ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Αγωγή αρ.  1113/2018

 

 

 

 

 

ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

 

 

 

Ενάγουσα

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ

 

 

Εναγόμενος

 

 

 

_____________________

 

 

Ημερομηνία: 12 Αυγούστου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Κ. Μαυρόκωστας & Σία ΔΕΠΕ, για την Ενάγουσα

 

Ν. Τσιαπαλής, για τον Εναγόμενο

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η



 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

 

1.            Είναι η θέση της Ενάγουσας, Κυπριακής εταιρείας, πως την 22.12.1999, συμφώνησε με τον Εναγόμενο να του χορηγήσει δάνειο επί ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, ύψους Λ.Κ.2.700,00 (€4.613,22), το οποίο ο Εναγόμενος θα έπρεπε να αποπληρώσει, και το οποίο θα έφερε τόκο 9% ετησίως, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης μία φορά ετησίως. Ο Εναγόμενος, όπως θέτει η Ενάγουσα, δεν τήρησε αυτήν τη συμφωνία δανείου, με αποτέλεσμα, την 30.04.2018, να υπάρχει χρεωστικό υπόλοιπο €6.068,84. Παρά την απαίτηση πληρωμής, το χρέος δεν εξοφλήθηκε, επομένως, η Ενάγουσα αξιώνει το προαναφερόμενο ποσό με την αγωγή της. Αξιώνει νόμιμο τόκο.

 

2.            Ο Εναγόμενος, με το δικόγραφό του, θέτει, ως προδικαστικό σημείο, πως η χορήγηση δανείων συνιστά τραπεζική εργασία, για την άσκηση της οποίας απαιτείται άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που η Ενάγουσα ουδέποτε είχε εξασφαλίσει, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να αξιώνει δικαστικά ποσά επί συμφωνίας δανείου, η οποία είναι παράνομη και γι’ αυτό άκυρη. Άνευ βλάβης αυτής της θέσης, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται πως είχε συνάψει με την Ενάγουσα, ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση για ασφάλιση ζωής, με αριθμό ΕΡ/11535, ημερομηνίας 22.05.1993. Ήταν όρος του ασφαλιστηρίου εγγράφου πως θα υπήρχε το δικαίωμα εξαγοράς μετά τη δεκαετία, η δε αξία εξαγοράς δεν θα ήταν μικρότερη από το ποσό των Λ.Κ.5.180,00 (€8.850,56). Την 09.12.1999, όντως, έλαβε από την Ενάγουσα ποσό Λ.Κ.2.700,00 ως δάνειο επί ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, και, ως αντάλλαγμα, συμφώνησε να της εκχωρήσει τα δικαιώματά του επί του ασφαλιστηρίου, μέχρι του ποσού των Λ.Κ.2.700,00. Θα ήταν, όμως, χρέος επί του εκχωρηθέντος ασφαλιστηρίου, και θα ικανοποιούνταν από την αξία εξαγοράς, με ευθύνη της Ενάγουσας· ο Εναγόμενος δεν θα είχε οποιαδήποτε υποχρέωση καταβολής του ποσού. Κατά την δεκαετή επέτειο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ή και προγενέστερα, εάν και εφόσον αποκτούσε αξία εξαγοράς μεγαλύτερη, θα γίνονταν συμψηφισμός, και το ασφαλιστήριο θα συνέχιζε να ισχύει για την νέα μειωμένη αξία. Κατά την 22.05.2003, η αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου ήταν τουλάχιστον Λ.Κ.5.180,00, ενώ το υπόλοιπο του δανείου, περιλαμβανομένων των τόκων, ανέρχονταν σε Λ.Κ.3.529,50. Η Ενάγουσα είχε τότε την ευθύνη, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση, να προβεί σε συμψηφισμό και σε εξόφληση του δανείου, ενώ θα έμενε το ποσό των Λ.Κ.1.650,47 (€2.820,00), ως εναπομείνασα αξία εξαγοράς προς όφελος του Εναγόμενου. Εάν δεν προέβη σε συμψηφισμό, ισχύει, όπως αναφέρει ο Εναγόμενος, το δόγμα «Volenti non fit injuria». Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται πως ο ίδιος δεν παράβηκε οποιονδήποτε όρο της σύμβασης δανείου και ουδέποτε οχλήθηκε για το δάνειο. Εξάλλου, η συμφωνία δανείου επί ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι αόριστη και ατελής και άκυρη, η δε πρόνοια για κεφαλαιοποίηση τόκου είναι παράνομη και άκυρη ως καταχρηστική, και η Ενάγουσα προέβαινε σε χρήση του όρου αυτού. Έπειτα, η Ενάγουσα εγκατέλειψε την αξίωση ή υπέδειξε ολιγωρία, που την εμποδίζει να προωθήσει αγωγή, εφόσον έχουν παρέλθει 18 χρόνια από τη φερόμενη ως παράβαση και τη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος. Ο Εναγόμενος ζητά την απόρριψη της αγωγής, και στη βάση των ιδίων γεγονότων, ανταπαιτεί αναγνωριστική απόφαση ότι η κεφαλαιοποίηση του τόκου είναι παράνομη.

 

3.            Η Ενάγουσα, με απαντητικό δικόγραφο, αρνείται τους ισχυρισμούς και την ανταπαίτηση του Εναγόμενου. Επιμένει στη δική της εκδοχή ως προς τα γεγονότα, πρόσθετα, λέγοντας πως το ασφαλιστήριο ζωής ήταν επενδυτική ασφάλεια με αξία εξαγοράς, και σύμφωνα με τους όρους του, τα μηνιαία ασφάλιστρα κατατίθεντο σε επενδυτικό ταμείο του ασφαλισμένου, ο οποίος μπορούσε να λάβει την αξία εξαγοράς, οποτεδήποτε. Εάν δεν πλήρωνε το ασφάλιστρό του, μπορούσε να ληφθεί από την αξία εξαγοράς, για να συνεχιστεί η ασφάλιση. Το δάνειο δόθηκε έναντι της αξίας εξαγοράς, δυνάμει του όρου 21 του ασφαλιστηρίου. Κατά την ημέρα που δόθηκε το δάνειο, η αξία εξαγοράς είχε αξία ίση ή μεγαλύτερη από την παραχωρηθείσα πιστωτική διευκόλυνση. Η Ενάγουσα δεν μπορούσε να ελέγχει τις ενέργειες του Εναγόμενου, με βάση τη ξεχωριστή λειτουργία των δύο συμβάσεων. Η Ενάγουσα, όπως θέτει, ενήργησε νόμιμα, τερματίζοντας αμφότερες τις συμβάσεις, και θεωρεί την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του Εναγόμενου αβάσιμη, και εκ των υστέρων «σόφισμα», για να προκληθεί καθυστέρηση στη διαδικασία.

 

4.            Ο Εναγόμενος, με την απάντηση στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, επιμένει και ο ίδιος στη δική του εκδοχή.

 

5.            Εξ αυτής της δικογραφίας, δεν αμφισβητείται η λήψη του ποσού Λ.Κ.2.700,00 από τον Εναγόμενο. Επίδικοι είναι οι όροι της συμφωνίας στο πλαίσιο της οποίας καταβλήθηκε το ποσό αυτό και η σημασία τους· ειδικότερα, εάν συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου από την αξία εξαγοράς χωρίς ενέργειες του Εναγόμενου, ή εάν ο Εναγόμενος ανέλαβε την αποπληρωμή του δανείου ανεξάρτητα από τη δυνατότητά του να λάβει την αξία εξαγοράς, ή τη δυνατότητα της Ενάγουσας να κάνει χρήση της αξίας εξαγοράς· αντίστοιχα, η έκταση της τελευταίας, εάν αφορούσε και το δάνειο, ως δυνατότητα ή υποχρέωση. Έπειτα, εφόσον διαγνωστούν οι όροι που σχετίζονται με τον επίδικο δανεισμό, θα πρέπει να αποφασιστεί η νομιμότητα και κατ’ επέκταση το κύρος της σύμβασης, με αναφορά στην ιδιότητα της Ενάγουσας και τη δυνατότητά της να παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις, και τυχόν επιμέρους όρους της σύμβασης για τον τοκισμό.

 

Διαδικασία

 

6.            Την 01.11.2023, δόθηκαν οδηγίες η εκδίκαση της αγωγής να γίνει με τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης, σύμφωνα με την Δ.30,κκ.6,7 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Για την υπόθεση της Ενάγουσας, μαρτυρία δόθηκε από τον Μαρίνο Στυλιανίδη (ΜΕ1), με τη μορφή ένορκης δήλωσης, και για την υπόθεση του Εναγόμενου, μαρτυρία δόθηκε από τον ίδιο τον Εναγόμενο (ΜΥ1), με τη μορφή ένορκης δήλωσης. Προσκομίστηκε περαιτέρω έγγραφη μαρτυρία από αμφότερες τις πλευρές. Δεν έγινε χρήση αντεξέτασης.

 

7.            Μετά την παρουσίαση της διαθέσιμης μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν.

 

8.            Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι καταχωρίστηκε και αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

9.            Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν[1]. Σκοπεί στην εύρεση των πραγματικών γεγονότων επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί. Αξιολογείται το περιεχόμενο της μαρτυρίας[2], από το οποίο δυνατόν να προκύπτουν και κρίσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Λόγω και του τρόπου παρουσίασης της μαρτυρίας στις υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, το πλέγμα των κλασικών νομολογιακών αρχών προσαρμόζεται ανάλογα, με προσεγγίσεις απαλλαγμένες από εξωτερικές εντυπώσεις εκ της άμεσης συμπεριφοράς ή των αντιδράσεων στο εδώλιο του μάρτυρα[3] ή αντίστοιχα που να παρεμβάλλουν εκ του ύφους, της έκτασης ή των εξωτερικών γνωρισμάτων της γραφής ή της αφηγηματικής ικανότητας του συγγράψαντος την κάθε κείμενη εκδοχή. Η πληρότητα και η σαφήνεια ή η ελλειμματικότητα και η αοριστία επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, η αμεσότητα ή η υπεκφυγή, οι συμπτώσεις και η λογική ή η ύπαρξη ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών[4], εν τέλει η πειστικότητα ή όχι της εκδοχής, είναι κριτήρια περιεχομένου που μπορούν να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη, συναρτώμενα με το σύνολο της μαρτυρίας, ασχέτως του έγγραφου ή έμμεσου τρόπου του λόγου των μαρτύρων, την απουσία πλήρους ζωντανής ατμόσφαιρας και την απόσταση του Δικαστηρίου από τον μάρτυρα και τους τρόπους συμπεριφοράς του (demeanour) ή τα έκδηλα στοιχεία της προσωπικότητάς του.

 

10.        Ο ΜΕ1, υπάλληλος της Ενάγουσας, ανέφερε πως η Ενάγουσα είναι ασφαλιστική εταιρεία. Την 22.05.1993, συμφωνήθηκε με τον Εναγόμενο το επενδυτικό ασφαλιστήριο ζωής ΕΠ/11535 (Τ1) έναντι μηνιαίου ασφαλίστρου. Σύμφωνα με τον όρο 21 αυτού, νοουμένου ότι το ασφαλιστήριο είχε αποκτήσει αξία εξαγοράς, η Ενάγουσα, κατόπιν αίτησης του συμβαλλόμενου, μπορούσε να χορηγήσει τοκοφόρα δάνεια, μέχρι την αξία εξαγοράς, με μόνη εγγύηση το ασφαλιστήριο. Τέτοια δάνεια θα ήταν μια πρόωρη επιβάρυνση πάνω στο ασφαλιστήριο και σε όλα τα ωφελήματα που διασφαλίζονταν από αυτό. Δυνάμει του όρου αυτού, ο Εναγόμενος, την 25.11.1999, αιτήθηκε δανεισμό (Τ2), που εγκρίθηκε την 22.12.1999, οπότε και υπογράφθηκε η συμφωνία δανείου και η Ενάγουσα δάνεισε στον Εναγόμενο το ποσό των Λ.Κ.2.700,00 (€4.613,22), που θα έφερε τόκο 9% ετησίως, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης μία φορά ετησίως (Τ3). Το ποσό του δανείου πληρώθηκε στον Εναγόμενο με επιταγή (Τ4). Ο Εναγόμενος δεν τήρησε τη συμφωνία, εφόσον δεν αποπλήρωσε το δάνειο, και η Ενάγουσα, την 15.04.2004, κάλεσε τον Εναγόμενο σε πληρωμή (Τ5). Παρά τις οχλήσεις, ο Εναγόμενος δεν πλήρωσε, με αποτέλεσμα, την 08.05.2008, το χρεωστικό υπόλοιπο να είναι €6.068,84, σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού (Τ6). Κατόπιν νομικής συμβουλής, δεν χρεώθηκε στο δάνειο ποσό πέραν του διπλάσιου του αρχικού κεφαλαίου.

 

11.        Με βάση τον όρο 8 του Τ1, εάν έχουν πληρωθεί ασφάλιστρα για δύο ολόκληρα χρόνια, το ασφαλιστήριο μπορούσε να τερματιστεί έναντι πληρωμής της αξίας εξαγοράς, η οποία θα είναι ένα ποσό ίσο με την αξία των μονάδων στην τιμή εξαργύρωσης που είναι κατανεμημένες στο ασφαλιστήριο κατά την ημερομηνία εξαγοράς. Εάν δεν έχουν πληρωθεί ασφάλιστρα τουλάχιστον δέκα ετών, η αξία εξαγοράς θα μειώνονταν κατά 4% επί τα χρόνια που απομένουν για τη δεκαετία. Στον Πίνακα Ασφαλιστηρίου, αναφέρονταν ως ειδικός όρος ότι, εάν ασκηθεί το δικαίωμα εξαγοράς (σύμφωνα με την παράγραφο 8), κατά τη δέκατη επέτειο του ασφαλιστηρίου, και νοουμένου ότι τηρούνται οι όροι 8 και 15 του ασφαλιστηρίου και τα ασφάλιστρα πληρώνονταν κανονικά κατά την ημερομηνία οφειλής τους, και δεν έχει εξασκηθεί καμία από τις επιλογές των παραγράφων 16, 18, 19, και 22, η αξία εξαγοράς δεν θα είναι μικρότερη από το ποσό των Λ.Κ.5.180,00. Ο όρος 21 του Τ1 προβλέπει το δικαίωμα χρησιμοποίησης της αξίας εξαγοράς του συμβολαίου, όταν θα έχει αποκτηθεί, προκειμένου να ληφθεί τοκοφόρο δάνειο, χωρίς να ρυθμίζει ο ίδιος, με οποιονδήποτε επιμέρους τρόπο, τη συμβατική αυτή σχέση από τυχόν δανεισμό. Η σύμβαση ασφάλισης υπογράφθηκε τον Μάιο του 1993.

 

12.        Το Τ2 είναι η αίτηση που υπέβαλε ο Εναγόμενος τον Νοέμβριο του 1999, για να του δοθεί δάνειο, με βάση το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στο πλαίσιο της λειτουργίας του.

 

13.        Το Τ3 είναι έγγραφο, που φέρεται να υπογράφει ο Εναγόμενος ενώπιον μίας μάρτυρος, την 22.12.1999, δια του οποίου γνωρίζει τη λήψη ποσού Λ.Κ.2.700,00 ως δάνειο έναντι της αξίας εξαγοράς του συμβολαίου ζωής, εκχωρώντας τα δικαιώματά του επί του ασφαλιστηρίου στην Ενάγουσα, και συμφωνώντας ότι το ποσό των Λ.Κ.2.700,00, πλέον τόκος προς 9% ετησίως από την 22.12.1999, θα αποτελεί χρέος επί του συμβολαίου ζωής. Προβλέφθηκε το δικαίωμα κεφαλαιοποίησης μία φορά ετησίως, την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

 

14.        Το Τ4 είναι η επιταγή που εκδόθηκε στο όνομα του Εναγόμενου, με την οποία πληρώθηκε στον Εναγόμενο το ποσό των Λ.Κ.2.700,00.

 

15.        Το Τ5 είναι επιστολή, που χρονολογείται το 2004, με την οποία ο Εναγόμενος ενημερώνονταν πως η αξία των μονάδων του συμβολαίου του ανέρχεται σε Λ.Κ.1.798,06, ενώ το δάνειο επί του συμβολαίου, μαζί με τους τόκους από την 05.02.2004, ανέρχεται σε Λ.Κ.3.731,57. Για τον λόγο αυτό, η αξία εξαγοράς είναι μικρότερη από το ποσό του δανείου και ολόκληρο το ποσό της αξίας εξαγοράς πληρώθηκε έναντι του δανείου, αφήνοντας υπόλοιπο Λ.Κ.1.933,51, το οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί.

 

16.        Το Τ6 είναι κατάσταση, που ο ΜΕ1 ανέφερε πως τηρούσε η Ενάγουσα σχετικά με το δάνειο, στην οποία αναφέρεται το ποσό του δανείου Λ.Κ.2.700,00, οι χρεώσεις των τόκων κάθε 31η Δεκεμβρίου, και οι πληρωμές που έγιναν έναντι.

 

17.        Ο Εναγόμενος (ΜΥ1), με τη μαρτυρία του, συμφωνεί πως το ασφαλιστήριο ζωής που συμβλήθηκε με την Ενάγουσα ήταν το Τ1, με τους όρους που αυτό περιέχει, καθώς και με το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 1999 αιτήθηκε το δάνειο, με το Τ2, και ότι, για τον δανεισμό, υπογράφθηκε το Τ3. Εκλαμβάνει, ωστόσο, πως ήταν ρητός όρος του Τ3 το χρέος να εξοφλούνταν με την αξία εξαγοράς και ότι δεν ανέλαβε την προσωπική υποχρέωση αποπληρωμής. Κατά τη δέκατη επέτειο του ασφαλιστηρίου ζωής, η αξία εξαγοράς ήταν τουλάχιστον Λ.Κ.5.180,00, ενώ το υπόλοιπο του δανείου περιλαμβανομένων των τόκων, ήταν Λ.Κ.3.529,50. Ο ίδιος δεν ανέλαβε οποτεδήποτε υποχρέωση πληρωμής, ενώ θα ανέμενε και αξίας εξαγοράς προς όφελός του. Ουδέποτε έλαβε την επιστολή του Τ5, στην οποία αναγράφεται άλλη διεύθυνση από αυτήν που ο ίδιος δήλωσε στο Τ2. Θεωρεί ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό, εφόσον, οποιαδήποτε οφειλή, σχετίζεται με την παράλειψη της Ενάγουσας να χρησιμοποιήσει την αξία εξαγοράς για την αποπληρωμή του δανείου, όπως είχε συμφωνηθεί. Δεν προβλέφθηκε κάποιος τρόπος αποπληρωμής, γι’ αυτό τον λόγο. Λόγω της κεφαλαιοποίησης του τόκου που επέβαλλε η Ενάγουσα, φαίνεται να αύξησε το ποσό του χρέους, παράλληλα, η ίδια, μη κάνοντας χρήση της αξίας εξαγοράς, ενώ είχαν εκχωρηθεί, για τον σκοπό αυτό, τα δικαιώματα του Εναγόμενου επί του ασφαλιστηρίου ζωής, στην Ενάγουσα. Η δε καθυστέρηση στην έγερση αγωγής είναι πολύ μεγάλη και δεν επιτρέπει στην Ενάγουσα να προωθεί την αγωγή της.

 

18.        Η μαρτυρία αμφότερων των ΜΕ1 και ΜΥ1 βασίζεται στην έγγραφη μαρτυρία, που αναμφίβολα υφίσταται, με το περιεχόμενο που φέρει, την οποία όμως ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο.

 

19.        Όσον αφορά το Τ5, και τις αντικρουόμενες εκδοχές επί του γεγονότος της αποστολής του Τ5 στον Εναγόμενο, δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, πως η Ενάγουσα συνέταξε εκ των υστέρων το Τ5, και ότι ο ΜΕ1 είπε ψέματα για την ύπαρξη και το περιεχόμενό του. Η διεύθυνση που αναγράφθηκε στο Τ5 είναι εκείνη που αναγράφεται και στον Πίνακα Ασφαλιστηρίου ως διεύθυνση του Εναγόμενου, που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, με βάση τον όρο 23.2 του Τ1. Επομένως, η θέση του Εναγόμενου, ότι δεν έχει σχέση με την αναγραφόμενη διεύθυνση, δεν προβλήθηκε στο Δικαστήριο πειστικά.

 

20.        Ωστόσο, η Ενάγουσα, δια της αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΕ1, δεν απέδειξε και την αποστολή του Τ5 στον Εναγόμενο με συγκεκριμένο τρόπο, με δεδομένο ότι η μαρτυρία του ότι στάλθηκε η επιστολή του Τ5, αμφισβητήθηκε. Οι αναφορές του ΜΕ1 σε άλλες οχλήσεις, επίσης, ήταν γενικές και αόριστες, και δεν μπορούν να βασίσουν σχετικό δικαστικό εύρημα. Βεβαίως, δεν προκύπτει και από οπουδήποτε ως όρος ότι η Ενάγουσα θα έπρεπε να απαιτήσει την αποπληρωμή του δανείου, για να δημιουργηθεί η υποχρέωση αποπληρωμής του. Προέχει, όμως, η αναφορά στη φύση αυτής της σύμβασης δανείου, επί και έναντι ασφαλιστικού συμβολαίου.

 

21.        Η πρακτική της λήψης δανείων επί και έναντι ασφαλιστικού συμβολαίου δεν είναι νεοφανής. Εκκινεί από τη θεώρηση πως ο ασφαλισμένος μπορεί να χρησιμοποιεί την αξία εξαγοράς του συμβολαίου του ως περιουσιακό στοιχείο. Η συνιστώσα του δανεισμού, στη σύμβαση ασφάλισης ζωής επενδυτικού χαρακτήρα, διαφέρει σε αρκετά σημεία από τον εμπορικό δανεισμό. Μεταξύ άλλων, δεν απαιτεί έλεγχο της προηγούμενης πιστοληπτικής ή εισοδηματικής ικανότητας, κατ’ επέκταση της δυνατότητας αποπληρωμής, από τον ασφαλισμένο, που στην ουσία πληρώνεται τα δυνητικά «δικά του» χρήματα, με χρήση της αξίας εξαγοράς ως εξασφάλιση (collateral). Τέτοια συνιστώσα, που μεταφράζεται στο ότι ο συμβαλλόμενος μπορεί να έχει εύκολα μετρητά χρήματα οποτεδήποτε χρειαστεί, χωρίς διαδικασίες, έναντι της αξίας εξαγοράς, συμβάλλει, ίσως, στην καλύτερη προώθηση του ασφαλιστικού προϊόντος στην αγορά. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να οδηγεί την ασφαλιστική εταιρεία σε εξομοίωση με το τραπεζικό ή πιστωτικό ίδρυμα, έναντι στις διαχρονικές αρχές της ασφάλισης, που συνθέτουν το ασφαλιστικό δίκαιο· τον πρώτιστο σκοπό της παροχής προστασίας, δια της ανάληψης και κατανομής συγκεκριμένων κινδύνων. Οποιαδήποτε χαρακτηριστικά αποταμίευσης ή επένδυσης στις ασφαλιστικές συμβάσεις, προσεγγίζονται ως συμπίπτοντα με τον κύριο σκοπό, σε όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις, όπως και στις ασφαλίσεις που περιλαμβάνουν και τη ζωή, που και ο δικαιούχος είναι τρίτο πρόσωπο.

 

22.        Η διάσταση στη θεώρηση των δύο πλευρών εκκινεί από το εάν το ποσό των Λ.Κ.2.700,00 λήφθηκε από τον Εναγόμενο ως πληρωμή βασισμένη στην αξία εξαγοράς (advances based on the cash value), ή ως δάνειο που εμπεριέχει εγγενώς την απαίτηση αποπληρωμής του από τον Εναγόμενο, με εξασφάλιση την αξία εξαγοράς, η οποία απλώς δεν μπόρεσε να καλύψει το δάνειο. Είναι και πραγματικό ζήτημα, πέρα από ζήτημα ερμηνείας, στα δεδομένα αυτής της υπόθεσης[5].

 

23.        Συναφώς παρεμβάλλεται πως, όταν υπάρχει αμφισβήτηση του νοήματος της γραπτής ή εν μέρει γραπτής συμφωνίας, χρήζει ερμηνείας. Η πρόθεση ή βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι αυτή που δείχνουν οι εκφρασμένες λέξεις, παρά εκείνη που προκύπτει από τις ανέκφραστες επιθυμίες, και εντοπίζεται με βάση το κείμενο, εκ του νοήματος των λέξεων. Όπως υποδεικνύεται μέσα από πλούσια νομολογία[6], ερμηνεία είναι ο καθορισμός του νοήματος που το έγγραφο θα μπορούσε να μεταδώσει σε έναν λογικό άνθρωπο που γνωρίζει ό,τι ευλόγως θα γνώριζαν και τα συμβαλλόμενα μέρη, και βρίσκεται στην ίδια θέση στην οποία βρίσκονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Τυχόν εμπορικός χαρακτήρας της σύμβασης, λαμβάνεται υπόψη, οπότε, όταν ένας όρος επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, υιοθετείται η ερμηνεία που συνάδει με την κοινή επιχειρηματική λογική, απαντώντας στο ερώτημα τι θα κατανοούσε ένας λογικός άνθρωπος ότι αυτά τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει, εάν αυτός διέθετε το ίδιο γνωστικό υπόβαθρο και βρισκόταν στην ίδια θέση με τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τον χρόνο της σύμβασης. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται ο λογικός άνθρωπος δεν δίνεται αφηρημένα και αόριστα, αλλά σε μια συγκεκριμένη ολότητα, που περιλαμβάνει οτιδήποτε (σχετικό) θα μπορούσε να έχει επιδράσει στον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα του εγγράφου, ως διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να τύχει κατανόησης. Δεν περιλαμβάνονται οι προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, ούτε οι διακηρύξεις των προθέσεων. Το νόημα που αναζητείται δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το νόημα των λέξεων στα λεξικά. Είναι αυτό που τα μέρη, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις, ευλόγως θα κατανοούσαν ότι σημαίνει. Ο προαναφερόμενος κανόνας αντανακλά τη θέση πως, όταν τα μέρη μπαίνουν στη διαδικασία να διατυπώσουν γραπτώς ό,τι συμφώνησαν, δεν γίνονται με ευκολία λάθη. Η πρωταρχική πηγή για να καταστεί κατανοητό τι εννόησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν είναι το συνηθισμένο νόημα των λέξεων, επομένως, όταν δεν υπάρχει ασάφεια στο νόημα, αυτό ισχύει, οπουδήποτε κι αν οδηγεί. Εάν διαπιστώνεται ότι συνέβη λάθος όσον αφορά τη γλώσσα ή τη χρήση της, δεν απαιτείται από το Δικαστήριο να δώσει στα μέρη πρόθεση που δεν θα μπορούσαν να έχουν[7]. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας μια σύμβαση, δεν θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική ή συμβατική θέση οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους[8], δεν θα παράγει τη σύμβαση με βάση ό,τι νομίζει πως ήθελαν τα μέρη κατά τον χρόνο σύναψής της, αν και μπορεί να διαγνώσει τη βούληση των μερών μέσα από τη διερεύνηση του πλαισίου ή μέσα από την ίδια να «διορθώσει» δια ερμηνείας προφανή λάθη (χωρίς να πλάθει τη σύμβαση). Δίδονται περαιτέρω ερμηνευτικές οδηγίες, που συνοψίζονται εγκυκλοπαιδικά[9]: Οι  γενικές λέξεις ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φύση των περιστάσεων ή το πρόσωπο· σε περίπτωση αμφιβολίας, οι λέξεις στο λειτουργικό μέρος της σύμβασης ερμηνεύονται υπό το φως του λοιπού μέρους της σύμβασης· όταν μια λίστα συγκεκριμένων πραγμάτων ή μια συναφής τάξη ακολουθείται από γενικές λέξεις, τεκμαίρεται ότι οι γενικές λέξεις ερμηνεύονται υπό το φως των προηγούμενων ειδικών· όταν συγκεκριμένο πρόσωπο, δικαίωμα ή πράγμα περιλαμβάνεται στη σύμβαση, ενδεχομένως να ενδείκνυται πρόθεση εξαίρεσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου, δικαιώματος ή πράγματος· σε συμβάσεις που καταρτίζουν άτομα χωρίς ειδικές γνώσεις, δεν υπάρχει τεκμήριο κατά του πλεονασμού· η διατύπωση των προνοιών υπερτερεί έναντι της διατύπωσης των επικεφαλίδων· οι εμπορικές συμβάσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την πρακτική και τα έθιμα των εμπόρων, νοουμένου ότι αυτά δεν είναι αντίθετα με το περιεχόμενο της σύμβασης· όταν είναι διατυπωμένες σε σταθερές φόρμες, χρήζουν και ομοιόμορφης ερμηνείας· οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του νοήματος των λέξεων και του νοήματος των εικόνων, επιλύνεται υπέρ του νοήματος των λέξεων· τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια συμβατική πρόνοια για να βασίσει δική του αντισυμβατική συμπεριφορά. Ο κανόνας contra proferentem ή verba fortius accipiuntur contra proferentem (οι λέξεις πρέπει να ερμηνεύονται κυρίως εναντίον εκείνου που τις χρησιμοποιεί), κατά την παλαιά Doe d Davies v. Williams (1788) 1 Hy Bl 25, επίσης, προκύπτει από το αμφίβολο νόημα των προνοιών μιας σύμβασης. Έχει την έννοια ότι η ερμηνεία, σε τέτοια περίπτωση, τείνει να είναι εις βάρος εκείνου που επιχειρεί να βασιστεί στην αμφίβολη πρόνοια, προκειμένου να εξουδετερώσει κάποια βασική υποχρέωσή του ή ένα νόμιμο καθήκον επιμέλειας που έχει ανεξάρτητα από τη σύμβαση. Έχει, επίσης, την έννοια ότι η ερμηνεία τείνει να είναι εναντίον και του μέρους που επιχείρησε την ένταξή της (κατόπιν ερμηνείας) αμφίβολης πρόνοιας στη συμφωνία, δηλαδή εναντίον του συντάκτη της[10].

 

24.        Ο όρος 21 του Τ1 προβλέπει, ξεκάθαρα, απλώς το δικαίωμα του ασφαλισμένου να ζητήσει από την ασφαλιστική εταιρεία δάνειο, εφόσον το συμβόλαιό του αποκτήσει αξία εξαγοράς, και μέχρι αυτήν, με χρήση, ως εξασφάλισης, της αξίας εξαγοράς, αναφερόμενος, όμως, σε τοκοφόρα δάνεια που, ευλόγως, δυνατόν, εάν δεν αποπληρωθούν, να υπερβούν την αξία εξαγοράς (μέχρι την οποία μπορεί να δανειοδοτηθεί ο ασφαλισμένος και η οποία μπορεί να καλύψει τον δανεισμό). Ευλόγως, εννοώντας πως, εάν υπερβεί τη συγκεκριμένη αξία, υπόχρεος για την αποπληρωμή θα είναι ο ασφαλισμένος.

 

25.        Ως προς το δάνειο, υφίστανται ορισμένα έγγραφα, στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου, μαρτυρώντας την, τα Τ2, Τ3 και Τ4. Η φόρμα της αίτησης (Τ2) αναφέρει ως προεπιλογή το δάνειο διαζευκτικά με την ανάληψη (δάνειο ή ανάληψη), που είναι διαφορετικές πράξεις. Το λεκτικό του αιτήματος αναφέρεται σε δάνειο που χρειάζονταν ο Εναγόμενος για οικονομικούς λόγους, και όχι σε ανάληψη μετρητών δικών του από τον επενδυτικό λογαριασμό του.

 

26.        Το Τ3 δεν αναφέρεται σε τρόπο και χρόνο αποπληρωμής του δανείου από τον Εναγόμενο, αλλά προκύπτει, ως εξυπακουόμενη, η υποχρέωση αποπληρωμής τοκοφόρου δανείου, που δυνατόν να υπερβεί και την αξία εξαγοράς, λόγος για τον οποίον εξασφαλίζεται, εφόσον δημιουργεί χρέος. Η φράση «χρέος επί του εν λόγω Συμβολαίου μου Ζωής» δηλώνει την επιβάρυνση του ασφαλιστηρίου με το συγκεκριμένο χρέος, και όχι ότι ο Εναγόμενος δεν έχει υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου. Συναφώς, και στην τελευταία παράγραφο του εγγράφου, δηλώνεται πως δεν επιβαρύνεται το συμβόλαιο με οποιοδήποτε άλλο χρέος, και ότι εν πάση περιπτώσει, τα δικαιώματα της Ενάγουσας επί του ασφαλιστηρίου θα έχουν προτεραιότητα. Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τις αναφορές σε έντοκο δάνειο, ενώ, την ίδια στιγμή, το εάν θα υπάρχει αξία εξαγοράς ή όχι, εξαρτάται από την κανονική καταβολή των ασφαλίστρων από τον Εναγόμενο και τη μη χρήση άλλων δικαιωμάτων του· όπως ξεκάθαρα δηλώνει το ειδικός όρος στον Πίνακα Ασφαλιστηρίου του Τ1.

 

27.        Συνάδει, επίσης, με το γεγονός ότι και στο Τ4, γίνεται αναφορά within cash surrender value, που επίσης αφήνει να νοηθεί πως τα χρήματα που πληρώθηκαν στον Εναγόμενο ως το προϊόν του δανείου ήταν από την αξία των μετρητών που θα ήταν πληρωτέα σ’ αυτόν σε περίπτωση τερματισμού ή εξαργύρωσης της ασφάλειας (cash surrender value), όχι από την αξία των χρημάτων του Εναγόμενου που ήταν κατατεθειμένα στον επενδυτικό λογαριασμό ασφάλισης (cash value), που θα χρησιμοποιούνταν ως εξασφάλιση. Η διαπίστωση είναι πως τα χρήματα λήφθηκαν ως τοκοφόρο δάνειο, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου θα μπορούσε να υπερβεί την αξία εξαγοράς, και το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθεί από τον Εναγόμενο, με δικαίωμα της Ενάγουσας να κάνει χρήση της διαθέσιμης αξίας εξαγοράς.

 

28.        Η εν λόγω διαπίστωση, ενεργοποιεί και την επιχειρηματολογία της πλευράς του Εναγόμενου που σχετίζεται με τη δυνατότητα της ασφαλιστικής εταιρείας να χορηγεί τέτοια δάνεια. Δεν αναφέρθηκε, όμως, πως η Ενάγουσα ασκούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, «τραπεζικές εργασίες», με την έννοια που τότε δίδονταν στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997 ή ότι τα χρήματα που πληρώθηκαν στον Εναγόμενο ήταν προερχόμενα από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής. Όποιος δανείζει χρήματα σε άλλον, δεν σημαίνει ότι ασκεί και τραπεζική εργασία, και ότι παρανομεί. Το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του στοιχεία για να διαγνώσει παρανομία της Ενάγουσας, κατά τρόπο που να οδηγεί σε πιθανότητα προβλήματος στο κύρος της συμφωνίας δανεισμού.

 

29.        Ο μη καθορισμός του χρόνου και του τρόπου αποπληρωμής, επίσης, δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, με την οποία υπάρχει υποχρέωση αποπληρωμής. Με βάση το άρθρο 46 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αν δυνάμει της σύμβασης, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίζεται στη σύμβαση χρόνος εκπλήρωσης, η υποχρέωση πρέπει να εκπληρωθεί εντός εύλογου χρόνου. Το τι είναι εύλογος χρόνος, αποτελεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα. Με βάση και το άρθρο 50 του ιδίου νόμου, η εκπλήρωση της υπόσχεσης δύναται να γίνει κατ’ οποιοδήποτε τρόπο ή σε οποιοδήποτε χρόνο τον οποίο ορίζει ή εγκρίνει ο δανειστής. Ο χρόνος και ο τρόπος εκπλήρωσης της υπόσχεσης αποπληρωμής, η οποία όπως προαναφέρθηκε εξυπακούεται εκ της χορήγησης τοκοφόρου δανείου το χρέος του οποίου απλώς επιβαρύνει το συμβόλαιο και δυνατόν να υπερβεί την αξία εξαγοράς που το εξασφαλίζει, μπορούσαν να καθοριστούν, και σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος αποπληρωμής θα έπρεπε να ήταν ο εύλογος. Η δε υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου, σε εύλογο χρόνο, ήταν του Εναγόμενου. Δεν προβλέφθηκε κάποια υποχρέωση της Ενάγουσας να απαιτήσει την πληρωμή του δανείου, ώστε τότε να δημιουργηθεί η οφειλή. Δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, πως υπάρχει πρόβλημα κύρους στη σύμβαση δανεισμού. Δεν πρόκειται ούτε για σύμβαση το νόημα της οποίας δεν μπορεί να καταστεί σαφές[11].

 

30.        Ως γεγονός, ο Εναγόμενος δεν αποπλήρωσε το δάνειο, σε χρόνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογος, σε συνάρτηση και με το ύψος του δανείου που έλαβε. Στο Τ6, οι καταχωρίσεις στο οποίο δεν αμφισβητήθηκε πως έγιναν από την Ενάγουσα, αναφέρεται μία πίστωση Λ.Κ.50,00 την 22.02.2010, και στη συνέχεια, καμία άλλη, παρήλθαν χρόνια, μέχρι η Ενάγουσα να παρακρατήσει τη διαθέσιμη αξία εξαγοράς Λ.Κ.1.798,06, την 01.07.2004.

 

31.        Το Τ5, που συνιστά και απαίτηση πληρωμής, δεν αποδείχθηκε πως ταχυδρομήθηκε, ενώ χρονολογείται το 2004. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια της Ενάγουσας μετά το 2004, που, με βάση τα γεγονότα, μπορούσε να αξιώσει την πληρωμή του εναπομείναντος (μετά από την χρήση της αξίας εξαγοράς) χρέους. Βεβαίως, με την αγωγή της, η Ενάγουσα, το απαιτεί. Ωστόσο, πέρασαν και αρκετά χρόνια μέχρι την καταχώριση της αγωγής της Ενάγουσας.

 

32.        Παρεμβάλλεται πως η υπεράσπιση Volenti non fit injuria definition δεν έχει σχέση με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προβάλλεται η απαίτηση της Ενάγουσας, για συμβατική παράβαση.

 

33.        Το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας, προ πολλού, με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος laches (ολιγωρία), σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκησή τους. Ο Εναγόμενος δικογραφεί περί εγκατάλειψης της αξίωσης, που αποτρέπει την καταχώριση αγωγής, και τέτοια ολιγωρία, ως υπεράσπισή του. Όπως ορθά επισημαίνει, η εγκατάλειψη ή καθυστέρηση μπορεί να εγερθεί μόνον εάν δεν ρυθμίζεται νομοθετικά η παραγραφή του αγώγιμου της αξίωσης, περίπτωση στην οποία ο ενάγων να δικαιούται να χρησιμοποιήσει τον προβλεπόμενο, εκ του νόμου, χρόνο, για να εγείρει την απαίτησή του. Πέρα από τα θέματα παραγραφής, η υπεράσπιση αυτή, όπως και άλλες υπερασπίσεις που προσφέρει το δίκαιο της επιείκειας, είναι κατάλληλη σε περιπτώσεις που και η αξίωση είναι για θεραπείες με βάση το δίκαιο της επιείκειας (equitable remedies)· όχι σε οποιεσδήποτε περιπτώσεις. Η καθυστέρηση, από μόνη της, εκεί όπου μπορεί να προβληθεί τέτοια υπεράσπιση, δεν αρκεί για να αποτρέψει τον ενάγοντα να λάβει θεραπεία που δικαιούται. Η συνέπεια της καθυστέρησης πρέπει να είναι ότι θα ήταν άδικο για το Δικαστήριο να παράσχει θεραπεία, συνήθως επειδή επήλθε κάποια αλλαγή στα πράγματα, όσον αφορά τον εναγόμενο. Το μέρος που ισχυρίζεται το δόγμα αυτό, έχει και το βάρος να αποδείξει ότι ισχύει.

 

34.        Στην προκειμένη περίπτωση, ότι υπήρξε αρκετή καθυστέρηση από την Ενάγουσα στην άσκηση της αγωγής της, είναι γεγονός. Η απαίτησή της, όμως, είναι για αποπληρωμή δανείου που χορήγησε στον Εναγόμενο, και ζητά θεραπεία με βάση νόμιμο δικαίωμά της. Δεν θεωρώ ότι μπορεί να προβληθεί τέτοια υπεράσπιση, στην προκειμένη περίπτωση.

 

35.        Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και να μπορούσε, σε τέτοια αιτούμενη θεραπεία, να προβληθεί, ο Εναγόμενος δεν αποδεικνύει κάποιον επηρεασμό του, από την πάροδο του χρόνου, σχετικά με τη δυνατότητά του να υπερασπιστεί την αξίωση. Εξάλλου, με βάση το Τ6, το χρέος που διεκδικεί η Ενάγουσα δεν τοκίζονταν μετά από την 31.12.2010, αλλά έμεινε σταθερό. Έπειτα, την ίδια στιγμή, που ο Εναγόμενος θέτει θέμα καθυστέρησης, θέτει και θέμα προωρότητας της απαίτησης της Ενάγουσας, γιατί ουδέποτε απαιτήθηκε η πληρωμή του δανείου, και ο ίδιος νόμιζε πως έγινε χρήση της αξίας εξαγοράς και δεν υφίστατο πλέον. Η στάση του αυτή είναι αντιφατική.

 

36.        Όσον αφορά την προαναφερόμενη πεποίθηση, δεν είναι γεγονός που προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία – και δεν μπορεί να προκύψει από θεωρητικό υπολογισμό – ότι η αξία εξαγοράς ήταν, στη δεκαετή επέτειο του συμβολαίου, στο ποσό που ανέφερε ο Εναγόμενος· εφόσον ο ειδικός όρος στον Πίνακα Ασφαλιστηρίου του Τ1 είναι υπό προϋποθέσεις. Ουδεμία αναφορά έγινε στην κανονική πληρωμή των ασφαλίστρων από τον Εναγόμενο, που ήταν προϋπόθεση της διαμόρφωσης της αξίας εξαγοράς σε συγκεκριμένο ποσό, που να υπερβαίνει το χρέος του δανείου. Ουδεμία αναφορά έγινε, επίσης, σε άλλα γεγονότα, που να περιβάλλουν και να δικαιολογούν την πεποίθηση πως το χρέος, του οποίου υπήρχε υποχρέωση αποπληρωμής σε εύλογο χρόνο, δεν θα έπρεπε να πληρωθεί, ή κατ’ ακρίβεια ότι εξοφλήθηκε, γιατί λ.χ. έγιναν συγκεκριμένες ενέργειες ελέγχου της αξίας εξαγοράς από τον Εναγόμενο και υπήρχε διαθέσιμη, δεν έγινε άλλως πώς χρήση της, και ζητήθηκε και βεβαιώθηκε η εξόφληση του δανείου εξ αυτής.

 

37.        Πέραν των προαναφερόμενων, το θέμα του χρόνου έγερσης της αγωγής της Ενάγουσας ρυθμίστηκε από μετέπειτα νόμο. Το 2004, που ήταν ο χρόνος της δεκαετούς αναθεώρησης του συμβολαίου, και η Ενάγουσα διαπίστωσε πως το χρέος υπερβαίνει την αξία εξαγοράς, πιστώνοντας και τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στον λογαριασμό του Εναγόμενου έναντι στο δάνειο, και συντάσσοντας επιστολή προς απαίτηση του υπολοίπου (Τ5) (που δεν απέδειξε πως ταχυδρόμησε), ήταν σε ισχύ ο περί Παραγραφής Νόμος Κεφ.15, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 11, οι διατάξεις του ήταν σε αναστολή, μέχρι την 30.06.2012. Ήταν ένας νόμος που δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις με αντικείμενο την αναστολή της ουσιαστικής ισχύος του.  Συνάγεται πως, μέχρι και την 30.06.2012, δεν ίσχυε ουσιαστικά κάποιος νόμος σχετικά με την παραγραφή. Την 01.07.2012, όμως, τέθηκε σε ισχύ ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος 66(Ι)/2012 ο οποίος κατήργησε ολόκληρο το Κεφ.15.

 

37.1.           Σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν.66(Ι)/2012, ως είχε αρχικά δημοσιευθεί,  ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής. Η βάση της αγωγής είναι το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα. Όπως είναι η θέση η Ενάγουσα, η βάση αγωγής της, κατά την έννοια του Ν.66(Ι)/2012, είχε ήδη συμπληρωθεί την 15.04.2004, όταν απαίτησε την πληρωμή του δανείου από τον Εναγόμενο, δηλαδή πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012. Ο Ν.66(Ι)/2012, ως δημοσιεύθηκε, στο άρθρο 26, είχε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία καμιά αγωγή μπορούσε να εγερθεί μετά την εκπνοή ενός έτους από την ημερομηνία ισχύος του, δηλαδή μέχρι την 01.07.2013, αν η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω νόμου. Το χρονικό διάστημα μέχρι την 01.07.2013 αφορούσε τις αξιώσεις που, με βάση τον νέο νόμο, θα θεωρούνταν ήδη παραγεγραμμένες, όπως η αξίωση της Ενάγουσας. Δίδονταν επιπλέον χρόνος για να εγερθούν, οποτεδήποτε κι αν συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής. Για τις μη παραγεγραμμένες αξιώσεις, θα ίσχυε απλώς ο χρόνος παραγραφής που προβλέπει ο νέος νόμος.  Με τον τροποποιητικό Ν.41(Ι)/2013, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 26 τροποποιήθηκε, ώστε η επέκταση του χρόνου καταχώρισης για τις ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις να είναι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013.

 

37.2.           Με τον τροποποιητικό Ν.159(Ι)/2013, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 26 τροποποιήθηκε εκ νέου, ώστε η ημερομηνία 31.12.2013 να γίνει 31.12.2014. Με τον τροποποιητικό Ν.190(Ι)/2014, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 26 τροποποιήθηκε εκ νέου, ώστε η ημερομηνία 31.12.2014 να γίνει 31.12.2015.

 

37.3.           Δια του τροποποιητικού Ν.190(Ι)/2014 εισήχθη, στο άρθρο 28, πρόνοια πως η διάταξη του άρθρου αυτού, που προβλέπει ότι η ισχύς του Ν.66(Ι)/2012 είναι από την 01.07.2012, «δεν παραγράφει και δεν επηρεάζει οποιαδήποτε δικαιώματα δίδονται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 26 αναστολή». Αφέθηκε καλύτερα να νοηθεί πως ο νομοθέτης, τροποποιώντας κάθε τόσο τη μεταβατική διάταξη, έδιδε ενός είδους μεταβατική αναστολή στην ισχύ του Ν.66(Ι)/2012, δηλαδή για τις ήδη παραγεγραμμένες (με την εφαρμογή του) αξιώσεις. Να εγερθούν. Χωρίς, την ίδια στιγμή, να αναστέλλει την ισχύ του νόμου αυτού για όλες τις άλλες περιπτώσεις, που δεν ενέπιπταν στη μεταβατική αναστολή. 

 

37.4.           Οι πιο πάνω τροποποιήσεις, της μεταβατικής διάταξης, δεν επηρέαζαν την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012 για τις άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, με τις συνεχείς αυτές μεταθέσεις της μεταβατικής αναστολής, δημιουργούνταν, εν τέλει, πρόσθετος αγώγιμος χρόνος για τις παραγεγραμμένες αξιώσεις, εις βάρος των μη παραγεγραμμένων αξιώσεων. Οπότε, με τον τροποποιητικό Ν.207(Ι)/2015, καταργήθηκε εντελώς η μεταβατική διάταξη του άρθρου 26, από την 01.01.2016. Αυτό σήμαινε πως ο νόμος ίσχυε πλέον για όλες τις περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή θα έπρεπε να αναζητείται ο χρόνος συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής και να εφαρμόζεται η προβλεπόμενη σε αυτόν προθεσμία παραγραφής.

 

37.5.           Ωστόσο, προστέθηκε, στο άρθρο 3, και η εξής φράση: «Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετράται από την 1η Ιανουαρίου 2016.». Παρενθετικά, τα άρθρα 24 και 29  αναφέρονται απλώς στις διατάξεις των νόμων που δεν επηρεάζονται, και στην κατάργηση άλλων νόμων. Το άρθρο 3, στο οποίο προστέθηκε η φράση αυτή, είναι το άρθρο που ορίζει πως ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής. Η πρόσθετη φράση εισήχθη στο άρθρο 3 χωρίς διαγραφή της φράσης που προνοεί πως ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής, που υπήρχε εξ αρχής. Στην ανάγνωσή του, το άρθρο 3, μέχρι και σήμερα, έχει ως εξής: «Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής. Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016». 

 

37.6.           Να υπάρχει ροή χρόνου παραγραφής, από το σημείο της συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής, όπου το να υπάρχει ροή του χρόνου (μη διακοπή ή μη αναστολή) σημαίνει και προσμέτρησή του, αλλά ο χρόνος παραγραφής να αρχίζει να προσμετρά από μεταγενέστερη ημερομηνία, προφανώς, οδηγεί σε ανάγκη ερμηνείας του συγκεκριμένου σημείου. Έχοντας υπόψη το ιστορικό των τροποποιήσεων του νόμου, σε συνάρτηση με τη μη τροποποίηση του χρόνου έναρξης της παραγραφής από τη συμπλήρωση της βάσης της αγωγής, και την ταυτόχρονη κατάργηση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 26, ερμηνεύεται πως: εάν η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε οποτεδήποτε πριν από την 01.01.2016, ασχέτως εάν άλλως πώς θα είχε παρέλθει ο χρόνος παραγραφής, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρά από την 01.01.2016. Εάν όμως η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε μετά από την 01.01.2016, τότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρά από τον χρόνο συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής.

 

37.7.           Αυτή η προσέγγιση συνάδει και με τον λόγο της Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636. Ότι η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου. Συνεπώς, εάν έχει παραγραφή μια αξίωση με βάση προγενέστερο νόμο, δεν εξαφανίζεται το δικαίωμα. Μπορεί να προωθηθεί δικονομικά, να εγερθεί αξίωση βάσει αυτού, εάν νεότερος νόμος επεκτείνει τον χρόνο παραγραφής.

 

37.8.           Εν προκειμένω, ο τροποποιητικός Ν.207(Ι)/2015 έθεσε ένα κοινό σημείο αφετηρίας στην προσμέτρηση του χρόνου παραγραφής όσον αφορά τις περιπτώσεις όπου οι βάσεις αγωγής είχαν συμπληρωθεί οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου που διέπει την παραγραφή, για να μπορούν να εγερθούν οι σχετικές αξιώσεις.  Αυτό το κοινό χρονικό σημείο είναι η 01.01.2016. Διατήρησε όμως το εξατομικευμένο σημείο αφετηρίας της προσμέτρησης του χρόνου, με βάση τον χρόνο συμπλήρωσης της κάθε αγωγής, για όλες τις άλλες βάσεις αγωγής που συμπληρώνονται μετά από την 01.01.2016.

 

38.        Συνακόλουθα, το αγώγιμο της αξίωσης της Ενάγουσας, ρυθμιζόμενο από τον νόμο που ρύθμισε την παραγραφή, δεν έχει παραγραφεί κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής, εφόσον η Ενάγουσα ήγειρε την αγωγή της εντός των 6 ετών, αρχίζοντας την προσμέτρηση του χρόνου παραγραφής από την 01.01.2016. Μπορεί να εξεταστεί και κατ' ουσία και δεν υπάρχει η δυνατότητα, υπό τις περιστάσεις, προβολής του δόγματος laches.

 

39.        Με βάση τον όρο 25 του Τ1, κάθε αξίωση ή αγωγή που προέρχεται από το ασφαλιστήριο, πρέπει να γίνεται μέσα σε δύο χρόνια από το γεγονός που προκάλεσε τέτοια αξίωση ή αγωγή, διαφορετικά κάθε αξίωση ή αγωγή θα παραγράφεται και θα θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε. Η αξίωση της Ενάγουσας για αποπληρωμή του δανείου δεν προέρχεται από το ασφαλιστήριο, αλλά από δάνειο που χορήγησε βάσει δυνατότητας που υπήρχε στο πλαίσιο της σύμβασης ασφάλισης. Επομένως, ούτε και αυτή η ρήτρα εμποδίζει την Ενάγουσα από το να διεκδικήσει την αποπληρωμή του δανείου.

 

40.        Όσον αφορά το ύψος του οφειλόμενου ποσού, όπως προκύπτει από το Τ3, το δάνειο χορηγήθηκε με τόκο 9% ετησίως και δικαίωμα κεφαλαιοποίησης μία φορά ετησίως. Η πρόνοια για τοκισμό του δανείου, μέχρι 9%, δεν κρούει σε οποιονδήποτε νόμο ήταν σε ισχύ κατά την χορήγησή του (π.χ. περί Τόκου Νόμο 2/1977) ή θεσπίστηκε μετέπειτα.

 

41.        Η κεφαλαιοποίηση του τόκου, επίσης, δεν κρούει σε οποιονδήποτε νόμο, ούτε τίθεται θέμα παράνομου ανατοκισμού. Η πλευρά του Εναγόμενου δεν υπέδειξε τέτοια παρανομία, η αναφορά στην οποία δεν μπορεί να τίθεται γενικά και αόριστα.

 

42.        Ούτε καταχρηστικότητα μπορεί να προκύψει μόνο από το γεγονός ότι συμφωνήθηκε ο τοκισμός του δανείου με δυνατότητα κεφαλαιοποίησης του τόκου μία φορά ετησίως. Είναι σύνηθες, όταν δανείζονται χρήματα, να επιστρέφονται με τόκο, που συνιστά θεμιτό αντάλλαγμα στη χορήγηση του δανείου. Η κεφαλαιοποίηση, ως μέθοδος υπολογισμού του τόκου, περιορισμένη ώστε να μην προκαλεί ανατοκισμό πέρα από δύο φορές ετησίως, είναι επιτρεπτή από τον νόμο, αλλά και συνηθισμένη.

 

43.        Όπως προκύπτει από το Τ3, ο Εναγόμενος γνώριζε πως, εάν δεν πληρωθεί το δάνειο (είτε από την αξία εξαγοράς, είτε με άλλον τρόπο που ο Εναγόμενος θα μπορούσε να επιλέξει, εάν λ.χ. ήθελε να διατηρήσει την αξία εξαγοράς του συμβολαίου του), θα επιβληθεί τόκος 9%, και ότι θα συνεχίσει να επιβάλλει ετησίως. Είναι με ενέργειες του ίδιου που έπρεπε να εξοφληθεί το δάνειο, ή να διασφαλιστεί ότι δεν θα έμενε υπόλοιπο που να τοκίζεται· όχι με ενέργειες της Ενάγουσας. Στο Τ6, φαίνεται πως χρεώνονταν τόκος 9% ετησίως, που προστίθετο στο κεφάλαιο την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, μέχρι και την 31.12.2010, χρονικό σημείο από όπου δεν χρεώθηκε οποιοσδήποτε περαιτέρω τόκος, εφόσον το ποσό, τοκιζόμενο, ανήλθε στο διπλάσιο, €6.068,84. Το ποσό των €6.068,84 είναι το ίδιο που οφείλεται από τον Εναγόμενο από την 31.12.2010. Το Τ6 είναι ο μόνος υπολογισμός που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο σχετικά με το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου.

 

44.        Η Ενάγουσα, έχοντας εγείρει αγωγή και ζητώντας την αποπληρωμή του δανείου, κατέστησε σαφές πως τερματίζει τη συμβατική σχέση της με τον Εναγόμενο, τη συνέχιση της οποίας δεν επιθυμεί.

 

45.        Δεν θεωρώ πως οτιδήποτε, από όσα εκτέθηκαν στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση του Εναγόμενου, μπορεί να αποτρέψει την Ενάγουσα από το να διεκδικήσει την αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου από τον Εναγόμενο, ή και να επιτρέψει στον Εναγόμενο να κατακρατήσει τα χρήματα που ζήτησε και έλαβε από την Ενάγουσα, ως θέμα δικαίου, όπως επιχείρησε να αναπτύξει η πλευρά του Εναγόμενου.

 

Κατάληξη

 

46.        Στη βάση όλων των προαναφερόμενων, η Ενάγουσα έχει επιτυχώς αποδείξει την απαίτησή της. Ο Εναγόμενος δεν έχει αποδείξει την ανταπαίτησή του.

 

47.        Όσον αφορά τα έξοδα, δεν υπάρχει λόγος απόκλισης από το αποτέλεσμα της αγωγής και της ανταπαίτησης, αντίστοιχα.

 

48.        Ως εκ των ανωτέρω:

 

Α. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €6.068,84, πλέον νόμιμος τόκος ετησίως, μέχρι εξόφλησης, πλέον για τα έξοδα της αγωγής, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Β. Η ανταπαίτηση του Εναγόμενου εναντίον της Ενάγουσας απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530.

[2] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339.

[3] Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21.

[4] Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367.

[5] Με διαφορετικό τρόπο σε άλλες δικαιοδοσίες: Board of Assessors of the Parish of New Orleans v. New York Life Insurance Co 216 US 517 (1910), Equitable Life Insurance Society v. Larocque (1942) 2 DLR 273, Inland Revenue Commissioners v Wesleyan and General Assurance Society [1946] 2 All ER 749, CA, Manufacturers Life Insurance Co v. Addison NO [1980-84] LRC (Comm) 74.

[6] Συνοπτικά στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society [1998] 1 All E.R. 98, σελ. 114-115, και Chartbrook Ltd v Persimmon Homes Ltd [2009] UKHL 38, και στην εγχώρια νομολογία ενδεικτικά: Panayiotou v. Island Beach Development (1985) 1 CLR 623, Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 ΑΑΔ 168, Mιχαήλ ν. Kωμοδρόμου (1997) 1 ΑΑΔ 576, Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 407, Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd v. Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ ΛΤΔ (1998) 1 ΑΑΔ 2335, Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 ΑΑΔ 2014, Ευθυμίου  ν. Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721, Ζήνωνος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 927, Καραολή ν. Λαούρη (2008) 1 ΑΑΔ 225Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου (2011) 1 ΑΑΔ 199Μarfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Χατζηνεοκλέους και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 595, και άλλες. 

[7] Sirius International Insurance Co (Publ) v FAI General Insurance Ltd [2004] UKHL 54 σελ. 19 και Rainy Sky SA v kookmin Bank [2011] UKSC 50.

[8] Wood v Capita Insurance Services Ltd [2017] UKSC 24.

[9] Halsbury’s Laws of England/CONTRACT (VOLUME 22 (2012))/5. CONTRACTUAL TERMS/(1) REPRESENTATIONS AND TERMS/(ii) Interpretation of Express Contractual Terms/362. Particular rules, or guidelines.

[10] John Lee & Son (Grantham) Ltd v Railway Executive [1949] 2 All E.R. 581· και Pera Shipping Corpn v Petroship SA, The Pera [1984] 2 Lloyd’s Rep 363 σελ. 365· και Tam Wing Chuen v Bank of Credit and Commerce Hong Kong Ltd [1996] 2 BCLC 69 σελ. 77, PC· και Royal and Sun Alliance Insurance Plc v Dornoch Ltd [2004] EWHC 803 (Comm).

 

[11] Άρθρο 29 Κεφ.149.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο