ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 3574/2021

 

Δημοκρατία

 

v.

 

  1. Ζ.Π.

                                                          2. Ε.Μ.

                                                          3. Σ.Ε.

                                                          4. Μ.Δ.

Κατηγορούμενων

 

25 Ιανουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την κατηγορούσα αρχή:  κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον κατηγορούμενο 2: κ. Ν. Δημητρίου

Κατηγορούμενος 2 παρών

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Ο Kατηγορούμενος 2, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 1) ενώ στη συνέχεια, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα της ληστείας, κατά παράβαση του άρθρου 282 του ίδιου Nόμου (κατηγορία 2).

 

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνουμε πως για τα ίδια αδικήματα κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος 1 με δική του παραδοχή και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 και 4 ετών αντίστοιχα, ενώ οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν από τις εν λόγω κατηγορίες στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη.

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα όπως διαπιστώθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία έχουν ως ακολούθως:

 

Κατά την 16.6.21 η Παραπονούμενη είχε επιστρέψει στο σπίτι της γύρω στις 20:00 από κάποια επίσκεψη, πήγε ακολούθως στο κρεβάτι στις 21:30 και στις 23:40 ενώ κοιμόταν, διαρρήχθηκε η κατοικία της που βρίσκεται στη Δεκέλεια.  Συγκεκριμένα θρυμματίστηκε με τη χρήση εργαλείου που ομοίαζε με κλειδί αλλαγής ελαστικού οχήματος, η γυάλινη τζαμαρία του καθιστικού της κατοικίας της.  Εισήλθαν εντός της κατοικίας δύο άτομα εκ των οποίων ο ένας ήταν ο πρώην πρώτος Κατηγορούμενος αλλά το δεύτερο άτομο δεν ήταν ο δεύτερος Κατηγορούμενος.  Η Παραπονούμενη τους φώναξε να φύγουν, αλλά συνέχισαν να θρυμματίζουν την τζαμαρία και αντιλαμβανόμενη ότι θα εισέρχονταν εντός της κατοικίας, έτρεξε προς το υπνοδωμάτιο της κλείνοντας στο πέρασμα της την πόρτα του διαδρόμου και ασφαλίζοντας την με σύρτη.  Οι δύο διαρρήκτες κατάφεραν δυνατά λακτίσματα στην ξύλινη πόρτα, την οποία και θρυμμάτισαν και με τη χρήση πραγματικής βίας απέσπασαν από το λαιμό της μια χρυσή καδένα με σταυρό που φορούσε και από τον καρπό της μια χρυσή καδένα χεριού, περιουσία συνολικής αξίας €2400. Αφού απέκτησαν την κατοχή αυτών των αντικειμένων, τράπηκαν σε φυγή. 

 

Ως προς την εμπλοκή του Κατηγορούμενου 2 σημειώνουμε ότι στη βάση των καταθέσεων του Τεκμήρια 6 και 7, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι τη μέρα που κλάπηκαν τα χρυσαφικά από την Παραπονούμενη, ο Κατηγορούμενος 2 είχε βρεθεί με συγκεκριμένο πρόσωπο (καλούμενο το «πρώτο πρόσωπο») ο οποίος τον ρώτησε αν γνώριζε κάπου που υπήρχαν χρυσαφικά για να κλέψουν και αυτός του είπε ότι έχει μια θεία του, μεγάλη σε ηλικία, η οποία διαμένει στην περιοχή της ΑΗΚ, η οποία έχει πολλά χρυσαφικά τα οποία φορεί πάνω της.  Εν συνεχεία υπήρξε διευθέτηση στο πλαίσιο της οποίας συμφώνησε με το «πρώτο πρόσωπο» να μεταβεί αργά το βράδι της επίδικης ημερομηνίας (22:40) και να συναντήσει άγνωστο στον ίδιο πρόσωπο (αλλά γνωστό του πρώτου προσώπου- ήτοι τον πρώην Κατηγορούμενο 1) και να τον μεταφέρει στην κατοικία της θείας του (δηλαδή της Παραπονούμενης) με σκοπό την κλοπή των χρυσαφικών της, την πώληση τους και λήψη μέρους των χρημάτων από τον Κατηγορούμενο 2.  Η εν λόγω διευθέτηση, άρχισε να υλοποιείται με τον Κατηγορούμενο 2 να παραλαμβάνει τον πρώην Κατηγορούμενο 1 από το συμφωνηθέν σημείο και να τον μεταφέρει στο σπίτι της Παραπονούμενης με το όχημα του, από όπου ο τελευταίος κατέβηκε κρατώντας ένα σκεπάρνι και έχοντας βάλει μια φανέλα του Κατηγορούμενου 2 που βρήκε εκεί για να καλύψει το πρόσωπο του καθώς και ένα ζευγάρι γάντια, που επίσης ανήκαν στον Κατηγορούμενο 2. Αποτέλεσε επίσης κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι παρόλο που δεν αναφέρεται ρητώς στην κατάθεση του Κατηγορούμενου 2, ως μέρος της διευθέτησης είχε συμφωνηθεί ότι θα γινόταν διάρρηξη της οικίας για να επιτευχθεί είσοδος, εξ ου και ο πρώην Κατηγορούμενος 1 μετέφερε μαζί του σκεπάρνι και ο Κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκε την κατηγορία της διάρρηξης, παρά το ότι ο ίδιος ουδέποτε εισήλθε στην οικία της Παραπονούμενης ούτε έλαβε ενεργό μέρος στην επίτευξη της εισόδου, αφού βρισκόταν πάντα στο όχημα του. 

 

Κρίθηκε όμως περαιτέρω ότι το σύνολο των στοιχείων συνολικά συνεκτιμούμενων, οδηγούσαν αναμφίβολα στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι η διευθέτηση πέραν της  διάρρηξης διαλάμβανε την επαφή με την Παραπονούμενη επί της οποίας ευρίσκοντο τα χρυσαφικά και συνακόλουθα τη χρήση βίας ή έστω απειλή χρήσης της για την απόσπαση των χρυσαφικών που, σύμφωνα με τη θέση του Κατηγορούμενου 2, η Παραπονούμενη φορούσε πάνω της.  Δοθείσης δε της διαπίστωσης περί διευθέτησης η οποία διαλάμβανε τόσο τη συμφωνία για να διαρρήξουν την κατοικία όσο και τη χρήση βίας ή απειλή χρήσης της με σκοπό να αποσπάσουν χρυσαφικά που η Παραπονούμενη έφερε πάνω της, δηλαδή ληστεία, αποτέλεσε κατάληξη του Δικαστηρίου πως το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 οδήγησε στην κατοικία της Παραπονούμενης το πρόσωπο που θα διενεργούσε τις αναγκαίες ενέργειες προς επίτευξη των συμφωνηθέντων, το ότι τον άφησε να πάρει τα γάντια του καθώς και τη φανέλα του για να καλύψει το πρόσωπο του, αλλά και η παρουσία και αναμονή του έξω από την κατοικία, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως παθητικές συμπεριφορές, αλλά ενέργειες παροχής βοήθειας και ενθάρρυνσης εν τη εννοία του άρθρου 20.  Εξ ου και  μόλις το εν λόγω πρόσωπο βγήκε τρέχοντας από την κατοικία της Παραπονούμενης, ο Κατηγορούμενος 2 τον ανέμενε, τον ρώτησε αν κατάφερε να κλέψει οτιδήποτε και ακολούθως έφυγαν μαζί από εκεί. 

 

Σε συνέχεια όμως των ανωτέρω, αποτέλεσε περαιτέρω κατάληξη του δικαστηρίου ότι από τις καταθέσεις του Κατηγορούμενου 2 και δη από το Τεκμήριο 6 αναδύεται αναμφίβολα και η διαμόρφωση ενός κοινού παράνομου σκοπού εν τη εννοία του άρθρου 21 του Κεφ. 154, μεταξύ του ιδίου του Κατηγορούμενου 2, του πρώτου προσώπου με το οποίο συνομίλησε αρχικά και του πρώην Κατηγορούμενου 1, ο οποίος σκοπός δεν ήταν άλλος από τη διάρρηξη και απόσπαση (κλοπή) των χρυσαφικών της Παραπονούμενης, με την παρανομία της κοινής αυτής επιδίωξης να καθιστά υπεύθυνους όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένου και του Κατηγορούμενου 2, για κάθε επί μέρους ενέργεια τους στα πλαίσια της πραγμάτωσης της, εφόσον η εν λόγω ενέργεια δεν εξήρχετο των πλαισίων της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού.  Για  λόγους δε που επεξηγούνται στην σχετική απόφαση, κρίθηκε πως η ληστεία δεν εξήρχετο των πλαισίων της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού, εξ ου και αποτέλεσε περαιτέρω κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι η ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου 2 στοιχειοθετείτο και στη βάση του άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. 

 

Ο Κατηγορούμενος 2 δεν πήρε οτιδήποτε από τα κλοπιμαία αλλά μέσω της οικογένειας του προσέφερε αποζημίωση στην Παραπονούμενη, η οποία δεν την αποδέχθηκε.  Είναι δε λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση προς μετριασμό

 

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2, ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη, η παραδοχή του Κατηγορούμενου 2 στην κατηγορία 1, εισηγούμενος ότι και στην κατηγορία 2 προέβη «κατ’ ουσίαν σε παραδοχή», αφού παραδέχθηκε τα σχετικά γεγονότα, η ακρόαση αφορούσε ουσιαστικά νομικό ζήτημα και στο πλαίσιο της δεν κλήθηκε η Παραπονούμενη να καταθέσει.  Περαιτέρω ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, η μεταμέλεια και απολογία του, το νεαρό της ηλικίας του καθώς και το γεγονός ότι εν τέλει δεν απεκόμισε οποιοδήποτε όφελος και ότι παρά ταύτα η οικογένεια του προσέφερε στην Παραπονούμενη αποζημίωση, την οποία αυτή δεν αποδέχθηκε. Επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το ρόλο του, εισηγούμενος πως δεν ήταν ο ιθύνων νους της υπόθεσης αλλά «ο τελευταίος τροχός της αμάξης» και ότι εν αντιθέσει με τον Κατηγορούμενο 1, δεν ήταν εκ των προσώπων που εισήλθαν στην οικία της Παραπονούμενης ούτε ήρθε σε επαφή με αυτήν. Περιπλέον κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και τις προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τονίζοντας τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, σε σχέση με τα οποία υιοθέτησε και την έκθεση του θεράποντος ιατρού του (βλ. Τεκμήριο Β).

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Αναμφίβολα, τα αδικήματα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος 2, είναι σοβαρά.  Ενδεικτική της σοβαρότητάς τους, είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερ. 25.11.16 και Δημοκρατία v Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.22).

 

Για το αδίκημα της ληστείας, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 14 χρόνων, όμως όταν ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της ληστείας, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου. Εν προκειμένω, με δεδομένο ότι κατά τη διάπραξη της ληστείας χρησιμοποιήθηκε σωματική βία σε βάρος της Παραπονούμενης, είναι προφανές ότι η ποινή που τυγχάνει εφαρμογής είναι η δια βίου φυλάκιση. Για δε το αδίκημα της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύχτας, με σκοπό την κλοπή, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 χρόνια.

 

Η σοβαρότητα βέβαια αμφότερων των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, προκύπτει από τη φύση τους και έχει σκιαγραφηθεί στο πλαίσιο της απόφασης μας σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 1, όπου αναφέραμε τα εξής:  

 

«Ειδικότερα για το αδίκημα της ληστείας, έχει πολλάκις νομολογηθεί[1] πως πρόκειται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που προκαλεί κυρίως αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες, αφού στρέφεται τόσο εναντίον της περιουσίας όσο και εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, προκαλώντας σωματικό πόνο ή και τρόμο στο θύμα κατόπιν άσκησης σωματικής ή και ψυχολογικής βίας σ' αυτό. Είναι δηλαδή αδίκημα, το οποίο ενέχει στοιχεία επικινδυνότητας και βλάβης στο θύμα, το οποίο καθίσταται έρμαιο στις διαθέσεις του εγκληματία, ο οποίος ενεργεί από θέση ισχύος. Είναι αδίκημα που ενέχει επίδειξη βίας με σκοπό τον εκφοβισμό και εξαναγκασμό του θύματος και παραβιάζει κάθε έννοια πολιτισμένης συμπεριφοράς, προκαλεί ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνει συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.

 

Επισημαίνεται εδώ ότι τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος 1, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της παλαιάς αλλά δυστυχώς ακόμα επίκαιρης διαπίστωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως αδικήματα κατά της περιουσίας αλλά και αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της βίας, ανεξάρτητα από την ακριβή μορφή που λαμβάνουν, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, και παρατηρείται έξαρση στη διάπραξη τους[2].  Διαπίστωση στην οποία και εμείς αναπόφευκτα οδηγούμαστε, ένεκα της επαναλαμβανόμενης ενασχόλησης μας με τέτοιου είδους υποθέσεις. Οι επικίνδυνες διαστάσεις που έχει προσλάβει το έγκλημα δημιουργούν ανησυχία, αγωνία και προβληματισμό στην κυπριακή κοινωνία.     

 

Δεν θεωρούμε ότι αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι αδικήματα αυτού του είδους και δη ληστείες και διαρρήξεις, αποτελούν δυστυχώς πλέον μέρος της καθημερινότητας μας, καθιστώντας το φαινόμενο αυτό μάστιγα για την κοινωνία.  Ό,τι δε ανησυχεί ιδιαίτερα, είναι η ευκολία με την οποία, αφενός, φαίνεται να αποφασίζουν πλέον οι δράστες να επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα καταφεύγοντας σε εγκλήματα αυτού του είδους και αφετέρου (η ευκολία) με την οποία τα προσχεδιάζουν. 

 

Αυτή ακριβώς η έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αυτής της φύσεως αδικημάτων καθιστά εντονότερο το στοιχείο της αποτροπής στον καθορισμό της ποινής, εξ ου και τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν αδικήματα αυτού του είδους με αυστηρότητα.  Υπενθυμίζεται βεβαίως και η αρχή ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων (βλ. Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21, όπου έγινε αναφορά στις Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ 551 και Selmani κ.α. v.  Δημορκατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13 ημερ. 5.10.16).

 

Ο βαθμός βίας που χρησιμοποιείται και η έκθεση ή μη σε κίνδυνο ανθρώπινης ζωής, ο προσχεδιασμός, το οικονομικό όφελος που αποσπάστηκε αλλά και οι περιστάσεις του θύματος και του δράστη είναι παράγοντες που συντείνουν στον καθορισμό του ύψους της ποινής, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα ένεκα της εγγενούς σοβαρότητας του εν λόγω αδικήματος, ως σκιαγραφήθηκε ανωτέρω.  Σοβαρότητα  η οποία βεβαίως αντανακλάται και στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος.

 

Σημειώνουμε βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις, αναφορικά με επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123). Η όποια λοιπόν αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται για να υπάρχει - όσο είναι δυνατό -, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών (βλ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217). Η παραπομπή σε δικαστικά προηγούμενα, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα, αλλά δεν προοιωνίζει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια ποινή (βλ. Προεστού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 17/2016, ημερ. 22.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:D183.

 

Στη Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, επικυρώθηκε η ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα κατόπιν μερικής ακρόασης, σε λευκού μητρώου νεαρούς δράστες, ηλικίας 19 και 23 ετών, οι οποίοι εισέβαλαν σε διαμέρισμα φορώντας κουκούλες και κρατώντας μαχαίρια, αποσπώντας με τη χρήση βίας το ποσό των £65 από δύο αλλοδαπές γυναίκες.  Τα γεγονότα της υπόθεσης χαρακτηρίστηκαν ως εξαιρετικά σοβαρά. Η δε εθελούσια κατανάλωση αλκοόλ που επέφερε μείωση του αυτοελέγχου τους, δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής.

 

Στην Giannakov v. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 137, ο λευκού μητρώου και ηλικίας 33 ετών εφεσείων, μετά από παραδοχή, κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της ληστείας, της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύχτας και της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 4 και 3 χρόνων στα δύο πρώτα αντίστοιχα[3].  Είχε εισέλθει τις πρωινές ώρες σε διαμέρισμα για να κλέψει, αφού παραβίασε την είσοδο, ενώ οι δύο ένοικοι κοιμούνταν και όταν έγινε αντιληπτός, επιτέθηκε στον ένα εξ αυτών, προκαλώντας του εκδορά κάτω από το βλέφαρο, μετωπιαία εκχύμωση και ερυθρότητα δέρματος στο πρόσωπο. Ανακόπηκε από αστυφύλακα στην έξοδο της πολυκατοικίας και σε έρευνα που του έγινε βρέθηκε στην κατοχή του το κλειδί ενός αυτοκινήτου, αξίας €50, που έκλεψε φεύγοντας από το διαμέρισμα. Ήταν από νεαρής ηλικίας χρήστης σκληρών ναρκωτικών και υποβαλλόταν κατά το χρόνο διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων, σε διαδικασία απεξάρτησης. Το τελευταίο διάστημα δε, είχε δημιουργήσει σχέση με μια γυναίκα με την οποία τέλεσε το γάμο του, βρισκόμενος στις κεντρικές φυλακές και είχε αποκτήσει και ένα παιδί. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επισημαίνοντας τη σοβαρότητα και την έξαρση αδικημάτων αυτής της μορφής καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών αλλά και τις επιπτώσεις στα θύματα, απέρριψε την έφεση.

 

Στη Χασσάν κ.ά. v Δημοκρατίας (2014) 2 AAΔ.742, οι ποινές φυλάκισης 6 και 5 ετών που επιβλήθηκαν, μετά από παραδοχή, στους εφεσείοντες για αριθμό ληστειών, μειώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 4½ και 4 χρόνια, αντίστοιχα, κρίνοντας ότι δεν είχε δοθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο η δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση, που ήταν οι δύσκολες προσωπικές τους συνθήκες, το νεαρό της ηλικίας τους (27 και 21 ετών) και το ότι η παραδοχή τους βοήθησε στην εξιχνίαση αδικημάτων που θα έμεναν ανεξιχνίαστα.

 

Στην Κιλινκαρίδης v Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 277, η επιβληθείσα ποινή των 8 ετών, κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία της ληστείας, υπό περιστάσεις όπου ο εφεσείων με τους συνεργούς του, έκλεψαν €20.000 από τους παραπονούμενους, χωρίς ο πρώτος να επιδείξει βίαιη συμπεριφορά εναντίον τους, την οποία όμως επέδειξαν οι συνεργοί του, μειώθηκε σε 6 χρόνια. Tο Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή και συνεργασία του με τις αρχές, το ότι ο ίδιος δεν ήταν ο ιθύνων νους, το γεγονός της καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης για συγκατηγορούμενο του ως και το ότι άλλο πρόσωπο που εμπλέκετο δεν κατέστη δυνατό να συλληφθεί και να διωχθεί παρόλο που είχαν δοθεί αρκετές πληροφορίες από τον εφεσείοντα, το επιπόλαιο της απόφασης του να εμπλακεί στο επίδικο έγκλημα, τη μη αποκόμιση οικονομικού οφέλους, την καλή διαγωγή του κατά τη διάρκεια της κράτησης του για ένα έτος στις φυλακές, την ηλικία του, το λευκό του ποινικό μητρώο καθώς και τα οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.

 

Στη Yusuf v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 140, οι ποινές 3 ετών στο αδίκημα της συνομωσίας και 8 ετών στο αδίκημα της ληστείας, που επιβλήθηκαν μετά από ακροαματική διαδικασία, στον λευκού μητρώου εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ηλικίας 44 ετών, και πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, επικυρώθηκαν κατ’ έφεση, υπό περιστάσεις που κρίθηκαν ως επιβαρυντικές.  Ο εφεσείων μαζί με άλλο άγνωστο άντρα, ανέμεναν τον ηλικιωμένο παραπονούμενο (73 ετών), κρυμμένοι στο σκοτάδι και του επιτέθηκαν, σπρώχνοντας τον, με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι και τα χέρια του πίσω στον τοίχο. Εν συνεχεία οι δύο δράστες τράβηξαν την τσάντα από τα χέρια του παραπονούμενου, μέσα στην οποία υπήρχε τσαντάκι με το ποσό των €3.000 και επιπλέον υπήρχε χρηματικό ποσό 3.500 στερλινών και ταξιδιωτικές επιταγές 600 στερλινών.  Το γεγονός ότι έκρυψαν προηγουμένως τον ανιχνευτή κίνησης που υπήρχε στο σημείο, ώστε να μην αντιληφθεί την παρουσία τους ο παραπονούμενος, έδειχνε προσχεδιασμό από μέρους τους, ενώ τονίστηκε και η σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας όταν ο κατηγορούμενος συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

 

Στη δε Evtim Rumerov Iliev v Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.218/16, ημερ. 18.8.18,  επικυρώθηκε κατ’ έφεση η ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε μετά από παραδοχή του εφεσείοντα σε τρεις κατηγορίες ληστείας, υπό περιστάσεις όπου δεν είχε προκληθεί σωματική βλάβη, ο σχεδιασμός ήταν επιπόλαιος ενώ ο εφεσείων ήταν λευκού μητρώου, αποζημίωσε τους παραπονούμενους και είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια που στιγμάτισαν την ψυχολογική του κατάσταση και συνέβαλαν αρνητικά στην εξέλιξη της ζωής του.»

 

Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2 προκύπτει και μέσα από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης, από τα οποία αναδύεται μια σοβαρότατη εγκληματική συμπεριφορά, που κατέληξε να έχει ως θύμα ένα καθ’ όλα φιλήσυχο και ανυποψίαστο πολίτη και δη μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, που διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνη της.  Και λέγουμε τούτο διότι ως προκύπτει από τα γεγονότα, η Παραπονούμενη κατά τον εν λόγω χρόνο βρισκόταν μόνη της στο σπίτι και κοιμόταν, ενώ παρά τις εκκλήσεις της προς τους δράστες για να φύγουν, όταν τους αντελήφθη να θρυμματίζουν την τζαμαρία του σπιτιού της γύρω στα μεσάνυχτα της επίδικης ημερομηνίας, αυτοί συνέχισαν απτόητοι το έργο τους, κάτι που οδήγησε την Παραπονούμενη να τρέξει στο υπνοδωμάτιο της, κλείνοντας στο πέρασμα της και την πόρτα του διαδρόμου και ασφαλίζοντας την με σύρτη. Τόσο όμως ήταν το μένος τους και η εμμονή στο στόχο τους να κλέψουν τα χρυσαφικά που φορούσε πάνω της, που έσπασαν την πόρτα του διαδρόμου με δυνατά λακτίσματα και έφτασαν στην Παραπονούμενη. Ούτε όμως στη θέα της μεγάλης σε ηλικία γυναίκας σταμάτησαν, αφού προχώρησαν και δια της βίας αφαίρεσαν από το λαιμό της τη χρυσή καδένα με το χρυσό σταυρό που φορούσε καθώς και τη χρυσή καδένα που φορούσε στο χέρι της. 

 

Δεν μας διαφεύγει καθόλου βέβαια, ότι με βάση τα γεγονότα ο Κατηγορούμενος 2 δεν ήταν εκ των προσώπων που εισήλθαν στην οικία της Παραπονούμενης και πως η εγκληματική του συμπεριφορά εκπηγάζει από τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, ως στην απόφαση επεξηγείται.  Είναι σε αυτή τη βάση δε, που ο συνήγορος του κάλεσε το Δικαστήριο, να διαχωρίσει το ρόλο του Κατηγορούμενου 2 από τον Κατηγορούμενο 1, εισηγούμενος πως ο Κατηγορούμενος 2 δεν ήταν ο ιθύνων νους αλλά «ο τελευταίος τροχός της αμάξης».

 

Όπως έχουμε πει, είναι δεδομένο πως ο Κατηγορούμενος 2 δεν εισήλθε στην οικία, ούτε ήρθε σε επαφή με την Παραπονούμενη, ούτε έλαβε εν τέλει οτιδήποτε από τα κλοπιμαία.  Τα πιο πάνω θα μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν στοιχεία διαφοροποιούντα το ρόλο του καθενός. Όμως στην προκειμένη περίπτωση θεωρούμε ότι και ο Κατηγορούμενος 2 είχε ουσιαστικότατο ρόλο στη διάπραξη των επίδικων εγκλημάτων, αφού θεωρούμε πως προσμετρά με αντίθετη ροπή το γεγονός πως μετείχε ενεργά στον προσχεδιασμό του εγκλήματος, αφού ήταν αυτός που έδωσε την πληροφορία ότι η Παραπονούμενη έχει χρυσαφικά που θα μπορούσαν να κλέψουν, ότι τα «φορεί πάνω της» καθώς και πού διαμένει αλλά και ότι ήταν μεγάλη σε ηλικία, πράγμα που την καθιστούσε εκ των πραγμάτων, εύκολο στόχο. Πληροφορίες, χωρίς τις οποίες, είναι βέβαια σαφές πως θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί το όλο εγχείρημα.  Δεν έμεινε όμως μόνο μέχρι εκεί, αφού ανέλαβε να μεταφέρει και πράγματι μετέφερε τον πρώην Κατηγορούμενο 1 στο μέρος, αφήνοντας τον μάλιστα να χρησιμοποιήσει τόσο τη φανέλα του όσο και τα γάντια του για να καλυφθεί και παρέμεινε στο μέρος μέχρι τέλους, αναμένοντας τον να επιστρέψει οπόταν και τελικά  αναχώρησαν μαζί.  Ήταν δηλαδή παρών κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και συνέβαλε ουσιωδώς και καθοριστικά και αυτός με τις δικές του ενέργειες στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, κατά τρόπο ώστε να έχουμε την άποψη πως δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά ο βαθμός της ευθύνης του (βλ. κατ’ αναλογίαν Κεμα v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 284/18, ημερ. 19.7.2919). Τούτου δεδομένου η θέση της υπεράσπισης ότι ήταν «ο τελευταίος τροχός της αμάξης», ουδόλως θεωρούμε πως ανταποκρίνεται στα γεγονότα. 

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν προκλήθηκε σωματική βλάβη στην Παραπονούμενη από τα πρόσωπα που εισήλθαν στην οικία της, πλην όμως τούτο δεν δύναται να εξαλείψει τα συναισθήματα τρόμου και πανικού που προφανώς προκλήθηκαν σε αυτήν από τη θέα των προσώπων που εισήλθαν στην οικία της σχεδόν μεσάνυχτα. Αυτός ακριβώς ο τρόμος και πανικός που προκαλείται υπό περιστάσεις ως αυτές που βίωσε η Παραπονούμενη, σκιαγραφείται παραστατικά στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Φανάρας (ανωτέρω), η οποία αφορούσε ληστεία που διαπράχθηκε στο διαμέρισμα των παραπονούμενων: 

 

« …. Έχουμε τη γνώμη πως τέτοια εγκληματική συμπεριφορά προκαλεί αισθήματα αποστροφής και φρίκης, αλλά κυρίως φόβο για την ασφάλεια των κατοίκων στη χώρα μας.  Στην υπόθεση που μας απασχολεί ο φόβος μετατρέπεται σε εφιαλτικό τρόμο γιατί τα εγκλήματα διαπράχθηκαν μέσα στο σπίτι των παραπονουμένων, στην εστία δηλαδή και το άσυλο όπου κάποιος χαίρεται και λειτουργεί την προσωπική του ζωή. Τα Δικαστήρια παρακολουθούν με αγωνία και πολύ προβληματισμό την έξαρση του σοβαρού εγκλήματος στον τόπο μας, ο οποίος, δυστυχώς δεν αντιμετωπίζει μόνο τα συνήθη προβλήματα της εξελικτικής πορείας μιας κοινωνίας, αλλά  εδώ σείονται και τα θεμέλια της ύπαρξης μας.  Παρόμοιες σκέψεις εξέφρασε και σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείο με άλλη σύνθεση (δες: Γ.Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 A.A.Δ. 463).).  »

(η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Στη δε Giannakov v. Δημοκρατίας  (2014) 2 ΑΑΔ 137, αναγνωρίστηκε ότι «….ορθώς λήφθηκαν υπόψη, κατά την επιβολή της ποινής τα συναισθήματα πανικού και φρίκης, που συνήθως διακατέχουν θύματα ληστείας, ιδιαιτέρως όταν ξυπνούν μέσα στη νύχτα και διαπιστώνουν ότι, υπέστησαν διάρρηξη και μέσα στο σπίτι τους βρίσκεται ο δράστης, ερχόμενοι αντιμέτωποι μαζί του

 

Υπό το φως λοιπόν των ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη κατ’ αρχάς ως επιβαρυντικό στοιχείο σε σχέση με την κατηγορία της διάρρηξης τον προσχεδιασμό που υπήρξε, στον οποίο μάλιστα συμμετείχε ενεργά ο Κατηγορούμενος 2, ως ανωτέρω επεξηγήθηκε. Ο δε πρώην Κατηγορούμενος 1, τον οποίο ο Κατηγορούμενος 2 μετέφερε στην οικία της Παραπονούμενης είχε μαζί του και χρησιμοποίησε εργαλείο για να επιτευχθεί η είσοδος.  

 

Εν σχέσει με τη ληστεία κρίνουμε ως επιβαρυντικό το ότι διαπράχθηκε στην οικία ενός ευάλωτου και ηλικιωμένου θύματος και δη της 77χρονης Παραπονούμενης, που βρισκόταν μόνη αργά το βράδυ και κοιμόταν, με όλες τις συνέπειες που τούτη η συμπεριφορά έχει για το θύμα ως αναλύθηκαν ανωτέρω.   Επίσης εν σχέσει και με τα δύο αδικήματα σημειώνουμε και την αξία της κλαπείσας περιουσίας που, ως λέχθηκε, ανέρχεται στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των €2400, χωρίς να έχει μέχρι στιγμής υπάρξει αποζημίωση. Βεβαίως δεν διαλανθάνει την προσοχή μας πως ο Κατηγορούμενος 2 δεν είχε τελικά οποιοδήποτε όφελος από τη ληστεία, και ότι προσφέρθηκε παρά ταύτα να αποζημιώσει, χωρίς η προσφορά του να γίνει αποδεκτή, όμως σημειώνουμε πως το γεγονός αυτό το οποίο αναμφίβολα προσμετρούμε προς όφελος του, δεν να δύναται να μειώσει τον πολύ ουσιαστικό ρόλο, που ως και πιο πάνω επεξηγήσαμε διαδραμάτισε στην παρούσα υπόθεση.  

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τα έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.2020).

 

Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν εν σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, σημειώνουμε πως η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους, δεν μειώνει σε καμμιά περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Βεβαίως, όταν διαπιστώνεται αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ο παράγοντας της εξατομίκευσης δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε τέτοια έκταση, ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα της αποτροπής.

 

Στο πλαίσιο αυτό και προς όφελος του Κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψιν κατ’ αρχάς το λευκό του ποινικό μητρώο, το οποίο καταδεικνύει ότι πριν τη επίδειξη αυτής της οπωσδήποτε αξιοκατάκριτης συμπεριφοράς, δεν είχε απασχολήσει τη δικαιοσύνη με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη τη συνεργασία του Κατηγορούμενου με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο, όπου δια των καταθέσεων του και δη δια Τεκμηρίου 6, έδωσε λεπτομέρειες των επίδικων γεγονότων, εμπλέκοντας τον εαυτό του.  Στην παράμετρο αυτή προσδίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον οι καταθέσεις που έδωσε και ιδιαίτερα το Τεκμήριο 6, τον οδήγησαν στην παραδοχή στην Κατηγορία 1 πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, αλλά αποτέλεσαν και τη βάση για την απόδειξη της κατηγορίας 2 εναντίον του, στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη εν σχέσει με την κατηγορία 2.   

 

Δεν συμφωνούμε βέβαια πως η μη παραδοχή που δήλωσε στην κατηγορία 2, μπορεί ή θα πρέπει να εξομοιωθεί με παραδοχή, εφόσον δεν ήταν.  Αναμφίβολα όμως πιστώνεται στον Κατηγορούμενο 2 πως η ακρόαση στην κατηγορία 2, που ήταν οπωσδήποτε αναφαίρετο δικαίωμα του να προωθήσει, ήταν πολύ περιορισμένη σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα που ηγέρθηκαν και τα οποία αφορούσαν στην ουσία νομικά θέματα και όχι αμφισβητούμενα γεγονότα, ενώ στο πλαίσιο της η μαρτυρία περιορίστηκε σε ένα μάρτυρα και δεν κλήθηκε για να καταθέσει η Παραπονούμενη, στοιχείο στο οποίο επίσης προσδίδουμε ιδιάζουσα βαρύτητα, εφόσον τοιουτοτρόπως αποφεύχθηκε η υποβολή ενός ευάλωτου ατόμου στη διαδικασία να επαναβιώσει τα τραυματικά γεγονότα της επίδικης νύχτας.

 

Επίσης προς όφελος του προσμετράται και η μεταμέλεια του, ως προκύπτει από τη συνεργασία του με την Αστυνομία, την παραδοχή του στην κατηγορία 1 αλλά και την απολογία του μέσω του συνηγόρου του, σε σχέση και με τα δύο αδικήματα. Μεταμέλεια η οποία, σημειώνουμε ότι φαίνεται και εμπράκτως από το γεγονός πως, παρά το ότι ο ίδιος παρέμεινε αδιαμφισβήτητο πως δεν προσπορίστηκε όφελος από τα αδικήματα, εντούτοις μέσω της οικογένειας του προσέφερε αποζημίωση στην Παραπονούμενη, η οποία δεν την αποδέχθηκε, μη θέλοντας να επιβαρύνει οικονομικά την οικογένεια του Κατηγορούμενου 2, έχοντας γνώση των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει, δεδομένης της συγγένειας που τους συνδέει.  Επιπρόσθετα συνεκτιμούμε υπέρ του και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκαν στο θύμα σωματικές βλάβες, χωρίς ωστόσο αυτό να εξαλείφει τα αισθήματα τρόμου και πανικού που προκαλούνται, ως ανωτέρω επεξηγήθηκε.

 

Ως προς την εισήγηση ότι διέπραξε τα αδικήματα εξ αιτίας τρίτου προσώπου το οποίο εκβίαζε τον Κατηγορούμενο 1 για να του αποκαταστήσει χρέος που είχε προς αυτόν, λόγω εμπορίας ναρκωτικών και ότι ο Κατηγορούμενος 2 επιπόλαια, απερίσκεπτα, ανώριμα και χωρίς όφελος ή εμπλοκή «ανέλαβε» να λύσει αυτή τη διαφορά, σημειώνουμε τα εξής. Κατ’ αρχάς μέσα από τα γεγονότα ως διαπιστώθηκαν, δεν προκύπτει πως δεν είχε εμπλοκή ούτε βέβαια πως η εμπλοκή του, την οποία αναλύσαμε λεπτομερέστερα ανωτέρω ήταν χωρίς όφελος, αφού είχε συμφωνήσει να πάρει και αυτός μέρος των χρημάτων που θα λαμβάνονταν από την πώληση των κλοπιμαίων, ασχέτως αν τελικώς τούτο δεν έγινε.  Ως προς το ότι ως η θέση του «ανέλαβε» να λύσει τη διαφορά που είχαν άλλα πρόσωπα, τούτο σίγουρα δεν αποτελεί ελαφρυντικό ούτε και μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή του στη διάπραξη τόσο σοβαρών εγκλημάτων. Ως εξάλλου λέχθηκε στην υπόθεση Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15:

 

«Όμως, αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου.»

 

Πέραν των ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις, όπως αυτές αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και όπως περαιτέρω αναλύθηκαν από τη συνήγορο του. Ειδικότερα, λαμβάνουμε υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι σήμερα ηλικίας 22 ετών και προέρχεται από διαζευγμένη πενταμελή οικογένεια, με τον πατέρα του να έχει συνάψει δεύτερο γάμο, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά ηλικίας 8 και 6 ετών αντίστοιχα, με τα οποία ο Κατηγορούμενος 2 διατηρεί αρμονικές σχέσεις. 

 

Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψη ότι ο ίδιος είναι απόφοιτος τεχνικής σχολής στον τομέα της μηχανικής αυτοκινήτου, ότι ολοκλήρωσε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και ότι από την εφηβική του ηλικία εργαζόταν στο μηχανουργείο του πατέρα του, ενισχύοντας το οικογενειακό εισόδημα.  Λαμβάνουμε συναφώς υπόψη ότι πρόκειται για οικογένεια που αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, εξ ου και ο 16χρονος αδελφός του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί, χωρίς ωστόσο να προκύπτει πως οι οικονομικές δυσκολίες επηρεάζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις της οικογένειας του, οι οποίες περιγράφονται ως αρμονικές και υποστηρικτικές.  Επιπρόσθετα λαμβάνουμε υπόψη ότι κατά τον Ιούνιο του 2022 επισημοποίησε τη σχέση του με τη σύντροφο του, η οποία προέρχεται επίσης από οικογένεια με οικονομικές δυσκολίες, αλλά και ότι τον Ιούλιο του 2022 ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με αποτέλεσμα έκτοτε να φέρει πλατίνες στα χέρια και το αριστερό του γόνατο, με την κατάσταση αυτή να προκαλεί δυσκολίες στη λειτουργικότητα του και να μην του επιτρέπει να εργαστεί πλέον ως μηχανικός αυτοκινήτων, να είναι έκτοτε άνεργος και να στηρίζεται από το εισόδημα της συντρόφου του (€700), η οποία εργάζεται ως υπάλληλος σε καφετέρια. Ειδικότερα σε σχέση με το ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη λαμβάνουμε υπόψη και τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο Β και ιδιαίτερα πως συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος, υπεβλήθη σε αλλεπάλληλες επεμβάσεις και ότι ακόμα και σήμερα υποφέρει από άλγος στα σημεία που επηρεάστηκαν, ότι επίκεινται περαιτέρω επεμβάσεις με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του και την αύξηση της λειτουργικότητας της αριστερής πηχεοκαρπικής άρθρωσης, αλλά και ότι δεν αναμένεται να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των τραυμάτων που υπέστη, παρότι η μετεγχειρητική του πορεία ήταν ομαλή.  

 

Τούτων λεχθέντων είναι αντιληπτό ότι τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο 2, δεδομένων και των ως άνω προβλημάτων που αντιμετωπίζει, θα συνεπάγεται κάποια επιπλέον δυσχέρεια στον ίδιο που δεν εντοπίζεται σε υγιείς κρατούμενους, όμως δεν υπάρχει ένδειξη ούτε άλλωστε υποβλήθηκε οποιαδήποτε σχετική εισήγηση, πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ευχερώς από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος (βλ.Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/2015, Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22). Εξάλλου, ως είναι καλώς νομολογημένο, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο Νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος καθιστούν επιβεβλημένη την επιλογή αυτή (βλ. Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 28/2014, ημερ. 24.2.2014 και R. v. Hall (2013) Crim. L.R. 426, CA).

 

Ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενδεχόμενης φυλάκισης στην οικογένεια του και ειδικότερα στη σύντροφο του, αυτές λαμβάνονται υπόψη, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικό παράγοντα, πλην όμως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ. 492, 513).  

Ακόμη λαμβάνουμε υπόψη και την ηλικία του Κατηγορούμενου 2 κατά τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά και σήμερα, καθώς και τον χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων, σε συνάρτηση με το ότι εν τω μεταξύ επισημοποίησε τη σχέση του με τη σύντροφο του ενώ ενεπλάκη και σε τροχαίο με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν.  Ειδικότερα σε σχέση με την ηλικία σημειώνουμε πως είναι γεγονός πως σε ποινικές υποθέσεις άτομα στην ηλικία που ευρίσκεται σήμερα ο Κατηγορούμενος έχουν αντιμετωπιστεί ως σχετικά νεαρής ηλικίας (Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ 488). Οφείλουμε όμως να επαναλάβουμε ότι παρότι η ηλικία λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ, 304,  Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 83, Cotorceanu (ανωτέρω)).  Χαρακτηριστικά τα νομολογηθέντα στην Velcu v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 100/2019 ημερ. 20.1.2019, όπου λέχθηκε πως:

 

“Η αναγκαιότητα, όμως, για επιτέλεση του σκοπού της αναμόρφωσης, δεν μπορεί να εξουδετερώνει τους υπόλοιπους στόχους της επιβολής ποινής που αφορούν στην αποτροπή διάπραξης αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και από τρίτους, και, επιπλέον, στοχεύει στην προστασία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από συμπεριφορές όπως αυτές του εφεσείοντα. Δεν θα ήταν ορθό το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα αποφυγής των συνεπειών του νόμου και απουσίας επιβολής οποιασδήποτε ποινής”.

 

Τέλος, λαμβάνουμε υπόψη και την ποινή που επιβλήθηκε στον πρώην Κατηγορούμενο 1 κατόπιν παραδοχής του και στις δύο κατηγορίες. Όσον αφορά δε την εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2 για επιβολή χαμηλότερης ποινής σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 1, αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ´ αρχάς, επαναλαμβάνουμε πως και ο ρόλος του Κατηγορούμενου 2 εν προκειμένω ήταν ουσιαστικότατος και εξηγήσαμε τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται ουσιαστική διαφοροποίηση της ευθύνης τους. Έχει δε ήδη σημειωθεί πως ο Κατηγορούμενος 1 είχε παραδεχτεί την κατηγορία της ληστείας, σε αντίθεση με τον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε αυτήν κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Το γεγονός βέβαια ότι η ακρόαση ήταν περιορισμένης έκτασης από απόψεως μαρτυρίας και επιδίκων θεμάτων, θα αντανακλάται στην ποινή, η οποία θα ήταν αυστηρότερη αν δεν συνυπολογιζόταν αυτή η παράμετρος. Χωρίς δε να παραγνωρίζουμε τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 2 ως ανωτέρω αναφέρθηκαν και δη την ηλικία του (22 ετών), τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ως και το ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν, σημειώνουμε πως, από την άλλη και ο Κατηγορούμενος 1 είναι ηλικίας 26 ετών και πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, ηλικίας 5 χρόνων, 3 χρόνων και 8 μηνών. Τονίζουμε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν χρήστης ναρκωτικών (που πλέον έχει απεξαρτηθεί) και ότι πριν την διάπραξη των αδικημάτων έκανε χρήση κοκαΐνης η οποία άμβλυνε τον αυτοέλεγχο του σε κάποιο βαθμό και επέφερε κάποια χαλαρότητα, η οποία με τη σειρά της είχε κάποια επίδραση στις πράξεις του. Δεν διέλαθε την προσοχή μας βεβαίως ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι λευκού ποινικού μητρώου, σε αντίθεση με τον Κατηγορούμενο 1 ο οποίος βαρύνετο και με μια προηγούμενη καταδίκη, όμως επισημαίνουμε παράλληλα πως για λόγους που εξηγήσαμε στην απόφαση εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1, δεν θεωρήσαμε πως αυτή εδύνατο υπό τις περιστάσεις να μειώσει καθ’ οιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο την επιείκεια που μπορούσε να του επιδειχθεί.   

 

Συνυπολογίζοντας και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τονίζεται ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος, τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα.

 

Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα δεδομένα της παρούσας και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένη την ανάγκη για αποτροπή τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου αλλά και άλλων επίδοξων παραβατών, αλλά και της προεξάρχουσας πλέον ανάγκης για την προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών, η οποία ως έχει τονιστεί πολλάκις και από τη νομολογία αποτελεί προτεραιότητα, κρίνουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιεσδήποτε άλλες ποινές θεωρούμε πως δεν θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του νόμου και θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους νέους παραβάτες.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο 2:

 

Στην κατηγορία 1: ποινή φυλάκισης 3 ετών.    

Στην κατηγορία 2: ποινή φυλάκισης 5 ετών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί θα είναι άμεσες και θα συντρέχουν.

 

Στη βάση δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Kεφ.155, η έκτιση της ποινής να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση, ήτοι από 12.10.21 μέχρι 27.10.21 και στη συνέχεια από τις 30.11.23.

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                    Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

                                                                                 Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, Μακρή v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 15 και Κrzyszto Dygdalowicz v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 11/21 ημερομηνίας 4.11.22)

[2] (βλ. Dygdalowicz (ανωτέρω) όπου γίνεται αναφορά στις Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104 και Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128)

[3] (στην επίθεση δεν επιβλήθηκε ποινή)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο