ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

Αρ. Αγωγής: 24/2024 I-Justice

Μεταξύ:

1.    ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ (Α.Δ.Τ. χχχ), χχχ, Πάφος

2.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ (Α.Δ.Τ. χχχ), xxx, Πάφος

                                                                                                                         Εναγόντων

                                                            και

GORDIAN HOLDINGS LIMITED (HE xxx), xxx, Λευκωσία

                                                                                                Εναγομένων

 

Αίτηση ημερομηνίας 06.02.24 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

Ημερομηνία: 04.09.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 & 2/Αιτητές 1 & 2: κος Χ. Σιαηλής για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης &

 Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγομένους/Καθ’ ων η αίτηση: κα Δ. Καρακώστα για Τάσσος Παπαδόπουλος &

                                                               Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 05.02.24 καταχωρίστηκε το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης στην οποίαν οι Ενάγοντες 1 & 2 (στο εξής οι «Ενάγοντες») αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων:

(1)        την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται η αγορά και μεταβίβαση των ακινήτων που περιγράφονται από τους Ενάγοντες στους Εναγομένους δυνάμει του άρθρου 44ΙΑ του Ν.9/1965 λόγω επικαλούμενης παράνομης και άκυρης διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ή διαζευκτικά

(2)        την επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων ύψους €709.000 ως ζημιές που υπέστηκαν συνεπεία επιλήψιμης συμπεριφοράς που αποδίδουν στους Εναγομένους και

(3)        την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων ως αποτέλεσμα κατ’ ισχυρισμό καθημερινής αγωνίας και ταλαιπωρία που υφίστανται οι Ενάγοντες ένεκα της μεμπτής συμπεριφοράς που καταλογίζουν στους Ενάγοντες.

 

Το Έντυπο Απαίτησης συνοδεύεται από Έκθεση Απαίτησης. Τα δικόγραφα της υπόθεσης έχουν συμπληρωθεί με την καταχώριση Έκθεσης Υπεράσπισης στις 16.04.24 και Απάντησης στην Υπεράσπιση στις 08.05.24.

 

Ενόψει του χρονικού σημείου που καταχωρίστηκε, η παρούσα αγωγή διέπεται από τους Νέους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.24.

 

Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 06.02.24, οι Ενάγοντες προώθησαν δια κλήσεως ενδιάμεση αίτηση στην οποίαν ζητούν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου με τα οποία:

(α)       να απαγορεύεται στους Ενάγοντες να πωλήσουν ή να αποξενώσουν ή να διαθέσουν ή να διαπραγματευτούν ή να μειώσουν την αξία των επίμαχων ακινήτων,

(β)       τα έσοδα που προέρχονται από τρίτα πρόσωπα σχετικά με την ενοικίαση των επίμαχων ακινήτων να καταθέτονται σε λογαριασμό τρίτου προσώπου (escrow account) ή στον Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Πάφου            

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, το άρθρο 4 του Κεφ.9, στους Κανονισμούς 23.4 & 25.1, 25.2, 25.3, 25.6, 25.7 & 25.9 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, σε διάφορα άρθρα του Ν.9/1965, στα άρθρα 23 & 26 του Συντάγματος, στο δίκαιο της επιείκειας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Ενάγοντες δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων, περιέχονται σε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 1 συνολικής έκτασης 20 δαχτυλογραφημένων σελίδων. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.

 

Στην ένορκη δήλωση καταγράφεται το ιστορικό των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων και γίνεται επίκληση γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως τα αντιλαμβάνονται οι Ενάγοντες. Επίσης σημειώνονται στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με τους Ενάγοντες πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιτυχία της υπό κρίση αίτησης. Το σύνολο των επικαλούμενων γεγονότων προδιαγράφουν την εκδοχή των Εναγόντων.

Οι Εναγόμενοι αντέδρασαν στις 21.03.24 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 20 λόγων. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Η νομική βάση της ένστασης των Εναγομένων είναι παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης με επιπλέον αναφορά στις αρχές του δεδικασμένου και του κωλύματος.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση (συνολικής έκτασης 13 ½ σελίδες) του κυρίου Αβραάμ Αδάμου, πρώην υπαλλήλου στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών του εν λόγω οργανισμού και από 02.05.22 λειτουργού στο ίδιο τμήμα της εταιρείας Gordian Servicing Limited, η οποία ενεργεί για λογαριασμό των Εναγομένων δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας παροχής υπηρεσιών και διαχείρισης δανείων/πιστωτικών διευκολύνσεων, έχοντας αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συμφωνιών εξασφαλίσεων-εγγυήσεων και άλλων συναφών θεμάτων, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται οι πιστωτικές διευκολύνσεις που αναφέρονται στην παρούσα υπόθεση. Στις ένορκη δήλωση επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη των Εναγομένων τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.  

  

Στην ουσία μέσα από την ένορκη δήλωση αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα παρέχεται το πλαίσιο της επαγγελματικής συνεργασίας των μερών και προβάλλονται γεγονότα που παραπέμπουν στην παρούσα υπόθεση από την γωνία αντίληψης των Εναγομένων. Τα προβαλλόμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή των Εναγομένων στην παρούσα υπόθεση.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων αίτησης και ένστασης. Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτές. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα από το περιεχόμενο τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από τον 1ο λόγο ένστασης. Οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι η αίτηση είναι «νομικά ή/και πραγματικά αβάσιμη ή/και αστήρικτη ή/και ανυπόστατη». Αντίθετα οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι η υπό κρίση αίτηση είναι βάσιμη και θα πρέπει να επιτύχει.

 

Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους η εν λόγω τοποθέτηση τους συνιστά συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, ο λόγος ένστασης αυτός δεν έχει έρεισμα. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται ουσιαστικά έχουν δύο πτυχές. Πρώτο σκέλος είναι η επίκληση ανυπαρξίας αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων ένεκα ισχυρισμών περί δεδικασμένου, κωλύματος, κατάχρησης και κακοπιστίας στην προώθηση της αίτησης για αλλότριους σκοπούς. Δεύτερος άξονας είναι η θέση για μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την επιτυχία της αίτησης. Ωστόσο αμφότερες πτυχές θα κριθούν από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης των κριτηρίων του άρθρου 32 του Ν.14/60, του άρθρου 4 του Κεφ.6 και γενικά των παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν, πάντοτε με γνώμονα το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας και γενικότερα το σκοπό που αυτή έχει.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο λόγος ένστασης αυτός απορρίπτεται.

 

Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης θα εξεταστούν μαζί επειδή άπτονται των κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα οι Ενάγοντες θεωρούν ότι αυτές ικανοποιούνται.

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Όταν επιζητείται διάταγμα που να δεσμεύει το ακίνητο από αποξένωση ή επιβάρυνση, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής έρεισμα στη νομική βάση αποτελεί και το άρθρο 4 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6) μετά των συναφών τροποποιήσεων. Αν η περιουσία είναι το αντικείμενο της αγωγής τότε το άρθρο 4 αποκτά αυτοτέλεια και μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα των γενικότερων προϋποθέσεων του άρθρου 32. Όμως, όπου η περιουσία δεν είναι το αντικείμενο της αγωγής, τότε η αίτηση εξετάζεται με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 32, οι οποίες είναι ευρύτερης εφαρμογής από ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4.

 

Επομένως το άρθρο 32 του Ν.14/60 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις έκδοσης διαταγμάτων (δηλαδή καλύπτει την έκδοση όλων των ειδών διαταγμάτων – διηνεκών και παρεμπιπτόντων) ενώ το άρθρο 4 του Κεφ.6 εφαρμόζεται στην ειδική περίπτωση που έχει αναφερθεί αμέσως προηγουμένως στα πλαίσια έκδοσης μόνο παρεμπίπτοντος διατάγματος (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctionsσελίδες 38-41 και 101-197). Σχετικές είναι οι υποθέσεις Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, Stavros Hotels Apartments Ltd κ.α. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 και Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1759.

 

Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν.  Αυτές είναι:

(1)        Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)        Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

(3)        Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Για να ισχύει το άρθρο 4 του Κεφ.6, η περιουσία επί της οποίας επιδιώκεται η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής και παράλληλα να είναι περίπτωση όπου η μη έκδοση διατάγματος θα προκαλέσει ζημιά στην περιουσία ή στο πρόσωπο που διαθέτει συμφέρον σ’ αυτήν ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 όταν αυτό εξετάζεται ανεξάρτητα του άρθρου 32 του Ν.14/60 υπό τη μορφή αυτοτέλειας.

 

Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Εδώ που υπάρχει συμπληρωμένη δικογραφία σχετικά έγγραφα θεωρούνται οι έγγραφες προτάσεις και οι ένορκες δηλώσεις. Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από πρωτοφειλέτη (Ενάγουσα 1) και από ένα εγγυητή (Ενάγοντα 2) σε πιστωτικές διευκολύνσεις που δόθηκαν στην οφειλέτη, πρώην εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των επίμαχων ακινήτων, τα οποία είχαν υποθηκευτεί για περαιτέρω εξασφάλιση των χορηγημένων δανείων. Οι πιστωτικές διευκολύνσεις δόθηκαν από τραπεζικό οργανισμό.

 

Η ύπαρξη επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των Εναγόντων και του τραπεζικού οργανισμού είναι αποδεκτή από τους διαδίκους. Περαιτέρω αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων η νομική και πραγματική διαδρομή μεταφοράς/μεταβίβασης/εκχώρησης  περιουσιακών στοιχείων, δικαιώματα, υποχρεώσεων, εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις του πρώην τραπεζικού οργανισμού με τελικό αποδέκτη τους Εναγομένους. Δεν έχει ακόμη αμφισβητηθεί ότι ανάμεσα στις υποθέσεις που έχουν μεταφερθεί/μεταβιβαστεί/εκχωρηθεί στους Εναγομένους είναι και οι περιπτώσεις που συνθέτουν και/ή σχετίζονται με την επαγγελματική σχέση των Εναγόντων με τον πρώην τραπεζικό οργανισμό. Δυνάμει του νομοθετικού πλαισίου που έχει προβληθεί οι Εναγόμενοι έχουν αντικαταστήσει/υποκαταστήσει τους προηγούμενους οργανισμούς που χειρίζονταν τις περιπτώσεις των Εναγόντων.

 

Η εν λόγω αγωγή στρέφεται εναντίον της εταιρείας που αγόρασε τα επίμαχα ακίνητα. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι τα ακίνητα έχουν αγοραστεί έναντι του ποσού των €891.000. Αυτό εξάλλου φαίνεται από τις επιστολές ενημέρωσης των Εναγόντων στις οποίες αναφέρεται η πώληση τους και η επικύρωση της πράξης αυτής από τους Εναγομένους (Τεκμήριο 1 ΕΔ Ε1 και Τεκμήρια 13 & 14 ΕΔ Αδάμου).

 

Από την έκθεση απαίτησης αλλά και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση γίνεται αντιληπτό ότι μία από τις δικογραφημένες βάσεις αγωγής είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι έχουν παραβιάσει το καθήκον πίστεως έναντι τους που αν δεν είχε παραβιαστεί θα οδηγούσε στην εξόφληση των οφειλομένων ποσών. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, η παραβίαση του καθήκοντος πίστεως έγκειται στο ότι το ακίνητο εκτιμήθηκε από τους Εναγομένους σε χαμηλότερη αξία από την πραγματική του. Όπως ισχυρίζονται ενώ η πραγματική αξία των επίμαχων ακινήτων ανέρχεται σε €1.600.000 η αγορά τους από τους Εναγομένους, βάση λανθασμένης κατά την άποψη των Εναγόντων, εκτίμησης ανήλθε στα €891.000, δηλαδή κατά €709.000 χαμηλότερη από την πραγματικής τους αξία.

 

Εκείνο που αβίαστα προκύπτει είναι ότι σε σχέση μ’ αυτές τις πιστωτικές διευκολύνσεις των Εναγόντων και τις εξασφαλίσεις που δόθηκαν γι’ αυτές είχε καταχωριστεί η αγωγή αρ. 1913/14 του Ε.Δ. Πάφου (Τεκμήριο 1 ΕΔ Αδάμου). Μετά από ακρόαση, στη βάση ευρημάτων και συμπερασμάτων που κατέληξε το Δικαστήριο στα πλαίσια αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού που έκαστη πλευρά προσκόμισε προς υποστήριξη της εκδοχής της, στις 28.02.23 εκδόθηκε τελική απόφαση (Τεκμήρια 1 & 4 ΕΔ Αδάμου) με την οποίαν:

(α)       επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγομένων και εναντίον των Εναγόντων 1 & 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το ποσό των €7.620,84 πλέον τόκο προς 10,25% ετησίως επί του ποσού αυτού από 31.12.22 μέχρι εξόφλησης και με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξόφλησης και

(β)       επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγομένων και εναντίον των Εναγόντων 1 & 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το ποσό των €1.082.013,43 πλέον τόκο προς 4,186% ετησίως επί του ποσού αυτού από 01.01.22 μέχρι εξόφλησης και με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξόφλησης και

(γ)        επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγομένων και εναντίον των Εναγόντων 1 & 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το ποσό των €884.444,67 πλέον τόκο προς 8,25% ετησίως επί του ποσού αυτού από 01.01.22 μέχρι εξόφλησης και με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξόφλησης και

(δ)        επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγομένων και εναντίον των Εναγόντων 1 & 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το ποσό των €18.178,50 πλέον τόκους που έχουν υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθεί από το Δικαστήριο ως έξοδα αγωγής και

(ε)        εναντίον της Ενάγουσας 1 εκδόθηκαν διατάγματα εκποίησης των υποθηκών Υ6719/08 ημερ. 16.12.08 και Υ2579/11 ημερ. 30.08.11 αναφορικά με τα επίμαχα ακίνητα.

 

Με μια απλή μαθηματική πράξη από τα πιο πάνω, το εξ’ αποφάσεως χρέος των Εναγομένων 1 & 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα ανέρχεται συνολικά στα €1.992.257,44 πλέον τόκους. Συνεπώς ακόμα και αν εκληφθεί ως ορθός ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η πραγματική αξία των επίμαχων ακινήτων είναι €1.600.000, το ποσό που οφείλουν στους Εναγομένους δυνάμει της δικαστικής απόφασης είναι μεγαλύτερο από την εκτιμημένη αξία κατά €392.257,44. Αυτό εξόφθαλμα σημαίνει ότι η θέση των Εναγόντων περί εξόφλησης δεν θα μπορεί να προωθηθεί για εξέταση. Κατά λογική επέκταση και με βάση το σκεπτικό αυτό, η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν καθήκον πίστεως έναντι τους για το λόγο που επικαλέστηκαν, επίσης δεν θα μπορεί να προωθηθεί για εξέταση επειδή δεν θα έχει έρεισμα.

 

Μία άλλη δικογραφημένη βάση αγωγής είναι η θέση των Εναγόντων ότι τα έγγραφα των υποθηκών Υ6719/08 ημερ. 16.12.08 και Υ2579/11 ημερ. 30.08.11 έχουν καταρτιστεί παράνομα και συνεπώς είναι άκυρα. Ο λόγος που προβάλλεται προκειμένου να υποστηριχτεί η εκδοχή τους σχετικά με τη νομιμότητα και εγκυρότητα των εγγράφων αυτών, κατ’ επίκληση των άρθρων 23 και 24 του Κεφ.149, είναι ότι ο σκοπός της συνομολόγησης τους αντιστρατεύεται τη νομοθεσία υπό την έννοια ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Ν.1965. Είναι ακόμη η θέση των Εναγόντων ότι πέραν της ακυρότητας των εγγράφων με βάση το Κεφ.149, άκυρη θεωρείται και η μεταβίβαση των επίμαχων ακινήτων δυνάμει του άρθρου 5 της ίδιας νομοθεσίας. Οι Ενάγοντες παρέχουν λεπτομέρειες που σύμφωνα με του ιδίους παραβιάζονται οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου.

 

Αυτό όμως που παρατηρώ είναι ότι θέση αυτή των Εναγόντων έχει ήδη εξεταστεί και κριθεί στην αγωγή αρ. 1913/14. Για τους λόγους που εξηγεί στο κείμενο της απόφασης του, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) και ότι τα έγγραφα των υποθηκών και οι υποθήκες γενικότερα είναι νόμιμα, έγκυρα και δεσμευτικά για τους Ενάγοντες. Εξ ου και στην απόφαση του το Δικαστήριο προέβηκε στην έκδοση σχετικών διαταγμάτων εκποίησης των εν λόγω υποθηκών. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί (μέρος Τεκμηρίου 4 ΕΔ Αδάμου). Ωστόσο μέχρι να ανατραπεί από την εκκρεμούσα έφεση, η απόφαση του Ε.Δ. Πάφου εξακολουθεί να ισχύει και να είναι δεσμευτική για τους Ενάγοντες με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Μάλιστα ένεκα της πιο πάνω απόφασης, αποσύρθηκε, όπως έκδηλα προκύπτει,  ανεπιφύλακτα η μεταγενέστερη αγωγή αρ. 1786/16 του Ε.Δ. Πάφου που καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες εναντίον του τραπεζικού οργανισμού και αφορά τις συγκεκριμένες πιστωτικές διευκολύνσεις, εξασφαλίσεις και τις επίμαχες υποθήκες. Μέρος της δικογραφημένης εκδοχής των Εναγόντων στην αγωγή που αποσύρθηκε ήταν ότι τα έγγραφα υποθήκης και οι επίμαχες υποθήκες είναι «παράνομες, άκυρες και ανεφάρμοστες με βάση τις πρόνοιες του Ν.9/1965 ή και επειδή οι όροι και οι πρόνοιες των εν λόγω υποθηκών είναι αντιφατικοί ή και είναι όροι αόριστοι ή και ασαφούς περιεχομένου ή και είναι καταχρηστικοί, παράνομοι, άκυροι και ανεφάρμοστοι». Περαιτέρω στην ίδια αγωγή είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι επίμαχες υποθήκες και όλα τα έγγραφα τους είναι «άκυρα ή και ανεφάρμοστα διότι το περιεχόμενο ή και οι όροι τους είναι αντίθετοι ή και δεν συνάδουν ή και παραβιάζουν τις ρητές πρόνοιες του Ν.9/1965 ή και καταρτίστηκαν κατά παράβαση ή και μη συμμόρφωση προς τις ρητές πρόνοιες της εν λόγω νομοθεσίας και συγκεκριμένα κατά παράβαση ή και μη συμμόρφωση των άρθρων 5 & 21 του Ν.9/1965 και των διατάξεων των σχετικών άρθρων του Κεφ.149». Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, αξιούμενες θεραπείες ήταν η έκδοση διατάγματος ακύρωσης και/ή εξάλειψης των επίμαχων υποθηκών.

 

Το πλαίσιο της δικογραφημένης εκδοχής των Εναγόντων στην αγωγή αρ. 1786/16 φαίνεται μέσα από το περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος που τέθηκε ενώπιον μου (Τεκμήριο 3 ΕΔ Αδάμου). Πρόχειρη ανάγνωση του καθιστά αντιληπτό ότι επίδικα ζητήματα της που είχαν τεθεί και στην αγωγή αρ. 1913/14 εγείρονται εκ νέου και στην παρούσα αγωγή. Παράλληλα έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της αγωγής αρ. 1786/14 προκειμένου να διαπιστώσω το λόγο που αυτή αποσύρθηκε εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938). Όπως αναφέρεται ρητά στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 30.01.24, η εν λόγω αγωγή αποσύρθηκε επειδή είχε εκδικαστεί η αγωγή αρ. 1913/14 του Ε.Δ. Πάφου στην οποίαν εκδόθηκε απόφαση υπέρ των Εναγομένων και εναντίον των Εναγόντων. Είχε προηγηθεί αίτημα αναβολής εκδίκασης της αγωγής αρ. 1786/14 από τους Ενάγοντες, το οποίο εγκρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο, επειδή, όπως δηλώθηκε από το ίδιο δικηγορικό γραφείο που εμφανίζεται στην παρούσα αγωγή εκ μέρους των ιδίων Εναγόντων, εκδόθηκε δικαστική απόφαση στην αγωγή αρ. 1913/14 από άλλο ομοβάθμιο Δικαστήριο που αφορούν τους ιδίους διαδίκους, τις ίδιες πιστωτικές διευκολύνσεις, τις ίδιες εξασφαλίσεις και τα ίδια επίμαχα ακίνητα για τα οποία εκδόθηκε διάταγμα (εκποίησης των υποθηκών) αντίθετο με αυτό που οι Ενάγοντες ζητούσαν στην αγωγή αρ. 1786/14 (ακύρωσης των ιδίων υποθηκών). Η αναβολή ζητήθηκε ώστε να δοθεί χρόνος στο δικηγόρο των Εναγόντων να μιλήσουν με τους πελάτες του και να καθοριστεί η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Η έκδοση δικαστικής απόφασης στην αγωγή αρ. 1913/14 μέσα από ακροαματική διαδικασία ήταν το γεγονός που οδήγησε στην εκ συμφώνου ανεπιφύλακτη απόσυρση της αγωγής αρ. 1786/14.    

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, δεν βλέπω πως οι Ενάγοντες στην παρούσα αγωγή μπορούν να υπερπηδήσουν τον σκόπελο του κωλύματος υπό τη μορφή δεδικασμένου.

 

Περαιτέρω βάση αγωγής εδώ αποτελεί ο δικογραφημένος ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η εκποίηση των επίμαχων ακινήτων είναι παράνομη επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (6) του άρθρου 44Δ του Ν.9/1965 και ως εκ τούτου η διαδικασία που ακολουθήθηκε, ως παράνομη που είναι, είναι άκυρη.

 

Να σημειωθεί ότι στην αγωγή αρ. 1913/14 που εκδικάστηκε και αφορά τα ίδια επίμαχα ακίνητα με τους ίδιους διαδίκους για τις ίδιες πιστωτικές διευκολύνσεις, εξασφαλίσεις και έγγραφα υποθήκης, οι Ενάγοντες προέβαλαν την εκδοχή ότι «δεν ακολουθήθηκε η ρητή διαδικασία που προνοείται από τον Ν.9/1965 για μεταβίβαση των επίμαχων υποθηκών και ότι δεν είχε αποδειχτεί ότι οι Εναγόμενοι απέκτησαν δικαιώματα επί των υποθηκών αυτών». Η θέση αυτή εξετάστηκε και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μεταβίβαση των επίμαχων υποθηκών από την Ενάγουσα 1, στην οποίαν ανήκαν τα εν λόγω υποθηκευμένα ακίνητα, στους Εναγομένους ήταν νόμιμη, έγκυρη και δεσμευτική αφού έγιναν στη βάση διατάγματος και της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Συνεπεία αυτού, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, εξέδωσε διάταγμα εκποίησης των δύο ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Η αξίωση των Εναγόντων για έκδοση διατάγματος ακύρωσης της εκποίησης των δύο ενυπόθηκων ακινήτων από την Ενάγουσα 1 στους Εναγομένους μέσα από την παρούσα αγωγή λόγω επικαλούμενης παράνομης και άκυρης διαδικασίας που ακολουθήθηκε δεν μπορεί να προωθηθεί και να εξεταστεί. Σε τέτοια περίπτωση θα θεωρηθεί ότι το παρόν Δικαστήριο λειτουργεί, καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του, ως Εφετείο του ομοβάθμιου άλλου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προαναφερόμενη απόφαση, είχε ασκήσει την ίδια δικαιοδοσία και ήδη αποφάσισε επί του ιδίου συγκεκριμένου επίδικου ζητήματος. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο και αντινομικό (Pambos Zenios Trading Ltd κ.α. v. Μιχάλης Τ. Χατζηπαύλος & Υιός Λτδ (2005) 1Α Α.Α.Δ. 464).

 

Παραμένει το ζήτημα της νομιμότητας και εγκυρότητας της διαδικασίας πώλησης των επίμαχων ακινήτων με πλειστηριασμό στη βάση των προνοιών του άρθρου 44Δ του Ν.9/1965, ως είναι ο δικογραφημένος ισχυρισμός των Εναγόντων. Επίσης προβάλλεται η θέση ότι οι πρόνοιες του άρθρου 44ΙΑ(1) του Ν.9/1965 συγκρούονται με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος στη βάση του δικογραφημένου σκεπτικού των Εναγόντων. Ακόμη παρουσιάζεται η θέση των Εναγόντων ότι στερήθηκαν του δικαιώματος τους να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τα επίμαχα ακίνητα με αποτέλεσμα να υφίστανται απώλειες ύψους €3.000 από τον Ιούνιο 2023.

 

Για σκοπούς του σταδίου αυτού κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρόκειται για τα ζητήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Συγκεκριμένα είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα της διαδικασίας πώλησης των επίμαχων ακινήτων με πλειστηριασμό στη βάση των προνοιών του άρθρου 44Δ, εάν οι πρόνοιες του άρθρου 44ΙΑ(1) του Ν.9/1965 συγκρούονται με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, αν οι Ενάγοντες στερήθηκαν του δικαιώματος εκμετάλλευσης των επίμαχων ακινήτων. Σε περίπτωση δε που αυτό ευσταθεί, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν οι Εναγόμενοι δικαιούνται στην επιδίκαση αποζημιώσεων και στον καθορισμό τυχόν τέτοιων. Επίσης σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι η διαδικασία πώλησης πάσχει και/ή ότι οι πρόνοιες του άρθρου 44ΙΑ είναι αντισυνταγματικές, θα πρέπει να αποφασίσει αν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος ακύρωσης της πώλησης των επίμαχων ακινήτων στους Εναγομένους. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η κρίση επί της ορθότητας εκτίμησης των επίμαχων ακινήτων Βέβαια η εξέταση του θέματος αυτού έχει περιορισμένο σκοπό. Υπό το φως του ύψους του εξ’ αποφάσεως χρέους που καθορίστηκε στην αγωγή αρ. 1913/14 και με γνώμονα ότι πλέον δεν φαίνεται ότι δύναται η προώθηση για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων €709.000 στην παρούσα αγωγή, η επίλυση αυτής της διαφοράς έχει πλέον ως μοναδικό στόχο το καθορισμό του υπόλοιπου ποσού που παραμένει ως οφειλόμενο μετά την πληρωμή του τιμήματος αγοράς ύψους €891.000.  

 

Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται για τα περιορισμένα ζητήματα που έχω συγκεκριμένα θίξει. Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα ζητήματα που έχω κάνει προηγουμένως αναφορά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει δεν φαίνεται ότι μπορούν να προωθηθούν για να εξεταστούν.

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Είναι αρκετό για τις Ενάγουσες να δείξουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015), είναι ότι οι Ενάγοντες έχουν προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Με βάση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, παρέμεινε αναντίλεκτη η θέση των Εναγομένων ότι απέστειλαν στους Ενάγοντες σχετικές ειδοποιήσεις για την πώληση των επίμαχων ακινήτων με πλειστηριασμό. Για σκοπούς της πώλησης τους παρατηρώ ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν διορίσει ιδιώτη επιδότη για την εκτίμηση των υπό εκποίηση επίμαχων ακινήτων και γι’ αυτό οι Εναγόμενοι έδωσαν εντολή σε δύο ιδιώτες εκτιμητές για να προβούν σε τέτοια εκτίμηση τους (Τεκμήρια 10 & 11 ΕΔ Αδάμου). Μέσω απλής μαθηματικής πράξης ο μέσος όρος των εκτιμήσεων τους ανέρχεται στο ποσό που τελικά τα επίμαχα ακίνητα έχουν πωληθεί (€891.000). Επειδή, όπως φαίνεται (Τεκμήριο 15 ΕΔ Αδάμου), όταν διεξήχθη στις 08.07.22 ο πλειστηριασμός δεν υπήρξε προσφοροδότης, οι Εναγόμενοι προχώρησαν οι ίδιοι στην αγορά των εν λόγω ακινήτων δυνάμει του άρθρου 44ΙΑ του Ν.9/1965. Σχετική ενημέρωση προς τους Ενάγοντες για πώληση προτεινόμενης διάθεσης έγινε με επιστολή ημερ. 11.04.23 των Εναγομένων. Με βάση την ενημέρωση η προτεινόμενη διάθεση θα επικυρωνόταν και θα καθίστατο τελική στις 30.04.23, πράγμα που φαίνεται ότι έγινε αν ληφθεί υπόψη ότι αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι εισπράχθηκε το ποσό των €891.000, το οποίο πιστώθηκε προς όφελος των Εναγόντων (Τεκμήριο 2 ΕΔ Ε1 και Τεκμήρια 13 & 14 ΕΔ Αδάμου).

 

Από τα πιο πάνω εκ πρώτης όψεως δεν έχω αντιληφθεί να μη ακολουθήθηκαν από τους Εναγομένους οι διατάξεις του άρθρου 44Δ.

 

Δεν παραγνωρίζω ότι η ορθότητα των εκτιμήσεων αποτελεί σημείο διαφωνίας. Από τη μία οι Ενάγοντες θεωρούν τις εκτιμήσεις των Εναγομένων εσφαλμένες ενώ από την άλλη οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι είναι απόλυτα ορθές. Οι Ενάγοντες θεωρούν πραγματική αγοραία αξία των επίμαχων ακινήτων αυτή που αποτυπώνεται στην εκτίμηση του δικού τους ιδιώτη εκτιμητή που διόρισαν εκ των υστέρων, η οποία φαίνεται να είναι διαφορετική από αυτή που εκτιμήθηκε από τους ιδιώτες εκτιμητές των Εναγομένων. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις σε ένα εξειδικευμένο επιστημονικής φύσεως θέμα.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι στο αρχικό αυτό στάδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να ασχοληθεί με την πλήρη και ενδελεχή εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων που χρειάζονται μαρτυρία εμπειρογνώμονα για να εξηγήσουν το περιεχόμενο επιστημονικών εγγράφων και λεπτομερή νομική επιχειρηματολογία που να υποστηρίζουν τις διαφορετικές επιστημονικές θέσεις των διαδίκων. Το Δικαστήριο καλείται να το πράξει κατά τη δίκη της ουσίας της αγωγής (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Βέβαια η εξέταση του θέματος αυτού έχει περιορισμένο σκοπό. Υπό το φως του ύψους του εξ’ αποφάσεως χρέους που καθορίστηκε στην αγωγή αρ. 1913/14 και με γνώμονα ότι πλέον δεν φαίνεται ότι δύναται η προώθηση για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων €709.000 στην παρούσα αγωγή, η επίλυση αυτής της διαφοράς έχει, επαναλαμβάνω, ως μοναδικό στόχο πλέον το καθορισμό του υπόλοιπου ποσού που παραμένει ως οφειλόμενο μετά την πίστωση του τιμήματος αγοράς ύψους €891.000.

 

Επομένως το ζήτημα αυτό θα κριθεί μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής με ίσες πιθανότητες επιτυχίας και αποτυχίας των θέσεων κάθε μίας πλευράς, χωρίς όμως να έχει οποιαδήποτε σημασία για την ουσία των βάσεων αγωγής.

Επιπλέον οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 44ΙΑ(1) του Ν.9/1965 συγκρούονται με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος. Προβάλλεται η θέση ότι τα έγγραφα υποθήκης δεν περιέχουν όρο που να παρέχει δικαίωμα στον ενυπόθηκο δανειστή να αγοράσει ο ίδιος τα επίμαχα ακίνητα μετά από παρέλευση 6 μηνών από την ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού σε περίπτωση που αυτό πωληθεί, αλλά μόνο πώληση του με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η νομική αρχή της ελευθερίας να συμβάλλεται κάποιος με κάποιον άλλο που προστατεύεται από το πιο πάνω άρθρο του Συντάγματος.

 

Το Δικαστήριο εξετάζει ζήτημα αντισυνταγματικότητας όταν αυτό εγείρεται εξειδικευμένα, με πλήρη λεπτομέρεια και είναι ουσιαστικό για τη διάγνωση της ενώπιον του υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση τα υπογραμμένα έγγραφα υποθήκης παρέχουν δικαίωμα στους Εναγομένους να προβούν σε εκποίηση των επίμαχων ακινήτων (όρος 5 Τεκμήρια 5 & 6 ΕΔ Αδάμου). Οι Εναγόμενοι προσέφυγαν στο ΕΔ Πάφου και εξασφάλισαν σχετικό διάταγμα εκποίησης των εν λόγω υποθηκών. Το διάταγμα που εκδόθηκε παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα. Παράλληλα ο όρος 11 των εγγράφων υποθήκης (τρίτη παράγραφος του όρου 11) επιτρέπει στους Εναγομένους να πωλήσουν τα επίμαχα ακίνητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο περιλαμβανομένου στους ιδίους τους Εναγομένους. Εκ πρώτης όψεως, τα έγγραφα υποθήκης που είναι υπογραμμένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, ένα εκ των οποίων είναι η Ενάγουσα 1 ως τότε η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των εν λόγω ακινήτων, παρέχουν στους Εναγομένους δικαίωμα πώλησης των υποθηκευμένων ακινήτων στους ιδίους. Αυτό φαίνεται να έπραξαν οι Εναγόμενοι.

 

Συνεπώς το επιχείρημα των Εναγόντων δείχνει να είναι εκτεθειμένο.

 

Σε ότι αφορά τη δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα τους για εκμετάλλευση των ακινήτων τα οποία είχαν ενοικιάσει σε εταιρεία έναντι μηνιαίου ενοικίου, για το οποίο παρουσιάστηκε συμφωνητικό έγγραφο ενοικίασης (Τεκμήριο 1 ΕΔ Ε1), παρατηρώ ότι δεν υπήρχε δικαίωμα ενοικίασης τους από τους Ενάγοντες κατά τη διάρκεια που αυτά θα ήταν υποθηκευμένα προς όφελος του τραπεζικού οργανισμού και μετέπειτα των Εναγομένων. Πρόχειρη ανάγνωση του περιεχομένου του όρου 11 των εγγράφων υποθήκης (πρώτη παράγραφος) καθιστά αντιληπτό ότι το συμβαλλόμενο μέρος που είχε δικαίωμα ενοικίασης των εν λόγω ακινήτων ήταν μόνο ο τραπεζικός οργανισμός και μετέπειτα οι Εναγόμενοι, οι οποίοι μπορούσαν να το πράξουν με τα έγγραφα αυτά που η Ενάγουσα 1 υπέγραψε, ως το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, τα οποία τους παρείχαν πληρεξουσιότητα για κάτι τέτοιο έναντι οποιουδήποτε ενοικίου και με οποιουσδήποτε όρους.

 

Εκ πρώτης όψεως, η θέση των Εναγόντων ότι στερήθηκαν του δικαιώματος τους για ενοικίαση των εν λόγω ακινήτων συγκρούεται με το περιεχόμενο των εγγράφων υποθήκης. Σε περίπτωση που φανεί ότι οι Ενάγοντες ενοικίασαν τα ενυπόθηκα ακίνητα σε τρίτα πρόσωπα, αυτό θα παραβίαζε τους όρους των συμφωνητικών εγγράφων υποθήκευσης των ακινήτων. Έχοντας υπόψη μου τη νομική αρχή ότι το μέρος που παρανομεί δεν μπορεί να επωφελείται από την παρανομία του και αυτό το επιχείρημα των Εναγόντων δείχνει να είναι εκτεθειμένο.

 

Οι πιο πάνω σχολιασμοί καθιστούν από πολύ δύσκολη έως αδύνατη τη δυνατότητα εξασφάλισης από τους Ενάγοντες των θεραπειών που ζητούν μέσα από την έκθεση απαίτησης τους.

 

Αν μάλιστα, σε συνάρτηση μ’ αυτά, ληφθεί υπόψη και το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. Ε.203/2013 ημερ. 11.09.19, ECLI:CY:AD:2019:A360 αναφορικά με το καθεστώς ιδιοκτησίας υποθηκευμένων ακινήτων, τότε το έργο των Εναγόντων καθίστανται δυσκολότερο. Στην εν λόγω υπόθεση «οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρίσει, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αγωγή εναντίον των εφεσειόντων με την οποία αξίωναν διάφορα ποσά δυνάμει έγγραφης συμφωνίας παρατραβήγματος, δανείου, εγγυήσεως και ενυπόθηκης εγγύησης. Περαιτέρω, ζητήθηκε εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, διάταγμα κηρύξεως των συμφωνιών ως άκυρων ή ακυρώσιμων, όπως και ακύρωση αριθμού υποθηκών που υφίστανται προς όφελος των εφεσιβλήτων. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 14 Μαΐου 2013, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους εφεσιβλήτους να «προβούν σε οποιεσδήποτε ενέργειες με σκοπό την αποξένωση και/ή πώληση και/ή μεταβίβαση και/ή εκποίηση αριθμών υποθηκών» οι οποίες βαρύνουν ακίνητα, περιουσίας των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν. 14/60), πλην, όμως, απεφάνθη ότι η τρίτη προϋπόθεση ότι, δηλαδή, θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα, δεν πληρείτο.»

 

Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

«Η «παραμονή» της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει, εκ των προτέρων, τεθεί υπό αμφισβήτηση καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.»

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα προαναφερόμενα είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως δεν εμβολιάζουν την εκδοχή των Εναγόντων με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής τους και/ή της εκδοχής των Εναγομένων. Επομένως καταλήγω ότι δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η μη ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης συμπαρασύρει σε αποτυχία και την τρίτη προϋπόθεση.

 

Παρόλα αυτά θα εξετάσω και την τρίτη προϋπόθεση σε περίπτωση ωστόσο που ήθελε κριθεί ότι πληρείται η δεύτερη ικανοποίηση.

 

Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.

 

Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) (1983) 1 W.L.R. 1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτή η αναφορά της Ενάγουσας 1 (§7 ΕΔ Ε1) για προφορική ενημέρωση που πριν από μερικούς μήνες είχε από διευθυντές εταιρείας ότι προσπαθούν να ολοκληρώσουν αγορά των εν λόγω ακινήτων (C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιΐα «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785) και υποθέσουμε ότι ο κίνδυνος αποξένωσης των επίμαχων ακινήτων είναι υπαρκτός, δεν δημιουργούνται αυτόματα συνθήκες αδυναμίας ικανοποίησης δικαστικής απόφασης εάν και εφόσον εκδοθεί προς όφελος των Εναγόντων.

 

Μπορεί να λεχθεί ότι οι αξιώσεις στην παρούσα υπόθεση είναι χρηματικής φύσεως. Εξ ου και επιδιώκεται η επιδίκαση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων. Το διάταγμα που ζητείται αφορά ενυπόθηκα ακίνητα. Κάθε ακίνητο έχει συγκεκριμένη αξία. Τα ακίνητα της παρούσας αγωγής έχουν εκτιμηθεί. Συνεπώς η όποια ζημιά υποστούν οι Ενάγοντες σε περίπτωση απώλειας των επίμαχων ακινήτων μπορεί εύκολα να υπολογιστεί σε χρήμα. Η δυνατότητα επιδίκασης αποζημιώσεων στους Ενάγοντες που μπορεί οι ίδιοι να διεκδικήσουν εις βάρος των Εναγομένων, εάν και εφόσον τα εν λόγω ακίνητα πωληθούν σε τρίτο άτομο πριν από την εκδίκαση της αγωγής και έκδοσης δικαστικής απόφασης, δείχνει ότι η προοπτική αυτή αποτελεί ικανοποιητική θεραπεία. Η δε δυνατότητα υπολογισμού τέτοιας τυχόν ζημιάς που θα υποστούν οι Ενάγοντες δεν την καθιστά ανεπανόρθωτης φύσεως.

 

Την ίδια στιγμή δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι Εναγόμενοι είναι οικονομικά αφερέγγυος οργανισμός. Κανένα συγκεκριμένο στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να φανερώνει ότι οι Εναγόμενοι είναι ανίκανοι να αποζημιώσουν τους Ενάγοντες σε περίπτωση που τους προκαλέσουν βλάβη υπό την έννοια που έχει εξηγηθεί πιο πάνω αν επιτύχουν στην αγωγή τους που στρέφεται εναντίον των Εναγομένων. Από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού δεν αναδεικνύεται ζήτημα αφερεγγυότητας ή οικονομικής ανεπάρκειας/κινδύνου σχετικά με τους Εναγομένους. Ούτε και έχει εξηγηθεί στην ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 1 πως η πλευρά των Εναγόντων θεωρεί ότι προκύπτει τέτοιο θέμα. Από την άλλη, τα στοιχεία που οι Εναγόμενοι παραθέτουν για την οικονομική τους κατάσταση είναι σαφή, διαφωτιστικά και ομιλούν από μόνα τους (§22 & Τεκμήριο 19 ΕΔ Αβραάμ). Δεν βλέπω πως θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.

 

Ενισχυτικά μπορεί να λεχθεί ότι τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί στην υπόθεση αυτή σε συνδυασμό με το προαναφερόμενο σκεπτικό και ευρύτερα το πνεύμα της απόφασης στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd (πιο πάνω) δεν καθιστούν απαραίτητη την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων για την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε περίπτωση που μεταγενέστερα η αγωγή των Εναγόντων πετύχει.

 

Συνεπώς κρίνω ότι δεν ικανοποιείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση.

 

Σε ότι αφορά τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.6, θεωρώ ότι αυτές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής. Η έκδοση δικαστικών διαταγμάτων εκποίησης των επίμαχων ακινήτων σε συνάρτηση με τη διεκδίκηση από μέρους των Εναγόντων γενικών και ειδικών αποζημιώσεων αναφορικά με τη διενέργεια πλειστηριασμού και την διάθεση τους, είναι παράγοντες που υποστηρίζουν το σκεπτικό αυτό. Το άρθρο 4 δεν παρείχε από μόνο του δυνατότητα για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων (Papapetrou Bros Ltd v. Παπαπέτρου (2003) 1 Α.Α.Δ. 741). Οι πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60 είναι αυτές που διέπουν το ζήτημα και έχουν εξεταστεί. Ακόμη όμως και αν λεχθεί ότι τα επίμαχα ακίνητα αποτελούν αντικείμενο αγωγής και επομένως οι πρόνοιες του άρθρου 4 εφαρμόζονται, η έκδοση των δικαστικών διαταγμάτων εκποίησης τους, η πορεία διάθεση τους, η παραχώρηση στους Εναγομένους συμβατικού δικαιώματος αγοράς τους από τους ιδίους βάση των εγγράφων υποθήκης, το σκεπτικό της απόφασης Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd (πιο πάνω), η απεμπόληση του δικαιώματος ενοικίασης τους μέσα από τα έγγραφα υποθήκης, η αξίωση/επιδίωξη για επιδίκαση αποζημίωσης που εκλαμβάνεται ως αναγνώριση από μέρους των Εναγόντων ότι πρόκειται για επαρκή θεραπεία και συνάμα η δυνατότητα παροχής τέτοιων αποζημιώσεων ως επαρκούς θεραπείας, είναι παράγοντες με τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Ενάγοντες δεν διαθέτουν πλέον συμφέρον επί των επίμαχων ακινήτων ώστε να λεχθεί ότι η μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα τους επηρεάσει δυσμενώς σε περίπτωση απώλειας τους εντός της έννοιας που αποδίδεται από τις πρόνοιες του Κεφ.4.

 

Έπεται ότι οι λόγοι ένστασης αρ. 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 11 (στο βαθμό και την έκταση που έχει σχολιαστεί), 16, 18 και 19 επιτυγχάνουν.

 

Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης παρέλκει η εξέταση του κριτηρίου του ισοζυγίου της ευχέρειας (17ος λόγος ένστασης).

 

Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων, η υπό κρίση αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2, 39.4(1)(α) και 39.7 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, τα οποία έχουν υπολογιστεί σε €1.582 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €1.531, επιδικάζονται υπέρ των Εναγoμένων 1 & 2/Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2 και εναντίον των Εναγόντων 1 & 2/Αιτητών 1 & 2. Τα έξοδα να καταβληθούν αμέσως. Η πληρωμή των εξόδων αποτελεί προϋπόθεση για τους Ενάγοντες για την προώθηση της παρούσας αγωγής και/ή οποιασδήποτε συναφούς διαδικασίας σε σχέση με την υπόθεση τους και προς τούτο απαιτείται από μέρους τους η κατάθεση στο Πρωτοκολλητείο μέσω I-Justice σχετικής απόδειξης πληρωμής στους Εναγομένους/είσπραξης από τους Εναγομένους των πιο πάνω δικηγορικών εξόδων. 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο