ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1486/23

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

1. Ρ.K.

         2. M.M.C.C.

Κατηγορουμένων

 

Ημερομηνία:  9 Ιανουαρίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Παπαλοίζου, για Γενικόν Εισαγγελέα.

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Κ. Ανδρέου.

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Η. Στεφάνου μαζί με κ. Γ.Νεάρχου και κα M. Φενερίδου-ασκούμενη (για ν’ ακούσουν απόφαση, οι δύο τελευταίοι).

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών και η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό. Έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία των αδικημάτων, θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης, χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια, για προστασία των τελευταίων.)

 

 

Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 στην παρούσα υπόθεση, αρνήθηκαν ενοχή σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.  

 

Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μία κατηγορία βιασμού (κατηγορία 1), μια κατηγορία άσεμνης επίθεσης (κατηγορία 7), μία κατηγορία διάδοσης υλικού σεξουαλικού περιεχομένου (κατηγορία 10) και μία κατηγορία επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (κατηγορία 11). 

 

Ο Κατηγορούμενος 2 δε, αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες για βιασμό (κατηγορίες 2 και 4), μία κατηγορία για απόπειρα βιασμού (κατηγορία 3), δύο κατηγορίες άσεμνης επίθεσης (κατηγορίες 6 και 8), μία κατηγορία διάδοσης υλικού σεξουαλικού περιεχομένου (κατηγορία 12) και μία κατηγορία επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (κατηγορία 13). 

 

Επίσης, οι δύο Κατηγορούμενοι, αντιμετωπίζουν από κοινού, κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 5) και σεξουαλική παρενόχληση (κατηγορία 9). 

 

Όλα τα αδικήματα που αποδίδονται στους Κατηγορούμενους, φέρονται να έλαβαν χώρα στις 30.6.2023.

 

Εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία, σε κατοικία στην Αγία Νάπα, οι δύο Κατηγορούμενοι ήρθαν σε παράνομη συνουσία με την Παραπονούμενη, χωρίς τη συναίνεση της και κατά τη διάρκεια της συνουσίας βιντεοσκοπούσαν τις πράξεις τους, χωρίς τη συγκατάθεση της και ακολούθως διέδωσαν το περιεχόμενο της βιντεοσκόπησης, το οποίο αποτελεί υλικό σεξουαλικού περιεχομένου. Από την άλλη, οι Κατηγορούμενοι αποδέχονται ότι υπήρξε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, ως επίσης ότι βιντεογραφούσαν κατά τη διάρκεια της επαφής αυτής, όμως αποτελεί θέση τους πως ό,τι έγινε, ήταν με τη συγκατάθεση της Παραπονούμενης.

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών η κατηγορούσα αρχή κάλεσε έξι μάρτυρες, ήτοι την Παραπονούμενη I.J.B. (M.K.1), την P.L.W., φίλη της Παραπονούμενης (M.K.2), την Αστ. 26 Κ.Π. (Μ.Κ.3), την Αστ.82 Ε.Θ. (M.K.4), τον Αστ.3814 Α.Π. (Μ.Κ.5) και την Αστ.1694 Γ.Γ. (Μ.Κ.6). Περαιτέρω κατατέθηκαν 38 τεκμήρια, καθώς και διάφορες  καταθέσεις ως Έγγραφα Α-Η. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατατέθηκε και εγκρίθηκε αριθμός παραδεκτών γεγονότων, αναφορά στα οποία θα γίνει πιο κάτω.

 

Αφότου οι Κατηγορούμενοι κλήθηκαν σε απολογία και επεξηγήθηκαν σ’ αυτούς τα δικαιώματα τους, επέλεξαν να τηρήσουν το δικαίωμα της σιωπής, ενώ δεν κάλεσαν οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Α. Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Η Παραπονούμενη (Μ.Κ.1) υιοθέτησε τις καταθέσεις της, Έγγραφα Α (ημερ. 1.7.23), Γ (ημερ. 3.7.23) και Ε (ημερ.4.7.23)[1], διευκρινίζοντας όμως για την πρώτη κατάθεση, ότι υπάρχουν κάποια προβλήματα γλώσσας και συγκεκριμένα γραμματικά και ορθογραφικά λάθη. 

 

Στην αρχική της κατάθεση (Έγγραφο Α), η Παραπονούμενη αναφέρεται στη συνάντηση τους με κάποια παιδιά από τη Βρετανία, στην πλατεία της Αγίας Νάπας, δύο βράδια πριν το επίδικο περιστατικό και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες, στις 30.6.23, τις πρωινές ώρες, πήγε μαζί με τη φίλη της, Μ.Κ.2, στην έπαυλη που έμεναν τα παιδιά αυτά. Συγκεκριμένα, όταν συναντήθηκαν ξανά με τα παιδιά αυτά, η Μ.Κ.2 της είχε πει ότι ένα από τα παιδιά τους κάλεσε για ένα πάρτι στην έπαυλη και τρία αγόρια τις πήραν στην έπαυλη με το buggy. Όταν έφτασαν εκεί, υπήρχαν άλλα 8-9 αγόρια και δεν διεξαγόταν κανένα πάρτι. Η Μ.Κ.2 ήθελε να μείνει με ένα από τα αγόρια (αυτόν που οδηγούσε προηγουμένως το buggy, τον οποίο φώναζαν ΒΒ) και έτσι την περίμενε, όμως ένοιωθε κουρασμένη και γι’ αυτό ζήτησε να κοιμηθεί μέχρι να τελειώσει η φίλη της. Πήγε στον πάνω όροφο για να χαλαρώσει ή να κοιμηθεί. Όπως αναφέρει, τη δεδομένη στιγμή ήταν μεθυσμένη αλλά είχε επίγνωση του τι συνέβαινε. Ενώ καθόταν στο κρεβάτι, δύο αγόρια μπήκαν στο δωμάτιο και κάθισαν δίπλα της. Πρόκειται για τα άλλα δύο αγόρια που τις πήραν στην έπαυλη με το buggy. Και οι δύο άρχισαν να την αγγίζουν στο στήθος, ενώ η ίδια τους έσπρωχνε μακριά και τους είπε ότι δεν ήθελε. Επίσης τους είπε ότι ήταν κουρασμένη και ήθελε να κοιμηθεί, και ότι απλά ανέμενε τη φίλη της να τελειώσει, προσποιήθηκε δε ότι κοιμόταν γιατί ήθελε να φύγουν. Όταν την ρώτησαν εάν ήθελε να φύγουν, τους ανέφερε ότι δεν την πειράζει αλλά προτιμά να φύγουν, ενώ όταν επέμεναν να την ρωτούν, τους είπε ότι προτιμά να φύγουν. Τους ζήτησε να φύγουν ξανά, όταν τους άκουσε να συζητούν για να κάνουν σεξ μαζί της, όμως αυτοί είπαν ότι δεν θέλουν να φύγουν και ότι ήθελαν να μείνουν. Στη συνέχεια, η Παραπονούμενη αναφέρει ότι δεν θυμάται ακριβώς τι ώρα ήταν, αλλά ήταν στην έπαυλη μεταξύ των ωρών 04:00-06:00 της 30ης Ιουνίου, περιγράφει τι φορούσε και επίσης δίνει περιγραφή των δύο αγοριών, των οποίων τα ονόματα όπως ανέφερε δεν γνωρίζει, αλλά μπορεί να τους αναγνωρίσει.

 

Ως προς το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με την δική της εκδοχή, αναφέρει τα εξής: «Ο τύπος με τον μαύρη ελιά τράβηξε κάτω την μπλούζα μου, στη συνέχεια άρχισε να χαιδέυει τα βυζιά μου και ο δεύτερος προσπαθούσε να σηκώσει τη φούστα μου. Συνέχιζα να προσπαθώ να τους απομακρύνω και συνέχισαν να γελούν όταν το έκανα αυτό. Κάποια στιγμή, τα παράτησα και πάγωσα κάπως και ο δεύτερος άρχισε να αγγίζει τον κόλπο μου και ο πρώτος μου έβγαλε την μπλούζα. Ο δεύτερος σηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και ο πρώτος άρχισε να φιλάει το λαιμό μου και το βυζί μου και έβγαλε δύο προφυλακτικά αλλά δεν τον είδα να δίνει στον φίλο του. Έβαλε το προφυλακτικό και άρχισε να κάνει σεξ μαζί μου στον κόλπο μου. Σε αυτό το σημείο, άρχισα να κλαίω. Έκλεισα τα μάτια μου και κοίταξα μακριά και κάποια στιγμή, είδα ότι άλλαξαν θέση. Τους είπα "Τι διάολο;" και προσπάθησα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα πραγματικά. Ο πρώτος τύπος ήρθε και προσπάθησε να βάλει το πέος του στο στόμα μου, προσπαθούσα να κουνήσω το κεφάλι μου, έβγαλε το προφυλακτικό και προσπαθούσε συνεχώς να βάλει το πέος του στο στόμα μου, αλλά δεν μπορούσε γιατί κουνούσα το κεφάλι μου και τον έσπρωχνα με το χέρι μου. Έλεγα επανειλημμένα όχι. Είδα ένα φως και γύρισα και συνειδητοποίησα ότι ο δεύτερος τύπος που έκανε σεξ μαζί μου εκείνη τη στιγμή, βιντεοσκοπούσε με το τηλέφωνό του. Χαστούκισα το τηλέφωνό του και απομακρύνθηκα από το χέρι του. Τελείωσε (με προφυλακτικό) και μετά έφυγε. Ο πρώτος άντρας ήρθε ξανά, άρπαξε το χέρι μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ και έκανε σεξ μαζί μου στον κόλπο μου. Με ρωτούσε αν μου άρεσε και μετά μου είπε ότι μου άρεσε. Δεν είμαι σίγουρος αν φορούσε προφυλακτικό, νομίζω ότι το έκανε. Στη συνέχεια, τελείωσε, σηκώθηκε, γέλασε και βγήκε από την πόρτα. »

Ακολούθως, όπως αναφέρει, έβαλε τα ρούχα και το εσώρουχο της – το οποίο δεν έβρισκε και ρώτησε τον δεύτερο που ήταν και αυτός το πήρε από το πάτωμα, το μύρισε και της το έδωσε - και πήγε στην τουαλέτα όπου έκλαψε. Διαπίστωσε δε ότι είχε αίμα, ενώ συνέχισε να έχει αίμα για δύο μέρες. Όταν είδε τη φίλη της, τη ρώτησε αν μπορούσαν να φύγουν, αλλά αυτή μη γνωρίζοντας τι συνέβη, ήθελε να μείνει ακόμα λίγο. Η ίδια περίμενε έξω, κοντά στην πισίνα και περιγράφει τι έγινε μέχρι τι στιγμή που ο ΒΒ τους κάλεσε ταξί. Ενώ έφευγαν από την έπαυλη, οι δύο τύποι που τη βίασαν της είπαν ότι είναι αγενής επειδή δεν τους είπε αντίο. Όταν βγήκαν έξω, κάθισαν με την Μ.Κ.2 σε μια παιδική χαρά αναμένοντας το ταξί και εκεί είπε στην τελευταία όλα όσα συνέβησαν. Το ταξί έφτασε στις 06:35 και τις μετέφερε στο ξενοδοχείο που διέμεναν.

 

Στην κατάθεση της Έγγραφο Γ, αναφέρει ότι στις 3.7.23 αναγνώρισε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου, μέσω μονοδρομικού υαλοπίνακα, τον κατηγορούμενο 1, αναφέροντας πως πρόκειται για το δεύτερο άτομο που περιέγραψε στην κατάθεση της (Έγγραφο Α). Είναι αυτός που της ανέβασε τη φούστα, άγγιξε το αιδοίο της και έκανε σεξ μαζί της χωρίς τη συγκατάθεση της, ως επίσης βιντεογραφούσε όλη τη σκηνή.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 

Η Παραπονούμενη στις 4.7.23, επειδή όπως ανέφερε στην Αστυνομία θυμήθηκε κάποιες περαιτέρω λεπτομέρειες, ζήτησε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση.  Γι’ αυτό λήφθηκε η κατάθεση της Έγγραφο Ε, στην οποία αναφέρει ουσιαστικά πως όταν ο Κατηγορούμενος 2 έκανε σεξ μαζί της, η ίδια τον αγνοούσε επειδή δεν της άρεσε και εκείνος τη χαστούκιζε κάθε φορά που δεν έλεγε κάτι, γι’ αυτό και έπρεπε να λέει πως της άρεσε, διότι εκείνος συνέχιζε να την πονάει αν δεν το έκανε. Ποτέ δεν είπε ναι στο να κάνει σεξ μαζί του, απλά είχε πει πως της αρέσει γιατί την ανάγκασε να το κάνει. Είπε πως δεν της άρεσε και τότε εκείνος τη χαστούκισε και της τράβηξε τα μαλλιά, μέχρι η ίδια να πει πως της αρέσει.  Δεν γνωρίζει εάν σ’ εκείνο το σημείο, ο Κατηγορούμενος 1 ήταν στο δωμάτιο. Και οι δύο έλεγαν ότι η ίδια τους πείραζε με το να μην τους λέει ναι και ότι της άρεσε. Τους άκουγε να λένε τα παραπάνω ακόμη και όταν η ίδια προσπαθούσε να κοιμηθεί. Όπως ανέφερε περαιτέρω, είχε πιει προηγουμένως το βράδυ αλλά τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν μεθυσμένη πλέον. Θυμάται επίσης ότι μετά τον βιασμό, είδε τον κατηγορούμενο 2 να στέκεται όρθιος και το προφυλακτικό του είχε σπέρμα μέσα.

 

Κατά την περαιτέρω εξέταση της, διευκρίνισε πως φορούσε εσώρουχο στο κάτω μέρος την επίδικη μέρα και πως έγινε λάθος κατά τη σύνταξη της κατάθεσης της, με αποτέλεσμα να διαβάζεται ωσάν να μη φορούσε εσώρουχο. Επίσης, είπε ότι λόγω της αιμορραγίας και επειδή ένιωθε αηδία, πέταξε το εσώρουχο στον κάλαθο του δωματίου, γεγονός το οποίο ανέφερε στην Αστυνομία και κατόπιν επικοινωνίας με το διευθυντή του ξενοδοχείου διαπιστώθηκε ότι είχαν πάρει ήδη τον κάλαθο. Περαιτέρω, η μάρτυρας ανέφερε πως κατά τη διάρκεια του περιστατικού που περιέγραψε, δεν συναίνεσε σε οποιαδήποτε στιγμή για οτιδήποτε συνέβη. Πρόσθεσε δε, ότι μετά απ’ αυτά που συνέβησαν, σταμάτησε να αγωνίζεται και το άφησε να συμβεί.  Ήταν αρκετά νωρίς, στην αρχή, όταν σταμάτησε ν’ αντιστέκεται, λόγω του ότι ήταν δύο και υπήρχαν περισσότεροι άντρες στο σπίτι και δεν γνώριζε τι θα μπορούσε να συμβεί. Θα μπορούσε να πληγωθεί. Εκείνες τις στιγμές που αντιστεκόταν, της τραβούσαν τα μαλλιά.  Τέλος, υποδείχθηκαν στη μάρτυρα και της ζητήθηκε να σχολιάσει διάφορα βίντεο που περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια 2[2] και 3[3].

 

Η αντεξέταση της Παραπονούμενης, η οποία ήταν ομολογουμένως μακρά, είχε ως προφανή στόχο να πλήξει την αξιοπιστία της και ουσιαστικά ν’ αναδείξει ότι η καταγγελία στην οποία προέβη σε βάρος των Κατηγορούμενων ήταν ψευδής.  Εξ ου και αντεξετάστηκε σε σχέση με αντιφάσεις που σύμφωνα με την Υπεράσπιση εντοπίζονται στα όσα ανέφερε στις καταθέσεις της, σε σύγκριση με την δια ζώσης μαρτυρία της στο Δικαστήριο αλλά και εν συγκρίσει με τα όσα οι φίλες της ανέφεραν στις δικές τους καταθέσεις, όπως και για ουσιώδεις παραλείψεις στις καταθέσεις της (όπως για παράδειγμα το ότι αρχικά οι Κατηγορούμενοι ξεκίνησαν να της κάνουν μασάζ και όχι να την χαϊδεύουν με τον τρόπο που η ίδια περιέγραψε).  Βασική θέση της Υπεράσπισης, η οποία τέθηκε κατά την αντεξέταση, ήταν πως ό,τι συνέβη ήταν με την πλήρη συναίνεση της και ότι αυτό επιβεβαιώνεται από τον ενεργητικό ρόλο που φαίνεται να έχει κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης με τους Κατηγορούμενους, όπως φαίνεται στα βίντεο που προβλήθηκαν (Τεκμήριο 2), τις αναφορές της κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ότι της αρέσει, τον τρόπο με τον οποίο είχε ποζάρει μαζί με τον Κατηγορούμενο 2 σε φωτογραφία που λήφθηκε στο δωμάτιο (Τεκμήριο 5), ως επίσης και από τον φιλικό τρόπο με τον οποίο συνευρέθηκε με τους Κατηγορούμενους, στον εξωτερικό χώρο της πισίνας μετά τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της. Αντεξετάστηκε επίσης ως προς τη θέση των Κατηγορούμενων ότι η ίδια είχε εξαρχής συμφωνήσει να βιντεογραφήσουν τη σεξουαλική πράξη και επιπρόσθετα ότι οι Κατηγορούμενοι ουδέποτε άσκησαν οποιαδήποτε βία έναντι της ιδίας. Σε σχέση με το σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που ως ανέφερε η Παραπονούμενη την κόλλησαν οι Κατηγορούμενοι, αποτέλεσε θέση των τελευταίων ότι της έχει μεταδοθεί από αλλού και όχι από τους Κατηγορούμενους, οι οποίοι δεν είχαν τέτοιο νόσημα.

 

Η Μ.Κ.2 (φίλη της Παραπονούμενης) υιοθέτησε την κατάθεση της Έγγραφο Ζ[4], στην οποία πέραν από το πότε ήρθε στην Κύπρο με τις φίλες της για διακοπές και που διέμεναν, αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γνώρισε τον ΒΒ σε club της Αγίας Νάπας δύο μέρες πριν το επίδικο βράδυ, στην ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ τους και σε συνάντηση τους το επίδικό βράδυ στο ίδιο club. Όταν συνεννοήθηκαν δε με τον ΒΒ για να συναντηθούν, επειδή δεν τον γνώριζε πολύ καλά, τον ρώτησε αν μπορούσε να τη συνοδεύσει μια φίλη της και της απάντησε θετικά. Τότε βγήκαν με την Παραπονούμενη από το club που βρίσκονταν (άλλο από το πιο πάνω), ο ΒΒ για το λόγο που εξηγεί έστειλε ένα φίλο του να τις πάρει με τα πόδια και να τις πάρει εκεί που βρισκόταν και με το buggy τις πήραν στη βίλα που διέμεναν.  Έκατσαν αρχικά στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού και μετά που μπήκαν στο σπίτι, ανέβηκαν στην οροφή με τον ΒΒ και έκαναν σεξ. Βρίσκονταν εκεί για περίπου 20-30 λεπτά. Ενόσω βρισκόταν στην ταράτσα δεν είχε επαφή με την Παραπονούμενη και δεν γνώριζε που βρισκόταν. Όταν κατέβηκε κάτω, πήγε με τον ΒΒ στον καναπέ του σαλονιού και από εκείνο το σημείο δεν θυμάται πολλά πράγματα γιατί ήταν μεθυσμένη. Μετά από λίγη ώρα, συνάντησε την Παραπονούμενη, νομίζει στην κουζίνα, η οποία την παρακάλεσε να φύγουν χωρίς να της αναφέρει οτιδήποτε άλλο. Τη δεδομένη στιγμή, η Παραπονούμενη δεν είχε οποιαδήποτε έκφραση στο πρόσωπο της.  Στη συνέχεια εξήλθαν του σπιτιού, ο ΒΒ τους κάλεσε ταξί και έφυγαν. Στον δρόμο η Παραπονούμενη της ανέφερε πως βιάστηκε στην έπαυλη, χωρίς να της αναφέρει οτιδήποτε άλλο, εξ όσων θυμάται και επέστρεψαν στη συνέχεια στο ξενοδοχείο. Μετέβηκαν στο δωμάτιο που βρίσκονταν και τα υπόλοιπα κορίτσια και εκεί η Παραπονούμενη τους είπε τι είχε συμβεί στην έπαυλη. Επειδή η ίδια ήταν κουρασμένη και μεθυσμένη, καθώς επίσης σε κατάσταση σοκ, το μόνο πράγμα που θυμάται από τη συζήτηση που ακολούθησε είναι ότι η τελευταία επισήμανε πως ενόσω έκανε συναινετικό σεξ με το ένα αγόρι, γύρισε πίσω και συνειδητοποίησε ότι έκανε σεξ με κάποιον άλλο στον οποίο δεν είχε συναινέσει. Επίσης, τους ανέφερε ότι ένας απ’ αυτούς το βιντεογραφούσε. Ήταν περαιτέρω η θέση της, ότι από την ημέρα του επίδικου συμβάντος, η Παραπονούμενη δεν ξανασυζήτησε οτιδήποτε επ’ αυτού. Ο λόγος που η Παραπονούμενη κατήγγειλε το περιστατικό την 1.7.2023, είναι γιατί την προηγούμενη ημέρα ήταν απασχολημένες.

 

Σε περαιτέρω ερωτήσεις στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης της, διευκρίνισε πως όταν ανέφερε στην κατάθεση της ότι η Παραπονούμενη της είπε στο δρόμο ότι είχε βιαστεί, εννοούσε στον δρόμο έξω από την έπαυλη και ότι αυτό που της είχε πει ακριβώς, ήταν “νομίζω πως μόλις με έχουν βιάσει”. Όπως ανέφερε δε, η Παραπονούμενη δεν είχε κάποια έκφραση στο πρόσωπο της και νομίζει πως ήταν σοκαρισμένη.  Περαιτέρω, σε σχέση με την αναφορά στην κατάθεση της ότι πήγαν στο δωμάτιο και εκεί ήταν όλα τα κορίτσια και η Παραπονούμενη τους είπε τι έγινε, ανέφερε πως όταν συνέβη αυτό η ίδια βρισκόταν στην τουαλέτα του δωματίου και άκουσε αποσπασματικά τη συζήτηση που είχε η Παραπονούμενη με τα άλλα κορίτσια. Ένα μέρος της συνομιλίας που άκουσε, ήταν ότι ο ένας απ’ αυτούς, κατά τη διάρκεια του βιασμού, βιντεογραφούσε τη σκηνή. Σε υποδείξεις που της έγιναν από πλάνα που περιέχονται στο Τεκμήριο 3[5], η μάρτυρας αναγνώρισε τον εαυτό της και ανέφερε ό,τι θυμόταν σε σχέση μ’ αυτά.

 

H μάρτυρας αντεξετάστηκε, μεταξύ άλλων, για τη γνωριμία της με τον ΒΒ και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μετέβη το επίδικο βράδυ με την Παραπονούμενη στην έπαυλη όπου διέμεναν ο ΒΒ, οι Κατηγορούμενοι και άλλοι φίλοι τους, ως επίσης για το τι ακριβώς είχε γίνει κατά την παραμονή τους στην έπαυλη και για την πρώτη συνάντηση που είχε με την Παραπονούμενη στην κουζίνα, μετά που τελείωσε τη σεξουαλική πράξη με τον ΒΒ, όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, η τελευταία φαινόταν να νιώθει άβολα και ρώτησε αν μπορούν να φύγουν. Επίσης, έγιναν ερωτήσεις σε σχέση με το πότε ήταν η πρώτη φορά που της είχε αναφέρει η Παραπονούμενη ότι βιάστηκε και σε ποιο χώρο βρίσκονταν, αλλά και για διάφορες αναφορές της που δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεση της, όπως ότι η Παραπονούμενη της είχε πει πρώτη φορά τι έγινε έξω από το σπίτι, ότι αυτό που της είπε η Παραπονούμενη ήταν «νομίζω ότι μόλις έχω βιαστεί», ότι είδε ένα δάκρυ στο ένα μάτι της Παραπονούμενης να τρέχει και ότι βρισκόταν στην τουαλέτα όταν η Παραπονούμενη εξηγούσε τα γεγονότα στις φίλες της και άκουσε ορισμένα σημεία της συνομιλίας, με τη μάρτυρα να τοποθετείται ότι κάποια πράγματα της έρχονται τώρα, ενώ κάποια άλλα πράγματα που δεν αναφέρονται είναι συνέπεια των κενών που άφησε ο αστυνομικός που της είχε λάβει την κατάθεση και της κακής επικοινωνίας που υπήρχε μεταξύ τους. Αντεξετάστηκε ακόμη για την αναφορά της ότι σύμφωνα με την Παραπονούμενη κάποιος βιντεογραφούσε τη σεξουαλική επαφή, για το τι συζήτησαν με την Παραπονούμενη όταν είχε δώσει την κατάθεση της και τη συζήτηση που είχαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όλα τα κορίτσια και συμφώνησαν ότι ήταν βιασμός, για το κατά πόσο η Παραπονούμενη ήταν μεθυσμένη ή είχε λάβει ναρκωτικά, ενώ της ζητήθηκε να τοποθετηθεί σε σχέση με διάφορα βίντεο που της υποδείχθηκαν, ως επίσης αν νιώθει οποιεσδήποτε ενοχές. Εν τέλει δε, της υποβλήθηκε ότι όσα ανέφερε στον ανακριτή περιλαμβάνονται στην κατάθεση της Έγγραφο Ζ και όσα πρόσθεσε δεν είναι αλήθεια. 

 

Η Μ.Κ.3, η οποία υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, ανέφερε ότι βρισκόταν με την Παραπονούμενη όταν έγινε η αναγνώριση ενός εκ των Κατηγορούμενων και επιπλέον έλαβε μια συμπληρωματική κατάθεση από την Παραπονούμενη. Η μάρτυρας δε αναγνώρισε την κατάθεση που λήφθηκε από την τελευταία στις 3.7.2023 αναφορικά με την αναγνώριση του Κατηγορούμενου 1 ως του άντρα που τη βίασε (βλ. Έγγραφα Γ και Δ), καθώς επίσης τη συμπληρωματική κατάθεση που έλαβε από την Παραπονούμενη στις 4.7.2023 (βλ.Έγγραφα Ε και Στ).  Αντεξεταζόμενη, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι όταν έλαβε τις δύο καταθέσεις από την Παραπονούμενη, η συμπεριφορά της ίδιας ήταν επαγγελματική και δεν ήταν ούτε απότομη, ούτε πιεστική. Όπως ανέφερε δε, οι δύο καταθέσεις που έλαβε ήταν ανοικτές και δεν υπέβαλε ερωτήσεις στην Παραπονούμενη. Σε σχέση με τη συμπληρωματική κατάθεση, είπε ότι προσήλθε η ίδια η Παραπονούμενη στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, ζητώντας να προσθέσει κάποια στοιχεία τα οποία είχε ξεχάσει ν’ αναφέρει στην κατάθεση της και μάλιστα τα είχε σημειωμένα στο κινητό της τηλέφωνο. Η ίδια στη ουσία αντίγραψε τις σημειώσεις σε έντυπο κατάθεσης. Η Παραπονούμενη στη συνέχεια διάβασε την κατάθεση στην παρουσία της και αφού συμφώνησε, την υπόγραψε. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ό,τι της είχε αναφέρει, καταγράφηκε στην κατάθεση. Επίσης, ανέφερε ότι, στις 4.7.2023, όταν έλαβε τη συμπληρωματική κατάθεση, η Παραπονούμενη δεν της ζήτησε είτε να δει την προηγούμενη κατάθεση της, είτε να λάβει αντίγραφο.

 

Η Μ.Κ.4 είναι η Αστυφύλακας που έλαβε την αρχική κατάθεση της Παραπονούμενης (Έγγραφο Α) στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίας Νάπας. Όπως ανέφερε, σε κάποια στιγμή που έδινε την κατάθεση της η Παραπονούμενη, από το μέσο προς το τέλος της κατάθεσης, μπήκε στο δωμάτιο η Μ.Κ.2, κατόπιν παράκλησης της Παραπονούμενης διότι δεν αισθανόταν καλά. Η Μ.Κ.2 είχε δώσει κατάθεση και όταν τελείωσε, ήρθε μαζί με τη φίλη της.  Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι δεν θυμόταν με βεβαιότητα σε ποιο σημείο βρισκόταν η κατάθεση της Παραπονούμενης, όταν μπήκε η Μ.Κ.2. Ανέφερε επίσης ότι οι δύο δεν συζητούσαν μεταξύ τους τα γεγονότα. Η ΜΚ2 έκλαιγε σε όλη τη διάρκεια γιατί ένιωθε τύψεις και απλά κρατούσε αγκαλιά τη φίλη της. Αυτό το υπέθεσε η ίδια από τον τρόπο που έκλαιγε, ωστόσο είναι κάτι που της είπε και προφορικά η Μ.Κ.2 προτού ξεκινήσει να λαμβάνει κατάθεση από την Παραπονούμενη, όταν οι δύο τους έφτασαν στον Αστυνομικό Σταθμό.  Σε σχέση τώρα με την κατάθεση που έλαβε, ανέφερε ότι η Παραπονούμενη της περιέγραψε τι έγινε και κατά τη διάρκεια έκανε η ίδια κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όσα καταγράφονται δε στην κατάθεση, είναι όσα της είπε ακριβώς και δεν κατέγραφε όσα η ίδια θεωρούσε σημαντικά. Όπως ανέφερε περαιτέρω, ήταν βοηθητική προς την Παραπονούμενη και ευγενική, ενώ υπήρχε καλή επικοινωνία μεταξύ τους και αντιλαμβανόταν ακριβώς τι της έλεγε. Επίσης, ήταν η θέση της ότι η τελευταία δεν ζήτησε οποτεδήποτε να διορθώσει την κατάθεση και να της αρνήθηκε.

 

Απαντώντας για τη φράση “I was wearing a pink top, a camouflage short skirt, no bra and underwear’’ στην κατάθεση της Παραπονούμενης και στη θέση ότι αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι ήταν «χωρίς σουτιέν και εσώρουχα», ανέφερε ότι η τελευταία της ανέφερε ότι δεν φορούσε σουτιέν αλλά φορούσε κάτω εσώρουχο και το έγραψε ακριβώς όπως της το είχες πει. Όταν τελείωσε η κατάθεση, η Παραπονούμενη την διάβασε και δεν ζήτησε να γίνει αλλαγή στο συγκεκριμένο σημείο. Η μάρτυρας δε αρνήθηκε έντονα ότι της υποδείχθηκε από την Παραπονούμενη ότι υπάρχει θέμα (λάθος) στο εν λόγω σημείο και ότι η ίδια της ανέφερε ότι δεν πειράζει και το Δικαστήριο θα καταλάβει. Επανέλαβε δε σε διάφορα σημεία τη θέση της, ότι κατέγραψε όσα της είχε αναφέρει η τελευταία και όταν ολοκληρώθηκε η κατάθεση, της την έδωσε να τη διαβάσει, αναφέροντας σ’ αυτήν ότι μπορεί αν θέλει να προσθέσει ή να αλλάξει κάτι, αλλά ανέφερε ότι είναι σωστή και την υπόγραψε στην παρουσία της Μ.Κ.2. Ό,τι άλλο ανέφερε, είναι πως η Παραπονούμενη της είχε αναφέρει ότι ήταν μεθυσμένη, αν και δεν είπε πόσα ποτά ήπιε, ως επίσης ότι είχε ρωτήσει την τελευταία αν την κτύπησαν και έδωσε αρνητική απάντηση. 

 

Ο Μ.Κ.5, ο οποίος υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, είναι ένας εκ των ανακριτών της υπόθεσης και έλαβε την κατάθεση από την Μ.Κ.2 (βλ. Έγγραφα Ζ και Η). Ως ανέφερε, η τελευταία, στην αρχή, ήταν σε σύγχυση, όμως της δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος να ηρεμήσει, ούτως ώστε να μπορεί να προβεί στην κατάθεση της.  Αντεξεταζόμενος, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως η κατάθεση της Παραπονούμενης λήφθηκε από άλλο συνάδελφο του σε ξεχωριστό δωμάτιο και την ώρα που ο ίδιος λάμβανε κατάθεση από την Μ.Κ.2 ήταν μόνη της. Όπως ανέφερε υπήρχε πολύ καλή επικοινωνία μεταξύ τους και δεν υπήρχε θέμα να μην αντιλαμβάνεται ο ένας τον άλλο, ήταν ευγενικός μαζί της και την άφησε ελεύθερα, χωρίς φωνές ή πίεση ή απειλές, να δώσει την κατάθεση της. Όσα δε του είχε πει, επακριβώς, είναι αυτά που κατέγραψε στην κατάθεση. Επίσης, ανέφερε πως όταν η κατάθεση της ολοκληρώθηκε, της την έδωσε, την διάβασε, συμφώνησε με το περιεχόμενο της και την υπέγραψε. Είχε επισημανθεί στην Μ.Κ.2 ότι θα μπορούσε να πάει πίσω αν θυμόταν κάτι επιπρόσθετο ή αν αισθανόταν ότι κάτι που είπε δεν ήταν σωστό και επιθυμούσε να το διαφοροποιήσει, όμως δεν ζήτησε οποτεδήποτε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση για τυχόν παραλείψεις ή πράγματα που θυμήθηκε εκ των υστέρων. Ο μάρτυρας, ανέφερε επίσης ότι δεν περιήλθε σε γνώση του η Παραπονούμενη να διαμαρτυρήθηκε ότι αυτά που κατέγραψε στην κατάθεση της Μ.Κ.2 ή άλλοι συνάδελφοι του σε καταθέσεις που έλαβαν αυτοί, δεν συνάδουν με τα λεγόμενα της. Τέλος, ο μάρτυρας, ο οποίος έλαβε και την κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 2, στην παρουσία του δικηγόρου του, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν συνεργάσιμος και απαντούσε στις ερωτήσεις του αυθόρμητα. Κάποιοι από τους ισχυρισμούς του δε, επιβεβαιώνονταν από τα βίντεο που τους παρέδωσε και από πλάνα που έλαβαν από την έπαυλη.

 

Η Μ.Κ.6 στην κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου και τέθηκε επικεφαλής των ανακρίσεων σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, καθώς και ότι 1-2 ημέρες αφότου ξεκίνησε η δικαστική διαδικασία, η Παραπονούμενη της είχε προωθήσει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποτελέσματα σε σχέση με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, στα οποία φαινόταν ότι ήταν θετική στη χλαμύδια. Κατά την αντεξέταση της, διευκρίνισε ότι για το ότι η Παραπονούμενη ήταν θετική στη χλαμύδια, ενημερώθηκε από προηγουμένως προφορικά από τον πατέρα της και την ίδια ώρα, ενημέρωσε τους Κατηγορούμενους, οι οποίοι εκείνο το διάστημα βρίσκονταν υπό κράτηση, συμβουλεύοντας τους να εξεταστούν και οι ίδιοι. Στη θέση ότι οι Κατηγορούμενοι ζήτησαν και εξετάστηκαν από τους γιατρούς των Κεντρικών Φυλακών και δεν ήταν θετικοί, δήλωσε άγνοια.

 

Η μάρτυρας ερωτήθηκε και σε σχέση με την έκθεση του Κρατικού Χημείου (Τεκμήριο 37), η οποία επίσης λήφθηκε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και όπως ανέφερε, από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν σε δείγματα σάλιου και αίματος που λήφθηκαν από την Παραπονούμενη, φαίνεται ότι η τελευταία βρέθηκε θετική στην αμφεταμίνη, νορφλουοξετίνη και φλουοξετίνη. Εξ οσων η ίδια γνωρίζει, οι αμφεταμίνες είναι ναρκωτική ουσία, αλλά τούτο μπορεί να γίνει σε πιο καλή ανάλυση από τη χημικό. Στο τέλος της αντεξέτασης της, ανέφερε ότι ως επικεφαλής ανακρίτρια γνώριζε το σύνολο της μαρτυρίας και αφού ανέλυσε τη μαρτυρία που υπήρχε και έλαβε υπόψη τη θέση της Παραπονούμενης ότι όλα έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση της, στη συνοπτική έκθεση που ετοίμασε και διαβίβασε στο Γενικό Εισαγγελέα, εισηγήθηκε να τεθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου.  

 

Οι Κατηγορούμενοι, ως ήδη λέχθηκε, επέλεξαν το δικαίωμα της σιωπής, ενώ δεν κάλεσαν μάρτυρες υπεράσπισης.  Οι καταθέσεις όμως που έδωσαν στην αστυνομία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια.

Ο Κατηγορούμενος 1, στην κατάθεση του Τεκμήριο 34, πέραν από κάποιες προσωπικές πληροφορίες, αναφέρει κάτω από ποιες συνθήκες πήγαν στη βίλα που είχαν ενοικιάσει με φίλους του, η Παραπονούμενη και η Μ.Κ.2 και τι έγινε, μέχρι τι στιγμή που η Παραπονούμενη μπήκε στην κατοικία και ακολούθως στο δωμάτιο του Κατηγορούμενου 2. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο 1, όταν βρίσκονταν στο δωμάτιο οι τρείς τους, της είχαν προτείνει, αν ήθελε, να κανόνιζαν να πάνε στο σπίτι της και αυτή αρνήθηκε, ως επίσης αν ήθελε να φύγουν από το δωμάτιο αλλά αυτή τους ζήτησε να μείνουν. Μάλιστα είχαν σηκωθεί να φύγουν και αυτή τους είπε ότι δεν ήθελε να φύγουν. Στη συνέχεια οι Κατηγορούμενοι έκαναν διαδοχικά μασάζ στην Παραπονούμενη, αφού προηγουμένως αυτή συμφώνησε σ΄αυτό. Όταν δε της έκανε μασάζ ο ίδιος, ο Κατηγορούμενος 2 ανέφερε πως θα ήταν ωραία ιστορία εάν έκαναν τρίο και αυτή απάντησε ότι θα ήταν πολύ ωραία, οπότε ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της.  Ενώ έκαναν σεξ την ρωτούσαν εάν της άρεσε και αυτή συνέχιζε να τους λέει ότι της άρεσε πολύ. Επίσης ερωτήθηκε και συμφώνησε να βιντεοσκοπήσουν στο snapchat τις σεξουαλικές τους στιγμές, λέγοντας ότι της αρέσει η ιδέα πάρα πολύ. Όπως αναφέρει υπάρχουν τέσσερα βίντεο που τους δείχνει να κάνουν σεξ και περιγράφει σκηνές από τα βίντεο, καταλήγοντας ότι αυτά δείχνουν συναινετικό σεξ.  Περαιτέρω, αναφέρει ότι μετά βγήκαν από το σπίτι και ήταν μαζί στα κρεβατάκια, δίπλα από την πισίνα, όπου μιλούσαν και γελούσαν. Σε κάποια στιγμή, της τηλεφώνησε μια φίλη της, η οποία φάνηκε να την ρωτά που βρίσκεται και με ποιους και η Παραπονούμενη γύρισε την κάμερα σε αυτούς και σχημάτισε με τα δάκτυλα της τον αριθμό δύο μπροστά από το πρόσωπο της. Ό,τι άλλο έχει σημασία ν’ αναφερθεί από την κατάθεση του, είναι η θέση του ότι δεν χρησιμοποίησαν πίεση και βία και ό,τι έγινε, ήταν με τη συγκατάθεση της Παραπονούμενης, η οποία κατά τη διάρκεια του σεξ επικοινωνούσε καθαρά. Διερωτάται δε γιατί η τελευταία έκανε ψεύτικη καταγγελία.   

 

Στην κατάθεση του Τεκμήριο 33, ο Κατηγορούμενος 1 δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη με άλλα άτομα και οποιοσδήποτε το επιθυμεί μπορεί να έρθει να τον δει μέσω του μονοδρομικού υαλοπίνακα στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου. 

 

 

Ο Κατηγορούμενος 2 δε, στη δική του κατάθεση Τεκμήριο 35, πέραν από κάποιες δικές του προσωπικές πληροφορίες, αναφέρεται και αυτός πως έφτασαν τα δύο κορίτσια στο σπίτι που διέμεναν και τι έγινε μέχρι που η Παραπονούμενη μπήκε στο δωμάτιο του. Εκεί οι τρείς τους μιλούσαν και έκαναν αστεία για να κάνουν τρίο. Η Παραπονούμενη επικοινωνούσε ξεκάθαρα και δεν φαινόταν μεθυσμένη. Ως αναφέρει την είχαν ρωτήσει πολλές φορές αν ήθελε να φύγουν ή να φύγει αυτή και τους είπε όχι, μπήκε κάτω από την κουβέρτα και είπε ότι δεν ήθελε να φύγουν διότι θα έφευγε αυτή από το δωμάτιο. Ως προς το τι επακολούθησε, ανέφερε ουσιαστικά ό,τι και ο Κατηγορούμενος 1. Η Παραπονούμενη ερωτήθηκε και συμφώνησε να της κάνουν μασάζ και της έκαναν διαδοχικά μασάζ, αρχικά ο ίδιος και μετά ο Κατηγορούμενος 1. Τότε ο ίδιος είπε ότι θα ήταν αστεία ιστορία για την Αγία Νάπα αν έκαναν τρίο και αφού συμφώνησε, του ζήτησε να σβήσει τα φώτα. Ακολούθως, ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της και κατά τη διάρκεια αυτή έλεγε ότι της άρεσε, ενώ περαιτέρω συμφώνησε να βιντεογραφήσουν την επαφή τους για αναμνήσεις. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο 2, από τα βίντεο προκύπτει ότι συμφωνούσε και δεν έγινε τίποτε με τη βία.  Στη συνέχεια αναφέρει τι έκαναν όταν πήγαν έξω στα κρεβατάκια και αναφέρεται επίσης σε τηλεφωνική επικοινωνία της Παραπονούμενης με φίλη της, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ρώτησε ποιοι είναι και η Παραπονούμενη γύρισε την κάμερα προς το μέρος τους και της έδειξε με τα δάκτυλα της τον αριθμό δύο. Τότε η φίλη της είπε «Ωχ Θεέ μου» και η Παραπονούμενη έδειξε ντροπιασμένη για το τι είχε μόλις κάνει και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε από την έκφραση του προσώπου της.  Ως περαιτέρω αναφέρει, η Παραπονούμενη κατά τη διάρκεια του σεξ, δεν του ζήτησε να σταματήσει, ούτε προσπάθησε οποιαδήποτε στιγμή να τον σπρώξει ή να τον κρατήσει μακριά της.  Η Παραπονούμενη όλη την ώρα, όπως φαίνεται και στα βίντεο, έδινε τη συγκατάθεση της τόσο για τα βίντεο, όσο και για το σεξ, έδειχνε ευχαριστημένη και επικοινωνούσε καθαρά.  Τέλος, αναφέρει ότι ποτέ δεν είπε ότι δεν ήθελε να κάνει σεξ και δεν ζήτησε να σταματήσουν, το απολάμβανε και δεν την πίεσαν να κάνει οτιδήποτε που δεν ήθελε.      

 

Β. Αξιολόγηση Μαρτυρίας - Ευρήματα

 

Έχουμε παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες και εξετάσαμε όπως επιβάλλεται τη μαρτυρία τους, καθώς και κάθε άλλη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί υπό μορφή δηλώσεων ή εγγράφων εν τη εννοία του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Είμαστε σε θέση ν’ αξιολογήσουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων και την ως άνω μαρτυρία, προς εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και συμπερασμάτων επί των πραγματικών γεγονότων.

 

Υπενθυμίζεται εδώ, ότι το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια ν' αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και ν' απορρίπτει το υπόλοιπο μέρος αυτής ως αναξιόπιστο, ενεργώντας αναλόγως. Για μερική αποδοχή μαρτυρίας, χρειάζεται βεβαίως ικανή αιτιολόγηση από το Δικαστήριο[6].

 

Ι. Καταγγελία - Διερεύνηση (Παραδεκτά γεγονότα και Μ.Κ.3, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6)

 

Προτού λεχθεί οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να σημειωθεί πως ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων κατατέθηκαν και εγκρίθηκαν ως παραδεκτά, συμφώνως του άρθρου 19 του Περί Απόδειξης Νόμου Κεφ. 9 και ως τέτοια αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου. Τέτοια είναι τα παραδεκτά γεγονότα που περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια Α και Β, αλλά και όσα περαιτέρω δηλώθηκαν ως παραδεκτά στις 8.9.23[7]. Tα παραθέτουμε κατωτέρω συνοπτικά για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων έπονται. Παρεμβάλλουμε εδώ ότι, ουσιαστικά, όπως θα διαφανεί από την παράθεση των παραδεκτών γεγονότων, σε συνδυασμό και με το ότι η αντεξέταση όλων των αστυνομικών που κατέθεσαν, αποσκοπούσε ουσιαστικά στη διευκρίνιση κάποιων ζητημάτων και όχι στην αμφισβήτηση οποιασδήποτε ενέργειας τους, το σύνολο των γεγονότων που αφορούν την διερεύνηση της υπόθεσης έχει γίνει παραδεκτό.

 

Υπενθυμίζεται εδώ, ότι η Παραπονούμενη την 1.7.23 και περί ώρα 23:35 προέβη σε κατάθεση στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίας Νάπας με την οποία κατήγγειλε τον βιασμό της. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδεκτά γεγονότα, στις 2.7.2023 και περί η ώρα 02:25, ο Α/Αστ. 2633 Δ.Λ. μετέβη με την Παραπονούμενη σε συγκρότημα κατοικιών στην Αγία Νάπα, όπου η τελευταία υπέδειξε συγκεκριμένη κατοικία, ως την οικία όπου έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα σύμφωνα με την κατάθεση της.

 

Την ίδια μέρα διενεργήθηκε έρευνα δυνάμει εντάλματος (βλ. Τεκμήριο 29) στην πιο πάνω αναφερόμενη κατοικία, όπου διέμεναν οι Κατηγορούμενοι κατά τον επίδικο χρόνο, στην παρουσία τους καθώς και στην παρουσία άλλων οκτώ ανδρών, που επίσης διέμεναν εκεί. Αφού υπεδείχθη και εξηγήθηκε το ένταλμα στους Κατηγορούμενους και τους επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, ο 1ος  Κατηγορούμενος απάντησε «Yes we had sex with her» και ο 2ος Κατηγορούμενος απάντησε «She never say no».

 

Ακολούθως, κατόπιν σωματικού ελέγχου που διενεργήθηκε στον 2ο Κατηγορούμενο, εντοπίστηκε στη δεξιά του τσέπη ένα κινητό τηλέφωνο (Τεκμήριο 10), σε σχέση με το οποίο αφού του επεστήθη η προσοχή, αυτός απάντησε «Its my phone. I have videos to prove that it was with her consent». Στη συνέχεια διενεργήθηκε σωματικός έλεγχο και στον 1° Κατηγορούμενο οπόταν εντοπίστηκε στην αριστερή του τσέπη ένα κινητό τηλέφωνο (Τεκμήριο 11), το οποίο του υπεδείχθη και αφού του επεστήθη η προσοχή, ο τελευταίος απάντησε «Its my phone».

 

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της έρευνας στην εν λόγω κατοικία και συγκεκριμένα στο δωμάτιο όπου έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα σύμφωνα με τις καταθέσεις της Παραπονούμενης, ο Αστ. 1381 ανωτέρω, εντόπισε και παρέλαβε τα Τεκμήρια 12-16 ήτοι σεντόνια από τα δύο κρεβάτια του δωματίου και ένα χρησιμοποιημένο χαρτί υγείας με αίμα από τον κάλαθο του αποχωρητηρίου. 

 

Την ίδια μέρα επίσης λήφθηκαν κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης, δύο παρειακά επιχρίσματα από την Παραπονούμενη, (βλ. Τεκμήριο 19)

 

Επιπλέον, παραδεκτή είναι και η σύλληψη των δύο Κατηγορουμένων δυνάμει εντάλματος (βλ. Τεκμήρια 30 και 31 αντίστοιχα) καθώς και οι απαντήσεις που έδωσαν αφού  ενημερώθηκαν για τους λόγους σύλληψης τους και τους επεστήθη η προσοχή στο νόμο, όπου ο μεν 1ος Κατηγορούμενος απάντησε «I didnt do anything», ο δε 2ος Κατηγορούμενος «Everything was with her consent and we have it on video». Και οι δυο ενημέρωθηκαν γραπτώς για τα δικαιώματα τους στην παρουσία των δικηγόρων τους[8] και υπέγραψαν σχετική βεβαίωση πληροφόρησης/παραλαβής δικαιωμάτων υπόπτου/ κατηγορούμενου. 

 

Την ίδια μέρα και κατόπιν λήψης των απαιτούμενων συγκαταθέσεων διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση της Παραπονούμενης, κατά την οποία η Δρ Α.Π. παρέλαβε από την Παραπονούμενη παρειακά επιχρίσματα και δειγματοληψίες από τον κόλπο, τον τράχηλο, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και τον πρωκτό, ήτοι τα Τεκμήρια 20-27. Επίσης, παραλήφθηκαν αίμα και ούρα για τη διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων. Η ιατροδικαστική έκθεση που ετοίμασε η Δρ Α. Π., κατατέθηκε ως Τεκμήριο 32. Επίσης παραδεκτή ήταν η νομότυπη λήψη από τους Κατηγορούμενους 1 και 2 παρειακών επιχρίσμάτων (βλ. Τεκμήρια 18 και 17 αντίστοιχα).

 

Στις 2.7.23 και 3.7.23 λήφθηκαν γραπτές συγκαταθέσεις από τους Κατηγορούμενους 2 και 1 αντίστοιχα, για εξέταση των φωτογραφιών και βίντεο στο κινητό τηλέφωνο εκάστου (Τεκμήρια 10 και 11)

 

Στις 3.7.23 μέσω κατάθεσης που λήφθηκε από τον 1° Κατηγορούμενο (Τεκμήριο 33), ο τελευταίος εξέφρασε την απροθυμία του για διενέργεια αναγνωριστικής παράταξης και συναίνεσε όπως η Παραπονούμενη τον δει μέσω του ειδικού μονοδρομικού υαλοπίνακα στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, κάτι που έγινε την ίδια μέρα, οπόταν η Παραπονούμενη είδε και αναγνώρισε τον 1° Κατηγορούμενο μέσω της πιο πάνω διαδικασίας, ως ένα από τα δύο πρόσωπα που περιγράφει στις καταθέσεις της, παρουσία της Αστ.26 Κ.Π. (Μ.Κ.3), η οποία συνόδευε την Παραπονούμενη, και του Αστ. 2633 ο οποίος συνόδευε τον 1° κατηγορούμενο. Ο τελευταίος επέστησε την προσοχή του 1ου Κατηγορουμένου στο Νόμο και του ζήτησε να αναφέρει το όνομα του.

 

Στις 7.7.2023, ο Μ.Κ.5 έλαβε από τον 1° Κατηγορούμενο στην παρουσία του δικηγόρου του, γραπτή συγκατάθεση για εξέταση του κινητού του τηλεφώνου, ήτοι του Τεκμηρίου 11, ως προς τις συνομιλίες, φωτογραφίες, βίντεο που ανταλλάχθηκαν μέσω εφαρμογών μέσων κοινωνικής δικτύωσης με άλλους χρήστες που υπάρχουν ή είχαν διαγραφεί, ενώ στη συνέχεια λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από αυτόν (βλ. Τεκμήριο 34 στο οποίο επισυνάπτεται και η πιστή μετάφραση της στην ελληνική). Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και για τον 2ο Κατηγορούμενο εν σχέσει με το δικό του τηλέφωνο (Τεκμήριο 10) στις 9.7.23 στην παρουσία της μητέρας του και της δικηγόρου του, ενώ στη συνέχεια λήφθηκε και από αυτόν ανακριτική κατάθεση στην παρουσία της δικηγόρου του, κοινωνικής λειτουργού, του εκπροσώπου της πρεσβείας της Πορτογαλίας, της μητέρας του και του επιμελητή Αστ. 3391 Μ. Μ. (βλ. Τεκμήριο 35 στο οποίο επισυνάπτεται πιστή μετάφραση στην ελληνική).

 

Αποτελεί επίσης παραδεκτό γεγονός ότι στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, παραλήφθηκαν από την Αστυνομία μία κοντή φούστα χρώματος καμουφλάζ (Τεκμήριο 8) και μία ροζ μπλούζα (Τεκμήριο 9), τα οποία φορούσε η Παραπονούμενη κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Τόσο τα Τεκμήρια 8 και 9 που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, όσο και τα Τεκμήρια 12-28 που αναφέρθηκαν σε άλλα σημεία ανωτέρω, παραπέμφθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις, ήτοι συγκρίσεις σε επίπεδο γενετικού υλικού, στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Από τις επιστημονικές εξετάσεις, σύμφωνα με την Έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (Τεκμήριο 38), προέκυψε, μεταξύ άλλων, σύνδεση του Κατηγορούμενου 2 με επίχρισμα που λήφθηκε από το Τεκμήριο 9 (ροζ μπλούζα) από την εσωτερική πλευρά στην περιοχή που εφάπτεται στο αριστερό στήθος, καθώς και με το Τεκμήριο 13, ενώ δεν έχουν προκύψει οποιαδήποτε στοιχεία που να συνδέουν τον Κατηγορούμενο 1 με τα Τεκμήρια της υπόθεσης από τα οποία απομονώθηκε γενετικό υλικό του οποίου το προφίλ ήταν κατάλληλο για συγκρίσεις.

 

Από τις τοξικολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν σε δείγμα αίματος  και ούρων που λήφθηκαν από την Παραπονούμενη, η τελευταία βρέθηκε θετική στην

 

αμφεταμίνη, νορφλουοτεξίνη και φλουοτεξίνη (βλ. τη σχετική έκθεση ημερ.14.9.2023, Τεκμήριο 37).

 

Σε ότι αφορά τώρα τις εξετάσεις στα κινητά τηλέφωνα των Κατηγορούμενων, είναι παραδεκτό ότι το Τεκμήριο 2 περιέχει την εξαγωγή όλων των δεδομένων από τα Τεκμήρια 10 (κινητό τηλέφωνο που ανήκει στον 2ο Κατηγορούμενο) και 11 (κινητό τηλέφωνο που ανήκει στον 1ο Κατηγορούμενο), η οποία έγινε από την Αν. Λοχ. 2781 Ι.Θ. του Δικανικού Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας (στο εξής «ΔΕΗΔ»). Από το Τεκμήριο 2 εξάχθηκαν 6 βίντεο, τα οποία τοποθετήθηκαν στο Τεκμήριο 4 και των οποίων με σειρά 1 - 5 η ονομασία αρχίζει με το γράμμα (a), (b), (c), (d), (e) αντίστοιχα και το τελευταίο, ήτοι το 6°, έχει την ονομασία m…… deviceimg_o128.mov.

 

Από τον δικανικό έλεγχο στον οποίο προέβη η Αν. Λοχ. 2781 Ι. Θ. στα Τεκμήρια 10 και 11 διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

 

1.  Στις επαφές της συσκευής Τεκμήριο 10 ήταν καταχωρημένος ο αριθμός κινητού τηλεφώνου του 1ου κατηγορούμενου.

 

2.  Στο Τεκμήριο 10 εντοπίστηκε αποθηκευμένο το 6° βίντεο του Τεκμηρίου 4 με την ονομασία mdeviceimg_o128.mov. Το εν λόγω βίντεο εντοπίστηκε μέσα σε φάκελο (folder) με την ονομασία DCIM, ο οποίος είναι ο φάκελος στον οποίο καταχωρούνται όλα τα βίντεο και φωτογραφίες που λαμβάνονται από την ίδια τη συσκευή. Συγκεκριμένα το εν λόγω βίντεο λήφθηκε - βιντεογραφήθηκε από το Τεκμήριο 10 στις 30.6.23 και ώρα 05:23.

 

3.  Στο Τεκμήριο 10 διαπιστώθηκε ότι ο 2ος κατηγορούμενος διατηρούσε λογαριασμό στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat με όνομα λογαριασμού m...2. Η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat, επιτρέπει τη δημιουργία λογαριασμού με σκοπό την ανταλλαγή φωτογραφιών και βίντεο, καθώς και μηνυμάτων, μεταξύ άλλου λογαριασμού ή άλλων λογαριασμών στην εν λόγω πλατφόρμα. Διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι στις 30.6.23 και μεταξύ των ωρών 06:01 και 06:03 ο λογαριασμός m…2, ήτοι ο 2ος κατηγορούμενος, αντάλλαξε βίντεο στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat με το λογαριασμό με όνομα λογαριασμού ΡΚ. Τα βίντεο που ανταλλάχθηκαν ήταν τα βίντεο 1 - 5 του Τεκμηρίου 4. Τα βίντεο 2-5 του Τεκμηρίου 4 αποστάλθηκαν από το λογαριασμό m...2 στο λογαριασμό ΡΚ και το 1° βίντεο του Τεκμηρίου 4 στάλθηκε από το λογαριασμό ΡΚ στο λογαριασμό m...2. Ο 2ος κατηγορούμενος είχε καταχωρημένο στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat το λογαριασμό ΡΚ με το μικρό όνομα του Κατηγορούμενου 1.

 

4.   Στις επαφές της συσκευής Τεκμήριο 11 ήταν καταχωρημένος ο αριθμός κινητού τηλεφώνου του 2ου κατηγορούμενου.

 

5.   Το Τεκμήριο 11 δεν υποστηριζόταν από τα δικανικά εργαλεία του ΔΕΗΔ, οπότε η Αν. Λοχ. 2781 Ι.Θ. προέβη σε φυσικό έλεγχο της εν λόγω συσκευής, όπου δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε φωτογραφία ή βίντεο στη συσκευή σχετική με την υπόθεση. Επιπρόσθετα κατά το φυσικό έλεγχο της συσκευής διαπιστώθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος διατηρούσε λογαριασμό στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat με το όνομα λογαριασμού ΡΚ. Από τον έλεγχο των μηνυμάτων στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Snapchat διαπιστώθηκε ότι στις 30.6.23 και ώρα 06:01 ο λογαριασμός ΡΚ απέστειλε ένα βίντεο στο λογαριασμό με την ονομασία m….2. Πρόκειται για την ίδια συνομιλία που ανευρέθηκε στο Τεκμήριο 10 και πρόκειται για το 1° βίντεο του Τεκμηρίου 4.

 

6.  Από τον έλεγχο της sim card του Τεκμηρίου 10 διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός κινητού τηλεφώνου είναι ο ...69.

 

7.  Από τον έλεγχο της sim card του Τεκμηρίου 11 διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός κινητού τηλεφώνου είναι ο ...99.

 

Ως παραδεκτό γεγονός δηλώθηκε και ότι τα τεκμήρια 8-28 που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, παραλήφθηκαν νομότυπα, διακινήθηκαν νομότυπα, χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε αλλοίωση και ή επέμβαση εκτός για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων και βρίσκονταν υπό τη συνεχή και ασφαλή φύλαξη της Αστυνομίας, μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης τους στο Δικαστήριο.

Τέλος, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, το usb stick Τεκμήριο 3, περιέχει πλάνα από 4 βιντεοκάμερες από το κλειστό κύκλωμα, από τους εξωτερικούς χώρους της επίδικης έπαυλης στην Αγία Νάπα, στις 30.6.2023, μεταξύ των ωρών 04:00 το πρωί και 06:40 το πρωί. Η ημερομηνία και ώρα του συστήματος είναι ορθή και συμφώνως της πραγματικής και τα πλάνα δεν έχουν υποστεί οποιανδήποτε αλλοίωση.

 

Ως προς τους Μ.Κ.3, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, δηλαδή τους αστυνομικούς που κατέθεσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτοί απάντησαν σε κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Αποτελεί διαπίστωση μας δε από τη μελέτη της μαρτυρίας τους (τα όσα ανέφεραν έχουν εκτεθεί ανωτέρω και δεν χρήζουν επανάληψης) ότι οι συγκεκριμένοι μάρτυρες ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν και δεν είναι θεωρούμε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι καμία πλευρά δεν εισηγήθηκε μη αποδοχή της μαρτυρίας τους ή μέρους αυτής (χωρίς βεβαίως σε καμία περίπτωση αυτό να σημαίνει ότι η μη εισήγηση από μέρους τους, συνεπάγεται αυτόματα ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι συγκεκριμένο σημείο της μαρτυρίας τους δεν είναι αποδεκτό), ή αναξιοπιστία οιουδήποτε εξ αυτών για οποιοδήποτε λόγο. Αντίθετα, με αναφορά και στη δική τους μαρτυρία, οι συνήγοροι της Υπεράσπισης επιτίθενται στην αξιοπιστία της Παραπονούμενης και της Μ.Κ.2. Εν πάση περιπτώσει, αναφέρουμε ότι η εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι συγκεκριμένοι μάρτυρες ήταν καλή. Θεωρούμε πως ήταν μάρτυρες που κατέθεσαν τα πράγματα με ειλικρίνεια, όπως εξελίχθηκαν στην πραγματικότητα και δεν είχαν οποιοδήποτε σκοπό να εξυπηρετήσουν, ούτε διαφάνηκε να είχαν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. 

 

Ειδικότερα από τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 προέκυψε ως αναντίλεκτο το ότι δεν της ζητήθηκε από την Παραπονούμενη να δει την πρώτη κατάθεση της, κατά τον χρόνο που μετέβη για να δώσει τη συμπληρωματική κατάθεση της (Έγγραφο Ε) και ότι δεν είχε αντιληφθεί να υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα κατά την επικοινωνία τους με την Παραπονούμενη.  Ομοίως και η Μ.Κ.4 παρέμεινε αναντίλεκτη κατά τη μαρτυρία της καθ’ όσον αφορά τη θέση της ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε γλωσσικό εμπόδιο κατά την επικοινωνία της με την Παραπονούμενη, ενώ επίσης δεν αμφισβητήθηκε, όταν αρνήθηκε ότι η Παραπονούμενη της υπέδειξε ότι υπήρχε πρόβλημα στην κατάθεση της καθ’ όσον αφορά στην αναφορά της «Ι was wearing a pink top, a camouflage short skirt, no bra and underwear» και ότι αυτή αρνήθηκε να την αφήσει να το διορθώσει, λέγοντας της ότι το Δικαστήριο θα καταλάβει.  Επίσης ήταν γενικότερα σαφές από τη μαρτυρία της και παρέμεινε αναντίλεκτο ότι η Παραπονούμενη δεν της ανέφερε οτιδήποτε άλλο πέραν αυτών που κατέγραψε, όπως π.χ. ότι οι Κατηγορούμενοι της έκαναν μασάζ ή ότι λίγο μετά το συμβάν και ενώ βρισκόταν στην έπαυλη μίλησε με τη φίλη της και της είπε ότι είχε συμβεί κάτι κακό και επανέλαβε πως αυτό που της είπε ήταν πως όταν τους κάλεσαν ταξί για να φύγουν από την έπαυλη, είπε στη Μ.Κ.2 τί συνέβη και ότι δεν της ανέφερε για βία, αλλά της παραδέχθηκε πως ήταν μεθυσμένη.  

 

Από την άλλη όμως ως προς το ζήτημα του εάν η Παραπονούμενη φορούσε εσώρουχο ή όχι, επέμεινε ότι αυτό που αντελήφθη ήταν πως φορούσε εσώρουχο και ότι κατέγραψε τη σχετική επίμαχη αναφορά στην κατάθεση της Παραπονούμενης όπως ακριβώς της το είχε πει («I was wearing a pink top, a camouflage short skirt, no bra and underwear»).  Κάτι το οποίο εν τέλει βέβαια δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Κατηγορούμενου 2 (βλ. σελ.30 της αγόρευσης του συνηγόρου του), ενώ συνάδει και με τη θέση του Κατηγορούμενου 1 στην κατάθεση του (ο οποίος υποστηρίζει ότι η Παραπονούμενη έβγαλε μόνη της το εσώρουχο της). 

 

Από τη μαρτυρία της Μ.Κ.4, επισημαίνεται εδώ ότι, παρά τα όσα αναφέρθηκαν, δεν είναι αποδεκτό αυτό που ανέφερε για τη Μ.Κ.2, ότι δηλαδή ένιωθε τύψεις. Ερωτώμενη η μάρτυρας αν της είπε η Μ.Κ.2 αυτό το πράγμα, ανέφερε ότι δεν της το είπε ευθέως και ότι ήταν φανερό από τον τρόπο που έκλαιγε. Στη συνέχεια ανέφερε ότι η Μ.Κ.2 της το ανέφερε πριν ξεκινήσουν την κατάθεση. Πέραν της σύγχυσης που προκύπτει από τις δύο θέσεις της, υπενθυμίζουμε ότι η Μ.Κ.2 στη δική της μαρτυρία ανέφερε σε κάποια στιγμή ότι έκλαιγε όταν πήγε για κατάθεση επειδή ήταν αναστατωμένη, όμως δεν είπε ποτέ ότι ένιωθε τύψεις. Επίσης, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της ήταν ξεκάθαρη ότι δεν νιώθει ενοχές γι’ αυτό που έγινε ή ότι έχει ευθύνη για τον ισχυρισμό της φίλης της ότι βιάστηκε. Με αυτά υπόψη, προκύπτουν αμφιβολίες σε σχέση με τη συγκεκριμένη αναφορά της, χωρίς αυτό βεβαίως σε καμία περίπτωση να είναι ικανό να διαφοροποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την θετική εικόνα που αποκόμισε το Δικαστήριο από τη Μ.Κ.4 ή να πλήξει την γενικότερη αξιοπιστία της.

Από τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 παρέμεινε αναντίλεκτο πως η Μ.Κ.2 ήταν αναστατωμένη όταν πήγε για κατάθεση, ότι της έδωσε χρόνο να ηρεμήσει, ότι δεν της φώναζε και ήταν γενικά ευγενικός μαζί της, κάτι που εν τέλει συνάδει και με τη μη αμφισβητούμενη θέση της ίδιας της Μ.Κ.2 η οποία δεν υποστήριξε ότι ήταν απότομος ο Μ.Κ.5, η δε Παραπονούμενη που υποστήριξε το αντίθετο δεν φαίνεται να είχε οπτική επαφή με τη Μ.Κ.2 κατά το χρόνο που η τελευταία έδιδε κατάθεση, αφού έδιδε και η ίδια τη δική της κατάθεση.  Αναντίλεκτο παρέμεινε και από τη δική του μαρτυρία το ότι κανένα θέμα γλωσσικής επικοινωνίας υπήρχε με την Μ.Κ.2, αλλά και η θέση του πως έγραψε ό,τι του είχε πει και πως δεν του ανέφερε κάτι και να μην το γράψει, όπως για παράδειγμα ότι όταν έφευγαν από την έπαυλη η Παραπονούμενη της είπε ότι νομίζει ότι βιάστηκε, ή ότι όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο ήταν στην τουαλέτα και παρανόησε τα όσα ανέφερε η Παραπονούμενη και έγραψε ότι συναίνεσε με τον ένα εκ των Κατηγορουμένων, ενώ δεν εννοούσε αυτό. Περαιτέρω αναντίλεκτο παρέμεινε και το ότι η Μ.Κ.2 δεν ζήτησε σε οποιοδήποτε στάδιο να προβεί σε συμπληρωματική κατάθεση, παρόλο που ο Μ.Κ.5 της εξήγησε ότι είχε αυτή την επιλογή.

 

Διευκρινίζουμε βεβαίως εδώ ότι η αναφορά του Μ.Κ.5, ότι κάποιοι από τους ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου 2 στην κατάθεση του επιβεβαιώνονταν από τα βίντεο που τους παρέδωσε και από πλάνα που έλαβαν από την έπαυλη, αποτελεί τη δική του γνώμη κατόπιν παρατήρησης των εν λόγω βίντεο και ως τέτοια δεν μπορεί να μας δεσμεύσει παρά τη γενικά καλή εντύπωση που άφησε, αφού εναπόκειται στο Δικαστήριο ν’ αξιολογήσει το περιεχόμενο των ενώπιον του τεκμηρίων και να εκφράσει τη δική του κρίση σε σχέση μ’ αυτά ή και κατά πόσο πράγματι επιβεβαιώνονται κάποιοι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου 2.

 

Αναφορικά τώρα με τη Μ.Κ.6, η οποία ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί πως η Παραπονούμενη είχε βρεθεί θετική σε αμφεταμινες, φλουοξετίνη και νορφλουοξετίνη και επίσης σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (χλαμύδια), σημειώνουμε πως το κατά πόσον το ζήτημα της χλαμύδιας ή τα αποτελέσματα του Κρατικού Χημείου, στα οποία αναφέρθηκε η Μ.Κ.6, έχουν κάποια σημασία για την παρούσα, είναι ζητήματα για τα οποία θ’ αποφανθεί το Δικαστήριο κατωτέρω.

 

ΙΙ. Τα Γενονότα της 30.6.23 (Παραπονούμενη (Μ.Κ.1), Μ.Κ.2, Κατηγορούμενοι 1 και 2)

 

Ένεκα του ότι ουσιωδέστερη μάρτυρας των γεγονότων αυτών ήταν η Παραπονούμενη, οφείλουμε εξαρχής να παρατηρήσουμε πως εκ της φύσης της υπόθεσης το πρώτο που μας απασχόλησε ήταν το κατά πόσον ισχύει ο κανόνας πρακτικής, ο οποίος επιβάλλει στο Δικαστήριο την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και την αυτοπροειδοποίηση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το αδίκημα του βιασμού εδράζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το αδίκημα της απόπειρας βιασμού στα άρθρα 144 και 146 του ίδιου νόμου και της άσεμνης επίθεσης στο άρθρο 151 του εν λόγω νόμου.  Όπως δε εν τέλει διευκρινίστηκε στην υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.147/16 κ.ά., ημερ. 20.11.19, παρά τις καταργήσεις σε διάφορα νομοθετήματα εντούτοις «… παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονουμένων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα …»

 

Παρά ταύτα όμως εντοπίζεται πως τα επίδικα αδικήματα συνιστούν και αδικήματα βίας εν τη εννοία του Ν.115(Ι)/21[9], ο οποίος περιλαμβάνεται στις εκθέσεις ποινικού αδικήματος. Στο άρθρο 29 του εν λόγω νόμου, προνοείται ότι για την απόδειξη αδικήµατος βίας κατά γυναίκας, δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής µαρτυρίας, μεταξύ άλλων, της ένορκης µαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης µε µόνη την ένορκη µαρτυρία γυναίκας.

 

Ως προς την ερμηνεία της πρόνοιας αυτής οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δεν έχουμε εντοπίσει απόφαση του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία να πραγματεύεται το ζήτημα αυτό.   Παρά ταύτα στην Ε. Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/2018, ημερομηνίας 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, η οποία αφορούσε αδικήματα κατά παράβαση του Ν. 87(Ι)/07, με βάση το άρθρο 4(3) του οποίου προνοείται ότι δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για την απόδειξη αδικημάτων που στηρίζονται στον εν λόγω νόμο, λέχθηκαν τα εξής, ως προς την ερμηνεία της πρόνοιας αυτής και τις συνέπειες της, τα οποία θεωρούμε ότι ισχύουν κατ’ αναλογίαν και στην προκειμένη περίπτωση:

 

«Στην Makanjuola (ανωτέρω) η ανάγκη έχει συγκεκριμενοποιηθεί.  Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο παράδειγμα του καθυστερημένου παραπόνου.  Μια άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης του μάρτυρα.

 

.…

 

Αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και τέτοια μαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόμενα θέματα, το περιεχόμενο και την ποιότητα  της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα.  Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένος τύπος

 

Κατ΄ ανάλογο τρόπο στην Ποινική Έφεση 148/19, Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.2.2021, έχοντας υποδείξει την κατάργηση της πρόνοιας στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 περί απαίτησης για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού και ανάλογης αυτοπροειδοποίησης, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι «…όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 272/2017, ημερομηνίας 26.9.2019, «…το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται σε κατάλληλες περιπτώσεις ως το ίδιο κρίνει ορθό να προβεί σε τέτοια αυτοπροειδοποίηση ή να αναζητήσει ενίσχυση, ακριβώς λόγω του ελλοχεύοντος κινδύνου που περικλείει η μαρτυρία ανήλικου παιδιού, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως».

 

Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω, αυτό που χρήζει τονισμού είναι πως η ύπαρξη ή απουσία κανόνα πρακτικής ή διακριτικής ευχέρειας προς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας/αυτοπροειδοποίησης, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι ουσιαστικότερη μάρτυρας των επίδικων γεγονότων είναι αναμφίβολα η Παραπονούμενη, με τη μαρτυρία της να κρίνεται άκρως σημαντική για την έκβαση της παρούσας υπόθεσης.  Έχοντας ακριβώς συναίσθηση της σοβαρότητας της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, εννοείται ότι την έχουμε αξιολογήσει με κάθε δυνατή προσοχή, αντιπαραβάλλοντας κάθε πτυχή της μαρτυρίας της με την υπόλοιπη μαρτυρία για να ελεγξουμε την αξιοπιστία της.

 

Πριν όμως υπεισέλθουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης και της Μ.Κ.2, θα πρέπει να λεχθεί ότι ένα μέρος της μαρτυρίας τους δεν αμφισβητήθηκε και αποτελεί συνεπώς μέρος και των δικών μας ευρημάτων. Συγκεκριμένα, εκ της μαρτυρίας τους δεν αμφισβητήθηκε ότι αμφότερες κατάγονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και είναι φίλες μεταξύ τους, ήρθαν δε στην Κύπρο στις 27.6.2023, ημέρα Τρίτη, για διακοπές μαζί με άλλες φίλες τους και διέμεναν στην Αγία Νάπα. Το βράδυ της ίδιας μέρας, πήγαν σε συγκεκριμένο club για να διασκεδάσουν και εκεί συνάντησαν κάποια αγόρια, που ήταν επίσης Βρετανοί τουρίστες, μεταξύ αυτών και ο ΒΒ. Η Μ.Κ.2 γνωρίστηκε με τον τελευταίο, με τον οποίο συζήτησαν και αντάλλαξαν instagram και snapchat.  Μετά την Τρίτη, η Μ.Κ.2 άρχισε ν’ ανταλλάσσει μηνύματα με τον ΒΒ και στις 29.6.2023, ημέρα Πέμπτη, γύρω στα μεσάνυχτα, συνάντησαν ξανά τον ΒΒ με τους φίλους του στο ίδιο club.  Αργότερα, μετέβησαν σε άλλο club και ενόσω βρίσκονταν εκεί, η Μ.Κ.2 έλαβε μήνυμα από τον ΒΒ, ο οποίος της είπε ότι ήθελε να τη συναντήσει και να την πάρει από το club.  Επειδή δεν τον γνώριζε πολύ καλά, τον ρώτησε αν μπορεί να φέρει μαζί της μια φίλη της και αυτός της απάντησε καταφατικά. Έτσι, τις πρωινές ώρες της 30.6.2023, βγήκαν μαζί με την Παραπονούμενη από το club και την ειδοποίησε ο ΒΒ ότι θα φέρει ένα buggy για να τις πάρει στη βίλα του, όμως επειδή δεν μπορούσε να το οδηγήσει κάτω στο δρόμο θα έστελνε ένα φίλο του να τις πάρει. Πράγματι, ένας φίλος του ήρθε και τις βρήκε και τις πήγε στο buggy όπου τους περίμενε ο ΒΒ, ο οποίος μαζί με άλλα δύο αγόρια τις οδήγησε στη βίλα που διέμεναν τα αγόρια στην Αγία Νάπα. Στην αρχή κάθισαν έξω από το σπίτι και ακολούθως μπήκαν μέσα, όπου η Μ.Κ.2 με τον ΒΒ πήγαν στην οροφή και έκαναν σεξ, ενώ η Παραπονούμενη μετέβη σε δωμάτιο του πάνω ορόφου, όπου υπήρξε σεξουαλική επαφή της με δύο αγόρια. Στη συνέχεια η Παραπονούμενη περίμενε τη φίλη της έξω, κοντά στην πισίνα και τα δύο αγόρια με τα οποία ήρθε σε σεξουαλική επαφή ήρθαν έξω και έπαιζαν μπάλα (κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 3 ήτοι από τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος της έπαυλης και συγκεκριμένα των εξωτερικών χώρων αυτής). Σε κάποια στιγμή η Παραπονούμενη μιλούσε στο τηλέφωνο, ενώ όταν τελείωσε και η Μ.Κ.2, ο ΒΒ τους κάλεσε ταξί και έφυγαν. Δεν έτυχε επίσης αμφισβήτησης η Μ.Κ.2, ότι ήταν υπό την επήρεια αλκοόλης και ακόμη ότι, όταν επέστρεψαν στο ξενοδοχείο και συναντήθηκαν στο δωμάτιο με τα υπόλοιπα κορίτσια, όπου συζήτησαν τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, η Παραπονούμενη τους είχε αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ένας από τους άντρες που έκανε σεξ μαζί της βιντεοσκοπούσε. 

 

Ερχόμενοι τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και αρχίζοντας από τη Μ.Κ.2, κατ’ αρχάς λέγουμε πως το γεγονός ότι επρόκειτο για φίλη της Παραπονούμενης δεν αποτελεί αφ’ εαυτού βάσιμο λόγο αμφισβήτησης της μαρτυρίας της[10], αλλά παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση. Έτσι, τόσο κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία η Μ.Κ.2 αλλά και κατά την αξιολόγηση κάθε πτυχής της μαρτυρίας της, είχαμε συνεχώς και αδιάλειπτα κατά νου τον κίνδυνο η μαρτυρία και οι τοποθετήσεις της, να επηρεάζονταν από την επιθυμία της να βοηθήσει την Παραπονούμενη και γι’ αυτόν το λόγο προσεγγίσαμε σε κάθε στάδιο τη μαρτυρία της με την ανάλογη προσοχή, υποβάλλοντας την σε εξονυχιστικό έλεγχο.

 

Πέραν τούτου σημειώνουμε πως κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της είχαμε υπόψιν ότι η Μ.Κ.2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τελούσε υπό την επήρεια αλκοόλ. Όπως η ίδια ανέφερε επανειλημμένα στη δια ζώσης μαρτυρία της, προκειμένου να δικαιολογήσει το γεγονός πως δεν θυμόταν συγκεκριμένα πράγματα για τα οποία ερωτάτο, ήταν μεθυσμένη.  Επισημαίνουμε εδώ ότι, πράγματι, στη μαρτυρία της εντοπίζουμε διάφορα σημεία από τα οποία προκύπτει ή και επιβεβαιώνεται ότι σαφώς η κατάσταση στην οποία βρισκόταν είχε επηρεάσει τη μνήμη και την αντίληψη της σε κάποιο βαθμό. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αδυναμία της να θυμηθεί κατά πόσο στην έπαυλη, πέραν από την κουζίνα, είχαν συναντηθεί με την Παραπονούμενη και σε άλλο σημείο, μέσα ή έξω από το σπίτι[11] καθώς και η αδυναμία της να θυμηθεί τί έκανε στο χρονικό διάστημα μετά που της ζήτησε η Παραπονούμενη να φύγουν αλλά έμειναν και αν είχε ξανά σεξουαλική επαφή με τον ΒΒ[12].  Περαιτέρω, όταν ερωτήθηκε για το πλάνο που φαίνεται στην κάμερα να έρχεται η Παραπονούμενη προς το μέρος της στην κουζίνα η ώρα 06:11:16[13] και κατά πόσο ήταν τότε που της ζήτησε να φύγουν, απάντησε ότι δεν θυμάται, αφού εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντίληψη του χρόνου. 

 

Από εκεί και πέρα όμως, θεωρούμε πως το γεγονός ότι τελούσε υπό την επήρεια αλκοόλ και η κατάσταση που βρισκόταν, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα πολύ συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία η ίδια επέλεξε να εξιστορήσει με θετικό τρόπο στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και τα οποία στη δια ζώσης μαρτυρία της αναίρεσε.  

 

Πιο συγκεκριμένα υπενθυμίζουμε ότι η Μ.Κ.2, στην κατάθεση της στην Αστυνομία, το περιεχόμενο της οποίας αξίζει να σημειωθεί υιοθέτησε με την έναρξη της κυρίως εξέτασης της και γι’ αυτό η κατάθεση αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της, ανέφερε πως τους κάλεσε ταξί ο ΒΒ και έφυγαν, και στο δρόμο η Παραπονούμενη της είχε πει ότι βιάστηκε. Όταν επέστρεψαν δε στο ξενοδοχείο με την Παραπονούμενη, πήγαν στο δωμάτιο και εκεί ήταν όλα τα κορίτσια και η Παραπονούμενη τους είπε τι έγινε στη βίλα. Και πρόσθεσε ότι επειδή ήταν μεθυσμένη, κουρασμένη και σοκαρισμένη, η μόνη σκέψη που θυμάται από τη συζήτηση είναι ότι η Παραπονούμενη ανέφερε ότι έκανε σεξ με έναν άνδρα, ότι συναίνεσε σε αυτόν και κατά τη διάρκεια αυτού γύρισε και ήταν ένας άλλος διαφορετικός άντρας που δεν συναίνεσε.

 

Όπως προκύπτει και από τη σύνοψη της μαρτυρίας της ανωτέρω, στη δια ζώσης μαρτυρία της διαφοροποίησε ουσιωδώς την εκδοχή της ως προς το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως αυτό που της είχε πει η Παραπονούμενη στο δρόμο έξω από το σπίτι ήταν “νομίζω πως μόλις με έχουν βιάσει”, ενώ σε σχέση με την αναφορά στην κατάθεση της ότι πήγαν στο δωμάτιο και εκεί ήταν όλα τα κορίτσια και η Παραπονούμενη τους είπε τι έγινε, ανέφερε πως όταν συνέβη αυτό η ίδια βρισκόταν στην τουαλέτα του δωματίου και άκουσε αποσπασματικά τη συζήτηση που είχε η Παραπονούμενη με τα άλλα κορίτσια. Από τη συνομιλία τους, αυτό που άκουσε ενώ βρισκόταν στην τουαλέτα, ήταν ότι ο ένας από αυτούς έβγαζε βίντεο.

 

Έχοντας μελετήσει σφαιρικά τη μαρτυρία της συγκεκριμένης μάρτυρος, σε συνάρτηση με όσα ανέφερε η Παραπονούμενη, θεωρούμε πως δεν είναι καθόλου τυχαία η πιο πάνω διαφοροποίηση των όσων αρχικά ανέφερε η μάρτυρας στην κατάθεση της, αλλά και όσα γενικότερα ανέφερε. Δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι η μάρτυρας, με προφανή σκοπό να τη βοηθήσει και να υποστηρίξει την εκδοχή της φίλης της, επέλεξε να ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο.  Εξάλλου έγινε σαφές από τη μαρτυρία της ότι, μετά που έδωσε την κατάθεση της, συζήτησαν μεταξύ τους το τι είχε αναφέρει και επίσης υπήρξε επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια που κατέθετε η Παραπονούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας (πριν δηλαδή καταθέσει η ίδια). Το γεγονός δε ότι δυόμιση μήνες μετά την κατάθεση της στην Αστυνομία, η μάρτυρας ξαφνικά θυμάται πράγματα, ισχυρίζεται ότι αντιλήφθηκε λάθος κάποια πράγματα και περαιτέρω αποδίδει στον αστυνομικό που της έλαβε την κατάθεση παραλείψεις λόγω κακής επικοινωνίας μεταξύ τους και στο τέλος της ημέρας όλα αυτά, ουσιαστικά για να έρθει να επιβεβαιώσει συγκεκριμένους ισχυρισμούς της Παραπονούμενης, θεωρούμε πως επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

 

Εν συνεχεία των πιο πάνω, αναφέρουμε πως η μάρτυρας δεν μας έπεισε ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Σε σχέση με τα πιο ουσιαστικά ζητήματα για τα οποία κλήθηκε να καταθέσει, η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται ομολογουμένως από γενικότητα και αοριστία, σύγχυση, έλλειψη λογικής και αντιφάσεις. Και αυτά, όχι τυχαία. Ο μοναδικός της σκοπός, επαναλαμβάνουμε, ήταν να βοηθήσει την Παραπονούμενη και όχι να πει την αλήθεια.  Πιο συγκεκριμένα.

 

Όπως έχει αναφερθεί και ανωτέρω, η μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της στην Αστυνομία. Όπως προκύπτει από τη μελέτη της κατάθεσης της, σ’ αυτήν ανάφερε με θετικό τρόπο τι της είχε αναφέρει η Παραπονούμενη όταν έφυγαν από την επίδικη έπαυλη, αλλά και τι άκουσε να λέγεται από την Παραπονούμενη, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια. Σε κανένα σημείο δεν ανέφερε ότι τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν στην τουαλέτα του δωματίου και άκουγε τη συζήτηση των κοριτσιών αποσπασματικά.

 

Στην κατάθεση της ανέφερε πως η Παραπονούμενη της είπε στο δρόμο, όταν έφυγαν από την έπαυλη, ότι βιάστηκε. Ερωτώμενη στην κυρίως εξέταση της να διευκρινίσει τι εννοεί στο δρόμο, απάντησε ότι ήταν έξω από την έπαυλη, στο δρόμο. Κατά την αντεξέταση της, διαφοροποίησε τη θέση της, λέγοντας ότι η Παραπονούμενη της είπε ότι βιάστηκε τόσο έξω από το σπίτι, όσο και στο ταξί. 

 

Ως προς το ότι δεν ανέφερε στην κατάθεση της ότι η Παραπονούμενη της είχε πει έξω από το σπίτι ότι βιάστηκε, απάντησε: «Επειδή είναι μνήμη που μου έρχεται τώρα και στην κατάθεση δεν έχει αλλαχτεί. Επίσης εκείνη τη στιγμή, καθώς έγραφα την κατάθεση, ήταν δύσκολο να θυμηθώ κάποια πράγματα. Ο άνδρας που έγραφε την κατάθεση, που κατέγραφε αυτά που έλεγα, άφησε πολλά κενά πίσω. Ήταν δύσκολο γι' αυτόν να καταλάβει αυτά που έλεγα.». Κατ’ αρχάς, δεν είναι πραγματικά αντιληπτό πως μπορεί να συσχετίζει λογικά η μάρτυρας την ισχυριζόμενη δυσκολία του αστυνομικού που έγραφε την κατάθεση ν’ αντιληφθεί αυτά που του έλεγε και τα κενά που υποτίθεται άφησε ο τελευταίος, με τη δική της δυσκολία να θυμηθεί κάποια πράγματα όταν έγραφε την κατάθεση και το γεγονός πως πρόκειται για ζήτημα που «τώρα» έρχεται στη μνήμη της.  Αν τώρα ήρθε στη μνήμη της αυτό το πράγμα, δεν μπορεί να λέει ότι παρέλειψε να το γράψει ο αστυνομικός στην κατάθεση της προγενέστερα. Είναι όμως προφανές, κατά την κρίση μας, ότι η συγκεκριμένη θέση της προβλήθηκε ακριβώς στο πλαίσιο της προσπάθειας της να πείσει για μια εκ των υστέρων προσθήκη στην οποία προέβη, αποδίδοντας, ψευδώς, τη μη συμπερίληψη της στην κατάθεση της, στη δήθεν μη αντίληψη του αστυνομικού για όσα του έλεγε. Σε κάθε περίπτωση, στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως η θέση της δεν συνάδει ούτως ή άλλως με αυτή της Παραπονούμενης, η οποία ανέφερε πως όταν έφυγαν από την έπαυλη, πήγαν σε μια παιδική χαρά και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, αναμένοντας το ταξί, και τότε άρχισε να κλαίει και είπε στην μάρτυρα ότι νομίζει ότι βιάστηκε.

 

Τώρα, ερχόμαστε σε αυτή ακριβώς την τελευταία της θέση, ότι δηλαδή η Παραπονούμενη της είχε αναφέρει ότι νομίζει ότι βιάστηκε. Στην κατάθεση της, επαναλαμβάνουμε, αυτό που είχε πει ήταν ότι της είπε ότι βιάστηκε.  Όταν ερωτήθηκε γιατί δεν ανέφερε στην κατάθεση της αυτό που τώρα ισχυρίζεται ότι της είπε η Παραπονούμενη, απάντησε:  « Είναι κάτι που ανέφερα στον άνδρα την ώρα που έγραφε την κατάθεση. Αν δεν το έγραψε, δεν υπάρχουν πράγματα που μπορώ να κάνω, αν υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα τα οποία δεν έχει γράψει. Εκείνη τη στιγμή, είναι δύσκολο να θυμηθώ συγκεκριμένες λεπτομέρειες και με την πάροδο του χρόνου, μπορούσε να θυμηθώ.»  Σε διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά με τα πιο πάνω, ανέφερε πως τώρα θυμάται καλύτερα τα γεγονότα. Μόνον σύγχυση προκαλούν τα λεγόμενα της. Και πάλιν μιλά για πράγματα που μπόρεσε να θυμηθεί με την πάροδο του χρόνου, όμως την ίδια στιγμή αποδίδει στον αστυνομικό που έγραφε την κατάθεση, παράλειψη στο να καταγράψει πράγματα.  Γιατί;  Πολύ απλά, φρονούμε πως έψαχνε δικαιολογίες για να μπορέσει να ευθυγραμμίσει τη θέση της με όσα ανέφερε η Παραπονούμενη, τα οποία προφανώς γνώριζε μέσω της τελευταίας.

 

Είναι εδώ θεωρούμε το κατάλληλο σημείο για ν’ αναφερθούμε στη θέση της γενικότερα, πως υπήρχε κακή επικοινωνία με τον αστυνομικό και πως ο τελευταίος δεν έγραψε ουσιαστικά κάποια πράγματα. Επισημαίνουμε εδώ ότι, η μάρτυρας, αντεξεταζόμενη, συμφώνησε ότι η κατάθεση της αποτυπώνει όσα είχε στο μυαλό της και ανέφερε στην Αστυνομία σε σχέση με τον ισχυρισμό της φίλης της, ότι η κατάθεση της ακολουθεί μια χρονολογική σειρά και επίσης ότι ο αστυνομικός που της έλαβε την κατάθεση, της εξήγησε ότι στην κατάθεση θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται όλα τα ουσιώδη γεγονότα και γι' αυτό και στα πλαίσια της ανάκρισης, της έκανε και ερωτήσεις για διευκρινίσεις. Αφού καταγράφηκαν τα γεγονότα, διάβασε την κατάθεση της και την υπέγραψε, βεβαιώνοντας αυτά που καταγράφονταν. Γνώριζε ότι η κατάθεση της ήταν σημαντική για τη διερεύνηση που γινόταν. Περαιτέρω, ανέφερε πως θα μπορούσε να πει στον ανακριτή οτιδήποτε άλλο ένιωθε ότι ήταν σημαντικό και θα έπρεπε να συμπεριληφθεί. Ακόμη, συμφώνησε ότι όταν δεν θυμόταν κάτι ή όταν δεν ήταν σίγουρη για κάτι, το ανέφερε.

 

Με βάση τα λεγόμενα της ίδιας της μάρτυρος ανωτέρω, κατ’ αρχάς μας είναι πραγματικά δύσκολο ν’ αντιληφθούμε που ακριβώς έγκειτο η δυσκολία στην επικοινωνία. Εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη θέση της κρίνεται γενική και αόριστη και δεν πείθει. Έχοντας μελετήσει με προσοχή τη μαρτυρία της, διαπιστώσαμε - όπως εξάλλου προκύπτει και από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω -, ότι χρησιμοποιούσε τη δικαιολογία αυτή όταν τη βόλευε. Στην πραγματικότητα κανένα ζήτημα επικοινωνίας δεν υπήρχε με τον αστυνομικό. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.5 σε σχέση με τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης και ειδικά για την πολύ καλή επικοινωνία που υπήρχε μεταξύ τους, αλλά και το γεγονός ότι στην κατάθεση της μάρτυρος καταγράφονται επακριβώς όσα αυτή ανέφερε, παρέμεινε αναντίλεκτη και αποτελεί βεβαίως επιπλέον λόγο που πλήττει καίρια την πιο πάνω θέση της. Και τα ίδια ισχύουν βεβαίως, σε σχέση με τη θέση της πως δεν μπορούσε να καταλάβει τον αστυνομικό και ούτε αυτός μπορούσε να την καταλάβει γιατί έκλαιγε, αφού σύμφωνα με την αναντίλεκτη θέση του Μ.Κ.5 δόθηκε χρόνος στην μάρτυρα, η οποία ήταν όντως αναστατωμένη, για να ηρεμήσει και ακολούθως προχώρησε η διαδικασία λήψης της κατάθεσης της.

 

Το γεγονός πως χρησιμοποιούσε την πιο πάνω δικαιολογία κατά πως την βόλευε, προκύπτει και από τα εξής. Ερωτώμενη που καταγράφει στην κατάθεση της ότι λόγω αποχωρητηρίου δεν άκουγε καλά, ζήτησε να διαβάσει την κατάθεση της και όταν το έκανε, απάντησε: «Ναι, δεν το αναφέρω στην κατάθεσή μου».  Αμέσως μετά της τέθηκε ότι αναφέρει τρείς λόγους στην κατάθεση της γιατί θυμάται μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα που καταγράφονται στην κατάθεση της και άρα τα περί αποχωρητηρίου είναι εκ των υστέρων σκέψεις, τις οποίες της ζήτησε η φίλη της να έρθει να καταθέσει. Και, ακριβώς, από την προηγούμενη αυθόρμητη απάντηση που έδωσε όταν διάβασε την κατάθεση της, προσέφυγε στο ότι δεν υπήρχε καλή επικοινωνία και η ίδια το είπε αλλά δεν καταγράφηκε. Είναι θεωρούμε σαφές, ότι αυτό έγινε σε μια προσπάθεια υπεκφυγής και για να δικαιολογήσει την μη αναφορά στην κατάθεση της αυτής της καινούριας θέσης, η οποία εκτός του ότι δεν συνάδει λογικά με τα υπόλοιπα που αναφέρει στην κατάθεση της, στην πραγματικότητα μέσω αυτής επιχειρείται να «φύγει» από το κάδρο των γεγονότων, η δήλωση της Παραπονούμενης ότι συναίνεσε να κάνει σεξ με έναν εκ των Κατηγορούμενων.

 

Η προσπάθεια της μάρτυρος να κάνει το άσπρο μαύρο και να δώσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα εν σχέση με ότι προκύπτει από την κατάθεση της, ήταν διάχυτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Ενώ λέει στην κατάθεση της με θετικό τρόπο ότι άκουσε την Παραπονούμενη να λέει ότι συναίνεσε να κάνει σεξ μ’ έναν άντρα, μετά λέει ότι δεν ήταν σίγουρη, ότι αυτό υπέθεσε και ότι πιστεύει πως είναι λάθος αυτό που λέει η κατάθεση γιατί όταν συνέχισε η συζήτηση (στο δωμάτιο, ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο), δεν ήταν σίγουρη. Στην πραγματικότητα όμως, είναι σαφές πως αλλάζει τη θέση της εκ των υστέρων, όταν μετά που έδωσε κατάθεση συζήτησε το θέμα με την Παραπονούμενη και η τελευταία «..μου το ξεκαθάρισε εμένα» και όπως της το είχε εξηγήσει «...ήταν σαν να παραδόθηκε επειδή δεν σταματούσαν να την ενοχλούν». Με αυτά υπόψη λοιπόν, δεν ήταν καθόλου έκπληξη η θέση που πρώτη φορά πρόβαλε στην αντεξέταση της, προφανέστατα για να συνάδει με την εκδοχή της Παραπονούμενης, ότι δηλαδή ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο άκουσε και ότι «..ένα από τα αγόρια τη ρωτούσε και δεν την άφηνε ήσυχη, έτσι αφέθηκε…».  Πάντως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν ζήτησε ποτέ, εκ των υστέρων, να διορθώσει αυτό που είπε στην κατάθεση της.  Η δικαιολογία που έδωσε ήταν ότι δεν ήξερε πως δούλευε αυτό, κάτι που βεβαίως καταρρίπτεται από την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.5, ο οποίος ξεκάθαρα ανέφερε πως είχε επισημανθεί στην Μ.Κ.2 ότι θα μπορούσε να πάει πίσω αν θυμόταν κάτι επιπρόσθετο ή αν κάτι που είπε δεν ήταν σωστό και ήθελε να το αλλάξει.

 

Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε πως εντάσσεται και η καινοφανής θέση της κατά την αντεξέταση ότι, όταν ήταν έξω από το σπίτι, είδε ένα δάκρυ στο ένα μάτι της Παραπονούμενης. Σύμφωνα με την κατάθεση της, όταν είδε την Παραπονούμενη στην κουζίνα της έπαυλης δεν είχε καμία έκφραση στο πρόσωπο της και στο δρόμο για το ξενοδοχείο, μετά που της είχε πει ότι βιάστηκε, δεν είπε τίποτε άλλο. Όταν η μάρτυρας ρωτήθηκε στην κυρίως εξέταση να περιγράψει την κατάσταση της Παραπονούμενης, όταν της είπε ότι νομίζει πως βιάστηκε, δεν ανέφερε τίποτε για δάκρυ. Η απάντηση της ήταν ότι (η Παραπονούμενη) δεν είχε κάποια έκφραση στο πρόσωπο της και νομίζει ήταν σοκαρισμένη. Κατά την αντεξέταση της, ερωτώμενη ακριβώς για τη θέση της πως το πρόσωπο της Παραπονούμενης ήταν ανέκφραστο, πρόσθεσε ότι σε κάποιες στιγμές φαινόταν να δάκρυζε και είδε ένα δάκρυ να τρέχει από το ένα μάτι. Το γεγονός ότι η μάρτυρας δεν έλεγε την αλήθεια, αποκαλύπτεται από την εξήγηση που έδωσε κατά την αντεξέταση της για το λόγο που δεν ανέφερε αυτό το πράγμα στην κατάθεση της. Αντεξεταζόμενη από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1, ανέφερε ότι το γεγονός αυτό της έρχεται «αυτή τη στιγμή». Όταν όμως αντεξετάστηκε από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, προφανώς έχοντας ξεχάσει τι ανέφερε προηγουμένως και επειδή ακριβώς δεν έλεγε την αλήθεια, έδωσε μια άλλη εκδοχή, προσφεύγοντας στην γνωστή δικαιολογία που αναφέρθηκε ανωτέρω, ότι δηλαδή «δεν καταγράφηκε». Το είπε και δεν το έγραψε ο αστυνομικός, οπότε θεώρησε ότι δεν ήταν σημαντικό.  Πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε πως η ευκολία με την οποία άλλαζε τις θέσεις της η μάρτυρας και η ετοιμότητα της να πει ότι χρειάζεται για να πείσει, πραγματικά εντυπωσιάζει αρνητικά.

 

Εν κατακλείδι, θεωρούμε πως η μάρτυρας δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας και η παρουσία της ενώπιον του Δικαστηρίου είχε ως μοναδικό σκοπό να υποστηρίξει την εκδοχή της φίλης της. Βέβαια η εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν σε θέση αναφερθεί στα ουσιώδη γεγονότα, για τα οποία ως έχουμε ήδη αναφέρει ουσιαστικότερη μάρτυρας ήταν η ίδια η Παραπονούμενη.  

 

Ερχόμενοι λοιπόν τώρα στη μαρτυρία της Παραπονούμενης και ξεκινώντας από τη συνάντηση τους με τα αγόρια και το λόγο που πήγαν στο σπίτι τους με τη φίλη της την επίδικη μέρα, επαναλαμβάνουμε ότι σύμφωνα με όσα ανέφερε η Παραπονούμενη στην κατάθεση της, όταν συνάντησαν τα αγόρια στις 29.6.2023, η Μ.Κ.2 της είχε πει ότι ένα παιδί τους κάλεσε για πάρτι στη βίλα τους και ακολούθως εξηγεί ότι τρία αγόρια τις πήραν με το buggy στη βίλα. Κατά την αντεξέταση της όμως, συμφώνησε ότι η Μ.Κ.2 ζήτησε να τη συνοδεύσει μια κοπέλα για να συναντήσει τον ΒΒ στην κατοικία και όχι για πάρτι. Όπως ανέφερε, της ειπώθηκε, μέσω της Μ.Κ.2, ότι θα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί και έτσι χρησιμοποίησε τη λέξη πάρτι γιατί έτσι την έκαναν να νομίσει. Δεν προκύπτει όμως από πουθενά να τέθηκε ενώπιον της πληροφορία που να την οδηγούσε στη σκέψη ότι θα υπήρχε πάρτι. Σύμφωνα με την αναντίλεκτη επί του προκειμένου μαρτυρία της Μ.Κ.2, ήθελε να βρεθεί με τον ΒΒ για να κάνουν σεξ και δεν είχε αναφέρει ποτέ στην Παραπονούμενη οτιδήποτε για πάρτι. Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε πως και ως ζήτημα λογικής, αν θα υπήρχε πάρτι, έστω με την έννοια που το θέτει, θα καλούνταν και οι υπόλοιπες φίλες τους και δεν θα έψαχνε η Μ.Κ.2 απλά μια φίλη για να πάει μαζί της. Έχοντας αυτά υπόψη, θεωρούμε πως γνώριζε πολύ καλά η Παραπονούμενη το λόγο που μετέβηκαν στην κατοικία των αγοριών και όσα ανέφερε περί πάρτι, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά.

 

Ως προς τα περαιτέρω γεγονότα, διαπιστώνουμε ότι στην κατάθεση της (Έγγραφο Α), ανέφερε ότι όταν ανέβηκε στον πάνω όροφο για να χαλαρώσει ή να κοιμηθεί και κάθισε στο κρεβάτι, δύο αγόρια ήρθαν και κάθισαν δίπλα της. Ήταν τα δύο αγόρια που τις έφεραν στη βίλα με το buggy (ο οδηγός του buggy ήταν με τη φίλη της). Αυτοί άρχισαν ν’ αγγίζουν το στήθος της, η ίδια τους έσπρωχνε μακριά και τους είπε ότι δεν ήθελε. Τους είπε επίσης ότι ήταν κουρασμένη και ήθελε να κοιμηθεί και ότι απλά περίμενε τη φίλη της, οπότε τράβηξε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και προσποιήθηκε ότι κοιμάται γιατί ήθελε να φύγουν. Την ρώτησαν αν ήθελε να φύγουν και είπε "δεν με πειράζει, αλλά προτιμώ να φύγετε". Συνέχισαν να ρωτούν και τους είπε "ναι, προτιμώ να φύγετε". Δεν έφυγαν και συνέχισε να προσποιείται ότι κοιμάται. Επίσης, άκουσε να λένε ο ένας στον άλλο «πήγαινε πρώτος» και αν κοιμάται δεν θα μπορεί να πει όχι, εννοώντας στο να κάνει σεξ μαζί τους. Τότε κάθισε και τους είπε "τι λες;" και τους ζήτησε να φύγουν ξανά, αλλά αυτοί είπαν ότι δεν ήθελαν να φύγουν. 

 

Η Παραπονούμενη όμως, όπως διαφάνηκε, παρέλειψε ν’ αναφέρει τα πράγματα όπως εξελίχθηκαν στην πραγματικότητα και επί του συγκεκριμένου σημείου, αφού σε βίντεο που προβλήθηκε και ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Τεκμήρια 2, 4 και 7), φαίνεται η Παραπονούμενη ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και ένας εκ των κατηγορούμενων να κάθεται πάνω της και ν’ αγγίζει την πλάτη της, οι Κατηγορούμενοι δε της προτείνουν μασάζ. Όπως προέκυψε δε με παραδοχή και της ίδιας, πράγματι της έκαναν μασάζ. Ερωτώμενη για τούτο, ανέφερε ουσιαστικά ότι επειδή επέμεναν να της κάνουν μασάζ, τους άφησε. Ας σημειωθεί πως όταν μεταγενέστερα ρωτήθηκε αν της έκαναν και οι δύο μασάζ, απάντησε ότι δεν θυμάται. Εν πάση περιπτώσει, όταν της τέθηκε πως το απέκρυψε από την Αστυνομία, απάντησε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι το μασάζ ήταν το ίδιο πράγμα με το να την αγγίζουν και δεν χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη γιατί δεν το έβλεπε σαν μασάζ. Κατ’ αρχάς μας είναι πραγματικά δύσκολο ν’ αντιληφθούμε ποια είναι η σχέση των κατ’ ισχυρισμό αγγιγμάτων στο στήθος που περιέγραψε στην κατάθεση της, την στιγμή που κάθισε στο κρεβάτι και των σπρωξιμάτων από μέρους της, με το μασάζ που τους άφησε να της κάνουν στην πλάτη ενώ ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Το οποίο μάλιστα, με παραδοχή της ίδιας, συνέχισε και από μπροστά, για να γίνει (μασάζ) ολόκληρο το σώμα. Θεωρούμε δε πως η αναφορά της ότι δεν το έβλεπε σαν μασάζ, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια από μέρους της να δικαιολογήσει την απόκρυψη του συγκεκριμένου γεγονότος, το οποίο βεβαίως είναι πολύ ουσιαστικό αφού δίνει μια άλλη διάσταση ως προς το πώς ξεκίνησαν όλα σ’ εκείνο το δωμάτιο (εν σχέσει πάντα με ό,τι η ίδια ανέφερε στην κατάθεση της).

 

Πέραν όμως τούτου κατά την κυρίως εξέταση της, η Παραπονούμενη ανέφερε πως δεν συναίνεσε στη σεξουαλική επαφή και διευκρίνισε ότι μετά απ’ αυτά που συνέβησαν σταμάτησε να αγωνίζεται και το άφησε να συμβεί. Πρόσθεσε ότι σταμάτησε ν’ αντιστέκεται αρκετά νωρίς, από την αρχή ουσιαστικά, λόγω του ότι αυτοί ήταν δύο και υπήρχαν περισσότεροι άντρες μέσα στο σπίτι. Υποστήριξε πως αν αγωνιζόταν, δεν γνώριζε τι θα συνέβαινε. Μπορούσε να πληγωθεί και όπως έχει πει στην τρίτη κατάθεση της, αν αντιστεκόταν θα της τραβούσαν τα μαλλιά της.  Έχοντας αυτά υπόψη, σε συνδυασμό με τα όσα ανέφερε στις καταθέσεις της αλλά και όσα προέκυψαν από την αντεξέταση της, ευθέως αναφέρουμε πως οι θέσεις της ήταν σε πολλά σημεία διάτρητες, μη επιτρέποντας μας να αποκομίσουμε μια σταθερή εικόνα του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα με τους Κατηγορούμενους. Εξηγούμε.

 

Αναφερόμενη στα επίμαχα γεγονότα, στην αρχική της κατάθεση (Έγγραφο Α), ανέφερε ότι ο ένας τράβηξε κάτω την μπλούζα της και άρχισε να χαιδεύει το στήθος της και ο δεύτερος προσπαθούσε να σηκώσει τη φούστα της. Συνέχιζε να τους απομακρύνει και αυτοί γελούσαν. Κάποια στιγμή τα παράτησε και πάγωσε κάπως. Ακολούθως περιγράφει πως την άγγιζαν, μέχρι που ο ένας έβαλε προφυλακτικό και έκανε σεξ μαζί της. Η ουσία είναι πως η Παραπονούμενη, μόλις δύο μέρες μετά το επίδικο συμβάν, περιγράφοντας στην Αστυνομία τα γεγονότα, ισχυρίστηκε ότι τα παράτησε και πάγωσε, όταν ο ένας της τράβηξε την μπλούζα και άρχισε να χαιδεύει το στήθος της και ο άλλος προσπαθούσε να της σηκώσει τη φούστα και προσπαθούσε να τους απομακρύνει. Η Παραπονούμενη δεν ανέφερε ποτέ ότι ασκήθηκε βία σε βάρος της, της φύσεως που περιέγραψε αργότερα κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της.  Σ’ ερώτηση μάλιστα της Μ.Κ.4, η οποία της έλαβε την κατάθεση, αν την κτύπησαν, έδωσε, σύμφωνα με την εν λόγω μάρτυρα, αρνητική απάντηση. 

 

Δυόμιση μέρες μετά την πρώτη της κατάθεση, η Παραπονούμενη πηγαίνει στην Αστυνομία και δίνει συμπληρωματική κατάθεση (Έγγραφο Ε). Εδώ ανοίγουμε μια παρένθεση για να πούμε ότι η συγκεκριμένη κατάθεση δεν δόθηκε επειδή της ζητήθηκε να πει αν θυμάται οτιδήποτε άλλο και αν μπορούσε να ξεκαθαρίσει ή να πει περισσότερα, όπως είπε στην κυρίως εξέταση της. Η ίδια ζήτησε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση και αυτό είναι κάτι που αποδέχτηκε κατά την αντεξέταση της. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αναντίλεκτη μαρτυρία της Μ.Κ.3, η ίδια η Παραπονούμενη πήγε στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, ζητώντας να προσθέσει κάποια στοιχεία τα οποία είχε ξεχάσει ν’ αναφέρει στην κατάθεση της και μάλιστα τα είχε σημειωμένα στο κινητό της τηλέφωνο. Η κατάθεση αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή των σημειώσεων που είχε στο κινητό της η Παραπονούμενη, κάτι που επίσης αποδέχτηκε αντεξεταζόμενη. Αυτά βεβαίως επιβεβαιώνονται και από την αναφορά της Παραπονούμενης στην αρχή της κατάθεσης ότι «...θυμήθηκα κάποιες περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με το περιστατικό και θέλω να δώσω ακόμη μια κατάθεση.» Υπενθυμίζουμε δε ότι η μάρτυρας έχει υιοθετήσει το περιεχόμενο της κατάθεσης της. Επίσης, σε σχέση πάντα με τη συμπληρωματική της κατάθεση, θα θέλαμε εδώ να προσθέσουμε ότι δεν αποδεχόμαστε τη θέση της πως ζήτησε αντίγραφο της πρώτης της κατάθεσης και δεν της δόθηκε και ότι αν είχε την αρχική της κατάθεση θα ήταν σε θέση να ξεκαθαρίσει και να εξηγήσει περαιτέρω συγκεκριμένα σημεία της. Και τούτο διότι όπως ξεκάθαρα προκύπτει από την αναντίλεκτη μαρτυρία της Μ.Κ.3, η Παραπονούμενη ουδέποτε ζήτησε να δει την προηγούμενη της κατάθεση ή να λάβει αντίγραφο. Πήγε στην Αστυνομία, έχοντας μαζί της σημειωμένα στο κινητό αυτά που ήθελε να συμπληρώσει και αυτά ακριβώς καταγράφηκαν στην κατάθεση της. Εν πάση περιπτώσει, να σημειώσουμε εδώ ότι απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ανέφερε πως δεν ήθελε ν’ αλλάξει κάτι, αλλά να προσθέσει σε περίπτωση που υπήρχε κάτι που δεν ήταν ξεκάθαρη, χωρίς ποτέ όμως να πει, έστω εκ των υστέρων, ότι αν την έβλεπε θα πρόσθετε κάτι συγκεκριμένο.

 

Λέγοντας αυτά, προχωρούμε να πούμε ότι στη συμπληρωματική της κατάθεση, η Παραπονούμενη ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής με τον Κατηγορούμενο 2, επειδή δεν της άρεσε και τον αγνοούσε, αυτός τη χαστούκιζε κάθε φορά που δεν έλεγε κάτι και γι’ αυτό έπρεπε να λέει πως της άρεσε, ενώ επίσης όταν είπε ότι δεν της άρεσε της τράβηξε τα μαλλιά για να πει ότι της άρεσε. Τονίζουμε ότι η Παραπονούμενη δεν αναφέρει ούτε εδώ οτιδήποτε για βία σε βάρος της, πριν τη σεξουαλική επαφή. Αναφέρεται σε χαστούκια και τράβηγμα των μαλλιών από τον Κατηγορούμενο 2 κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης για να του λέει ότι της αρέσει. Επίσης, σε κανένα σημείο δεν ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος 1 τη χαστούκισε ή της τράβηξε τα μαλλιά, ούτε κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.

 

Τούτου δεδομένου δεν έχει καμία λογική η θέση που προέβαλε κατά την δια ζώσης μαρτυρία της, πως σταμάτησε να λέει όχι γιατί θα της τραβούσαν τα μαλλιά και θα τη χαστούκιζαν ή ότι την πονούσαν σωματικά, όταν τα όποια χαστούκια ή τράβηγμα μαλλιών ήρθαν εκ των υστέρων, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης και μάλιστα, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα της, μόνον από τον Κατηγορούμενο 2 για να του λέει ότι της αρέσει.

 

Βέβαια στην πορεία της αντεξέτασης της από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, διαφοροποίησε περαιτέρω την εκδοχή της, προβάλλοντας νέες θέσεις, σαφώς αντιφατικές μεταξύ τους αλλά και με όσα ήδη αναφέρθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, σε κάποια στιγμή ανέφερε ότι το σεξ ξεκίνησε με χτυπήματα στο πρόσωπο και ολόκληρο το σώμα και κυρίως στο πρόσωπο και στον πισινό.  Ως προς το ποιος της κατάφερνε τα χτυπήματα, ανέφερε αρχικά χωρίς βεβαιότητα πως ήταν και οι δύο, δηλώνοντας παράλληλα όμως, ότι δεν θυμάται από πού προέρχονταν τα χτυπήματα. Παρενθετικά, σημειώνουμε εδώ ότι η μάρτυρας δεν εξήγησε ποτέ τι είδους χτυπήματα δέχτηκε στο πρόσωπο, ενώ επισημαίνουμε απλά και το γεγονός ότι με βάση την ιατροδικαστική εξέταση της στις 2.7.2023, δεν προκύπτει να υπέστη οιεσδήποτε κακώσεις στο πρόσωπο[14], ούτε και προκύπτει ν’ ανέφερε κάτι συγκεκριμένο επί τούτου στην ιατροδικαστή, επικαλούμενη γενικά και αόριστα προβλήματα στη γλώσσα. Στη συνέχεια η θέση της και πάλιν άλλαξε, αφού ανέφερε ότι τα χτυπήματα δεν ήταν πριν να παραιτηθεί, αλλά όταν ξεκίνησε το περιστατικό και η ίδια είχε παγώσει και δεν μπορούσε να μετακινηθεί, και αυτοί ήθελαν να συμμετάσχει και δεν το έκανε.

 

Πέραν της συνεχούς εναλλαγής θέσεων η οποία οπωσδήποτε δημιουργεί σοβαρότατα ρήγματα στην όλη εικόνα και αξιοπιστία της, η θέση της ότι πάγωσε, είναι προβληματική επειδή αν πάγωσε χωρίς να έχει προηγηθεί βία και χτυπήματα και μετά που δέχθηκε να της κάνουν μασάζ μπροστά και πίσω, δεν είναι πράγματι αντιληπτό τί ήταν αυτό που την έκανε να παγώσει. 

 

Περαιτέρω είναι παραδεκτό ότι στο σπίτι, κατά τον επίδικο χρόνο, υπήρχαν πολλά άτομα, μεταξύ αυτών και ένας δικός της άνθρωπος (η φίλη της). Ανέφερε βέβαια η ίδια χαρακτηριστικά, μιλώντας για την επίδικη περίπτωση, ότι είναι απ’ αυτά τα πράγματα που μέχρι να είσαι σε μια τέτοια κατάσταση, δεν ξέρεις πως θ’ αντιδράσεις και πως «μπαίνεις» σε μια κατάσταση επιβίωσης, που στη δική της περίπτωση την οδήγησε στο να αφήσει, ό,τι συνέβαινε, απλά να συμβεί και να περιμένει να τελειώσει. Επικαλέστηκε επίσης ως εμπόδιο και το ότι παρόντες ήταν φίλοι των Κατηγορουμένων.  Ακόμα όμως και εάν δεχθούμε πως δεν κάλεσε σε βοήθεια τους φίλους των Κατηγορουμένων, επειδή έκρινε πως θα ενεργούσαν κατά παρόμοιο τρόπο, δεν έχει επουδενί γίνει αντιληπτό γιατί δεν επιχείρησε να καλέσει τη φίλη της η οποία ήταν παραδεκτό πως βρισκόταν στο ίδιο σπίτι. Θεωρούμε δε, πως αν σε οποιαδήποτε στιγμή ένιωθε ότι κινδύνευε σ’ εκείνο το δωμάτιο, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν άλλα άτομα στο σπίτι, μεταξύ αυτών και η φίλη της, είχε την ευχέρεια υπό τις δεδομένες περιστάσεις, τουλάχιστον να επιχειρήσει να αντιδράσει, έτσι που η  θέση της πως περιήλθε σε κατάσταση επιβίωσης και το άφησε να συμβεί, να μην μπορεί να κριθεί πειστική. Πάντως, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, θα πρέπει να πούμε ότι από τα όσα ανέφερε, πραγματικά δεν είναι αντιληπτό, τί ήταν αυτό που την έκανε να παγώσει, στο σενάριο όπου η βία δεν είχε προηγηθεί, αλλά ό,τι είχε προηγηθεί ήταν μασάζ μπροστά και πίσω, στο οποίο δεν προέβαλε ένσταση.

 

Από την άλλη αν πάγωσε λόγω βίας και χτυπημάτων που προηγήθηκαν, δεν είναι αντιληπτό γιατί τούτο το ουσιώδες γεγονός δεν εντοπίζεται σε οποιαδήποτε εκ των καταθέσεων της αλλά και γιατί δεν προκύπτει καμία αναφορά τούτου του γεγονότος είτε στην Μ.Κ.2 είτε στις άλλες της φίλες της, τις οποίες συνάντησε αμέσως μετά το ίδιο βράδυ.  Θεωρούμε βεβαίως πως εάν τούτη ήταν η αλήθεια, δεν έχει καμία λογική να μην είχε αναφέρει στις φίλες της, όταν τους μίλησε για το συμβάν, οτιδήποτε για τράβηγμα μαλλιών και για χαστούκια, ιδίως αν αυτά την οδήγησαν στο να παραιτηθεί, με βάση το έτερο σενάριο που προώθησε.  Όσα ανέφερε δε για να δικαιολογήσει το γεγονός αυτό, ήτοι ότι είπε στις φίλες της μερικές μέρες μετά τι συνέβη και ότι μέχρι σήμερα δεν το έχει πει σε όλες, ότι μέχρι το σημείο που μίλησε στις φίλες της δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες εντελώς, ότι το είπε σε μία ή δύο επειδή δεν ήθελε να το ακούσουν όλες, επειδή είναι απαίσιο να το ακούς, ή ότι δεν τους εξήγησε λέξη προς λέξη τι συνέβη και τους έδωσε να καταλάβουν συνοπτικά τι έγινε, κρίνονται συγκεχυμένα και αντιφατικά, και δεν μας πείθουν.

 

Ούτε και υπάρχει βέβαια κάποια λογική συνέχεια, στη θέση ότι δεν είπε για τα χαστούκια και το τράβηγμα μαλλιών, επειδή “είναι απαίσιο να το ακούς”. Τόσο τα χαστούκια και το τράβηγμα μαλλιών όσο και ο βιασμός, αποτελούν όλα αναντίλεκτα μορφές βίας, πλην όμως ασφαλώς χείριστη μορφή βίας είναι αυτή που εξυπακούει ο βιασμός, ο οποίος επισύρει εξάλλου και σαφώς αυστηρότερη ποινή.  Όμως ευλόγως θα ανέμενε ένας καλόπιστος κριτής πως, εφόσον ένα θύμα αποκαλύπτει το χείριστο είδος βίας τότε δεν θα δίσταζε ούτε θα δυσκολευόταν να αναφέρει ελαφρύτερες μορφές βίας, οι οποίες εξ άλλου συνδέονται με τον ίδιο το βιασμό. Είναι και τούτο επομένως ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο καταλήγουμε πως όσα μεταγενέστερα πρόσθεσε εν σχέσει με τη σωματική βία που κατ’ ισχυρισμό δέχθηκε, αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις.

 

Επί του θέματος αυτού θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε, πως ούτε στην ιατροδικαστή που την εξέτασε στις 2.7.2023, ανέφερε οτιδήποτε για χαστούκια. Αναφέρθηκε γενικά και αόριστα σε γλωσσικό εμπόδιο μεταξύ τους, κατά την ιατρική εξέταση, καθώς επίσης ότι υπήρχε βία, χωρίς όμως να εξηγήσει ποτέ τι ακριβώς είχε αναφέρει στην ιατροδικαστή. Τέλος και προτού αφήσουμε το ζήτημα αυτό επισημαίνουμε πάντως, πως για το ότι δεν ανέφερε οτιδήποτε για χαστούκια, έδωσε και την ομολογουμένως δυσνόητη απάντηση ότι: «Δεν θυμάμαι να τα θυμόμουν εκείνη τη στιγμή, ούτε ότι τα θυμόμουν εκείνη τη στιγμή.», η οποία βέβαια ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα, ούτε δύναται να πείσει. 

 

Σε συνέχεια των ανωτέρω, θα ήταν παράλειψη να μην να επισημάνουμε ότι όπως προκύπτει από την πραγματική μαρτυρία (βλ. Τεκμήρια 2, 4 και 7), σε κάποια στιγμή φαίνεται ένας εκ των Κατηγορούμενων να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η Παραπονούμενη να κάθεται στο ανδρικό μόριο του, κινούμενη πολύ γρήγορα πάνω – κάτω. Τα χέρια του Κατηγορούμενου με τον οποίο κάνει σεξ, δεν την αγγίζουν καθόλου. Κατά τη διάρκεια δε της σεξουαλικής επαφής, φαίνεται ο άλλος Κατηγορούμενος να της δίνει ένα χαστούκι στον πισινό της. Σε διαφορετικό βίντεο, ένας εκ των Κατηγορούμενων είναι επίσης ξαπλωμένος ανάσκελα και η Παραπονούμενη κάθεται στο ανδρικό μόριο του, γερμένη πάνω του, κινούμενη πολύ γρήγορα πάνω – κάτω.  Τα χέρια του Κατηγορούμενου με τον οποίο κάνει σεξ, βρίσκονται γύρω από τη μέση της. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Παραπονούμενη, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, βγάζει ήχους ηδονής / ικανοποίησης. 

 

Δεν μας διαφεύγει ότι τα συγκεκριμένα βίντεο δείχνουν μικρά αποσπάσματα της σεξουαλικής επαφής των Κατηγορούμενων μαζί με την Παραπονούμενη την επίδικη μέρα (το πρώτο βίντεο πιο πάνω είναι διάρκειας πέντε δευτερολέπτων και το δεύτερο διάρκειας τεσσάρων δευτερολέπτων). Από την άλλη, ό,τι εμείς μπορούμε ν’ αντιληφθούμε βλέποντας τα συγκεκριμένα βίντεο, έστω μικρής διάρκειας, είναι πως η Παραπονούμενη κάνει σεξ με τον ένα εκ των κατηγορούμενων, κινούμενη πολύ γρήγορα πάνω-κάτω και ούτε κλαίει, ούτε κοιτάζει μακριά, ούτε προσπαθεί να φύγει, ως ήταν εν πολλοίς οι θέσεις που προώθησε, ενώ ο Κατηγορούμενος στη μια περίπτωση δεν την αγγίζει καν και στην άλλη έχει τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Ας σημειωθεί εδώ, ότι η Παραπονούμενη, αντεξεταζόμενη, δέχτηκε ότι δείχνει να το απολαμβάνει, αλλά πρόσθεσε ότι όπως ανέφερε στην τρίτη της κατάθεση (Έγγραφο Ε), αν δεν ενεργούσε σαν να το απολάμβανε, θα της έκαναν κακό. Οπότε, σταμάτησε να παλεύει και απλά ήθελε να τελειώσει. 

 

Με δεδομένη όμως την πιο πάνω εναλλαγή των θέσεων της επί ουσιωδών σημείων αδυνατούμε να δώσουμε πίστη στα λεγόμενα της. Εξ άλλου αυτό που εμείς βλέπουμε στα συγκεκριμένα βίντεο, είναι μόνον ενεργή συμμετοχή της Παραπονούμενης στις σεξουαλικές πράξεις και τίποτε άλλο. Ούτε βέβαια διαπιστώνουμε μόνον λεκτικές αναφορές ικανοποίησης, όπως ήταν η θέση της Παραπονούμενης στη συμπληρωματική της κατάθεση (Έγγραφο Ε), ούτε είναι αντιληπτό πως υπό το φως του περιεχομένου των βίντεο αυτών μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά η αναφορά της, ότι απλά το άφησε να συμβεί.

 

 

Πέραν όμως των ανωτέρω αντιφάσεων, ρήγματα στην εκδοχή της εντοπίζουμε και σε σχέση με το ζήτημα του στοματικού έρωτα. Επί τούτου αναφέρει επίσης στην αρχική της κατάθεση, ότι έκλεισε τα μάτια και κοίταξε μακριά και κάποια στιγμή είδε ότι άλλαξαν θέση. Τους είπε «Τι διάολο;» και προσπάθησε να φύγει, αλλά πραγματικά δεν μπορούσε. Ο πρώτος τύπος (κατά την αντεξέταση της διευκρίνισε πως ήταν ο Κατηγορούμενος 2), αφού έβγαλε το προφυλακτικό, ήρθε και προσπάθησε να βάλει το πέος του στο στόμα της, όμως κουνούσε το κεφάλι και τον έσπρωχνε. Αυτό που προκύπτει λοιπόν εάν διαβάσει κάποιος την κατάθεση της, είναι πως τελικά δεν κατάφερε να βάλει το πέος του στο στόμα της. Ας σημειωθεί ότι επί τούτου, δεν έχει αναφέρει οτιδήποτε περαιτέρω στη συμπληρωματική της κατάθεση. Ερωτώμενη σχετικά στην αντεξέταση της, ανέφερε πως δεν θυμάται αν έκανε ή όχι στοματικό έρωτα στον Κατηγορούμενο 2 και επίσης δεν θυμάται αν έκανε στοματικό έρωτα στον Κατηγορούμενο 1. Αρνήθηκε δε ότι είπε στον Κατηγορούμενο 1 να βγάλει το προφυλακτικό διότι την ενοχλεί η μυρωδιά, για να του κάνει στοματικό έρωτα. Τελικά, όταν της υποδείχθηκε βίντεο που λήφθηκε από τους Κατηγορούμενους, και παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται το πρόσωπο της, δέχθηκε ότι φαίνεται να κάθεται στο αντρικό μόριο του Κατηγορούμενου 2 και να έχει μαζί του σεξουαλική επαφή, και να προβαίνει ταυτόχρονα σε στοματικό έρωτα στον Κατηγορούμενο 1.  Παρά το γεγονός δε ότι δήλωσε πως δεν θυμάται αυτή τη σκηνή, ανέφερε πως (ο Κατηγορούμενος 1) της κρατάει το κεφάλι και το σπρώχνει, ενώ στη θέση ότι στο βίντεο διάρκειας 5 δευτερολέπτων, ανεβοκατεβαίνει 11 φορές στο αντρικό μόριο του Κατηγορούμενου 2, χωρίς να την αναγκάζει κανείς, απάντησε ότι δεν βλέπει τον εαυτό της να κινείται αλλά αυτόν να κινείται.  Καθόλου δεν μας ξενίζει το γεγονός ότι ενώ δήλωσε πως δεν θυμάται τη σκηνή, εντούτοις επέλεξε να δώσει αυθαίρετες εξηγήσεις. Η έγνοια της ήταν συνεχώς να πείσει ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ηθελημένο από μέρους της. Έχοντας παρατηρήσει το συγκεκριμένο βίντεο με μεγάλη προσοχή, ό,τι διαπιστώνουμε είναι τον Κατηγορούμενο 1, στον οποίο η Παραπονούμενη κάνει στοματικό έρωτα, να κάνει μια κίνηση με το δεξί του χέρι προς την κάμερα και το αριστερό του χέρι να είναι ακουμπημένο στο κεφάλι της και επίσης, την ίδια στιγμή, την Παραπονούμενη, να κάθεται στο αντρικό μόριο του Κατηγορούμενου 2 και ν’ ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Η Παραπονούμενη δε ακούγεται και σε αυτή την περίπτωση να βγάζει ήχους ηδονής / ικανοποίησης και δεν

 

ακούγεται ούτε κλάμα, ούτε όμως φαίνεται η Παραπονούμενη να κουνά το κεφάλι της, ή να σπρώχνει τον Κατηγορούμενο 1 για να φύγει.

 

Άλλη προσπάθεια να παρουσιάσει τα γεγονότα με τρόπο ευνοϊκό για την ίδια, εντοπίζεται κατά την αντεξέταση της και συγκεκριμένα όταν ερωτήθηκε αν ανέφερε στις φίλες της ότι συναίνεσε να κάνει σεξ με τον Κατηγορούμενο 1 και απάντησε ως εξής: «Καταλαβαίνω πού το πάτε, γιατί υπάρχει μια δυσκολία στην επικοινωνία. Υπήρχε μια δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ μου εμένα και της P…., καταλάβαινε τι της έλεγα, γιατί ήταν ακόμα πολύ πιωμένη, μεθυσμένη και όταν το είπα στους υπόλοιπους φίλους μου αυτό, η P….. είχε φύγει από το δωμάτιο, γιατί ένιωσε ενοχή, σαν να ήταν δικό της το λάθος για το τι συνέβηκε. Είχε πλήρη κατανόηση του τι συνέβαινε.»  Στη συνέχεια δε, αρνήθηκε ότι είπε στην Μ.Κ.2 ότι συναίνεσε να κάνει σεξ με τον πρώτο. Όταν επίσης ρωτήθηκε αν είπε αυτό το πράγμα στη φίλη της Α, ανέφερε πως υπήρχε κακή συνεννόηση με τις φίλες της, ότι εκείνη τη στιγμή που τους το είπε μπορεί να μην κατάλαβαν ή και ότι παρανόησαν αυτό που τους είπε, γιατί έκλαιγε γοερά όταν το εξήγησε. Από τα πιο πάνω προκύπτει δηλαδή μια συνεχής προσπάθεια από μέρους της, να δικαιολογήσει εκ των υστέρων αυτό που άκουσαν οι φίλες της να λέει. Το έκανε βεβαίως για ευνόητους λόγους, όμως σίγουρα δεν είναι θέμα δικό της να εξηγήσει αν παρανόησαν ή όχι οι φίλες της αυτό που άκουσαν να τους λέει. Πάντως, ανεξάρτητα από την κατάληξη μας για τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 ανωτέρω, το βέβαιο είναι πως η τελευταία σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώνει όσα υποστηρίζει η Παραπονούμενη είτε περί γοερού κλάματος της Παραπονούμενης, είτε περί αποχώρησης της ίδιας από το δωμάτιο επειδή ένιωσε ενοχές. Υπενθυμίζουμε επίσης εδώ, ότι η Μ.Κ.2 στη μαρτυρία της, ξεκάθαρα δήλωσε ότι δεν νιώθει ενοχές ή ότι έχει οποιαδήποτε ευθύνη για τον ισχυρισμό της φίλης της ότι βιάστηκε.  Δέχεται δε (η Παραπονούμενη) μέσα από σχετικές υποβολές που της έγιναν (για ό,τι αυτές αξίζουν) ότι και άλλη φίλη τους αντελήφθη ότι τους ανέφερε ότι συναίνεσε με τον ένα εκ των δύο.

 

Σε συνέχεια των ανωτέρω, αναφέρουμε εδώ και το εξής. Ερωτώμενη από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2 πως γνώριζε τι θα ερωτάτο από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1, οπόταν και απάντησε «Καταλαβαίνω που το πάτε,..», είπε ότι είχαν μιλήσει μετά με την Μ.Κ.2 και η τελευταία της εξήγησε ότι δεν είχε καταλάβει εκείνη τη στιγμή επειδή ήταν ακόμα μεθυσμένη, επομένως ήξερε ότι η κατάθεση της θ’ αντανακλούσε αυτή την παρεξήγηση.  Και πρόσθεσε, ότι ο αστυνομικός που έλαβε την κατάθεση από την Μ.Κ.2, ήταν πιεστικός και απείλησε να της πάρει το τηλέφωνο αν δεν απαντούσε, με αποτέλεσμα η τελευταία να είναι φοβισμένη. Απορρίπτουμε τη συγκεκριμένη θέση της, η οποία δεν συνάδει ούτε με όσα ανέφερε η Μ.Κ.2 για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση της, ούτε όμως με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.5. Έχουμε δε την άποψη, κατόπιν προσεκτικής μελέτης της μαρτυρίας της και των σημείων όπου τέθηκε η θέση αυτή από μέρους της, ότι ανέφερε αυτό το πράγμα στο πλαίσιο της προσπάθειας της να συσκοτίσει την πραγματικότητα και να δικαιολογήσει την αναφορά της Μ.Κ.2 στην κατάθεση της ότι η Παραπονούμενη της είχε αναφέρει ότι συναίνεσε να κάνει σεξ με τον ένα εκ των Κατηγορούμενων.

 

Η Παραπονούμενη αρνήθηκε επίσης ότι συναίνεσε σε οποιαδήποτε φωτογραφία. Όταν της υποδείχθηκε η φωτογραφία Τεκμήριο 5, την οποία έβγαλε ο Κατηγορούμενος 2 (selfie) και σ’ αυτήν φαίνεται η ίδια και ο Κατηγορούμενος 2, συμφώνησε ότι βλέπει προς αυτόν, αλλά ανέφερε πως δεν γνώριζε ότι έβγαζαν φωτογραφίες και ότι μπορούσαν να βγάλουν βίντεο.  Η Παραπονούμενη εδώ βεβαίως, λέγοντας ότι δεν γνώριζε ότι έβγαζαν τουλάχιστον φωτογραφίες, είναι σαφές ότι ψεύδεται. Διότι η φωτογραφία αυτό που ξεκάθαρα δείχνει, είναι την Παραπονούμενη ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τα χέρια στο μαξιλάρι και το κεφάλι ακουμπημένο στα χέρια της, να βλέπει προς την κάμερα.  Η αναφορά της δε ότι κρύβει μέρος του προσώπου της, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια της να πείσει ότι δεν συναίνεσε. Από προσεκτική παρατήρηση της φωτογραφίας, φαίνεται ολόκληρο το πρόσωπο της στραμμένο στην κάμερα και απλά ένα μέρος των μαλλιών της καλύπτει ελαφρώς το αριστερό της μάτι. Ας σημειωθεί ότι σε επόμενη ερώτηση για το κατά πόσο έβλεπε ότι την έβγαζε (φωτογραφία) και δεν ήθελε, προφανώς σε μια προσπάθεια υπεκφυγής από την ουσία του πράγματος και απ’ ότι ξεκάθαρα προκύπτει από την ίδια τη φωτογραφία, απάντησε ότι δεν θυμάται να λαμβάνεται αυτή η φωτογραφία.

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο αρνήθηκε τη συναίνεση για λήψη βίντεο, δίδοντας και πάλι διάφορους λόγους για να πείσει ως προς το γιατί ουδέποτε θα συναινούσε σε μια τέτοια ενέργεια και προσπαθώντας να πείσει πως δεν ήταν καν βέβαιη ότι έγινε βιντεοσκόπηση.  Κάτι που εκ των πραγμάτων θα απέκλειε την ύπαρξη συναίνεσης.   Επί τούτου πρέπει βέβαια κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι στην κατάθεση της (Έγγραφο Α) αναφέρει ρητώς ότι σε κάποια στιγμή είδε ένα φως και όταν γύρισε, συνειδητοποίησε ότι ο δεύτερος τύπος που έκανε σεξ μαζί της εκείνη τη στιγμή, βιντεοσκοπούσε με το τηλέφωνο του. Υποστηρίζει όμως ότι τότε χαστούκισε το τηλέφωνο του, απομακρύνοντας το τηλέφωνο από το χέρι του. Αντεξεταζόμενη, ανέφερε πως υπέθεσε ότι γινόταν βιντεοσκόπηση αλλά δεν γνώριζε σίγουρα, διότι δεν είδε οποιοδήποτε βίντεο. Στη δε θέση ότι είπε και στις φίλες της ότι τη βιντεοσκοπούσαν, απάντησε ότι τους ανέφερε ότι πίστευε πως τη βιντεογραφούσαν.  Όσα ανέφερε, βέβαια δεν συνάδουν με τη θέση της Μ.Κ.2, η οποία ανέφερε πως η Παραπονούμενη τους είπε ότι ένας απ’ αυτούς βιντεογραφούσε και ότι μάλιστα η τελευταία ανησυχούσε από την ύπαρξη βίντεο. Των πιο πάνω δεδομένων αδυνατούμε να δεχθούμε τη θέση της πως δεν γνώριζε ότι γινόταν βιντεοσκόπηση, ενώ έχοντας κατά νου με πόση ένταση προσπαθούσε να πείσει πως δεν είχε συναινέσει στη λήψη της φωτογραφίας κάτι το οποίο διαψεύδεται από την ίδια την εν λόγω φωτογραφία, στη βάση των όσων πιο πάνω αναφέραμε, θεωρούμε ότι δημιουργούνται τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν πράγματι δεν είχε συμφωνήσει στη λήψη του βίντεο.

 

Αποτέλεσε βέβαια θέση της πλευράς του Κατηγορούμενου 2 κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι επειδή ακριβώς η Παραπονούμενη γνώριζε ότι υπήρχε βίντεο και υπολόγιζε ότι σ’ αυτό θα υπάρχουν αναφορές της ότι της αρέσει, μετέβη στην Αστυνομία για να δώσει τη συμπληρωματική της κατάθεση (Έγγραφο Ε) προκειμένου να εξηγήσει και να δικαιολογήσει ενδεχόμενες σκηνές που γνώριζε ότι υπήρχαν. Ας σημειωθεί ότι η Παραπονούμενη αποδέχτηκε ότι εάν κάποιος είχε βίντεο και έβλεπε όλη τη σκηνή, θα υπήρχαν αναφορές της όπου λέει «ναι, ναι» και ότι της αρέσει, όμως ανέφερε πως αυτό γινόταν μόνον όταν την κτυπούσαν. Με δεδομένη την κατάληξη μας ότι η Παραπονούμενη γνώριζε ότι γινόταν βιντεογράφηση και ότι επίσης γνώριζε πολύ καλά τι είχε γίνει σ’ εκείνο το δωμάτιο, καθόλου δεν αποκλείουμε, δεδομένης και της προηγηθείσας αξιολόγησης της μαρτυρίας της, η συμπληρωματική της κατάθεση να δόθηκε εκ των υστέρων για το λόγο που εισηγείται η υπεράσπιση, ήτοι ακριβώς για να δικαιολογήσει ενδεχόμενες σκηνές που θα υπήρχαν στο βίντεο που δείχνει τη σεξουαλική πράξη. Υπενθυμίζουμε στο πλαίσιο αυτό ότι πήγε με σημειώσεις στην Αστυνομία για να δώσει συμπληρωματικά στοιχεία, στα οποία όμως δεν συμπεριλαμβανόταν όλη εκείνη η βία που περιέγραψε στη δια ζώσης μαρτυρία της, αλλά η θέση της ότι ο Κατηγορούμενος 2 ουσιαστικά τη χαστούκιζε για να λέει ότι της αρέσει, κάτι που γνώριζε ότι ενδεχομένως να φαίνεται στο βίντεο.

 

Διάτρητη όμως ήταν και η θέση της ως προς τη χρήση προφυλακτικού. Εξηγούμε. Όταν της τέθηκε ότι στην κατάθεση της ισχυρίζεται ότι κατά τη σεξουαλική επαφή φορούσαν προφυλακτικό αμφότεροι, απάντησε ότι δεν συγκεκριμενοποίησε ότι φορούσαν και πρόσθεσε ότι φορούσαν σε συγκεκριμένες στιγμές, αλλά υπήρχαν στιγμές που δεν φορούσαν. Παρέπεμψε δε στην κατάθεση της (Έγγραφο Α), όπου σε κάποια στιγμή αναφέρει ότι «ο πρώτος τύπος… έβγαλε το προφυλακτικό και προσπαθούσε συνεχώς να βάλει το πέος του στο στόμα μου,...». Ερωτώμενη αμέσως μετά αν έκανε σεξ μαζί της με προφυλακτικό και μετά το έβγαλε και ξαναέκανε σεξ μαζί της, απάντησε «Ναι, πρέπει να το είχε βγάλει. Εξετάστηκα θετική για χλαμύδια, στον λαιμό μου, στον κόλπο μου και στον πρωκτό μου.»  

 

Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ όσα αναφέρθηκαν, ουσιαστικά δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα ότι κάποιος εκ των Κατηγορούμενων έκανε σεξ μαζί της χωρίς προφυλακτικό και ο λόγος που λέει ότι πρέπει να το είχε βγάλει, είναι επειδή βρέθηκε θετική. Τούτο φαίνεται και από το ότι σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της απέρριψε ως αναληθή τη θέση πως οι Κατηγορούμενοι ουδέποτε έκαναν σεξ μαζί της χωρίς προφυλακτικό και ισχυρίστηκε ότι είχε εξεταστεί πριν πάει και δεν κοιμήθηκε με κανέναν άλλο, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν από οποιονδήποτε άλλο. Κατά την αντεξέταση της από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι δεν θυμάται να μην φοράνε προφυλακτικό, αλλά από ιατρικής άποψης, ο ένας πρέπει να το είχε βγάλει σε κάποιο σημείο. Στη συνέχεια δε, όταν της υποβλήθηκε πως ο Κατηγορούμενος 2 έκανε εξέταση και δεν είχε αυτό το νόσημα, απάντησε ως εξής:  «Μπορεί να είχε καθαρίσει, να είχε φύγει πριν. Ακόμη και αν δεν το είχε εκείνη τη στιγμή, μπορεί να συνέχιζε να έχει το νόσημα και να μπορούσε να το μεταδώσει.» Επίσης, αρνήθηκε ότι μπορεί να το έπιασε η ίδια από αλλού. 

 

 

Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι υπό τις ως άνω περιστάσεις δεν μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει με ασφάλεια σε συμπέρασμα ότι οιοσδήποτε εκ των Κατηγορούμενων έκανε σεξ με την Παραπονούμενη χωρίς προφυλακτικό. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει συμπέρασμα ούτε ότι οι Κατηγορούμενοι ή οιοσδήποτε εξ αυτών έφερε τέτοιο νόσημα και ότι επειδή βρέθηκε η ίδια θετική εξυπακούεται ότι το κόλλησε ένεκα της χωρίς προφυλακτικό συνεύρεσης της με τους Κατηγορούμενους, για τους εξής λόγους. Πρώτον, η Κατηγορούσα αρχή δεν προσκόμισε μαρτυρία προκειμένου ν’ αποκλείσει τη θέση που τέθηκε από την Υπεράσπιση, ότι οι Κατηγορούμενοι μόλις ενημερώθηκαν για το θέμα αυτό, προχώρησαν σε εξετάσεις και δεν βρέθηκαν θετικοί. Δεύτερον, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ειδικού, προκειμένου να δοθεί εικόνα στο Δικαστήριο αναφορικά με το συγκεκριμένο νόσημα, τη διάρκεια του και αν τίθεται θέμα μετάδοσης του από κάποιον, του οποίου οι αναλύσεις είναι καθαρές αλλά έφερε προηγουμένως το νόσημα. Η Παραπονούμενη δεν είναι βέβαια ειδικός και δεν έχει τεθεί ποτέ το υπόβαθρο για να μπορεί να εκφράζει γνώμη, σε σχέση με το κατά πόσο κάποιος θα μπορούσε να μεταδώσει το νόσημα, ακόμη και αν είχε «καθαρίσει» (όπως η ίδια το έθεσε). Συναφώς η μαρτυρία της επί του ζητήματος θα πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Σε σχέση τώρα με το κατά πόσο φορούσε εσώρουχο, έχουμε ήδη επεξηγήσει για ποιο λόγο κρίνουμε πως φορούσε.  Ό,τι όμως αξίζει να σημειωθεί στο πλαίσιο αυτό είναι η  προσπάθεια της Παραπονούμενης ν’ αποδώσει την επίμαχη καταγραφή στην κατάθεση της, σε «δυσκολίες στη γλώσσα», προσπάθεια η οποία πέφτει στο κενό.  Και τούτο διότι η Μ.Κ.4, η οποία πράγματι υποστήριξε πως η Παραπονούμενη της είχε αναφέρει ότι φορούσε εσώρουχο, επί του ζητήματος της καταγραφής της επίμαχης φράσης στην κατάθεση της τελευταίας, ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί πως προέβη στη σχετική καταγραφή, όπως ακριβώς της το είχε πει η τελευταία, η οποία στη συνέχεια διάβασε την κατάθεση και συμφωνώντας με το περιεχόμενο της, την υπόγραψε, χωρίς να αποδέχεται ότι η Παραπονούμενη της ζήτησε να αλλάξει το σημείο αυτό και η ίδια την απέτρεψε λέγοντας της πως το Δικαστήριο θα καταλάβει. Θέση που θεωρούμε πως προώθησε η Παραπονούμενη στο πλαίσιο της προσφιλούς τακτικής της να επιρρίπτει σε άλλους ευθύνες με σκοπό να υποστηρίξει την ορθότητα της δικής της εκδοχής.

 

Εν συνεχεία των ανωτέρω, σημειώνεται εδώ πως η Παραπονούμενη αναφέρθηκε γενικά σε πολλά γραμματικά και ορθογραφικά λάθη στην κατάθεση της Έγγραφο Α, τα οποία είχε αναφέρει στην Αστυνομία και ζήτησε να διορθωθούν, αίτημα που δεν εισακούστηκε αφού της είχαν πει ότι ήταν εντάξει.  Πέραν όμως των όσων ανέφερε για το εσώρουχο ανωτέρω, αναφέρθηκε μόνον στη λέξη «drunked», που δεν είναι λέξη όπως ανάφερε και σε κανένα άλλο παράδειγμα έτσι που να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό από το Δικαστήριο ποια είναι τούτα τα πολλά λάθη που ανέφερε η μάρτυρας. Πάντως, δεν μπορεί να μην επισημανθεί εδώ ότι σύμφωνα με την αναντίλεκτη επί του προκειμένου μαρτυρία της Μ.Κ.4, στην κατάθεση Έγγραφο Α καταγράφονται ακριβώς όσα ανέφερε η Παραπονούμενη, η οποία στο τέλος την διάβασε και αφού ανέφερε ότι είναι σωστή και δεν επιθυμεί να προβεί σε οποιαδήποτε διόρθωση, την υπόγραψε.

 

Οι αντιφάσεις της μάρτυρος, συνεχίστηκαν και σε σχέση με το ζήτημα της κατανάλωσης αλκοόλης. Κατ’ αρχάς στην κατάθεση της (Έγγραφο Α) ανέφερε ρητώς ότι ήταν μεθυσμένη, αλλά είχε επίγνωση του τι συνέβαινε. Στη συμπληρωματική κατάθεση που έδωσε (Έγγραφο Ε), αναίρεσε την προηγούμενη αναφορά της, λέγοντας ότι είχε πιεί προηγουμένως εκείνη τη νύχτα αλλά δεν ήταν μεθυσμένη πλέον.  Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και το ότι είπε ψέματα και για το πότε ήπιε το τελευταίο ποτό. Διότι, όταν αντεξετάστηκε από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1, ανέφερε πως ήπιε το τελευταίο ποτό πριν φύγουν από το ξενοδοχείο γύρω στις 23:00-00:00 τα μεσάνυχτα και μάλιστα πρόσθεσε πως είχε περάσει η επίδραση του ποτού όταν ήταν εκεί (στην έπαυλη), ενώ σε μεταγενέστερη ημερομηνία, κατά την αντεξέταση της από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, ανέφερε ότι μέχρι η ώρα 04:00 που είχαν φύγει με τα παιδιά, πήγαν σε διάφορα clubs και σε μερικά απ’ αυτά ήπιε ποτό. Η απάντηση της δε αμέσως μετά, όταν τέθηκε προ της αντίφασης της, ότι δεν θυμάται αν είχε καταναλώσει ποτά στα clubs ή όχι, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια υπεκφυγής από την πραγματικότητα, αλλά δείχνει και την ευκολία με την οποία άλλαζε τις θέσεις της από τη μια στιγμή στην άλλη όταν αντιλαμβανόταν ότι κάτι δεν τη βόλευε. 

 

Πέραν των ανωτέρω, η Μ.Κ.4 υποστήριξε, χωρίς επί τούτου ν’ αμφισβητηθεί, ότι η Παραπονούμενη της είχε αναφέρει ότι ήταν μεθυσμένη, πράγμα το οποίο περιλήφθηκε και στην κατάθεση της, την οποία διάβασε και αφού συμφώνησε, την υπέγραψε. Αλλά και η Μ.Κ.2, ούτε λίγο ούτε πολύ ανέφερε πως η Παραπονούμενη ήταν μεθυσμένη «όχι όμως σε τρελά επίπεδα μέθης». 

 

Παρά τις εναλλασσόμενες θέσεις και τις αντιφάσεις της Παραπονούμενης επί τούτου του ζητήματος, η ουσία είναι πως η τελευταία είχε πράγματι καταναλώσει αλκοόλ.  Πέραν τούτου θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τις αναλύσεις του Κρατικού Χημείου, στο δείγμα ούρων και αίματος της Παραπονούμενης, η τελευταία βρέθηκε θετική στην αμφεταμίνη, νορφλουοξετίνη και φλουοξετίνη. Με βάση την έκθεση του Κρατικού Χημείου Τεκμήριο 37 (η οποία κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός και το περιεχόμενο της είναι αναντίλεκτο), η αμφεταμίνη εμπίπτει στη βασική ομάδα ναρκωτικών και διευκρινίζεται ότι η ανίχνευση της χωρίς την παρουσία της ουσίας μεθαμφεταμίνη, μπορεί να οφείλεται σε προγενέστερη χρήση μεθαμφεταμίνης ή αμφεταμίνης. Η φλουοξετίνη ανήκει στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και η νορφλουοξετίνη αποτελεί τον μεταβολίτη της φλουοξετίνης. 

 

Βέβαια δεν έχει τεθεί μαρτυρία ειδικού ενώπιον του Δικαστηρίου για το βαθμό που θα μπορούσε να επηρεαστεί η αντίληψη ή και η μνήμη της Παραπονούμενης από τη χρήση αλκοόλ συνδυαστικά με τις πιο πάνω ουσίες και το Δικαστήριο βεβαίως ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας δεν είναι σε θέση να προβεί σε οποιοδήποτε σχετικό εύρημα.  Επομένως, και με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα, θεωρούμε πως δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε για το βαθμό της μέθης της Παραπονούμενης, ούτε πόσο μπορεί να επηρεάστηκε η αντίληψη και η μνήμη της συνεπεία της κατανάλωσης αλκοόλ ή λόγω των λοιπών ουσιών που βρέθηκαν στον οργανισμό της. Ό,τι θα θέλαμε όμως να επισημάνουμε, κλείνοντας το θέμα αυτό, είναι πως καμία πλευρά δεν ισχυρίστηκε ότι η Παραπονούμενη είχε επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, έτσι που να μην είχε επίγνωση του τι συνέβαινε. Ούτε και η ίδια όμως εν τέλει πρόβαλε τέτοια θέση.

 

Ένα άλλο ζήτημα το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης ήταν το γεγονός ότι δεν πήγε αμέσως στην Αστυνομία αλλά σχεδόν δύο μέρες μετά. Εκ προοιμίου πρέπει να πούμε πως δύο μέρες δεν είναι χρόνος που θα μπορούσε να θεωρηθεί χωρίς άλλο πως αποτελεί ανυπέρβλητη καθυστέρηση που να μπορεί να πλήξει το βάσιμο ενός παραπόνου, ιδίως σε υποθέσεις αυτού του είδους.  Όμως ό,τι αξίζει να σημειωθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι, αφενός η ευκολία με την οποία άλλαζε θέσεις και επί αυτού του θέματος, αυτοναιρώντας σε κάποια σημεία τον εαυτό της, και αφετέρου η προσπάθεια της να αποκρύψει κάποια στοιχεία με γνώμονα πάντα να βοηθήσει την εκδοχή της.  Επί τούτου ήταν κατ’ αρχάς η θέση της ότι αυτό που υπέστη ήταν ένα σοκαριστικό πράγμα και χρειαζόταν χρόνο για να το επεξεργαστεί ενώ είχε στο μυαλό της και περιπτώσεις ομοεθνών της που παρότι αποτάθηκαν στην Αστυνομία, εντούτοις ο βιαστής δεν κατέληξε στη φυλακή και έτσι αρχικά δεν σκέφτηκε το ενδεχόμενο καταγγελίας. Ο λόγος που αποφάσισε τελικά να πάει στην Αστυνομία, ήταν, ως υποστήριξε, επειδή μία από τις φίλες της είπε ότι υπήρχε πιθανότητα να το κάνουν και σε κάποια άλλη. Μάλιστα ερωτώμενη αν αποφάσισαν να μην πάνε στην Αστυνομία γιατί ήταν απασχολημένες με τουριστικές δραστηριότητες, απάντησε ότι δεν έκαναν οτιδήποτε ολόκληρη την Παρασκευή, μετά που πήγε στην Αστυνομία, θέλοντας σαφέστατα να δώσει την εντύπωση πως ένεκα του συμβάντος και των επιπτώσεων που τούτο είχε στην ίδια, απείχε από οποιεσδήποτε δραστηριότητες.

 

Όταν όμως αντεξετάστηκε από το δικηγόρο του Κατηγορούμενου 2, δέχθηκε ότι την επίδική μέρα ή την επόμενη και εν πάση περιπτώσει πριν πάει στην Αστυνομία για καταγγελία, είχαν πάει με τις φίλες της κρουαζιέρα με πλοίο. Στη συνέχεια δε, διευκρίνισε ότι δεν πήγε να καταγγείλει αμέσως, επειδή πέραν του σοκ και του ότι δεν είχε επεξεργαστεί το συμβάν, δεν ήξερε το νομικό ορισμό του βιασμού.   Με αυτά υπόψη, προκύπτει ότι η θέση της διαφοροποιήθηκε ουσιωδώς για το λόγο που δεν πήγε αμέσως στην Αστυνομία, αφού κατά την αντεξέταση της από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 2 δεν ανέφερε καν ότι πήγε να καταγγείλει μετά από παρότρυνση φίλης της. Τα πιο πάνω βέβαια ενισχύουν την ήδη διαπιστωθείσα και σε άλλα σημεία απουσία συνοχής και σταθερότητας στις θέσεις της.

 

Εν πάση περιπτώσει, τα περί μη γνώσης του νομικού ορισμού του βιασμού, που ήταν και ο λόγος που προέβαλε ως προς το γιατί ανέφερε στις φίλες της ότι νόμιζε πως βιάστηκε, ήταν θεωρούμε εκ των υστέρων σκέψεις, αφού κατά την αντεξέταση της διαφάνηκε ότι γνώριζε (από τότε) πολύ καλά τί εστί βιασμός, ενώ σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενα γνώριζε ότι την είχαν χτυπήσει, ότι την τραβούσαν από τα μαλλιά, ότι τους έλεγε ότι δεν ήθελε και έκλαιγε, ότι είδε αίμα και ότι εν γένει δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση της. Επίσης, ζητούσε από τη φίλη της να φύγουν από την έπαυλη ένεκα του συμβάντος που προηγήθηκε.  Η θέση της συνεπώς ότι είπε στις φίλες πως νομίζει ότι βιάστηκε, επειδή δεν γνώριζε το νομικό ορισμό του βιασμού, δεν είναι πραγματικά καθόλου αντιληπτή, υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων και εν πάση περιπτώσει αναιρέθηκε από την ίδια, με την παραδοχή της πως πράγματι γνώριζε την έννοια του βιασμού από τότε. Ούτε βέβαια φαίνεται να απέμεναν και πολλά πράγματα να επεξεργαστεί, αφού ως η θέση της, με την επιστροφή της στο ξενοδοχείο είχε μιλήσει με τις φίλες της και αφού τους εξήγησε τι συνέβη, κατέληξαν ότι επρόκειτο για βιασμό. Τότε μάλιστα ξέσπασε, ως ήταν η θέση της συναισθηματικά, κάτι που σημειώνουμε πως έγινε λίγες μόνο ώρες μετά το επίδικο συμβάν. 

 

Αποτέλεσε περαιτέρω θέση της υπεράσπισης, ότι όταν τελείωσαν τη σεξουαλική τους επαφή, η Παραπονούμενη και οι Κατηγορούμενοι κάθισαν έξω στην πισίνα και όλα ουσιαστικά ήταν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που μίλησε σε φίλες της με βιντεοκλήση και τους έδειξε δύο δάχτυλα, υπονοώντας ότι έκανε σεξ με δύο, οπότε η αντίδραση τους την έκανε ν’ αλλάξει ύφος και από χαρούμενη να θυμώσει και να λυπηθεί.  Σύμφωνα με την υπεράσπιση, τούτο αποτελεί ενδεχομένως την εξήγηση ως προς το λόγο που την οδήγησε να κάνει την καταγγελία. Η Παραπονούμενη, αντεξεταζόμενη επί τούτου, επανέλαβε ουσιαστικά αυτό που λέει στην κατάθεση της, ότι δηλαδή γελούσαν και είπαν ότι τηλεφώνησε στο φίλο της για να μετρήσει αν κοιμήθηκε με έναν ή δύο, όμως δεν αποδέχτηκε ότι σχημάτισε τον αριθμό δύο με τα δάκτυλα της.  

 

Η μόνη δε μαρτυρία που υποστηρίζει αυτή τη θέση εντοπίζεται στις καταθέσεις των δύο Κατηγορούμενων. Όπως ήδη λέχθηκε, οι Κατηγορούμενοι επέλεξαν το δικαίωμα της σιωπής, όμως οι καταθέσεις τους κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 34 και 35 αντίστοιχα. Ως προς την αξιολόγηση των καταθέσεων τους, σχετική είναι η Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ.109, η οποία υιοθετήθηκε στην Γαβριήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.693. Στις πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε η αγγλική υπόθεση Duncan, 73 Cr. App. R.359, όπου αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος τέτοιας κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται και το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και δύναται να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης. Αναγνωρίζεται δε, ότι όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο περιέχει δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης στα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. Ως γενικά προκύπτει από τη νομολογία, η εκτίμηση της κατάθεσης κατηγορούμενου είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. και Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ.190, Διευθυντής Τελωνείων ν. Καλλή (1996) 2 Α.Α.Δ.55, Γούμενος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ.10).

 

Δεν μας διαφεύγει ότι η μαρτυρία των Κατηγορούμενων μέσω των καταθέσεων τους, επιβεβαιώνεται σε αρκετά σημεία από τα βίντεο που λήφθηκαν τόσο από το δωμάτιο όπου έλαβε χώραν η σεξουαλική επαφή (Τεκμήρια 2, 4 και 7), όσο από τους εξωτερικούς χώρους της έπαυλης (Τεκμήριο 3).

 

Από το δωμάτιο, επιβεβαιώνεται ότι οι Κατηγορούμενοι μιλούν για μασάζ στην Παραπονούμενη και στη συνέχεια κάνουν σεξ μαζί της, ως επίσης ότι υπάρχει σκηνή που η τελευταία κάνει στοματικό έρωτα στον Κατηγορούμενο 1, ενώ ταυτόχρονα ο Κατηγορούμενος 2 έρχεται σε συνουσία μαζί της από πίσω. Μετά τη σεξουαλική επαφή, οι Κατηγορούμενοι και η Παραπονούμενη κάθισαν έξω στα κρεβατάκια της πισίνας. Εκεί μιλούσαν και γελούσαν, ενώ οι Κατηγορούμενοι έπαιζαν ποδόσφαιρο. Σε κάποια στιγμή φαίνεται δε η Παραπονούμενη να μιλά στο τηλέφωνο με φίλη της.  Και ακριβώς εδώ είναι το σημείο, όπου σύμφωνα με τη θέση που υποβλήθηκε στην Παραπονούμενη, έκανε με τα δάχτυλα της τον αριθμό δύο στην κάμερα και αυτός είναι ο λόγος που της έκαναν το αστείο που ανέφερε η ίδια.  Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί πως οι Κατηγορούμενοι στις καταθέσεις τους δεν ανέφεραν ποτέ ότι μετά την κατ’ ισχυρισμό κίνηση της Παραπονούμενης, της έκαναν οποιοδήποτε αστείο. Επίσης, η θέση που υποβλήθηκε στην Παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της, δεν συνάδει με αυτό που περιγράφουν οι Κατηγορούμενοι στις καταθέσεις τους. Συγκεκριμένα, ενώ της υποβλήθηκε ότι οι Κατηγορούμενοι την είδαν που έκανε την κίνηση προς την κάμερα, αυτό που λένε αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι στις καταθέσεις τους είναι πως η φίλη της τη ρώτησε με ποιους είναι και αυτή γύρισε την κάμερα προς τους Κατηγορούμενους και ταυτόχρονα έδειξε με τα δάκτυλα της τον αριθμό δύο. Περαιτέρω, τέθηκε στην Παραπονούμενη ότι μετά την αναφερόμενη κίνηση της με τα δάκτυλα, η αντίδραση της φίλης της πρέπει να ήταν τέτοια που την έκανε να νιώθει ντροπιασμένη, ενώ σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο 2 η φίλη της είπε «Ωχ Θεέ μου». Ας σημειωθεί ότι ο Κατηγορούμενος 1, δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Έχοντας αυτά υπόψη και το γεγονός ότι η πραγματική μαρτυρία δεν επιβεβαιώνει αυτό που ισχυρίζονται οι Κατηγορούμενοι, δεν μπορούμε ν’ αποδεχτούμε τη θέση των Κατηγορούμενων.  

 

Ανεξάρτητα όμως της πιο πάνω κατάληξης μας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στο πλαίσιο της αντεξέτασης της για το θέμα αυτό, ανέφερε ότι δεν υπήρχε τίποτε για να ντρέπεται αν ήθελε να κάνει σεξ με δύο και όπως έχει πει πολλές φορές δεν θα την έκαναν να νιώθει άσχημα οι φίλες της. Και πρόσθεσε ότι έχει φίλες που έκαναν πολύ χειρότερα πράγματα και δεν κρίνουν η μια την άλλη.  Όμως παρατηρούμε ότι άλλα έλεγε προηγουμένως και κάθε άλλο παρά είπε πολλές φορές το ίδιο πράγμα. Συγκεκριμένα, όταν ερωτήθηκε αν είναι κακό για την παρέα τους να έχει σεξουαλική επαφή ένα κορίτσι μ’ ένα άγνωστο αγόρι, ανέφερε πως για την Μ.Κ.2 δεν είναι, διότι έτσι είναι η Μ.Κ.2. Όμως για τις υπόλοιπες υποστήριξε ότι δεν είναι έτσι, αφού παρότι δεν το θεωρούν μη αποδεκτό, εντούτοις καμία εξ αυτών δεν θα το έκανε.  Η αντίφαση είναι προφανής και μέσω αυτής καταδεικνύεται βέβαια και η ευκολία με την οποία άλλαζε τις θέσεις της κατά πως την βόλευε σε κάθε περίπτωση.  Όταν δεν ήθελε να φανεί ότι είναι αποδεκτό να κοιμηθεί με δύο άντρες, είπε ένα πράγμα. Όταν όμως έπρεπε ν’ αντικρούσει τη θέση ότι περηφανεύτηκε που πήγε με δύο, είπε κάτι διαφορετικό.

 

Ως προς την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων, παρέμεινε όπως έχει ήδη αναφερθεί αναντίλεκτο, ότι η Παραπονούμενη μετά τη σεξουαλική επαφή με τους Κατηγορούμενους βρισκόταν έξω στην πισίνα μαζί τους για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να τελειώσει η φίλη της. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα η Παραπονούμενη δέχτηκε ότι μιλούσαν και έκαναν αστεία.

 

Υποστήριξε όμως ότι, μόλις αντιλήφθηκε τι συνέβαινε, σταμάτησε να είναι φιλική μαζί τους και απλά ήθελε να φύγει. Αν γέλασε, ανέφερε, ήταν επειδή ήθελε να φύγει. Ήταν ευγενική και καλή αλλά όχι υπερβολικά καλή και δεν τους έδωσε αγκαλιά όταν της το ζήτησαν. Επίσης, στη θέση που της τέθηκε ότι πριν φύγει, χαιρέτησε τους Κατηγορούμενους ενώνοντας τη γροθιά της με τη δική τους, ισχυρίστηκε ότι το έκανε πίσω, επειδή το έκαναν αυτοί στην ίδια. 

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί πως η Παραπονούμενη δεν ανέφερε ποτέ στις καταθέσεις της ότι μιλούσε και γελούσε μαζί με τους Κατηγορούμενους έξω στην πισίνα, μετά τη σεξουαλική επαφή. Στην αρχική της κατάθεση, είχε αναφέρει ότι προσπαθούσαν να της μιλήσουν, αλλά μιλούσε στο τηλέφωνο. Εν πάση περιπτώσει, η όλη συμπεριφορά της θεωρούμε πως ως ζήτημα λογικής δεν συνάδει με όσα περιέγραψε ότι υπέστη από τους Κατηγορούμενους προηγουμένως. Πως είναι αλήθεια δυνατόν να γίνει πιστευτή η Παραπονούμενη, η οποία ισχυρίστηκε συνουσία με τον τρόπο που περιέγραψε, κατόπιν δηλαδή κτυπημάτων και χαστουκιών στο πρόσωπο, τραβηγμάτων των μαλλιών και γενικότερα δια της άσκησης βίας σε βάρος της, καθώς επίσης ότι είχε αίμα, πονούσε και έκλαιγε, όταν αμέσως μετά κάθεται και μιλά, γελά[15] και αστειεύεται με τους Κατηγορούμενους. Μόλις αντιλήφθηκε λέει τι συνέβαινε, σταμάτησε να είναι φιλική μαζί τους. Δεν θεωρούμε ότι τούτο αποτελεί σοβαρή και λογική εξήγηση για την εκ των υστέρων συμπεριφορά της.  Όταν κάθισε έξω δηλαδή αντιλήφθηκε ότι την χτύπησαν και έκαναν σεξ μαζί της χωρίς τη θέληση της και εν πάση περιπτώσει όσα πιο πάνω περιγράψαμε;  Ούτε όμως η εξήγηση που έδωσε ότι γελούσε, ήταν καλή και ευγενική επειδή ήθελε να φύγει μας πείθει. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχουμε αντιληφθεί από την πραγματική μαρτυρία, σε αντίθεση με ότι περιέγραψε η ίδια, ότι δείχνει σε οποιαδήποτε στιγμή ενδείξεις έντονης επιθυμίας για να φύγει από την κατοικία, μακριά από τους κατ’ ισχυρισμό βιαστές της, όπως η ίδια με ένταση υποστήριξε. Αντίθετα, όταν σε κάποια στιγμή είδε τη φίλη της στο χώρο της πισίνας, δεν σηκώθηκε να την πλησιάσει και να της ζητήσει να φύγουν. Συνέχισε απλά να κάθεται στο κρεβατάκι και να την αναμένει, κάνοντας μια κίνηση με τα δύο της χέρια, που ομοιάζει πράγματι με το σχήμα της καρδιάς[16], όπως είναι η θέση της πλευράς του Κατηγορούμενου 2. Έφυγαν δε από την κατοικία, όταν τελείωσε η φίλη της, με την Παραπονούμενη φεύγοντας να έχει απόλυτα φυσιολογική συμπεριφορά και να δείχνει χαμογελαστή[17]. Ως προς το ότι είναι χαμογελαστή, ανέφερε ότι και αυτό ήταν επειδή έφευγε, όμως πραγματικά, ενόψει και των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, θεωρούμε πως και αυτό αποτελεί μια εκ των υστέρων σκέψη.

 

Πριν αφήσουμε εντελώς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, να σημειώσουμε πως δεν μας έχει διαφύγει το Τεκμήριο 36. Το συγκεκριμένο τεκμήριο, το οποίο περιλαμβάνει δύο βίντεο που έχει δημοσιεύσει η Παραπονούμενη στο λογαριασμό της στο Τικ Τοκ, έχει κατατεθεί κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.2. Ερωτώμενη η τελευταία σε σχέση με το πρώτο βίντεο, ανέφερε πως νομίζει ότι το έχει δημοσιεύσει ενώ βρισκόταν στην Κύπρο, αλλά δεν ξέρει αν ήταν στις 10.9.2023. Όσον αφορά με το δεύτερο, ανέφερε επίσης ότι νομίζει πως το δημοσίευσε όταν ήταν στην Κύπρο. Σε σχέση με όσα ακούγονται δε στο δεύτερο βίντεο, με κάποια άλλη φωνή και όχι αυτή της Παραπονούμενης, δεν αποδέχτηκε ότι η τελευταία υιοθετεί ουσιαστικά όσα ακούγονται. Έχουμε την άποψη ότι το περιεχόμενο του συγκεκριμένου τεκμηρίου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Η Μ.Κ.2 πέραν του ότι αναγνώρισε τη φίλη της στα δύο βίντεο, δεν ήταν σε θέση ν’ αναφέρει ή εξηγήσει οτιδήποτε άλλο. Θεωρούμε πως τα βίντεο έπρεπε να υποδειχθούν στην Παραπονούμενη (δεν αναφέρθηκε ότι δεν ήταν διαθέσιμα όταν αντεξετάστηκε στις 11, 13 και 14 Σεπτεμβρίου) προκειμένου να ξεκαθαριστεί κυρίως πότε δημιουργήθηκαν (διότι η ημερομηνία δημοσίευσης τους φαίνεται στα βίντεο) και πως τοποθετείται για το περιεχόμενο τους. 

 

Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παράλειψης αντεξέτασης μαρτύρων κατηγορίας πάνω σε συγκεκριμένες θέσεις και θέματα.  Στην υπόθεση Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 στη σελ. 590 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Είναι γνωστή η νομική θεώρηση του θέματος. Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Ο κανόνας δεν διαφοροποιείται μεταξύ αστικών και ποινικών υποθέσεων. Η κλασσική τοποθέτηση επί του θέματος αφορούσε το αστικό δίκαιο. Έτσι στην Adidas Sportshunfabriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, λέχθηκε ακριβώς ότι στο επίκεντρο του αντιπαραθετικού συστήματος δικαιοσύνης, πρέπει να τίθεται η θέση της υπεράσπισης στους μάρτυρες του ενάγοντος, το δε Δικαστήριο στην απουσία ικανής δικαιολογίας ως προς το λόγο της παράλειψης, δικαιούται να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή που προέρχεται από τον ένα και μόνο των διαδίκων. Το πώς θα ενεργήσει το Δικαστήριο εξαρτάται βεβαίως και από το ουσιώδες ή μη του παραλειφθέντος ισχυρισμού. Σχετική είναι και η υπόθεση Βάσος Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599.

……………………………»

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε πως πρόκειται για ουσιώδες ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη και τη σημασία που εισηγείται η πλευρά του Κατηγορούμενου 2 στην αγόρευση της ότι θα πρέπει ν’ αποδοθεί στο περιεχόμενο τους (βλ. σελ.44, τελευταία παράγραφος) και συνεπώς θεωρούμε πως μόνον εφόσον το Δικαστήριο είχε τη θέση της, θα μπορούσε να τα λάβει υπόψη.   

 

Με βάση όσα έχουν αναφερθεί, να πούμε καταληκτικά ότι θεωρούμε πως η Παραπονούμενη δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι η τελευταία, για λόγους που μόνον η ίδια είναι σε θέση να γνωρίζει, επιχείρησε να συσκοτίσει τα πράγματα, παρουσιάζοντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα από την πραγματική. Συνεπώς, αποτελεί διαπίστωση μας ότι η αξιοπιστία της έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και η οικοδόμηση οιωνδήποτε συμπερασμάτων επί της μαρτυρίας της θα ήταν άκρως επισφαλής. Απορρίπτουμε λοιπόν τη μαρτυρία της, με εξαίρεση μόνον το μη αμφισβητούμενο μέρος της που αναφέραμε αρχικά.

 

Έχοντας υπόψη την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανωτέρω, τα ευρήματα μας στο βαθμό που ενδιαφέρει για την παρούσα, είναι ότι στις 30.6.2023, στην επίδικη κατοικία στην Αγία Νάπα, οι Κατηγορούμενοι είχαν σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη και κατά τη διάρκεια της επαφής γινόταν εν γνώση της, βιντεοσκόπηση κάποιων σκηνών.

Γ.        Ενισχυτική Μαρτυρία – Άμεσο Παράπονο

 

Ενισχυτική μαρτυρία (corroboration), είναι η ανεξάρτητη, αξιόπιστη, σχετική και αποδεκτή εκείνη γραπτή, προφορική ή πραγματική μαρτυρία που τείνει να εδραιώσει ή να επιβεβαιώσει, άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που εμπλέκει τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του επίδικου αδικήματος[18]. Το πρώτο ή άμεσο παράπονο (first complaint), ως στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων που περιλαμβάνει, συνιστά κλασική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας, η οποία, σε συνδυασμό με την αξιόπιστη μαρτυρία του θύματος και ενδεχομένως άλλων μαρτύρων, μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη[19].

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγείται ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.2 αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία ως άμεσο παράπονο. Εν προκειμένω όμως, έχει απορριφθεί ως αναξιόπιστη τόσο η μαρτυρία της Παραπονούμενης, όσο και η μαρτυρία της Μ.Κ.2. Συνεπώς, δεν υπάρχει ούτε αξιόπιστη μαρτυρία που χρήζει ενίσχυσης - στην περίπτωση εκείνη που θ’ αποφασίζαμε ν’ ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια για αναζήτηση τέτοιας μαρτυρίας, έχοντας υπόψη όσα αναφέραμε σε άλλο σημείο ανωτέρω για το άρθρο 29 του Ν.115(Ι)/21 -, ούτε όμως υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία που θα μπορούσε με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται από το νόμο και τη νομολογία[20], ν’ αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία, υπό την έννοια του άμεσου παραπόνου.

 

Δ.        Νομική Πτυχή

 

Βιασμός (Κατηγορίες 1, 2 και 4) – Απόπειρα βιασμού (Κατηγορία 3).

 

Κατ’ αρχάς, επαναλαμβάνουμε ότι, εκ των αναφερόμενων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει την κατηγορία 1, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 τις κατηγορίες 2, 3 και 4.

 

 

Το άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, ως τροποποιήθηκε από τον Ν.150(Ι)/20, έχει ως εξής:

 

“144. Όποιος έρχεται σε παράνοµη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοµατικής διείσδυσης του πέους στο σώµα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή µε συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήµατος που καλείται βιασµός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.”

 

Είναι σαφές από το ίδιο το λεκτικό του άρθρου πως για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος ήλθε σε παράνομη συνουσία, ήτοι είτε χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας είτε με τη συναίνεση της, η οποία όμως να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή απειλής ή φόβου.  Θα πρέπει δε να λεχθεί πως πέραν των πιο πάνω συστατικών, τα οποία αφορούν την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του βιασμού, θα πρέπει να αποδειχθεί και η απαιτούμενη ένοχη διάνοια (mens rea) του κατηγορούμενου. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2000, §20-33:

 

«It must be proved that at the time of the non-consensual intercourse, the defendant either knew that the victim was not consenting or that he was reckless as to whether she or he was consenting:

..……………………………………………

Sexual intercourse is a continuing act, which ends upon withdrawal. If therefore, a man becomes aware that the other person is not consenting after intercourse has commenced and he does not desist, he will be guilty of rape from the moment that he realizes that she or he is not consenting;»

 

Στην ίδια γραμμή με τα ανωτέρω, στην υπόθεση Brierley ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476, είχαν αναφερθεί τα εξής:

 

«Η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση R. v. Court [1988] 2 All E.R.221, ως προς το αδίκημα του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα είναι ορθή. Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναπτυχθεί αναλύοντας το εν λόγω άρθρο, ο βιασμός συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεση της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, (όπως και εδώ), έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, (Archbold: Criminal Pleadings Evidence and Practice, 40η έκδ., σελ. 1410, παρ. 2878 και Russell on Crime, 12η έκδ., σελ. 708-709).

 

Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει, όπως και απέδειξε εδώ, ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώραν στην απουσία συγκατάθεσης. Έστω και αν υπήρξε αρχική συγκατάθεση στις ερωτικές περιπτύξεις, το αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται γι' αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος, (R. v. Howard [1965] 3 All E.R.684, Archbold - πιο πάνω - σελ. 1411-2, παρ. 2881 και Russell - πιο πάνω - σελ. 709-710).»

 

Ως προς το ζήτημα της συναίνεσης, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Bejandi ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ.935, στην οποία με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[2]. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Kαι αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.

 

Για την έννοια της «συναίνεσης», θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή DunnLJ στην υπόθεση Rv. Olugboja [1981] EWCA Crim 2:

 

«Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. We do not think that the issue of consent should be left to a jury without some further direction. ……………………………………………………… ………………………………… They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v. Day (1841) 9 C. & P. 722, at page 724). In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, ……………………………………………………………………………………………………… we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behaviour to all the relevant facts of that case.»

 

Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.»

(η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

Ο όρος «consent» ο οποίος απαντάται και στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο του ημεδαπού άρθρου σημαίνει την έγκριση, την οικειοθελή αποδοχή αυτού το οποίο γίνεται ή προτείνεται να γίνει, ήτοι σημαίνει τη συμφωνία, τη συγκατάνευση, την ομογνωμία. Το ίδιο νόημα έχει και ο ελληνικός όρος «συναίνεση» με τον οποίο αποδόθηκε ο ως άνω αγγλικός όρος (βλ. Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Μπαμπινιώτη, Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 146 του Κεφ.154, όποιος αποπειράται βιασμό, είναι ένοχος κακουργήματος (για τον ορισμό της απόπειρας βλ. το άρθρο 366 του Κεφ.154[21]).

 

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, ότι οι Κατηγορούμενοι αποδέχονται ότι υπήρξε συνουσία με την Παραπονούμενη κατά την επίδικη ημερομηνία, όμως ισχυρίζονται ότι η επαφή έγινε με τη συναίνεση της. Συνεπώς το βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης στην παρούσα, είναι κατά πόσον είχε συναινέσει ή όχι η Παραπονούμενη και πιο συγκεκριμένα αν η ίδια έχει στοιχειοθετήσει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης την έλλειψη συναίνεσης (βλ. Bejandi, ανωτέρω), στοιχείο το οποίο συνιστά και τη βασική προϋπόθεση του άρθρου 144 (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.53).

 

Επί τούτου, τονίζουμε πως δεν έχουμε αποδεχθεί πως τα γεγονότα της επίδικης ημερομηνίας διαδραματίστηκαν κατά τον τρόπο που περιέγραψε η Παραπονούμενη. Ως εκ τούτου δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η σεξουαλική επαφή έγινε χωρίς τη συναίνεση της Παραπονούμενης, ούτε βεβαίως πως ο Κατηγορούμενος 2 έχει αποπειραθεί να έρθει σε συνουσία μαζί της δια στοματικής διείσδυσης χωρίς τη συναίνεση της.

 

Θα προσθέταμε επίσης εδώ, ότι μη έχοντας αποδεχθεί τη μαρτυρία της Παραπονούμενης και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Παραπονούμενη και οι Κατηγορούμενοι, όλοι νεαρής ηλικίας, εισήλθαν στο δωμάτιο, κάθισαν στο κρεβάτι, ενώ σε κάποια στιγμή η Παραπονούμενη ξάπλωσε και άφησε τους Κατηγορούμενους να της κάνουν μασάζ στο σώμα της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αποκλειστεί από την Κατηγορούσα Αρχή το ενδεχόμενο όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, να δημιουργήθηκε στους Κατηγορούμενους η εύλογη πεποίθηση ότι η Παραπονούμενη συναινούσε στη σεξουαλική πράξη. Πεποίθηση, που με δεδομένη τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της Παραπονούμενης για τους λόγους που επεξηγήσαμε, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ανατράπηκε στην εξέλιξη των πραγμάτων. Κάτι που βεβαίως συνεπάγεται ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει εύρημα περί ύπαρξης πρόθεσης διάπραξης του αδικήματος.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της χώρας μας, Πετρίδης v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.153/2021, ημερ. 14.11.2023, αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

« ……. όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑ 364:

 

      «It follows that no offense will be committed where the man believes that the woman is consenting to his conduct, whether his belief is based on reasonable grounds or not: This was the effect of the earlier Court of Appeal decision in Kimber (1983) 77 Cr. App. R. 225». 

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Morgan v. D.P.P. (1976) A.C. 182 η γνήσια πίστη περί συναίνεσης αποκλείει την ύπαρξη πρόθεσης διάπραξης του αδικήματος («... honest belief clearly negatives intent...», Lord Hailsman, σ. 214). Το δε βάρος αποκλεισμού της ύπαρξης τέτοιας πίστης ή ακόμα και της πιθανότητας ύπαρξης πεποίθησης περί συναίνεσης ανήκει στην Κατηγορούσα Αρχή και αν αυτό δεν αποκλειστεί τότε το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται. Στην υπόθεση Morgan (ανωτέρω) προστέθηκαν σχετικά και τα εξής (Lord Fraser, σ. 237):

 

        «If the effect of the evidence as a whole is that the defendant believed, or may have believed, that the woman was consenting, then the Crown has not discharged the onus of proving the commission of the offence as fully defined and, as it seems to me, no question can arise as to whether the belief was reasonable or not. Of course, the reasonableness or otherwise of the belief will be important as evidence tending to show whether it was truly held by the defendant, but that is all».     »

 

Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση Morgan ανωτέρω, το νομικό ερώτημα που απασχόλησε τέθηκε στο πλαίσιο υπόθεσης που αφορούσε αδίκημα βιασμού.

 

Υπό τις περιστάσεις και έχοντας υπόψη την κατάληξη μας σε ότι αφορά τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, δεν θεωρούμε πως χρειάζεται να μας απασχολήσει το ζήτημα που εγείρει ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2 για τις λεπτομέρειες των αδικημάτων που συζητούμε. Διότι είτε με την μια εκδοχή της Παραπονούμενης, περί συνουσίας ή απόπειρας συνουσίας χωρίς συναίνεση, η οποία αποτυπώθηκε στις λεπτομέρειες των αδικημάτων, είτε µε την άλλη εκδοχή της, περί συναίνεσης δηλαδή η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου, η οποία τέθηκε με τη δια ζώσης μαρτυρία της, ουδόλως αλλάζει η ουσία του πράγματος.

 

Συνεπώς αποτελεί κατάληξη μας πως οι κατηγορίες 1, 2, 3 και 4 δεν έχουν στοιχειοθετηθεί.

 

Άσεμνη Επίθεση (Κατηγορίες 6, 7 και 8)

 

Οι κατηγορούμενοι με βάση τις συγκεκριμένες κατηγορίες κατηγορούνται (ο Κατηγορούμενος 1 στην κατηγορία 7 και ο Κατηγορούμενος 2 στις κατηγορίες 6 και 8) ότι παράνομα και άσεμνα επιτέθηκαν εναντίον της Παραπονούμενης. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, οι άσεμνες επιθέσεις συνίστανται σε άγγιγμα του γεννητικού οργάνου της Παραπονούμενης (Κατηγορούμενος 1) και σε άγγιγμα του στήθους και φιλί στο λαιμό και στο στήθος αντίστοιχα (Κατηγορούμενος 2).

 

Στην υπόθεση Πετρίδης v Αστυνομίας ανωτέρω, σε σχέση με το αδίκημα του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα και τις αρχές που διέπουν τη διάπραξη του, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

« Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.

Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο πάνω αδίκημα είναι όμοιο με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»). Αναγκαία είναι επίσης και η υπενθύμιση ότι στην ημεδαπή έννομη τάξη ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει και τα δύο είδη επιθέσεων που είναι γνωστά στο κοινοδίκαιο ως «assault» και «battery» (Γενικός Εισαγγελέας v. Ηροδότου (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 128), αν και γενικά είναι δεκτό ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις ο όρος «assault» χρησιμοποιείται ως περιέχων και τα δύο αυτά αδικήματα του κοινοδικαίου (Archbold 2023, §19‑ 221). Ειδικά ως προς την άσεμνη επίθεση θεωρούμε πως αποδίδει τα ισχύοντα το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:

 

        «. it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».

 

Σε απόλυτη συνάφεια με τα ανωτέρω προσθέτουμε πως η επίθεση είναι δυνατόν να διαπραχθεί και διά λόγων ή ακόμα και διά της σιωπής υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αναλόγως των περιστάσεων. Επ' αυτού σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Ireland, Burstow (1998) A.C. 147 H.L.:

 

        «The proposition that a gesture may amount to an assault, but that words can never suffice, is unrealistic and indefensible. A thing said is also a thing done. There is no reason why something said should be incapable of causing an apprehension of immediate personal violence, e.g. .».

 

Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει κατά πόσον οι ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν την επίμαχη συμπεριφορά άσεμνη ή όχι. Το δε κριτήριο είναι κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε να καθίσταται άσεμνη (απρεπής). Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364.

 

Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας» συνάγεται από την υπόθεση Faulkner v. Talbot (1981) 1 WLR 1528 πως στοιχειοθετείται όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse). Σχετική είναι η υπόθεση R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316,  καθώς και η R v. Court (ανωτέρω).

 

 Από πλευράς απαιτούμενης νοητικής κατάστασης (mens rea) θα πρέπει να σημειώσουμε πως το αδίκημα διαπράττεται είτε εκ προθέσεως είτε απερισκέπτως (intentionally or recklessly), ως έχει κριθεί στην υπόθεση R v. Venna (1975) 3 All E.R. 788.  »

 

Ό,τι αναφέραμε ανωτέρω σε σχέση με τις κατηγορίες 1-4, ισχύουν κατ’ αναλογία και εδώ. Έτσι μη μπορώντας να καταλήξουμε πέραν πάσης λογικής ότι οι ενέργειες που αποδίδονται στους Κατηγορούμενους, οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν βεβαίως να θεωρηθούν ως άσεμνες, έγιναν χωρίς τη συναίνεση της Παραπονούμενης και ήταν παράνομες, ούτε όμως ν’ αποκλείσουμε την πιθανότητα να είχε δημιουργηθεί στους Κατηγορούμενους εύλογα η πεποίθηση ότι υπάρχει συναίνεση από μέρους της Παραπονούμενης, πεποίθηση που με δεδομένη τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ανατράπηκε στην εξέλιξη των πραγμάτων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως θα πρέπει ν’ απορριφθούν και οι κατηγορίες 6, 7 και 8.

 

Σεξουαλική παρενόχληση (κατηγορία 9)

 

Τη συγκεκριμένη κατηγορία, οι Κατηγορούμενοι την αντιμετωπίζουν από κοινού. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, με τα λόγια και τις πράξεις τους προέβησαν σε ανεπιθύμητη προς τη γυναίκα συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως, ήτοι προς την Παραπονούμενη, με αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της, δημιουργώντας μέσω της συμπεριφοράς τους εκφοβιστικό και εχθρικό κλίμα προς αυτήν.  

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν.115(Ι)/2021, πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανεπιθύμητη από τη γυναίκα συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως η οποία εκφράζεται με λόγια ή με πράξεις και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της γυναίκας, ιδιαίτερα όταν μέσω αυτής της συμπεριφοράς, το εν λόγω πρόσωπο δημιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό, υποβαθμιστικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό κλίμα προς τη γυναίκα αυτή, είναι ένοχο αδικήματος.

 

Μη έχοντας αποδεχτεί τη μαρτυρία της Παραπονούμενης ως προς το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι σαφές πως δεν υπάρχει υπόβαθρο γεγονότων προκειμένου να καταλήξουμε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε συμπέρασμα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και προσβολής της αξιοπρέπειας της Παραπονούμενης, έχοντας δημιουργήσει με τη συμπεριφορά τους οι Κατηγορούμενοι εκφοβιστικό και εχθρικό κλίμα έναντι της. Συναφώς η κατηγορία 9 θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

 

Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 5)

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 5, την οποία οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν επίσης από κοινού, υπήρξε συνομωσία μεταξύ τους να βιάσουν και να παρενοχλήσουν σεξουαλικά την Παραπονούμενη.

 

Στη Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, υποδείχθηκε πως το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Περαιτέρω επισημάνθηκε πως δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέραν από τη συμφωνία. Το κατά πόσον δε, οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο[22]

 

Ως δε συνάγεται από τη σχετική νομολογία το actus reus της συνωμοσίας είναι η ίδια η συμφωνία, το δε mens rea της είναι η πρόθεση κοινής συμμετοχής προς επιτέλεση της παράνομης πράξης.  Εξ ου και στην υπόθεση Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 53/17, 64/17, 66/17, 69/17, ημ. 5.12.17, ECLI:CY:AD:2017:B465, υποδείχθηκε πως πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η συμφωνία όσο και η πρόθεση (mens rea) για εκτέλεση ενός παράνομου σκοπού. Λέχθηκε επίσης με αναφορά στη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, ότι η πρόθεση δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και ότι κατ΄ εξοχήν αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο αποδέχεται στη δοσμένη περίπτωση.  Περαιτέρω υποδείχθηκε ότι η ύπαρξη συμφωνίας σπάνια αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία, αλλά εξάγεται ως συμπέρασμα από τη συντονισμένη δράση των κατηγορουμένων προσώπων, ως ανάγκη ακριβώς να αποτελέσει η συντονισμένη δράση μαρτυρία για το εν λόγω αδίκημα[23] Επισημαίνεται επίσης, ότι το αδίκημα δεν συνίσταται στη συντονισμένη δράση (concerted action), αλλά στην εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία (inferred anterior agreement) και η συντονισμένη δράση συνιστά μαρτυρία για το αδίκημα της συνωμοσίας. Στα πλαίσια τέτοιας περιστατικής μαρτυρίας δεν απαιτείται η απόδειξη συνάντησης και ρητής συμφωνίας για προώθηση του παρανόμου σκοπού, αλλά αρκεί η συναγωγή συμπεράσματος περί συναντίληψης από τη δράση των κατηγορουμένων προς προώθηση του κοινού τους σκοπού.

 

Εν προκειμένω δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που ν’ αποδεικνύει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συνομωσίας, ούτε και μπορεί να εξαχθεί υπό τις περιστάσεις συμπέρασμα περί συναντίληψης για προώθηση παράνομου σκοπού από μέρους των Κατηγορούμενων. Άρα, θα πρέπει ν’ απορριφθεί και η κατηγορία 5.

 

Διάδοση υλικού σεξουαλικού περιεχομένου (Κατηγορίες 10 και 12)

 

Ο Κατηγορούμενος 1, κατηγορείται στην 10η κατηγορία, ότι απέστειλε υλικό με σεξουαλικό περιεχόμενο σε σχέση με γυναίκα, δηλαδή απέστειλε μέσω του λογαριασμού του στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης SNAPCHAT, βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο σε σχέση με την Παραπονούμενη, χωρίς τη συγκατάθεση της, με σκοπό να την εξευτελίσει και να της προκαλέσει συναισθηματική διαταραχή. Αντίστοιχα, ο Κατηγορούμενος 2, κατηγορείται στην κατηγορία 12 για την ίδια πράξη, έχοντας αποστείλει βίντεο από το δικό του λογαριασμό στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης SNAPCHAT.

 

Η αποστολή βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο από τον ένα Κατηγορούμενο στο άλλο, στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης που αναφέρεται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων πιο πάνω, δηλαδή με τη σεξουαλική επαφή που οι Κατηγορούμενοι είχαν με την Παραπονούμενη, αποτελεί παραδεκτό γεγονός και ως τέτοιο εύρημα του Δικαστηρίου.  

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του Ν.115(Ι)/2021, στο οποίο βασίζονται οι κατηγορίες:

 

« 9.-(1) Πρόσωπο το οποίο αποστέλλει, διανέμει, κυκλοφορεί, δημοσιεύει, διαδίδει, αναπαράγει ή μεταδίδει με οποιαδήποτε ηλεκτρονικά, ψηφιακά, έντυπα ή άλλα μέσα οποιασδήποτε φύσης, υλικό με πορνογραφικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο σε σχέση με γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεσή της, υπό συνθήκες εύλογης προσδοκίας ιδιωτικότητας, με σκοπό να την εκφοβίσει ή/και εξευτελίσει ή/και παρενοχλήσει ή/και να της προκαλέσει συναισθηματική διαταραχή και/ή οικονομική ή άλλη ζημία ή βλάβη ή/και για να αποκομίσει παράνομο οικονομικό όφελος, είναι ένοχο κακουργήματος…». 

 

Εν προκειμένω θεωρούμε πως δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι οι Κατηγορούμενοι απέστειλαν τα βίντεο με σκοπό να εξευτελίσουν και να προκαλέσουν συναισθηματική διαταραχή στην Παραπονούμενη. Ούτως ή άλλως, αντάλλαξαν μεταξύ τους βίντεο από τις προσωπικές στιγμές που είχαν αμφότεροι, ταυτόχρονα, με την Παραπονούμενη και δεν απέστειλαν τα βίντεο σε τρίτα πρόσωπα.  Επίσης, έχει σημασία ν’ αναφερθεί πως εκτός του ότι σε κανένα από τα βίντεο δεν φαίνεται το πρόσωπο της Παραπονούμενης, αποτέλεσε διαπίστωση του Δικαστηρίου στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ότι σε σχέση με το ζήτημα της συναίνεσης δημιουργούνται τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν πράγματι δεν είχε συμφωνήσει στη λήψη του βίντεο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν έχουν στοιχειοθετηθεί ούτε οι κατηγορίες 10 και 12.

Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (κατηγορίες 11 και 13). 

 

Απομένει να εξεταστούν οι κατηγορίες 11 και 13. Ο Κατηγορούμενος 1, κατηγορείται στην κατηγορία 11, ότι χωρίς δικαίωμα επεξεργάστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή βιντεοσκόπησε με το κινητό τηλέφωνο του και αποθήκευσε σε αυτό, σεξουαλικές πράξεις του ιδίου, του Κατηγορούμενου 2 και της Παραπονούμενης και απέστειλε ένα βίντεο μέσω του λογαριασμού του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης SNAPCHAT, καθιστώντας το προσιτό σε μη δικαιούμενο πρόσωπο. Αντίστοιχα, ο Κατηγορούμενος 2, αντιμετωπίζει την κατηγορία 13, η οποία περιγράφει την ίδια πράξη.

 

Οι κατηγορίες στηρίζονται στο άρθρο 33(1)(ια) του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου (125(Ι)/2018), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

« 33.-(1) Διαπράττει ποινικό αδίκημα-

..................

(ια) πρόσωπο που χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, για σκοπούς επικερδείς ή μη,

…….….»

 

Με βάση δε τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου:

 

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου·

 

«επεξεργασία» σημαίνει κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή·

 

«σύστημα αρχειοθέτησης» σημαίνει κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση·

 

Έχουμε παρατηρήσει με ιδιαίτερη προσοχή τα βίντεο που αντάλλαξαν οι Κατηγορούμενοι και κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί πως σε κανένα δεν φαίνεται το πρόσωπο της Παραπονούμενης. Σε όλες τις σκηνές, αυτό που φαίνεται είναι η πίσω όψη της. Παρενθετικά, να υπενθυμίσουμε εδώ, ότι και η Παραπονούμενη, όταν είδε για παράδειγμα το βίντεο Α του Τεκμηρίου 4, ανέφερε ότι δεν βλέπει το πρόσωπο της και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, ενώ σε άλλο σημείο παραδέχτηκε ότι πουθενά στα βίντεο δεν φαίνεται οποιοδήποτε στοιχείο που να την ταυτοποιεί ότι αυτή που συμμετείχε είναι η ίδια.  Επισημαίνουμε δε, ότι δεν έχουμε εντοπίσει στην πλάτη της ή γενικότερα στην πίσω όψη της οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, φυσικό ή μη (π.χ. χαρακτηριστικό σημάδι ή τατουάζ), μέσω του οποίου θα μπορούσε έστω έμμεσα να γίνει ταυτοποίηση του προσώπου της Παραπονούμενης. Το γεγονός δε ότι σε κάποια σκηνή φαίνεται το πρόσωπο του Κατηγορούμενου 1, δεν έχει κάποια ουσιαστική σημασία. Η Παραπονούμενη ήταν γι’ αυτόν μια άγνωστη κοπέλα, την οποία μόλις γνώρισε σε μια ξένη και για τους δύο χώρα, και δεν ήταν ούτε σύντροφος του, ούτε είχε κάποια σχέση μαζί της που να ήταν γνωστή σε τρίτους, κατά τρόπο ώστε να μπορεί ενδεχομένως κάποιος να ισχυριστεί ότι λόγω ακριβώς της σχέσης τους θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια ταυτοποίηση. Με αυτά υπόψη, έχουμε την άποψη ότι είναι ορθή η θέση των συνηγόρων υπεράσπισης, ότι εν προκειμένω τα βίντεο δεν εμπεριέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

 

Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας μη ύπαρξη συγκατάθεσης για βιντεογράφηση της σεξουαλικής πράξης μεταξύ των τριών και όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Κατηγορούμενοι αντάλλαξαν βίντεο μεταξύ τους και δεν κατέστησαν οποιαδήποτε δεδομένα προσιτά σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα.

 

Με αυτά υπόψη, καταρρέουν και οι τελευταίες δύο κατηγορίες (11 και 13) που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι.  

 

Γ. Κατάληξη

 

Στη βάση των ανωτέρω, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

 

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Οι πιστές μεταφράσεις των καταθέσεων στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκαν ως Έγγραφα Β, Δ και Στ αντίστοιχα.

 

[2] Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι λήφθηκαν από τους Κατηγορούμενους.

[3] Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι περιέχει πλάνα από 4 βιντεοκάμερες του κλειστού κυκλώματος της έπαυλης και συγκεκριμένα των εξωτερικών της χώρων. 

[4] Η πιστή μετάφραση στην ελληνική κατατέθηκε ως Έγγραφο Η.

[5] Από τον εξωτερικό χώρο της επίδικης κατοικίας.

[6] Βλ. το σύγγραμμα Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Β' Έκδοση, σελ. 141-143 και τις αποφάσεις, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 39, Σάββα v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506Νικολαίδης v. Αστυνομία (2003) 2 Α.Α.Δ. 271 και Π.Ε. 89/12 Αγαθοκλέους v. Αστυνομίας, ημερ.24.7.2013.  

 

[7] Βλ. σελίδες 46 και 51 των πρακτικών.

[8] Σημειώνεται ότι την περίπτωση του Κατηγορούμενου 2 παρών ήταν και ο επιμελητής Αστ. 2084 Κ.Μ.

[9] Βλ. το Παράρτημα-Πίνακα του Νόμου και συγκεκριμένα τα αναφερόμενα αδικήματα στους αριθμούς 14 και 21.

[10] Βλ. το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σελ. 140-141 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.

[11] Βλ. σελ.222 των πρακτικών, γρ.12-14.

[12] Βλ. σελ.232 των πρακτικών, γρ.13-15.

[13] Τεκμήριο 3, Βίντεο D4.

[14] Βλ. Τεκμήριο 32.

[15] βλ. και τη φωτογραφία Τεκμήριο 6, η οποία περιλαμβάνεται και στο Τεκμήριο 7, την οποία βλέποντας η Παραπονούμενη δέχτηκε ότι τη δείχνει να χαμογελά.

[16] Από την κάμερα D2 (τέταρτο βίντεο) του Τεκμηρίου 3, φαίνεται η ώρα 06:08:50 να βγαίνει η Μ.Κ.2 και να χαιρετά την Παραπονούμενη, όπως και η ίδια δέχτηκε, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα στην κάμερα D4 (τέταρτο βίντεο) φαίνεται η Παραπονούμενη να κάνει την κίνηση με τα χέρια που αναφέρθηκε.

[17] Βλ. κάμερα D4 (τέταρτο βίντεο) του Τεκμηρίου 3, ώρα 06:14:01-06:14:09.

[18] Βλ. το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σελ. 497.

[19] Βλ. το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σελ. 514.

[20] Βλ. το άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 και τις σχετικές νομολογιακές αρχές, όπως με ενάργεια παρατίθενται στο Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σ. 514 επ.

[21] 366. Όποιος προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη, αλλά δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.

Είναι αδιάφορο, εκτός καθόσον αφορά στην ποινή, κατά πόσο ο υπαίτιος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του.

Είναι αδιάφορο ότι, λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατος.

 

[22] βλ. επίσης Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134, 142-3, Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.96/16, 100/16 και 101/16, ημερ.28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B430 και Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.53/17, 64/17, 66/17 και 69/17, ημερ.15.12.17, ECLI:CY:AD:2017:B465.

[23] ΒλPhipson on Evidence 18th ed. ch.38 και Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice (2016) para.33-14, 33-15.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο