ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

Αρ. Αγωγής: 2286/2014

Μεταξύ:

GORDIAN HOLDINGS LIMITED (HE xxx)

                                                                                                              Ενάγουσας

                                                και

1.         EVANS & SONS LIMITED (HE xxx), εκ Πάφου

2.         Χατζημιτσής Διόφαντος Ευάνθη (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ Πάφου

3.         Χατζημιτσής Κρίστης (Χριστόφορος) (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ Πάφου

                                                                                      Εναγομένων

 

Αναφορικά με τον Περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ.62

                                                και

Αναφορικά με την Αίτηση της GORDIAN HOLDINGS LIMITED, εκ Λευκωσίας

                                                                                                              Αιτήτριας    

                                                και

1.         Χατζημιτσής Κρίστης (Χριστόφορος) (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ Πάφου

2.         Χατζημιτσή Μαίρη (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ Πάφου

                                                                                      Καθ’ ων η αίτηση

 

Ημερομηνία: 21.08.24

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κα Δ. Μιχαήλ για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ' ου η αίτηση 1: κος Α. Πολυδώρου

Για Καθ’ ης η αίτηση 2: κος Π. Μούντης για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                              ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 05.11.21 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση στην παρούσα αγωγή με την οποίαν διατάσσονταν οι Εναγόμενοι 1 & 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να πληρώσουν στην Ενάγουσα ποσά συνολικού ύψους €3.685.248,75 πλέον τόκους και έξοδα. Η εν λόγω απόφαση αναστάληκε για περίοδο 3 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της. Αντίθετα η ανταπαίτηση των Εναγομένων 1 & 3 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, η αγωγή αποσύρθηκε στις 28.01.22 με την κάθε πλευρά να επωμίζεται τα δικά της έξοδα.

 

Η μεταβίβαση ½ μεριδίου του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ. 2-148-347, τεμάχιο [ ], τμήμα 3, εμβαδόν 334 τ.μ., περιοχή Αγίου Θεοδώρου, Δήμος Πάφου (στο εξής το «μερίδιο ακινήτου») από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2 αποτέλεσε την αιτία για την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.

 

Η Αίτηση – Εκδοχή της Αιτήτριας:

Με την παρούσα αίτηση που καταχωρίστηκε στις 18.04.22 η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δόλια μεταβίβασε το μερίδιο του στο εν λόγω ακίνητο στην Καθ’ ης η αίτηση 2 με πρόθεση αμφοτέρων να παρεμποδίσουν και να καθυστερήσουν την Αιτήτρια από το να διευθετήσει το χρέος που της οφείλεται και παραμένει μέχρι σήμερα απλήρωτο. Γι’ αυτό επιδιώκει τις ακόλουθες θεραπείες:

Α.         Διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης του μεριδίου του ακινήτου η οποία έγινε από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2.

Β.         Διάταγμα επανεγγραφής του επίμαχου μεριδίου του ακινήτου στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση 1 και ταυτόχρονα επιβάρυνση του με εγγραφή δικαστικής απόφασης (memo).

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, τα άρθρα 2-4 του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμος (Κεφ.62) και τα άρθρα 91Α-91Γ & 96 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6).

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Αβραάμ Αδάμου, λειτουργού της Αιτήτριας, ο οποίος εργάζεται στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών. Προς ενίσχυση της επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα. Συνοψίζω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ώστε να γίνει αντιληπτή η εκδοχή της Αιτήτριας στο σύνολο της.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, η έκδοση εκ συμφώνου δικαστικής απόφασης ημερ. 05.11.21 (Τεκμήριο 5 ΕΔ Αδάμου) πηγάζει μέσα από τον τερματισμό της λειτουργίας τρεχούμενου λογαριασμού και λογαριασμών δανείων που παρουσίαζαν χρεωστικά υπόλοιπα (Τεκμήριο 6 ΕΔ Αδάμου). Οι λογαριασμοί αυτοί αφορούν τις πιστωτικές διευκολύνσεις που χορηγήθηκαν στην Εναγόμενη 1, της οποίας μοναδικός διευθυντής και κύριος μέτοχος είναι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 (Τεκμήρια 8 & 9 ΕΔ Αδάμου). Όπως ο ομνύοντας ανάφερε, αποστάληκαν προειδοποιητικές επιστολές τερματισμού σε όλους τους Εναγομένους για πληρωμή καθυστερημένων ποσών (Τεκμήριο 2 ΕΔ Αδάμου). Προφανώς επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση, οι λογαριασμοί τερματίστηκαν και ολόκληρα τα χρεωστικά υπόλοιπα κατέστησαν αμέσως απαιτητά και πληρωτέα. Επιστολές τερματισμού ημερ. 23.05.12 αποστάληκαν σε όλους τους Εναγομένους στους οποίους υποδείχτηκε ότι σε περίπτωση που δεν εξοφληθούν τα χρεωστικά υπόλοιπα εντός 10 ημερών θα λαμβάνονταν νομικά και/ή δικαστικά μέτρα εναντίον τους χωρίς οποιαδήποτε άλλη ειδοποίηση (Τεκμήριο 3 ΕΔ Αδάμου).

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, κατόπιν έρευνας που η Αιτήτρια πραγματοποίησε την 01.09.21 στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις 19.07.12 ο Καθ’ ου η αίτηση 1, ο οποίος είναι ο Εναγόμενος 3, μεταβίβασε το μερίδιο του ακινήτου στην Καθ’ ης η αίτηση 2 που είναι οικογενειακό του πρόσωπο δυνάμει δωρεάς και χωρίς αντάλλαγμα ή αντιπαροχή (Τεκμήριο 7 ΕΔ Αδάμου). Κατά τη γνώμη του ομνύοντα, τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με το χρονικό σημείο που η εν λόγω μεταβίβαση έγινε μαζί με την θέση που ο Καθ’ ου η αίτηση 1 έχει στην Εναγόμενη 1 καταδεικνύουν ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια.   

 

Ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης - Εκδοχή των Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2:

Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί δόλιας μεταβίβασης του μεριδίου του ακινήτου, οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται απουσία πρόθεσης από μέρους τους να καθυστερήσουν και/ή παρεμποδίσουν την Αιτήτρια να ανακτήσει το χρέος της. Παρόλο ότι παραδέχονται την μεταβίβαση του μεριδίου του εν λόγω ακινήτου από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2, στο όνομα της οποίας έχει εγγραφεί, εντούτοις ισχυρίζονται ότι αυτή πραγματοποιήθηκε καλόπιστα και νομότυπα.

 

Οι αντίθετες θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2 σημειώνονται με τις ειδοποιήσεις περί πρόθεσης ένστασης που ξεχωριστά καταχώρησαν στις 19.08.22 και 24.10.22 αντίστοιχα. Η ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση 1 εδράζεται σε 7 λόγους και της Καθ’ ης η αίτησης 2 βασίζεται σε 11 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Η νομική βάση αμφοτέρων ενστάσεων είναι ουσιαστικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης αφού σ’ αυτές περιλαμβάνονται τα ίδια άρθρα που συνθέτουν το δικαιοδοτικό υπόβαθρο και το δικονομικό πλαίσιο της υπό εξέταση περίπτωσης.

Η ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση 1 υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ιδίου και προς στοιχειοθέτηση του περιεχομένου τους επισυνάπτονται τεκμήρια. Κατ’ ανάλογο τρόπο η ένσταση της Καθ’ ης η αίτησης 2 συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της ιδίας και προς τεκμηρίωση του περιεχομένου της υπάρχουν έγγραφα.

 

Θα αναφερθώ περιληπτικά στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των Καθ’ ων η αίτηση επειδή τα προβαλλόμενα γεγονότα καθορίζουν το πλαίσιο εκδοχής τους.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 αναγνωρίζει ότι κατά καιρούς στο παρελθόν είχαν δοθεί πιστωτικές διευκολύνσεις στην Εναγόμενη 1 υπό τη μορφή χρήσης πιστωτικού ορίου και παροχής δανείων. Επίσης αναγνωρίζει ότι ως εξασφάλιση ο ίδιος υπέγραψε έγγραφο συνεχούς εγγύησης που ίσχυε για το τελικό υπόλοιπο που θα καθίστατο πληρωτέο από την Αιτήτρια. Επειδή μέσα από τη λειτουργία λογαριασμών που ανοίχτηκαν σχετικά με τις χορηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις προέκυψαν χρεωστικά υπόλοιπα για τα οποία υπήρχαν καθυστερημένες πληρωμές, οι οποίες παρέμειναν απλήρωτες παρά τις γραπτές ειδοποιήσεις, η Αιτήτρια με αποστολή επιστολών ημερ. 23.05.12 προχώρησε σε τερματισμό της λειτουργίας των εν λόγω λογαριασμών καθιστώντας ολόκληρα τα χρεωστικά υπόλοιπα απαιτητά και πληρωτέα. Επίσης ο Καθ’ ου η αίτηση 1 (Εναγόμενος 3) δέχεται ότι στις 05.11.21 εκδόθηκε εναντίον του αλλά και της Εναγομένης 1 απόφαση από το ΕΔ Πάφου με περιεχόμενο ως το Τεκμήριο 5 στην ΕΔ Αδάμου.

 

Αναφερόμενος στις χορηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις, ο Καθ’ ου η αίτηση 1 σημείωσε ότι, επιπρόσθετα της εγγύησης που ο ίδιος έδωσε, ως εξασφάλιση σ’ αυτές εγγράφηκαν προς όφελος της Αιτήτριας δύο υποθήκες ακινήτων της Εναγομένης 1. Σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §3 υπό τα σημεία (Α) και (Β) της ΕΔ ΚΑ1. Επιπλέον ο Καθ’ ου η αίτηση 1 τονίζει ότι ολόκληρη η περιουσία της Εναγομένης 1 επιβαρύνθηκε με ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερ. 28.12.01 και 02.09.02. Ακόμη σύμφωνα με τον Καθ’ ου η αίτηση 1, το έτος 2012 η Εναγόμενη 1 διέθετε εμπορεύματα και αποθέματα εμπορευμάτων αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.

 

Περαιτέρω ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δηλώνει πως με την Καθ’ ης η αίτηση 2 υπήρξαν σύζυγοι. Από τον Ιούλιο 2012 επήλθε πλήρης διάσταση στις σχέσεις τους, ως αποτέλεσμα της οποίας ο Καθ’ ου η αίτηση 1 καταχώρησε αίτηση διαζυγίου (Τεκμήριο 1 ΕΔ ΚΑ1). Στα πλαίσια της αίτησης αυτής, στις 03.06.13 εκδόθηκε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου με το οποίο λύθηκε ο γάμος του με την Καθ’ ης η αίτηση 2 (Τεκμήριο 2 ΕΔ ΚΑ1). Είναι η θέση του Καθ’ ου η αίτηση 1 ότι η μεταβίβαση και εγγραφή του μεριδίου του εν λόγω ακινήτου έγινε για σκοπούς επίλυσης των περιουσιακών διαφορών του με την Καθ’ ης η αίτηση 2, η οποία, ως αντάλλαγμα για τη διευθέτηση αυτή, δεν διεκδίκησε οποιαδήποτε συνεισφορά από την περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση 1, περιλαμβανομένου συνεισφοράς της οικίας που το πρώην ζευγάρι ανέγειρε και χρησιμοποιούσε ως οικογενειακή τους εστία στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/8661 επί του οποίου ο Καθ’ ου η αίτηση 1 διαθέτει εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας 1/8 (Τεκμήριο 4 ΕΔ ΚΑ1).

 

Επίσης ο Καθ’ ου η αίτηση 1 ισχυρίζεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο διέθετε κινητή και ακίνητη περιουσία. Προς τούτο επικαλείται καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου ύψους €600.000 περίπου (Τεκμήριο 6 ΕΔ ΚΑ1). Παράλληλα παρουσιάζει εκτίμηση της αγοραίας αξίας του 1/8 μεριδίου επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8661 που ανέρχεται σε €931.000 (Τεκμήριο 5 ΕΔ ΚΑ1), η οποία σημειώνει ότι είναι μεγαλύτερη από αυτή των 3 υποθηκών ύψους €538.000 με τις οποίες το ακίνητο επιβαρύνεται προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ (Τεκμήριο 4 ΕΔ ΚΑ1).

 

Στη δική της ένορκη δήλωση η Καθ’ ης η αίτηση 2 επιβεβαιώνει ότι είναι πρώην σύζυγος του Καθ’ ου η αίτηση 1. Στις 10.01.13 κατέθεσε αίτηση διαζυγίου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και τελικά στις 03.06.13 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο λύθηκε ο γάμος της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 (Τεκμήρια 4 & 5 ΕΔ ΚΑ2). Είχε προηγηθεί επιστολή γνωστοποίησης στον Μητροπολίτη Πάφου ημερ. 03.08.12 για την πρόθεση της να καταχωρήσει αίτηση για λύση του γάμου της (Τεκμήριο 3 ΕΔ ΚΑ2). Όπως είπε, στα πλαίσια ρύθμισης των περιουσιακών διαφορών με τον πρώην σύζυγο της συμφώνησε μαζί του να μην ζητήσει οποιαδήποτε συνεισφορά στην οικία που διέμεναν και είχε ανεγερθεί στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ] και αφορά το 1/8 μερίδιο καθώς επίσης στην κινητή περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση 1 με αντάλλαγμα να της μεταβιβαστεί το ½ μερίδιο επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ]. Η εκτίμηση της αγίας αγοράς του μεταβιβασμένου ακινήτου κατά την περίοδο 01.01.08 ανέρχεται στα €260.000 ενώ της οικογενειακής εστίας της ανέρχεται στα €931.000 (Τεκμήρια 1 & 2 ΕΔ ΚΑ2).

Είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτησης 2 ότι η μεταβίβαση και εγγραφή του μεριδίου του ακινήτου είναι καλόπιστη και νομότυπη και προς τούτο επικαλέστηκε τους πιο κάτω λόγους που κατά τη γνώμη της το αποδεικνύουν:

(α)       η μεταβίβαση του ακινήτου πραγματοποιήθηκε στις 19.07.12 ενώ η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε στις 17.10.14,

(β)       βρισκόταν σε διάσταση με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 από τον Ιούλιο 2012 και τελικά έφυγε από την οικογενειακή εστία τον Οκτώβριο 2012,

(γ)        παρόλο ότι η αξία αγοράς της οικογενειακής εστίας είναι μεγάλη, η ίδια δεν ζήτησε και δεν έλαβε μερίδιο από αυτήν,

(δ)        κατά τον ουσιώδη χρόνο η σχέση της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 ήταν άσχημη, τεταμένη και χωρίς το στοιχείο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατο να υπάρχει κοινός σκοπός καταδολίευσης,

(ε)        εάν υπήρχε πρόθεση παρεμπόδισης και/ή καθυστέρησης στην Αιτήτρια να ανακτήσει το χρέος, όπως της επιρρίπτει η Αιτήτρια, είχε 10 χρόνια στη διάθεση της να πουλήσει το ακίνητο και με τα χρήματα που θα εισέπραττε να αγόραζε άλλη κατοικία που θα τη μεταβίβαζε στα ενήλικα παιδιά της.

 

Περαιτέρω η Καθ’ ης η αίτηση 2 δηλώνει πως δεν ήταν ενήμερη για τις οικονομικές δραστηριότητες της Εναγομένης 1 εταιρείας και για τη δημιουργία οικονομικών υποχρεώσεων από μέρους της. Παράλληλα ισχυρίζεται ότι δεν είδε τόσο την επιστολή ειδοποίησης για ύπαρξη καθυστέρησης σε πληρωμές όσο και την επιστολή τερματισμού. Ο δε Καθ’ ου η αίτηση 1 ουδέποτε της ανάφερε για την ύπαρξη των επιστολών αυτών, των διαφορών που είχε με την Αιτήτρια και για την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

Μετά από άδεια του Δικαστηρίου ημερ. 22.06.23 όλες οι πλευρές καταχώρισαν συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Η Αιτήτρια, δια του ενόρκως δηλών Αδάμου, συμπληρωματικά αναφέρει ότι η οικία επί του 1/8 μεριδίου του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8861 ήταν από τότε υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ και τελικά μεταβιβάστηκε στον εν λόγω τραπεζικό οργανισμό στις 21.09.20 έναντι του χρέους της Εναγομένης 1 σ’ αυτήν (Τεκμήριο 7 αρχική ΕΔ Αδάμου). Σύμφωνα με τον ομνύοντα, το εν λόγω ακίνητο δεν θεωρείται άμεσα ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο. Η δε αξία του δεν είναι αυτή που υπολογίστηκε από τον εκτιμητή ακινήτων αλλά μικρότερη. Με βάση επίσημη εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου την 01.01.18 η αξία ολόκληρου του μεριδίου ανέρχεται σε €1.852.900 με αποτέλεσμα η αξία αγοράς του 1/8 μεριδίου να ανέρχεται, κατ’ αναλογία, σε €231.612,50 (Τεκμήριο 10 ΣΕΔ Αδάμου). Σε ότι αφορά την αξία των 3 υποθηκών, αυτή με βάση επίσημη εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου κατά την 01.01.13, κοντινότερη ημερομηνία κατά την οποίαν είχε γίνει η μεταβίβαση του μεριδίου του ακινήτου,  ανερχόταν συνολικά σε €1.043.500 (Τεκμήριο 13 ΣΕΔ Αδάμου). Είναι η θέση του ομνύοντα ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν είχε οποιαδήποτε ελεύθερη ακίνητη περιουσία επί της οποίας η Καθ’ ης η αίτηση 2 θα μπορούσε να διεκδικήσει μερίδιο και τούτο, κατά τη γνώμη του ομνύοντα, φαίνεται από το Τεκμήριο 4 αρχικής ΕΔ ΚΑ1.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση 2 συμπληρωματικά αναφέρει ότι ο λόγος που δεν διεκδίκησε κανένα μερίδιο από την περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση 1 και αποδέχτηκε τη μεταβίβαση του μεριδίου του ακινήτου ήταν επειδή από την τέως οικογενειακή εστία είχε πολύ άσχημες αναμνήσεις και στην προσπάθεια της να προστατεύσει τόσο την ψυχική υγεία των παιδιών της, ένα εκ των οποίων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικο, όσο και τη δική της αναζήτησε μία νέα στέγη για να διαμένουν. Η Καθ’ ης η αίτηση 2 θεωρεί ότι η εκτίμηση της αγοραίας αξίας της τέως οικογενειακής εστίας από ιδιώτη εκτιμητή είναι ορθή και προς τούτο αναφέρεται σε επιστημονικές εξηγήσεις που της διαβιβάστηκαν από τον ιδιώτη που προέβηκε στην εκτίμηση.

 

 Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 συμπληρωματικά αναφέρει ότι η εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου για την αγοραία αξία της τέως οικογενειακής εστίας είναι λανθασμένη. Προς υποστήριξη της θέσης του επικαλείται διάφορες επιστημονικές εξηγήσεις που προφανώς του διαβιβάστηκαν από τον ιδιώτη που προέβηκε στην εκτίμηση.

 

Ένορκη δήλωση καταχωρίστηκε και από τον κύριο Ρίκκο Γιαννή, ιδιώτη εκτιμητή ακινήτων που προέβηκε σε εκτίμηση της αγοραίας αξίας της τέως οικογενειακής εστίας των Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2. Παρόλο ότι η άδεια αφορούσε την καταχώρηση απαντητικής δήλωσης από μέρους των Καθ’ ων η αίτηση στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Αιτήτριας και όχι απευθείας ένορκη δήλωση από άτομο που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία, εντούτοις θα θεωρήσω το έγγραφο αυτό ότι αποτελεί μέρος των απαντητικών θέσεων των Καθ’ ων η αίτηση προερχόμενο από εμπειρογνώμονα, εκ μέρους και για λογαριασμό τους, με σκοπό την υποστήριξη ισχυρισμών που ήδη αναφέρονται στις απαντητικές ένορκες δηλώσεις τους. Ο εν λόγω εκτιμητής παραθέτει τις δικές του επιστημονικές εξηγήσεις γιατί η  δική του εκτίμηση είναι ορθή και που κατά τη γνώμη του υστερεί η εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου. Δεν θεωρώ δόκιμο να αναφερθώ σ’ αυτές τις επιστημονικές τοποθετήσεις του εμπειρογνώμονα. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται ή θα ήταν χρήσιμο για σκοπούς εκδίκασης του αντικειμένου της παρούσας διαδικασίας, θα το πράξω.

 

Ακροαματική διαδικασία:

Στα πλαίσια εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης οι διάδικοι παρουσίασαν ένορκες δηλώσεις προς απόδειξη των εκδοχών τους. Ουδείς από τα μέρη παρουσίασε ένορκη (προφορική) μαρτυρία και κανένας εξέφρασε την επιθυμία να αντεξετάσει οποιοδήποτε ομνύοντα. Με κοινές ρητές αναφορές των συνηγόρων των μερών ενώπιον του Δικαστηρίου δηλώθηκαν τα εξής:

(α)       Δεν θα υπάρξει αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου.

(β)       Δεν θα προσφερθεί προφορική μαρτυρία.

(γ)        Το μαρτυρικό υλικό της υπό κρίση αίτησης θα περιοριστεί στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.

(δ)        Η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης προωθείται μόνο δυνάμει των προνοιών του Κεφ.62  και ως εκ τούτου οτιδήποτε άλλο συναφές που αναφέρεται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης εγκαταλείπεται.

 

Συνεπώς το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα επισυνημμένα σ’ αυτές τεκμήρια αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο προς απόδειξη των εκδοχών των μερών.

 

Στις εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις τους όλοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία και νομοθεσίες, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

 

 

Παραδεκτά γεγονότα και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, να αναφέρω επιγραμματικά γεγονότα που είτε είναι παραδεκτά από τα μέρη είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί, όπως αυτά εξόφθαλμα προκύπτουν από το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου. Αυτά είναι:

(1)        Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 ήταν νυμφευμένος με την Καθ’ ης η αίτηση 2.

(2)        Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά τα οποία κατά τις 24.10.22 ήταν ηλικίας 26 και 30 ετών αντίστοιχα.

(3)        Ωστόσο από τον Ιούλιο 2012 επήλθε διάσταση στη σχέση του ζευγαριού.

(4)        Με επιστολή της ημερ.03.08.12 η Καθ’ ης η αίτηση 2 γνωστοποίησε στον Μητροπολίτη Πάφου την πρόθεση της να καταχωρήσει αίτηση για λύση του γάμου της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1.

(5)        Στις 10.01.13 η Καθ’ ης η αίτηση 2 κατέθεσε αίτηση διαζυγίου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου και τελικά στις 03.06.13 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο λύθηκε ο γάμος της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1.

(6)        Η Εναγόμενη 1 είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγεγραμμένο γραφείο στην Πάφο, της οποίας μοναδικός διευθυντής και κύριος μέτοχος είναι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 (Εναγόμενος 3).

(7)        Η Εναγόμενη 1 έλαβε κατά διαστήματα πιστωτικές διευκολύνσεις από την πρώην Marfin Popular Bank Public Co Ltd υπό τη μορφή πιστωτικού ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό και δανείων.

(8)        Ακολούθως ο πιο πάνω τραπεζικός οργανισμός μετονομάστηκε σε Cyprus Popular Bank Public Co Ltd.

(9)        Με βάση διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, από τις 29.03.13 όλα τα περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd μεταβιβάστηκαν στην Bank of Cyprus Public Co Ltd.

(10)      Ακολούθως δυνάμει διατάγματος του ΕΔ Λευκωσίας ημερ. 23.05.19 όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν τις πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν από την Bank of Cyprus Public Co Ltd στην Αιτήτρια, η οποία έχει πλέον υποκαταστήσει τον εν λόγω τραπεζικό οργανισμό και κατέστη δικαιούχος των πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων της παρούσας υπόθεσης.   

(11)      Επειδή υπήρξαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους, καταχωρίστηκε στο ΕΔ Πάφου η παρούσα αγωγή εναντίον της Εναγομένης 1, του Εναγομένου 3 (Καθ’ ου η αίτηση 1) και ενός άλλου προσώπου.

(12)      Στις 05.11.21 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση στην παρούσα αγωγή με την οποίαν διατάσσονταν οι Εναγόμενοι 1 & 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να πληρώσουν στην Αιτήτρια ποσά συνολικού ύψους €3.685.248,75 πλέον τόκους και έξοδα, ως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 αρχική ΕΔ Αδάμου.

(130)    Η εν λόγω απόφαση αναστάληκε για περίοδο 3 μηνών από την ημερομηνία έκδοση της, από την οποίαν αναστολή εξαιρέθηκε η εγγραφή memo και η καταβολή των εξόδων.

(14)      Η ανταπαίτηση των Εναγομένων 1 & 3 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

(15)      Η αγωγή εναντίον του Εναγομένου 2 αποσύρθηκε στις 28.01.22 με την κάθε πλευρά να επωμίζεται τα δικά της έξοδα.

(16)      Στις 24.07.12 μερίδιο ιδιοκτησίας ½ επί του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 0/37131, φ/σχ. 2-148-347, τεμάχιο 1499, τμήμα 3, εμβαδόν 334 τ.μ., περιοχή Αγίου Θεοδώρου, Δήμος Πάφου, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση 1, μεταβιβάστηκε και εγγράφηκε στο όνομα της Καθ’ ης η αίτησης 2.

(17)      Η μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρξει η καταβολή οποιουδήποτε ποσού.

(18)      Η δικαστική απόφαση δεν έχει μέχρι σήμερα ικανοποιηθεί και κατ’ επέκταση το χρέος της παρούσας υπόθεσης εξακολουθεί να οφείλεται στην Αιτήτρια.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου.

 

Εξέταση εκδοχών – Αξιολόγηση μαρτυρίας - Ευρήματα – Συμπεράσματα:

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω τις εκδοχές των μερών υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων των πλευρών, καταλήγοντας σε σχετικά ευρήματα και συμπεράσματα. Η εξέταση των λόγων ένστασης θα γίνει κατά ομάδες που έχουν κοινό στοιχείο εκδίκασης. Αυτοί που άπτονται της ουσίας της υπό κρίση αίτησης θα παραμείνουν στο τέλος. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί, το οποίο και αξιολόγησα.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπό κρίση αίτηση προωθείται δυνάμει των προνοιών του Κεφ.62. Αυτό είναι σαφές αφού όχι μόνο δεν αποτελεί σημείο αμφισβήτησης ανάμεσα στους διαδίκους αλλά προκύπτει από τα δεδομένα της υπόθεσης. Το Κεφ.62 είναι η νομοθεσία που δηλώνεται στον τίτλο της αίτησης με τα άρθρα της να περιλαμβάνονται στη νομική βάση της και αυτό να έχει δηλωθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της Αιτήτριας κατά τρόπο σαφή πριν από την έναρξη της εκδίκασης της.

 

Το Κεφ.62 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας όταν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που η εν λόγω νομοθεσία απαιτεί. Η διαδικασία δυνάμει του Κεφ.62 προνοεί την προώθηση πρωτογενούς αίτησης που μπορεί να καταχωριστεί εντός της αγωγής (Γ.Ο. κ.α. v. Landmark Securities Πολιτική Έφεση Αρ. Ε7/2013 ημερ. 22.01.21), ECLI:CY:AD:2021:A17. Πρόκειται για αυτοτελή διαδικασία που ενεργεί αυτόνομα και στοχεύει σε διαφορετική μορφή θεραπείας (χχχ Gron v. Χαραλαμπίδη Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2013 ημερ. 16.04.19), ECLI:CY:AD:2019:A146. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ (σε εκκαθάριση) ΗΕ 106855 κ.α. v. Lakis Georgiou Construction Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2012 ημερ. 28.09.18, ECLI:CY:AD:2018:A422, είναι λογικό και συνάμα ορθό τέτοια αίτηση με πρωτογενή χαρακτήρα να καταχωρείται εντός της αγωγής ώστε να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κυρίως αγωγής ή άλλης εναρκτήριας διαδικασίας, με την αίτηση ακύρωσης της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου που είναι η υπό κρίση περίπτωση. Η ενιαία και σφαιρική προσέγγιση και επίλυση θεμάτων που αναδύονται από το ίδιο υπόβαθρο γεγονότων ή έχουν κοινή θεματολογία δικαιολογεί κάτι τέτοιο.

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από τον 9ο λόγο ένστασης της Καθ’ ης η αίτησης 2. Εξυπακούεται ότι ο λόγος αυτός χρήζει εξέτασης κατά προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων αλλά και γενικότερα προτού κριθεί ότι χρειάζεται η εξέταση της ουσίας της αίτησης. Είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτησης 2 ότι η «αίτηση είναι παράτυπη ή/και αντικανονική ή/και βασίζεται στη λανθασμένη νομική βάση ή/και δεν έχει καταχωρηθεί με τον σωστό τύπο ή/και διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε είναι λανθασμένη».

 

Παρά την πιο πάνω προβολή, εκείνο που έχω παρατηρήσει είναι ότι τελικά η θέση αυτή δεν προωθείται. Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης στερείται υποστήριξης από νομικά επιχειρήματα.

 

Ουδεμία αναφορά γίνεται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις της Καθ’ ης η αίτησης 2 και κανένας νομικός σχολιασμός γίνεται στην αγόρευση του συνηγόρου της προς τεκμηρίωση της. Δεν έχω αντιληφθεί που εντοπίζεται σφάλμα, παρατυπία ή αντικανονικότητα στη νομική βάση της αίτησης και ποιο νομικό κενό η πλευρά της Καθ’ ης η αίτησης 2 έχει διαπιστώσει στον τύπο και στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Εκλαμβάνω ότι η Καθ’ ης η αίτησης 2 έχει εγκαταλείψει τη θέση της αυτή, η οποία σε κάθε περίπτωση στερείται θεμελίωσης και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, παρατηρώ ότι η νομική βάση περιλαμβάνει το απαιτούμενο δικαιοδοτικό υπόβαθρο και το αναγκαίο δικονομικό πλαίσιο που επιτρέπουν την προώθηση και εκδίκαση της παρούσας αίτησης. Προς επίρρωση της κατάληξης αυτής ενδεικτικά παραπέμπω στα άρθρα 2, 3 & 4 του Κεφ.62 που περιλαμβάνονται στη νομική βάση. Ειδικότερα το άρθρο 4 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει μία μεταβίβαση ακινήτου που θεωρείται ότι είναι δόλια με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3 της εν λόγω νομοθεσίας (Σταυρούλλα Τζιέπρα v. Χαράλαμπου Σάββα και άλλης (2013) 1Γ Α.Α.Δ. 2410. Παράλληλα περιγράφουν τη διαδικασία που δύναται να ακολουθηθεί. Είναι αυτή που ακολουθήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ερμηνεία των άρθρων αυτών και το πώς αυτά εφαρμόζονται παρέχεται μέσα από σχετική νομολογία.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η υπό κρίση αίτηση προωθείται δυνάμει των προνοιών του Κεφ.62. Αυτό επιβεβαιώθηκε με δήλωση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Αιτήτριας πριν από την εκδίκαση της αίτησης, χωρίς να υπάρξει ένσταση ή επιφύλαξη είτε από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 είτε από την Καθ’ ης η αίτηση 2 ως προς την ορθότητα τόσο της νομικής βάσης όσο και του τύπου που χρησιμοποιήθηκε για την καταχώρηση της αλλά και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.   

 

 

Συνεχίζω με την εξέταση του 5ου λόγου ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση 1 και ταυτόχρονα με την εξέταση του 10ου λόγου ένστασης της Καθ’ ης η αίτησης 2, μέσα από τους οποίους προβάλλεται ξεχωριστά ο ίδιος ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα. Με τη θέση αυτή διαφωνεί η πλευρά της Αιτήτριας, η οποία προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η παρούσα αίτηση έχει πρωτογενή χαρακτήρα και περιλαμβάνει τη διεξαγωγή αυτοτελούς διαδικασίας που ενεργεί αυτόνομα. Κάτω από αυτό τον μανδύα οι Καθ’ ων η αίτηση αμέσως συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία και προωθώντας τις ξεχωριστές ενστάσεις τους παρουσίασαν τις δικές τους θέσεις στη βάση μαρτυρικού υλικού που προσκόμισαν προτού το Δικαστήριο αποφασίσει για την τύχη της παρούσας αίτησης. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων επειδή οι Καθ’ ων η αίτηση προστατεύονται από τέτοια τυχόν παραπλάνηση με την ευκαιρία που έχουν να παραθέσουν από την αρχή τις δικές τους θέσεις, γεγονότα και στοιχεία στο Δικαστήριο στη βάση μαρτυρικού υλικού που οι ίδιοι έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου προτού κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία, εδώ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος απαγορευτικής φύσεως, αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Ξεκάθαρα και αναμφίβολα η παρούσα περίπτωση δεν είναι από αυτές.

 

Κατά συνέπεια ούτε αυτοί οι λόγοι ένστασης έχουν έρεισμα και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Με τον 6ο λόγο ένστασης του ο Καθ’ ου η αίτηση 1 ισχυρίζεται ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί επειδή κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου «οι οφειλές της Εναγομένης 1 εταιρείας προς την Αιτήτρια ήταν εξασφαλισμένες με τις υποθήκες που σύναψε προς όφελος της και/ή η αξία των υποθηκών υπερκάλυπτε το ισχυριζόμενο χρέος καθώς και με ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης». Προς υποστήριξη της θέσης του ο Καθ’ ου η αίτηση 1 μέσα από την ένορκη δήλωση του αναφέρεται στην ύπαρξη δύο υποθηκών και σε ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης (§3 αρχική ΕΔ ΚΑ1). Η Αιτήτρια δεν φαίνεται να συμμερίζεται τη θέση αυτή του Καθ’ ου η αίτηση 1.

 

Πράγματι από το Τεκμήριο 8 της αρχικής ΕΔ Αδάμου παρατηρώ ότι η περιουσία της Εναγομένης 1 εταιρείας επιβαρύνεται προς όφελος της Αιτήτριας με τις εξής εξασφαλίσεις:

(α)       υποθήκη αρ. Υ4240/05 ημερ. 16.11.05 για ποσό Λ.Κ.£400.000 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) [προφανώς η αναφορά του Καθ’ ου η αίτηση 1 στην §3 της αρχικής ένορκης δήλωσης του σε Υ4220/05 ημερ. 11.11.05 οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος],

(β)       υποθήκη αρ. Υ4239/05 ημερ. 16.11.05 για ποσό Λ.Κ.£1.100.000 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) [προφανώς η αναφορά του Καθ’ ου η αίτηση 1 στην §3 της αρχικής ένορκης δήλωσης του σε ημερ. 11.11.05 οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος],

(γ)        ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης σε όλη την περιουσία της Εναγομένης 1 εταιρείας ημερ. 31.12.01 και

(δ)        δεύτερο ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης σε όλη την περιουσία της Εναγομένης 1 εταιρείας ημερ. 03.09.02.

 

Το Τεκμήριο 8 της αρχικής ΕΔ Αδάμου αποκαλύπτει ότι οι πιο πάνω πληροφορίες αντλήθηκαν μέσα από έρευνα που έγινε και αφορούσε την Εναγόμενη 1 εταιρεία. Η έρευνα αυτή έγινε από το αρχείο του Εφόρου Εταιρειών και διεξήχθη στις 14.04.22. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την ορθότητα του περιεχομένου του Τεκμηρίου 8 τη στιγμή που όλοι οι διάδικοι το αποδέχονται. Συνεπώς θεωρώ το περιεχόμενο του ορθό και ως εκ τούτου το αποδέχομαι. Την ίδια στιγμή δεν αμφιβάλλω ότι αφού στις 14.04.22 η κατάσταση στην εταιρεία ήταν αυτή που απεικονίζεται με το Τεκμήριο 8, η ίδια κατάσταση πραγμάτων με τις εξασφαλίσεις που δόθηκαν την περίοδο 2001-2005 επικρατούσε κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης που έγινε στις 19.07.12 (παραδεκτό γεγονός από την Καθ’ ης η αίτηση - §18 αρχική ένορκη δήλωση ΚΑ2) και εγγραφής του ακινήτου που έγινε στις 24.07.12 εις το όνομα της Καθ’ ης η αίτησης 2 (αποδεικνύεται από το Τεκμήριο 7 αρχική ΕΔ Αδάμου, το περιεχόμενο του οποίου αποδέχομαι ως ορθό και αξιόπιστο αφού πρόκειται για επίσημο έγγραφο). Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε που να καταρρίπτει το σκηνικό αυτό.

 

Ωστόσο η ύπαρξη εξασφαλίσεων δεν παρέχει δικαίωμα σε εξ’ αποφάσεως οφειλέτη να προχωρήσει με καταδολιευτική μεταβίβαση ακινήτου. Αντίθετα θα έλεγα ότι κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει ή διαγράφει τη νομοθετική υποχρέωση του Καθ’ ου η αίτηση 1 να μην προχωρήσει στη διενέργεια δόλιας μεταβίβασης και/ή αποξένωσης ακίνητης περιουσίας του, όπως αυτή καθορίζεται από τις πρόνοιες του Κεφ.62. Η αναφορά αυτή είναι γενική και δεν σημαίνει ότι η παρούσα περίπτωση παραπέμπει σε δόλια μεταβίβαση του επίμαχου ακινήτου. Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο δυνάμει των διατάξεων του Κεφ.62, είναι κάτι που θα εξεταστεί στη συνέχεια στη βάση των παραγόντων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου και καθορίζονται μέσα από τις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας, οι οποίες έχουν ερμηνευτεί μέσα από τη νομολογία. Σε καμία όμως περίπτωση το νομοθετικό δικαίωμα της Αιτήτριας να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση καταργείται λόγω της ύπαρξης των αναφερομένων εξασφαλίσεων. Ούτε και εκ προοιμίου η υπό κρίση αίτηση οδηγείται αυτόματα σε απόρριψη χωρίς προηγουμένως να εξεταστεί επειδή υπάρχουν εξασφαλίσεις.

 

Επομένως καταλήγω ότι ο λόγος ένστασης αυτός που απαιτεί την από την αρχή απόρριψη της αίτησης χωρίς να εξεταστεί δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Τα όσα έχω αναφέρει ισχύουν και σχετικά με τον 7ο λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση 1 καθώς επίσης με τον 11ο λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση 2 όπου αμφότεροι επικαλούνται απόρριψη της παρούσας αίτησης απλά και μόνο επειδή κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου ο «Καθ’ ου η αίτηση 1 διέθετε και άλλη κινητή και ακίνητη περιουσία» πέραν από αυτή που υποδεικνύεται πιο πάνω με τον 6ο λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση 1. Στη βάση του ιδίου σκεπτικού που έχει αναλυθεί και εξηγηθεί αμέσως προηγουμένως, οι δύο αυτοί λόγοι ένστασης δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους ένστασης αρ. 6 & 7 του Καθ’ ου η αίτηση και λόγο ένστασης αρ.11 της Καθ’ ης η αίτησης 2, οι οποίοι όπως ήδη λέχθηκε απαιτούν απόρριψη της παρούσας αίτησης χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας της απλά και μόνο ένεκα της ύπαρξης εξασφαλίσεων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα αίτηση δεν αφορά μέτρα εκτέλεσης της εκδοθείσας απόφασης. Η χρήση των εξασφαλίσεων παραπέμπει στη λήψη μέτρων εκτέλεσης που δεν είναι το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Εκείνο που η Αιτήτρια ζητεί είναι επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων με την ακύρωση μεταβίβασης μεριδίου επί του επίμαχου ακινήτου που θεωρεί ότι έγινε δόλια από τους Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2 και δεν θα έπρεπε να είχε γίνει ευθύς εξ’ αρχής. Η επιδίωξη της εδράζεται σε συγκεκριμένη νομοθεσία και ειδικότερα, όπως ήδη λέχθηκε, στις πρόνοιες του Κεφ.62.

 

Αποτελεί διαρκή υποχρέωση των Εναγομένων 1 & 3 έναντι του νόμου να συμμορφωθούν εμπράκτως με την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον τους ικανοποιώντας το εξ’ αποφάσεως ποσό που οφείλουν, χωρίς κατ’ ανάγκη να αναμένουν τη λήψη μέτρων εκτέλεσης από την Αιτήτρια για να το πράξουν. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Γεωργιάδου v. Alpha Bank Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2011 ημερ. 23.03.17, ECLI:CY:AD:2017:D99:        

«Τέτοια εισήγηση παραβλέπει τη δεδομένη υποχρέωση του εξ αποφάσεως οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος, υποχρέωση που υφίσταται όχι μόνο έναντι του εξ αποφάσεως πιστωτή, αλλά και έναντι της έννομης τάξης, βεβαιωμένη με δικαστική απόφαση η οποία, κατά το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, είναι δεσμευτική για όλους τους διαδίκους ευθύς ως εκδοθεί.  Είναι λόγω της μη συμμόρφωσης του εξ αποφάσεως οφειλέτη, εν προκειμένω της εφεσείουσας, στη δικαστική απόφαση που δημιουργείται το όλο πρόβλημα και καθίσταται αναγκαία η εγγραφή της απόφασης και η δέσμευση της περιουσίας ως μέτρο εκτέλεσης (Afroditi N. Vasiliadou v. Charilaos Eracli Harikli (1964) CLR 274). 

 

Η εκτέλεση δε των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι ζήτημα που εμπίπτει στην ιδιωτική σφαίρα των σχέσεων μεταξύ δύο διαδίκων, αλλά εγείρει ύψιστο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος που αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης εφόσον άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών (Χριστόφορος Χριστοφόρου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ακακίου (2008) 1 ΑΑΔ 708, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ ν. Μαρίας Κωνσταντίνου (2000) 1 ΑΑΔ 1034).»

 

Είναι κάτω από αυτά τα δεδομένα που οι τελευταίοι λόγοι (6ος & 7ος του Καθ’ ου η αίτηση 1 και 11ος της Καθ’ ης η αίτησης 2) κρίθηκαν ότι δεν ευσταθούν. Το περιεχόμενο τους δεν δημιουργεί επιπλέον προϋπόθεση για ξεχωριστή και ανεξάρτητη επιτυχία ή αποτυχία της υπό κρίση αίτησης.

 

Έπεται η εξέταση του 8ου λόγου ένστασης της Καθ’ ης η αίτησης 2. Με το λόγο αυτό ο εν λόγω διάδικος επικαλείται κακοπιστία και/ή κατάχρηση στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης μέσα από την διαδικασία αυτή. Η κακοπιστία αποδίδεται σε κατ’ ισχυρισμό απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, η οποία εστιάζεται σε μη αναφορά στις υποθήκες και στα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης που δόθηκαν προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες δόθηκαν στην Εναγόμενη 1 εταιρεία, αλλοιώνοντας έτσι την εικόνα της πραγματικότητας (Λόγοι Ένστασης Η και Ι, §1-§4 σελίδες 14-15 γραπτή αγόρευση συνηγόρου Καθ’ ης η αίτησης 2). Με τη θέση αυτή διαφωνεί η πλευρά της Αιτήτριας, η οποία προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο διάδικος που ισχυρίζεται κακοπιστία βαρύνεται με την υποχρέωση να τον αποδείξει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 745:

«Η διαπίστωση κακοπιστίας είναι ζήτημα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση  συνήθως οδηγείται σε απόρριψη. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε εντοπίσει σαφή στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, περί ύπαρξης κακοπιστίας.»

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο η ευθύνη στοιχειοθέτησης ισχυρισμού περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας επίσης βρίσκεται στους ώμους του διαδίκου που τον προβάλλει.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η Καθ’ ης η αίτηση 2 δεν έχει δίκαιο να παραπονιέται. Ως η πλευρά που επικαλέστηκε κακοπιστία και κατάχρηση για τους λόγους που αναφέρει, όφειλε να παρουσιάσει επαρκεί και πειστικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της. Παρά την υποχρέωση της αυτή, δεν το έπραξε. Ενώπιον μου δεν έχουν τεθεί τέτοια στοιχεία. Αντίθετα παρατηρώ ότι μέρος των εγγράφων που έχουν κατατεθεί από την Αιτήτρια προς υποστήριξη της εκδοχής της περιέχουν τις επικαλούμενες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις που δόθηκαν ως κάλυψη των πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες χορηγήθηκαν στην Εναγόμενη 1 εταιρεία.

 

Συγκεκριμένα ως μέρος του Τεκμηρίου 3 της αρχικής ΕΔ Αδάμου επισυνάπτεται επιστολή της πρώην Cyprus Popular Bank Public Company Limited που απευθύνεται στον Καθ’ ου η αίτηση 1 και στην οποίαν γίνεται αναφορά για ύπαρξη εγγύησης από μέρους του Καθ’ ου η αίτηση 1 δυνάμει εγγράφου εγγύησης ημερ. 27.01.11 για ποσό €2.428.000 πλέον τόκους. Το δε κείμενο του εν λόγω εγγράφου εγγύησης επισυνάπτεται αυτούσιο ως Τεκμήριο 1 της αρχικής ΕΔ Αδάμου. Περαιτέρω στο Τεκμήριο 8 της αρχικής ΕΔ Αδάμου παρέχονται όλες οι εξασφαλίσεις μαζί με λεπτομέρειες αυτών (υποθήκες και ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1 εταιρείας μαζί ημερομηνίες εγγραφής τους, είδος εξασφάλισης, περιγραφή της εξασφάλισης, αξία και όνομα δικαιούχου) που δόθηκαν προς όφελος της Αιτήτριας αλλά και πιστωτικών οργανισμών. Μάλιστα στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της παρούσας αγωγής που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4 της αρχικής ΕΔ Αδάμου η Αιτήτρια δικογραφεί γεγονότα που συνθέτουν το ιστορικό της υπόθεσης μέσα από το οποίο γίνεται λεπτομερής αναφορά στις επικαλούμενες εξασφαλίσεις.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν αποκάλυψη των στοιχείων αυτών που σύμφωνα με την Καθ’ ης η αίτηση 2 η Αιτήτρια είχε αποκρύψει. Μπορεί στην ένορκη δήλωση Αδάμου να μην γίνεται αναλυτική καταγραφή των εξασφαλίσεων που δόθηκαν αλλά γίνεται αναφορά σ’ αυτές. Για ανάλυση ο αναγνώστης παραπέμπεται στα προαναφερόμενα έγγραφα που επισυνάπτονται όπου παρέχονται σχετικές λεπτομέρειες των αναφορών (§10-§15 & §20 αρχικής ΕΔ Αδάμου). 

 

Στη βάση των πιο πάνω καταλήγω ότι η υπό κρίση αίτηση δεν διαπνέεται από κακοπιστία. Επίσης δεν διαπιστώνω στοιχείο κατάχρησης στην προώθηση της αίτησης μέσα από την παρούσα δικαστική διαδικασία συνδεδεμένο με στοιχείο κακοπιστίας. Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ακολουθεί η εξέταση του 5ου λόγου ένστασης της Καθ’ ης η αίτησης 2. Μέσα από το λόγο αυτό ο εν λόγω διάδικος ισχυρίζεται ότι τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων «θα παραβιάσει και/ή θα αποστερήσει τα συνταγματικά και/ή άλλως πως προστατευόμενα δικαιώματα της Καθ’ ης η αίτηση 2 και/ή δικαιώματα της που προκύπτουν από τη συμφωνία διευθέτησης των περιουσιακών διαφορών της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1, παρόλο που η Καθ’ ης η αίτηση 2 ενέργησε καλόπιστα». Τη θέση ότι σε περίπτωση που ακυρωθεί η επίμαχη μεταβίβαση θα επηρεαστούν δικαιώματα της Καθ’ ης η αίτησης 2 υπό την έννοια ότι δεν θα μπορεί να στραφεί εναντίον του λόγω παραγραφής συμμερίζεται και ο Καθ’ ου η αίτηση 1 (§16 αρχική ΕΔ ΚΑ1), χωρίς όμως να την προβάλλει ως λόγο ένστασης στο σώμα του εγγράφου του. Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων Αδάμου αλλά και από τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της Αιτήτριας, εκλαμβάνεται ότι η Αιτήτρια διαφωνεί με την πιο πάνω θέση των Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2.

 

Με κάθε σεβασμό στην πλευρά της Καθ’ ης η αίτησης 2 δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο ότι αυτή ενέργησε καλόπιστα. Αυτό είναι κάτι που θα κρίνει το Δικαστήριο αργότερα μέσα από την εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης.

 

Είναι προφανές ότι όταν η Καθ’ ης η αίτηση 2 επικαλείται παράβαση συνταγματικού δικαιώματος της εννοεί ότι θα παραβιαστούν οι πρόνοιες του άρθρου 23.1 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, η άσκηση του οποίου δύναται να υποβληθεί δια νόμου σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς για τους σκοπούς που αυστηρά ορίζει το άρθρο 23.3, περιλαμβανομένης της προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων, έναντι δίκαιης αποζημίωσης.  Προκειμένου, βεβαίως, για αναγκαστική εκτέλεση δικαστικής απόφασης δεν τίθεται, κατά το άρθρο 23.7 ζήτημα εφαρμογής της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου, ήτοι ζήτημα αποζημίωσης.

Συνεπώς, ο περιορισμός δυνάμει νόμου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι κατά το Σύνταγμα θεμιτός. Απώτερος στόχος με την υπό κρίση αίτηση είναι για να καταστεί δυνατή η εγγραφή της απόφασης επί του μεριδίου του επίμαχου ακινήτου που ανήκει στον Καθ’ ου η αίτηση 1 και μεταβιβάστηκε στην Καθ’ ης η αίτηση 2 ώστε να ληφθούν στη συνέχεια μέτρα εκτέλεσης της απόφασης. Όπως λέχθηκε στην προαναφερόμενη υπόθεση Γεωργιάδου v. Alpha Bank Ltd (πιο πάνω):

«Η εγγραφή δε, μιας δικαστικής απόφασης σκοπό απλώς έχει να καταστήσει την ιδιοκτησία εγγύηση για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους.  Αποτέλεσμα της εγγραφής είναι, κατά το άρθρο 57 του Νόμου, η επιβάρυνση του συμφέροντος του οφειλέτη επί της ιδιοκτησίας με την πληρωμή του οφειλομένου χρέους κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεών του, με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε ειδικά ιδιοκτησία πριν την εγγραφή της απόφασης.  Σύμφωνα δε με το άρθρο 58, η εγγραφή δικαστικής απόφασης που έγινε μετά τη διενέργεια δήλωσης μεταβίβασης ή υποθήκης, δεν επηρεάζει καθόλου το συμφέρον επί του ακινήτου του δικαιοπάροχου ή του ενυπόθηκου οφειλέτη, ανάλογα με την περίπτωση. Είναι συνεπώς φανερό ότι η επιβάρυνση που επέρχεται δια της εγγραφής της απόφασης και η συναφής απαγόρευση μεταβίβασης μέχρι την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους, δεν συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος διάθεσης και εκμετάλλευσης της ακίνητης ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να απολήγει σε ουσιαστική αφαίρεση της και να την καθιστά αδρανή και αχρησιμοποίητη αναλόγως του προορισμού της, ως η εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας.»

 

Σε ότι αφορά το επιχείρημα της Καθ’ ης η αίτησης 2 ότι δικαιώματα της που προκύπτουν από τη συμφωνία διευθέτησης των περιουσιακών διαφορών της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 θα μείνουν απροστάτευτα, παρατηρώ ότι πρόκειται για μία θέση που παρέμεινε ασαφής και σε κάθε περίπτωση στερείται θεμελίωσης. Ενώπιον μου δεν τέθηκε το συνολικό πλαίσιο της συμφωνίας διευθέτησης περιουσιακών διαφορών που αμφότεροι Καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν. Το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να μελετήσει το κείμενο αυτής της επικαλούμενης συμφωνίας στην ολότητα του. Το συνολικό πλαίσιο των όρων που συνθέτουν το περιεχόμενο της επικαλούμενης συμφωνίας παραμένει άγνωστο για το Δικαστήριο. Οι σκόρπιες αναφορές των Καθ’ ων η αίτηση που παραπέμπουν σε κατ’ ισχυρισμό προφορική συνεννόηση των Καθ’ ων η αίτηση δεν παρέχουν αποκρυσταλλωμένη εικόνα του περιεχομένου της επικαλούμενης συμφωνίας.

 

Εφόσον αμφότεροι διάδικοι ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις τους ήταν άσχημες και εξαιρετικά τεταμένες χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους αμοιβαία εμπιστοσύνη, αναμενόταν ότι η ρύθμιση μιας σημαντικής πτυχής της οικογενειακής κατάστασης τους, τη σημασία της οποίας οι ίδιοι αναγνωρίζουν, θα γινόταν με την ετοιμασία ενός κειμένου, δηλαδή τη συνομολόγηση και υπογραφή από μέρους τους μιας γραπτής συμφωνίας που θα περιλάμβανε συγκεκριμένους όρους. Εναλλακτικά θα αναμενόταν να είχε γίνει μία κοινή δήλωση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου με συγκεκριμένο και σαφή περιεχόμενο. Κανένα από αυτά δεν έγινε, παρά μόνο επίκληση προφορικής συνεννόησης που τυγχάνει να βολεύει και τους δύο στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς λεπτομέρειες και εξηγήσεις που να καταδεικνύουν δεσμευτική συμφωνία με σαφή και συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο. Εάν τώρα εκληφθεί αληθής η αναφορά της Καθ’ ης η αίτησης 2 ότι δεν γνώριζε για τα περιουσιακά στοιχεία του τότε συζύγου της (Καθ’ ου η αίτηση 1), την αξία αγοράς αυτών, ποια από αυτά ήταν ελεύθερα και ποια επιβαρύνονταν (§5 συμπληρωματική ΕΔ ΚΑ2), ξενίζει το σκεπτικό της να προβεί στα τυφλά στην επικαλούμενη συμφωνία διευθέτησης των περιουσιακών διαφορών της με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 ζητώντας να της μεταβιβαστεί και να εγγραφεί στο όνομα της το συγκεκριμένο μερίδιο ακινήτου και τον πρώην σύζυγο της να αποδέχεται.  

 

Στη βάση των πιο πάνω και με γνώμονα ότι αντικείμενο εκδίκασης είναι κατά πόσο η επίμαχη μεταβίβαση χαρακτηρίζεται από στοιχείο δόλου, δεν διαπιστώνω ότι προώθηση και τυχόν έγκριση της υπό κρίση αίτησης συνιστά παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος και/ή της επικαλούμενης προφορικής συνεννόησης εις βάρος της Καθ’ ης η αίτησης 2. Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανυπόστατος στην ολότητα του.

 

Ολοκληρώνω την ενασχόληση μου με τους λόγους ένστασης αρ. 1, 2, 3 & 4 του Καθ’ ου η αίτηση 1 και τους λόγους ένστασης αρ. 1, 2, 3, 4, 6 & 7 της Καθ’ ης η αίτησης 2. Οι λόγοι αυτοί ένστασης θα εξεταστούν μαζί επειδή άπτονται της ουσίας της υπό κρίση αίτησης. Είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την καταχώρηση, προώθηση και έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, σε αντίθεση με την Αιτήτρια που θεωρεί ότι ικανοποιούνται όλα τα απαιτούμενα κριτήρια. Όλες οι πλευρές προβάλλουν τα επιχειρήματα τους προς απόδειξη των εκδοχών τους.

 

Οι παράμετροι που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για να αποφασίσει αν οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται δόλια περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 3 του Κεφ.62. Σχετικά είναι τα εδάφια (2) και (3) του πιο πάνω άρθρου, τα οποία προνοούν ότι:

«(2)      Σε οποιαδήποτε αίτηση, βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας που έγινε σε οποιοδήποτε γονιό, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα άλλη περιουσία ισοδύναμης αξίας ή με καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του θα έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.

 

(3)        Καμιά πώληση, υποθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση που γίνεται με αντάλλαγμα χρημάτων ή άλλης περιουσίας ισοδύναμης αξίας δεν θα είναι ακυρώσιμη βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός αν ο αγοραστής, ο ενυπόθηκος δανειστής, ο δικαιοδόχος ή εκδοχέας φανεί ότι έχει αποδεχτεί αυτή εν γνώσει του ότι η πώληση αυτή, υποθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση έγινε από τον πωλητή, ενυπόθηκο οφειλέτη, δικαιοπάροχο ή εκχωρητή με πρόθεση να καθυστερήσει ή καταδολιεύσει τους πιστωτές του.»

 

Ερμηνεία του εδαφίου (2) καθιστά σαφές ότι όταν η μεταβίβαση ακινήτου γίνει από σύζυγο σε σύζυγο, όπως συνέβηκε εδώ με τους Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα ή καλή αντιπαροχή δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μεταβίβαση ήταν δόλια και το βάρος απόδειξης ότι αυτή έγινε καλή τη πίστει βρίσκεται στους ώμους του δικαιοπάροχου και του προσώπου στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση (δικαιοδόχος). Αυτό το μαχητό τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων με την προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας (Φ. Ζίττη κ.α. v. Φθαρτεμπορική Α/φοί Α. Κατσαρής Π. Λτδ Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2016 ημερ. 16.07.19).

 

Το δε εδάφιο (3) πραγματεύεται την περίπτωση που η μεταβίβαση γίνεται έναντι ανταλλάγματος, η οποία είναι ακυρώσιμη μόνο αν παρατηρηθεί ότι ο αγοραστής ή ο δικαιοδόχος την έχει αποδεχτεί γνωρίζοντας ότι η πώληση αυτή έγινε από τον πωλητή ή δικαιοπάροχο με πρόθεση να καθυστερήσει ή καταδολιεύσει τους πιστωτές του.

 

Η έννοια της «δόλιας μεταβίβασης» εξηγείται στο εδάφιο (1) του Κεφ.62. Πρόκειται για την πώληση ή μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που γίνεται από πρόσωπο με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει πιστωτές του να ανακτήσουν χρέη από αυτόν. Το κρίσιμο στοιχείο για να χαρακτηριστεί μια μεταβίβαση δόλια είναι η πρόθεση του μεταβιβάζοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι ότι τότε ήταν στη σκέψη του πωλητή ή δικαιοπάροχου ότι ο αιτητής ήταν πιστωτής και ότι η μεταβίβαση ή διάθεση της περιουσίας έγινε με σκοπό να αποξενωθεί ώστε να μην μπορέσει ο πιστωτής να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό. Ένας πιστωτής που δεν βρισκόταν στη σκέψη του χρεώστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης (μεταγενέστερος πιστωτής), δεν καλύπτεται από τη χορηγούμενη από το Κεφ.62 θεραπεία (Lymperopoulou v. Christodoulou and Others (1957) Vol.22 C.L.R. 184, Pampos Zenios Trading Ltd a.o v. Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ κ.α. (2011) 1)Γ) Α.Α.Δ. 2322).

 

Ένα σημείο που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο η Αιτήτρια θεωρείται ή όχι πιστωτής υπό την έννοια του Κεφ.62. Όπως λέχθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Pambos Zenios Trading Ltd και άλλη v. Μιχάλης Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ και άλλος (πιο πάνω), πιστωτής, όπως διαφαίνεται από το άρθρο 2 της πιο πάνω νομοθεσίας, είναι οι εξ’ αποφάσεως πιστωτές και τα πρόσωπα που έχουν αποδείξει το δικαίωμα τους να καταταχθούν ως πιστωτές του αποβιώσαντος σε διαδικασία διανομής της περιουσίας πτωχεύσαντος ή αφερέγγυου προσώπου. Κρίσιμος χρόνος για να θεωρηθεί κάποιος πιστωτής υπό την έννοια των διατάξεων του Κεφ.62 είναι ο χρόνος της μεταβίβασης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον ουσιώδη χρόνο της μεταβίβασης του επίμαχου μεριδίου του ακινήτου, δηλαδή περί τις 19.07.12, η Αιτήτρια δεν ήταν εξ’ αποφάσεως πιστωτής. Η Αιτήτρια κατέστη εξ’ αποφάσεως πιστωτής στις 05.11.21 όταν εκδόθηκε εκ συμφώνου η δικαστική απόφαση στην αγωγή αυτή. Ούτε όμως, κατά τον ουσιώδη χρόνο της μεταβίβασης, η Αιτήτρια απέδειξε το δικαίωμα της να καταταχθεί ως πιστωτής της Εναγομένης 1 εταιρείας και/ή του Καθ’ ου η αίτηση 1 (Εναγομένου 3) σε διαδικασία διανομής της περιουσίας πτωχεύσαντος ή αφερέγγυου προσώπου ή σε διαδικασία απόδειξης αδυναμίας καταβολής οφειλής από εταιρεία που λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.

 

Η Αιτήτρια επικαλείται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν στην πράξη μεταβίβασης δύο μήνες περίπου μετά την αποστολή επιστολής τερματισμού ημερ. 23.05.12. Οι Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τη θέση ότι παρέλαβαν τέτοια επιστολή. Μάλιστα η Καθ’ ης η αίτηση 2 δηλώνει άγνοια για τα οικονομικά προβλήματα της Εναγομένης 1 εταιρείας. Έχω μελετήσει με προσοχή την επικαλούμενη επιστολή. Αποστολέας είναι η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και απευθύνεται, μεταξύ άλλων, στον Καθ’ ου η αίτηση 1 προσωπικά, ως εγγυητής που είναι. Εκείνο όμως που παρατηρώ είναι ότι η διεύθυνση στην οποίαν η εν λόγω επιστολή κατ’ ισχυρισμό έχει αποσταλεί (μέρος Τεκμηρίου 3 αρχική ΕΔ Αδάμου) διαφέρει από την διεύθυνση που ο Καθ’ ου η αίτηση 1 έχει δηλώσει στο συμφωνητικό έγγραφο εγγύησης για σκοπούς αποστολής αλληλογραφίας (Τεκμήριο 1 αρχική ΕΔ Αδάμου). Μία απλή σύγκριση των διευθύνσεων που καταγράφονται στα Τεκμήρια 1 & 3 της αρχικής ΕΔ Αδάμου και αφορούν τον Καθ’ ου η αίτηση 1 αρκεί για να το διαπιστώσει κάποιος. Ουδεμία εξήγηση δόθηκε γιατί η επιστολή τερματισμού αποστάληκε σε διεύθυνση διαφορετική από αυτή που είχε δηλωθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 για τον σκοπό αυτό. Ενώπιον μου δεν έχουν τεθεί οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τη δεδομένη εκείνη στιγμή ο Καθ’ ου η αίτηση 1 θα λάμβανε γνώση για την αποστολή της εν λόγω επιστολής στη διεύθυνση που είχε αποσταλεί.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 είναι ο μοναδικός διευθυντής και συνάμα κύριος μέτοχος της Εναγομένης 1 εταιρείας. Με βάση το Τεκμήριο 3, η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd απέστειλε επιστολή τερματισμού και στην Εναγόμενη 1 εταιρεία, ως πρωτοφειλέτιδα που είναι.  

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε συμφωνητικό έγγραφο που να σημειώνει τη διεύθυνση που έχει δηλωθεί στην Αιτήτρια για σκοπούς αλληλογραφίας στα πλαίσια των χορηγημένων πιστωτικών διευκολύνσεων. Δεν μπορεί να εκληφθεί ότι αποστάληκε στην ίδια διεύθυνση. Το βάρος απόδειξης ότι η επιστολή είχε αποσταλεί στην ίδια διεύθυνση το φέρει η Αιτήτρια, η οποία παρέλειψε να το αποσείσει. Να σημειωθεί ότι η διεύθυνση στην οποίαν η εν λόγω επιστολή κατ’ ισχυρισμό έχει αποσταλεί (μέρος Τεκμηρίου 3 αρχική ΕΔ Αδάμου) διαφέρει από την διεύθυνση που έχει δηλωθεί ως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών και μπορούσε να ήταν εις γνώση της Αιτήτριας (Τεκμήριο 8 ΕΔ Αδάμου). Μία απλή σύγκριση των διευθύνσεων που καταγράφονται στα Τεκμήρια 1 & 3 της αρχικής ΕΔ Αδάμου και αφορούν την Εναγόμενη 1 εταιρεία είναι αρκετό για να το προσέξει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση ενώπιον μου δεν έχουν τεθεί οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τη δεδομένη εκείνη στιγμή ο Καθ’ ου η αίτηση 1 θα λάμβανε γνώση για την αποστολή της εν λόγω επιστολής προς την Εναγόμενη 1 εταιρεία στη διεύθυνση που είχε αποσταλεί.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο της ορθής παραλαβής των εν λόγω επιστολών που απευθύνονταν προς την Εναγόμενη 1 εταιρεία και προς τον Καθ’ ου η αίτηση 1. Αυτός σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το σκεπτικό στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ και άλλοι (2009) 1Α Α.Α.Δ. 479, το οποίο υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Κόμπου v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολιτική Έφεση Αρ. 173/2011 ημερ. 27.04.16. Συνεπώς η περί του αντιθέτου εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Αιτήτριας δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται (§75.3 σελίδα 15 γραπτής αγόρευσης συνηγόρου Αιτήτριας). Το Τεκμήριο 6 στην αρχική ΕΔ ΚΑ1 που επικαλέστηκε η εν λόγω συνήγορος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αποστάληκε στη διεύθυνση που σημειώνεται στο σώμα του εγγράφου. Καμία τέτοια μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον μου που να αποδεικνύει ότι το έγγραφο αυτό είχε αποσταλεί στη διεύθυνση που αυτό φέρει. Ούτε οποιοσδήποτε διάδικος ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το εν λόγω έγγραφο να εκτυπώθηκε από αρμόδιο λειτουργό όταν ο Καθ’ ου η αίτηση 1 παρουσιάστηκε προσωπικά στον συγκεκριμένο τραπεζικό οργανισμό και το ζήτησε.

 

Σε σχέση με την Καθ’ ης η αίτηση 2, η επιστολή ουδέποτε της αποστάληκε εφόσον δεν απευθυνόταν σ’ αυτήν αφού δεν την αφορούσε. Εφόσον ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν είχε λάβει επιστολή τερματισμού προκύπτει ότι ούτε η ίδια ήταν ενήμερη για την ύπαρξη τέτοιου εγγράφου κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Παράλληλα δέχομαι τη θέση της ότι δεν ήταν εις γνώση της οι δραστηριότητες, οι οικονομικές υποχρεώσεις και τα οικονομικά προβλήματα της Εναγομένης 1 εταιρείας, με την οποίαν ας σημειωθεί ότι ουδεμία σχέση είχε, αφού κανένα πειστικό στοιχείο που να την καταρρίπτει έχει παρουσιαστεί. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, δέχομαι τη θέση της ότι δεν ήταν ενήμερη πως ο πρώην σύζυγος της ήταν εγγυητής των πιστωτικών διευκολύνσεων που η Εναγόμενη 1 εταιρεία του είχε λάβει από την Αιτήτρια. Το γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση 2 υπήρξε σύζυγος του Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν προϋποθέτει γνώση της πρώτης επί των επαγγελματικών πράξεων του δευτέρου.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι το επίμαχο μερίδιο του ακινήτου μεταβιβάστηκε από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2 στις 19.07.12 και εγγράφηκε στο όνομα της τελευταίας στις 24.07.12. Εξάλλου το γεγονός αυτό επαληθεύεται από το Τεκμήριο 7 της αρχικής ΕΔ Αδάμου, το περιεχόμενο του οποίου αποδέχομαι ως ορθό και αξιόπιστο αφού πρόκειται για επίσημο έγγραφο. Ακόμη αποτελεί κοινό έδαφος ότι για τη μεταβίβαση αυτή δεν δόθηκε οποιοδήποτε χρηματικό αντάλλαγμα.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι για την επίμαχη μεταβίβαση δόθηκε αντάλλαγμα άλλης περιουσίας που είχε μεγαλύτερη αξία. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει σε προγενέστερο στάδιο δεν αποδέχομαι ότι υπήρξε μεταξύ των Καθ’ ων η αίτηση η επικαλούμενη συναλλαγή και κατ’ επέκταση συμφωνία ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών τους. Πέραν όμως και ανεξαρτήτως αυτού, το επικαλούμενο ακίνητο δεν θα μπορούσε να αποτελούσε μέσο ανταλλαγής με το επίμαχο ακίνητο που μεταβιβάστηκε για το λόγο που προβλήθηκε επειδή τότε το επικαλούμενο ακίνητο επιβαρυνόταν με υποθήκη, ως αποτέλεσμα της οποίας τελικά εκποιήθηκε προς όφελος τραπεζικού οργανισμού. Επομένως καταλήγω στο εύρημα ότι το επίμαχο μερίδιο του ακινήτου μεταβιβάστηκε δια δωρεάς από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2, ως αναγράφεται στο Τεκμήριο 7 της αρχικής ΕΔ Αδάμου που έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο. Βέβαια το εύρημα αυτό δεν καθιστά αυτόματα την επίμαχη μεταβίβαση «δόλια» δυνάμει των διατάξεων του Κεφ.62.

 

Αυτό όμως που σημαίνει είναι ότι με βάση το πιο πάνω εύρημα το βάρος απόδειξης πως η επίμαχη μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει βρίσκεται στους ώμους του Καθ’ ου η αίτηση 1 που μεταβίβασε το ακίνητο (δικαιοπάροχος) και της Καθ’ ης η αίτησης 2 στο όνομα της οποίας το ακίνητο μεταβιβάστηκε (δικαιοδόχος).        

 

Το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου που κατά το χρόνο της μεταβίβασης οφειλόταν στην Αιτήτρια αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 12 της συμπληρωματικής ΕΔ Αδάμου. Πρόκειται για καταστάσεις λογαριασμών, το περιεχόμενο των οποίων αποδέχομαι ως ορθό και αξιόπιστο. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν αμφισβητήσει την αλήθεια του εν λόγω τεκμηρίου. Ουδεμία δε μαρτυρία που να αντικρούει το περιεχόμενο του έχει τεθεί ενώπιον μου. Από το Τεκμήριο 12 προκύπτει ότι κατά τις 30.06.12 το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανερχόταν στα €2.739.853,15 (περίπου είναι το ίδιο που η Αιτήτρια επικαλείται στην §6.3.1 συμπληρωματική ΕΔ Αδάμου).

 

Την ίδια περίοδο, με βάση πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγομένης 1 εταιρείας ημερ. 24.10.16 που επισυνάπτεται ως τεκμήριο στη συμπληρωματική ΕΔ Αδάμου και το περιεχόμενο του οποίου αποδέχομαι ως ορθό και αξιόπιστο αφού πρόκειται για επίσημο έγγραφο, τρία ακίνητα της Εναγομένης 1 εταιρείας επιβαρύνονταν με δύο υποθήκες προς όφελος της Αιτήτρια. Στο έγγραφο αυτό αναγράφονται η αγοραία αξία τους όπως εκτιμήθηκε κατά την 01.01.13 (που είναι πλησιέστερη ημερομηνία κατά το χρόνο μεταβίβασης), την οποίαν αποδέχομαι αφού πρόκειται για επίσημο έγγραφο αρμόδιας υπηρεσίας προς αντίκρουση του οποίου καμία μαρτυρία έχει προσκομιστεί:

(α)       ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], Πάφος, εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας 1/1 με αγοραία αξία €80,600,

(β)       ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], Πάφος, εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας 1/1 με αγοραία αξία €193,000 και

(γ)        ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ], Πάφος, εγγεγραμμένο μερίδιο ιδιοκτησίας 1/1 με αγοραία αξία €769,900.

 

Προκύπτει ότι το σύνολο της αγοραίας αξίας των υποθηκευμένων ακινήτων της Εναγομένης 1 εταιρείας προς όφελος της Αιτήτριας ανερχόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης στα €1.043.500 (ταυτίζεται μ’ αυτό που η Αιτήτρια επικαλείται στην §6.3.3 συμπληρωματική ΕΔ Αδάμου).

 

Περαιτέρω ο Καθ’ ου η αίτηση 1 έχει προσκομίσει τραπεζική κατάσταση λειτουργίας προσωπικού του λογαριασμού. Πρόκειται για το Τεκμήριο 6 της αρχικής ΕΔ του. Η ορθότητα το περιεχομένου του εγγράφου αυτού δεν έχει αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε διάδικο. Ούτε έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε περί του αντιθέτου πειστική μαρτυρία. Με βάση το έγγραφο αυτό, το οποίο αποδέχομαι ως ορθό και αξιόπιστο, το υπόλοιπο αυτού, κατά τις 02.02.12 που είναι ημερομηνία κοντινή στο χρόνο μεταβίβασης, καταδεικνύεται πιστωτικό υπόλοιπο ύψους €702.670,15.

 

Επιπλέον, κατά το χρόνο μεταβίβασης, υπήρχαν προς όφελος της Αιτήτριας δύο ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί ολόκληρης της περιουσίας της Εναγομένης 1 εταιρείας. Η ύπαρξη τους επιβεβαιώνεται μέσα από το Τεκμήριο 8 της αρχικής ΕΔ Αδάμου, το περιεχόμενο του οποίου έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί προηγουμένως. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό παρέμεινε αναντίλεκτη η αναφορά του Καθ’ ου η αίτηση 1 ότι η Εναγόμενη 1 εταιρεία κατά το χρόνο της μεταβίβασης είχε εμπορεύματα και stock αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ αφού όλα τα καταστήματα της λειτουργούσαν τότε κανονικά.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια, δεν είχε, υπό τις περιστάσεις, δικαίωμα να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση επειδή δεν ήταν πιστωτής υπό την έννοια του Κεφ.62. Ακόμη, υπό το φως της ύπαρξης των πιο πάνω εξασφαλίσεων σε συνδυασμό με την αξία αυτών και σε συνάρτηση με το ύψος του οφειλομένου ποσού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης η Αιτήτρια βρισκόταν στη σκέψη του Καθ’ ου η αίτηση 1 και ότι ο τελευταίος είχε πρόθεση να την καθυστερήσει ή να την εμποδίσει από του να εισπράξει το οφειλόμενο προς αυτήν χρέος του. Τη δεδομένη εκείνη στιγμή ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν είχε υπόψη του το συνολικό οφειλόμενο ποσό στη διασαφηνισμένη / αποκρυσταλλωμένη του μορφή. Ούτε του είχε τότε γνωστοποιηθεί ότι το ποσό αυτό, το οποίο τότε δεν ήταν διασαφηνισμένο / αποκρυσταλλωμένο, ήταν απαιτητό και καταβλητέο στο σύνολο του. Την ίδια στιγμή, έχοντας υπόψη μου τα δεδομένα που αφορούν την Καθ’ ης η αίτηση 2, τα οποία έχω εκθέσει προηγουμένως, καταλήγω στο επίσης ασφαλές συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως κατά το χρόνο της μεταβίβασης η Αιτήτρια βρισκόταν στη σκέψη της Καθ’ ης η αίτησης 2 και ότι η ίδια είχε πρόθεση να την καθυστερήσει ή να την εμποδίσει από του να εισπράξει το οφειλόμενο προς αυτήν χρέος από τον Καθ’ ου η αίτηση 1.

 

Μπροστά στο μαχητό τεκμήριο που έχει δημιουργηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2 έχουν παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία με αποτέλεσμα να το ανατρέψουν επιτυχώς στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, οι Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2 απέδειξαν ότι η επίμαχη μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει.

 

Έπεται ότι οι λόγοι ένστασης αρ. 1, 2, 3 & 4 του Καθ’ ου η αίτηση 1 και οι λόγους ένστασης αρ. 1, 2, 3, 4, 6 & 7 της Καθ’ ης η αίτησης 2 επιτυγχάνουν.

 

Συνακόλουθα η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.             

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο