ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2881/23

 

Δημοκρατία

 

v.

 

D.L.

Κατηγορούμενος

 

31 Ιανουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την κατηγορούσα αρχή:  κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα (για ν’ ακούσει την απόφαση, η κα Ε. Παπαλοίζου)

Για τον κατηγορούμενο: κα. Α. Πασή

Κατηγορούμενος παρών

Π Ο Ι Ν Η

 

Ο Kατηγορούμενος, βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε πέντε κατηγορίες ως ακολούθως:

 

§   Μια κατηγορία που αφορά στο αδίκημα της ληστείας, κατά παράβαση του άρθρου 282 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορία 1).

§   Μια κατηγορία που αφορά στο αδίκημα της κάλυψης προσώπου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 296(ε) του Κεφ. 154 (κατηγορία 2).

§   Μια  κατηγορία που αφορά στο αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154 (κατηγορία 3).

§   Δύο κατηγορίες που αφορούν, αντίστοιχα, στα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ.54  (κατηγορίες 5 και 6 αντίστοιχα).

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα ως εκτέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, παρατίθενται κατωτέρω.

 

Στις 30.10.23 και περί ώρα 13:20, πωλήτρια περιπτέρου το οποίο βρίσκεται στην Λεωφόρο Πρωταρά-Κάβο Γκρέκο, στον Πρωταρά, καθόταν πίσω από τον πάγκο εξυπηρέτησης πελατών, όταν εντός του περιπτέρου εισήλθε άντρας ο οποίος φορούσε καπέλο και καρναβαλίστικη μάσκα.  Εισερχόμενος εντός του περιπτέρου ο άνδρας, χαιρέτησε την πωλήτρια λέγοντας της Haloween, γεγονός το οποίο την παραξένεψε. Απευθυνόμενη προς αυτόν, τον ρώτησε πώς μπορεί να τον εξυπηρετήσει και αυτός απάντησε ότι ήθελε δύο πακέτα τσιγάρα συγκεκριμένης μάρκας. Μόλις εξυπηρετήθηκε και χωρίς να πληρώσει την αξία τους, η οποία ήταν 10 ευρώ, το πρόσωπο αυτό, απευθύνθηκε προς την πωλήτρια, λέγοντας της “δώσε μου τα λεφτά”.  Αυτή νομίζοντας πως επρόκειτο για αστείο, του απάντησε “σιγά μην σου δώσω τα λεφτά”. Αμέσως, εκείνος ανέσυρε πιστόλι και της ζήτησε να ανοίξει το ταμείο, πράγμα που η πωλήτρια αρνήθηκε να πράξει, κλείνοντας το. Τότε, ο άνδρας, υπό την απειλή πιστολιού, εισήλθε πίσω από τον πάγκο εξυπηρέτησης πελατών και προσπάθησε να ανοίξει το ταμείο, μπροστά στα μάτια της έντρομης πωλήτριας, η οποία καθηλώθηκε από το φόβο, χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίσταση. Το γεγονός ότι δεν κατάφερε να ανοίξει την κάσα του ταμείου, τον εκνεύρισε, με αποτέλεσμα να την σηκώσει ολόκληρη και να εξέλθει εκτός του περιπτέρου. Η αξία της ανέρχεται στα 60 ευρώ. Ακολούθως, ο άνδρας, εισήλθε σε όχημα που τον ανέμενε στον χώρο στάθμευσης του περιπτέρου και εγκατέλειψε την σκηνή. Η πωλήτρια, η οποία αρχικά καθηλώθηκε από φόβο, κατάφερε σε κάποια στιγμή να εξέλθει του περιπτέρου και να καταγράψει τους τρεις τελευταίους αριθμούς του οχήματος στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο επιβιβάστηκε.

 

Η υπόθεση καταγγέλθηκε στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Αμμοχώστου, όπου μέλη του επισκέφθηκαν τη σκηνή και διενήργησαν επιτόπιες εξετάσεις. Το κλειστό κύκλωμα βιντεοπαρακολούθησης (στο εξής «ΚΚΒΠ), κατέγραψε τις κινήσεις του δράστη, πλην όμως δεν κατέγραψε το αυτοκίνητο με το οποίο αφίχθηκε στο μέρος. Λόγω του ότι κατά τον επίδικο χρόνο είχε το πρόσωπο του καλυμμένο, δεν έγινε κατορθωτή η αναγνώριση και ταυτοποίηση του. Οι εξετάσεις της Αστυνομίας επεκτάθηκαν και σε άλλα ΚΚΒΠ της γύρω περιοχής, τα οποία έφεραν θετικά αποτελέσματα, αφού το όχημα στο οποίο επέβαινε, αναγνωρίστηκε και ταυτοποιήθηκε. Διαπιστώθηκε ότι ήταν εγγεγραμμένο σε εταιρεία μεταλλικών κατασκευών με έδρα την Πάφο, ο διευθυντής της οποίας, κατονόμασε τον Κατηγορούμενο ως υπάλληλο της εταιρείας και οδηγό του συγκεκριμένου οχήματος. Στις 31.10.23, εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης και την επόμενη ημέρα συνελήφθη στην Πάφο. Όταν του επιστήθηκε η προσοχή στον Νόμο, απάντησε «Δεν γνωρίζω κάτι».

 

Την 1.11.23 λήφθηκε από αυτόν ανακριτική κατάθεση, στην οποία αρχικά αρνήθηκε κάθε ανάμειξη, ενώ μετά από αριθμό ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν από τον ανακριτή, ο Κατηγορούμενος ομολόγησε την ενοχή του, δηλώνοντας ότι 2-3 ημέρες πριν το επίδικο συμβάν, επισκέφθηκε, εν αγνοία του εργοδότη του, την ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου όπου και ξόδεψε όλα του τα χρήματα. Όταν αποφάσισε να γυρίσει στην Πάφο, αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο του δεν είχε αρκετά καύσιμα και έτσι πήρε την απόφαση να ληστέψει ένα περίπτερο, υπό την απειλή ομοιώματος πιστολιού. Αφού απέσπασε ολόκληρο το ταμείο, κατευθύνθηκε σε ερημική περιοχή, ένα χιλιόμετρο μακριά, όπου το παραβίασε και πήρε όλα τα χρήματα που υπήρχαν, τα οποία ανέρχονταν σε 900 ευρώ. Ακολούθως, επισκέφθηκε σταθμό καυσίμων όπου ανεφοδίασε με καύσιμα το όχημα και κατευθύνθηκε προς την Πάφο. Την ίδια ημέρα, οδήγησε την Αστυνομία σε διάφορες τοποθεσίες, όπου υπέδειξε σκηνές σχετιζόμενες με το έγκλημα που διέπραξε, πλην όμως είχε δηλώσει ψευδώς ότι πέταξε το ψεύτικο πιστόλι που χρησιμοποίησε σε συγκεκριμένη περιοχή στη Λεμεσό, όπου οδήγησε την Αστυνομία, χωρίς, ως ήταν φυσικό, αυτό να εντοπιστεί.

 

Από τον Κατηγορούμενο λήφθηκε και δεύτερη ανακριτική κατάθεση στην οποία παραδέχθηκε ότι είπε ψέματα στην Αστυνομία σε σχέση με το πιστόλι, αποκαλύπτοντας την αλήθεια, ότι δηλαδή το απέκρυψε σε οικία φίλου του στην Πάφο, στην οποία οδήγησε εν τέλει την Αστυνομία, όπου αφού το υπέδειξε, αυτό κατασχέθηκε ως τεκμήριο. Στην θαλάμη του ψεύτικου πιστολιού εντοπίστηκε και κατασχέθηκε ως τεκμήριο μια αληθινή σφαίρα πιστολιού, 9 χιλιοστών. Στην ίδια κατοικία εντοπίστηκε και κατασχέθηκε επίσης ως τεκμήριο, η μάσκα που φορούσε κατά τη διάπραξη της ληστείας. Αφότου εντοπίστηκε η σφαίρα, εξασφαλίστηκε εναντίον του νέο ένταλμα σύλληψης και την ίδια ημέρα επανασυνελήφθη.  Ανακρινόμενος ανέφερε ότι, προτού διαπράξει τη ληστεία, τοποθέτησε τη σφαίρα στη θαλάμη του πιστολιού, προκειμένου αυτό να φαίνεται αληθινό. Δήλωσε περαιτέρω ότι, τη σφαίρα την είχε εντοπίσει σε ανοικτό χώρο σκοπευτηρίου στην Πάφο, ένα περίπου χρόνο πριν και ότι είναι η μοναδική σφαίρα που έχει στην κατοχή του.

 

Από τους χώρους του περιπτέρου έγιναν διάφορες δειγματοληψίες, οι οποίες στάλθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, το αποτέλεσμα των οποίων κατέδειξε σύνδεση του Κατηγορούμενου, τόσο με τη σκηνή του εγκλήματος, όσο και με την κάσα του ταμείου η οποία είχε εντοπιστεί κατεστραμμένη και παραλήφθηκε ως τεκμήριο.

 

Κατά τη διάπραξη της ληστείας, δεν προέκυψε τραυματισμός οποιουδήποτε προσώπου. Ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου, δεν είχε μέχρι το σημείο έκθεσης των γεγονότων, αποζημιωθεί.

 

Τέλος, λέχθηκε ότι, ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.  

 

Β. Αγόρευση προς μετριασμό

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου, ζήτησε όπως ληφθούν υπόψιν προς όφελός του το λευκό του ποινικό μητρώο, η συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, η ομολογία του, η άμεση παραδοχή αλλά και η μεταμέλεια του, ως αυτή εμφαίνεται μέσα από την παραδοχή και απολογία του, ως επίσης και από το γεγονός της μερικής αποζημίωσης ύψους €500 προς τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου, αλλά και από το γεγονός ότι σε σχέση με το εναπομείναν ποσό, δήλωσε προθυμία να αποδεχθεί διάταγμα αποζημίωσης.

 

Κάλεσε επίσης το Δικαστήριο όπως συνυπολογίσει και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, εισηγούμενη ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και επισημαίνοντας ότι τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν ενόσω ο Κατηγορούμενος βρισκόταν σε απόγνωση και πως ειδικότερα, σε ότι αφορά το αδίκημα της ληστείας, αυτό οφείλεται σε μια στιγμιαία, επιπόλαιη και ανόητη πράξη, την οποία έκανε προς εντυπωσιασμό μιας γυναίκας, που μόλις λίγες ημέρες πριν είχε γνωρίσει. Πέραν των ανωτέρω κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψιν και τις προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τονίζοντας ότι πρόκειται για άτομο που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τον εργοδότη του, εξ ου και ο τελευταίος κατέβαλε το ποσό των €500 προς μερική αποζημίωση του Παραπονούμενου.  Περιπλέον επεσήμανε ότι είναι διαζευγμένος και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, τα οποία διαμένουν μεν με τη μητέρα τους στην Σκωτία, αλλά με τα οποία ο ίδιος (προ της σύλληψης του) διατηρούσε καθημερινή επικοινωνία μέσω βιντεοκλήσεων, ενώ έμφαση έδωσε και στο ότι η μητέρα του με την οποία ήταν στενά συνδεδεμένος, απεβίωσε στις 28.12.23, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο επήλθε συνεπεία της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης που βρισκόταν, ένεκα της εμπλοκής του Κατηγορούμενου στα υπό αναφορά αδικήματα.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Αναμφίβολα, τα αδικήματα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, είναι σοβαρά.  Ενδεικτική της σοβαρότητάς τους, είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερ. 25.11.16 και Δημοκρατία v Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.22).

 

Για το αδίκημα της ληστείας, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 14 χρόνων, όμως όταν ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της ληστείας, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου. Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τα γεγονότα, κατά το χρόνο της διάπραξης μετέφερε και προέταξε έναντι της Παραπονούμενης ομοίωμα όπλου, η προβλεπόμενη ποινή που τυγχάνει εφαρμογής είναι η δια βίου φυλάκιση.

 

Τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του Κεφ. 54, επισύρουν ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Το δε αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 296(ε) του Κεφ. 154, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη, ενώ για το αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154, προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ.1000 (ή €1708)  ή και οι δύο αυτές ποινές.

 

Η σοβαρότητα όλων των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, με προεξάρχουσα βέβαια αυτή του αδικήματος της ληστείας που είναι και το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, είναι αδιαμφισβήτητη και εμφαίνεται κατ’ αρχάς από τις προαναφερθείσες προβλεπόμενες στο νόμο ποινές, οι οποίες με βάση και τη σχετική επί του θέματος νομολογία, αποτελούν την αφετηρία για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής. Ιδιαίτερα δε στην προκειμένη περίπτωση, όπου υπό τις περιστάσεις διάπραξης του το αδίκημα της ληστείας επισύρει μέχρι και δια βίου φυλάκιση, θεωρούμε τη σοβαρότητα του αυτονόητη και δεσπόζουσας σημασίας στη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής (βλ. κατ’ αναλογίαν Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 232).  

 

Όπως δε έχει εξάλλου πολλάκις νομολογηθεί[1], πρόκειται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που προκαλεί κυρίως αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες, αφού στρέφεται τόσο εναντίον της περιουσίας όσο και εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, προκαλώντας σωματικό πόνο ή και τρόμο στο θύμα κατόπιν άσκησης σωματικής ή και ψυχολογικής βίας σ' αυτό. Είναι δηλαδή αδίκημα, το οποίο ενέχει στοιχεία επικινδυνότητας και βλάβης στο θύμα, το οποίο καθίσταται έρμαιο στις διαθέσεις του εγκληματία, ο οποίος ενεργεί από θέση ισχύος. Είναι αδίκημα που ενέχει επίδειξη βίας με σκοπό τον εκφοβισμό και εξαναγκασμό του θύματος και παραβιάζει κάθε έννοια πολιτισμένης συμπεριφοράς, προκαλεί ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνει συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι το αδίκημα της ληστείας, εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της παλαιάς, αλλά δυστυχώς ακόμα επίκαιρης διαπίστωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως αδικήματα κατά της περιουσίας αλλά και αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της βίας, ανεξάρτητα από την ακριβή μορφή που λαμβάνουν, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, και παρατηρείται έξαρση στη διάπραξη τους[2].  Διαπίστωση στην οποία και εμείς αναπόφευκτα οδηγούμαστε, ένεκα της επαναλαμβανόμενης ενασχόλησης μας με τέτοιου είδους υποθέσεις. Οι επικίνδυνες διαστάσεις που έχει προσλάβει το έγκλημα δημιουργούν ανησυχία, αγωνία και προβληματισμό στην κυπριακή κοινωνία.     

 

Δεν θεωρούμε ότι αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι αδικήματα αυτού του είδους και δη ληστείες και διαρρήξεις, αποτελούν δυστυχώς πλέον μέρος της καθημερινότητας μας, καθιστώντας το φαινόμενο αυτό μάστιγα για την κοινωνία.  Ό,τι δε ανησυχεί ιδιαίτερα, είναι η ευκολία με την οποία, αφενός, φαίνεται να αποφασίζουν πλέον οι δράστες να επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα καταφεύγοντας σε εγκλήματα αυτού του είδους, στοχοποιώντας πολλές φορές ιδιοκτήτες ή υπαλλήλους περιπτέρων και αφετέρου (η ευκολία) με την οποία τα προσχεδιάζουν, χρησιμοποιώντας αντικείμενα που είναι εύκολα προσβάσιμα στην αγορά. 

 

Αυτή ακριβώς η έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αυτής της φύσεως αδικημάτων, καθιστά εντονότερο το στοιχείο της αποτροπής στον καθορισμό της ποινής, εξ ου και τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν αδικήματα αυτού του είδους με αυστηρότητα.  Υπενθυμίζεται βεβαίως και η αρχή ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων (βλ. Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21, όπου έγινε αναφορά στις Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ 551 και Selmani κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13 ημερ. 5.10.16).

 

Ανάμεσα στους επιβαρυντικούς παράγοντες που επίσης επιτάσσουν την επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα είναι ο βαθμός βίας που χρησιμοποιείται και η έκθεση της ανθρώπινης ζωής σε κίνδυνο.   Επίσης, ο προσχεδιασμός, το οικονομικό όφελος που αποσπάστηκε αλλά και οι περιστάσεις του θύματος και του δράστη είναι παράγοντες που συντείνουν στον καθορισμό του ύψους της ποινής, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα ένεκα της εγγενούς σοβαρότητας του εν λόγω αδικήματος, ως σκιαγραφήθηκε ανωτέρω.  Σοβαρότητα,  η οποία βεβαίως αντανακλάται και στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος.

 

Σημειώνουμε βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις, αναφορικά με επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123). Η όποια λοιπόν αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται για να υπάρχει - όσο είναι δυνατό -, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών (βλ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217). Η παραπομπή σε δικαστικά προηγούμενα, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα, αλλά δεν προοιωνίζει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια ποινή (βλ. Προεστού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 17/2016, ημερ. 22.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:D183.

 

Στη Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, επικυρώθηκε η ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα, κατόπιν μερικής ακρόασης, σε λευκού μητρώου νεαρούς δράστες, ηλικίας 19 και 23 ετών, οι οποίοι εισέβαλαν σε διαμέρισμα φορώντας κουκούλες και κρατώντας μαχαίρια, αποσπώντας με τη χρήση βίας το ποσό των £65 από δύο αλλοδαπές γυναίκες.  Τα γεγονότα της υπόθεσης χαρακτηρίστηκαν ως εξαιρετικά σοβαρά. Η δε εθελούσια κατανάλωση αλκοόλ που επέφερε μείωση του αυτοελέγχου τους, δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής.

 

Στην Πόρας και άλλος, ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 452,  οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 4 και 3 ½ ετών για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας, σε δύο κατηγορούμενους ηλικίας 20 και 19 ετών αντίστοιχα, κατόπιν παραδοχής, μειώθηκαν κατ΄ έφεση σε 3 και 3 ½ έτη αντίστοιχα, στη βάση ιδιαζόντων περιστατικών της υπόθεσης ως και του νεαρού της ηλικίας των κατηγορουμένων και των προσωπικών τους περιστάσεων.

 

Στην Giannakov v. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 137, ο λευκού μητρώου και ηλικίας 33 ετών εφεσείων, μετά από παραδοχή, κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της ληστείας, της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύχτας και της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 4 και 3 χρόνων στα δύο πρώτα αντίστοιχα[3].  Είχε εισέλθει τις πρωινές ώρες σε διαμέρισμα για να κλέψει, αφού παραβίασε την είσοδο, ενώ οι δύο ένοικοι κοιμούνταν και όταν έγινε αντιληπτός, επιτέθηκε στον ένα εξ αυτών, προκαλώντας του εκδορά κάτω από το βλέφαρο, μετωπιαία εκχύμωση και ερυθρότητα δέρματος στο πρόσωπο. Ανακόπηκε από αστυφύλακα στην έξοδο της πολυκατοικίας και σε έρευνα που του έγινε βρέθηκε στην κατοχή του το κλειδί ενός αυτοκινήτου, αξίας €50, που έκλεψε φεύγοντας από το διαμέρισμα. Ήταν από νεαρής ηλικίας χρήστης σκληρών ναρκωτικών και υποβαλλόταν κατά το χρόνο διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων, σε διαδικασία απεξάρτησης. Το τελευταίο διάστημα δε, είχε δημιουργήσει σχέση με μια γυναίκα με την οποία τέλεσε το γάμο του, βρισκόμενος στις κεντρικές φυλακές και είχε αποκτήσει και ένα παιδί. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επισημαίνοντας τη σοβαρότητα και την έξαρση αδικημάτων αυτής της μορφής καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών αλλά και τις επιπτώσεις στα θύματα, απέρριψε την έφεση.

 

Στη Χασσάν κ.ά. v Δημοκρατίας (2014) 2 AAΔ.742, οι ποινές φυλάκισης 6 και 5 ετών που επιβλήθηκαν, μετά από παραδοχή, στους εφεσείοντες, για αριθμό ληστειών, μειώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 4½ και 4 χρόνια, αντίστοιχα, κρίνοντας ότι δεν είχε δοθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο η δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση, που ήταν οι δύσκολες προσωπικές τους συνθήκες, το νεαρό της ηλικίας τους (27 και 21 ετών) και το ότι η παραδοχή τους βοήθησε στην εξιχνίαση αδικημάτων που θα έμεναν ανεξιχνίαστα.

 

Στην υπόθεση Ερωτοκρίτου κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 149/2012 και 150/2012, ημερομηνίας 25.6.2014,  επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών κατόπιν παραδοχής,  για το αδίκημα της ληστείας, υπό περιστάσεις όπου οι εφεσείοντες διέπραξαν και αριθμό διαρρήξεων και κλοπών και βαρύνοντο και με μια προηγούμενη καταδίκη έκαστος, ενώ λήφθηκαν υπόψη και εκκρεμούσες υποθέσεις τους.

 

Στην Κιλινκαρίδης v Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 277, η επιβληθείσα ποινή των 8 ετών, κατόπιν παραδοχής, στην κατηγορία της ληστείας, υπό περιστάσεις όπου ο εφεσείων με τους συνεργούς του, έκλεψαν €20.000 από τους παραπονούμενους, χωρίς ο πρώτος να επιδείξει βίαιη συμπεριφορά εναντίον τους, την οποία όμως επέδειξαν οι συνεργοί του, μειώθηκε σε 6 χρόνια. Tο Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή και συνεργασία του με τις αρχές, το ότι ο ίδιος δεν ήταν ο ιθύνων νους, το γεγονός της καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης για συγκατηγορούμενο του, ως και το ότι άλλο πρόσωπο που εμπλέκετο δεν κατέστη δυνατό να συλληφθεί και να διωχθεί παρόλο που είχαν δοθεί αρκετές πληροφορίες από τον εφεσείοντα, το επιπόλαιο της απόφασης του να εμπλακεί στο επίδικο έγκλημα, τη μη αποκόμιση οικονομικού οφέλους, την καλή διαγωγή του κατά τη διάρκεια της κράτησης του για ένα έτος στις φυλακές, την ηλικία του, το λευκό του ποινικό μητρώο καθώς και τα οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.

 

Στη Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 324/12 ημερ. 8.5.2015, η ποινή φυλάκισης των 7 ετών, κατόπιν παραδοχής, στο αδίκημα της ληστείας επικυρώθηκε κατ’ έφεση, υπό περιστάσεις όπου η ληστεία έγινε με ομοίωμα περιστρόφου σε κατάστημα της συνεργατικής, στο οποίο ο εφεσείοντας εισήλθε με ακάλυπτο πρόσωπο, όπου υπό την απειλή του περιστρόφου ανάγκασε τον ταμία να του δώσει το ποσό των €5.450. Στη συνέχεια αναχώρησε ως συνοδηγός με όχημα το οποίο τον ανέμενε έξω από το κατάστημα. Μία ταμίας τον αναγνώρισε, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και τελικά το ίδιο βράδυ εντοπίστηκε και συνελήφθη. Στην κατοχή του βρέθηκε το ποσό των €3.977,70, μέρος του κλοπιμαίου ποσού, αφού τα υπόλοιπα τα διέθεσε σε διάφορα πρόσωπα.  Ο εφεσείων βαρύνετο και με δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν ουσιαστικά διαρρήξεις και κλοπές ενώ επίσης λήφθηκε υπόψιν, μετά από αίτημα του εφεσείοντα, μια μη καταχωρισθείσα υπόθεση που αφορούσε κλοπή.

 

Στις υποθέσεις Asem Ali Ahmed Faraq v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 20/2014 ημερομηνίας 26.6.2015 και  Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 58/2015 ημερομηνίας 31.1.2018, μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών στο αδίκημα της ληστείας, ενώ στην υπόθεση Sefik Yusuf v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 46/2014, ημερομηνίας 18.2.2016, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών στο αδίκημα της ληστείας κατόπιν ακρόασης.

 

Στη Yusuf v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 140, οι ποινές 3 ετών στο αδίκημα της συνομωσίας και 8 ετών στο αδίκημα της ληστείας, που επιβλήθηκαν μετά από ακροαματική διαδικασία, στον λευκού μητρώου εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ηλικίας 44 ετών, και πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, επικυρώθηκαν κατ’ έφεση, υπό περιστάσεις που κρίθηκαν ως επιβαρυντικές.  Ο εφεσείων μαζί με άλλο άγνωστο άντρα, ανέμεναν τον ηλικιωμένο παραπονούμενο (73 ετών), κρυμμένοι στο σκοτάδι και του επιτέθηκαν, σπρώχνοντας τον, με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι και τα χέρια του πίσω στον τοίχο. Εν συνεχεία οι δύο δράστες τράβηξαν την τσάντα από τα χέρια του παραπονούμενου, μέσα στην οποία υπήρχε τσαντάκι με το ποσό των €3.000 και επιπλέον υπήρχε χρηματικό ποσό 3.500 στερλινών και ταξιδιωτικές επιταγές 600 στερλινών.  Το γεγονός ότι έκρυψαν προηγουμένως τον ανιχνευτή κίνησης που υπήρχε στο σημείο, ώστε να μην αντιληφθεί την παρουσία τους ο παραπονούμενος, έδειχνε προσχεδιασμό από μέρους τους, ενώ τονίστηκε και η σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας όταν ο κατηγορούμενος συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

 

Στη δε Evtim Rumerov Iliev v Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.218/16, ημερ. 18.8.18,  επικυρώθηκε κατ’ έφεση η ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε μετά από παραδοχή του εφεσείοντα σε τρεις κατηγορίες ληστείας, υπό περιστάσεις όπου δεν είχε προκληθεί σωματική βλάβη, ο σχεδιασμός ήταν επιπόλαιος ενώ ο εφεσείων ήταν λευκού μητρώου, αποζημίωσε τους παραπονούμενους και είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια που στιγμάτισαν την ψυχολογική του κατάσταση και συνέβαλαν αρνητικά στην εξέλιξη της ζωής του.

 

Τέλος, στην Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 11/21 ημερ. 4.11.22, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της ληστείας, της απαγωγής προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του, των πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης[4], της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της πλαστοπροσωπίας, ενώ λήφθηκε υπόψη και εκκρεμούσα υπόθεση αφορώσα νυκτερινή διάρρηξη και κλοπή περιουσίας από χρυσοχοείο, συνολικής αξίας €55.000. Ο δε εφεσείων βαρύνετο και με δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν η μεν πρώτη το αδίκημα (μεταξύ άλλων) της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ με σκοπό τη προημήθεια (ποινή φυλάκισης 5 ετών) και η δε δεύτερη τα αδικήματα (μεταξύ άλλων) της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου/πυρομαχικών κατηγορίας Β και της διάρρηξης καταστήματος (συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 4 ετών).   Προτού δε ολοκληρώσει την έκτιση της τελευταίας ποινής που επιβλήθηκε, του απονεμήθηκε χάρη και με τη διάπραξη των αδικημάτων της κύριας υπόθεσης θα έπρεπε να εκτίσει άλλες 660 ημέρες, διαδοχικά προς τη ποινή φυλάκισης των 8 ετών, που ήταν η μέγιστη εκ των συντρεχουσών ποινών που του επιβλήθηκαν στην κύρια υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνοντας το σοβαρό σωματικό τραυματισμό της παραπονούμενης ηλικίας 63 ετών, την οποία οι δράστες εγκατέλειψαν αβοήθητη, τη ψυχολογική αναστάτωση που επιπρόσθετα της προκλήθηκε, την αξία της κλαπείσας περιουσίας, το μη εντοπισμό της, τη μη αποζημίωση του θύματος αλλά και το ότι ο Εφεσείων συνέχισε να παραβατεί ακόμα και μετά τη διάπραξη της ληστείας, διαπράττοντας τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, μη εκτιμώντας ουσιαστικά την ευκαιρία που του έδωσε η Πολιτεία παραχωρώντας του χάρη κατά την έκτιση της τελευταίας ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε, επικύρωσε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 8 ετών για το αδίκημα της ληστείας, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα, υπό τις περιστάσεις, ως επιεική.

 

Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος προκύπτει και μέσα από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης.  Ό,τι αναδύεται από αυτά, είναι ενέργειες επικίνδυνες και πλήρως απαξιωτικές για τα δικαιώματα της Παραπονούμενης, η οποία ανυποψίαστη εκτελούσε τα εργασιακά της καθήκοντα στο επίδικο περίπτερο, στο οποίο ο Κατηγορούμενος, αφού εισήλθε έχοντας στην κατοχή του ομοίωμα πιστολιού, στο οποίο εισήγαγε πραγματική σφαίρα, ώστε να φαίνεται ρεαλιστικό και υπό το κράτος τρόμου, απέσπασε οικονομικό όφελος, χωρίς κανένα σεβασμό στην προσωπικότητα του θύματος ή στη σωματική της ακεραιότητα. 

 

Το γεγονός βέβαια ότι ο Κατηγορούμενος μετέβη στο κατάστημα έχοντας στην κατοχή του ομοίωμα πιστολιού, ως είναι καλά νομολογημένο ουδόλως μειώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος (βλ. Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 324/12 ημερ. 8.5.2015)Πόσω δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, όπου ως και πιο πάνω λέχθηκε, ο Κατηγορούμενος φρόντισε με την τοποθέτηση αληθινής σφαίρας, να το καταστήσει ρεαλιστικό. Η ενέργεια του δε αυτή δείχνει πως κάποιος προσχεδιασμός σίγουρα υπήρξε, ακόμα και αν αυτός ήταν κάπως πρόχειρος, δεδομένης της αναντίλεκτης θέσης της υπεράσπισης πως τα αντικείμενα αυτά υπήρχαν στο αυτοκίνητο του από προηγουμένως και δεν μεταφέρθηκαν προς το σκοπό της διάπραξης ληστείας, ο οποίος διαμορφώθηκε στην πορεία.  Το γεγονός ότι κάλυψε και το πρόσωπο του με μάσκα που επίσης είχε στο όχημα του, πέραν του ότι ενισχύει το προσχεδιασμένο του εγκλήματος του, υπό την έννοια της λήψης προφύλαξης για να μην αναγνωριστεί, εντείνει και τον εγγενή τρόμο που αισθάνεται το θύμα, ευρισκόμενο απέναντι από ένα άγνωστο άτομο με καλυμμένο πρόσωπο. Το μέγεθος του τρόμου και πανικού που βίωσε η Παραπονούμενη, ως προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα, προσμετράται και αυτό ως επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο.

 

Έχουμε βέβαια υπόψιν πως ευτυχώς δεν υπήρξε τραυματισμός στο θύμα και πως το όπλο που είχε στην κατοχή του ο Κατηγορούμενος ως ομοίωμα που ήταν, απέκλειε δυνητικά το ενδεχόμενο πρόκλησης βλάβης. Εντούτοις όμως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η παράμετρος αυτή, δεν δύναται να εξαλείψει τα πολύ έντονα αισθήματα τρόμου και πανικού που βίωσε η Παραπονούμενη, (ως προκύπτουν από τα εκτεθέντα γεγονότα), ευρισκόμενη απέναντι από έναν άγνωστο, ο οποίος έδιδε φαινομενικά την εντύπωση πως ήταν πραγματικά οπλισμένος και του οποίου τις προθέσεις δεν μπορούσε να γνωρίζει ή να προβλέψει.   

 

Δόθηκε έμφαση από τη συνήγορο υπεράσπισης στο πλαίσιο της αγόρευσης της, στο κίνητρο του Κατηγορούμενου, αναφέροντας ότι αυτό ήταν οικονομικό και συγκεκριμένα αφορούσε στο ότι, αφότου ξέμεινε από χρήματα και θέλοντας να συνοδεύσει τη γυναίκα που βρισκόταν μαζί του σε συναυλία, αποφάσισε στιγμιαία να διαπράξει το αδίκημα της ληστείας. Πέραν του παντελώς ευτελούς λόγου για τον οποίο επέλεξε να υποβάλει το θύμα σε μια ομολογουμένως τραυματικότατη εμπειρία, οφείλουμε να σημειώσουμε και το ότι εν πάση περιπτώσει ως είναι καλώς νομολογημένο, η κακή οικονομική κατάσταση ενός προσώπου δεν αποτελεί ελαφρυντικό ούτε μπορεί να δικαιολογήσει την καταφυγή του στο έγκλημα (βλ. Σταύρου «Φάντης» v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61). Τα πιο πάνω βέβαια απαντούν και στη θέση που προέβαλε ο Κατηγορούμενος στην κατάθεση του, ότι δηλαδή τα αδικήματα τα διέπραξε επειδή δεν είχε επαρκή χρήματα για καύσιμα, έτσι ώστε να επιστρέψει στην πόλη όπου διέμενε.  

 

Ο δε λόγος για την πιο πάνω προσέγγιση είναι αυτόδηλος και καταγράφεται με ευκρίνεια στην υπόθεση Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όμως, αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου.»

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σημειώνουμε πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν μειώνει σε καμμιά περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

 

Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής και προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψιν κατ’ αρχάς το λευκό του ποινικό μητρώο το οποίο συναρτώμενο και προς τα χρόνια που, ως λέχθηκε ζει στην Κύπρο, 10 στο σύνολο, καταδεικνύει πως η παρούσα υπόθεση παρά την αναμφίβολη σοβαρότητα της, αποτελεί για τον ίδιο ένα μεμονωμένο περιστατικό, στην κατά τα λοιπά νομοταγή ζωή του. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη και τη συνεργασία του με τις αρχές, την ομολογία του αλλά και την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο. Η βαρύτητα δε που μπορεί να αποδοθεί στην παραδοχή ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία δύναται να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.442).

 

Στην προκειμένη περίπτωση ακόμα και αν λεχθεί ότι ο τρόπος δράσης του Κατηγορούμενου κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια άλλης επιλογής από την παραδοχή, εφόσον το όχημα που οδηγούσε, αναγνωρίστηκε μέσω ΚΚΒΠ από τον εργοδότη του, ο οποίος τον κατονόμασε ως το πρόσωπο που το χρησιμοποιούσε, με αποτέλεσμα να διασυνδεθεί μετέπειτα και επιστημονικά με τεκμήρια που παραλήφθηκαν από τη σκηνή, εντούτοις δεν παραβλέπεται πως η απόδειξη των αδικημάτων αυτών, σε περίπτωση μη παραδοχής, θα απαιτούσε κάποια διαδικασία και υπολογίσιμο χρόνο. Επομένως, η παραδοχή του, προσμετράται προς όφελος του ως μετριαστικός παράγοντας που δικαιολογεί σχετική έκπτωση στην ποινή.

 

Επίσης προς όφελος του προσμετράται και η μεταμέλεια του ως προκύπτει από την παραδοχή και την απολογία του μέσω της συνηγόρου του, μεταμέλεια η οποία μετουσιώθηκε σε πράξη μέσω της μερικής αποζημίωσης που κατέβαλε στον ιδιοκτήτη του περιπτέρου, σε σχέση με τη ληστεία, γεγονός το οποίο σαφώς προσμετρούμε υπέρ του, όπως επίσης και τη συγκατάθεση του στην έκδοση διατάγματος αποζημίωσης για το υπόλοιπο ποσό.   

 

Σημειώνουμε επιπρόσθετα προς όφελος του Κατηγορούμενου, το γεγονός ότι δεν υπήρξε τραυματισμός οιουδήποτε προσώπου κατά τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος, χωρίς ωστόσο να παραβλέπονται τα αισθήματα τρόμου και πανικού που προκλήθηκαν στην Παραπονούμενη, στα οποία αναφορά έγινε ανωτέρω.

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψιν τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και όπως περαιτέρω αναλύθηκαν από τη συνήγορο του. Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψιν ότι ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα ηλικίας 35 ετών, γεννήθηκε στην Ουκρανία, μεγάλωσε στην Ελλάδα και ήρθε στην Κύπρο περί το 2013, διαμένοντας με τους γονείς και την αδελφή του.

 

Επιπρόσθετα λαμβάνουμε υπόψιν ότι μετά την αποφοίτηση του από το Λύκειο και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας του, εργαζόταν ως συγκολλητής, επάγγελμα το οποίο συνέχισε και μετά την μετακόμιση του στην Κύπρο το 2013, καθώς και το ότι από το 2020 εργαζόταν σε συγκεκριμένη εταιρεία στον τομέα αυτό, μαζί με τον πατέρα του, χαίροντας εκτίμησης από τον εργοδότη του, ο οποίος θέλοντας να τον βοηθήσει κατέβαλε εκ μέρους του το ποσό των €500 προς αποζημίωση του ιδιοκτήτη του περιπτέρου στην παρούσα.

 

Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψιν ότι είναι πατέρας δύο παιδιών τα οποία απέκτησε  στο πλαίσιο γάμου που τέλεσε το 2010, ο οποίος όμως οδηγήθηκε στο διαζύγιο περί το 2019 καθώς και ότι ο ίδιος έκτοτε διατηρούσε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία με τα τέκνα του τα οποία μετά το χωρισμό, διαμένουν με τη μητέρα τους στη Σκωτία.  Ιδιαίτερα όμως λαμβάνουμε υπόψιν το γεγονός πως η μητέρα του, με την οποία διατηρούσε στενή σχέση, απεβίωσε συνεπεία εγκεφαλικού επεισοδίου, ενόσω ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση, θάνατο τον οποίο η συνήγορος του Κατηγορούμενου διασυνέδεσε, χωρίς επί τούτου να αμφισβητηθεί, με την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία η θανούσα περιήλθε, ένεκα της εμπλοκής του Κατηγορούμενου (γιου της) στην παρούσα υπόθεση.

 

Οι δυσμενείς επιπτώσεις της ενδεχόμενης φυλάκισης στον ίδιο αλλά και στην οικογένεια του και ιδιαίτερα στα ανήλικα τέκνα του με τα οποία ως ήδη λέχθηκε διατηρούσε καθημερινή επικοινωνία, λαμβάνονται υπόψιν, ως επιπρόσθετος μετριαστικός παράγοντας, πλην όμως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τονίζεται ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος, τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα.

 

Συνυπολογίζοντας λοιπόν όλα τα δεδομένα της παρούσας και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, με δεδομένη την ανάγκη για αποτροπή τόσο του ίδιου αλλά και άλλων επίδοξων παραβατών, αλλά και της προεξάρχουσας πλέον ανάγκης για την προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών, η οποία ως έχει τονιστεί πολλάκις και από τη νομολογία αποτελεί προτεραιότητα, κρίνουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.  Στην προκειμένη περίπτωση κρίνουμε πως οποιεσδήποτε άλλες ποινές δεν θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του νόμου και θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους νέους παραβάτες.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των πιο πάνω, επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο:

 

Στην κατηγορία 1: ποινή φυλάκισης 5 ετών.  

 

Δεν επιβάλλουμε ποινή στις λοιπές κατηγορίες, δεδομένου ότι τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούν εμπεριέχονται στην κατηγορία της ληστείας (κατηγορία 1).

 

Η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί θα είναι άμεση. Στη βάση δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Kεφ.155, η έκτιση της ποινής να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση, ήτοι από 10.11.2023.

Στη βάση του άρθρου 20(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, διατάσσεται όπως ο Κατηγορούμενος καταβάλει προς τον Ιωάννη Χατζηιωάννου (Μ.3 επί του κατηγορητηρίου) το ποσό των €400.   Το ως άνω διάταγμα αναστέλλεται για περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του Κατηγορούμενου. 

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                         Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

                                                                                 Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] βλ. Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, Μακρή v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 15 και Κrzyszto Dygdalowicz v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 11/21 ημερομηνίας 4.11.22.

[2] βλ. Dygdalowicz (ανωτέρω) όπου γίνεται αναφορά στις Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104 και Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128.

[3] Στο αδίκημα της επίθεσης δεν επιβλήθηκε ποινή.

[4] Άρθρο 228(α), Κεφ. 154


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο