ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 2705/23

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

M.M.A.

Κατηγορούμενου

 

24 Ιανουαρίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενο: κα Ο. Οικονόμου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες.

 

Συγκεκριμένα, επί τω ότι ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, βρέθηκε εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια[1] (κατηγορία 1), ότι με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους παρείχε βοήθεια σε 109 απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία συνεργώντας με άλλο πρόσωπο[2] (κατηγορία 2), ότι συμμετείχε  ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης σε διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με το λαθρεμπόριο μεταναστών, δια της συμφωνίας με άγνωστο πρόσωπο, ώστε να λάβει συνολικά το ποσό των 30.000 δολαρίων ως κέρδος, προκειμένου να μεταφέρει με βάρκα 109 απαγορευμένους μετανάστες στο έδαφος της Δημοκρατίας[3] (κατηγορία 6), καθώς και ότι συνωμότησε με το παραπάνω, άγνωστο πρόσωπο το οποίο ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης, να λάβει το ποσό των 30.000 δολαρίων γνωρίζοντας ότι το ποσό αυτό, αποτελούσε έσοδο από παράνομες δραστηριότητες λαθρεμπορίας μεταναστών[4] (κατηγορία 16).  

 

Α. Γεγονότα

 

Τα εκτεθέντα γεγονότα συνοψίζονται ως ακολούθως.

 

Στις 28.10.2023 και ώρα 18:40, το πλήρωμα αστυνομικής ακάτου της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε ξύλινη βάρκα δέκα περίπου μέτρων, να πλέει ακυβέρνητη, εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, 10,5 ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου του Κάβο Γκρέκο, με κατεύθυνση τις κυπριακές ακτές. Σε αυτήν επέβαιναν 110 άτομα, εκ των οποίων 37 παιδιά (27 εξ αυτών ασυνόδευτα), 4 γυναίκες και 69 άνδρες. Κρίθηκε ότι η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, δεδομένου ότι η βάρκα ήταν υπερφορτωμένη. Ως εκ τούτου ενεργοποιήθηκε σχέδιο διάσωσης τους, το οποίο συντόνιζε το Κέντρο Συντονισμού, Έρευνας και Διάσωσης. Κατά την επιχείρηση διάσωσης, η ξύλινη βάρκα ρυμουλκήθηκε από άκατο της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας και κατέπλευσε με ασφάλεια στην Μαρίνα Αγίας Νάπας, όπου όλοι οι μετανάστες αποβιβάστηκαν. Το σκάφος επί του οποίου επέβαιναν, ρυμουλκήθηκε μετέπειτα στη στεριά.  

 

Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, μέλος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ήλεγξε το καθεστώς τους και διαπίστωσε πως όλοι οι επιβαίνοντες, πλην του Λιβάνιου Κατηγορούμενου, ήταν Σύριοι υπήκοοι και ουδείς εξ αυτών είχε στην κατοχή του θεωρημένο διαβατήριο ή άδεια μετανάστευσης. Ως εκ τούτου θεωρήθηκαν, σύμφωνα με το Νόμο, απαγορευμένοι μετανάστες, οι οποίοι δήλωσαν ότι, τα ξημερώματα της 28.10.23 αναχώρησαν, ως υπέθεσαν, από την πόλη Ταρτούς της Συρίας, με προορισμό την Κύπρο προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν, κατέβαλαν σε Σύριους λαθρεμπόρους μεταναστών στη Συρία, ποσά κυμαινόμενα από 2.000 μέχρι 3.000 δολάρια. Υπέδειξαν δε τον Κατηγορούμενο, ως το άτομο το οποίο πλοήγησε τη βάρκα από τη Συρία προς την Κύπρο.

 

Στις 29.10.23 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο και ανέφερε ότι κατάγεται από το Λίβανο και ότι είναι ψαράς στο επάγγελμα, καταρτισμένος στη ναυτική τέχνη. Η ξύλινη βάρκα με την οποία αφίχθηκαν  στην Κύπρο ο ίδιος και οι υπόλοιποι μετανάστες είναι δικής του ιδιοκτησίας. Στο Λίβανο, συμφώνησε με κάποιο Σύριο γνωστό ως ‘Abu Ali’, επί κεφαλής ομάδας λαθρεμπορίας μεταναστών, όπως λάβει το ποσό των 20.000 δολαρίων ως αντίτιμο για τη χρήση της βάρκας του και επιπλέον άλλα 10.000 δολάρια προκειμένου να την πλοηγήσει και να επιτευχθεί ο σκοπός του λαθρεμπορίου μεταναστών και της εισόδου τους στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το ταξίδι προς την Κύπρο ξεκίνησε τις πρωινές ώρες της 28.10.23, από την παραλιακή πόλη Arida του Λιβάνου και όχι από την Ταρτούς της Συρίας, ως πεπλανημένα αντιλήφθηκαν οι μετανάστες. Πλοήγησε τη βάρκα μέχρι κάποιο σημείο, όπου οι μετανάστες κατέφθασαν με τέσσερα μικρότερα σκάφη, τα οποία πλοηγούσαν κουκουλοφόροι, μέλη της ομάδας λαθρεμπορίας μεταναστών. Ακολούθως, οι μετανάστες μετεπιβιβάστηκαν στη δική του βάρκα για να ξεκινήσει το ταξίδι. Δήλωσε ότι ένας από τους λόγους που τον ώθησαν να εμπλακεί στην υπόθεση, είναι το γεγονός ότι οι Αρχές του Λιβάνου, του απαγόρευσαν να ασκεί το επάγγελμα του ψαρά καθότι εναντίον του υπάρχουν πληροφορίες ότι ασχολείται με το λαθρεμπόριο μεταναστών.

 

Στις 29.10.2023, εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου και την ίδια ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, το οποίο διέταξε την προφυλάκιση του για περίοδο οκτώ ημερών. Έκτοτε, τελεί υπό κράτηση.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι το ταξίδι διοργανώθηκε από διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών η οποία δρα στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο. Πρόκειται σύμφωνα με τον Νόμο για εγκληματική οργάνωση που δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Έκαστος μετανάστης κατέβαλε στην εγκληματική οργάνωση ποσό, κυμαινόμενο από 2.000-3.000 δολάρια ως αντίτιμο για το ταξίδι, πλην του Κατηγορούμενου. Δεν υπάρχει  μαρτυρία ότι έχει λάβει ή αποκτήσει στην κατοχή του ο Κατηγορούμενος, ολόκληρο ή μέρος του χρηματικού ποσού των 30.000 δολαρίων, το οποίο συμφώνησε να εισπράξει από την εγκληματική οργάνωση για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε.

 

Ο Κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση Μετριασμού

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, την άμεση παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του, το λευκό του ποινικό μητρώο, όπως και το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος εν τέλει, δεν έλαβε το ποσό, το οποίο είχε συμφωνήσει να λάβει προκειμένου να μεταφέρει τους μετανάστες στην Κύπρο.  Επιπρόσθετα ζήτησε όπως προσμετρήσουν υπέρ του οι δύσκολες οικονομικές και άλλες προσωπικές περιστάσεις του, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και εισηγούμενη ότι η διάπραξη των αδικημάτων, οφείλεται στην οικονομική του δυσπραγία και πιο συγκεκριμένα στο ότι αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα νοσηλείας του πατέρα του, ο οποίος πάσχει από καρκίνο, αφού το ύψος τους ξεπερνούσε τον βασικό μισθό που λάμβανε ο Κατηγορούμενος στη χώρα του.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Σε ό,τι αφορά το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία (κατηγορία 5), που είναι και το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 15 έτη ή πρόστιμο μέχρι €100.000 ή και οι δύο αυτές ποινές[5]. Το δε αδίκημα της κατηγορίας 16, επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 14 έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο αυτές ποινές[6]. Σε ότι αφορά στο αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη (κατηγορία 1), προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή πρόστιμο μέχρι €50.000 ή και οι δύο αυτές ποινές[7], ενώ ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη προνοείται και για το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών (κατηγορία 6) διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με πρόστιμο μέχρι Λ.Κ.10.000 (€17,086.00) [8].

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι ως άνω προβλεπόμενες ποινές σε ό,τι αφορά τη σοβαρότερη κατηγορία (κατηγορία 5) αλλά και την κατηγορία 1, εισήχθησαν με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν οι ποινές που αρχικώς προβλέπονταν από το Κεφ. 105 για τα συγκεκριμένα αδικήματα, αυξήθηκαν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα εν σχέσει με αυτά, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της κατηγορίας 1, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5,000 και για το αδίκημα της κατηγορίας 5 ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.20.000.   

 

Η αύξηση αυτή στις ποινές, που στην περίπτωση της κατηγορίας 1 ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή και της κατηγορίας 5 φτάνει σχεδόν στο διπλάσιο, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με τα αδικήματα αυτά και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εν λόγω αδικημάτων. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν στην ως άνω πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από  το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί, δεδομένου και του ότι το σοβαρότερο αδίκημα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος αφορά στο άρθρο 19Α (βλ. κατηγορία 5), ότι με βάση το άρθρο 19Α(3) αποτελούν επιβαρυντικές περιστάσεις πρώτον το εάν το αδίκηµα διαπράχθηκε στο πλαίσιο δράσης εγκληµατικής οργάνωσης, κατά την έννοια του άρθρου 63Β του Ποινικού Κώδικα[9] και δεύτερον αν η διάπραξη του αδικήµατος έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των υπηκόων τρίτων χωρών κατά των οποίων αυτό στρεφόταν.

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, την παράνομη είσοδο, διέλευση και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Στην υπόθεση Deveci ν. Αστυνομίας  (2009) 2 Α.Α.Δ 80, μετά από άμεση παραδοχή, ο  Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη ∆ηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515 ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία, ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της, (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

 

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της ∆ηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στη δε πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές.  Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α, εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας 23 ετών, με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας, ό,τι αξίζει να σημειωθεί, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του Κατηγορούμενου να συμμετάσχει σε διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, με διεθνική δράση εκτεινόμενη στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο, υποβοηθώντας με τη συμμετοχή του στην προαγωγή και εν τέλει στην ολοκλήρωση του σκοπού της, που δεν ήταν άλλος βέβαια από το λαθρεμπόριο μεταναστών έναντι αμοιβής, αφού ως λέχθηκε, τα πρόσωπα αυτά κατέβαλαν από 2000-3000 δολάρια έκαστος, για τη μεταφορά τους.  Ο ρόλος του επομένως δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι η συνδρομή του ήταν καταλυτική ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, μιας και χωρίς να παραχωρήσει και να πλοηγήσει τη βάρκα, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί. Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί και το ότι έδρασε βάσει σχεδίου και προγραμματισμού, αφού σύμφωνα με τα γεγονότα προκύπτει πως βάσει της συνεννόησης που υπήρξε, ο Κατηγορούμενος πλοήγησε το σκάφος του μέχρι κάποιο σημείο και οι μετανάστες κατέφθασαν εκεί με τέσσερα μικρότερα σκάφη τα οποία πλοηγούσαν κουκουλοφόροι, μέλη της ομάδας λαθρεμπόρων μεταναστών, απ’ όπου μετεπιβιβάστηκαν στο δικό του σκάφος. Οι δε ενέργειες του δεν έγιναν αφιλοκερδώς, αλλά αντιθέτως έγιναν έναντι αδρής αμοιβής που συμφώνησε να λάβει και η οποία ανήρχετο στο ποσό των 30.000 δολαρίων, ενώ παράλληλα σημειώνουμε και το ότι ο ίδιος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη μετάβαση του στην Κύπρο, ως οι λοιποί επιβαίνοντες.

 

Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται, αφενός, ο μεγάλος αριθμός των προσώπων που μετέφερε, 109 στο σύνολο, μεταξύ των οποίων υπήρχε και αξιοσημείωτος αριθμός παιδιών, ήτοι 37, εκ των οποίων μάλιστα τα 27 ήταν ασυνόδευτα και αφετέρου, ο προφανής κίνδυνος που διέτρεξαν όλοι οι επιβαίνοντες ως εκ του εγχειρήματος που ο ίδιος ανέλαβε. Και τούτο εφόσον σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, δεδομένου ότι η βάρκα στην οποία επέβαιναν ήταν υπερφορτωμένη, εξ ου και ενεργοποιήθηκε (επιτυχώς) σχέδιο διάσωσης τους.

 

Το γεγονός δε ότι η ομάδα αυτή συνιστά, ως προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα, εγκληματική οργάνωση εν τη εννοία του άρθρου 63Β του Κεφ. 154[10], συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα εν σχέσει με τη σοβαρότερη εκ των κατηγοριών που αντιμετωπίζει (κατηγορία 5), ενώ σε σχέση τόσο με την κατηγορία 5 όσο και την κατηγορία 6 προσμετρούμε ως επιβαρυντικό στοιχείο κατ’ αρχάς τον προσχεδιασμό που υπήρξε, τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κατηγορούμενος στο όλο εγχείρημα, παρότι δεν ήταν ο ίδιος εκ των «εγκεφάλων» της οργάνωσης, τον μεγάλο αριθμό προσώπων που μεταφέρθηκαν, το γεγονός ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 37 παιδιά (27 εκ των οποίων ασυνόδευτα), το ότι μεταφέρθηκαν υπό συνθήκες που εγκυμονούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τους καθώς και το ύψος του ποσού που ο Κατηγορούμενος συμφώνησε να λάβει για τον όλο ρόλο που θα διαδραμάτιζε και το οποίο ανέρχεται στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 30.000 δολαρίων.

 

Βέβαια το γεγονός πως εν τέλει δεν έλαβε το εν λόγω ποσό, σίγουρα είναι υπόψη μας και συνεκτιμάται υπέρ του, όμως επί τούτου δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως η μη λήψη του, δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα τυχόν δεύτερων σκέψεων που έκανε ο ίδιος, αλλά μάλλον αποτέλεσμα της ίδιας της εξέλιξης των γεγονότων, οι οποίες δεν το επέτρεψαν.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης πως σκοπός τόσο της εμπλοκής του όσο και της μετανάστευσης του, ήταν η αναζήτηση καλύτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών διαβίωσης, καλύτερης εργασίας αλλά και η εξασφάλιση των απαιτούμενων χρημάτων για τη νοσηλεία του πατέρα του ο οποίος πάσχει από καρκίνο τελικού σταδίου.  Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις δυσκολίες αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, ως και το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με ευρύτερα προβλήματα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[11].

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τις σοβαρές συνέπειες που η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις του Κατηγορούμενου, έτσι που να μην συνιστά για αυτόν απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό του μητρώο, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση της συνηγόρου του, ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία του με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο, όπου ουσιαστικά μέσω της ομολογίας του παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

-               Την άμεση παραδοχή του στις κατηγορίες, η οποία περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-               Τη μεταμέλεια του ως εμφαίνεται από τη συνεργασία του με την αστυνομία, την ομολογία του κατά το ανακριτικό στάδιο αλλά και την άμεση παραδοχή και απολογία του, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου του.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, ως αυτές περιγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερ. 28.12.23 και όπως αυτές περαιτέρω αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τη συνήγορο του.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 46 ετών, κατάγεται από το Λίβανο και προέρχεται από πολυμελή οικογένεια, χαμηλού κοινωνικού, οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου. Έχει άλλα 11 μικρότερα αδέλφια, ένα εκ των οποίων βρίσκεται στην Κύπρο με το καθεστώς αιτητή ασύλου, ενώ τα υπόλοιπα ευρίσκονται στο Λίβανο.  Η μητέρα του, η οποία απασχολείτο ανέκαθεν με τα οικιακά, απεβίωσε προ τριμηνίας ένεκα προβλημάτων υγείας που παρουσίασε σε ηλικία 63 ετών ενώ ο πατέρας του, ηλικίας 64 ετών, ο οποίος εργαζόταν ως ψαράς, πάσχει από καρκίνο τελικού σταδίου και ακολουθεί θεραπείες με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει να εργάζεται. 

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι πρόκειται για άτομο που δεν ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στο σχολείο, την οποία και διέκοψε στην Α’ Γυμνασίου, ότι από την παιδική του ηλικία βοηθούσε τον πατέρα του στο ψάρεμα, ότι εξέτισε τη στρατιωτική του θητεία και τα τελευταία 23 χρόνια απασχολείτο επαγγελματικά με το ψάρεμα, ότι είναι έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών ηλικίας 17,15, 13 και 8 ετών, τα οποία διαμένουν στο Λίβανο με τη σύζυγο του η οποία ασχολείται με τα οικιακά καθώς και ότι ένα εκ των παιδιών του αντιμετωπίζει, εκ γενετής καρδιολογικής φύσης προβλήματα.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης στους οικείους του Κατηγορούμενου και δη στα ανήλικα παιδιά και τη σύζυγο του, οι οποίοι εξαρτώνται από τον ίδιο για τη διαβίωση τους αλλά στον πατέρα του, ο οποίος ευρίσκεται στο τελικό στάδιο καρκίνου και προσβλέπει στη συνεισφορά του Κατηγορούμενου για κάλυψη των εξόδων θεραπείας του, αφού ο ίδιος ως ήδη λέχθηκε δεν εργάζεται.  Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται υπόψη και η γενικότερη αγωνία που βιώνει ο Κατηγορούμενος αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).   

 

Περιπλέον, λαμβάνουμε υπόψη τους λόγους οι οποίοι τον ώθησαν να έρθει στην Κύπρο ως αυτοί ανωτέρω αναφέρθηκαν, αλλά και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν λήπτης της αμοιβής που κατέβαλαν οι μετανάστες καθώς και ότι το ποσό που συμφώνησε να λάβει για το ρόλο που θα διαδραμάτιζε εν τέλει δεν το έλαβε, με τις επισημάνσεις βεβαίως στις οποίες προβήκαμε ανωτέρω επί των ζητημάτων αυτών.

 

Τέλος, προσθέτουμε πως, παρά τη μη διατύπωση οποιουδήποτε παραπόνου προς τούτο, προσμετρά προς όφελος του και το ότι είναι ο μόνος από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ο οποίος εν τέλει τιμωρείται (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση.

 

Θεωρούμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

 

Στην 1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 1 έτους.

 

Στην 5η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 5 ετών.

 

Στην 6η κατηγορία ποινή φυλάκισης  3 ετών.


Στην 16η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 ετών

 

Οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί να συντρέχουν.

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 03.11.2023.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 19A(1) του του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105.

 

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 11(ΙΙΙ)/2003 και των άρθρων 6(1)(a), 6(2)(b), 6(3)(a),(b) του Τρίτου Μέρους του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

 

[4] Κατά παράβαση του άρθρου 5 του Ν. 11(ΙΙΙ)/2003 και του άρθρου 6(1)(b)(ιι) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

[5] Άρθρο 19Α(1) του Κεφ. 105.

 

[6] Άρθρο 4(1) του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 έως 2000.

 

[7] Άρθρο 19 (2) του Κεφ. 105.

 

[8] Άρθρο 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικός) Νόμος του 2003.

[9] Με βάση δε το άρθρο 63Β του Κεφ. 154, ο όρος ‘εγκληµατική οργάνωση’ σηµαίνει διαρθρωµένη οµάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί µε σκοπό την τέλεση ποινικών αδικηµάτων που τιµωρούνται µε µέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών ετών.

[10] Σχετικές είναι και οι λεπτομέρειες της κατηγορίας 6 και ο ορισμός της φράσης «organized criminal group» άρθρο 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, ο οποίος εμπεριέχει τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης εν τη εννοία του άρθρου 63Β του Κεφ. 154.

[11] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο