρι τέλη Αυγούστου 2023 που είναι η περίοδος από την καταχώρηση μονομερούς αίτησης για έκδοση διατάγματος επιβολής ΠΣΑ στους πιστωτές μέχρι λίγο πριν την υποβολή ένστασης στην παρούσα αίτηση. Η προσκόμιση μισθολογικών καταστάσεων 6-9 μήνες ενωρίτερα δεν καταδεικνύουν συνέχιση εργοδότησης και κατ’ επέκταση οικονομική δυνατότητα του ατόμου αυτού την περίοδο όπου δηλώνεται προοπτική συνεισφοράς από μέρους του.

 

Τα πιο πάνω συνιστούν επιπλέον ουσιώδη ασάφεια για τη βιωσιμότητα και κατ’ επέκταση λειτουργικότητα του εισηγούμενου ΠΣΑ.

 

Τα όσα έχω αναφέρει για τον υιό ισχύουν και στην περίπτωση της συζύγου του Χρεώστη. Ειδικότερα ενώ έχει δηλωθεί μηνιαία πληρωμή ποσού ύψους €2.006,00, εντούτοις δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε γραπτή ένορκη βεβαίωση της συζύγου που να δηλώνει την ανεπιφύλακτη συγκατάθεση της και συνάμα δυνατότητα από μέρους της στην απρόσκοπτη πληρωμή του εν λόγω δηλωμένου ποσού για το χρονικό διάστημα που το εισηγούμενο ΠΣΑ επιδιώκει την πληρωμή του. Παράλληλα ουδεμία αναφορά υπάρχει που να ξεκαθαρίζει αν το συγκεκριμένο πρόσωπο αντιμετωπίζει οποιεσδήποτε προσωπικές οικονομικές υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που υπάρχουν αναμένεται να δοθούν σχετικές λεπτομέρειες ώστε να διαπιστωθεί, στη βάση τεκμηριωμένων στοιχείων, αν πράγματι το άτομο αυτό είναι σε θέση να συνεισφέρει στο βαθμό και για τη χρονική περίοδο που δηλώνονται στο προτεινόμενο ΠΣΑ.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι έχουν κατατεθεί τρεις μισθολογικές καταστάσεις της συζύγου του Χρεώστη που αφορούν τους μήνες Σεπτέμβριο 2022, Οκτώβριο 2022 και Νοέμβριο 2022 (Τεκμήριο 4 ΕΔ Χρεώστη). Φαίνεται ότι κατά την πιο πάνω περίοδο το πρόσωπο αυτό εργαζόταν ως υπάλληλος με τελευταίο καθαρό μηνιαίο μισθό ύψους €2.000,06 (βασικός - ακάθαρτος μηνιαίος μισθός €2.246,00). Όπως φαίνεται, αυτό που δηλώνεται είναι ότι ολόκληρος ο μηνιαίος μισθός της συζύγου του Χρεώστη θα δίδεται ως συνεισφορά στις δόσεις του εισηγούμενου ΠΣΑ. Αυτό προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη απόδειξης της διασφάλισης διάθεσης του στο ύψος και για τη χρονική περίοδο που δηλώνονται στο εισηγούμενο ΠΣΑ. Για τον ίδιο λόγο που έχω εξηγήσει προηγουμένως για την περίπτωση συνεισφοράς του υιού, έτσι και εδώ τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί αναφορικά με τη σύζυγο δεν έχουν οποιαδήποτε αξία. Η προσκόμιση μισθολογικών καταστάσεων 6-9 μήνες ενωρίτερα της περιόδου από την καταχώρηση μονομερούς αίτησης για έκδοση διατάγματος επιβολής ΠΣΑ στους πιστωτές μέχρι λίγο πριν την υποβολή ένστασης στην παρούσα αίτηση δεν καταδεικνύουν συνέχιση εργοδότησης και κατ’ επέκταση οικονομική δυνατότητα του ατόμου αυτού την περίοδο όπου δηλώνεται προοπτική συνεισφοράς από μέρους του.

 

Τα πιο πάνω κενά αποτελούν επιπρόσθετη ουσιώδη ασάφεια για τη βιωσιμότητα και κατ’ επέκταση λειτουργικότητα του εισηγούμενου ΠΣΑ.

 

Επί της ουσίας του, το προτεινόμενο ΠΣΑ εισηγείται την πληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους €172.987,21 στον Οργανισμό με μηνιαίες πληρωμές ως εξής:

(α)       για 12 μήνες το μηνιαίο ποσό των €1.140,

(β)       για τους επόμενους 48 μήνες το μηνιαίο ποσό των €1.250,

(γ)        για τους επόμενους 48 μήνες επίσης το μηνιαίο ποσό των €1.250.

 

Με γνώμονα ότι η πρώτη πληρωμή θα ξεκινά 6 μήνες μετά την έγκριση του ΠΣΑ από το Δικαστήριο, έπεται ότι οι πληρωμές αναμένεται να ολοκληρωθούν σε 9 ½ έτη από την έναρξη της ισχύος του ΠΣΑ.

 

Το εισηγούμενο ΠΣΑ εισηγείται ταυτόχρονα την πληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους €118.039 στην Πιστώτρια με μηνιαίες πληρωμές ως εξής:

Α)        σε ότι αφορά εξασφαλισμένο χρέος €73.039:

(α)       για 12 μήνες το μηνιαίο ποσό των €760,

(β)       για τους επόμενους 48 μήνες το μηνιαίο ποσό των €820,

(γ)        για τους επόμενους 60 μήνες επίσης το μηνιαίο ποσό των €820.

 

Με γνώμονα ότι η πρώτη πληρωμή θα ξεκινά 6 μήνες μετά την έγκριση του ΠΣΑ από το Δικαστήριο, έπεται ότι οι πληρωμές αναμένεται να ολοκληρωθούν σε 10 ½ έτη από την έναρξη της ισχύος του ΠΣΑ.

 

Β)        σε ότι αφορά το υπόλοιπο εξασφαλισμένο χρέος €45.000:

-           με την πώληση του υποθηκευμένου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] από τον Χρεώστη υπό την εποπτεία του Συμβούλου Αφερεγγυότητας σε τιμή όχι μικρότερης της αγοραίας αξίας του που είναι €45.000.

 

Ένα σημείο που είναι νεφελώδες είναι με ποιο τρόπο δύναται να διασφαλιστεί η πώληση του αναφερόμενου υποθηκευμένου ακινήτου (υποθήκη αρ. Υ3237/2005) στην επιθυμητή αγοραία αξία των €45.000 εντός της δηλωμένης περιόδου των 12 μηνών από την έναρξη της ισχύος του ΠΣΑ. Στην ουσία δεν μπορεί να δοθεί τέτοια εγγύηση που να καθιστά εφικτή την πώληση του ακινήτου στην εκτιμημένη αγοραία αξία του εντός της δηλωμένης περιόδου των 12 μηνών. Εφόσον δεν μπορεί να δοθεί τέτοια εγγύηση, τότε δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί να μην ισχύουν από την αρχή οι πρόνοιες του άρθρου 74(1)(γ) της νομοθεσίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 48(3) της ίδιας νομοθεσίας όπου η Πιστώτρια καλείται να απορροφήσει το ρίσκο από τη ρευστοποίηση ποσού από ενδεχόμενη πώληση ακίνητης περιουσίας εξασφαλισμένου χρέους μικρότερου από το υπόλοιπο εξασφαλισμένου χρέους, αλλά να αφεθεί η πάροδος 12 μηνών και έπειτα να ισχύσει αυτό. Ουδεμία εξήγηση ή δικαιολογία παρέχεται για την εισηγούμενη αυτή πρόνοια του ΠΣΑ. Δεν έχω αντιληφθεί τη χρησιμότητα αυτής της εισήγησης και πως αυτή είναι προς όφελος του Χρεώστη.

     

Σε κάθε περίπτωση, το σημείο αυτό είναι ένα ουσιώδες ζήτημα που δεν διευκρινίζεται με αποτέλεσμα να καθιστά ασαφές το περιεχόμενο του εισηγούμενου ΠΣΑ στο κομμάτι του αυτό.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως όμως των πιο πάνω, όπως ήδη λέχθηκε, με βάση το προτεινόμενο ΠΣΑ υπολογίζεται ότι η συνολική χρονική περίοδος που θα διαρκέσει η καταβολή μηνιαίων δόσεων ανέρχεται σε 10 ½ έτη (περιλαμβανομένου της περιόδου των πρώτων 6 μηνών που δεν θα πληρώνονται οι δηλωθείσες διαθέσιμες δόσεις). Με τη λήξη του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος πληρωμών που προνοείται στο προτεινόμενο ΠΣΑ, ο Χρεώστης, ο οποίος κατά την έκδοση διατάγματος επιβολής ΠΣΑ στους πιστωτές στις 12.05.23 ήταν 65 ετών και 1 μηνός περίπου, θα έχει ηλικία 75 ετών και 7 μηνών περίπου. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, η σύζυγος του Χρεώστη, η οποία κατά τις 12.05.23  ήταν 60 ετών και 3 μηνών περίπου, θα έχει ηλικία 70 ετών και 9 μηνών περίπου. Αυτά είναι αντικειμενικά δεδομένα.

 

Το προτεινόμενο ΠΣΑ δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του αυτά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία αφού δεν περιέχει στοιχεία που να τεκμηριώνουν διασφάλιση του ιδίου ύψους μηνιαίου εισοδήματος και συνεισφορών που δηλώνονται στο εν λόγω έγγραφο. Δηλαδή δεν παρουσιάζονται στοιχεία που να αποδεικνύουν δυνατότητα συνέχισης λήψης των εισοδημάτων και των συνεισφορών που σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια που δηλώνεται ότι θα γίνονται πληρωμές προς εξόφληση του εξασφαλισμένου χρέους. Ούτε καν ενδείξεις υπάρχουν ότι οι πηγές εισοδημάτων θα παραμείνουν σταθερές και συγκεκριμένα την περίοδο που ο Χρεώστης και η σύζυγος του θα έχουν φθάσει σε συντάξιμη ηλικία ή στο όριο αφυπηρέτησης. Τη στιγμή που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι με την πάροδο του χρόνου αναμένεται αύξηση των εξόδων, όπως για παράδειγμα ιατρικά έξοδα, ενώ παράλληλα θα υπάρξει τερματισμός ασφαλιστικής κάλυψης, παράμετροι που ούτε αυτές φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας κατά την ετοιμασία του προτεινόμενου ΠΣΑ.

 

Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω ότι επειδή η βιωσιμότητα και κατ’ επέκταση η λειτουργικότητα του προτεινόμενου ΠΣΑ εξαρτάται αποκλειστικά στις συνεισφορές της συζύγου και του υιού του Χρεώστη, σε συνδυασμό με το χαμηλό εισόδημα του Χρεώστη που όμως είναι μικρότερο από τις δηλωμένες ανάγκες και έξοδα, η τεκμηρίωση της διασφάλισης της απρόσκοπτης πληρωμής των δόσεων από αυτούς που θα συνεισφέρουν και της δηλωμένης βοήθειας από το Χρεώστη είναι επιβεβλημένη. Αυτό όμως, με βάση το σκεπτικό που έχω αναλύσει και επεξηγήσει, δεν επιτυγχάνεται στην προκειμένη περίπτωση.

 

Τα πιο πάνω αναδεικνύουν σημαντικές παραλείψεις και αδυναμίες του προτεινόμενου ΠΣΑ καθιστώντας το μη λειτουργικό, ανακριβές, ανεπαρκές και μη βιώσιμο στο χρονικό διάστημα που παρέχεται. Σε τελευταία ανάλυση παραβλάπτονται ουσιωδώς τα συμφέροντα της Πιστώτριας κατά παράβαση έτσι των διατάξεων του άρθρου 65(γ) του Νόμου.

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι ότι στο χρονικό διάστημα των 5 ετών η οικονομική κατάσταση του Χρεώστη να βελτιωθεί με τη βοήθεια του ΠΣΑ ώστε να θεωρείται φερέγγυος με αποτέλεσμα τη δυνατότητα / προοπτική αποπληρωμής τουλάχιστον του εξασφαλισμένου χρέους και όχι απλά δυνατότητα πληρωμής μηνιαίων δόσεων για περίοδο 5 ετών από οποιονδήποτε, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Χρεώστης (§7 γραμμές 12-15 ΕΔ Χρεώστη). Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν φαίνεται να συμβαίνει αυτό. Μετά την λήξη της περιόδου των 5 ετών, η καταβολή μηνιαίων δόσεων θα εξακολουθεί να εξαρτάται αποκλειστικά από τα άτομα που δηλώθηκαν να συνεισφέρουν από την αρχή. Τα επόμενα 5 χρόνια η οικονομική κατάσταση του Χρεώστη δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί προς το καλύτερο και/ή να βελτιωθεί υπό την έννοια να τον καταστήσει αφερέγγυο.

 

Σε τελευταία ανάλυση το περιεχόμενο του προτεινόμενου ΠΣΑ δεν φαίνεται να πρεσβεύει την πραγματική εικόνα της υφιστάμενης κατάστασης αλλά και της κατάστασης που πρόκειται να διαμορφωθεί στην πορεία του χρονικού διαστήματος που θα διαρκέσουν οι πληρωμές. Στη βάση του σκεπτικού που έχει αναπτυχτεί δεν προκύπτει να υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, όπως προνοεί το άρθρο 35(γ) του Νόμου.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο τρίτος λόγος επί του οποίου εδράζεται η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει. Παράλληλα οι λόγοι ένστασης 3 & 6 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Ένεκα της εξέλιξης αυτής παρέλκει η εξέταση του πρώτου και δεύτερου λόγου επί των οποίων προωθείται η υπό κρίση αίτηση.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει. Συνακόλουθα το διάταγμα ημερομηνίας 12.05.23 δια του οποίου επιβάλλεται στην Πιστώτρια και στον Οργανισμό (άλλο πιστωτή) το επίμαχο ΠΣΑ που απορρίφθηκε αναφορικά με τον Χρεώστη, ακυρώνεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Πιστώτριας-Αιτήτριας και εναντίον του Χρεώστη-Καθ' ου η Αίτηση.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο