ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αγωγή αρ.  1541/2015

 

ΔΗΜΗΤΡΑ Κ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ

Ενάγουσα

ν.

 

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

Εναγόμενη

________________________

Αγωγή αρ.  417/2018

 

ΔΗΜΗΤΡΑ Κ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ

 

Ενάγουσα

 

ν.

 

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

Εναγόμενη

_____________________

 

Ημερομηνία: 29 Αυγούστου 2024

 

Εμφανίσεις:

Μ. Μιχαηλίδης, για την Ενάγουσα

Ε. Χ’ Παναγή (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εναγόμενη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.         Είναι κοινή βάση γεγονότων ότι η Ενάγουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και κάτοχος ακινήτου στο Στρουμπί, τα στοιχεία του οποίου πληρέστερα αναφέρονται στην αγωγή. Η Εναγόμενη εξασφάλισε πολεοδομική άδεια και πολεοδομική έγκριση για την τοποθέτηση και την πορεία εναέριας γραμμής διέλευσης ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης και σχετικών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού στις περιοχές «Στρουμπί – Πόλις». Στη συνέχεια, η Εναγόμενη και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, υπέγραψαν Συμφωνία, με την οποία συμφώνησαν ότι η Εναγόμενη θα καταβάλει στον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/1972. Η Εναγόμενη προέβη στην εξασφάλιση εγκρίσεων από αρμόδια κυβερνητικά τμήματα, και ακολούθως, με επιστολή ημερομηνίας 04.11.2008, αποτάθηκε στην Ενάγουσα, η οποία ήταν μία εκ των επηρεαζόμενων ιδιοκτητών, με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170, ζητώντας τη συγκατάθεσή της για την τοποθέτηση της γραμμής. Λόγω της άρνησης ή παράλειψης της Ενάγουσας να παρέχει τη συγκατάθεσή της, η Εναγόμενη, δυνάμει του άρθρου 31 Κεφ.170, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου, ο οποίος, την 04.03.2009, παρείχε τη συγκατάθεσή του, υπό τους όρους της Συμφωνίας, περιλαμβανομένου του όρου ν’ αποζημιωθούν από την Εναγόμενη οι επηρεαζόμενοι ιδιοκτήτες. Η Εναγόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 09.03.2009, ενημέρωσε την Ενάγουσα για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Έπαρχου, ωστόσο δεν προσέφερε οποιαδήποτε αποζημίωση, περιλαμβανομένης μηδενικής αποζημίωσης. Η Ενάγουσα ουδέποτε είχε προσβάλει τη νομιμότητα της απόφασης εγκατάστασης της γραμμής στο τεμάχιό του χωρίς αποζημίωσή της. Η γραμμή, εν τέλει, εγκαταστάθηκε περί το 2011. Ειδικότερα, εγκαταστάθηκε ηλεκτρικό δίκτυο υψηλής τάσης πάνω από το τεμάχιο της Ενάγουσας, χωρίς πυλώνα, για αόριστο χρονικό διάστημα. Στη βάση αυτών των γεγονότων, η Ενάγουσα διεκδικεί αποζημιώσεις, για τη μείωση της αξίας του ακινήτου της και για περαιτέρω επιζήμια επίδραση (αγωγή 1541/2015) αλλά και για την καταστροφή φυτείας μηλιών στο τεμάχιο και απώλειας σχετικών εσόδων (αγωγή 417/2018). Ισχυρίζεται πως δικαιούται σε αποζημιώσεις, επικαλούμενη τη Συμφωνία υπό τους όρους της οποίας είχε δοθεί η έγκριση του Έπαρχου, το Κεφ.170, αλλά και το άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αξιώνει σχετικές θεραπείες.

 

2.         Η Εναγόμενη, με τις υπερασπίσεις της, εγείρει και προδικαστικές ενστάσεις: Στην έκταση που η αγωγή αφορά κατ’ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση, αναφέρει, έπρεπε να προηγηθεί προσφυγή και έκδοση ακυρωτικής απόφασης ως προς την απόφαση εγκατάστασης της γραμμής στο τεμάχιο της Ενάγουσας, δεν προηγήθηκε, επομένως η αγωγή είναι πρόωρη και το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Έπειτα, στην έκταση που η αγωγή αφορά αποζημιώσεις αλλά είχε προηγηθεί πολεοδομική άδεια δυνάμει της οποίας συνάφθηκε η Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 μεταξύ της Πολεοδομίας και της Εναγόμενης, βάσει του άρθρου 43 § 1 Ν.90/72, για εφαρμογή του άρθρου 68 Ν.90/72, θα έπρεπε να υπάρξει συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Συμφωνίας και της νομοθεσίας, για να πληρωθεί κάποια αποζημίωση, ή εν πάση περιπτώσει με τη κάποια διαδικασία της σχετικής νομοθεσίας. Συναφώς προς τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις, προβάλλονται επιπλέον προδικαστικές ενστάσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση της Ενάγουσας να διεκδικεί μέρος των θεραπειών που αξιώνει και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να τα εκδώσει, αλλά και ότι δεν υπάρχει και αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης. Χωρίς βλάβη αυτών των προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη, με την υπεράσπισή της, παραδέχεται τα γεγονότα που σχετίζονται με την εγκατάσταση της γραμμής στο τεμάχιο της Ενάγουσας, αλλά αρνείται τους ισχυρισμούς της περί ύπαρξης παρανομίας στα διαβήματα που σχετίζονται με την εγκατάσταση της γραμμής, προβάλλοντας πως η μη προσφορά ή πληρωμή αποζημίωσης δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της εγκατάστασης της γραμμής. Αρνείται και τους ισχυρισμούς που σχετίζονται με την πρόκληση οχληρίας και ζημιάς και τις επιμέρους λεπτομέρειες που δικογραφεί η Ενάγουσα σε κάθε μία αγωγή της, σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση τέτοιας ζημιάς, περιλαμβανομένων των ισχυρισμών του για μείωση της αξίας του ακινήτου της, καταστροφή φυτείας μηλιών, και την αποτροπή της από το να το χρησιμοποιεί και να το καλλιεργεί λόγω φόβου από κινδύνους που σχετίζονται με τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Ζητά την απόρριψη της αγωγής.

 

3.         Η Ενάγουσα, με απαντητικά δικόγραφα, απορρίπτει τις προδικαστικές ενστάσεις της Εναγόμενης και τους ισχυρισμούς που προβάλλει στις υπερασπίσεις της. Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο νόμος και το Σύνταγμα επενεργούν προς όφελος της Ενάγουσας, η οποία προσέφυγε σε αρμόδιο Δικαστήριο. Η έγκριση του Έπαρχου ήταν υπό τους όρους της Συμφωνίας για καταβολή αποζημίωση, στην οποία, όμως, δεν αναφέρονταν το άρθρο 67 Ν.90/72, παρά μόνον το άρθρο 68 Ν.90/72. Επιμένει στην εκδοχή της πως η αναγκαστική τοποθέτηση της γραμμής στο τεμάχιό της χωρίς αποζημίωσή της δεν ήταν νόμιμη και ότι μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να αξιώνει αποζημίωση, για την οχληρία και τη ζημιά που πράγματι υπέστη και υπόκειται σε συνεχή βάση.

 

4.         Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα βασικά γεγονότα, που σχετίζονται με τη διαδικασία εγκατάστασης και την εγκατάσταση της γραμμής δεν αμφισβητούνται. Εκ των δικογράφων, και στις δύο αγωγές, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει εάν το γεγονός της μη προσβολής με προσφυγή της απόφασης αναγκαστικής εγκατάστασης της γραμμής στο τεμάχιο της Ενάγουσας χωρίς προσφορά αποζημίωσης εμποδίζουν την Ενάγουσα από το να κινήσει αστική αγωγή για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, ή όχι, ή κι αν η Ενάγουσα θα έπρεπε να ακολουθήσει κάποιαν άλλη διαδικασία για την προσφορά και καταβολή αποζημίωσης από την Εναγόμενη, μεταξύ άλλων, βάση τον Ν.90/72· συνακόλουθα, τα θέματα δικαιοδοσίας, προωρότητας ή και καταλληλότητας του ένδικου διαβήματος που απορρέουν εξ αυτών των νομικών κατά βάση θεμάτων. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι μπορεί να εξετάσει και την ουσία της αγωγής, θα πρέπει να αποφασίσει εάν η εγκατάσταση της γραμμής στο τεμάχιο έγινε νόμιμα, εάν, ανεξαρτήτως της νομιμότητας, υπάρχει οχληρία, αν υπάρχει ζημιά και επιζήμια επίδραση, και την έκτασή τους.

 

Διαδικασία

 

5.         Δεν έγινε κάποιο διάβημα για την εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων πριν από την παρουσίαση της μαρτυρίας, στη βάση των κοινά παραδεκτών γεγονότων.

 

6.         Ενώ η αγωγή κινήθηκε πάνω στις βάσεις της παράνομης επέμβασης, της οχληρίας και της παράβασης ή εφαρμογής του άρθρου 23 του Συντάγματος (Σ), κατά την ακροαματική διαδικασία, με κοινά αποδεκτό δεδομένο ότι ουδέποτε καταβλήθηκε αποζημίωση από την Εναγόμενη, η επιδικία προωθήθηκε στη βάση της νομιμότητας της παράλειψης αποζημίωσης της Ενάγουσας υπό το άρθρο 23 Σ, χωρίς ν’ αμφισβητείται η νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων ή πράξεων για την εγκατάσταση της γραμμής. Διατηρούμενων των προδικαστικών ενστάσεων της Εναγόμενης, σε κάθε περίπτωση. Έπειτα, στην έκταση της ζημιά της Ενάγουσας, που εκείνη ισχυρίζεται πως υφίσταται, ως την εκθέτει στις δύο αγωγές της, και τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 Σ.

 

7.         Ως προς τα γεγονότα, ειδικότερα ως προς τη ζημιά και την επιζήμια επίδραση στις δύο αγωγές, για την απόδειξη των υποθέσεων της Ενάγουσας, προσκομίστηκε μαρτυρία από την ίδια την Ενάγουσα (ΜΕ1), τον Χρίστο Κυριάκου Βραχνό (ΜΕ2), τον Γεώργιο Παρούτη (ΜΕ3) και τον Πολύκαρπο Πολυκάρπου (ΜΕ4), οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τη δικηγόρο, εκ των δικηγόρων της Εναγόμενης. Για την υπόθεση της Εναγόμενης, δόθηκε μαρτυρία από τη Βιργινία Λαζάρου Τσαγκάρη (ΜΥ1), τον Ανδρέα Παύλου (ΜΥ2) και τον Πολύκαρπο Μουζούρη (ΜΥ3), οι οποίοι, επίσης, αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο της Ενάγουσας. Έγινε χρήση γραπτής δήλωσης ως μέρος της κυρίως εξέτασης της ΜΥ1 (Έγγραφο Α)[1], ενώ για το σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε προφορικά, τηρήθηκαν πρακτικά της δίκης, που την περιέχουν, και είναι στον φάκελο της διαδικασίας. Έγγραφα και δέσμες εγγράφων που κατατέθηκαν σημάνθηκαν ως τεκμήρια (Τ1-Τ39) και είναι ασφαλισμένα στον φάκελο της διαδικασίας.

 

8.         Μετά από την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.

 

9.         Είναι σε γνώση μου τα δικόγραφα, η μαρτυρία και η επιχειρηματολογία των δικηγόρων των διαδίκων στην πλήρη τους μορφή και σε ολόκληρο το περιεχόμενό τους, ακόμα κι αν εδώ δεν γίνεται αυτούσια ή ειδική ή πιο λεπτομερής αναφορά.

 

Νομικές πτυχές

 

10.      Όπως είναι αναμενόμενο, θα πρέπει να εξεταστούν πρώτα τα διάφορα νομικά σημεία που τίθενται, στη βάση των προαναφερόμενων κοινά αποδεκτών γεγονότων και εγγράφων.

 

11.      Για τον σκοπό αυτό, είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, και δεν αμφισβητούνται η ύπαρξη και το περιεχόμενό τους, και τα εξής έγγραφα: ο τίτλος ιδιοκτησίας της Ενάγουσας (Τ1)· κτηματικά σχέδια και σχέδια διέλευσης της γραμμής, σε συνάρτηση με το ένδικο τεμάχιο (Τ3, Τ6)· η γνωστοποίηση χορήγησης πολεοδομικής άδειας ημερομηνίας 14.07.2006 στο πλαίσιο της αίτησης της Εναγόμενης ΠΑΦ/00407/2004 για την εγκατάσταση της γραμμής μαζί με τους όρους της, καθώς και η γνωστοποίηση χορήγησης πολεοδομικής έγκρισης ημερομηνίας 31.01.2008 στο πλαίσιο της αίτησης της Εναγόμενης ΠΑΦ/0047/2004/Α με τους όρους της (Τ7, Τ8)· η Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 μεταξύ του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και της Εναγόμενης ως συναπτόμενη με βάση το άρθρο 43 Ν.90/72 (Τ4)· η επιστολή της Εναγόμενης ημερομηνίας 04.11.2008, δια της οποίας ζητήθηκε από την Ενάγουσα η συγκατάθεσή της για την τοποθέτηση της γραμμής και η ενημέρωσή της ότι μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση με βάση τη Συμφωνία μεταξύ του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και της Εναγόμενης και τα άρθρα 68 και 43 Ν.90/72, και ότι σε περίπτωση μη συγκατάθεσής της, θα ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 31 Κεφ.170 για αναγκαστική επιβολή (Τ2)· η επιστολή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα ημερομηνίας 09.03.2009 με την οποία η Ενάγουσα ενημερώνεται πως, επειδή μέχρι την 23.01.2009, δεν είχε δοθεί η συγκατάθεσή της, ζητήθηκε και λήφθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, μαζί με τη συγκατάθεση του Έπαρχου ημερομηνίας 04.03.2009 (Τ5).

 

12.      Εξ αρχής, να λεχθεί πως τα ίδια ζητήματα έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο, με αυτή τη σύνθεση, και σε άλλες υποθέσεις, με το ίδιο αντικείμενο, και το Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι μπορεί να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης. Στη Γεωργίου ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αγωγή 1427/2015 Ε.Δ. Πάφου, ημερομηνίας 04.03.2023, στην παράγραφο 10 αυτής, είχε αναφερθεί πως δεν υπήρχε λόγος απόκλισης του Δικαστηρίου από τη μέχρι τότε προσέγγισή του όσον αφορά τα νομικά ζητήματα.

 

13.      Εκείνη η νομική προσέγγιση ήταν η εξής:

 

13.1.             Το άρθρο 23 §§ 1, 2 Σ ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να κατέχει, να απολαμβάνει ή να διαθέτει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία και δικαιούται να απαιτεί τον σεβασμό του δικαιώματος αυτού. Στέρηση ή περιορισμός δεν μπορεί να επιβληθεί, εκτός ως προβλέπεται στο άρθρο 23.  Σύμφωνα με το άρθρο 23 § 3, η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς («περιορισμός»), μόνον δια νόμου. Τέτοιος περιορισμός, θα πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητος προς το συμφέρον των σκοπών που προβλέπονται από το Σύνταγμα ως θεμιτοί, που περιλαμβάνουν την πολεοδομία ή την ανάπτυξη και χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας. Για κάθε τέτοιο περιορισμό που μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, πρέπει να καταβάλλεται, το ταχύτερο, δίκαιη αποζημίωση, που καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό Δικαστήριο. Για όλες τις μορφές στέρησης ή περιορισμών, η καταβολή αποζημίωσης, προκαταβολικά ή το ταχύτερο δυνατόν, και σε περίπτωση διαφωνίας κατόπιν καθορισμού της από το πολιτικό Δικαστήριο, δεν προβλέπεται, στο Σύνταγμα, ενός είδους διαδικασία. Η αναφορά του συνταγματικού νομοθέτη σε «περίπτωση διαφωνίας» θα μπορούσε περισσότερο να εκληφθεί ότι προκρίνει την προσπάθεια εξασφάλισης συγκατάθεσης από τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο για κάποια παρέμβαση στο ατομικό δικαίωμά του, τόσο για την παρέμβαση καθαυτή όσο και για τυχόν αποζημίωση· δεν συνιστά πρόνοια ειδικής διαδικασίας με δικονομικούς όρους απαραδέκτου. Συνυφαίνεται λογικά με την ανάγκη διατήρησης του ισοζυγίου και της ειρηνικής συνύπαρξης των διαφόρων δημόσιων αναγκών και ατομικών δικαιωμάτων στη συνταγματική τάξη. Στην περίπτωση επιβολής (νόμιμου) περιορισμού, η αποζημίωση καταβάλλεται μόνον εφόσον υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου. Εξ αντιδιαστολής, εάν δεν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, δεν υπάρχει εκ του Συντάγματος απορρέουσα υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Σε περίπτωση που υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, τέτοια αποζημίωση, δεν προϋποτίθεται να προκαταβληθεί προκειμένου να επιβληθεί ο περιορισμός. Με την προϋπόθεση της ύπαρξης ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου συνεπεία του νόμιμου περιορισμού, εξυπακούεται η προηγούμενη επιβολή του περιορισμού. Οπότε, και η υποχρέωση είναι η καταβολή αποζημίωσης, το ταχύτερο δυνατόν από την επιβολή του περιορισμού που επιφέρει τέτοια μείωση.

 

13.2.             Πότε επιβάλλεται ο περιορισμός και μπορεί να διαφανεί εάν προκαλεί ουσιώδη μείωση στην αξία του ακινήτου, υπάρχει διαφορά μεταξύ της γενικής και αφηρημένης πρόβλεψής του σε νομικό επίπεδο (και δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας του άρθρου 31 Κεφ.170[2]), της απόφασης για την επιβολή του κατ’ εφαρμογή του νόμου σε κάποιο τεμάχιο σε συγκεκριμένη περίπτωση, και της υλοποίησής του σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή της εγκατάστασης της ηλεκτρικής γραμμής στο συγκεκριμένο τεμάχιο. Η συνάρτηση με την αναγκαιότητα να προκαλείται ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου μπορεί να καθιστά αναγκαία την υλοποίηση του περιορισμού, για να διαφανεί τυχόν υποχρέωση πληρωμής αποζημίωσης. Η δε συνέχεια του περιορισμού και η χρονική του αοριστία μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες επηρεασμού κατά τρόπο που να προκαλείται ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου μεταγενέστερα. Σε τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να δοθεί ερμηνεία που να βαίνει αντίθετα προς τη συνταγματική επιταγή. Δηλαδή, δεν μπορεί να λεχθεί ότι, σε περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιοκτησία που μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου, επειδή δεν προσβλήθηκε η απόφαση επιβολής του ή δεν ζητήθηκε σ’ εκείνο τον αρχικό χρόνο αποζημίωση, αλλά ο επηρεασμός διαφαίνεται εκ των υστέρων, δεν υπάρχει δικαίωμα υποβολής απαίτησης για αποζημίωση, ακρόασης, και έπειτα αποζημίωσης, εάν αποδειχθεί τέτοιος επηρεασμός.

 

13.3.             Δεν αποκλείεται η ρύθμιση διαδικασίας με την οποία ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος που θεωρεί πως το ακίνητό του υπέστη ουσιώδη μείωση της αξίας του, λόγω περιορισμού, να μπορεί να υποβάλει σχετική απαίτηση για αποζημίωση, πριν ή σε οποιονδήποτε χρόνο μετά την εγκατάσταση της ηλεκτρικής γραμμής. Τέτοια διαδικασία, θα πρέπει να είναι προς διευκόλυνση άσκησης του δικαιώματός του ή αντίστοιχα εκτέλεσης της συνταγματικής υποχρέωσης της Αρχής που επιβάλλει τον περιορισμό, και όχι προς περαιτέρω περιορισμό του δικαιώματος ή εν τέλει αποκλεισμό του, με τη θέση μη γνωστών εξ αρχής (εκτός υφιστάμενου νομικού πλαισίου) διαδικαστικών εμποδίων, που θα παραλλάζουν το νόημα της συνταγματικής επιταγής. Η τελευταία είναι πως, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου που υπόκειται σε περιορισμό, θα πρέπει να καταβάλλεται αποζημίωση, χωρίς οποιονδήποτε όρο ή προϋπόθεση της υποχρέωσης αυτής, εκτός από το να είναι ουσιώδης η μείωση της αξίας του ακινήτου. Από μόνη της η προϋπόθεση να είναι ουσιώδης η μείωση της αξίας του ακινήτου, είναι αρκετή, και στο πλαίσιο της εξέτασης του εάν είναι ουσιώδης ή όχι, εκεί χωρούν ενδεχομένως επιχειρήματα ότι αρχικά δεν υπήρξε αντίδραση ή υπήρξε πολυετής ανοχή ή οτιδήποτε άλλο. Έπειτα, διαδικασία για τυχόν υποβολή απαίτησης για αποζημίωση μπορεί να καθοριστεί είτε με τον νόμο που προβλέπει τον σχετικό περιορισμό (υπέρ του οποίου επιφυλάσσεται το Σύνταγμα, για την επιβολή του περιορισμού), είτε με Κανονισμούς που εκδίδονται κατά περαιτέρω εξουσιοδότηση αυτού του νόμου. Ο νόμος ή οι κανονισμοί αυτοί μπορούν να παραπέμπουν σε διατάξεις άλλων νόμων και κανονισμών, εάν πρέπει να υπάρξει αναλογική ισχύς τους.

 

13.4.             Σύμφωνα με το άρθρο 23 § 11 Σ, κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο σε σχέση προς οποιαδήποτε των διατάξεων του άρθρου 23 ή κατ’ εφαρμογή αυτών. Ο λόγος στην § 11 είναι για προσφυγή «στο Δικαστήριο», χωρίς αναφορά «στο πολιτικό Δικαστήριο» για καθορισμό αποζημίωσης, όπως προηγουμένως, και αφήνεται να νοηθεί ότι η αναφορά είναι για Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητα της αρχής που στερεί ή περιορίζει την ιδιοκτησία, σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο του άρθρου 146 Σ. Ωστόσο, στη Holy See of Kitium of Limassol v. The Municipal Council of Limassol [15] (1961) March 2, στην οποία παραπέμπει και η Ramadan v. The Electricity Authority of Cyprus 1 R.S.C.C. 49, με παρόμοια γεγονότα με την υπό εξέταση υπόθεση, διατυπώθηκε ακριβώς η αντίθετη άποψη· ότι η αναφορά «στο Δικαστήριο», στην § 11, εμπερικλείει και το πολιτικό Δικαστήριο, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά και το Δικαστήριο που ασκεί δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 146 Σ, αναλόγως της δικαιοδοσίας του καθενός, την οποία δεν είναι σκοπός του μέρους του Συντάγματος που αφορά τα ατομικά δικαιώματα να καθορίσει. Κατ’ επέκταση, η ανάγνωση της § 11 είναι και με το σύνολο του άρθρου 23 αλλά και με το σύνολο του Συντάγματος.

 

13.5.             Ακολουθώντας την ίδια ροή σκέψης, με δεδομένο πως η καταβολή αποζημίωσης, όταν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου, είναι ζήτημα σε σχέση με διάταξη του άρθρου 23 Σ και κατ’ εφαρμογή της (της διάταξης της § 3), αλλά και ξεκάθαρα συνιστά ιδιωτικό δίκαιο, το «Δικαστήριο», στο κείμενο της § 11, διαβάζεται για την περίπτωση ως το πολιτικό Δικαστήριο. Εξάλλου, ακόμα κι αν μπορεί να μην είναι κοινά αποδεκτή η μεθοδολογία της Holy See of Kitium of Limassol v. The Municipal Council of Limassol (ανωτέρω)[3], ή απλώς με πιο σύγχρονη προσέγγιση, εάν υπάρχει παράβαση οποιουδήποτε ατομικού δικαιώματος, περιλαμβανομένου του άρθρου 23 Σ, συνεπεία της οποίας υπάρχει ζημιά, δεν χρειάζεται ειδική διάταξη στο κείμενο της συνταγματικής ρύθμισης, για να μπορεί να αχθεί ενώπιον του πολιτικού Δικαστηρίου διαφορά που σχετίζεται με τη διάγνωση αστικού δικαιώματος.

 

13.6.             Η διαφορά, σε αυτού του είδους τις απαιτήσεις, λέχθηκε, συνίσταται στην παράλειψη της Εναγόμενης, ενώ επέβαλε περιορισμό στην ιδιοκτησία εν προκειμένω της Ενάγουσας, με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, να προσφέρει οποιανδήποτε αποζημίωση, που η πλευρά της Ενάγουσας θεωρεί ότι χρειάζεται, γιατί υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου της και καταστροφή της φυτείας της. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως, ταυτόχρονα, η μη καταβολή αποζημίωσης στην περίπτωσή της συνιστά ή απολήγει σε παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 23 § 3 Σ, που προβλέπει αυτήν την υποχρέωση. Η διαφορά αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο από Δικαστήριο ιδιωτικών διαφορών, που θα αποφασίσει, με βάση τη μαρτυρία, εάν υπάρχει ή όχι ουσιώδης μείωση στο ακίνητο της Ενάγουσας, αιτιωδώς συνδεδεμένη με τον περιορισμό που επιβλήθηκε, για την οποία θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση, ώστε, η μη πληρωμή της, να συνιστά παράβαση του άρθρου 23 § 3 Σ. Καταληκτικά, – ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου αυτού – σε αυτού του είδους της υποθέσεις πως υπάρχει βάση αγωγής επί της οποίας μπορεί να προχωρήσει το Δικαστήριο με την εξέτασή της.

 

13.7.             Η δια νόμου αναγκαστική δίοδος με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170 νομιμοποιεί ό,τι υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συνιστά παράνομη επέμβαση. Όσον αφορά τις αναφορές σε ιδιωτική οχληρία, η ιδιωτική οχληρία δεν έχει να κάνει με τη νομιμότητα της εγκατάστασης της ηλεκτρικής γραμμής, αλλά με τον τρόπο που η Εναγόμενη, ενεργώντας ή χρησιμοποιώντας την έκταση που καταλαμβάνει η ηλεκτρική γραμμή, εμποδίζει την απόλαυση της έκτασης της ακίνητης περιουσίας που κατέχει η Ενάγουσα εν προκειμένω, προκαλώντας τη ζημιά που εκθέτει. Η βάση αγωγής της οχληρίας δεν σχετίζεται με τα γεγονότα, επειδή αυτά δεν αναφέρονται στον τρόπο που η Εναγόμενη χρησιμοποιεί την έκταση που καταλαμβάνει η ηλεκτρική γραμμή (που δεν θεωρείται ακριβώς πως κατέχεται από αυτήν), ως εάν θα μπορούσε να την χρησιμοποιεί και με άλλον τρόπο που δεν θα προκαλεί οχληρία. Συνακόλουθα, η αναφορά σε «οχληρία» εκλαμβάνεται πως είναι στο πλαίσιο της θέσης της πως μειώνεται ουσιωδώς η αξία του ακινήτου (γιατί η ύπαρξη μιας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρισμού υψηλής τάσης είναι φύσει οχληρή ανάπτυξη, ασχέτως της νομιμότητας της εγκατάστασης ή της χρήσης της) ή άλλως πώς επηρεάζει τη χρήση του ακινήτου από την Ενάγουσα και θέμα υπολογισμού της ζημιάς, εάν αφορά ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου και ουσιώδη επηρεασμό της χρήσης του, και όχι για να καταλογίσει στην Εναγόμενη ευθύνη για αδικοπραγία. Λέχθηκε πως αγωγές αποζημίωσης για εγκατάσταση πυλώνων και εναέριων γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος παρουσιάζονται και σε άλλες δικαιοδοσίες (π.χ. σύμφωνα με την αγγλική Electricity Act 1989). Συχνότερα, ασκούνται μεν σε βάση ως αυτήν που επιχειρεί να εξηγήσει η Εναγόμενη, της απαίτησης για νόμιμη (εκ του νόμου) αποζημίωση (statutory compensation) και εφόσον ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις· αλλά αυτό όπου υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία και δεδομένο νόμιμο πλαίσιο ή σχήμα παροχής αποζημιώσεων, εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί η όλη διαφορά. Αναλογία δικαίου όσον αφορά τον ίδιο τον περιορισμό δεν μπορεί να γίνει με το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (παρόλο που εκεί μπορεί να γίνονται παραπομπές, και σε άλλες δικαιοδοσίες, όσον αφορά την αποζημίωση ή τον τρόπο υπολογισμού της). Τέτοια αναλογία θα μπορούσε να γίνει με τυχόν άλλους νόμους που ρυθμίζουν διαδικασίες (μακράς και αόριστης διάρκειας) αναγκαστικής διόδου για τη διέλευση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας χωρίς απόκτηση δικαιώματος επί της γης[4], τύπου “compulsory wayleave”, που ασφαλώς διαφέρουν και από τη δουλεία (easement) και από μορφές στέρησης της ιδιοκτησίας ή άλλες νομικές σχέσεις.

 

13.8.             Σύμφωνα με το άρθρο 31 § 1 Κεφ.170, που τιτλοφορείται «άδειες διόδου σε γη» (wayleaves over land), οι ανάδοχοι (η Εναγόμενη) μπορούν να τοποθετήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρική γραμμή, είτε πάνω, είτε κάτω από το έδαφος, διαμέσου οποιασδήποτε γης που δεν είναι καλυμμένη με οικοδομές. Πριν από την τοποθέτηση τέτοιας γραμμής, επιδίδουν στον ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης, ή αν ο ιδιοκτήτης και κάτοχος δεν είναι γνωστοί, αναρτούν στη γη μέσω πίνακα ειδοποιήσεων, ειδοποίηση σχετικά με την πρόθεσή τους αυτή, μαζί με περιγραφή των γραμμών που υπάρχει πρόθεση να τοποθετηθούν. Εάν, εντός 14 ημερών μετά την επίδοση ή ανάρτηση, ο ιδιοκτήτης και κάτοχος παραλείψουν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ή αν επισυνάψουν στη συγκατάθεσή τους οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις στους οποίους οι ανάδοχοι ενίστανται, ο Έπαρχος, αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, δύναται να δώσει τη συγκατάθεσή του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών, είτε άνευ όρων, ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως θεωρεί δίκαιο. Το ίδιο το άρθρο 31 § 1, η εφαρμογή του οποίου δεν διευκολύνεται με χρήση Κανονισμού που να έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 10, δεν ορίζει κάποια προθεσμία ή διαδικασία για υποβολή απαίτησης αποζημίωσης. Στην περίπτωση της § 1, η αρχική επίδοση της ειδοποίησης προς τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο για λήψη συγκατάθεσης, εάν ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος, μπορεί να γίνει και με ανάρτηση στη γη. Η προθεσμία για εξασφάλιση τυχόν έγκρισης είναι σύντομη. Εντός 14 ημερών από την επίδοση ή ανάρτηση, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος μπορούν να συγκατατεθούν. Εάν συγκατατεθούν στην πρόθεση αυτή, που μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει προσφορά ή μηχανισμό απαίτησης αποζημίωσης, το θέμα τελειώνει εκεί, η Εναγόμενη μπορεί να παρέμβει με νομική βάση τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή κατόχου και τη μεταξύ τους συμφωνία (contractual/voluntary wayleave), η οποία αποτελεί και τη βάση τυχόν διαφορών τους. Εάν με το έντυπο συγκατάθεσης ή άλλως πώς ο ιδιοκτήτης ενστεί σε συγκεκριμένους όρους ή θέσει όρους και προϋποθέσεις (π.χ. πληρωμή αποζημίωσης) και δεν επέλθει συμφωνία σε σχέση με αυτούς, ή εάν παραλείψει να συγκατατεθεί γενικότερα, άρα δεν έχει επέλθει συμφωνία (γιατί δεν υπήρξε ανταπόκριση για συγκατάθεση ή διαβούλευση, κατ’ επέκταση υπάρχει διαφωνία), κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνει η Εναγόμενη, η οποία φυσικά έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να επιδιώκει τη σύναψη κάποιας συμφωνίας. Στον βαθμό που η εγκατάσταση είναι αναγκαίο να γίνει, για τους σκοπούς της δημόσιας ωφέλειας, και δεν υπάρχει συμφωνία, αποτείνεται στον Έπαρχο. Ούτε η διαδικασία με την οποία η Εναγόμενη υποβάλλει στον Έπαρχο αίτημα για τη συγκατάθεσή του είναι ρυθμισμένη. Ο Έπαρχος διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, και μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του, με ή χωρίς όρους ή προϋποθέσεις, αν κρίνει δίκαιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο λόγος είναι για αναγκαστική δίοδο (compulsory wayleave). Δεν προβλέπεται διαδικασία υποχρεωτικής ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου γης από τον Έπαρχο. Αυτή η έλλειψη είναι πιο αισθητή στην περίπτωση της § 2. Η απόφαση αναγκαστικής επιβολής, που περατώνεται με τη λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου, είναι της Εναγόμενη (που εκείνη είναι και η εκτελεστή διοικητική πράξη)[5]. Το να μην προσβληθεί με προσφυγή, και να αφεθεί να επιβληθεί ο περιορισμός, δεν επηρεάζει το δικαίωμα αποζημίωσης, εάν ο περιορισμός, που πλέον επιβάλλεται και δεν συμφωνείται, μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου. Σύμφωνα με την § 2, όταν η ανάγκη είναι να τοποθετηθεί όχι απλώς γραμμή σε γη χωρίς οικοδομές (§ 1), αλλά γραμμή ή άλλη εγκατάσταση σε οικοδομή ή σε γη με οικοδομές, χρειάζεται οπωσδήποτε η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή του κατόχου. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συγκατάθεση, δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης, ούτε η συγκατάθεση του Έπαρχου μπορεί να υποκαταστήσει την απουσία της. Όταν, όμως, πρόκειται για επίτονο ή στήριγμα υπέργειας γραμμής ή υποστήριγμα ή ορθοστάτης για τον αποκλειστικό σκοπό της εξασφάλισης της υποστήριξης υπέργειας γραμμής, σε γη ή σε οικοδομή (on any land or building), τότε, ο Έπαρχος, μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης,  εάν ο ιδιοκτήτης και ο κάτοχος παράλογα αρνούνται τη συγκατάθεσή τους, να παρέχει τη δική του συγκατάθεση, και τότε (εφόσον πρόκειται περισσότερο για δέσμευση με στοιχεία τύπου “easement”) καθορίζει υποχρεωτικά (shall fix) ποσό αποζημίωσης ή ετήσιου ενοικίου ή και τα δύο, που πληρώνονται από τους ανάδοχους στον ιδιοκτήτη ή και κάτοχο, αναλόγως. Εδώ, είναι πιο αισθητή η απουσία ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου, γιατί, ενώ ο Έπαρχος μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη συγκατάθεσης εάν υπάρχει από μέρους του ιδιοκτήτη ή κατόχου «παραλογισμός» ως προς την μη συγκατάθεσή του, δεν προβλέπεται υποχρεωτική διαδικασία ακρόασης του ιδιοκτήτη ή κατόχου από τον Έπαρχο, όπως, για παράδειγμα, προβλέπεται σχετική διαδικασία ακρόασης στους αγγλικούς The Electricity (Compulsory Wayleaves) (Hearings Procedure) Rules 1967.  Στην περίπτωση της § 2, υποχρεωτικά ο Έπαρχος, όταν παρέχει τη συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση, σε ιδιωτική γη ή σε οικοδομή, αναγκαίου επίτονου ή στηρίγματος υπέργειας γραμμής ή υποστηρίγματος ή ορθοστάτη, για τον αποκλειστικό σκοπό της εξασφάλισης της υποστήριξης υπέργειας γραμμής, καθορίζει ο ίδιος την αποζημίωση, που πρέπει να καταβάλει η Εναγόμενη. Στην περίπτωση της § 1, και ως εκ της δυνατότητάς του στην περίπτωση της § 2, δεν αποκλείεται (δυνητικά) να καθορίζει αποζημίωση στο πλαίσιο της συγκατάθεσής του υπό μορφή όρου ή προϋπόθεσης. Ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένος να μπει σε τέτοια διαδικασία. Στους αγγλικούς Κανονισμούς, που διέπουν το ίδιο θέμα, η αποζημίωση καθορίζεται πάντοτε από το Land Tribunal, εάν δεν επέλθει συμφωνία γι’ αυτήν, την οποία μπορεί να επιδιώξει οποιοδήποτε μέρος[6], και δεν υπάρχει δυνατότητα διοικητικού οργάνου να μπει στη διαδικασία να καθορίσει αποζημίωση. Από την ίδια παράγραφο § 2, στην εγχώρια νομοθεσία, που εκείνη προβλέπει υποχρέωση του Έπαρχου να καθορίζει αποζημίωση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προκύπτει και ο τρόπος αποζημίωσης που μπορεί να δοθεί για την επιβολή περιορισμού που μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου. Μπορεί να αφορά ένα ποσό εφάπαξ, ετήσιο ενοίκιο, ή και τα δύο.

 

13.9.             Στο στάδιο που ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος λαμβάνει έντυπο συγκατάθεσης για επιβολή περιορισμού με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, εάν παραλείψει να συγκατατεθεί πλήρως ή να ανταποκριθεί, δεν μπορεί να τεκμαίρεται είτε (σιωπηρή) συμφωνία του είτε μη αξίωση για αποζημίωση. Δεν επέρχεται συμφωνία. Υπάρχει διαφωνία. Εάν η Εναγόμενη επιλέξει να μην εστιάσει στην επίλυσή της, αλλά να αποταθεί στον Έπαρχο για να εξαναγκαστεί η δίοδος, και ούτε σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας επέλθει κάποια συμφωνία για το θέμα της αποζημίωσης, για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί δεν υπήρξε ακρόαση του ιδιοκτήτη ή κατόχου ή γιατί δεν απασχόλησε τον Έπαρχο το ζήτημα), μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, εάν υπάρχει ουσιαστικό δικαίωμα σ’ αυτήν, με πηγή και βάση του ουσιαστικού δικαιώματος να είναι το άρθρο 23 § 3 Σ. Εάν, σε οποιαδήποτε διαδικασία των §§ 1, 2, ο Έπαρχος καθορίσει συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση που θα πρέπει να καταβάλει η Εναγόμενη και το ύψος της αποζημίωσης δεν είναι αποδεκτό, υπάρχει διαφωνία ως προς το ύψος του ποσού, για την οποία μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο. Εάν, σε οποιαδήποτε διαδικασία των §§ 1, 2, ο Έπαρχος δεν καθορίσει συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση που θα πρέπει να καταβάλει η Εναγόμενη, και υπάρχει διαφωνία ως προς το εάν υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας του ακινήτου για την οποία να οφείλεται αποζημίωση, και πάλι, μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο.

 

13.10.           Όταν η εγκατάσταση της γραμμής δεν έχει χρονικά καθορισμένη διάρκεια, κατά πόσον υπάρχει επηρεασμός ή όχι, μπορεί να διαπιστωθεί μετά από την υλοποίηση της επιβολής του περιορισμού, η οποία μπορεί να απέχει χρονικά από την κοινοποίηση της πρόθεσης της Εναγόμενης να εγκαταστήσει γραμμή στην περιοχή ή από τη συγκατάθεση του Έπαρχου. Το ζήτημα, εάν θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση ή όχι, είναι συνεχώς συναρτώμενο με την ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου, που μπορεί να μην προκαλεί η γραμμή σε μια χρονική στιγμή, αλλά να προκαλεί σε κάποιαν άλλη χρονική στιγμή, όταν, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να αναπτυχθεί το ακίνητο. Συναφώς, και με βάση τις §§ 3, 4, μπορεί, μετά την τοποθέτηση της γραμμής, ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος να επιθυμεί να αφαιρεθεί, ενώ έχει λάβει ήδη αποζημίωση για την εγκατάστασή της (είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε κατόπιν καθορισμού όπου δεν υπήρξε συμφωνία). Σε τέτοια περίπτωση, ενδεχομένως να πρέπει να καταβάλει τα έξοδα μετακίνησης, εάν τελικά αποφασιστεί, και εκεί αποκλείεται κάποια περαιτέρω αποζημίωση. Εξ αντιδιαστολής, δεν αποκλείεται, εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα μετακίνησης, να πρέπει να καταβληθεί τότε αποζημίωση. Ούτε για κάποια διαδικασία υποβολής αιτήματος μετακίνησης ή υποβολής αιτήματος αποζημίωσης λόγω μη μετακίνησης υπάρχουν ειδικότερες ρυθμίσεις. Εάν το θέμα της αποζημίωσης συμφωνήθηκε κατά την αρχική εγκατάσταση, ευλόγως, μόνο δια αιτήματος μετακίνησης μπορεί να απασχολήσει ξανά. Οι περιπτώσεις που απασχόλησαν ήταν για αποζημίωση για την αρχική εγκατάσταση.

 

13.11.           Η πολεοδομική άδεια που εξασφαλίστηκε από την Εναγόμενη για την εγκατάσταση της γραμμής δεν αμφισβητήθηκε από τους επηρεαζόμενους ιδιώτες, εφόσον δεν συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στην έκδοσή της και δεν τους είχε κοινοποιηθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 68 Ν.90/72, εάν με οποιονδήποτε τρόπο προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας, συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του Ν.90/72, δέον να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση. Αποζημίωση καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72, μόνον εφόσον αποδειχθεί από αυτόν που την απαιτεί ότι, συνεπεία πολεοδομικής απόφασης επηρεάζουσας την ακίνητη ιδιοκτησία σε σχέση προς την οποία υποβάλλεται η απαίτηση, επήλθε ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης. Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου 15/62, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του Ν.90/72. Το άρθρο 68 Ν.90/72 εφαρμόζεται εάν με οποιονδήποτε τρόπο προκύψει ουσιώδης ζημιά σε βάρος ιδιοκτησίας συνεπεία της εφαρμογής του Ν.90/72. Η μεσολάβηση, στην προκειμένη περίπτωση, πολεοδομικής απόφασης, με βάση τον Ν.90/72 για την εγκατάσταση της γραμμής σε ακίνητη ιδιοκτησία, προς την Εναγόμενη, και για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 31 Κεφ.170, ως νόμιμου περιορισμού με βάση το άρθρο 23 § 3 Σ, δεν μετατρέπει τον περιορισμό στο δικαίωμα από την Εναγόμενη σε πολεοδομικό περιορισμό έναντι στον ιδιώτη. Έναντι σ’ αυτόν, η Εναγόμενη έχει υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης που τυχόν συμφωνείται ή καθορίζεται από τον Έπαρχο στη συγκατάθεσή του με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170. Η Συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 31.01.2008 δεν συνιστά καν εκχώρηση εκ του νόμου απορρέουσας υποχρέωσης της πολεοδομικής αρχής για καταβολή αποζημίωσης σε επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας προς την Εναγόμενη. Συνιστά διασφάλιση της πολεοδομικής αρχής ότι, εάν απαιτηθεί εναντίον της πολεοδομικής αρχής αποζημίωση με βάση το άρθρο 68 Ν.90/72 για ουσιώδη ζημιά, ως αποτέλεσμα της πολεοδομικής απόφασής της επί της αίτησης της Εναγόμενης, τότε, η Εναγόμενη θα αναλάβει (ως η συμβατική υποχρέωσή της έναντι στην πολεοδομική αρχή) την πληρωμή της τυχόν καθορισθείσας αποζημίωσης (την κάλυψη της πολεοδομικής αρχής). Έναντι στον ιδιώτη, η Εναγόμενη έχει ούτως ή άλλως υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης που τυχόν συμφωνείται ή καθορίζεται από τον Έπαρχο στη συγκατάθεσή του με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, ώστε να μην χρειάζεται κάποια συμφωνία με την πολεοδομική αρχή για τη ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσής της. Όπως ρητά αναφέρεται στην § 2 του άρθρο 31 Κεφ.170, τα ποσά που καθορίζει ο Έπαρχος ως αποζημίωση πληρώνονται από τον ανάδοχο στον ιδιοκτήτη. Κατά τα λοιπά, η αποζημίωση δεν είθισται να συνιστά το αποκλειστικό αντικείμενο συμφωνιών που συνάπτονται με βάση το άρθρο 43 Ν.90/72 για τη ρύθμιση της ανάπτυξης ή της χρήσης του ακινήτου, αν και μπορούν να περιληφθούν παρεμπίπτουσες ή επακόλουθες διατάξεις οικονομικής φύσης, όπως εξάλλου ρητά αναφέρεται στη νομοθετική διάταξη. Η συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν παύει να είναι μια αναμεταξύ τους συμφωνία, που, με βάση τις αρχές που διαχρονικά διέπουν το δίκαιο των συμβάσεων, δεν δεσμεύει οποιονδήποτε τρίτο, μη συμβαλλόμενο, ακόμα κι αν περιλήφθηκε στη σχετική πολεοδομική γνωστοποίηση και συνιστά μέρος της πολεοδομικής απόφασης που η Εναγόμενη χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της εγκατάστασης της γραμμής.

 

13.12.           Στον βαθμό που οι ενάγοντες σ’ αυτής της φύσης τις υποθέσεις δεν έχουν απαιτήσει από την πολεοδομική αρχή αποζημίωση για την πολεοδομική της απόφαση με βάση το άρθρο 68 Ν.90/72 και δεν έχει καθοριστεί αποζημίωση πληρωτέα από την πολεοδομική αρχή προς αυτούς για την πολεοδομική της απόφαση, η συμφωνία αναμεταξύ της Εναγόμενης και της πολεοδομικής αρχής, για την ανάληψη της πληρωμής της από την Εναγόμενη, είχε λεχθεί από το Δικαστήριο, δεν έχει σημασία για τα γεγονότα των υποθέσεων. Επίσης, δεν μπορεί να εκληφθεί, εξ αυτής, πως εφαρμόζεται το άρθρο 68 Ν.90/72 ή άλλο άρθρο του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72 ως η νομοθετική διάταξη που έπρεπε να εφαρμόσει ο ιδιώτης για να αποζημιωθεί από την Εναγόμενη, για τον περιορισμό του άρθρου 31 Κεφ.170. Ακόμα και εάν με διαφορετική νομική θεώρηση η κατάληξη ήταν πως η Εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να καθορίσει η ίδια και καθόρισε τη διαδικασία του άρθρου 68 Ν.90/72 ως εφαρμοστέα και για την περίπτωση του περιορισμού με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170, και τότε, μόνον αναλογική εφαρμογή mutatis mutandis θα μπορούσε να λογίζεται η θέση της πολεοδομικής νομοθετικής διάταξης (με τις ανάλογες αλλαγές που χρειάζονται). Τέτοια είναι και η εφαρμογή του άρθρου 10 Ν.15/62 σε σχέση με τους κανόνες υπολογισμού της αποζημίωσης σε περίπτωση ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου. Γιατί και το άρθρο 10 Ν.15/62 δεν θέτει κανόνες υπολογισμού της ουσιώδους μείωσης της αξίας του ακινήτου, ούτε και στην περίπτωση (δ) αυτού, ούτε και στην περίπτωση (η) αυτού, που η τελευταία μάλιστα παραπέμπει πίσω, στη βάση, στο άρθρο 23 Σ. Ουδεμία αναλογία είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, εάν δεν το βοηθά να καθορίσει την καταβλητέα αποζημίωση για μείωση της αξίας του ακινήτου. Επιπλέον, τέτοια αναλογία του άρθρου 68 Ν. Ν.90/72 θα ήταν (αχρείαστα) μόνον ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης στη βάση της απόδειξης ουσιώδους μείωσης, όχι ως προς οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Όγδοου Μέρους του Ν.90/72, περιλαμβανομένης της (μη αναφερθείσας οπουδήποτε) διαδικασίας και της προθεσμίας για πληρωμή αποζημίωσης από την πολεοδομική αρχή βάσει του άρθρου 67 Ν.90/72, ή των περιορισμών των επόμενων άρθρων. Η ειδοποίηση για λήψη συγκατάθεσης είναι με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170. Σε περίπτωση μη συγκατάθεσης (άρα διαφωνίας), θα εφαρμόζονταν η διαδικασία του άρθρου 31 Κεφ.170, δηλαδή η υπόθεση θα παραπέμπονταν στον Έπαρχο που θα αποφάσιζε εάν μπορεί να δοθεί η δική του συγκατάθεση ή όχι, και θα καθόριζε εάν πρέπει η Εναγόμενη να καταβάλει αποζημίωση ή όχι, κατόπιν διαβούλευσής του με την πολεοδομική αρχή. Θα έπονταν η απόφαση της Εναγόμενης να επιβάλει τον περιορισμό με βάση τη συγκατάθεση του Έπαρχου ή όχι, ή να τον υλοποιήσει. Το άρθρο 31 Κεφ.170 δεν παραπέμπει το ίδιο στην πολεοδομική νομοθεσία. Εφόσον τέτοια διαδικασία και προθεσμία υποβολής απαίτησης για αποζημίωση δεν προβλέπονται στον νόμο που διέπει την αναγκαστική διέλευση γραμμών μεταφοράς ηλεκτρισμού (Κεφ.170) ή σε οποιονδήποτε κανονισμό που να έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του σχετικού νόμου· και εφόσον η συνταγματική επιταγή του άρθρου 23 § 3 Σ είναι, στην περίπτωση επιβολής περιορισμού στην ιδιοκτησία που προκαλεί ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου, να καταβάλλεται αποζημίωση, και δεν υπάρχει απόκλιση από αυτήν· και εφόσον η θέση είναι πως, ενώ επιβλήθηκε περιορισμός στην ιδιοκτησία της που προκαλεί ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου, δεν καταβλήθηκε αποζημίωση· και εφόσον υπάρχει προφανής διαφωνία ως προς το εάν θα πρέπει να καταβληθεί ή όχι αποζημίωση στην περίπτωση, η διαδικασία της αγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί είτε λανθασμένη είτε εκπρόθεσμη.

 

13.13.           Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά την αναφορά σε «απαίτηση αποζημίωσης», στη διαδικασία με βάση το άρθρο 67 Ν.90/72, λέχθηκε, επίσης, πως δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι υπάρχει και στο άρθρο 61 Ν.90/72 που αφορά αποζημίωση απορρέουσα από αναγκαστική απαλλοτρίωση, χωρίς να σημαίνει πως εκείνο το άρθρο καθιστά αναγκαία την υποβολή «απαίτησης για αποζημίωση» προς την απαλλοτριούσα αρχή, που, εάν δεν υποβληθεί, αναιρεί τη συνταγματική πρόνοια ή ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις περί υποχρέωσης καταβολής της. Το γεγονός ότι στην αναγκαστική δίοδο με βάση το άρθρο 31 Κεφ.170 δεν χρειάζεται προκαταβολή της αποζημίωσης, και η υποχρέωση είναι για καταβολή τέτοιας αποζημίωσης το ταχύτερο δυνατόν, δεν επιτρέπει μετάθεση της υποχρέωσης (που αφορά την καταβολή αποζημίωσης εάν υπάρχει ουσιώδης μείωση) στον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη, ως υποχρέωση δική του να υποβάλει απαίτηση, που εάν δεν υποβάλει, να αναιρεί τη συνταγματική υποχρέωση καταβολής της, ώστε, ακόμα κι αν υπάρχει ουσιώδης μείωση, να μην καταβάλλεται οποιαδήποτε αποζημίωση.

 

13.14.           Ως προς το είδος του ένδικου μέσου, ακόμα κι αν εκλαμβάνονταν, με κάποια διαφορετική θεώρηση, πως, παρόλο που δεν υπάρχουν ειδικότεροι κανονισμοί, θα έπρεπε η προσφυγή στο Δικαστήριο να είναι με παραπομπή  μαζί με έκθεση εκτίμησης, ως στους Κανονισμούς που διέπουν την απαλλοτρίωση ή την επίταξη ή άλλες διαδικασίες, και πάλι, το ζήτημα θα ήταν διαδικαστικό. Το Δικαστήριο δεν θα απέρριπτε την απαίτηση λόγω λανθασμένου ένδικου μέσου και δεν θα προέβαινε σε χειρισμό που, στο σύνολό του (λαμβανομένης υπόψη της ασάφειας του νομικού πλαισίου της απόκτησης αναγκαστικής διόδου, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι δεν λήφθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση, αλλά υπάρχει ουσιώδης επηρεασμός από τον περιορισμό, και δεν φαίνεται να τηρήθηκε σε άλλο επίπεδο μια δίκαιη ισορροπία), δεν θα απέκλειε ξεκάθαρα ενδεχόμενη παράβαση, μεμονωμένα ή σε συνεφαρμογή, του άρθρου 23 § 3 Σ, ακόμα και σε αυτό το στάδιο.

 

13.15.           Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, το Δικαστήριο είχε θεωρήσει, στις αγωγές αυτού του είδους που τέθηκαν ενώπιον του, πως θα έπρεπε να εξετάσει στις απαιτήσεις επί της ουσίας τους, βάσει του ισχυρισμού για ουσιώδη μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω της εφαρμογής του άρθρου 31 Κεφ.170 από την Εναγόμενη, που ενώ κατά τη θέση των εναγόντων υπάρχει, δεν καταβλήθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση, και ότι δεν θεωρείται πως τίθεται θέμα είτε απώλειας κάποιας ανύπαρκτης προθεσμίας δανεικής από άλλο νομικό κεφάλαιο είτε παραγραφής. Έπειτα, ότι ο χρόνος που έχει παρέλθει, όπως και το γεγονός μη αναζήτησης μετακίνησης της γραμμής μετά από την πάροδο της πενταετίας, εάν υφίσταται δυσανάλογη ταλαιπωρία ή παρεμποδίζεται αναγκαία ανάπτυξη του ακινήτου, ή οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, θα μπορούσαν να υπολογιστούν στο πλαίσιο εξέτασης τυχόν αναγκαίας αποζημίωσης. Προωρότητα, όμως, με την έννοια της παράλειψης ακολούθησης υποχρεωτικής προβλεπόμενης διαδικασίας πριν από την αγωγή, δεν υφίσταται. Ούτε από μόνα τους τα δεδομένα υποδηλούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ήταν η προσέγγιση πως η προϋπόθεση της παρέμβασης του Δικαστηρίου για καθορισμό της αποζημίωσης μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας πληρείται, εκ του γεγονότος ότι ουδέποτε υπήρξε συγκατάθεση και δεν προσφέρθηκε αποζημίωση για την υποχρεωτική εγκατάσταση της ηλεκτρικής γραμμής, και οι ενάγοντες θεωρούσαν πως υπάρχει ουσιώδης μείωση της αξίας των ακινήτων τους, συνεπεία της εγκατάστασης της γραμμής, για την οποία θα έπρεπε να προσφερθεί (για να συμφωνηθεί ή όχι) και να καταβληθεί αποζημίωση.

 

14.      Στη βάση της προαναφερόμενης προσέγγιση τους Δικαστηρίου, και της επακόλουθης εξέτασης της ουσίας των υποθέσεων των εναγόντων ιδιοκτητών, εκεί όπου είχε αποδειχθεί, με τη μαρτυρία τους, ουσιώδης επηρεασμός του δικαιώματός τους να κατέχουν και να χρησιμοποιούν το ακίνητο ή άλλη ζημιά, λόγω της εγκατάστασης και διέλευσης της γραμμής, είχαν υπολογιστεί και επιδικαστεί αποζημιώσεις, με τη μέθοδο που εξηγήθηκε γιατί ήταν προτιμητέα, για να οδηγήσει σ’ ένα δίκαιο αποτέλεσμα.

 

15.      Στην πρόσφατη Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Χατζηχριστοδούλου, Πολιτική Έφεση 333/2018, ημερομηνίας 05.07.2024, είχαν εξεταστεί κατ’ έφεση όμοιες προδικαστικές ενστάσεις, μ’ εκείνες που απασχόλησαν το Δικαστήριο αυτό σε άλλες υποθέσεις· όμοιες που απασχολούν και στις υπό εξέταση υποθέσεις της Ενάγουσας.

 

15.1.             Στην εν λόγω υπόθεση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει πως, αν και δεν μπορεί να εξετάσει τέτοια αγωγή στη βάση της παράνομης επέμβασης και της οχληρίας, δεν είναι απορριπτέα η αγωγή, γιατί μπορεί να την εξετάσει στη βάση των ισχυρισμών των εναγουσών ότι περιορίζεται το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία τους, συνδεόμενο με την απαίτηση για καταβολή αποζημίωσης, δηλαδή στη βάση του άρθρου 23 Σ. Ήταν λόγοι έφεσης πως δεν ήταν ορθό που, ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και άρθρο 68 Ν.90/72 και βασίστηκε σ’ αυτό, να μην λάβει υπόψη του τον συσχετισμό του με το άρθρο 67 του ιδίου νόμου που καθορίζει τη διαδικασία διεκδίκησης αποζημίωσης, παραγνωρίζοντας, έτσι, ότι οι απαιτήσεις για μείωση αξίας επηρεαζόμενης περιουσίας διεκδικούνται μέσω άλλων διαδικασιών, κι αν τέτοιες διαδικασίες δεν τελεσφορήσουν ή προκύψει διαφορά και ασυμφωνία, τότε μόνον η διαφορά παραπέμπεται σε Δικαστήριο. Έπειτα, δεν ήταν ορθό που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως βάση του αγώγιμου δικαιώματος γενικά το άρθρο 23 Σ, έτσι, παραγνωρίζοντας τον Ν.90/72. Ενώ προϋποτίθετο η ύπαρξη διαφωνίας, τέτοια διαφωνία, όπως λέχθηκε στην Έφεση, δεν είχε προβληθεί, είτε στην έκθεση απαίτησης είτε στη μαρτυρία, ούτε προέκυπτε υποβολή αίτησης για αποζημίωση.

 

15.2.             Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 με βάση το άρθρο 43 § 1 Ν.90/72 δεσμεύει τα μέρη που την υπέγραψαν και μεταξύ άλλων ρυθμίζει την υποχρέωση της εναγόμενης για την καταβολή αποζημίωσης που θα καθοριστεί με βάση το άρθρο 68 του ιδίου νόμου. Το άρθρο 23 Σ παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης στις ενάγουσες. Ο Ν.90/72 καθορίζει πως και πότε ασκείται το δικαίωμα αυτό. Είχε παρατεθεί το άρθρο 68 και το άρθρο 67, αλλά το Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση ότι οι ενάγουσες εμποδίζονταν να προσφύγουν στο Δικαστήριο, λόγω των προθεσμιών που τάσσονται στο άρθρο 67, αλλά και γιατί δεν υπέβαλαν τη νενομισμένη ειδοποίηση απαίτησης. Υπογράμμισε, στο κείμενο του άρθρου 67 τη φράση «εντός προθεσμίας έξι μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνία της ειδοποίησης της πολεοδομικής αποφάσεως στην οποίαν αναφέρεται» και παρέθεσε την έννοια της «πολεοδομικής απόφασης» με βάση την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του ιδίου νόμου (ως η απόφαση που έχει ληφθεί προς χορήγηση ή άρνηση χορήγησης αδείας για ανάπτυξη δυνάμει του Πέμπτου Μέρους ή προς χορήγηση αδείας για ανάπτυξη υπό όρους ή άνευ όρων, που περιλαμβάνει και απόφαση που έχει ληφθεί προς χορήγηση προσωρινής πολεοδομικής αδείας ή προς καθορισμό ή προς επίδοση ειδοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 28), λέγοντας πως οι ενάγουσες δεν είχαν να κάνουν κάτι σε σχέση με πολεοδομική άδεια  ΠΑΦ/0407/2004 και την πολεοδομική έγκριση ΠΑΦ/0407/2004/Α για την εγκατάσταση της εναέριας  γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναφέρεται στην Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 δυνάμει του άρθρου 43 § 1 Ν.90/72. Η έκδοση της ΠΑΦ/0407/2004 ήταν ένα εσωτερικό θέμα της εναγόμενης χωρίς οποιαδήποτε δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση της προς τις ενάγουσες.  Η διέλευση των γραμμών φαίνεται ότι αποτέλεσε μια σύνθετη ενέργεια, εφόσον προϋπόθεση ήταν η έκδοση πολεοδομικής άδειας, η έγκριση διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων, η έγκριση επηρεαζόμενων ιδιοκτητών και σε περίπτωση άρνησης τους, έγκριση του αρμόδιου Έπαρχου. Όλες οι πιο πάνω ενδιάμεσες πράξεις και ενέργειες, όπως λέχθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν χαρακτήρα προπαρασκευαστικό  της τελικής όδευσης η οποία οριστικοποιείται μόνο με την απόφαση της Αρχής η οποία κοινοποιείται στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, εφόσον θίγει άμεσα και οριστικά πλέον τα ιδιοκτησιακά συμφέροντά τους. Ενόψει όλων των πιο πάνω, είχε αποφασιστεί, από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 67, που αναφέρεται σε πολεοδομική απόφαση  και πως ορθά  οι ενάγουσες  στράφηκαν εναντίον της εναγόμενης για την καταβολή αποζημιώσεων με την καταχώρηση αγωγής εναντίον της.

 

15.3.             Το σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο που είναι εκφραστεί και από το Δικαστήριο με την παρούσα σύνθεση, στις αντίστοιχες υποθέσεις, στη βάση των ίδιων γεγονότων, περιλαμβανομένων των ίδιων ακριβώς πολεοδομικών πράξεων και της Συμφωνίας 31.01.2008.

 

15.4.             Το Εφετείο, όμως, στην υπό αναφορά απόφασή του, διαφώνησε με αυτό το σκεπτικό, λέγοντας πως, εφόσον η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε είχε κοινοποιηθεί δεόντως στις εκεί ενάγουσες, και έλαβαν γνώση των διαδικασιών που αφορούσαν το ακίνητό τους, αλλά και των δικαιωμάτων τους, μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή. Η Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 μεταξύ της εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως τυχόν αποζημίωση δυσμενώς επηρεαζόμενου ιδιοκτήτη, με βάση το άρθρο 68 του νόμου, καταβληθεί από την εναγόμενη, φανερώνει, κατά το Εφετείο, και την εφαρμογή του άρθρου 67 του νόμου, εφόσον οι διαδικασίες που προβλέπονται απευθύνονται στην Πολεοδομική Αρχή. Κατά λογική συνέπεια, λέχθηκε, τίθεται η ανάληψη υποχρέωσης από μέρους της εναγόμενης να καταβάλει τυχόν τέτοια αποζημίωση. Δεν θα υπήρχε λόγος για τέτοια συμφωνία, αν η πρόθεση ήταν ο δυσμενώς επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης να στρέφεται με αγωγή απευθείας εναντίον της εναγόμενης. Άλλωστε, όπως επίσης λέχθηκε, η εφαρμογή του άρθρου 67 προκύπτει να είναι σαφής με βάση το ρητό λεκτικό της νομοθετικής πρόνοιας, ενώ, σε πρακτικό επίπεδο, η μη τήρηση των προνοιών του αντικατοπτρίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, από την παντελή απουσία απαίτησης για αποζημίωση και την απουσία άρνησης για αποζημίωση ή διαφωνίας επί του ποσού της αποζημίωσης, ώστε οι ενάγουσες να αναγκάζονταν να κινηθούν δικαστικά, αναζητώντας τα δικαιώματά τους. Το Εφετείο επεκτάθηκε και ανέφερε πως το άρθρο 23 § 3 Σ δεν εξαντλεί το θέμα, αποτελώντας βάση αγωγής, ως τέθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, είναι ο Ν. 90/72 που καθορίζει πως και πότε ασκείται το δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23 § 3 Σ. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, θα ήταν «παράδοξη» η αντίθετη θεώρηση, αφού θα καθιστούσε χωρίς νόημα τις όποιες νομοθετικές διατάξεις, όπως τις επί του προκειμένου ή, επί παραδείγματι, εκείνες σε σχέση με απαλλοτριώσεις. Περαιτέρω όπως αναφέρθηκε, είναι στη βάση του άρθρου 68 του νόμου που υπολογίστηκαν και αποδόθηκαν οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Δεν θα μπορούσε να τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 68 χωρίς εφαρμογή του άρθρου 67. Σημειωτέον, λέχθηκε, ότι και στο άρθρο 68, η πρόνοια αφορά ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται από πολεοδομική απόφαση και για την οποία υποβάλλεται απαίτηση, που και πάλι φανερώνει την αναγκαιότητα υποβολής απαίτησης αλλά και ύπαρξης πολεοδομικής απόφασης, παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 67. Δεν αναφέρθηκε η νομολογία από την οποία υπήρξε διαφοροποίηση.

 

15.5.             Θεωρώντας, το Εφετείο, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε, ως προς την απόφασή του ότι δεν εφαρμόζονταν το άρθρο 67, και ότι, με δεδομένη την απουσία ισχυρισμού και μαρτυρίας για την υποβολή απαίτησης για αποζημίωση και τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας από τις ενάγουσες, ώστε να καθίστατο αναγκαία η προσφυγή σε Δικαστήριο για καθορισμό αποζημίωσης, αλλά και άρνησης ή διαφωνίας για αποζημίωση, οι ενάγουσες εκεί δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα και η αγωγή τους ήταν πρόωρη και χωρίς έρεισμα. Με την επιτυχία των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων, το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με οποιαδήποτε άλλα ζητήματα, και παραμέρισε την Πρωτόδικη Απόφαση. Όπως είναι κατανοητό, απορρίπτοντας και την αγωγή των εναγουσών και καταδικάζοντάς τες και στα έξοδα της διαδικασίας στο Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

16.      H απόφαση στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Χατζηχριστοδούλου (ανωτέρω) είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, ασχέτως της όποιας δικής του νομικής προσέγγισης είχε προηγηθεί πριν από την έκδοσή της. Η τελευταία θα πρέπει να προσαρμοστεί στη γραμμή που έδωσε το Εφετείο, για την αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος.

 

17.      Είναι τα ίδια γεγονότα που απασχόλησαν την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Χατζηχριστοδούλου (ανωτέρω), αλλά κι οι ίδιες πολεοδομικές πράξεις με αυτές των Τ7 και Τ8, κι η ίδια Συμφωνία ημερομηνίας 31.01.2008 με αυτήν του Τ4. Και σ’ αυτές τις υποθέσεις, η Ενάγουσα, αναμφίβολα, έλαβε γνώση της διαδικασίας που ακολουθείτο σε σχέση με το ακίνητό της, αρχικά μέσω της επιστολής της Εναγόμενης ημερομηνίας 04.11.2008 (Τ2). Δεν προσέφυγε εναντίον της νομιμότητάς της, περιλαμβανομένης της νομιμότητας της παράλειψης προσφοράς αποζημίωσης. Η Εναγόμενη ενημέρωσε την Ενάγουσα για την αναγκαστική επιβολή (Τ5) όπου, και πάλι, η Ενάγουσα δεν άσκησε κάποια προσφυγή ή άλλη διαδικασία, μεταξύ άλλων λόγω της μη προσφοράς αποζημίωσης, έστω μηδενικής.

 

18.      Έπειτα, κατά την εφετειακή απόφαση, θα έπρεπε και εδώ, η Ενάγουσα, ν’ ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 67, υποβάλλοντας απαίτηση για αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω νομοθετικής διάταξης. Το Δικαστήριο έτσι δεν μπορεί να θεωρήσει, χωρίς να είχε απαιτηθεί αποζημίωση βάσει του άρθρου 67, πως υπήρξε διαφωνία, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (π.χ. με τη σιωπή ή την προφορική διαμαρτυρία), ή κι ότι το ίδιο, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ενεργήσει ως Δικαστήριο με βάση το άρθρο 67, εκτός και των λοιπών προϋποθέσεων εφαρμογής της νομοθετικής διάταξης, περιλαμβανομένων των χρονικών περιορισμών. Δεν μπορεί, επίσης, να ενεργήσει μόνο με βάση το άρθρο 23 Σ, για να εξετάσει την ουσία των απαιτήσεων της Ενάγουσας, εφόσον ήταν η απόφαση του Εφετείου πως το άρθρο 23 Σ δεν εξαντλεί το θέμα, κι ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή βάση διεκδίκησης αποζημίωσης, χωρίς (τον) σχετικό εκτελεστικό νόμο, που, για τα δεδομένα της υπόθεσης, θεωρήθηκε πως αυτός καθορίστηκε δεόντως, με τις ενέργειες της Εναγόμενης και της πολεοδομικής αρχής, να είναι, και ήταν, ο Ν.90/72, ακόμα κι αν το άρθρο 31 Κεφ.170 δεν παραπέμπει αυτό στον πολεοδομικό νόμο, και ασχέτως αυτού.

 

19.      Δεσμευόμενο από τη συγκεκριμένη Εφετειακή απόφαση, το Δικαστήριο, θα πρέπει να θεωρήσει, και εδώ, πως η Ενάγουσα δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης, κι ότι οι αγωγές της δεν έχουν οποιοδήποτε έρεισμα, βάσει των προδικαστικών ενστάσεων που η Εναγόμενη έχει προβάλει και που προώθησε μέχρι τέλους.

 

20.      Με δεδομένη την επιτυχία των προδικαστικών ενστάσεων της Εναγόμενης, και υπό τις περιστάσεις (εφαρμογή προηγούμενου), δεν προκύπτει ως αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέσει και να αξιολογήσει τη μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3, ΜΕ4, ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3, που σχετίζεται με τη ζημιά, και να υπολογίσει αποζημιώσεις.

 

Κατάληξη

 

21.      Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι αγωγές της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης δεν μπορούν να επιτύχουν και γι’ αυτό, εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσής τους και αμφότερες απορρίπτονται.

 

22.      Όσον αφορά τα έξοδα, λαμβάνεται υπόψη πως το αποτέλεσμα της αγωγής ακολουθήθηκε και στην Εφετειακή απόφαση, χωρίς απόκλιση. Λαμβάνεται υπόψη ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι εκ της ανατροπής στη νομική προσέγγιση που επέφερε το Εφετείο, μετά από την εκδίκαση των υποθέσεων, χωρίς, μέχρι τότε, να υπήρχε γνωστό κι ασφαλές δίκαιο για την Ενάγουσα· λόγος για τον οποίο είχαν προηγηθεί διαφορετικές δικαστικές αποφάσεις, από Δικαστήρια της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας. Λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός πως τα ζητήματα αυτά αφέθηκαν να εκδικαστούν τελικά μαζί με τις αγωγές, ώστε οι αγωγές να έχουν επιβαρυνθεί με τα έξοδα όλης της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της παρουσίασης της μαρτυρίας επτά μαρτύρων. Οι παράγοντες αυτοί, όμως, δεν δικαιολογούν απόκλιση των εξόδων απ’ το αποτέλεσμα και από τον κανόνα πως τα έξοδα μιας διαδικασίας επιβαρύνεται ο διάδικος που δεν επιτυγχάνει σ’ αυτήν. Η ανασφάλεια του δικαίου δεν είχε επενεργήσει σ’ άλλες αποφάσεις, επί του ιδίου αντικειμένου, προς όφελος του μη επιτυχόντος διαδίκου. Υπήρχαν περαιτέρω διαδικαστικές επιλογές, σε κάθε περίπτωση, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τουλάχιστον στον περιορισμό των εξόδων της διαδικασίας, προς όφελος και των δύο πλευρών. Τα έξοδα μπορούν να συμφωνηθούν μεταξύ των δύο πλευρών, ασχέτως της κατάληξης του Δικαστηρίου. Αυτή είναι πως τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν προς όφελος της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται ότι από την ημερομηνία της συνένωσης και μετέπειτα, είναι κοινά.


(Υπ.) ………………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Άρθρο 25 περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ.9.

[2] Mallouros v. The Electricity Authority of Cyprus (1974) 3 C.L.R. 220, Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus, 1 R.S.C.C. 49.

[3] Για την οποία παρέπεμψε στις Colquhoun v Brooks (1889) 14 A.C. 493, p. 504), Curtis v Stovin (1889) 22 Q.B.D. 513, p. 518, Swan v Pure Ice Co. (1935) 2 KB 265, pp. 274, 276.

[4] Βλ. και Newcastle-under-Lyme Corporation v. Woolstanton Ltd [1947] Ch. 427.

[5] Συμεού ν. ΑΗΚ, Υπόθεση 18/2000, ημερομηνίας 08.06.2001, Ιωαννίδης ν. ΑΗΚ (2007) 3 ΑΑΔ 233, Ζάκου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση 1419/06, ημερομηνίας 19.12.2008.

[6] Βλ. και West Midlands Joint Electricity Authority v Pitt (1932) All ER Rep 861.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο