ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αγωγή αρ.  609/2016

 

 

 

 

 

1.    VESTA HOLIDAYS LTD

2.    ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ BASILICA COURT

 

 

Ενάγοντες

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛ JOSEF

 

Εναγόμενος

 

 

_____________________

 

Ημερομηνία: 30 Αυγούστου 2024

 

Εμφανίσεις:

Δ. Καρακώστα (κα) για Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τις Ενάγουσες

Π. Γεωργίου, για τον Εναγόμενο

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το πλαίσιο της διαφοράς

 

1.         Οι Ενάγουσες ισχυρίζονται πως διαχειρίζονται το κτιριακό συγκρότημα Basilica Court, που είναι κοινόκτητη οικοδομή, στο οποίο ο Εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης του καταστήματος με αριθμό 13. Ειδικότερα, η Ενάγουσα 2 είναι η Διαχειριστική Επιτροπή του συγκροτήματος και η Ενάγουσα 1 είναι η εταιρεία διαχείρισης, στην οποία η Ενάγουσα 1 ανέθεσε να ασκεί επαγγελματική διαχείριση. Αξιώνουν €4.283,38 ως την οφειλόμενη συνεισφορά της μονάδας του Εναγόμενου στα έξοδα για τη συντήρηση, λειτουργία, καθαριότητα, επιδιόρθωση ή αντικατάσταση των κοινόχρηστων χώρων ή τμημάτων ή εγκαταστάσεών τους (έξοδα κοινοχρήστων χώρων), με βάση την αναλογία του εμβαδού της μονάδας του.

 

2.         Ο Εναγόμενος αρνείται την αξίωση αυτή. Κατά τη θέση του, η Ενάγουσα 2 ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε να αποτελεί τη Διαχειριστική Επιτροπή και ουδέποτε συστάθηκε νόμιμα, μέσα από νόμιμη διαδικασία, κατ’ επέκταση και η Ενάγουσα 1, όπως και η Ενάγουσα 2, δεν νομιμοποιούνται να ενάγουν. Η αναλογία του μεριδίου του, όπως θέτει, είναι αυθαίρετη. Ο ίδιος ουδέποτε χρησιμοποίησε την πισίνα, καθότι διατίθεται για την αποκλειστική χρήση ξενοδοχείου που βρίσκεται στο συγκρότημα, επομένως τα έξοδα κοινοχρήστων που περιλαμβάνουν τα έξοδα για την πισίνα είναι, κατά την άποψή του, παράνομα. Επίσης, ουδέποτε επωφελήθηκε κάποιας διαχείρισης και όλα τα έξοδα περιέχουν αυθαίρετες χρεώσεις. Ουδέποτε κλήθηκε, όπως αναφέρει, να καταβάλει κάποιο ποσό. Ζητά την απόρριψη της αγωγής.

 

3.         Οι Ενάγουσες, με απαντητικό δικόγραφο, αρνούνται τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου και επιμένουν στη δική τους εκδοχή.

 

4.         Επίδικα θέματα, με βάση τη δικογραφία, είναι τα εξής: Κατά πόσο η Ενάγουσα 2 είναι η Διαχειριστική Επιτροπή του συγκροτήματος Basilica Court και κατά πόσο εξουσιοδότησε την Ενάγουσα 1 να ασκεί τη διαχείριση για το συγκρότημα αυτό· με ποια αναλογία πρέπει να συμμετέχει η μονάδα του Εναγόμενου στα κοινόχρηστα έξοδα και δαπάνες· κατά πόσο υπάρχει οφειλόμενο ποσό και το ύψος του.

 

Διαδικασία

 

5.         Για την απόδειξη της υπόθεσής τους, οι Ενάγουσες προσκόμισαν μαρτυρία από τον Κώστα Κόλιαρο, υπάλληλο της Ενάγουσας 1 και υπεύθυνο κτιριακών συγκροτημάτων για τα οποία η Ενάγουσα 1 παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης κοινόχρηστων χώρων (ΜΕ1) και από τον Βαλεντίνο Σίνγκ, υπεύθυνο του λογιστηρίου της Ενάγουσας 1 (ΜΕ2), οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τον συνήγορο του Εναγόμενου. Για την απόδειξη της υπόθεσης του Εναγόμενου, προσκομίστηκε μαρτυρία από τον ίδιο (ΜΥ1), ο οποίος, επίσης, αντεξετάστηκε από τη συνήγορο των Εναγουσών. Η προφορική μαρτυρά είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της δίκης. Έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από έγγραφα και δέσμες εγγράφων, που σημάνθηκαν ως τεκμήρια (Τ1-Τ32), είναι ασφαλισμένα στον φάκελο του Δικαστηρίου.

 

6.         Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας προς υποστήριξη των θέσεων της κάθε πλευράς.

 

7.         Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην ολοκληρωμένη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

8.         Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του, ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

Η νομιμοποίηση της Ενάγουσας 2 και η εξουσιοδότηση της Ενάγουσας 1

 

9.         Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος Κεφ.224:

 

9.1.                Η εγγραφή κοινόκτητης οικοδομής στο Κτηματικό Μητρώο διενεργείται κατόπιν αίτησης, η οποία μπορεί να υποβληθεί είτε από τον κύριο της οικοδομής, είτε από τους κυρίους των μονάδων που την αποτελούν. Εάν αρνηθεί οποιοσδήποτε απ’ τους κυρίους των μονάδων, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί από οποιονδήποτε από τους ιδιοκτήτες, και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου έχει την εξουσία να προβεί σε έρευνα και να εγγράψει την οικοδομή ως κοινόκτητη οικοδομή, εάν ικανοποιείται σχετικά. Είτε γίνεται αυτή η διαδικασία εγγραφής στο Κτηματικό Μητρώο, είτε όχι, πάντως, δεν αποχαρακτηρίζεται η οικοδομή από κοινόκτητη, εάν, όπως ορίζει το άρθρο 38Β, αποτελείται από τουλάχιστον πέντε μονάδες (ακόμα κι αν ανήκουν όλες στον ίδιο κύριο). Όταν είναι κοινόκτητη κατ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να εγγραφεί. Μη αποχαρακτηριζόμενη ως κοινόκτητη οικοδομή, δεν εξαιρείται από τις πρόνοιες του Κεφ.224.

 

9.2.                Οι κοινόκτητες οικοδομές πρέπει να ρυθμίζονται και να διέπονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται σύμφωνα με τον νόμο. Οι κύριοι των μονάδων μπορούν να συντάξουν Κανονισμούς, με απόφαση 75% τουλάχιστο της κοινόκτητης ιδιοκτησίας, εκτός εάν απαιτείται διαφορετική αναλογία για συγκεκριμένο θέμα. Για τις κοινόκτητες οικοδομές για τις οποίες εκδόθηκε μεν άδεια οικοδομής (άρα είναι νόμιμες), αλλά δεν καταχωρίστηκαν στο Κτηματικό Μητρώο, εφαρμόζονται οι πρότυποι Κανονισμοί, μέχρι την εγγραφή τους (που είναι επιβεβλημένη), οπότε και οι κύριοι των μονάδων μπορούν τότε να συντάξουν Κανονισμούς. Όταν δεν γίνει εγγραφή Κανονισμών, και πάλι, εφαρμόζονται οι πρότυποι Κανονισμοί, που λογίζονται ως οι εγγεγραμμένοι.

 

9.3.                Αφού εγγραφεί μια κοινόκτητη οικοδομή στο Κτηματικό Μητρώο, ο Διευθυντής οφείλει, εάν το ζητήσουν οι κύριοι των μονάδων που έκαναν την αίτηση για εγγραφή, να διορίσει γραπτώς προσωρινή Διαχειριστική Επιτροπή, μέχρι να συσταθεί η πρώτη Διαχειριστική Επιτροπή. Εάν δεν συστάθηκε ή δεν υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή, ο Διευθυντής μπορεί (χωρίς αίτηση) να διορίσει. Όταν οι εφαρμοστέοι Κανονισμοί (ως λ.χ. οι πρότυπο Κανονισμοί) προνοούν για εκλογή της Διαχειριστικής Επιτροπής από τη γενική συνέλευση, ο Διευθυντής δεν ασκεί τέτοια εξουσία, αλλά μπορεί να συγκαλέσει γενική συνέλευση των κυρίων των μονάδων, για την εκλογή Διαχειριστικής Επιτροπής, εκτός αν η συνέλευση αυτή δεν την εκλέξει, ή αν ικανοποιηθεί πως δεν είναι εφικτή η σύγκληση τέτοιας συνέλευσης. Αν η γενική συνέλευση των κυρίων των μονάδων δεν συγκληθεί εμπρόσθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών, επίσης, ο Διευθυντής μπορεί, μετά από αίτηση οποιουδήποτε κυρίου μονάδας, να τη συγκαλέσει και να καθορίσει τα θέματα προς συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των Κανονισμών που διέπουν τη γενική συνέλευση σαν να είχε συγκληθεί η συνέλευση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές.

 

9.4.                Κάθε απόφαση των κυρίων των μονάδων που λαμβάνεται σύμφωνα με τους Κανονισμούς και καταχωρίζεται στο μητρώο αποφάσεων θα δεσμεύει κάθε κύριο μονάδας είτε ήταν κύριος μονάδας κατά το χρόνο λήψης της απόφασης είτε έγινε κύριος μονάδας μετά από αυτή. Κάθε κύριος μονάδας μπορεί να επιθεωρεί το μητρώο αποφάσεων σε εύλογο χρόνο.

 

9.5.                Σύμφωνα με τους πρότυπους Κανονισμούς, η πρώτη γενική συνέλευση των κυρίων συγκαλείται μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία εγγραφής της κοινόκτητης οικοδομής στο Κτηματικό Μητρώο. Κατά την πρώτη γενική συνέλευση, οι κύριοι ορίζουν τον αριθμό των προσώπων που θα αποτελούν τη Διαχειριστική Επιτροπή, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα πέντε, και εκλέγουν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αποτελούν τη Διαχειριστική Επιτροπή. Αν διορίστηκε προσωρινή Διαχειριστική Επιτροπή, η θητεία της λήγει την ημερομηνία της πρώτης γενικής συνέλευσης.

 

9.6.                Η Διαχειριστική Επιτροπή τηρεί καταστάσεις εσόδων και εξόδων και τις υποβάλλει προς έγκριση με όλες τις σχετικές αποδείξεις και στοιχεία στην τακτική γενική συνέλευση. Κάθε μεταγενέστερη γενική συνέλευση των κυρίων συγκαλείται μια φορά τον χρόνο, νοουμένου ότι το χρονικό διάστημα, μεταξύ της ημερομηνίας μιας ετήσιας γενικής συνέλευσης και της αμέσως επόμενης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκατέσσερις μήνες.

 

9.7.                Σύμφωνα και με το άρθρο 38ΚΣΤ, κάθε διαχειριστική επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να ενάγει ή να συμβάλλεται για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά την κοινόκτητη οικοδομή.

 

10.      Ο ΜΕ1, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως η Ενάγουσα 2 είναι η Διαχειριστική Επιτροπή που εξελέγη στη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών του Basilica Court, το οποίο αποτελείται από 79 μονάδες και είναι συνολικής έκτασης 3.973,73 τ.μ... Αναφέρθηκε στα γεγονότα και παρουσίασε τα έγγραφα που σχετίζονται με γενικές συνελεύσεις του Basilica Court για τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014 (Τ1-Τ10). Αναφέρθηκε στις ειδοποιήσεις σύγκλησης, στην απαρτία, στα πρακτικά. Σε κάθε έτος, μετά την έγκριση του διορισμού της Ενάγουσας 1 από τη γενική συνέλευση, υπογράφονταν σχετική συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας 2 και της Ενάγουσας 1 (Τ11-Τ15). Μεταξύ άλλων, με τις συμφωνίες που υπογράφθηκαν, η Διαχειριστική Επιτροπή ανέθετε, σε κάθε χρόνο, και τη λήψη δικαστικών μέτρων για την ανάκτηση των οφειλόμενων κοινοχρήστων.

 

11.      Ότι υπάρχουν τα Τ1-Τ15, με το περιεχόμενο που φέρουν και παρουσίασε ο ΜΕ1, δεν αμφισβητήθηκε. Η νομιμότητα είναι διαφορετικό θέμα. Συναφώς, η μαρτυρία του ΜΕ1 σχετικά με τις γενικές συνελεύσεις, τη διεξαγωγή τους, τον τρόπο εκλογής της Διαχειριστικής Επιτροπής και τις συμφωνίες της με την Ενάγουσα 1, η οποία συνάδει και με τα Τ1-Τ15, και ήταν σταθερή επί του περιεχομένου τους, δεν έχει στοιχεία αναξιοπιστίας. Βεβαίως, αμφισβητείται η νομιμότητα της εκλογής της Διαχειριστικής Επιτροπής, μέσα από τα Τ1-Τ10, συνεπώς και η εγκυρότητα των συμφωνιών της με την Ενάγουσα 1.

 

12.      Όπως προκύπτει και από το Τ1, αρχικά, το Basilica Court ήταν μέρος του ευρύτερου συγκροτήματος Basilica Complex, που περιλάμβανε το Basilica Center 1, το Basilica Center II, το Basilica Gardens Block I, το Basilica Gardens Block II, το Basilica Gardens Block IV και το Basilica Gardens Block V. Από το 2010, o προϋπολογισμός και η διαχείριση του Basilica Court ήταν ξεχωριστή. Στα Τ1-Τ10, που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφέρονται μόνον οι παρούσες μονάδες και δεν αναφέρεται σ’ αυτά η παρουσία της μονάδας του Εναγόμενου, οποτεδήποτε. Από τα Τ1-Τ10, φαίνεται να ασκείτο πάντως κανονικά διαχείριση.

 

 

13.      Ειδικότερα, η προσπάθεια που έγινε ήταν να αμφισβητηθεί ο τρόπος που υπολογίζονταν η απαρτία στις γενικές συνελεύσεις, κατά τις οποίες εκλέχθηκε η Διαχειριστική Επιτροπή. Αυτή η προσπάθεια δεν ήταν αδικαιολόγητη.

 

14.      Αυτό γιατί, όπως φαίνεται από τα Τ1-Τ10, η απαρτία υπολογίζονταν με βάση τον αριθμό των μονάδων. Έπειτα, αφενός, ενώ αναφέρθηκε πως ήταν 79 οι μονάδες, σε ορισμένες γενικές συνελεύσεις, αναφέρονταν λιγότερες μονάδες. Για παράδειγμα, στο Τ5, που είναι τα πρακτικά για τη γενική συνέλευση για το 2012, αναφέρονταν παρούσες 38 μονάδες εκ των 75, για να διαπιστωθεί απαρτία 50,66%, ενώ εάν το σημείο αναφοράς ήταν οι 79 μονάδες, δεν θα υπήρχε το 50%. Στα πρακτικά για τη γενική συνέλευση για το 2013, αναφέρονταν παρούσες 38 μονάδες εκ των 74, και διαπιστώνεται απαρτία μεγαλύτερη, 51,35%. Στα πρακτικά για τη γενική συνέλευση το 2014, την 11.12.2014, αναφέρονταν παρούσες 38 μονάδες εκ των 79, σημειώθηκε ποσοστό 48,10%, δεν υπήρχε απαρτία, η γενική συνέλευση αναβλήθηκε, και στην εξ αναβολής γενική συνέλευση, την 18.12.2014, αναφέρονταν παρούσας 39 μονάδες εκ των 79, σημειώθηκε ποσοστό 49,36% και οι παρόντες θωρήθηκαν απαρτία, χωρίς να έχει παρέλθει το μισάωρο που προβλέπεται στον Κ.21 των πρότυπων Κανονισμών, που εκλαμβάνεται πως εφαρμόζονταν, εφόσον δεν προσκομίστηκαν άλλοι εγγεγραμμένοι Κανονισμοί.

 

15.      Πέραν της μη ορθής διαπίστωσης της απαρτίας, με τον τρόπο που υπολογίζονταν, το θέμα της απαρτίας, με τον τρόπο που προβλέπεται στον νόμο και τους Κανονισμούς, ως γεγονός, είναι κάπως περιπλεγμένο, σε βαθμό ικανό να προκαλέσει τέτοια σύγχυση:

 

15.1.             Σύμφωνα με τον Κ.20 των πρότυπων Κανονισμών, απαρτία υπάρχει αν παρίστανται, προσωπικά ή με πληρεξούσιο, πρόσωπα στα οποία ανήκει το 50% τουλάχιστο της κοινόκτητης ιδιοκτησίας, όπως φαίνεται στο άρθρο 38Θ του νόμου και στον Πίνακα Α' που επισυνάπτεται στους Κανονισμούς. Η αναφορά σε ποσοστό επί της κοινόκτητης ιδιοκτησίας και η παραπομπή στο άρθρο 38Θ είναι που δημιουργεί δυσκολία.

 

15.2.             Γιατί σύμφωνα με το άρθρο 38Θ, το μερίδιο κυρίου μονάδας στην κοινόκτητη ιδιοκτησία που αναλογεί και ανήκει στη μονάδα θα ορίζεται από τον κύριο του ακινήτου πάνω στο οποίο ανεγείρεται κοινόκτητη οικοδομή και θα είναι αντίστοιχο προς την αναλογία που έχει η αξία της μονάδας αυτής σε σχέση με τη συνολική αξία όλων των μονάδων της κοινόκτητης οικοδομής. Ο Διευθυντής δύναται να καθορίσει αξία άλλη από την αξία της μονάδας που ορίστηκε από τον κύριο του ακινήτου, αν κρίνει ότι υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ αυτής και της πραγματικής αξίας της μονάδας. Δημιουργεί δυσκολία εκ της προβλεπόμενης ανάγκης να καθορίζεται σύμφωνα με την αναλογία της κάθε μονάδας στη συνολική αξία όλων των μονάδων. Όπου η αναφορά σε αξία παραπέμπει στην οικονομική αξία και κατά βάση στην εκτιμημένη αξία.

 

15.3.             Έπειτα, η αναφορά στην ίδια αναλογία δεν απασχολεί μόνο για σκοπούς απαρτίας, αλλά, σε ένα επόμενο στάδιο, κα για σκοπούς ψηφοφορίας. Γιατί, κατά τον Κ.26, σε περίπτωση που η απόφαση λαμβάνεται με ανάταση του χεριού, κάθε κύριος θα έχει μια ψήφο· αν η απόφαση λαμβάνεται με ψηφοφορία, κάθε κύριος θα έχει αριθμό ψήφων που αντιστοιχεί στο μερίδιο στην κοινόκτητη ιδιοκτησία που ανήκει στη μονάδα του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 38Θ του Νόμου και όπως φαίνεται στον Πίνακα Α' που επισυνάπτεται στους Κανονισμούς αυτούς.

 

15.4.             Σύμφωνα με το Κ.31, εκτός αν απαιτείται από ή δυνάμει του Νόμου ομόφωνη απόφαση, κανένας κύριος δεν δικαιούται να ψηφίσει σ' οποιαδήποτε γενική συνέλευση, εκτός αν καταβληθούν όλες οι καταβλητέες σε σχέση με τη μονάδα του συνεισφορές.

 

16.      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε ο ΜΕ1, δεν υπήρξε καθορισμένο μερίδιο συμμετοχής στην κοινόκτητη ιδιοκτησία με βάση το άρθρο 38Θ. Δεν εκδόθηκαν Πίνακας Α ή και Πίνακας Β. Αυτή η εκδοχή του δεν αμφισβητήθηκε. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης η θέση του πως το μερίδιο συμμετοχής στην κοινόκτητη ιδιοκτησία καθορίστηκε από την ιδιοκτήτρια του τεμαχίου πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε η κοινόκτητη οικοδομή με αναφορά μεν στην «αξία» κάθε μονάδας, αλλά όπως αυτή προσδιορίζεται, μέσα στην κοινόκτητη οικοδομή, πρώτιστα, από το εμβαδό τη, σε αναλογία με το εμβαδό όλων μαζί των μονάδων που συναποτελούν την κοινόκτητη οικοδομή. Το εμβαδό, ως αντικειμενικό στοιχείο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αξίας κάθε μονάδας, δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως είναι λανθασμένο, ακόμα κι αν ήταν το μοναδικό ή δεν συνέβαλαν στην κρίση της ιδιοκτήτριας και άλλα δεδομένα, ενώ και ο Διευθυντής δεν καθόρισε ένα διαφορετικό ποσοστό λόγω δυσαρμονίας και ουσιώδους απόκλισης από την πραγματική αξία της μονάδας. Με αυτόν τον τρόπο καθορισμού, η μονάδα του Εναγόμενου, που είναι το Κατάστημα 13 μαζί με το 14, έκτασης 110,08 τ.μ., στο όλο των 3.973,73 τ.μ., ανάγονταν σε ποσοστό «αξίας» περίπου 2,77%. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως το μερίδιο συμμετοχής του Εναγόμενου θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό από αυτό που καθορίστηκε ως η αξία του, αναγόμενο εκ του εμβαδού.

 

17.      Για τον υπολογισμό της απαρτίας, δεν λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό συμμετοχής κάθε μονάδας, που δεν καταγράφονταν σε κάποιον Πίνακα, έτσι καθορισμένο, αλλά ο αριθμός των μονάδων. Εκεί υπάρχει διαφορά. Με αναφορά στην τελευταία γενική συνέλευση, στην οποία είχαν εγκριθεί και τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης 05.12.2013 (με τα οποία είχαν εγκριθεί τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης του 2012, και ούτω καθεξής), παρακάμπτοντας προσωρινά το θέμα του μισάωρου, εάν ήταν παρούσες οι 39 συγκεκριμένες μονάδες που αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 18.12.2014, ασχέτως της ταυτότητας του κυρίου τους. Δεν υπήρχε παρουσία των 39/79 μονάδων, που δίδει ποσοστό 49,36%, αλλά υπήρχε παρουσία (με τον ίδιο δείκτη αξίας, εάν αυτός χρησιμοποιήθηκε, στη βάση του εμβαδού) 1.788,40τ.μ., που ήταν κάτω από το 50% του όλου συνόλου των 3.973,73τ.μ., περίπου στο 45%. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε απαρτία, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Όπως δεν υπήρχε και στις προηγούμενες γενικές συνελεύσεις.

 

18.      Αυτό που τότε συνέβη, στην τελευταία κρίσιμη συνεδρίαση της 18.12.2014, ήταν πως δεν αναμένονταν να παρέλθει και το μισάωρο, ή τουλάχιστον δεν καταγράφεται κάτι τέτοιο στο τηρούμενο πρακτικό, και οι παρόντες θεωρήθηκαν απαρτία.

 

19.      Ακόμα κι αν η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν απολύτως σύμφωνη με τους Κανονισμούς, δεν φαίνεται να ακυρώθηκε ή να ζητήθηκε από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο κύριο μονάδας, περιλαμβανομένου του Εναγόμενου, η αποκήρυξή της, με συγκεκριμένο διάβημα. Η εξελεγμένη ως Διαχειριστική Επιτροπή, με τον τρόπο αυτό, τον έστω παράτυπο, λειτούργησε και, ως γεγονός, άσκησε διαχείριση για την κοινόκτητη οικοδομή, εκπροσωπώντας τους κυρίους των μονάδων, που, με τη συμπεριφορά τους, ενέκριναν τη συγκεκριμένη εκπροσώπηση. Δεν υπήρχε κάποια άλλη Διαχειριστική Επιτροπή. Συναφώς, σύμφωνα και με τα άρθρα 156επ. του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, όταν κάποιο πρόσωπο τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς τη γνώση ή πληρεξουσιότητα του, το πρόσωπο αυτό δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αποκηρύξει την πράξη αυτή· πράξη που εγκρίθηκε επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, ωσάν να ετελείτο δυνάμει πληρεξουσιότητας. Η έγκριση δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του προσώπου για λογαριασμό του οποίου τελέστηκε η πράξη. Η έγκριση δεν δύναται να διενεργηθεί έγκυρα από πρόσωπο που έχει ουσιωδώς ατελή γνώση των γεγονότων της υπόθεσης. Δεν δικαιολογείται άγνοια της νόμιμης υποχρέωσης του να υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή και ασκείται διαχείριση για την κοινόκτητη οικοδομή. Το πρόσωπο που εγκρίνει πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό του χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει συγχρόνως και ολόκληρη τη συναλλαγή της οποίας η πράξη αυτή αποτελεί μέρος.

 

20.      Οι παρατυπίες στη διαδικασία της σύγκλησης δεν αναιρούν την εκ του νόμου απορρέουσα υποχρέωση του Εναγόμενου, ως κύριου συγκεκριμένης μονάδας, να συμμετέχει στις κοινόχρηστες δαπάνες. Υπάρχει επομένως ερωτηματικό, ως προς την επιδίωξη, εάν η προσδοκία είναι πως μπορεί ο Εναγόμενος να μην συμμετάσχει στις κοινόχρηστες δαπάνες της ένδικης περιόδου, κατά παράβαση του άρθρου 38ΙΑ Κεφ.224 και των Κανονισμών, ενώ, ως γεγονός, έγιναν, από τα πρόσωπα που ενεργούσαν ως η Διαχειριστική Επιτροπή της κοινόκτητης οικοδομής, επειδή η εξ αναβολής διεξαγωγή της γενικής συνέλευσης στην οποία είχαν εκλεγεί δεν ήταν σύμφωνη με τους Κανονισμούς, ως προς την καταγραφή της πάροδο του μισάωρου, πριν οι παρόντες θεωρηθούν απαρτία. Δεν με βρίσκει σύμφωνη μια τέτοια προσέγγιση. Καλόπιστες παρατυπίες γενικά δεν καθιστούν άκυρη μια γενική συνέλευση, ως συνάγεται και από τον Κ.18, σύμφωνα με τον οποίο, τυχαία παράλειψη να δοθεί ειδοποίηση σε οποιονδήποτε κύριο ή η μη λήψη της από οποιονδήποτε κύριο δεν καθιστά άκυρη οποιαδήποτε διαδικασία σε τέτοια συνέλευση.

 

21.      Ο Εναγόμενος (ΜΥ1), με τη δική του μαρτυρία, δεν έπεισε πως υπήρχε κακοπιστία ως προς τον τρόπο λειτουργίας των Εναγουσών. Ο Εναγόμενος εστίασε στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των μονάδων ανήκουν σε εταιρείες του ιδίου ομίλου και σε μία οικογένεια, ως αυτό να είναι κάτι μεμπτό. Δεν εξήγησε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα του να ανήκουν ακόμα και στο ίδιο πρόσωπο. Δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των μονάδων σε κοινόκτητη οικοδομή που μπορεί να κατέχει ο καθένας. Είναι φυσικό επόμενο, αυτής της ελευθερίας, εάν η πλειοψηφία των μονάδων ανήκει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτά να είναι δυνατόν να απαρτίζουν γενική συνέλευση και να πλειοψηφούν και ότι, σε τέτοια περίπτωση, δεν θα μπορεί να επικρατεί ο λόγος της μειοψηφίας. Εξ αρχής δηλαδή, όταν αποκτά, κανείς, ακίνητη περιουσία σε κοινόκτητη οικοδομή, γνωρίζοντας πως θα συνιστά μειοψηφούσα μονάδα, δεν αναμένει πως θα έχει τη δυνατότητα να ορίζει τα πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει λόγο. Δεν υπάρχει μαρτυρία πως οι παριστάμενοι στις γενικές συνελεύσεις δεν εκπροσωπούσαν τους φερόμενους ως αντιπροσωπευόμενους. Πέραν του ότι ο Εναγόμενος δεν δικογράφησε οτιδήποτε για δόλο και μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του ήταν εκτός των δικογραφημένων θέσεων του, όσα ανέφερε για «καλοστημένο σχέδιο» να μην συμμετάσχει ο ίδιος σε γενική συνέλευση ήταν αντιφατικά με το γεγονός, που ο ίδιος μαρτύρησε, ότι συμμετείχε σε γενική συνέλευση, στην οποία, μάλιστα, εκ λάθους, εκλέχθηκε και ως μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής. Επίσης, είναι αντιφατικά με το γεγονός πως, εάν οι εταιρείες του ομίλου και η συγκεκριμένη οικογένεια, που λέει, είχαν ουσιαστικά τον έλεγχο της κοινόκτητης οικοδομής, δεν θα είχαν και οτιδήποτε να τους ωθεί στο να αποτρέψουν τον Εναγόμενο από το να παραστεί σε κάποια γενική συνέλευση. Εάν ο Εναγόμενος δικαιούτο να ψηφίσει ή όχι, είναι άλλο θέμα, συναρτώμενο, μεταξύ άλλων, με τη συμμόρφωσή του με τυχόν οφειλές. Δεν είναι επίσης δυνατό να θέτει πως από το 1990 αμφισβητεί χρεώσεις, αλλά να προσκομίζονται στοιχεία περί συμφωνίας του, που την 31.03.2016 βάσισε και δικαστική απόφαση στην αγωγή 2254/2011 Ε.Δ. Πάφου, να πληρώσει κοινόχρηστα (Τ27), στα ίδιες ενάγουσες. Η αναφορά του πως εξαναγκάστηκε να συμβιβαστεί δεν μπορεί να πείσει το Δικαστήριο, καθότι δεν έγινε οποιοδήποτε διάβημα για ακύρωση της συμφωνίας που βάσισε τη δικαστική απόφαση και της δικαστικής απόφασης για τέτοιο λόγο, που έχει να κάνει με ελαττώματα βούλησης του Εναγόμενου. Η μαρτυρία του Εναγόμενου επί αυτού του θέματος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή,  ως αξιόπιστη μαρτυρία.

 

22.      Καταληκτικά, οι Ενάγουσες, έχοντας αποδείξει πως, μέσα από διαδικασίες γενικών συνελεύσεων που δεν ακυρώθηκαν και ισχύουν, εκλέχθηκε Διαχειριστική Επιτροπή του συγκροτήματος Basilica Court, και ανέθεσε στην Ενάγουσα 1 τη διενέργεια της διαχείρισης του, η δε Ενάγουσα 1 άσκησε πράγματι τη διαχείριση της κοινόκτητης οικοδομής, αμφότερες δικαιούνται, εκπροσωπώντας όλους τους κυρίους των μονάδων της κοινόκτητης οικοδομής, εφόσον έχουν υποβληθεί σε δαπάνες για τη διαχείριση, με βάση το άρθρο 38ΙΑ § 2 Κεφ.224, να τις ανακτήσουν από τον Εναγόμενο, ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί με την απαίτηση συνεισφοράς του.

 

Η αναλογία της μονάδας του Εναγόμενου και το ύψος των κοινοχρήστων

 

23.      Δεν αμφισβητείται πως το Basilica Court είναι συνολικής έκτασης 3.973,73 τ.μ., και η διαχείρισή του γίνεται ξεχωριστά. Δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης ημερομηνίας 10.11.2010 (Τ1) να ασκείται ξεχωριστά η διαχείριση του. Στην ίδια απόφαση, περιέχεται η δυνατότητα των ιδιοκτητών του Basilica Court να χρησιμοποιούν την πισίνα, κατ’ επιλογή τους, περίπτωση στην οποία θα περιλαμβάνονται στα έξοδα διαχείρισής της. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε ότι ο Εναγόμενος είναι κύριος μονάδας υπόχρεος να συμμετέχει στις δαπάνες που είναι αναγκαίες για την ασφάλιση, συντήρηση, επιδιόρθωση, αποκατάσταση και διαχείριση της κοινόκτητης ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την αναλογία του μεριδίου του, που καθορίζεται με βάση το εμβαδό της μονάδας του.

 

24.      «Κοινόκτητη ιδιοκτησία» σημαίνει κάθε τμήμα κοινόκτητης οικοδομής που δεν έχει εγγραφεί ως μονάδα και «περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία» σημαίνει τμήμα κοινόκτητης οικοδομής που παραχωρήθηκε δυνάμει του άρθρου 38ΣΤ για αποκλειστική χρήση μιας ή περισσότερων αλλά όχι όλων των μονάδων. Η κοινόκτητη ιδιοκτησία κοινόκτητης οικοδομής ανήκει, κατέχεται και τυγχάνει κάρπωσης από όλους τους κυρίους των μονάδων κατ’ εξ αδιαιρέτου ιδανικές μερίδες, σύμφωνα με το ποσοστό αναλογίας που έχουν. Ορισμένο τμήμα κοινόκτητης ιδιοκτησίας μπορεί να παραχωρηθεί για αποκλειστική χρήση συγκεκριμένης μονάδας, και ονομάζεται «περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία» και περιγράφεται ειδικά στην εγγραφή της μονάδας. Επίσης, εκτός εάν προνοείται διαφορετικά στους Κανονισμούς, οι κύριοι των μονάδων μπορούν, οποιαδήποτε στιγμή μετά την εγγραφή της κοινόκτητης οικοδομής και των μονάδων της, με απόφαση των κυρίων του 75% τουλάχιστο της κοινόκτητης ιδιοκτησίας, και εφόσον ικανοποιείται σχετικά ο Διευθυντής, να αποφασίσουν να χαρακτηριστεί ως περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία ορισμένο τμήμα της και να παραχωρηθεί σε ορισμένη μονάδα για αποκλειστική χρήση, ή σε περισσότερες. Ο Διευθυντής μπορεί να εγγράψει την κοινόκτητη ιδιοκτησία ως περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία εάν η άρνηση του κυρίου της μονάδας να συγκατατεθεί στον χαρακτηριστικό υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του.  Δεν μπορεί να ληφθεί τέτοια απόφαση για τις σκάλες, τη στέγη, τα θεμέλια, τους κυρίως τοίχους που στηρίζουν όλη την κοινόκτητη ιδιοκτησία, τους ανελκυστήρες, τους διαδρόμους και τους χώρους ή τις εγκαταστάσεις που προορίζονται να εξυπηρετούν όλους ή κάποιους από τους κυρίους. Κάθε απόφαση που παραβαίνει αυτόν τον περιορισμό είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα και εφαρμογή. Η έκταση που καταλαμβάνει τυχόν περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία, νοείται, υπολογίζεται για σκοπούς υπολογισμού των κοινοχρήστων.

 

25.      Κατά τους ΜΕ1 και ΜΕ2, το συνολικό εμβαδόν της μονάδας του Εναγόμενου είναι 110,08 τ.μ.. Το εμβαδόν, όπως αναφέρθηκε, είχε δοθεί από την κατασκευαστική εταιρεία και αυτό λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των κοινοχρήστων. Δεν υποδεικνύεται, μέσα από διαφορετικά στοιχεία, ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ένα διαφορετικό εμβαδό για τη συμμετοχή της μονάδας του Εναγόμενου. Εξάλλου, ο ίδιος θα μπορούσε να είχε θέσει κάτι τέτοιο, και δεν υπάρχει μαρτυρία πως οποτεδήποτε είχε απασχολήσει τη διαχείριση είτε το εμβαδό της μονάδας του Εναγόμενου είτε ακόμα ο τρόπος υπολογισμού των κοινοχρήστων. Με την αγωγή τους, οι Ενάγουσες, ζητούν να ανακτήσουν δαπάνες που όντως έγιναν. Είναι αγωγή ανάκτησης. Το ζητούμενο δεν είναι γιατί έγιναν οι δαπάνες, ούτε το Δικαστήριο είναι δυνατόν να μπει στη διαδικασία να εκδικάσει την κάθε επιμέρους συναλλαγή της Ενάγουσας 1 με τρίτα πρόσωπα, για το εάν έπρεπε να πληρωθεί ή όχι κάποιο ποσό, σε συνάρτηση με την ποιότητα των υπηρεσιών που αγοράστηκαν από την Ενάγουσα 1. Εάν πράγματι έγιναν τα συγκεκριμένα έξοδα διαχείρισης, για τις ανάγκες της, θα πρέπει ο Εναγόμενος να καταβάλει την αναλογία του ή τυχόν θέματα να τεθούν στο πλαίσιο της διαχείρισης, τυχόν διαφωνία, εφόσον συγκεκριμενοποιηθεί, να επιλυθεί με άμεσο σχετικό διάβημα.

 

26.      Ο ΜΕ1 αναφέρθηκε στις δαπάνες που προϋπολογίστηκαν και έγιναν, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, τα Τ17-Τ2, που είναι οι σχετικοί προϋπολογισμοί και αναλογίες, το Τ16 που είναι κατάσταση λογαριασμού που αφορά τον Εναγόμενο. Για τα περαιτέρω λογιστικά θέματα, από πλευράς Εναγουσών, σχετική ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2, στην οποία βασίζονταν και παρέπεμψε ο ΜΕ1, ενώ ο ΜΕ2 προσκόμισε, μεταξύ άλλων, το Τ25, που είναι ογκώδες box file, που περιλαμβάνει τα επιμέρους τιμολόγια και αποδείξεις των εξόδων της διαχείρισης. Ο ΜΕ2 εξήγησε αναλυτικά τον τρόπο κατάρτισης και έγκρισης των προϋπολογισμών και κατανομής των εξόδων στις μονάδες, με βάση το εμβαδό τους. Εξήγησε, επίσης, και την αναγκαιότητα των δαπανών, που περιλαμβάνονται στο διεκδικούμενο ποσό.

 

27.      Ο ΜΕ2 αντεξετάστηκε εκτεταμένα και επί των συγκεκριμένων επιμέρους χρεώσεων, και είχε απάντηση και επεξήγηση για ό,τι ερωτήθηκε, παραπέμποντας σε σχετικά τεκμήρια. Έγινε προσπάθεια αμφισβήτησης του τρόπου υπολογισμού των κοινοχρήστων αλλά και συγκεκριμένων εξόδων. Ήταν συγκεχυμένη η προσπάθεια αυτή, ιδίως όσον αφορά τη θέση πως θα έπρεπε στα κοινόχρηστα έξοδα να περιλαμβάνονται χώροι που χρησιμοποιούν άλλες μονάδες αποκλειστικά, ή για τους λόγους που προβαίνουν σε εκτεταμένη χρήση της. Αναφέρθηκε προηγουμένως τι ισχύει σε σχέση με την περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία, αλλά ό,τι δεν ήταν κατανοητό, ήταν η υποβολή μιας θέσης ενάντια στα συμφέροντα του Εναγόμενου.

 

28.      Ως προς τα έξοδα, καθαριότητας, συντήρησης και συντήρησης κήπων, ο ΜΕ2 απάντησε με σαφήνεια γιατί χρεώνονται, εξηγώντας πως η χρήση κάθε επιμέρους μονάδας δεν αλλάζει το ποιοι είναι οι χώροι κοινόκτητης ιδιοκτησίας και τα έξοδα διαχείρισης γι’ αυτούς. Η υπόνοια που επιχειρήθηκε να αφεθεί ότι οι Ενάγουσες καταλογίζουν ως κοινόχρηστα έξοδα ποσά για υπηρεσίες που επωφελείται ένα ξενοδοχείο ήταν άστοχη. Επίσης, δεν τέθηκε, σε οποιαδήποτε γενική συνέλευση, πως απαγορεύεται στην Ενάγουσα 1 να αναθέτει την εκτέλεση εργασιών, περιλαμβανομένων των εργασιών καθαριότητας, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, για παράδειγμα, λόγω σύγκρουσης συμφέροντος ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ποιος εκτέλεσε τις εργασίες διαχείρισης δεν έχει σημασία, εάν τα κόστη υπήρξαν, ούτε και σε ποιο όνομα εκδόθηκαν οι αποδείξεις και τα τιμολόγια. Ως γεγονός, που εν τέλει δέχεται και η πλευρά του Εναγόμενου, έγιναν τέτοια έξοδα για την καθαριότητα και συντήρηση των κήπων, και μάλιστα παραπονείται, η πλευρά του Εναγόμενου, ότι δεν γίνονται και με τον ίδιο τρόπο κατά τους χειμερινούς μήνες. Ενώ υπάρχουν τιμολόγια και αποδείξεις στο Τ25, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι δεν έγιναν τα έξοδα που περιέχουν, ότι υπάρχει πλαστότητα ή εικονικότητα. Μπήκε σε διαδικασία, η πλευρά του Εναγόμενου, να υποδείξει πως ορισμένα τιμολόγια για την επισκευή του ανελκυστήρα δεν πρέπει να ισχύουν, αν και υπάρχουν, εκδομένα, μη ακυρωμένα, τιμολόγια Φ.Π.Α.. Είναι λογικό να συντηρείται ανελκυστήρας σε κοινόκτητη οικοδομή, σε τι έκταση, πώς, γιατί, δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της ανάκτησης. Ως γεγονός, πληρώθηκε το ρεύμα και τα τέλη δημόσιας ωφέλειας, είναι λογικό να υπάρχουν σχετικά έξοδα. Γιατί ο Δήμος Πάφου χρέωσε τόσο ποσό για το νερό, δεν είναι κάτι που μπορεί να εκδικαστεί σε αυτή την υπόθεση. Ως γεγονός, υπήρχε ασφάλεια για την κοινόκτητη ιδιοκτησία, όπως άλλωστε ορίζει το άρθρο 38ΙΒ Κεφ.224. Ως γεγονός, έγινε η απολύμανση, καθώς και τα υπόλοιπα έξοδα για τα οποία προσκομίστηκαν σχετικά στοιχεία. Εάν υπήρχε κάποια διαφωνία σχετικά με την επιβολή συγκεκριμένων εξόδων, κατά τον χρόνο επιβολής τους, θα έπρεπε, μέσω της διαχείρισης, να τεθεί το ζήτημα, πριν να εγκριθούν, να καταλογιστούν, και να συνεχίσει η διαχείριση τα επόμενα έτη. Το Δικαστήριο δεν διενεργεί αναλογιστικό έλεγχο των εξόδων διαχείρισης των προηγούμενων ετών, προς υποκατάσταση του έργου της διαχείρισης ή και των γενικών συνελεύσεων των κυρίων των μονάδων. Δεν μπαίνει στη διαδικασία ελέγχου της σκοπιμότητας των εξόδων της διαχείρισης. Είχε υποβληθεί στον ΜΕ2 πως δεν έπρεπε να χρεωθούν ακόμα και συγκεκριμένες σκούπες, αναμένοντας ότι θα έπρεπε η επιδικία να υπεισέλθει για το εάν χρειάζονταν τόσες σκούπες, εάν χρησιμοποιούνταν για τις συγκεκριμένες αυλές, πώς, κ.λπ.. Ο ΜΕ2, με περισσή υπομονή, εξήγησε καθετί για το οποίο ερωτήθηκε, με φυσικότητα και επάρκεια.

 

29.      Ο Εναγόμενος, με τη σειρά του, δεν μπορούσε να ξεφύγει από την αντίληψη των εξόδων με βάση το κριτήριο της ωφέλειας, ενώ ενέπλεκε, στη σκέψη του, σενάρια για συνωμοσία μεταξύ των Εναγουσών και της «οικογένειας Θεοφίλου», να μην πληρώνουν εκείνοι κοινόχρηστα. Δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις ως προς τους λόγους που ουδέποτε έστειλε επιστολή, να παραπονεθεί είτε για συγκεκριμένες υπηρεσίες είτε για συγκεκριμένες χρεώσεις εξόδων. Είχε μια γενική άρνηση στη συμπεριφορά του, μια άνευ διακριτού λόγου διαμαρτυρία ή που περισσότερο αντλείτο από το γεγονός ότι μειοψηφεί και δεν μπορεί να καθορίσει ο ίδιος ορισμένα πράγματα μέσα στην κοινοκτησία. Οι αναφορές του ότι τα έξοδα του Τ25 δεν πληρώθηκαν έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι εξακολουθούσε να παρέχεται ρεύμα και νερό στους κοινόκτητους χώρους, να γίνονται συντηρήσεις, δεν διακόπηκαν, και δεν βασίζεται κάπου, συγκεκριμένα. Ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας του ήταν να μην πληρώνει, όπως ανέφερε. Η μαρτυρία του Εναγόμενου, με σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ως μαρτυρία στη βάση της οποίας να μπορεί, το Δικαστήριο, να διατυπώσει συγκεκριμένα ευρήματα.

 

30.      Μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ2 και τα όσα κατέθεσε, προκύπτει πως τα έξοδα που διεκδικούν οι Ενάγουσες έγιναν για τη διαχείριση του Basilica Court, ασχέτως εάν δεν ωφελούν όλα και τη μονάδα του Εναγόμενου. Ακόμα κι αν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του Εναγόμενου σε σχέση με λανθασμένα έξοδα, εφόσον δεν αποδείχθηκαν τέτοιες λανθασμένες χρεώσεις που να απολήγουν σε αξιώσεις που αποκλίνουν από τους εγκεκριμένους προϋπολογισμούς, και είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΕ2 ότι τα έξοδα που έγιναν για το Basilica Court για την επίδικη περίοδο είναι αυτά που αναφέρονται στην έγγραφη μαρτυρία που προσκόμισε, το ποσό των €4.283.38 που διεκδικούν οι Ενάγουσες περιέχει και τόκους €1.321,75, που δεν δικαιολογήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο.

 

31.      Αφαιρουμένων των τόκων, το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε €2.961.63.

 

Κατάληξη

 

32.      Επειδή οι Ενάγουσες έχουν αποδείξει την υπόθεσή τους, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγουσών και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €2.961,63, πλέον νόμιμος τόκος.

 

33.      Όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής, δεν συντρέχει λόγος απόκλισης από τον κανόνα, ότι τα έξοδα που δημιουργούνται σε μια δικαστική διαδικασία ακολουθούν το αποτέλεσμά της. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών και εναντίον του Εναγόμενου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο