ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                

  Αρ. Αγωγής: 56/2024 I-Justice

Μεταξύ:

1.         Αντώνη Βασιλείου υπό την ιδιότητα του ως

Παραλήπτη/Διαχειριστή της ALPHA PANARETI

PUBLIC LIMITED (HE xxx) (Υπό Διαχείριση), εκ χχχ, Λευκωσία

2.         Αντώνη Βασιλείου υπό την ιδιότητα του ως

Παραλήπτη/Διαχειριστή της THE SUNSET BOULEVARD

TOURIST AND ESTATE COMPANY LIMITED (HE xxx)

(Υπό Διαχείριση), εκ χχχ, Λευκωσία

                                                                                                                         Εναγόντων

                                                   και

1.         Ανδρέα Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ χχχ, Πάφος

2.         Νεόφυτου Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ χχχ, Πάφος

3.         Κατερίνας Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ χχχ, Πάφος

4.         Μαρίνας Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχ), εκ χχχ, Πάφος 

                                                                                                Εναγομένων

 

Αίτηση ημερομηνίας 27.02.24 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

 

Ημερομηνία: 23.08.24

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 & 2/Αιτητές 1 & 2: κος Π. Πανάγος μαζί με κα Δ. Χριστοδούλου

   και κ. Π. Σταύρου για ΠΑΝΑΓΟΣ &

   ΠΑΝΑΓΟΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγομένους 1 - 4/Καθ’ ων η αίτηση 1 - 4: κος Α. Κασιανής μαζί με

         κα Μ. Βασιλείου για 

         Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία    

         Δ.Ε.Π.Ε. μαζί με κ. Π. Βορκά για

        Μιχάλης Βορκάς &

        Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε στις 23.02.24 και διέπεται από τους Νέους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από την 01.09.23.

 

Ενάγοντες 1 & 2 είναι πρόσωπο που προβάλλει την ιδιότητα του διορισμένου Παραλήπτη/Διαχειριστή των εταιρειών A. Panareti Public Limited (στο εξής η εταιρεία «Panareti») και «The Sunset Boulevard Tourist and Estate Company Limited» (στο εξής η εταιρεία «Sunset») κατ’ επίκληση ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερ. 18.10.10 και 31.10.18 (στο εξής το «ομόλογο 2010», το «ομόλογο 2018» και τα «ομόλογα»). Η αγωγή στρέφεται εναντίον τεσσάρων Εναγομένων που είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι Εναγόμενοι 1 & 2 είναι διευθυντές και μέτοχοι της εταιρείας «Panareti», η Εναγόμενη 4 είναι γραμματέας και μέτοχος της ίδιας εταιρείας. Μέτοχος της εταιρείας «Panareti» είναι και η Εναγόμενη 3, η οποία συνάμα είναι γραμματέας της εταιρείας «Sunset».          

 

Μέσα από την έκθεση απαίτησης τους που καταχωρίστηκε στις 02.04.24 οι Ενάγοντες, υπό την ιδιότητα του Παραλήπτη/Διαχειριστή των προαναφερομένων εταιρειών, αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και διάφορα διατάγματα συνεπεία ζημιών που επικαλούνται ότι υπέστησαν λόγω ύπαρξης οφειλομένου ποσού, επιστροφή ποσού που παράνομα προσπορίστηκε δυνάμει των αρχών αδικαιολόγητου πλουτισμού και του δικαίου αποκατάστασης κατ’ ισχυρισμό παράβασης συμφωνητικών εγγράφων, δόλου/απάτης, παράβασης καθηκόντων πίστεως/εμπιστοσύνης πρόκλησης οχληρίας, παράνομης επέμβασης σε κινητή και ακίνητη περιουσία, παράνομη κατακράτηση περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, εσκεμμένης συνομωσίας και πρόκλησης ζημιάς, επίθεσης, πρόκληση οχληρίας,

 

Έκθεση υπεράσπισης δεν έχει καταχωριστεί μέχρι σήμερα. Συνεπώς τα δικόγραφα της υπόθεσης δεν έχουν συμπληρωθεί μέχρι σήμερα.

 

Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να αναφέρω ότι η νομιμότητα και η εγκυρότητα διορισμού Παραλήπτη/Διαχειριστή στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset» αμφισβητούνται από ή εκ μέρους των Εναγομένων στα πλαίσια διαφορετικής αγωγής με αποτέλεσμα τα ζητήματα αυτά να αποτελούν αντικείμενο εκδίκασης σε ξεχωριστή διαδικασία. Ακόμη κρίνω ωφέλιμο να αναφέρω ότι, στα πλαίσια της αγωγής αρ. 1017/13 που εκκρεμεί ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας, οι Εναγόμενοι μαζί με τις εταιρείες «Panareti» και «Sunset» και άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα και εγκυρότητα των ομολόγων.           

 

Μεταγενέστερα της καταχώρισης του Εντύπου Απαίτησης και συγκεκριμένα στις 27.02.24 οι Ενάγοντες καταχώρισαν μονομερώς αίτηση, στην οποίαν επιδιώκεται η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου με τα οποία:

(α)       να απαγορεύεται στους Εναγομένους να εισέρχονται και/ή να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στα ακίνητα εντός των οποίων βρίσκονται το κτιριακό συγκρότημα «Δήμητρα», το ξενοδοχείο «Panaretis Royal Coral Bay Resort» και το κτιριακό συγκρότημα «Rania Beach Hotel Apartments»,

(β)       να απαγορεύεται στους Εναγομένους να εισπράττουν ποσά που σχετίζονται με το ξενοδοχείο «Panaretis Royal Coral Bay Resort» και/ή με οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο της υπό διαχείριση εταιρείας «Panareti»,

(γ)        να απαγορεύεται στους Εναγομένους να απαιτούν πληρωμή και/ή εισπράττουν ποσά από τους κατόχους των υποστατικών στο κτιριακό συγκρότημα «Rania Beach Hotel Apartments» και/ή από οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο της υπό διαχείριση εταιρείας «Sunset»,

(δ)        να απαγορεύεται στους Εναγομένους να παριστάνουν με οποιονδήποτε τρόπο, είτε γραπτώς είτε προφορικώς είτε άλλως πως, σε άτομα στην Κύπρο και/ή στο εξωτερικό ότι είναι ιδιοκτήτες και/ή κατέχουν και/ή διαθέτουν δικαίωμα επί περιουσιακού στοιχείου που βρίσκεται υπό τη διαχείριση των Εναγόντων και/ή να τα εκμεταλλεύονται και/ή να τα χρησιμοποιούν,

(ε)        να επιτρέπεται στους Ενάγοντες να εισέλθουν το κτιριακό συγκρότημα «Δήμητρα» που χρησιμοποιείται ως γραφεία και να συλλέξουν έγγραφα και πληροφορίες που σχετίζονται με τις υπό διαχείριση εταιρείες «Panareti» και «Sunset».

 

Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι τα διατάγματα που ζητούνται υπό το σημείο (Η) της παρούσας αίτησης (σελίδες 6-11) έχουν εγκαταλειφθεί μετά από σχετική δήλωση του συνηγόρου του Ενάγοντα στο στάδιο της αγόρευσης του.

 

Στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνονται, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), τα άρθρα 4 & 5 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6), τα Μέρη 23 & 25 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, διάφορα άρθρα του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ.149), Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148) και Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ.113) και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από τρεις ένορκες δηλώσεις συνολικής έκτασης 39 δακτυλογραφημένες σελίδες. Στις δύο από αυτές ομνύοντας είναι ο Ενάγοντας ενώ στην άλλη ενόρκως δηλών είναι ο Κυριάκος Κωνσταντή, φύλακας ασφαλείας ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος από τον διορισμό του Ενάγοντα ως Παραλήπτης/Διαχειριστής στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset», ανέλαβε καθήκοντα ιδιώτη φύλακα στο κτιριακό συγκρότημα «Δήμητρα». Προς υποστήριξη των ενόρκων δηλώσεων επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.

 

Στις ένορκες δηλώσεις καταγράφεται το ιστορικό της υπόθεσης και γίνεται επίκληση γεγονότων που την περιβάλλουν, όπως τα αντιλαμβάνεται η πλευρά των Εναγόντων. Επίσης σημειώνονται στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με τους Ενάγοντες πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Το σύνολο των επικαλούμενων γεγονότων προδιαγράφουν την εκδοχή των Εναγόντων.

 

Στις 04.03.24 που η παρούσα αίτηση είχε τεθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της, πράγμα που έγινε. Επομένως με οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση κατέστη δια κλήσεως.

 

Οι Εναγόμενοι 1-4 αντέδρασαν στις 17.05.24 με την καταχώρηση κοινής ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης. Η ένσταση των Εναγομένων εδράζεται 22 λόγους. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

 

Η νομική βάση της ένστασης είναι παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.

 

Η ένσταση των Εναγομένων υποστηρίζεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση (συνολικής έκτασης 44 δακτυλογραφημένες σελίδες) του Εναγομένου 1, υιός του Εναγομένου 2 και αδελφός των Εναγουσών 3 & 4. Ο ενόρκως δηλών είναι εκ των διευθυντών των εταιρειών «Panareti» και «Sunset». 

 

Στην ένορκη δήλωση της ένστασης επισυνάπτονται σωρεία εγγράφων που κατά τη γνώμη των Εναγομένων τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης τους και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Στην ουσία μέσα από τις ένορκες δηλώσεις αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα παρέχεται το ιστορικό της υπόθεσης και προβάλλονται γεγονότα από την γωνία αντίληψης των Εναγομένων. Τα προβαλλόμενα γεγονότα καθορίζουν το πλαίσιο εκδοχής των Εναγομένων που αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό των Εναγόντων.

 

Ακολούθησε η υποβολή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από αμφότερες πλευρές, ως προνοείτο από το εκδομένο, από το Δικαστήριο, χρονοδιάγραμμα καθορισμού της διαδικασίας εκδίκασης της παρούσας αίτησης. Οι ένορκες δηλώσεις έγιναν πάλι από τον Ενάγοντα και τον Εναγόμενο 1 αντίστοιχα. Σ’ αυτές επισυνάπτονται επιπλέον τεκμήρια προς απόδειξη των εκδοχών των διαδίκων. Στο δικό της συμπληρωματικό έγγραφο έκαστη πλευρά προβάλλει αναφορές που κατά τη γνώμη της αντικρούουν τις θέσεις του αντιδίκου της που έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη ένορκη δήλωση του.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους. Είναι αρκετό να λεχθεί ότι στις ένορκες δηλώσεις αυτές παρέχονται αντικρουόμενες θέσεις που αφορούν την επαγγελματική σχέση των διαδίκων, των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» και γενικότερα του «Ομίλου Alpha Panareti». Μέσα από αυτή την επαγγελματική σχέση αναδεικνύονται διάφορα αμφισβητούμενα πραγματικά και νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων αναμένεται να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια σωρεία δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον διαφόρων Δικαστηρίων σε διάφορες επαρχίες.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις δικές τους και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Κατά την ετοιμασία της παρούσας απόφασης και αφού αυτή είχε επιφυλαχτεί, το Δικαστήριο ενημερώθηκε από το Πρωτοκολλητείο ότι οι Εναγόμενοι στις 25.06.24 είχαν καταχωρίσει ενδιάμεση αίτηση η οποία ορίστηκε για ΑΔΟ στις 16.09.24. Επίσης το Πρωτοκολλητείο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι οι Εναγόμενοι ζητούσαν όπως η αίτηση τους αυτή τεθεί ενωρίτερα ενώπιον του Δικαστηρίου. Η αίτηση αφορούσε επανάνοιγμα της υπό εξέταση αίτησης που είχε εκδικαστεί. Λόγω της φύσεως της, το Δικαστήριο επιλήφθηκε της ενδιάμεσης αίτησης πριν από την ολοκλήρωση της ετοιμασίας της απόφασης του για την παρούσα αίτηση. Με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 23.08.24 το παρόν Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των Εναγομένων για επανάνοιγμα της υπό εξέταση αίτησης για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο του εγγράφου.

 

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης στρέφομαι να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου εξετάζοντας μαζί τους λόγους ένστασης αρ. 7 & 20 επειδή τα θέματα που εγείρονται είναι δικονομικής φύσεως.

 

Ειδικότερα είναι η θέση των Εναγομένων ότι η υπό κρίση αίτηση είναι «δικονομικά αλλά και ουσιαστικά αβάσιμη και αστήρικτη» (7ος λόγος ένστασης). Σύμφωνα με τους Εναγομένους, στο Έντυπο Απαίτησης δεν σημειώνεται ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του Παραλήπτη/Διαχειριστή ή οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που οδηγεί στην ταυτοποίηση του. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, οδηγεί αυτόματα σε απόρριψη το Έντυπο Απαίτησης, το οποίο συμπαρασύρει και την υπό κρίση αίτηση. Αντίθετη είναι η θέση της πλευράς των Εναγόντων που θεωρεί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο επειδή η αγωγή δεν εγείρεται υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως παραλήπτης/διαχειριστής των εταιρειών «Panareti» και «Sunset».

 

Το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας αγωγής αφορά περίπτωση διορισμού Παραλήπτη/Διαχειριστή δυνάμει εγγράφου εκτός Δικαστηρίου στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset». Μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί ότι το πρόσωπο που εμφανίζεται ως Παραλήπτης/Διαχειριστής στις δύο εταιρείες είναι το ίδιο. Πρόκειται για φυσικό πρόσωπο που προβάλλει την ιδιότητα του Παραλήπτη/Διαχειριστή στις εν λόγω εταιρείες. Με το Έντυπο Απαίτησης του το φυσικό αυτό πρόσωπο, υπό την ιδιότητα που επικαλείται, επιδιώκει τις αιτούμενες θεραπείες. Το ίδιο αυτό φυσικό πρόσωπο, μέσα από την υπό κρίση αίτηση, αξιώνει την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων που ουσιαστικά άπτονται των καθηκόντων και υποχρεώσεων του υπό την ιδιότητα που φέρει. Εάν η αγωγή καταχωρείτο από τις εν λόγω εταιρείες, διάδικοι θα ήταν μόνο οι επωνυμίες τους χωρίς την ανάγκη να σημειωθεί το όνομα και η ιδιότητα του φυσικού προσώπου αφού είναι γνωστό ότι η εταιρεία συνιστά ανεξάρτητη νομική οντότητα η οποία ενάγει και ενάγεται στο όνομα της (Σολωμού v. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1Α Α.Α.Δ. 300, Καλησπέρας v. Δρυάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, Salomon v. Salomon (1897)   A.C. 22). Κάτι τέτοιο όμως εδώ δεν συμβαίνει.

 

Οι Νέοι Διαδικαστικοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας υποδεικνύουν, ανάμεσα σ’ άλλα, την ανάγκη ταυτοποίησης του προσώπου που καταχωρεί την αγωγή. Η ταυτοποίηση επιτυγχάνεται με την καταγραφή στο Έντυπο Απαίτησης του αριθμού δελτίου ταυτότητας του ενάγοντα ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου που τον ταυτοποιεί. Αυτό γίνεται επειδή προφανώς δεν θα πρέπει να επιδέχεται αμφισβήτησης η αναγνώριση του προσώπου που προωθεί την αγωγή. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 7.2(2) που εισήχθηκε στους Διαδικαστικούς Θεσμούς στις 29.09.23 με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2023.

 

Πράγματι στο Έντυπο Απαίτησης δεν καταγράφεται ο αριθμός ταυτότητας του Ενάγοντα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να τον ταυτοποιεί. Θα έπρεπε να υπήρχε τέτοια αναφορά στο Έντυπο Απαίτησης ώστε το έγγραφο αυτό να συνάδει πλήρως με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Πρωταρχικός σκοπός των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι η παροχή στο Δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος (Κανονισμός 1.2(1)). Αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να διαχειριστεί κατά τρόπο γρήγορο και αποτελεσματικό τις υποθέσεις προάγοντας τον πρωταρχικό σκοπό (Κανονισμός 1.5(1)).

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν παρά την παράλειψη ταυτοποίησης είναι δυνατή η αναγνώριση του Ενάγοντα από τους Εναγομένους, εναντίον των οποίων στρέφεται η παρούσα αγωγή. Η απάντηση είναι καταφατική. Μέσα από την πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του ο Εναγόμενος 1 επικαλείται περιστατικά που φωτογραφίζουν συγκεκριμένο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως ο Ενάγοντας στην αγωγή αυτή, με τον οποίον μάλιστα έχουν διαφορές ενώπιον άλλων δικαστηρίων. Από τη διατύπωση, το λεκτικό και το ύφος που χρησιμοποιείται στην ένορκη δήλωση του Εναγομένου 1, έκδηλα καταδεικνύεται ότι όλοι οι Εναγόμενοι γνωρίζουν την ταυτότητα του ατόμου που έχει καταχωρήσει εναντίον τους την παρούσα αγωγή. Ακόμη γνωρίζουν υπό ποία ιδιότητα το πράττει. Παράλληλα είναι εις γνώση των Εναγομένων ότι το ίδιο πρόσωπο χρησιμοποιώντας την ιδιότητα του αυτή προωθεί την υπό κρίση αίτηση.

 

Από τις αναφορές του Εναγομένου 1 στις οποίες εμπλέκονται όλοι οι Εναγόμενοι, δεν αφήνεται καμία αμφιβολία ότι οι τελευταίοι γνωρίζουν ποιο ακριβώς είναι το άτομο αυτό και ποιος ο σκοπός του στην προώθηση της παρούσας αγωγής και της υπό κρίση αίτησης. Τα περιστατικά που ο Εναγόμενος 1 επικαλείται μέσα από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του, στα οποία δηλώνεται ανάμιξη όλων των Εναγομένων, αναιρούν τον ισχυρισμό των Εναγομένων ότι ο Ενάγοντας παραμένει χωρίς ταυτοποίηση και ότι ουσιαστικά τους είναι άγνωστος.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι θα ήταν εντελώς άδικο, παράλογο και εντελώς τυπολατρικό αν απέρριπτα την αγωγή και κατ’ επέκταση την υπό κρίση αίτηση εξαιτίας της παράλειψης αυτής, τη στιγμή που τελικά η ταυτότητα του Ενάγοντα είναι απόλυτα γνωστή στους Εναγομένους ένεκα της προϊστορίας που τους περιβάλλει. Τυχόν απόρριψη της αγωγής και/ή της υπό κρίση αίτησης δεν θα εξυπηρετούσε τον πρωταρχικό σκοπό των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που το Δικαστήριο οφείλει να τον υλοποιήσει αλλά απλά θα στερούσε το συνταγματικό δικαίωμα του Ενάγοντα να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

 

Η συγκεκριμένη περίπτωση όπου ο Ενάγοντας και η επικαλούμενη ιδιότητα του είναι γνωστά στους Εναγομένους από προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες, είτε αυτές έχουν ολοκληρωθεί είτε εκκρεμούν, όπως αυτά διαπιστώνονται μέσα από τα γεγονότα που οι Εναγόμενοι επικαλούνται, καθιστά την παράλειψη αναφοράς στοιχείων που ήδη είναι γνωστά στους Εναγομένους παρατυπία υπό τη μορφή της μη απόλυτης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Πρόκειται για παρατυπία υπό την έννοια ότι δεν χαρακτηρίζεται από στοιχείο σοβαρότητας αλλά είναι τυπική. Η παρούσα είναι περίπτωση που δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος θεραπείας της παρατυπίας αυτής και συνάμα, εφόσον ζητείται τελικά από την πλευρά του Ενάγοντα (συμπληρωματική προφορική αγόρευση συνηγόρου Ενάγοντα – πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.06.24, σελίδα 30, σημεία 11-13), διατάγματος απαλλαγής του Ενάγοντα από κυρώσεις λόγω μη συμμόρφωσης του με το συγκεκριμένο ζήτημα των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Κανονισμοί 3.1(2)(μ) & 3.6).               

 

Επιπλέον οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη επειδή δεν είναι έγκυρες και νόμιμες αφού παραβιάζουν τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (20ος λόγος ένστασης). Είναι η θέση τους ότι οι ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση δεν περιέχουν σχετική βεβαίωση (jurat), ως προνοούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Με βάση τον Κανονισμό 32.15(9) στο τέλος κάθε ένορκης δήλωσης πρέπει να υπάρχει βεβαίωση που να επιβεβαιώνει τη γνησιότητα του εγγράφου. Τα χαρακτηριστικά που μία τέτοια βεβαίωση καλείται να φέρει παρατίθενται υπό τα σημεία (α) μέχρι (ε) του πιο πάνω κανονισμού. Από τον Κανονισμό 32.17 συνάγεται ότι αν μία τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει τότε η ένορκη δήλωση δυνατό να εκληφθεί ελαττωματική αφού ο τύπος της δεν θα συνάδει με το Μέρος 32. Σε μία τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποδεχτεί την ένορκη δήλωση ως μαρτυρία και δύναται να αρνηθεί να επιδικάσει τα έξοδα τα οποία προκύπτουν από την ετοιμασία της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι υπάρχει η απαιτούμενη βεβαίωση. Μέσα από τις ένορκες δηλώσεις της υπό κρίση αίτησης υπάρχουν το λεκτικό εκείνο που επιβεβαιώνει τη γνησιότητα των εγγράφων. Δεν γίνεται σε ξεχωριστή σελίδα αλλά ακολουθεί αμέσως μετά από τα σχετικά κείμενα. Υπογράφονται από τους ομνύοντες με αναφορά στο πλήρες ονοματεπώνυμο τους. Επίσης σημειώνεται η ημερομηνία υπογραφής των εγγράφων ενώ συμπληρώνεται το όνομα και η ιδιότητα των προσώπων ενώπιον των οποίων έγιναν οι ένορκες δηλώσεις. Πρόκειται για άτομα που δικαιούνται να το πράξουν αφού πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι πρόνοιες των εδαφίων (17) & (18) του Κανονισμού 32.15.

 

Οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι η βεβαίωση δεν είναι ευδιάκριτη. Κατ’ αρχάς δεν ξεκαθαρίζουν αν αναφέρονται σε όλες τις ένορκες δηλώσεις ή σε κάποια συγκεκριμένη. Το αφήνουν να αιωρείται χωρίς να το διευκρινίζουν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου τους. Σε κάθε περίπτωση, επί της ουσίας δεν έχουν δίκαιο. Το μόνο πρόβλημα που εντοπίζεται στο ζήτημα που εγείρουν περιορίζεται στην αρχική ένορκη δήλωση του Ενάγοντα. Συμφωνώ ότι το όνομα του προσώπου ενώπιον του οποίου έγινε η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν μπορεί να αναγνωστεί με πολλή ευκολία. Ωστόσο αυτό είναι κατορθωτό με κάποια σχετική προσπάθεια από τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης. Συνεπώς δεν είναι ζήτημα που θα με απασχολήσει περισσότερο.       

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι σε δύο ένορκες δηλώσεις δεν αναγράφεται η ώρα και η διεύθυνση του προσώπου ενώπιον του οποίου αυτές έγιναν, αλλά κρίνω ότι αυτά δεν μπορούν να διαγράψουν την εικόνα της επιβεβαίωσης που δημιουργήθηκε από τους υπόλοιπους παράγοντες που ήδη υπάρχουν. Σε τελευταία ανάλυση, η ώρα που ο ενόρκως δηλών ορκίστηκε και υπέγραψε ενώπιον του αρμοδίου ατόμου απουσιάζει και από την αρχική πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Εναγομένου 1 αλλά ούτε εδώ, για τους ίδιους λόγους, θεωρώ ότι δεν υπάρχει το σκηνικό της επιβεβαίωσης (βεβαίωση – jurat).

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, κρίνω ότι αμφότεροι λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Οι Εναγόμενοι ακόμη παραπονιούνται ότι η «απαίτηση και/ή αίτηση δεν έχουν επιδοθεί προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη». Πρόκειται για τον 11ο λόγο ένστασης τους.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο λόγος αυτός ένστασης δεν αναλύθηκε και ούτε σχολιάστηκε από την πλευρά των Εναγομένων μέσα από την εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης. Ουδέποτε διασαφηνίστηκε ποιο είναι το ενδιαφερόμενο μέρος προς το οποίο δεν υπήρξε επίδοση των εγγράφων, ως επικαλούνται οι Εναγόμενοι. Ουδεμία αναφορά δίδεται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις του Εναγομένου 1 και κανένας σχολιασμός γίνεται μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου των Εναγομένων προς στοιχειοθέτηση της πιο πάνω τοποθέτησης τους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία θέση που παρέμεινε στο επίπεδο του ισχυρισμού που τελικά δεν προωθήθηκε μέσα από την εκδίκαση της αίτησης και συνεπώς στερείται θεμελίωσης. Εκλαμβάνω ότι οι Εναγόμενοι έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους αυτή, η οποία σε κάθε περίπτωση, ως ατεκμηρίωτη που είναι, απορρίπτεται.

       

Ένα άλλο επιχείρημα που οι Εναγόμενοι προβάλλουν προκειμένου να εισηγηθούν ότι η υπό κρίση αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας είναι ότι οι Ενάγοντες «απέκρυψαν από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και περιστατικά». Πρόκειται για τον 2ο λόγο ένστασης. Παρόλο ότι με το ζήτημα αυτό δεν ασχολήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος στην αγόρευση του, εντούτοις εκλαμβάνω ότι η τοποθέτηση των Εναγομένων καλύπτει τις αναφορές που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση της ένστασης αν και δεν υπάρχει σαφής υπόδειξη ως προς το ποια συγκεκριμένα είναι τα επικαλούμενα γεγονότα που θεωρούνται ουσιώδη και έχουν αποκρυβεί από τους Ενάγοντες. Από την άλλη οι Ενάγοντες διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν δεν είναι επιλήψιμη.  

 

Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία, εδώ της έκδοσης των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων, αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Τούτο επειδή το Δικαστήριο στην απουσία του άλλου μέρους, εναντίον του οποίου ζητείται μονομερώς η αξιούμενη θεραπεία, προχωρεί στη λήψη απόφασης βασιζόμενο μόνο στα στοιχεία και γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Γι’ αυτό, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση δεν λαμβάνει μέρος και δεν έχει την ευκαιρία στο στάδιο εκείνο να ακουστεί κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, η ένορκη δήλωση του Αιτητή πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είναι σχετικά και μπορούν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει χωρίς παραπλάνηση και παραπληροφόρηση. Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο προχωρεί στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος.

 

Η προκειμένη περίπτωση όμως δεν εντάσσεται στην πιο πάνω κατηγορία. Από την αρχή η παρούσα αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στους Εναγομένους, οι οποίοι από την αρχή έλαβαν γνώση της αίτησης αυτής και του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που τη συνοδεύουν. Με αυτόν τον τρόπο οι Εναγόμενοι αμέσως συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία και προωθώντας την ένσταση τους παρουσίασαν τις δικές τους θέσεις προτού το Δικαστήριο αποφασίσει για την τύχη της παρούσας αίτηση. Με βάση το δεδομένο αυτό δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και κατ’ επέκταση απόκρυψης στοιχείων ως ειδικής προϋπόθεσης στην περίπτωση που εξετάζεται η αίτηση μονομερώς, επειδή οι Εναγόμενοι προστατεύονται από τέτοια τυχόν παραπλάνηση με την ευκαιρία που έχουν από την αρχή να παραθέσουν τις δικές τους θέσεις, γεγονότα και στοιχεία στο Δικαστήριο προτού κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, πράγμα που αυτοί έχουν πράξει.

 

Βέβαια δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι η συμπεριφορά των Εναγόντων, ως Αιτητές που εδώ είναι, λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια εξέταση της παρούσας δια κλήσεως αίτησης εφόσον αυτή αφορά το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και σχετίζεται άμεσα με την αιτούμενη θεραπεία και έχει επηρεάσει αρνητικά τους Εναγομένους ή τους έχει προκαλέσει αδικία. Βασικά αξιώματα του δικαίου της επιείκειας είναι ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια» και «όποιος επιζητεί επιείκεια, πρέπει να είναι έτοιμος να πράξει επιείκεια» (κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctionsσελίδες 60-62).

 

Υπό αυτό το φακό τα γεγονότα και περιστατικά που οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι έχουν αποκρυβεί παραπέμπουν σε πραγματικά ζητήματα που ο Ενάγοντας αμφισβητεί, μέσα από τα οποία αναδύονται νομικά θέματα τα οποία επίσης αμφισβητούνται με αποτέλεσμα όλο το προβαλλόμενο πραγματικό και νομικό πλαίσιο να τελεί υπό εξέταση σε διάφορες ξεχωριστές υποθέσεις που η εκδίκαση τους εκκρεμεί ενώπιον διαφόρων Δικαστηρίων σε διαφορετικές επαρχίες. Δεν είναι γεγονότα που άπτονται της φύσης και του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας αγωγής, τα οποία θα προσμετρούσαν στην κρίση του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης αν δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ούτε αυτός ο λόγος ένστασης ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Ακολούθως θα εξετάσω μαζί τους λόγους ένστασης αρ. 1, 3-6, 9, 10, 12-18 & 22 άπτονται της ουσίας της αίτησης αφού πραγματεύεται τα κριτήρια και τις παραμέτρους που πρέπει να συντρέχουν ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων προσωρινών διαταγμάτων καθώς επίσης να δικαιολογείται η συνέχιση της ισχύς των εκδοθέντων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα οι Ενάγοντες θεωρούν ότι αυτές ικανοποιούνται.

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Όταν επιζητείται διάταγμα που να δεσμεύει το ακίνητο από αποξένωση ή επιβάρυνση, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής έρεισμα στη νομική βάση αποτελεί και το άρθρο 4 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6) μετά των συναφών τροποποιήσεων. Όταν δε επιζητείται η έκδοση διατάγματος που να δεσμεύει ακίνητη περιουσία του καθ’ ου η αίτηση σε περιπτώσεις που εκκρεμεί εναντίον του αγωγή για χρέος ή αποζημιώσεις για χάριν εκτέλεσης δύναται να συμπεριληφθεί στη νομική βάση και το άρθρο 5 του Κεφ.6. Το άρθρο 32 του Ν.14/60 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις ενώ τα άρθρα 4 και 5 του Κεφ.6 εφαρμόζονται στις ειδικές περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί αμέσως προηγουμένως στα πλαίσια έκδοσης μόνο παρεμπίπτοντος διατάγματος (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctionsσελίδες 38-41 και 101-197).

 

Στην προκειμένη περίπτωση επειδή δεν ζητείται η έκδοση διατάγματος που να δεσμεύει ακίνητο από αποξένωση ή επιβάρυνση, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κυρίως υπόθεσης, οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.6 δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Παράλληλα επειδή το αιτούμενο διάταγμα δεν αφορά περίπτωση εκκρεμούσας αγωγής όπου αξιώνονται θεραπείες χρηματικής φύσεως για χάριν εκτέλεσης αλλά εμπράγματο βάρος σε ακίνητο στα πλαίσια λήψης μέτρου εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ούτε οι διατάξεις του άρθρου 5 του Κεφ.6 έχουν έρεισμα εφαρμογής. 

 

Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν.  Αυτές είναι:

(1)        Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)        Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

(3)        Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Εδώ που δεν υπάρχει ακόμη συμπληρωμένη δικογραφία σχετικά έγγραφα θεωρούνται το Έντυπο Απαίτησης και οι ένορκες δηλώσεις. Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από φυσικό άτομο υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα ως Παραλήπτης/Διαχειριστής των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» διορισμένου δυνάμει ομολόγων και όχι από το Δικαστήριο. Η αγωγή στρέφεται εναντίον φυσικών προσώπων που είναι αξιωματούχοι των εν λόγω εταιρειών.

 

Με βάση τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μου, ο Ενάγοντας (όπως λέχθηκε οι Ενάγοντες είναι το ίδιο πρόσωπο που προβάλλει ξεχωριστά την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα για τις δύο επίμαχες εταιρείες) αποδίδει στους Εναγομένους ενέργειες και συμπεριφορές που σύμφωνα με τον ίδιο συνιστούν παρέμβαση στα νομοθετικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του που προκύπτουν από τον επικαλούμενο διορισμό του. Ειδικότερα υπάρχουν δικογραφημένοι ισχυρισμοί για παράνομη επέμβαση σε περιουσία των επίμαχων εταιρειών, πρόκληση οχληρίας, παράνομη κατακράτηση περιουσιακών στοιχείων των επίμαχων εταιρειών (έγγραφα των εταιρειών αυτών χωρίς την άδεια και/ή συγκατάθεση του Ενάγοντα) και παράνομη εκμετάλλευση/οικειοποίηση  περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στις εν λόγω εταιρείες όπως για παράδειγμα είσπραξη από κατόχους ακίνητης περιουσίας που ανήκει στις εταιρείες αυτές οφειλομένων ποσών με στόχο την προσωπική οικειοποίηση τους.

 

Από την άλλη οι Εναγόμενοι απορρίπτουν τη δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα και μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση τους προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.

 

Για σκοπούς του σταδίου αυτού κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέτοια θέματα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει είναι, μεταξύ άλλων, αν οι Εναγόμενοι εισήλθαν και/ή συνεχίζουν ή όχι να εισέρχονται σε ακίνητη περιουσία των επίμαχων εταιρειών, εφόσον ισχύει αν νόμιμα το έπραξαν, αν οι Εναγόμενοι κατέχουν ή όχι περιουσιακά στοιχεία των εταιρειών, αν οι Εναγόμενοι εισπράττουν και/ή συνεχίζουν ή όχι να εισπράττουν οφέλη που ανήκουν στις εταιρείες αλλά τα οικειοποιούνται για το προσωπικό τους συμφέρον, αν οι Εναγόμενοι κατέχουν ή όχι έγγραφα των εταιρειών και γενικά προβαίνουν ή όχι σε πράξεις, παραλείψεις και επιδεικνύουν συμπεριφορά που ουσιαστικά παρεμβαίνει και/ή εμποδίζει τον Ενάγοντα υπό την ιδιότητα του Παραλήπτη/Διαχειριστή των επίμαχων εταιρειών να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από τη νομοθεσία. Σε περίπτωση που κριθεί ότι ευσταθούν τα πιο πάνω ή οποιοδήποτε από αυτά, το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει κατά πόσο δύναται να επιδικαστούν αποζημιώσεις (γενικές, ειδικές, παραδειγματικές, τιμωρητικές), καθορισμός ύψους τέτοιων αποζημιώσεων και για δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων.

 

Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται.

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Είναι αρκετό για τις Ενάγουσες να δείξουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι ότι οι Ενάγοντες έχουν προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει λεχθεί, οι Εναγόμενοι στις ένορκες δηλώσεις τους εγείρουν σωρεία πραγματικών και νομικών θεμάτων, τα οποία δεν σχετίζονται ευθέως με το αντικείμενο της παρούσας αγωγής. Τα ζητήματα αυτά εξετάζονται σε άλλες ξεχωριστές δικαστικές διαδικασίες άλλων αγωγών ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων. Εφόσον η εξέταση τους εκκρεμεί σε άλλες αγωγές με αντικείμενο που σχετίζεται ευθέως με το συγκεκριμένο πραγματικό και/ή νομικό ζήτημα, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί μ’ αυτά. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο και καταχρηστικό για την παρούσα διαδικασία και το Δικαστήριο οφείλει να μην επιτρέψει να συμβεί.

 

Ενδεικτικά αναφέρω ότι η θέση των Εναγομένων ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις που δόθηκαν στον Ομίλο «Alpha Panareti», περιλαμβανομένων αυτών που χορηγήθηκαν προς όφελος των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» στον οποίον αυτές ανήκουν, δεν έχουν στην πραγματικότητα μεταφερθεί, μεταβιβαστεί και/ή εκχωρηθεί στην εταιρεία SKY CAC θα εξεταστεί μέσα από την εκδίκαση των εταιρικών αιτήσεων αρ. 645/22, 655/22 και 1004/21 και των αιτήσεων παραμερισμού των διαταγμάτων που εκδόθηκαν, τις οποίες οι Εναγόμενοι καταχώρισαν στο ΕΔ Λευκωσίας. Ακόμη η θέση που οι Εναγόμενοι προβάλλουν για ακύρωση της άδειας εξαγοράς πιστώσεων των εταιρειών SKY CAC Limited και ACAC  θα κριθεί στις προσφυγές αρ. 1892/22 και 157/24 που καταχώρισαν από το Διοικητικό Δικαστήριο. Η δε θέση τους ότι τα δύο επίμαχα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης, βάση των οποίων ο Ενάγοντας προβάλλει το διορισμό του ως Παραλήπτης/Διαχειριστής των εταιρειών «Panareti» και «Sunset»  είναι παράνομα και κατ’ επέκταση άκυρα για τους λόγους που οι Εναγόμενοι επικαλούνται, θα τύχει/έτυχε εξέτασης μέσα από τις αγωγές αρ. 11006/10, 569/22 και 1017/23 του ΕΔ Λευκωσίας. Περαιτέρω η εγειρόμενη θέση των Εναγομένων ότι οι εταιρείες «Panareti» και «Sunset» δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό είτε στην Alpha Bank είτε στην εταιρεία SKY CAC αναμένεται να εξεταστεί μέσα από τις αγωγές 416/22 ΕΔ Λευκωσίας, 1017/23 ΕΔ Λευκωσίας και 365/23 του ΕΔ Πάφου. Μάλιστα μέσα από αυτές τις αγωγές θα κριθεί η αξίωση των Εναγομένων για ακύρωση μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας του Ομίλου «Alpha Panareti» που έγινε στο παρελθόν και επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον της Alpha Bank, της εταιρείας SKY CAC Limited και άλλων σχετιζόμενων νομικών προσώπων για πράξεις, παραλείψεις και συμπεριφορές που τους καταλογίζουν.        

 

Ακόμη όμως και να μπορούσαν να τύχουν εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει στο πρώιμο αυτό στάδιο. Στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να ασχοληθεί με την αξιολόγηση πραγματικών ζητημάτων. Σαφώς το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο δεν καταλήγει σε ευρήματα και συμπεράσματα. Δεν θα αποφασίσει ποια εκδοχή είναι αληθής. Το Δικαστήριο επιμελώς δεν θα πρέπει να ασκεί την κρίση του επί της ουσίας της αγωγής. Στο αρχικό αυτό στάδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να ασχοληθεί με την πλήρη και ενδελεχή εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης αλλά θα το πράξει κατά τη δίκη της ουσίας της (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Αυτό που τώρα πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

Εξ όσον γίνεται αντιληπτό, η παρούσα αγωγή εδράζεται κατ’ εξοχήν σε ισχυρισμούς περί παράνομης επέμβασης σε ακίνητα των εταιρειών «Panareti» και «Sunset», πρόκληση οχληρίας σε περιουσία των εν λόγω εταιρειών, παράνομη κατακράτηση περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών αυτών και παράνομη εκμετάλλευση/οικειοποίηση  περιουσίας των επίμαχων εταιρειών. Σε σχέση μ’ αυτά δικογραφούνται οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα στην έκθεση απαίτησης και παρέχονται περιστατικά και λεπτομέρειες στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση.

 

Η πιο πάνω συμπεριφορά αποδίδεται στους Εναγομένους και/ή αντιπροσώπους τους και περιλαμβάνει κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αστικών αδικημάτων. Ένα από αυτά είναι η παράνομη επέμβαση που διέπεται από τις πρόνοιες των άρθρων 43 & 44 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148). Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, η παράνομη επέμβαση έγκειται σε κατ’ εξακολούθηση βίαιη είσοδο και μονομερή παραμονή σε ξενοδοχείο και γραφεία χωρίς την έγκριση του Ενάγοντα καθώς επίσης σε παράνομη διακοπή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος κατόχων υποστατικών κτιριακού συγκροτήματος, ακίνητη περιουσία που ανήκει στις επίμαχες εταιρείες δίχως τη συγκατάθεση του Ενάγοντα (άρθρο 43 Κεφ.148).

 

Ο ισχυρισμός του Ενάγοντα δεν περιορίζεται σε ακίνητη περιουσία. Επεκτείνεται και σε κινητή περιουσία, αστικό αδίκημα που διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 44 του Κεφ.148. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, οι Εναγόμενοι, χωρίς να έχουν την άδεια του, εισπράττουν υπό την προσωπική τους ιδιότητα ποσά που οφείλονται σε μία από τις δύο επίμαχες εταιρείες από κατόχους υποστατικών κτιριακού συγκροτήματος που ανήκει σε μία από τις δύο επίμαχες εταιρείες.  

 

Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι οι συνεχείς προσπάθειες των Εναγομένων και των εκπροσώπων τους να εισέρχονται και να παραμένουν σε χώρους όπου ανήκουν στις επίμαχες εταιρείες προκαλεί ιδιωτική οχληρία κατά τρόπο ώστε να είναι επιζήμια για τη λειτουργία των επιχειρήσεων τους δυνάμει των προνοιών 46 του Κεφ.149.

 

Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός του Ενάγοντα περί παράνομης κατακράτησης περιουσιακών στοιχείων των επίμαχων εταιρειών από μέρους των Εναγομένων. Πρόκειται για αστικό αδίκημα που ρυθμίζεται από τις πρόνοιες των άρθρων 37 & 38 του Κεφ.148. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, μέσα από τις παράνομες εισόδου και παραμονής σε χώρους των επίμαχων εταιρειών, οι Εναγόμενοι και/ή οι αντιπρόσωποι τους παρέλαβαν έγγραφα των εν λόγω εταιρειών χωρίς την άδεια του Ενάγοντα.

 

Επιπλέον είναι η θέση του Ενάγοντα ότι οι Εναγόμενοι παράνομα κατέχουν και οικειοποιούνται για προσωπικό τους όφελος ποσά που ανήκουν στις επίμαχες εταιρείες. Έχω εξηγήσει προηγουμένως υπό ποια έννοια είναι αυτό. Συνεπώς επικαλείται αδικαιολόγητο πλουτισμό των Εναγομένων εις βάρος των εν λόγω εταιρειών.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η αγωγή εγέρθηκε από τον Ενάγοντα υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα σε σχέση με τις δύο επίμαχες εταιρείες. Στρέφεται εναντίον των Εναγομένων με αναφορά σε κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμη συμπεριφορά τους που στην ουσία άπτεται στην παρεμβολή εμποδίων για εκπλήρωση καθηκόντων και υποχρεώσεων του Ενάγοντα που πηγάζουν μέσα από τη σχετική νομοθεσία. Γίνεται κατανοητό ότι προς τη διασφάλιση της δυνατότητας υλοποίησης του σκοπού αυτού εστιάζονται οι αιτούμενες θεραπείες.

 

Αυτό που εκ πρώτης όψεως προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου από αμφότερες πλευρές, είναι ότι υπάρχουν δύο επίμαχα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης, τα οποία φαίνεται να είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών προς όφελος της εταιρείας SKY CAC Limited (Τεκμήριο 1 ΣΕΔ ΜΠ). Την ίδια στιγμή υπάρχει διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ σχέδιο διακανονισμού που περιλαμβάνει τη μεταβίβαση πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων από την Alpha Bank στην εταιρεία SKY CAC Limited, γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (Τεκμήριο 6 ΕΔ ΑΒ). Το εάν πράγματι είναι νόμιμο και έγκυρο αυτό το σχέδιο διακανονισμού και αν πράγματι στις πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάστηκαν περιλαμβάνονται και αυτές των επίμαχων εταιρειών, ως είναι η θέση της Alpha Bank της εταιρείας SKY CAC Limited αλλά αμφισβητείται από τους Εναγομένους  είναι ζήτημα που θα ξεκαθαρίσει μέσα από άλλες εκκρεμούσες διαδικασίες.  

 

Τα ομόλογα είναι υπογραμμένα και δεν αμφισβητείται ότι ο Εναγόμενος 2, ως αξιωματούχος των εταιρειών «Panareti» και «Sunset», τα υπέγραψε εκ μέρους και για λογαριασμό τους. Αυτό που οι Εναγόμενοι αμφισβητούν είναι τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα υπέγραψε υπό το φως των περιστατικών που ισχυρίζονται ότι συνθέτουν το ιστορικό των επαγγελματικών τους σχέσεων, στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω ομόλογα. Στο αρχικό στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με την αμφισβήτηση της νομιμότητας και εγκυρότητας των εγγράφων αυτών από τους Εναγομένους για τους λόγους που έχω εξηγήσει προηγουμένως. Είναι αρκετό για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ότι φέρουν υπογραφή αξιωματούχου των εταιρειών «Panareti» και «Sunset». Το κείμενο των εγγράφων αυτών τέθηκε την ολότητα του ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιδερμική ανάγνωση του περιεχομένου τους (Τεκμήρια 4 & 5 ΕΔ ΑΒ) δίδει τη εντύπωση ότι υπήρχε, βάση των εγγράφων αυτών, εξουσία διορισμού Παραλήπτη/Διαχειριστή εφόσον συμβεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα που καταγράφονται. Η δε διαδικασία διορισμού περιγράφεται μέσα από το περιεχόμενο τους.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, εξ όσον κάποιος μπορεί να δει εκ του προχείρου, σε σχέση με το ομόλογο 2010 η Alpha Bank απαίτησε γραπτώς την πληρωμή συγκεκριμένου ποσού. Η εν λόγω απαίτηση φαίνεται να αποστάληκε ταχυδρομικώς στη δηλωμένη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας «Panareti» (Τεκμήρια 4 & 7 ΕΔ ΑΒ). Η μη ικανοποίηση της απαίτησης οδήγησε στο διορισμό του Ενάγοντα ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της εταιρείας «Panareti», ο οποίος γνωστοποιήθηκε τόσο στην εταιρεία (Τεκμήριο 9 ΕΔ ΑΒ) όσο και στον Έφορο Εταιρειών (Τεκμήριο 11 ΕΔ ΑΒ). Σε ότι αφορά το ομόλογο 2018, η Alpha Bank απαίτησε γραπτώς την πληρωμή συγκεκριμένου ποσού εντός του χρονικού διαστήματος που οι όροι του εγγράφου προνοούν. Η εν λόγω απαίτηση φαίνεται να επιδόθηκε με ιδιώτη επιδότη στον Εναγόμενο 1 που είναι διευθυντής της εταιρείας «Sunset» καθώς επίσης αφέθηκε στη δηλωμένη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της (Τεκμήρια 5 & 8 ΕΔ ΑΒ). Επειδή δεν ικανοποιήθηκε το περιεχόμενο της απαίτησης εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, διορίστηκε ο Ενάγοντας ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της εταιρείας «Sunset», γεγονός που κοινοποιήθηκε τόσο στην εταιρεία (Τεκμήριο 10 ΕΔ ΑΒ) όσο και στον Έφορο Εταιρειών (Τεκμήριο 11 ΕΔ ΑΒ).

 

Εάν ευσταθεί ή όχι ο ισχυρισμός των Εναγομένων ότι ο Όμιλος «Alpha Panareti», περιλαμβανομένου των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» στον οποίον ανήκουν, δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό για τους λόγους που επικαλούνται, αυτά είναι ζητήματα που θα κριθούν μέσα από άλλες ξεχωριστές δικαστικές διαδικασίες που έχουν εγερθεί για τον σκοπό αυτό. Η νομιμότητα και εγκυρότητα του διορισμού του Ενάγοντα ως Παραλήπτη/Διαχειριστή των πιο πάνω εταιρειών δυνάμει των επίμαχων ομολόγων είναι ζήτημα που επίσης θα αποφασιστεί στα πλαίσια άλλης ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας. Παρόλα αυτά, για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας και δίχως να παρεμβαίνω και/ή να αποφασίζω επί των επιδίκων θεμάτων της νομιμότητας και εγκυρότητας του διορισμού που εκκρεμούν για εξέταση σ’ άλλη υπόθεση, κατόπιν αντικειμενικής ανάγνωσης του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, θεωρώ ότι δεν προκύπτει οτιδήποτε το επιλήψιμο ή μεμπτό που εκ πρώτης όψεως να καθιστά τον συγκεκριμένο διορισμό μη νομότυπο και μη δικαιωματικό. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι στιγμής ο διορισμός αυτός δεν έχει ανακληθεί με οποιοδήποτε δικαστικό διάταγμα και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ότι βρίσκεται σε ισχύ.

 

Παράλληλα αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι τα ακίνητα στα οποία βρίσκονται το κτιριακό συγκρότημα «Δήμητρα», το ξενοδοχείο «Panaretis Royal Coral Bay Resort» και το κτιριακό συγκρότημα «Rania Beach Hotel Apartments», για τα οποία ζητείται η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, ανήκουν στις εταιρείες «Panareti» και «Sunset». Το γεγονός αυτό εξάλλου δείχνει να βεβαιώνεται από σχετικά πιστοποιητικά εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας (Τεκμήρια 1 & 2 ΕΔ ΑΒ).

 

Περαιτέρω αμφότερες πλευρές αναφέρονται σε περιστατικά που διαδραματίστηκαν στα πιο πάνω ακίνητα με εμπλεκόμενους τους διαδίκους. Από αυτά αβίαστα κάποιος παρατηρεί ότι στα πλαίσια αυτών των γεγονότων υπήρξε ένταση και βία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Αναφορές για είσοδο και παραμονή από μέρους των Εναγομένων και/ή αντιπροσώπων τους σε ξενοδοχείο και γραφεία που ανήκουν στις εν λόγω εταιρείες κάτω από συνθήκες που περιγράφονται αποτελούν αντικείμενο καταθέσεων που δόθηκαν στην αστυνομία. Δεν φαίνεται να αμφισβητείται από τους Εναγομένους ότι στις 16.11.23 μετά την επίδοση των εγγράφου διορισμού του Ενάγοντα ως παραλήπτης/Διαχειριστής των δύο εταιρειών, οι Εναγόμενοι μαζί με άλλα άτομα παρέμειναν στα γραφεία και στο ξενοδοχείο εμποδίζοντας τον Ενάγοντα να αναλάβει καθήκοντα. Επίσης παρέμεινε σκηνικό ότι στις 22.02.24 στα γραφεία και στις 14.12.23 στο ξενοδοχείο οι Εναγόμενοι εισήλθαν και παρέμειναν αντίστοιχα στους χώρους αυτούς χωρίς να έχουν την έγκριση του Ενάγοντα υποχρεώνοντας συνεργάτες του Ενάγοντα να αποχωρήσουν χωρίς τη θέληση τους. Προσπάθειες για είσοδο σε άλλες 3-5 διαφορετικές περιπτώσεις φαίνεται να επιχειρήθηκε από την ομάδα των Εναγομένων.

 

Μάλιστα διατείνεται ότι συγκεκριμένο άτομο από την ομάδα των Εναγομένων που εισήλθε και παρέμεινε στα υποστατικά και γραφεία των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» προσπάθησε να εξέλθει μεταφέροντας έγγραφα των εν λόγω εταιρειών. Γι’ αυτά παρέχονται λεπτομέρειες. Άτομα του κύκλου του Ενάγοντα φαίνεται να το σταμάτησαν και πέτυχαν να πάρουν πίσω ορισμένα από αυτά τα έγγραφα (Τεκμήριο 12 ΕΔ ΑΒ).

 

Επιπλέον ο Ενάγοντας, όπως ο ίδιος επισημαίνει, κατέχει συγκεκριμένες πληροφορίες με βάση τις οποίες κάτοχοι υποστατικών που ανήκουν στις επίμαχες εταιρείες προσεγγίστηκαν από τον κύκλο των Εναγομένων για να τους καταβάλουν ποσά που δεν τους ανήκουν. Η πληροφόρηση από τους άμεσα επηρεασμένους φαίνεται να στρέφεται προς την κατεύθυνση της είσπραξης ποσών και προσπάθειας για συνέχισης είσπραξης από τους Εναγομένους. Μάλιστα στη βάση αυτών των πληροφοριών περιγράφεται συμπεριφορά εκφοβισμού από τους Εναγομένους προς τους κατόχους αυτούς μέσω συμπεριφοράς διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού. Ακόμη φαίνεται να υπάρχει πληροφόρηση από αυτά τα άτομα ότι τους έχει δοθεί επιστολή από τους Εναγομένους με την οποίαν τους καλούν να μην πληρώνουν κανένα ποσό σε σχέση με τα υποστατικά αυτά προς τον Ενάγοντα.

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα πιο πάνω είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως εμβολιάζουν την εκδοχή του Ενάγοντα με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής του και/ή της εκδοχής των Εναγομένων. Επομένως καταλήγω ότι πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.

 

Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) (1983) 1 W.L.R. 1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.

 

Στην παρούσα υπόθεση η κύρια και ουσιαστικότερη πτυχή της απαίτησης δεν αφορά χρηματικές αξιώσεις. Το καίριο σκέλος της συνδέεται με την ανάγκη συμμόρφωσης του Παραλήπτη/Διαχειριστής με νομοθετικά καθήκοντα και υποχρεώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος για επιβολή συνεπειών και κυρώσεων στο άτομο αυτό που θα αποδειχτεί ότι παραβίασε σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας που τον υποχρεώνουν να τις υλοποιήσει. Το άτομο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ο Ενάγοντας.  

 

Ο Ενάγοντας, ένεκα της αντιπροσωπευτικής ιδιότητας που φέρει, είναι αντιμέτωπος με την υποχρεωτική εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τα οποία απορρέουν από τη νομοθεσία. Σε περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί, θα είναι προσωπικά υπόλογος με σχεδόν βέβαιο κίνδυνο ο ίδιος να υποστεί συνέπειες και κυρώσεις. Τα ενώπιον μου στοιχεία δείχνουν ότι ο Ενάγοντας είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο αυτό ένεκα της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς που αποδίδεται στους Εναγομένους και τους αντιπροσώπους τους.  Από τη στιγμή που ο διορισμός του Ενάγοντα ως Παραλήπτη/Διαχειριστή των δύο επίμαχων εταιρειών βρίσκεται σε ισχύ, προέχει η διασφάλιση της δυνατότητας υλοποίησης αυτών των νομοθετικών υποχρεώσεων του. Σ’ αυτό αποσκοπεί η αξίωση για έκδοση διαφόρων διαταγμάτων που αφορούν το ρόλο και τις ενέργειες του Ενάγοντα υπό την ιδιότητα του Παραλήπτη/Διαχειριστή της περιουσίας των δύο επίμαχων εταιρειών.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι υπάρχουν θεραπείες με τις οποίες ζητούνται αποζημιώσεις για την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αστικών αδικημάτων. Αυτό ενδέχεται να προσδίδει χρηματική χροιά.

 

Όπως παρουσιάζεται, ο Ενάγοντας κατέχει ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης που καλύπτει αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του μέχρι ποσού €1.500.000 για κάθε απαίτηση. Μπορεί κάτοχος του ασφαλιστηρίου εγγράφου για κάλυψη επαγγελματικής ευθύνης να είναι η εταιρεία PV IPPS CYPRUS LTD, στην οποίαν ο Ενάγοντας εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, γεγονός που παρέμεινε αναντίλεκτο, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καλύπτει τον Ενάγοντα. Αντίθετα πρόχειρη ανάγνωση του εγγράφου δείχνει ονομαστικά ότι ένα από τα πρόσωπα που φαίνεται να καλύπτονται προσωπικά από το εν λόγω έγγραφο που φανερώνει να βρίσκεται σε ισχύ για την εκτέλεση των επαγγελματικών του καθηκόντων είναι ο Ενάγοντας. Σχετικό έγγραφο που το επιβεβαιώνει έχει παρουσιαστεί ως τεκμήριο στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση της υπό κρίση αίτησης (Τεκμήριο 7 ΣΕΔ ΜΠ). Την ίδια στιγμή ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία από μέρους των Εναγομένων που να τείνει να καταδείξει ότι το εν λόγω ασφαλιστήριο έγγραφο δεν καλύπτει τις συγκεκριμένες επαγγελματικές ενέργειες του Ενάγοντα.      

 

Μέσα από τις πιο πάνω αναφορές δεν καταδεικνύεται οικονομική αφερεγγυότητα από τον Ενάγοντα. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου στοιχεία που να φανερώνουν ότι ο Ενάγοντας είναι ανίκανος να αποζημιώσει τους Εναγομένους σε περίπτωση που τους προκαλέσει βλάβη αν απορριφθεί η απαίτηση του Ενάγοντα στην αγωγή που στρέφεται εναντίον τους. Αντίθετα αυτό που εκ πρώτης όψεως παρατηρείται είναι δυνατότητα τέτοιας αποζημίωσης.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα βλέπω πως θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Έπεται ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση.

 

Το θέμα όμως δεν ολοκληρώνεται με την σωρευτική εκπλήρωση των πιο πάνω κριτηρίων. Αναγνωρίζεται από τη νομολογία πως αφότου ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο εξετάζει όλους τους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ορθή ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και σταθμίζει στα πλαίσια αυτά το κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Αυτό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι σε περίπτωση που τελικά ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες των άρθρων 89 και 300 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 θα επέλθει ρύθμιση της προτεραιότητας πληρωμής των όποιων τυχόν χρεών των δύο επίμαχων εταιρειών. Στις διατάξεις των άρθρων αυτών εξηγείται με ποιο τρόπο θα πραγματοποιηθεί η πληρωμή ορισμένων χρεών – προνομιακές πληρωμές από ενεργητικό εταιρείας που υπόκειται σε κυμαινόμενη επιβάρυνση κατά προτεραιότητα έναντι αξιώσεων με βάση την επιβάρυνση.

 

Θα πρόσθετα ακόμη ότι όλες οι ανησυχίες που εξέφρασαν οι Εναγόμενοι και οι κίνδυνοι που αυτοί επικαλέστηκαν σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των δύο επίμαχων εταιρειών από τον Ενάγοντα εκμηδενίζονται από το ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Νικολάου v. Δημήτρη Μαννάρη, υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης-Διαχειριστής της εταιρείας Priamos Hotels Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 226/10 ημερ. 10.07.15, το οποίο κρίνω χρήσιμο να αναφέρω αυτούσιο:

«Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, αλλά δεν θα ΄ταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι όπου επιδιώκεται η παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας που τελεί υπό διαχείριση δεν πρέπει να παρεμβάλλονται (από το Δικαστήριο) ανεπίτρεπτα εμπόδια στο έργο του Παραλήπτη/Διαχειριστή, ανεξάρτητα αν αυτός αντιπροσωπεύει την εταιρεία ή τον ομολογιούχο που τον διόρισε.  Παραπέμπουμε σχετικά στην υπόθεση Capital Cameras Ltd v. Harold Lines and others (National Westminster Bank plc Intervening) [1991] 3 All E.R. 389 όπου παρατηρήθηκε ότι μετά το διορισμό Παραλήπτη/Διαχειριστή δεν υπάρχει κίνδυνος σπατάλης ή διασκορπισμού των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εμποδίζεται ο διαχειριστής να χειρίζεται αυτά τα στοιχεία σύμφωνα με τους όρους του ομολόγου και όπως αυτός κρίνει κατάλληλα

 

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Κάτω από τις περιστάσεις που έχω αναφέρει, θεωρώ ότι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων διατηρεί την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων παρά η μη έκδοση του επειδή, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, εάν συμβεί κάτι τέτοιο θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στον Ενάγοντα υπό την έννοια ότι θα βρεθεί υπόλογος ενώπιον της δικαιοσύνης λόγω παραβίασης νομοθετικών καθηκόντων και υποχρεώσεων που έχει να υλοποιήσει εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος με ότι αυτό συνεπάγεται. Προέχει η ανάγκη μη προβολής εμποδίων στο έργο του Ενάγοντα ως Παραλήπτη/Διαχειριστή. Αντίθετα δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε πειστικό πως αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα οι Εναγόμενοι θα υποστούν οποιαδήποτε βλάβη. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της κατάστασης πραγμάτων για παροχή δυνατότητας στον Ενάγοντα για διεκπεραίωση των νομοθετικών καθηκόντων και υποχρεώσεων του προκειμένου αυτός να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της νομοθεσίας.

 

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι «καταχρηστική και κακόπιστη» (λόγοι ένστασης αρ. 8 & 19). Εξ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό, οι Εναγόμενοι συνδέουν τον εν λόγω ισχυρισμό τους με τη θέση τους ότι ο Ενάγοντας τεχνηέντως παρέλειψε να αναφέρει στις ένορκες δηλώσεις του μεγάλο μέρος του ιστορικού επειδή, όπως λένε, δεν τον συμφέρει. Οι Ενάγοντες διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αίτηση δεν παρουσιάζει οτιδήποτε που μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό η επιλήψιμο ή καταχρηστικό.

 

Είναι αλήθεια ότι ο Εναγόμενος 1 στην αρχική του ένορκη δήλωση επικαλείται σωρεία περιστατικών που σύμφωνα με τον ίδιο παραπέμπει στο ιστορικό που διέπει την επαγγελματική σχέση των Εναγομένων και των εταιρειών του Ομίλου «Alpha Panareti» μαζί με την Alpha Bank και με όλες τις άλλες σχετιζόμενες εταιρείες. Ωστόσο στο σημείο αυτό οφείλω να επαναλάβω ότι τα γεγονότα αυτά που η πλευρά των Εναγομένων επικαλείται ότι συνέβησαν αμφισβητούνται από την Alpha Bank και από τις άλλες, σχετιζόμενες με τον τραπεζικό οργανισμό, εταιρείες ενώπιον διαφόρων δικαστικών διαδικασιών σε διαφορετικά δικαστήρια, η εκδίκαση των οποίων σε μερικά εκκρεμεί ενώ σε άλλα πιθανό να έχει ολοκληρωθεί. Όπως επίσης έχει λεχθεί, η αμφισβήτηση των επικαλούμενων γεγονότων δημιούργησε επίδικα θέματα νομικής φύσεως, τα οποία μαζί με τα πραγματικά ζητήματα αποτελούν αντικείμενο εκδίκασης σε άλλες καταχωρημένες υποθέσεις ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων με διάδικους τα προαναφερόμενα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Ωστόσο η παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα η υπό κρίση αίτηση δεν σχετίζονται με τα πραγματικά και νομικά θέματα που εξετάζονται στις άλλες ξεχωριστές δικαστικές διαδικασίες ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων. Εδώ το αντικείμενο εκδίκασης είναι διαφορετικό και το παρόν Δικαστήριο θα εστιάσει την προσοχή του σ’ αυτό χωρίς να αποπροσανατολίζεται από τον σκοπό της παρούσας διαδικασίας. Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που να συνιστά κατάχρηση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας σχετικά με την καταχώρηση της παρούσας αγωγής αλλά και με την προώθηση της υπό κρίση αίτησης. Αντίθετα θα έλεγα κατάχρηση της παρούσας διαδικασίας μπορεί να αποτελέσει η προσπάθεια εκδίκασης στο παρόν Δικαστήριο πραγματικών και νομικών ζητημάτων τα οποία είτε εξετάστηκαν είτε τελούν υπό εξέταση ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων σε άλλες διαδικασίες στα πλαίσια άλλων ξεχωριστών αγωγών (Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).

 

Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό περί κακοπιστίας, η διαπίστωση της είναι ζήτημα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον διάδικο που την επικαλείται στη βάση σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση  συνήθως οδηγείται σε απόρριψη (Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 745). Εδώ το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται κακοπιστία βρίσκεται στους ώμους των Εναγομένων που την επικαλέστηκαν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν παρουσιαστεί στοιχεία που να οδηγούν με ασφάλεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι Εναγόμενοι δεν έχουν θέσει συγκεκριμένα στοιχεία που να θεμελιώνουν, ως όφειλαν, τους ισχυρισμούς τους αυτούς. Η μη αναφορά σε αμφισβητούμενα περιστατικά τα οποία εξετάζονται σε άλλες διαφορετικές δικαστικές διαδικασίες με αντικείμενα εκδίκασης που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας, προκειμένου να εκληφθούν ως δεδομένα ορθά, δεν καταδεικνύουν ότι η υπό κρίση αίτηση διαπνέεται από κακή πίστη. Από τα ενώπιον μου δεδομένα, δεν διαπιστώνω ότι υφίσταται ζήτημα κακοπιστίας για την υπό κρίση αίτηση.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος στην ολότητα του.

 

Ολοκληρώνω την ενασχόληση μου με την εξέταση του 21ου λόγου ένστασης. Εδώ οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι «με τα αιτούμενα διατάγματα ζητείται η τελική θεραπεία της απαίτησης. Γεγονός που ουσιαστικά θα συνεπάγεται σε τελική εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς πράγμα το οποίο υπό τις περιστάσεις δεν είναι ορθό και δίκαιο». Εξ όσον γίνεται αντιληπτό, οι Ενάγοντες διαφωνούν με την θέση αυτή των Εναγομένων.

 

Η νομολογία υποδεικνύει ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την εκδίκαση της αγωγής, η έγκριση του θα πρέπει να αποφεύγεται (Σταυράκης και άλλος v. Δήμος Λευκωσίας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/13, ημερ. 24.03.15). Το Δικαστήριο αποφεύγει να εκδώσει προσωρινό διάταγμα υπέρ του ενάγοντα όταν αυτό θα ισοδυναμεί με απόφαση στην αγωγή χωρίς να έχει δοθεί η ευκαιρία στον εναγόμενο να αμφισβητήσει μέσα από τη δίκη την ουσία της αγωγής.

 

Παρόλα αυτά, στην υπόθεση Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Abramchyk κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 ημερ. 13.01.14 αναγνωρίστηκε η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παρέχει ταυτόσημες θεραπείες με την αγωγή σε κατάλληλη περίπτωση, χωρίς έτσι να αποκλείεται κατά κανόνα η χορήγηση τους. Όπως εξηγήθηκε, το ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και αποτελεί θέμα ειδικών περιστάσεων. Δηλαδή εξετάζεται εκεί όπου η ανάγκη και η φύση το επιβάλλει. Αυτό που λέχθηκε είναι ότι το «ανεπιθύμητο» δεν μπορεί να εξισωθεί με «απαγόρευση».

 

Το ότι το ανεπιθύμητο δεν εξισώνεται με απαγόρευση και ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της ουσιαστικής θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται είχε λεχθεί και προηγουμένως στην υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403, την οποίαν αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών στην αγόρευση του. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

«Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015)

 

Στρεφόμενος στην παρούσα αίτηση παρατηρώ ότι τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα δεν ταυτίζονται με τις τελικές θεραπείες. Κατ’ ακρίβεια ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους. Οι ενδιάμεσες θεραπείες περιορίζονται στο να ζητούν απαγόρευση εισόδου των Εναγομένων σε ακίνητα στα οποία υπάρχουν ξενοδοχεία, κτιριακά συγκροτήματα και γραφεία καθώς επίσης να απαγορεύουν στους Εναγομένους να εισπράττουν χρήματα από κατόχους υποστατικών των εταιρειών «Panareti» και «Sunset» αλλά και να παριστάνουν ότι είναι ιδιοκτήτες τέτοιας περιουσίας των εν λόγω εταιρειών  και παράλληλα να επιτρέπουν στους Ενάγοντες να συλλέξουν έγγραφα και πληροφορίες που σχετίζονται με τις εν λόγω εταιρείες μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Από την άλλη οι τελικές θεραπείες στοχεύουν στην έκδοση διαταγμάτων που να διατάζουν τους Εναγομένους να παραδώσουν κενή και ελεύθερη την κατοχή των ακινήτων που ανήκουν στις επίμαχες εταιρείες καθώς επίσης στην επιδίκαση γενικών και ειδικών, παραδειγματικών και τιμωρητικών αποζημιώσεων για επικαλούμενη παράβαση σύμβασης αλλά και για κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αστικών αδικημάτων, στην καταβολή ενδιάμεσων οφελών στην επιστροφή αμοιβής – κερδών και στην καταβολή τόκου. Για τις τελικές αυτές θεραπείες το Δικαστήριο θα αποφασίσει μέσα από την επίλυση των επιδίκων ζητημάτων κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.

 

Κάτω από αυτά τα στοιχεία, η προβαλλόμενη θέση κρίνεται ανεδαφική και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Όλοι οι λόγοι ένστασης των Εναγομένων που συνθέτουν την ένσταση των Εναγομένων κρίνονται ανεπιτυχείς στην ολότητα τους.

 

Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων η υπό κρίση αίτηση επιτυγχάνει. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της παρούσας αίτησης. Συνακόλουθα εκδίδονται ενδιάμεσα διατάγματα ως τα σημεία (Α) – (Ζ) αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων στο σώμα της παρούσας αίτησης μέχρι την εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ο Ενάγοντας - Αιτητής να υπογράψει εγγύηση ύψους €1.000.000 για τυχόν ζημιές που ήθελαν προκληθούν από την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2, 39.4(1)(α) και 39.7 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, περιλαμβανομένου των εξόδων της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 25.06.24 αφαιρουμένων όμως των εξόδων του ενδιάμεσου αιτήματος που υπεβλήθηκε στα πλαίσια της αίτησης αυτής και επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων 1-4 /Καθ’ ων η αίτηση 1-4 και εις βάρος του Ενάγοντα/Αιτητή , όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα/Αιτητή και εναντίον των Εναγομένων 1-4 /Καθ’ ων η αίτηση 1-4. Ενόψει του ότι ο Παραλήπτης/Διαχειριστής είναι το ίδιο πρόσωπο, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων σε κάθε μία από τις δύο αιτήσεις που έχουν εκδικαστεί.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                     Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο