ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 2338/23

 

Δημοκρατία

ν.

1. Ζ.A.

2. R.H.

Κατηγορουμένων

 

 

4 Ιανουαρίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενο 1: κα Ο. Οικονόμου

Για Κατηγορούμενο 2: κα. Ο. Οικονόμου για κ. Χ. Φελλά

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι, κατόπιν δικής τους παραδοχής, επί τω ότι ενώ ήταν απαγορευμένοι μετανάστες και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στη Δημοκρατία, βρέθηκαν σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχουν την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105 (κατηγορία 1). Επιπλέον, ο Κατηγορούμενος 1, παραδέχθηκε ότι συνέδραμε ώστε, 26 απαγορευμένοι μετανάστες εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων  6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19 (1)(ζ) του Κεφ.105 (κατηγορία 3).

 

Α. Γεγονότα

 

Τα εκτεθέντα γεγονότα συνοψίζονται ως ακολούθως.

 

Στις 07.09.2023 και περί ώρα 02:20, το πλήρωμα σκάφους της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε φουσκωτό σκάφος εννέα περίπου μέτρων, να πλέει εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανοικτά του ακρωτηρίου του Κάβο Γκρέκο, με κατεύθυνση τις κυπριακές ακτές. Επέβαιναν στο σκάφος 27 πρόσωπα, Συριακής καταγωγής. Κρίθηκε ότι η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο μιας και η βάρκα στην οποία επέβαιναν ήταν υπερφορτωμένη και έμπαζε νερά. Ως εκ τούτου ενεργοποιήθηκε σχέδιο διάσωσης τους, το οποίο συντόνιζε το Κέντρο Συντονισμού, Έρευνας και Διάσωσης. Κατά την επιχείρηση διάσωσης, κατέφθασαν επί τόπου, δύο άκατοι της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, πάνω στις οποίες μετεπιβιβάστηκαν και μεταφέρθηκαν οι μετανάστες στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου, όπου και αποβιβάστηκαν. Το σκάφος επί του οποίου επέβαιναν οι μετανάστες, βυθίστηκε εν τέλει στο σημείο όπου εντοπίστηκε, λόγω της μεγάλης ποσότητας θαλάσσιου ύδατος που εισέρρευσε σε αυτό.

 

Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ήλεγξαν το καθεστώς τους και διαπίστωσαν πως πρόκειται για Σύριους υπηκόους, οι οποίοι ήταν, σύμφωνα με το Νόμο, απαγορευμένοι μετανάστες εφόσον δεν είχαν θεωρημένο από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαβατήριο αλλά ούτε και άδεια μετανάστευσης από την Κυπριακή Δημοκρατία. Σκοπός τους, ως ανέφεραν προφορικά, ήταν η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.

 

Στις 07.09.2023, εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον των Κατηγορουμένων, στη βάση μαρτυρίας που προέκυψε ότι ήταν εκ περιτροπής πηδαλιούχοι του σκάφους από το Λίβανο μέχρι και την Κύπρο. Την ίδια ημέρα, συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση.

 

Ο Κατηγορούμενος 1, σε ανακριτική κατάθεση του ανέφερε ότι ενόσω βρισκόταν στη Συρία, αποδέχθηκε πρόταση από λαθρέμπορους μεταναστών, όπως πλοηγήσει το φουσκωτό σκάφος από τον Λίβανο προς την Κύπρο, με αντάλλαγμα να μην καταβάλει ο ίδιος οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ως ‘’κόμιστρο’’ για το ταξίδι. Εν αντιθέσει με τον Κατηγορούμενο 1, ο Κατηγορούμενος 2 πλήρωσε στους λαθρεμπόρους, το ποσό των 3.000 δολαρίων, προκειμένου να του επιτραπεί να ταξιδέψει. Δεν είχε οποιοδήποτε άλλο ρόλο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι το ταξίδι διοργανώθηκε στη Συρία από ομάδα τεσσάρων αγνώστων για τις Κυπριακές αρχές, προσώπων, τα οποία βοηθούσαν τους μετανάστες να διασχίσουν τα σύνορα Λιβάνου-Κύπρου ενώ πριν την επιβίβαση των μεταναστών στο σκάφος και πριν την αναχώρηση αυτού προς την Κύπρο, έλαβαν από έκαστο μετανάστη, ποσό κυμαινόμενο από 3.000-3.200 δολάρια, ως αντίτιμο για το ταξίδι. Ο Κατηγορούμενος 1 ήταν το μοναδικό πρόσωπο που δεν κατέβαλε το ποσό αυτό.

 

Ως αναφέρθηκε, αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι, είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγορεύσεις Μετριασμού

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου 1, εστίασε στο νεαρό της ηλικίας του Κατηγορούμενου 1 (23 ετών), στις δύσκολες οικονομικές και άλλες προσωπικές περιστάσεις του ενώ παράλληλα τόνισε και τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, την άμεση παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του αλλά και το λευκό του ποινικό μητρώο. Περιπλέον, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη, το επιπόλαιο της ενέργειας του Κατηγορούμενου 1, το ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά και το ότι η διάπραξη των αδικημάτων από μέρους του Κατηγορούμενου 1, δεν είναι αποτέλεσμα συστηματικής εγκληματικής συμπεριφοράς, ούτε οργανωμένης διακίνησης παράνομων μεταναστών με σκοπό το κέρδος.

 

Παρόμοιες ήταν και οι εισηγήσεις του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2, ο οποίος επιπρόσθετα των πιο πάνω, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι, ως η θέση του, ο Κατηγορούμενος 2, δεν έπραξε τίποτα περισσότερο από ότι έπραξαν και οι υπόλοιποι μετανάστες που επέβαιναν στην βάρκα και οι οποίοι δεν έχουν προς τούτο κατηγορηθεί αλλά τουναντίον, βρίσκονται σε κέντρο φιλοξενίας μεταναστών. Με παραπομπή σε σχετική με το θέμα νομολογία, εισηγήθηκε ότι με δεδομένη τη μη δίωξη των υπολοίπων μεταναστών, ο ρόλος των οποίων δεν διαφοροποιείται από αυτόν του Κατηγορούμενου 2, η αρχή της ισότητας επιβάλλει όπως η μη δίωξη των υπολοίπων, επενεργήσει μετριαστικά προς όφελος του τελευταίου.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Τα υπό εξέταση αδικήματα τιμωρούνται αμφότερα, με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή πρόστιμο μέχρι €50.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές[1].  Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει δε να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι ως άνω προβλεπόμενες ποινές εισήχθησαν με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν οι ποινές που προβλέπονταν από το Κεφ. 105 αυξήθηκαν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα εν σχέσει με τα επίδικα αδικήματα, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή τόσο για το αδίκημα της κατηγορίας 1 όσο και για το αδίκημα της κατηγορίας 3, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5,000.   

 

 

Η αύξηση αυτή στις ποινές, που στην περίπτωση των επίδικων αδικημάτων ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με τα αδικήματα αυτά και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εν λόγω αδικημάτων. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, η οποία αφορούσε μεν σοβαρότερα αδικήματα (κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2)[2], του Κεφ. 105), με τα εκεί λεχθέντα όμως να τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ αναλογίαν και στην προκειμένη περίπτωση:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Επομένως ότι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν πρόσφατα από το Εφετείο, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από  το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, την παράνομη είσοδο, διέλευση και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνουμε πως το 2009, στην υπόθεση Deveci (ανωτέρω), μετά από άμεση παραδοχή, ο  Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη ∆ηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515 ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της, (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

 

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της ∆ηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στη δε πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές.  Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α,  εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας (23 ετών), με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Έχοντας αναφερθεί στην ανωτέρω νομολογία τονίζουμε βεβαίως ότι έχουμε κατά νου πως αυτή, με εξαίρεση την Ghouneym (ανωτέρω), αφορά τα αδικήματα του Κεφ. 105 (ως ίσχυε κατά τον χρόνο που αποφασίστηκαν), που έχουν ως συστατικό τους στοιχείο την αποκόμιση κέρδους, κατ’ αντίθεση με το αδίκημα της κατηγορίας 3 της παρούσας, χωρίς βεβαίως τούτο να αλλοιώνει τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης επί των δικών της όρων, ως αυτή πιο κάτω αναλύεται.  Επίσης έχουμε κατά νου, και το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε σε σχέση με την (τότε) προβλεπόμενη ποινή στην κάθε περίπτωση, η οποία δια του τροποποιητικού  Ν.46(Ι)/21, έχει αυξηθεί, τόσο σε ό,τι αφορά τα αδικήματα του άρθρου 19(2) και 19(ζ) που πραγματεύεται η παρούσα, όσο και του άρθρου 19Α.   

 

Στρεφόμενοι τώρα στην παρούσα και αρχίζοντας από τον Κατηγορούμενο 1, σημειώνουμε πως ό,τι αναδύεται από τις ενέργειες του, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του να συνδράμει στη συνωμοτική ομάδα των 4 προσώπων, τα οποία αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι παράνομα βοηθούσαν τους μετανάστες να διασχίσουν τα σύνορα Λιβάνου-Κύπρου, έναντι οικονομικού οφέλους που λάμβαναν από έκαστο πριν την επιβίβαση, το οποίο κυμαινόταν από 3.000-3.200 δολάρια, ως αντίτιμο για το ταξίδι. Βέβαια δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν λήπτης, έστω μέρους από τα χρήματα αυτά που πλήρωναν οι επιβαίνοντες.  

 

Όμως τούτο δεν μειώνει τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του, αφού ό,τι προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα είναι πως συμφώνησε να  βοηθήσει την ως άνω συνωμοτική ομάδα στο παράνομο έργο της πλοηγώντας τη βάρκα από το Λίβανο στην Κύπρο, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το ότι αφενός θα μεταφερόταν και ο ίδιος στην Κύπρο και αφετέρου δεν θα κατέβαλλε κόμιστρο. Αυτό ακριβώς το αντάλλαγμα που είχε λάβει με την προαναφερθείσα έννοια, εντείνει τη σοβαρότητα της παρούσας, εντός των πλαισίων της.   Ο ρόλος του επομένως δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι χωρίς τη συνδρομή του για να πλοηγεί τη βάρκα, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί.   Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί αφενός ο καθόλου αμελητέος αριθμός των προσώπων που μετέφερε, 26 στο σύνολο και αφετέρου ο προφανής κίνδυνος που διέτρεξαν οι εν λόγω επιβαίνοντες ως εκ του εγχειρήματος που ο ίδιος ανέλαβε. Και τούτο εφόσον σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο δεδομένου ότι η βάρκα στην οποία επέβαιναν ήταν υπερφορτωμένη και έμπαζε νερά, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται και από το ότι εν τέλει βυθίστηκε στο σημείο όπου εντοπίστηκε, λόγω της μεγάλης ποσότητας θαλάσσιου ύδατος που εισέρρευσε σε αυτήν, καθιστώντας σαφές πως εντελώς τυχαία δεν υπήρξαν θύματα.  

 

Δεν μας διαφεύγει βεβαίως πως σκοπός της μετανάστευσης του, ήταν η αναζήτηση καλύτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών διαβίωσης.  Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις δυσκολίες αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 1, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[3].

 

Στρεφόμενοι τώρα στον Κατηγορούμενο 2, πρέπει ευθέως να πούμε πως παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε επί των δικών του όρων, ο ρόλος του σαφώς διαχωρίζεται από αυτόν του Κατηγορούμενου 1 αφού σε αυτόν δεν αποδίδεται οποιαδήποτε συνδρομή, στην όλη διακίνηση των μεταναστών. Η διαφοροποίηση αυτή επιβάλλεται να αντανακλάται και στην ποινή που θα του επιβληθεί.  Ως προς το κίνητρο του που, ήταν και στη δική του περίπτωση η αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών εργασίας και διαβίωσης, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε, τα όσα αναφέραμε εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις των Κατηγορουμένων 1 και 2, έτσι που να μην συνιστά για αυτούς απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό μητρώο αμφότερων των Κατηγορουμένων, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση των συνηγόρων υπεράσπισης, ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία τους με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο.

 

-               Την άμεση παραδοχή τους, η οποία περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα τους επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

-               Τη μεταμέλεια τους ως εμφαίνεται από την παραδοχή τους αλλά και από την απολογία τους, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου των συνηγόρων τους.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων, όπως αυτές περιγράφονται στις Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, τις οποίες οι συνήγοροι τους υιοθέτησαν.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι πρόκειται για άτομα σχετικά νεαρής ηλικίας, αφού πρόκειται για άτομα ηλικίας 23 και 24 ετών αντίστοιχα, προερχόμενα από πολυμελείς, φτωχές οικογένειες, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Για τον Κατηγορούμενο 1 λαμβάνουμε επίσης υπόψη, την απώλεια του μεγαλύτερου αδελφού και των γονέων του σε πρόσφατο σεισμό στη Συρία, για τον δε Κατηγορούμενο 2 την απώλεια τόσο του πατέρα του, όσο και του αδελφού του, στον εν λόγω φονικό σεισμό.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης στους οικείους των Κατηγορουμένων 1 και 2 και δη στα αδέλφια του Κατηγορούμενου 1, τα οποία διαμένουν με συγγενείς ένεκα της απώλειας των γονέων τους, αλλά και στις αδελφές και στη μητέρα του Κατηγορούμενου 2, οι οποίες εξαρτώνται από τον ίδιο για τη διαβίωση τους και οι οποίες δεν έχουν λάβει νέα του Κατηγορούμενου 2 για όσο χρόνο τελεί σε κράτηση, ούτε και ο τελευταίος δικά τους.   Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται υπόψη και η γενικότερη αγωνία που βιώνουν οι Κατηγορούμενοι αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).   

 

Τέλος, σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, αναγνωρίζουμε ως επιπρόσθετο μετριαστικό παράγοντα, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι, παράνομοι μετανάστες που βρίσκονταν μαζί του στη βάρκα, δεν έχουν διωχθεί. Κρίνουμε επί τούτου ότι πράγματι, δεν δόθηκε κάποια εξήγηση για τη µη δίωξη των άλλων επιβαινόντων στο σκάφος, που δεν έπραξαν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ό,τι διέπραξε ο Κατηγορούμενος 2.  Ήταν πρόσωπα μάλιστα, γνωστά στις αρχές, μιας και είχε προηγηθεί σύμφωνα με τα γεγονότα, ο έλεγχος του καθεστώτος τους και η μετέπειτα διαπίστωση της καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό, μπορεί να µην αναιρεί την ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου 2 σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά όμως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που επενεργεί υπέρ της έκπτωσης της ποινής, η οποία άλλως πως θα ήταν σαφώς αυστηρότερη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος[4].

 

Ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 Α.Α.Δ 371:

 

«Η Δικαιοσύνη δεν µπορεί να µείνει ουδέτερη µπροστά στη χρήση διάφορου µέτρου στη µεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγµατος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασµένη κατά πάντα χρόνο µε την ισότητα. ∆εν διαγράφει βέβαια το έγκληµα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιµωρήσει για το αδίκηµα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να µειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθµό που να µετριάζει το αίσθηµα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη µεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό µετριάζεται αφενός η ανισότητα στη µεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η ∆ικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθµό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγµατος, που δεσµεύει τις ∆ικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νοµοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώµατα περιλαµβανοµένου του δικαιώµατος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγµατος).»

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση. Θεωρούμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στους Κατηγορούμενους 1 και 2 τις ακόλουθες ποινές:

Στον Κατηγορούμενο 1 στην 1η κατηγορία, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 12  μηνών και στην 3η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Στον Κατηγορούμενο 2, στην 1η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Παρότι, εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης που ήθελε επιβληθεί, υπήρξε μόνο από μέρους του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2, ενόψει του ύψους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε και στον Κατηγορούμενο 1,  προχωρούμε να εξετάσουμε και σε σχέση με αυτόν, κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης που έχουμε ήδη επιβάλει.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής των Κατηγορουμένων, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης, αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει.  Τυχόν δε αναστολή των ποινών φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.   

 

Επομένως, οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί θα είναι άμεσες και καθ’ όσον αφορά στον Κατηγορούμενο 1 θα συντρέχουν.  

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 15.09.2023.

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 



[1] Άρθρο 19(2) και 19 (1) (ζ) του Κεφ. 105, αντιστοίχως προς τις κατηγορίες 1 και 3.

[2] 19Α(2) Πρόσωπο το οποίο µε πρόθεση και µε σκοπό την αποκόµιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειµένου να διαµείνει στη ∆ηµοκρατία ή σε άλλο κράτος µέλος, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόµου ή της οικείας νοµοθεσίας του εν λόγω κράτους µέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιµωρείται µε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή µε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές.

[3] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15

[4] Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 141/2023,  ημερ. 20.10.2023, Λούκας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 35/2022, ημερ. 25.01.2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο