ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2339/2023

 

Δημοκρατία

 

v.

 

                                                              1. K.K.

                                                              2. Y.S.

                                                              3. S.M.

                                                              4. M.A.

                                                              5. L.K.

Κατηγορούμενων

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή:  κα Ε. Παπαλοίζου, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Δ. Τσολακίδης

Για τον Κατηγορούμενο 2: κα Θ. Λουκά για κ. Η. Στεφάνου

Για τον Κατηγορούμενο 3: κα Μ. Νεοφύτου (για ν’ ακούσει απόφαση ο κ. Χ. Χ’’Ελευθερίου)

Για τους Κατηγορούμενους 4 και 5: κ. Π. Λοίζου (για ν’ ακούσει απόφαση ο κ. Δ. Τσολακίδης)

Κατηγορούμενοι 1-5: παρόντες

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη Εντός Δίκης Αρ.1)

 

Όταν ο Λοχ. 3051 Θ.Λ., Μ.Κ.2 στην κυρίως δίκη, επιχείρησε στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα παρειακά επιχρίσματα που λήφθηκαν από τους Κατηγορούμενους 4 και 5, ο συνήγορος των τελευταίων έφερε ένσταση στην κατάθεσή τους και ζήτησε όπως διεξαχθεί δίκη εντός δίκης.  H ένσταση συνίστατο στο ότι τα συγκεκριμένα παρειακά επιχρίσματα λήφθηκαν χωρίς να προηγηθεί η λήψη συγκατάθεσης από τους Κατηγορούμενους 4 και 5 και ότι ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση των προνοιών των άρθρων 2 και 3 του Ν. 138(1)/2001[1], του άρθρου 25(1)(α) του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(1)2004 και του άρθρου 15 του Συντάγματος (όλων των πιο πάνω μαζί ή ξεχωριστά).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, συμφώνησε στη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης για την επίλυση του πιο πάνω ζητήματος και το Δικαστήριο, με σχετική ενδιάμεση απόφασή του, διέταξε τη διεξαγωγή της για να διαπιστωθούν οι συνθήκες λήψης των παρειακών επιχρισμάτων και για ν’ αποφασιστεί βεβαίως κατά πόσο τα πιο πάνω αντικείμενα θα γίνουν αποδεκτά ως μαρτυρία.

 

Στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε έναν μάρτυρα και συγκεκριμένα τον ρηθέντα Λοχ. 3051 Θ.Λ.. Η πλευρά των Κατηγορουμένων 4 και 5 δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Η Μαρτυρία

 

O Λοχ. 3051 Θ.Λ. (στο εξής ο μάρτυρας), υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του ημερ. 4.9.2023 [Έγγραφο Α(ΔΔ1)], όπου αναφέρει ότι στις 4/9/2023 έλαβε από όλους τους Κατηγορούμενους τα παρειακά τους επιχρίσματα για την υπό διερεύνηση υπόθεση βιασμού[2]. Ως εξήγησε περαιτέρω, οι Κατηγορούμενοι τελούσαν υπό κράτηση, αφού είχε εκδοθεί εναντίον τους διάταγμα προφυλάκισης την ίδια μέρα[3] και ακολούθως μεταφέρθηκαν όλοι στα γραφεία του ΤΑΕ στο Παραλίμνι, όπου τους ζήτησε να δώσουν παρειακά επιχρίσματα, αποτυπώματα και φωτογραφίες. Όταν το ζήτησε, τους ανάφερε ότι μπορούν ν’ αρνηθούν, όμως αυτοί απάντησαν θετικά και επέλεξαν να του δώσουν, οπότε προέβη στη λήψη των επιχρισμάτων. Ο μάρτυρας εξήγησε δε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και υπέδειξε τις υπογραφές των Κατηγορούμενων 4 και 5 στους φακέλους όπου τοποθετήθηκαν οι δειγματοληψίες (οι οποίες υπογραφές καλύπτουν και την κολλητική ταινία με την οποία σφραγίστηκαν οι φάκελοι), ανέφερε δε ότι οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 δεν έφεραν κάποια αντίρρηση.

 

Αντεξεταζόμενος, ανάφερε ότι προτού λάβει τα παρειακά επιχρίσματα των Κατηγορούμενων 4 και 5, απευθύνθηκε σε όλους τους Κατηγορούμενους, μία μόνο φορά, στην αγγλική γλώσσα, αναφέροντας τους συγκεκριμένα τα εξής: «I want to get samples of DNA, finger prints and photos, you can refuse to give samples of DNA, finger prints and photos». Αυτοί του απάντησαν θετικά «Ok» και προχώρησε στη λήψη. Σύμφωνα με το μάρτυρα, οι Κατηγορούμενοι αντιλήφθηκαν πλήρως τα δικαιώματα τους και είχε τη συναίνεση τους με βάση τον περί Αστυνομίας Νόμο, οπότε θεωρεί πως μπορούσε να προχωρήσει στη λήψη.  Ήταν δε η θέση του, ότι με βάση το νόμο δεν απαιτείται γραπτή συναίνεση.

 

Όσον αφορά τη γραπτή συγκατάθεση για δειγματοληψία γενετικού υλικού που του υποδείχθηκε[4], ανέφερε αρχικά ότι αφορά πρόσωπο που δεν συνελήφθη, ενώ στη συνέχεια σε υποβολή πως πρόκειται για πρόσωπο που τελούσε υπό σύλληψη, απάντησε ότι δεν το γνωρίζει.  Εν πάση περιπτώσει, όπως ανέφερε περαιτέρω, το συγκεκριμένο έντυπο αποτελεί στερεότυπο έντυπο το οποίο έχουν για λήψη παρειακών επιχρισμάτων και που συνήθως χρησιμοποιείται σε πρόσωπα τα οποία δεν συνελήφθησαν. Ο ίδιος δεν λαμβάνει γραπτή συγκατάθεση όταν κάποιος τελεί υπό κράτηση.

 

Ήταν επίσης η θέση του, ότι οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 αντιλαμβάνονταν πολύ καλά την αγγλική γλώσσα και αναφέρθηκε στις οδηγίες που τους έδινε στα αγγλικά κατά τη φωτογράφιση τους, στις οποίες ανταποκρίνονταν πλήρως. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν χρειάστηκε να φέρει μεταφραστή.  Ως προς το γεγονός ότι υπήρχε μεταφραστής κατά τη λήψη των καταθέσεων τους, ήταν επειδή σε αυτή την περίπτωση ένιωθαν καλύτερα να δώσουν την κατάθεση στη μητρική τους γλώσσα.

 

Στις τελικές υποβολές που του έγιναν ότι δεν επεξηγήθηκε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 το δικαίωμα τους ν’ αρνηθούν, ούτε τους επεξηγήθηκε

 

ότι πιθανώς η μαρτυρία που έλαβε, θα χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον τους, απάντησε ότι τους επεξηγήθηκαν πλήρως τα δικαιώματα τους.

 

Τονίζουμε ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας το σύνολο της μαρτυρίας του αναφερόμενου μάρτυρα. Επίσης, θέσαμε ενώπιον μας τα όσα ανέφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους και θα σταθούμε σ’ αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Αξιολόγηση της μαρτυρίας

 

Προτού προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον μας, σημειώνουμε πως η δίκη εντός δίκης είναι αυτοτελής διαδικασία. Κρίνεται στη βάση της μαρτυρίας που ακούστηκε εντός αυτής και μόνο, και δεν υπάρχει δυνατότητα αξιολόγησης σε αυτή, μαρτυρίας που έχει προσαχθεί στην κυρίως δίκη για να καταλήξει ένα Δικαστήριο σε ευρήματα (βλ. Αστυνομία ν. Ησαΐα, άλλως Μπλάκκη (1997) 2 Α.Α.Δ. 177).

 

Περαιτέρω σημειώνουμε πως θα προσεγγίσουμε τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί στη δίκη εντός δίκης προκειμένου ν’ αποφασίσουμε τα επίδικα θέματα, έχοντας πάντα κατά νου, ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ειδικότερα, των Κατηγορουμένων. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει περιορισμούς στο σχολιασμό της μαρτυρίας, αλλά και στη διατύπωση ευρημάτων (βλ. Ioannides v. The Republic (1968) 2 Α.Α.Δ. 169 και Petri v. The Police (1968) 2 Α.Α.Δ. 40). Συνεπώς, η αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα γίνει υπό το φως της Νομολογίας και θα περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα ώστε να καλυφθούν με επάρκεια οι ανάγκες των επιδίκων θεμάτων που τέθηκαν στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης και τίποτε άλλο (βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 268/2015, ημερ. 13.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:B534[5].

 

Έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη ενδελέχεια τη μαρτυρία του μάρτυρα που κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και αποτελεί διαπίστωση μας ότι αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα της λήψης των παρειακών επιχρισμάτων των Κατηγορουμένων 4 και 5, ανέφερε τις ενέργειες του με σαφήνεια και θετικότητα. Παρέμεινε δε απόλυτα σταθερός στις θέσεις του ως προς το τί ανέφερε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 πριν λάβει τα παρειακά τους επιχρίσματα, ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια λήψης τους αλλά και ως και προς το τί έπραξε μετά την ολοκλήρωση της λήψης τους.  Δεν υπέπεσε δε σε οποιαδήποτε αντίφαση επί των ζητημάτων αυτών.  Σε σχέση τώρα με το ζήτημα της συνεννόησης του με τους Κατηγορούμενους 4 και 5 στην αγγλική γλώσσα και τις θέσεις της υπεράσπισης ότι, αφενός δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τις γλώσσες που μιλά ο μάρτυρας και αφετέρου ότι οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 δεν κατανοούν την αγγλική γλώσσα, εξ ου και η δικαστική διαδικασία διεξάγεται με τη βοήθεια μεταφραστή στην αραβική γλώσσα, που είναι η μητρική γλώσσα των Κατηγορούμενων, σημειώνουμε τα εξής.   

 

Κατ’ αρχάς πρέπει να λεχθεί πως κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω της αντεξέτασης η γνώση της αγγλικής γλώσσας από το μάρτυρα, ενώ αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι αυτός απευθύνθηκε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 στην αγγλική γλώσσα με το λεκτικό που ανέφερε. Περαιτέρω δεν θεωρούμε πως η συνταγματικώς κατοχυρωμένη επιλογή των Κατηγορουμένων 4 και 5 σε διερμηνεία στη μητρική τους γλώσσα κατά τη δικαστική διαδικασία, που είναι μια χρονοβόρα και αναμφίβολα πιο πολύπλοκη διαδικασία, αποκλείει αυτόματα και τη δυνατότητα από μέρους τους να συνεννοούνται ή και ν’ αντιλαμβάνονται την αγγλική γλώσσα, στον πολύ περιορισμένο βαθμό που απαιτείτο για τους σκοπούς της διαδικασίας λήψης συγκατάθεσης. Στην προκειμένη δε περίπτωση ο μάρτυρας με αναφορά στην όλη επικοινωνία που είχε με τους Κατηγορούμενους 4 και 5 στην αγγλική γλώσσα, εξήγησε με τρόπο πειστικό γιατί έκρινε πως για τον περιορισμένο σκοπό που αφορούσε τη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων, οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 ήταν σε θέση να αντιληφθούν τί τους έλεγε.   Συνεπώς και στο στάδιο αυτό δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι οι Κατηγορούμενοι 4 και 5, στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης των παρειακών τους επιχρισμάτων, αντιλήφθηκαν τι τους είχε λεχθεί από το μάρτυρα και τι τους ζητήθηκε να πράξουν, και ότι ακριβώς με την απάντηση τους δήλωναν ότι συμφωνούν στο να προχωρήσει η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων τους. Εξάλλου, ο μάρτυρας έλαβε δύο δειγματοληψίες από τον καθένα ήτοι από την αριστερή και δεξιά παρειά, αφού προφανώς άνοιξαν το στόμα τους για το σκοπό αυτό, χωρίς ποτέ οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 να φέρουν κάποια αντίσταση, ενώ στη συνέχεια τους ζητήθηκε και αυτοί υπόγραψαν στους φακέλους όπου τέθηκαν οι δειγματοληψίες.  

 

Επομένως, στη βάση των ανωτέρω, αποδεχόμαστε τα γεγονότα που αφορούν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκαν από τους Κατηγορούμενους 4 και 5 τα παρειακά τους επιχρίσματα, ως αυτά έχουν αναφερθεί από το μάρτυρα. Συναφώς, βρίσκουμε ότι στις 4.9.2023 και ενω οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 τελούσαν υπό κράτηση με βάση διάταγμα προφυλάκισης που εκδόθηκε από το Ε. Δ. Αμμοχώστου, σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 1 (ΔΔ1), ο μάρτυρας τους ζήτησε να δώσουν, μεταξύ άλλων, παρειακά επιχρίσματα. Συγκεκριμένα, τους ανέφερε στα αγγλικά τα εξής: «I want to get samples of DNA, finger prints and photos, you can refuse to give samples of DNA, finger prints and photos».  Οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 τότε απάντησαν θετικά, λέγοντας «Οκ» και προχώρησε στη λήψη τους. Οι δειγματοληψίες τοποθετήθηκαν σε φακέλους και οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 έθεσαν τις υπογραφές τους στους φακέλους και στην κολλητική ταινία με την οποία σφραγίστηκαν οι φάκελοι. Οι τελευταίοι, σε κανένα σημείο της διαδικασίας που αναφέρθηκε, δεν έφεραν κάποια αντίσταση.

 

Διευκρινίζουμε όμως εδώ, ότι η αναφορά του μάρτυρα πως μπορούσε να προχωρήσει στη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων των Κατηγορούμενων 4 και 5, έχοντας προφορικά τη συναίνεση τους, και ότι δεν χρειαζόταν γραπτή συναίνεση, καθώς επίσης και ότι επεξηγήθηκαν στους εν λόγω Κατηγορούμενους πλήρως τα δικαιώματα τους, αποτελεί τη δική του γνώμη, η οποία δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Σε σχέση με τα συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία θεωρούμε ότι είναι άμεσα συνυφασμένα με τους λόγους ένστασης που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, εναπόκειται στο Δικαστήριο ν’ αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία σε συν/άρτηση με τις επίμαχες διατάξεις και να εκφέρει τη δική του κρίση γι’ αυτά.      

 

Νομική Πτυχή

 

Κατ’ αρχάς, πριν αναφερθεί οτιδήποτε άλλο, είναι θεωρούμε τούτο το κατάλληλο σημείο για ν’ αναφέρουμε ότι το Δικαστήριο, εκδίδοντας την ενδιάμεση απόφαση του για τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, έχει καθορίσει αυστηρώς το πλαίσιο της, όπως επιτάσσει η νομολογία. Ο καθορισμός του πλαισίου έγινε βεβαίως στη βάση του περιεχομένου της ένστασης και των όσων σχετικά αναφέρθηκαν από το συνήγορο των Κατηγορούμενων 4 και 5.  Με αυτά υπόψη, σημειώνουμε την πάγια νομολογημένη αρχή ότι μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο θα επιτρέψει παρέκκλιση από τους λόγους που δηλώθηκαν αρχικώς ως επίδικοι[6]. Εν προκειμένω, ο συνήγορος των Κατηγορούμενων με την αγόρευση του, εισηγήθηκε όπως το Δικαστήριο εξετάσει και λόγους πέραν του τεθέντος πλαισίου και δη παραβιάσεις και άλλων τυχόν συνταγματικών δικαιωμάτων των Κατηγορουμένων, ανεξαρτήτως αν ηγέρθησαν ρητώς στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης.  Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Ο συνήγορος δεν έδωσε καμία πειστική εξήγηση για την προτεινόμενη ουσιαστικά επέκταση του πλαισίου που καθορίστηκε, ούτε παρέπεμψε σε νομολογία που να υποστηρίζει τη θέση του.  Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε πως υιοθέτηση της θέσης αυτής θα έθετε την Κατηγορούσα Αρχή σε δυσμενή θέση.  Από τη στιγμή που όλη η διαδικασία κινήθηκε στη βάση του συγκεκριμένου πλαισίου που καθορίστηκε και η αγόρευση της συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής απαντά στοχευμένα στους συγκεκριμένους λόγους ένστασης που τέθηκαν, δεν νοείται εκ των υστέρων, χωρίς καμμία προειδοποίηση και, κυρίως, χωρίς δικαστική κρίση για επέκταση του πλαισίου της δίκης εντός δίκης, να τίθενται άλλα, επιπρόσθετα ζητήματα. 

 

Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τους λόγους ένστασης και το πλαίσιο που καθορίστηκε από το Δικαστήριο, προχωρούμε στην εξέταση της ένστασης. Με δεδομένο δε ότι η ένσταση περιστρέφεται γύρω από την ισχυριζόμενη παρανομία που περιβάλλει τη λήψη της επίμαχης μαρτυρίας, αρχίζουμε λέγοντας πως αποτελεί καθιερωμένη αρχή, πως σε κάθε περίπτωση είναι υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής ν’ αποδείξει θετικά και πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι στοιχεία μαρτυρίας που επιχειρεί να προσκομίσει στο Δικαστήριο δεν μολύνονται από αντισυνταγματική, παράνομη ή άλλως πως, επιλήψιμη ενέργεια ή παράλειψη της Αστυνομίας.  Τονίζεται δε εδώ, ότι σύμφωνα με τη Νομολογία, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Έτσι, μαρτυρία, η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει ως αποτέλεσμα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, τα οποία κατοχυρώνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, αποκλείεται ως μαρτυρία, άσχετα με την αποδεικτική της αξία και το σκοπό για τον οποίο λήφθηκε[7]. Απεναντίας, σε περίπτωση που η μαρτυρία εξασφαλίζεται όχι κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, αλλά κατά παράβαση Νόμου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια αποδοχής της, υπό κάποιες προϋποθέσεις[8].  Για το ζήτημα της παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, παραπέμπουμε και στο σύγγραμμα Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Β’ Έκδοση, σελ. 758 επ.

 

Επίκεντρο της εισήγησης της υπεράσπισης ήταν βέβαια το άρθρο 25(1)(α) του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(1)/2004, το οποίο υπό τον τίτλο «Μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα κ.λπ. προσώπων που τελούν υπό νόμιμη κράτηση» προνοεί τα εξής:

 

« 25.- (1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:

 

(α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί. »

 

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Σε σχέση με το άρθρο 25 (1) ανωτέρω, στην υπόθεση Γρηγορίου v Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 364 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

« Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι οι οδηγίες για τη λήψη του γενετικού υλικού, δόθηκαν από τον υπαστυνόμο Φιλίππου και ότι οι αστυνομικοί Σιμιλλίδης και Τσεκούρας ενήργησαν με βάση τις εν λόγω οδηγίες δηλαδή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 25(1) του νόμου. Η λήψη τέτοιου υλικού επιτρέπεται με βάση το νόμο για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Έπεται πως η αστυνομία νομιμοποιείται στη λήψη γενετικού υλικού είτε με τη συγκατάθεση του ατόμου είτε με διάταγμα του δικαστηρίου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί τούτο για το υπό διερεύνηση αδίκημα. Στην προκείμενη περίπτωση, το γενετικό υλικό λήφθηκε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα αφού του είχε εξηγηθεί ότι τελούσε υπό διερεύνηση το συγκεκριμένο αδίκημα για το οποίο θεωρείτο ύποπτος. Η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής και δεν αφήνει αμφιβολία ότι τηρουμένων των προϋποθέσεων που ο νόμος προβλέπει, μπορεί να ληφθεί γενετικό υλικό ατόμου για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Η γραπτή συγκατάθεση του εφεσείοντα περιέχεται σε στερεότυπο έγγραφο που συνήθως χρησιμοποιείται από την αστυνομία και καθόλου δεν διαψεύδει τη μαρτυρία των Σιμιλλίδη και Τσεκκούρα οι οποίοι προφορικά εξήγησαν στον εφεσείοντα ποια ήταν τα υπό διερεύνηση αδικήματα για τα οποία θα λαμβανόταν το γενετικό του υλικό. »

 

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Από το εν λόγω άρθρο προκύπτει λοιπόν πως, (μεταξύ άλλων) παρειακά επιχρίσματα θα πρέπει πρώτον να ληφθούν ή να δοθούν οδηγίες προς λήψη τους από μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο, δεύτερον το πρόσωπο να τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή σε αστυνομική επιτήρηση, τρίτον η λήψη να είναι αναγκαία για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος και τέταρτον το εν λόγω πρόσωπο να δώσει τη συναίνεση του και στην απουσία τούτης να εξασφαλιστεί διάταγμα Δικαστηρίου.

 

Βέβαια έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην υπόθεση Κωνσταντίνου v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 547, κρίθηκε ως αβάσιμη η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα εδραζόμενη επί του άρθρου 25 ανωτέρω, ότι ο εφεσείων έπρεπε να τεθεί υπό νόμιμη κράτηση για να ληφθούν από αυτόν αποτυπώματα. Όπως αναφέρθηκε:

 

«Η πιο πάνω πρόνοια σαφώς προνοεί ότι είναι δυνατή η λήψη διαφόρων αποτυπωμάτων από ένα πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση.  Αυτή η πρόνοια προστατεύει τα μέλη της αστυνομίας αλλά και τους ίδιους τους ύποπτους. Δεν αποκλείεται, όμως, να ληφθεί αποτύπωμα από πρόσωπο που δεν τελεί υπό νόμιμη κράτηση υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δίδει οικειοθελώς τη συγκατάθεση του, όπως έγινε εδώ. Το Άρθρο 25 του Νόμου, δεν αποκλείει αυτή τη δυνατότητα. »

 

Περαιτέρω από τη νομολογία είναι σαφές πως η μη λήψη του δείγματος από πρόσωπο που έχει τη θέση του Λοχία δεν οδηγεί άνευ ετέρου στον αποκλεισμό της μαρτυρίας αυτής (βλ. Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποιν.Έφ.268/2015, ημερ. 12/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B534).

 

Στην προκειμένη βέβαια περίπτωση αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός πως ο μάρτυρας που αποφάσισε και διενήργησε τη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων των Κατηγορουμένων 4 και 5 είχε το βαθμό του Λοχία και ότι οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 κατά τον ουσιώδη χρόνο τελούσαν σε νόμιμη κράτηση δυνάμει διατάγματος προφυλάκισης [βλ. Τεκμήριο 1 (ΔΔ1)]. Επίσης δεν αμφισβητήθηκε ότι η λήψη τους έγινε στο πλαίσιο και με σκοπό τη διερεύνηση των αδικημάτων για τα οποία κρατούντο, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το αδίκημα του βιασμού.

 

Απομένει λοιπόν η τελευταία προϋπόθεση, που επιβάλλει όπως η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων γίνει με τη συναίνεση του υποκειμένου ή δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου εφόσον αυτό δεν συναινεί. Επί τούτου πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής πως είναι αποδεκτό ότι δεν είχε εξασφαλιστεί οποιοδήποτε διάταγμα, αφού θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν πως είχε λάβει τη συναίνεση τους. Είναι επίσης μη αμφισβητούμενο πως για τη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων των Κατηγορούμενων 4 και 5, δεν ζητήθηκε από τους τελευταίους να υπογράψουν γραπτή συγκατάθεση και πως η συναίνεση που, ως η θέση της κατηγορούσας αρχής λήφθηκε, ήταν προφορική.   Επί τούτου σημειώνουμε πως δεν θεωρούμε πως το λεκτικό του Νόμου απαιτεί, χωρίς άλλο, όπως η λήψη της συγκατάθεσης γίνει γραπτώς. Μελέτη του πιο πάνω άρθρου 25 (1) (α), κατά την κρίση μας καταδεικνύει πως είναι αρκετό να λαμβάνεται προφορικά η συναίνεση του προσώπου από το οποίο θα ληφθούν παρειακά επιχρίσματα. Εν πάση περιπτώσει, φρονούμε πως εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να δίνεται γραπτώς η συναίνεση, θα το έλεγε ρητά. 

 

Επανερχόμενοι τώρα στις θέσεις της υπεράσπισης των Κατηγορουμένων 4 και 5, παρατηρούμε πως εν πρώτοις προωθήθηκε η θέση ότι ο μάρτυρας δεν τους έδωσε γραπτό έντυπο συγκατάθεσης για να μην αντιληφθούν ότι είχαν δικαίωμα να αρνηθούν και πως ακόμα και αν τους ανέφερε τα όσα ισχυρίστηκε προφορικά, το έπραξε ομιλώντας την αγγλική γλώσσα, την οποία οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 δεν αντιλαμβάνονται.  Όμως, εν προκειμένω, αποτέλεσε κατάληξή μας ότι ο μάρτυρας έλαβε από τους Κατηγορούμενους 4 και 5 παρειακά επιχρίσματα με τον τρόπο που περιέγραψε, αφού προηγουμένως τους ενημέρωσε πως είχαν δικαίωμα να αρνηθούν και αυτοί δήλωσαν ότι συμφωνούν, ενώ για λόγους που επίσης επεξηγήσαμε ανωτέρω οι εν λόγω Κατηγορούμενοι ήταν σε θέση να αντιληφθούν τα όσα, περιορισμένα, τους ανέφερε ο μάρτυρας στο πλαίσιο αυτό.  

 

Ήταν βέβαια, περαιτέρω, θέση της υπεράσπισης πως ακόμα και αν το Δικαστήριο ήθελε αποδεχθεί ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως τα περιέγραψε ο μάρτυρας και πως οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 αντιλήφθηκαν τα όσα αυτός τους ανέφερε και πάλι η συναίνεσή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη και κατ΄ επέκταση ως ικανοποιούσα τη σχετική προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 25(1)(α) του Ν,73(1)/2004.  Και τούτο διότι, όπως υποστηρίχθηκε, με αναφορά και στη σχετική νομολογία, για να είναι έγκυρη η συναίνεση κάποιου προσώπου που στην ουσία απεμπολεί κάποιο συνταγματικό δικαίωμα του, θα πρέπει να έχει προηγουμένως πληροφορηθεί και αντιληφθεί αφενός ότι αποτελεί δικαίωμά του να αρνηθεί να συγκατατεθεί και αφετέρου τις συνέπειες της τυχόν συναίνεσής του και δη πως ό,τι προκύψει θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του. Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν η θέση της υπεράσπισης πως ο μάρτυρας ανέφερε ρητώς τί είπε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 και σε αυτά δεν περιλαμβανόταν καμμιά αναφορά ως προς τις συνέπειες της τυχόν παραχώρησης της συναίνεσης τους και επομένως η πληροφόρηση τους ήταν ελλιπής. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 έδωσαν έγκυρη συναίνεση, εν τη εννοία του Νόμου.  Επομένως και με δεδομένο το αναντίλεκτο γεγονός πως δεν εξασφαλίστηκε ούτε οποιοδήποτε σχετικό διάταγμα, προκύπτει πως τα παρειακά τους επιχρίσματα λήφθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 25(1)(α) του Περί Αστυνομίας Νόμου, παράβαση όμως η οποία, κατά την Υπεράσπιση, συνεπάγεται και παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος[9] και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ[10], μη αφήνοντας διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποδεχθεί την εν λόγω μαρτυρία.

 

Αρχίζοντας την εξέταση του ζητήματος, αφετηρία θα πρέπει να αποτελέσει το τί συνιστά έγκυρη συναίνεση στο πλαίσιο αυτό.  Επί τούτου αναφορά θα πρέπει να γίνει στην υπόθεση  ΧΧΧ Γεωργίου v Δημοκρατίας κ.α., Ποιν. Εφ. 105/19 (Σχ. με 118/19 και 119/19), ημερ. 21/6/21, στην οποία συζητήθηκε η έννοια της συναίνεσης, όταν η παραχώρηση της ισοδυναμεί με παραίτηση από συνταγματικό δικαίωμα[11].   

 

Πιο συγκεκριμένα αναλύθηκε η προσέγγιση που ακολουθείται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, σε αντιδιαστολή με την προσέγγιση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών [βλ. Schneckloth vBustamonte, 412 U.S. 218 (1973)]. Επισημάνθηκε δε στην εν λόγω απόφαση Γεωργίου (ανωτέρω) ότι η καναδική προσέγγιση, διαφέρει από την προσέγγιση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Schneckloth όπου, ως επεξηγείται, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α διακρίνοντας, ουσιαστικά, μεταξύ των διαφόρων συνταγματικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα, έκρινε ότι το κριτήριο της παραίτησης - το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ισχύει στον Καναδά - εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που τα εμπλεκόμενα δικαιώματα αφορούν το δίκαιο της διαδικασίας της δίκης (trial process) - το δικαίωμα της σιωπής και της πρόσβασης σε δικηγόρο - στη διασφάλιση του οποίου δεν αποβλέπει η Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος παρά μόνο στην ιδιωτική ζωή των ατόμων. Όπως τέθηκε το θέμα στην Schneckloth:

 

 «Almost without exception, the requirement of a knowing and intelligent waiver has been applied only to those rights which the Constitution guarantees to a criminal defendant in order to preserve a fair trial…

 

[….]

 

The Constitution requires that every effort be made to see to it that a defendant in a criminal case has not unknowingly relinquished the basic protections that the Framers thought indispensable to a fair trial.

 

The protections of the Fourth Amendment are of a wholly different order, and have nothing whatever to do with promoting the fair ascertainment of truth at a criminal trial. Rather, as Mr. Justice Frankfurter's opinion for the Court put it in Wolf v. Colorado, 338 U.S. 25, 27 , the Fourth Amendment protects the "security of one's privacy against arbitrary intrusion by the police . . . .»

 

Για να καταλήξει το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γεωργίου (ανωτέρω) να υιοθετήσει  την καναδική προσέγγιση, λέγοντας πως το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

« Η συναίνεση του ενοίκου μιας κατοικίας, συνεπάγεται παραίτηση από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απαραβίαστου της κατοικίας του. Σε συμφωνία με την καναδική προσέγγιση, θεωρούμε ότι για να είναι η συγκατάθεση έγκυρη και αποτελεσματική προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης επιλογής μεταξύ του να επιτρέψει ο ένοικος την είσοδο ή να την αρνηθεί.  Η οποιαδήποτε επιλογή έχει νόημα μόνο αν ο ένοικος γνωρίζει για το δικαίωμα του να αρνηθεί και, στην περίπτωση συναινέσεως του, για τις τυχόν συνέπειες από αυτή.  Ιδιαίτερα όταν ο ένοικος θεωρείται ύποπτος για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, απαιτούνται κριτήρια τέτοια που να διασφαλίζουν τη δίκαιη μεταχείριση του στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας και που τον προστατεύουν από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης της συγκατάθεσής του. 

 

Το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, στοχεύει στο να διασφαλιστούν τα συνταγματικά εχέγγυα καθ' όλη την ποινική διαδικασία και συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, μέρος του οποίου είναι και η έρευνα.   

………………

Η συγκατάθεση του εφεσείοντα, λοιπόν, για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική, προϋπόθετε γνώση του δικαιώματος του να αρνηθεί την έρευνα καθώς επίσης των συνεπειών της συγκατάθεσης του.  Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης των δικαιωμάτων του, λόγω άρνησης του να δώσει στοιχεία που του ζητήθηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο μεταγενέστερης έρευνας στο μηχανουργείο του.  Παραγνώρισε, όμως, το Κακουργιοδικείο, ότι πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας στο μηχανουργείο και μετά από την υπό αναφορά έρευνα, ο εφεσείων πληροφορήθηκε από την Αστυνομία για τα δικαιώματα του και υπέγραψε σχετικό έντυπο το οποίο τιτλοφορείται «ΓΡΑΠΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ». Σε αυτό περιλαμβάνεται και η δήλωση «Πληροφορήθηκα ότι δεν είμαι υπόχρεος/η να δώσω τέτοια συγκατάθεση, εκτός αν θέλω και οτιδήποτε βρεθεί μπορεί να δοθεί ως μαρτυρία στο Δικαστήριο». Επομένως, δεν θεωρούμε ότι η άρνηση του εφεσείοντα στο μηχανουργείο προσφέρεται για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τη γνώση του κατά το χρόνο της έρευνας στην οικία του εφεσείοντα, η οποία προηγήθηκε. 

…………….

Καταλήγουμε, λοιπόν ότι από τα περιστατικά της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι ο εφεσείων γνώριζε για το δικαίωμα του να αρνηθεί την έρευνα της οικίας του και για τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσής του κατά την εξέλιξη της υπόθεσης.   

 

Κρίνουμε, εν κατακλείδι, ότι η έρευνα της οικίας του εφεσείοντα παραβίαζε τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του δυνάμει των Άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος. ……….»

 

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Επομένως από τα πιο πάνω προκύπτει πως για να θεωρείται έγκυρη συναίνεση από πρόσωπο που παραιτείται από συνταγματικό δικαίωμα του, το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να γνωρίζει, αφενός το δικαίωμα του να αρνηθεί και αφετέρου, στην περίπτωση που συναινέσει, τις συνέπειες της συγκατάθεσης του και δη πως ό,τι προκύψει, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του. 

 

Ως προς το εάν η συναίνεση για λήψη παρειακών επιχρισμάτων συνιστά παραίτηση από συνταγματικό δικαίωμα και δη από το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο επικαλέστηκε η υπεράσπιση, σημειώνουμε τα εξής. Στη θεμελιακή απόφαση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, η οποία ασχολήθηκε με την ερμηνεία των άρθρων 15(1) και 17(1) του Συντάγματος, κρίθηκε ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15, καλύπτει ολόκληρο το χώρο που εξ αντικειμένου εμπίπτει στην ιδιωτική λειτουργία του ατόμου. Διακηρύχθηκε δε ότι η διαφύλαξη της ιδιωτικής ζωής και της ελεύθερης επικοινωνίας ως θεμελιωδών ελευθεριών του ατόμου, σκοπεί στην θεμελίωση της αυτονομίας του ατόμου σε τομείς όπου η ανθρώπινη υπόσταση επιτάσσει την αυτοτελή λειτουργία του. Επισημάνθηκε επίσης ότι η άσκηση των εν λόγω συνταγματικών δικαιωμάτων δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό εκτός από αυτούς που τίθενται βάσει νόμου και μόνο για τους σκοπούς που ορίζονται από τις παραγράφους 2 των εν λόγω διατάξεων.

 

Επισημαίνουμε εδώ ότι το άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.  Όπως έχει νομολογηθεί από το ΕΔΑΔ, τόσο η λήψη όσο και η κατακράτηση δειγμάτων γενετικού υλικού συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός προσώπου, εν τη εννοία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Σχετικές με το θέμα αυτό είναι, μεταξύ άλλων, και οι υποθέσεις CASE OF S. AND MARPER v. THE UNITED KINGDOM (Applications nos. 30562/04 and 30566/04), ημερ.4.12.08 και CASE OF DRAGAN PETROVIĆ v. SERBIA (Application no. 75229/10), ημερ.14.4.20, στις οποίες παρέπεμψε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής. 

 

Στην Petrovic ανωτέρω, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων από τον αιτητή συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το νόμο, να γίνεται στο πλαίσιο επιδίωξης ενός νόμιμου σκοπού και να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το Δικαστήριο δε, σ’ εκείνη την περίπτωση, κατέληξε ότι η παρέμβαση που υπήρξε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έγινε σύμφωνα με το νόμο, εν τη εννοία του εδαφίου 2 του άρθρου 8, εφόσον το γεγονός ότι ο αιτητής είχε συγκατατεθεί να δώσει δείγμα ήταν άνευ σημασίας, από τη στιγμή που η συγκατάθεση του ουσιαστικά δεν δόθηκε ελεύθερα. Σημειώνουμε ότι στην απόφαση γίνεται αναφορά και σε υπόθεση με κυπριακό ενδιαφέρον και συγκεκριμένα στην υπόθεση Cakicisoy και άλλοι v. Cyprus (dec.), no. 6523/12, §§ 50 και 51, 23.9.2014, όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παρέμβαση και παραβίαση του άρθρου 8, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες είχαν υπογράψει έντυπα συγκατάθεσης που επέτρεπαν τη λήψη των δειγμάτων DNA τους. 

 

Με δεδομένο λοιπόν το ότι η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων εμπίπτει και προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, έπεται πως η συναίνεση στη λήψη τους συνιστά παραίτηση από συνταγματικό δικαίωμα και ως τέτοια προϋπέθετε, για να είναι έγκυρη, δυνάμει των νομολογηθέντων στη Γεωργίου (ανωτέρω), γνώση του δικαιώματος του υποκειμένου να αρνηθεί, καθώς επίσης και των συνεπειών από την παραχώρηση της συγκατάθεσης του.  

 

Ως ήδη έχει λεχθεί, θέση της υπεράσπισης ήταν πως στην περίπτωση που ήθελε γίνει αποδεκτή η θέση του μάρτυρα ως προς την εξέλιξη των γεγονότων που αφορούσαν τη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων και πάλιν η συναίνεση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί έγκυρη, αφού ο εν λόγω μάρτυρας ουδέποτε ανέφερε πως πληροφόρησε τους Κατηγορούμενους 4 και 5 ως προς τις συνέπειες της τυχόν παραχώρησης της συναίνεσης τους και επομένως δεν είχαν αντιληφθεί την παράμετρο αυτή προτού παραχωρήσουν τη συναίνεση τους.  Επί τούτου μάλιστα έγινε και σχετική υποβολή κατά την αντεξέταση του μάρτυρα.

Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία και τη σχετική κατάληξη μας, ο μάρτυρας ανέφερε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 «I want to get samples of DNA, finger prints and photos, you can refuse to give samples of DNA, finger prints and photos» και οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 του απάντησαν θετικά, λέγοντας του «Οκ» και ακολούθως προχώρησε στη λήψη τους. Δεν ανέφερε ποτέ ο μάρτυρας ότι επεξήγησε στους Κατηγορούμενους τη σημασία της συγκατάθεσης τους και τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσης τους κατά την εξέλιξη της υπόθεσης. Θεωρούμε δε πως σε καμμία περίπτωση μπορεί το Δικαστήριο, σε αυτό το πλαίσιο όπου εξετάζεται το νόμιμο της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα, να εκλάβει ως δεδομένο πως επεξηγήθηκαν στους Κατηγορούμενους 4 και 5 τούτες οι συνέπειες, ως εκ των γενικών αναφορών του μάρτυρα κατά την αντεξέταση του, ότι «αντελήφθησαν πλήρως τα δικαιώματα τους» και «τους επεξηγήθηκαν πλήρως τα δικαιώματα τους», από τη στιγμή που κατά τη μαρτυρία του σε κανένα σημείο δεν ανέφερε ότι τους επεξήγησε τις συνέπειες της τυχόν παραχώρησης της συναίνεσης τους, αλλά μόνο το δικαίωμα τους ν’ αρνηθούν. Για τον ίδιο λόγο, η πιο πάνω κατάληξη μας δεν διαφοροποιείται ούτε αν συνεκτιμήσουμε την απάντηση του μάρτυρα στην υποβολή που του τέθηκε, ότι δηλαδή δεν τους επεξηγήθηκε ότι η μαρτυρία που λαμβανόταν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον τους, όπου ο μάρτυρας απάντησε, λέγοντας «Ανέφερα προηγουμένως ότι τους επεξήγησα», αφού στην πραγματικότητα δεν είχε αναφέρει προηγουμένως οτιδήποτε συγκεκριμένο επί του προκειμένου.  

 

Ανοίγουμε μια παρένθεση εδώ, για να πούμε το εξής.  Η γραπτή συγκατάθεση για λήψη παρειακών επιχρισμάτων που κατατέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας και η οποία αφορά άλλο πρόσωπο[12], που δεν έχει εν τέλει κατηγορηθεί στην παρούσα, αποτελεί ουσιαστικά το στερεότυπο έντυπο που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό από την Αστυνομία. Σε στερεότυπο έγγραφο που συνήθως χρησιμοποιείται από την αστυνομία για τη λήψη γραπτής συγκατάθεσης, έγινε λόγος και στη Γρηγορίου ανωτέρω. Δεν έχει διαφύγει βέβαια του Δικαστηρίου η αναφορά του μάρτυρα ότι αυτό χρησιμοποιείται συνήθως για πρόσωπα που δεν συνελήφθησαν, όμως είναι σαφές ότι με αυτό δεν έχει αποκλείσει τη γενικότερη χρήση του. Σημειώνουμε δε εδώ, ότι δεν θα μας απασχολήσει αν το πρόσωπο που υπέγραψε το συγκεκριμένο έγγραφο ήταν υπό κράτηση ή όχι, διότι δεν είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας. Ό,τι όμως έχει σημασία να τονιστεί, είναι ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο, πέραν της πληροφόρησης που εμπεριέχει ότι το πρόσωπο δεν είναι υποχρεωμένο  να δώσει δείγματα, εμπεριέχει και σχετική πληροφόρηση πως «οτιδήποτε ανευρεθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία». Συναφώς, προκύπτει ότι σαφώς είναι σε γνώση της Αστυνομίας ότι για να ενημερωθεί ολοκληρωμένα ένα πρόσωπο πριν τη λήψη του γενετικού του υλικού, θα πρέπει να του τεθεί όχι μόνον το δικαίωμα του ν’ αρνηθεί, αλλά επιπλέον θα πρέπει να γνωρίζει και τις συνέπειες της συγκατάθεσης του.

 

Με βάση όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις, η συναίνεση των Κατηγορούμενων 4 και 5 δεν ήταν έγκυρη.  

 

Με δεδομένη την κατάληξη μας ότι δεν υπήρξε έγκυρη συναίνεση αλλά ούτε και εξασφαλίστηκε σχετικό διάταγμα, είναι προφανές πως η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων έγινε κατά παράβαση του άρθρου 25(1)(α).   Με δεδομένο όμως και το ότι ως και πιο πάνω αναφέραμε η λήψη των παρειακών εμπίπτει και προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, έπεται πως η λήψη τους χωρίς έγκυρη συγκατάθεση ή διάταγμα Δικαστηρίου παραβιάζει συνταγματικό δικαίωμα των Κατηγορουμένων 4 και 5 και ως τέτοια δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο την άσκηση διακριτικής ευχέρειας προς αποδοχή τους.

 

Η δε εισήγηση περί παραβίασης των άρθρων 2 και 3 του Ν. 138(1)/2001 ή και του άρθρου 5 που προστέθηκε με την αγόρευση του συνηγόρου των Κατηγορούμενων, θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει. Όχι μόνον ένεκα της κατάληξης μας πιο πάνω, η οποία σαφώς καθορίζει και το αποτέλεσμα στην παρούσα, αλλά και επειδή από τη μελέτη μας, προέκυψε ότι έχει δίκαιο η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής όταν αναφέρει πως ο συγκεκριμένος νόμος έχει καταργηθεί. Πιο συγκεκριμένα καταργήθηκε από το μεταγενέστερο Ν.125(Ι)/2018[13]. Συνεπώς δεν μπορεί να συζητείται θέμα παραβίασης του τον ουσιώδη χρόνο (4.9.2023), από τη στιγμή που αυτός δεν βρισκόταν εν ισχύ.

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, θεωρούμε πως η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, ότι η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων των Κατηγορούμενων 4 και 5 ήταν σύννομη και στο πλαίσιο των συνταγματικών θέσμιων.

 

Συνακόλουθα, η ένσταση γίνεται αποδεκτή και η κατάθεση των επίμαχων τεκμηρίων δεν επιτρέπεται.

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



 

[1] Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001.

 

[2] Τεκμήρια Α και Β (ΔΔ1).

 

[3] Τεκμήριο 1 (ΔΔ1).

[4] Τεκμήριο 2 (ΔΔ1).

[5] Για τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης και για επιμέρους ζητήματα που την αφορούν, παραπέμπουμε και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» ανωτέρω, σελ. 899 επ.

[6] Βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σελ. 902-903.

 

[7] βλ. Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37Police vGeorghiades (1983) 2 C.L.R. 33Georghiou ν. Republic (1984) 2 C.L.R.65Merthodja vPolice (1987) 2 C.L.R. 227Al-Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117Enotiades ν. Police (1986) 2 C.L.R. 64, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Αστυνομία ν. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147.

 

[8] βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.

[9] « 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.

2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. »

 

[10] « 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2.Δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση αυτού του δικαιώματος, εκτός εάν η εν λόγω παρέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.»

 

[11] Στο πλαίσιο συναίνεσης για έρευνα σε κατοικία.

[12] Τεκμήριο 2 (ΔΔ1).

[13] Περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμος του 2018.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο