ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2353/2023

 

 

Δημοκρατία

v.

 1. M.T.

   2. M.G.

Κατηγορούμενων

 

7 Ιουνίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα αρχή:  κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο:  κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενος 1: παρών

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη εντός Δίκης )

 

Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του Μ.Κ.8 στην κυρίως δίκη και συγκεκριμένα στο στάδιο που ο εν λόγω μάρτυρας επιχείρησε να καταθέσει τη δεύτερη σε σειρά, ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 στις 16.09.23 (Τεκμήριο 2 ΔΕΔ), η συνήγορος υπεράσπισης έφερε ένσταση στην κατάθεσή της, αμφισβητώντας τη θεληματικότητα της και ζητώντας όπως διεξαχθεί δίκη εντός δίκης. 

 

Πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι η εν λόγω κατάθεση, προέκυψε ως αποτέλεσμα σωματικής βίας που δέχθηκε ο Κατηγορούμενος, πριν από τη λήψη της, από αστυφύλακα αρσενικού γένους, η οποία έλαβε χώρα τόσο κατά την μεταφορά του στο γραφείο ανακρίσεων του ΤΑΕ Αμμοχώστου, όσο και στο χώρο των ανακρίσεων.  Βία η οποία, σύμφωνα πάντα με τη συνήγορο του Κατηγορούμενου, συνίστατο σε χαστούκια στο πρόσωπο και μπουνιές στους ώμους του.

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αποδέχθηκε τους εν λόγω ισχυρισμούς, ωστόσο συμφώνησε ότι πράγματι, οι λόγοι που προβάλλονται από την υπεράσπιση είναι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να διεξαχθεί δίκη εντός δίκης.  Θέση με την οποία συμφώνησε και το Δικαστήριο, διατάζοντας έτσι με σχετική ενδιάμεση απόφασή του, τη διεξαγωγή της, ώστε να αποφασιστεί κατά πόσον, η εν λόγω ανακριτική κατάθεση του Κατηγορουμένου λήφθηκε ή όχι, κάτω από τις πιο πάνω συγκεκριμένες περιστάσεις που εισηγήθηκε η υπεράσπιση.   

 

Οι δε συγκεκριμένες περιστάσεις αυτές και δη αν η επίδικη κατάθεση λήφθηκε ως αποτέλεσμα σωματικής βίας που δέχθηκε ο Κατηγορούμενος, πριν από τη λήψη της, από αστυφύλακα αρσενικού γένους, τόσο κατά την μεταφορά του στο γραφείο ανακρίσεων του ΤΑΕ Αμμοχώστου, όσο και στον χώρο των ανακρίσεων και η οποία συνίστατο σε χαστούκια στο πρόσωπο και μπουνιές στους ώμους, αποτέλεσαν και το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης που, καθηκόντως, καθορίστηκε από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της σχετικής διαταγής για διεξαγωγή δίκη εντός δίκης.

 

Εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, κατέθεσαν τρεις μάρτυρες και συγκεκριμένα ο Αστ. 1501  Κ.Ξ. (Μ.Κ.1 (ΔΕΔ)), η Αστ. 422 Α.Α. (Μ.Κ.2 (ΔΕΔ)) και ο Α/Αστ. 2688 Π.Σ. (Μ.Κ.3 (ΔΕΔ)).  Για την πλευρά του Κατηγορούμενου, κατέθεσε ο ίδιος.

 

Α. Σύνοψη Μαρτυρίας

 

O Μ.Κ.1 ΔΕΔ (στο εξής Μ.Κ.1), ανέφερε ότι είναι δόκιμος αστυφύλακας, ότι στις 16.09.23 ήταν τοποθετημένος στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίας Νάπας και ότι περί τις 13:30 της εν λόγω ημερομηνίας, έλαβε οδηγίες από τον αξιωματικό υπηρεσίας, όπως μεταβεί μαζί με τη Μ.Κ.2 (Δ.Ε.Δ) στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού για να παραλάβουν κάποιο κρατούμενο, για σκοπούς μεταφοράς του στο ΤΑΕ Αμμοχώστου. Αναφέρθηκε στο όχημα που χρησιμοποίησαν, στην ώρα που έφτασαν στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού (περί τις 15:00), στον κρατούμενο που παρέλαβαν, τον οποίο αναγνώρισε ως τον Κατηγορούμενο, στην ώρα που έφθασαν στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου (περί τις 16:30) καθώς και στο ότι φτάνοντας εκεί, τον παρέδωσαν στον Μ.Κ.3 (Δ.Ε.Δ), στο γραφείο υποδοχής, χωρίς εκεί να παρίσταται άλλο πρόσωπο και χωρίς πάντως ο ίδιος να γνωρίζει το λόγο που ζητήθηκε η μεταφορά του Κατηγορουμένου στο ΤΑΕ.  Ανέφερε επίσης ότι καθ’ όλη τη διαδρομή που ακολούθησαν μέχρι και το σημείο που τον παρέδωσαν, δεν σταμάτησαν οπουδήποτε και δεν είχαν οποιαδήποτε επαφή με τον Κατηγορούμενο, αφού ούτε και η διαμόρφωση του οχήματος, το οποίο είχε διαχωριστικό μεταξύ οδηγού/συνοδηγού και Κατηγορούμενου επέτρεπε κάτι τέτοιο. Τέλος ανέφερε πως σε καμμιά περίπτωση του ασκήθηκε βία.

 

Η αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα, περιστράφηκε γύρω από τον χρόνο που  χρειάστηκαν με τη Μ.Κ.2 (ΔΕΔ) για να μεταβούν από το Παραλίμνι στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού, αλλά και γύρω από τον χρόνο που χρειάστηκε από την άφιξη τους στον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού, μέχρι ο Κατηγορούμενος να επιβιβαστεί στο όχημα της αστυνομίας καθώς και για το χρόνο που χρειάστηκαν για να επιστρέψουν στο Παραλίμνι, για να αμφισβητηθεί η θέση του ως προς την ώρα άφιξης στο ΤΑΕ Αμμοχώστου.  Συγκεκριμένα του υποβλήθηκε ότι αφίχθηκαν στις 17:00, με τον ίδιο να εμμένει ότι παρέλαβαν τον Κατηγορούμενο γύρω στις 15:00 (επικαλούμενος και σχετικό έγγραφο παραλαβής κρατουμένου), ότι έφτασαν στο ΤΑΕ γύρω στις 16:30, οπόταν και τον παρέδωσαν στον Μ.Κ.3 (ΔΕΔ) και ότι απ’ εκείνη τη στιγμή και έπειτα, δεν μπορούσε να γνωρίζει τί ακολούθησε.

 

Η Μ.Κ.2 ΔΕΔ (στο εξής Μ.Κ.2), ανέφερε και αυτή ότι κατά την 16.9.23 είχαν λάβει οδηγίες από κοινού με τον Μ.Κ.1, όπως μεταβούν στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού προκειμένου να παραλάβουν κάποιο κρατούμενο και να τον παραδώσουν στο ΤΑΕ Αμμοχώστου για ανάκριση.  Ανέφερε επίσης ότι έφτασαν στον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού στις 15:00, ότι ο Μ.Κ.1 πήγε στα κρατητήρια από όπου παρέλαβε τον κρατούμενο, τον οποίο αναγνώρισε ως τον Κατηγορούμενο, ότι τον μετέφερε στο όχημα της Αστυνομίας, ότι η ίδια ανέμενε έξω κατά το διάστημα αυτό και ότι ακολούθως επέστρεψαν στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, όπου τον παρέδωσαν στον Μ.Κ.3 (ΔΕΔ), χωρίς σε οποιοδήποτε στάδιο να του ασκηθεί οποιαδήποτε βία.

 

Η αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος, επικεντρώθηκε, στα ίδια ζητήματα σε σχέση με τα οποία αντεξετάστηκε και ο Μ.Κ.1 και τα οποία εν πολλοίς αφορούσαν το χρόνο παραλαβής και παράδοσης του Κατηγορούμενου και τη διάρκεια των σχετικών διαδρομών που ακολούθησαν, για να της υποβληθεί τελικώς ότι έφτασαν στο ΤΑΕ στις 16:00 και όχι στην ώρα που η ίδια ανέφερε (16:30-16:40). Η μάρτυρας ενέμεινε στις θέσεις της, ενώ επιθεωρώντας έγγραφο που είχε στον φάκελο της, που αφορούσε ημερολόγιο καταγραφής παραλαβής οχήματος, υποστήριξε ότι παρέλαβαν το όχημα με το οποίο μετέφεραν τον Κατηγορούμενο στις 13:35, ότι ξεκίνησαν αμέσως από το Παραλίμνι για να μεταβούν στη Λευκωσία, ότι το εν λόγω όχημα, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το παρέδωσαν πίσω στις 18:00 και ότι μεταξύ των ωρών 16:30 που παρέδωσαν τον Κατηγορούμενο στο ΤΑΕ και τις 18:00 που επέστρεψαν το εν λόγω όχημα, διεκπεραίωσαν άλλα καθήκοντα τους.

 

Ο Μ.Κ.3 ΔΕΔ (στο εξής Μ.Κ.3), είναι ο αρχιαστυφύλακας ο οποίος παρέλαβε τον Κατηγορούμενο από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Ο εν λόγω μάρτυρας εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία και ένεκα μαρτυρίας που είχε ληφθεί μετά τη λήψη της πρώτης κατάθεσης του Κατηγορούμενου, είχε διευθετήσει ώστε ο Κατηγορούμενος μεταβεί από εκεί όπου κρατείτο, για να του ληφθεί εκ νέου ανακριτική κατάθεση και ότι γι’ αυτό το λόγο είχε, από προηγουμένως, διευθετήσει και την παρουσία διερμηνέα στο ΤΑΕ Αμμοχώστου.  Ανέφερε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος είχε φτάσει γύρω στις 16:40 στα γραφεία του ΤΑΕ, ότι τον παρέλαβε από τον χώρο υποδοχής και τον οδήγησε στο γραφείο ανακρίσεων (το οποίο απέχει περίπου 10-15 μέτρα από τον χώρο  υποδοχής), ότι στο γραφείο όπου τον μετέφερε, του επέδωσε γραπτώς τα δικαιώματα του (Τεκμήριο 1 ΔΕΔ), ότι προχώρησαν στη λήψη της κατάθεσης (Τεκμήριο 2 ΔΕΔ) και ότι ακολούθως του έλαβε φωτογραφίες (Τεκμήριο 3 ΔΕΔ), παρειακά επιχρίσματα και αποτυπώματα. Αφότου τελείωσαν, μεταφέρθηκε ξανά από περίπολο της άμεσης επέμβασης στον χώρο κράτησης του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβηττού.

 

Ανέφερε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος βρισκόταν συνεχώς μαζί του καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του στο ΤΑΕ, ότι κανένας άλλος εκτός από το διερμηνέα, δεν ήρθε σε επαφή μαζί του, ότι κανένας δεν τον άγγιξε και καμιά βία του ασκήθηκε, ούτε και δέχθηκε πίεση από οποιοδήποτε πρόσωπο ώστε να προβεί σε θεληματική κατάθεση. Τουναντίον, ανέφερε ότι προτού ο Κατηγορούμενος προχωρήσει στην κατάθεση, του δόθηκαν τα δικαιώματα του εγγράφως στην αραβική γλώσσα, του διαβάστηκαν και του επεξηγήθηκαν από τον διερμηνέα, ότι κατόπιν εξέφρασε την επιθυμία από μόνος του να πει  την αλήθεια, ότι τούτο έγινε διότι, ως του ανάφερε ο Κατηγορούμενος, το πρόσωπο που βρισκόταν υπό κράτηση μαζί του, δεν είχε καμμιά σχέση, ούτε ήταν οδηγός της βάρκας και ήταν άδικο, κατά τον Κατηγορούμενο, να κρατείται. Ανέφερε περαιτέρω ότι η επίμαχη ανακριτική κατάθεση του Κατηγορουμένου, διήρκησε πολύ λίγο, ότι ολοκληρώθηκε στις 17:13 και ότι αφότου ολοκληρώθηκε και του διαβάστηκε, ο Κατηγορούμενος την υπέγραψε ως ορθή, με το Μ.Κ.3 να υποδεικνύει και τα σχετικά σημεία όπου υπέγραψε.  

 

Η αντεξέταση του περιστράφηκε γύρω από τη βασική θέση της υπεράσπισης, ότι ασκήθηκε βία στον Κατηγορούμενο ενόσω αυτός βρισκόταν στο γραφείο ανακρίσεων. Συγκεκριμένα του υποβλήθηκε ότι ενώ ο Κατηγορούμενος βρισκόταν με το μεταφραστή στο γραφείο ανακρίσεων, σε χρόνο που ο ίδιος είχε αποχωρήσει από το γραφείο για να παραλάβει τα έγγραφα που παρέδωσε στον Κατηγορούμενο (Τεκμήριο 1 ΔΕΔ), εισήλθαν δύο άλλοι αστυφύλακες (ο ένας ψηλός και φαλακρός και ο άλλος πιο χαμηλός με στρογγυλά γυαλιά), έβγαλαν το διερμηνέα έξω και εξάσκησαν βία στον Κατηγορούμενο με χαστούκια στο πρόσωπο και μπουνιές στους ώμους.   Θέση την οποία ο Μ.Κ.3  αρνήθηκε, επαναλαμβάνοντας ότι ο ίδιος ουδέποτε εξήλθε του γραφείου, αφού είχε μαζί του από προηγουμένως τα έντυπα που χρειαζόταν.   

 

Επίσης τέθηκε στο μάρτυρα πως αν πράγματι ο Κατηγορούμενος επιθυμούσε να δώσει θεληματική κατάθεση, θα το έπραττε από τις 13.09.23 που είχε προκύψει εναντίον του μαρτυρία και δεν θα ανέμενε μέχρι τις 16.09.23. Περαιτέρω αντεξετάστηκε ως προς την ώρα άφιξης και παραμονής του διερμηνέα, για να του υποβληθεί ότι ο Κατηγορούμενος είχε αφιχθεί στις 16:00 και όχι 16:40, εξ ου και ο διερμηνέας ειδοποιήθηκε για να είναι εκεί στις 16:00, ενώ επίσης του υποβλήθηκε ότι ο διερμηνέας παρέμεινε μέχρι τις 19:30, επειδή ακριβώς η διαδικασία λήψης της κατάθεσης δεν ολοκληρώθηκε εντός του χρονικού διαστήματος που ανέφερε ο μάρτυρας, με τον τελευταίο να επιμένει ότι ο λόγος που αναχώρησε ο διερμηνέας στις 19:30, ήταν το γεγονός ότι χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, αφού ακολούθησαν και άλλες ενέργειες.    Περιπλέον του υποβλήθηκε ότι δεν διαβάστηκαν και δεν επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου στον ίδιο από τον διερμηνέα, ότι δεν υπέγραψε «οικεία βούληση» τα εν λόγω δικαιώματα και ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο τον έβαλαν να τα υπογράψει ήταν για να «καλύψουν» τα όσα προηγήθηκαν με το ξυλοδαρμό του Κατηγορούμενου και τη λήψη της επίμαχης κατάθεσης χωρίς τη θέληση του.

 

Ο Κατηγορούμενος καταθέτοντας ανέφερε ότι, πριν να μεταφερθεί για σκοπούς ανάκρισης στο ΤΑΕ, κρατείτο αλλού, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πού, ότι στα γραφεία του ΤΑΕ βρισκόταν από τις 12:30-22:00 της επίδικης ημέρας και ότι ενόσω βρισκόταν εκεί για ανάκριση, ο διερμηνέας του είπε να ομολογήσει με τον ίδιο να αρνείται, λέγοντας του ότι ο οδηγός της βάρκας ανακρίθηκε από το ΤΑΕ και πετάχτηκε από τον τοίχο και έφυγε. Στη συνέχεια υποστήριξε ότι ήρθαν δύο αστυνομικοί 35 περίπου ετών, ένας ψηλός, χωρίς μαλλιά και ένας άλλος κοντύτερος, με γυαλιά οράσεως, ότι έβγαλαν έξω από το δωμάτιο τον διερμηνέα, και ότι τον χτύπησαν στα μάγουλα και στους ώμους, ενώ ο ίδιος φορούσε χειροπέδες.  Υποστήριξε σχετικά ότι ο ψηλός στεκόταν μπροστά του και τον χαστούκιζε, ενώ ο άλλος στεκόταν πίσω του και τον κτυπούσε στην πλάτη, (υποδεικνύοντας την περιοχή των ώμων).   Αφότου δε τον χτύπησαν, τον άφησαν μόνο του στο γραφείο.

 

Ήταν η θέση του ότι σε καμμιά περίπτωση ο ίδιος δεν οδήγησε την βάρκα διότι η οδήγηση απαιτεί μόρφωση την οποία δεν έχει ο ίδιος, μιας και πρέπει να μπορείς να διαβάζεις την πυξίδα καθώς και το “GPS[1], ότι την κατάθεση του την υπέγραψε, ωστόσο δεν του είχε διαβαστεί προηγουμένως και ότι δεν αρνήθηκε να την υπογράψει γιατί ο διερμηνέας του ανέφερε ότι με αυτή την κατάθεση θα πήγαινε φυλακή για περίοδο από 2-3 μήνες έως και 6 μήνες το πολύ. Τέλος υποστήριξε πως κατά τη διαδρομή από τα κρατητήρια που κρατείτο μέχρι και το ΤΑΕ Αμμοχώστου, οι αστυφύλακες που τον μετέφεραν, σταμάτησαν 2-3 φορές για να πάρουν καφέ.

  

Αντεξετάστηκε αναφορικά με το πώς ήταν σε θέση να γνωρίζει την ώρα αναχώρησης του από το χώρο όπου κρατείτο,  ως προς τον τύπο του οχήματος με το οποίο μεταφέρθηκε, ως προς το εάν τα πρόσωπα που τον μετέφεραν ήταν ο Μ.Κ.1 και η Μ.Κ.2, ως προς τις στάσεις που έκαναν κατά τη διαδρομή, ως προς το εάν του εξασκήθηκε βία κατά τη μεταφορά του προς το ΤΑΕ Αμμοχώστου, όπου απάντησε αρνητικά, ενώ αντικείμενο αντεξέτασης αποτέλεσε και το πότε ανέφερε για πρώτη φορά ότι υπέστη ξυλοδαρμό.  Αντεξετάστηκε επίσης ως προς τα όσα διαδραματίστηκαν στο ΤΑΕ από την άφιξη του και έπειτα, ενώ σε υπόδειξη των υπογραφών που βρίσκονται επί του Τεκμηρίου 2 ΔΕΔ και φέρονται ως δικές του, ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι υπέγραψε σε οποιοδήποτε σημείο, αν και ανέφερε πως πρόκειται όντως για το όνομα του, το οποίο είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να διαβάσει.  Υποστήριξε ωστόσο ότι δεν ξέρει ποιος υπέγραψε και ποιος ανέφερε τα όσα λέγονται στην εν λόγω κατάθεση, κάτι το οποίο είχε πει στην δικηγόρο του.

 

Αντεξετάστηκε επίσης ως προς το γιατί όταν άκουσε τη συνήγορο του να δηλώνει[2] ότι βία είχε εξασκηθεί και κατά τη μεταφορά του στο ΤΑΕ αλλά και ότι η βία εξασκήθηκε από έναν άντρα (και όχι δύο ως η θέση που ο ίδιος προώθησε), δεν ζήτησε από τη δικηγόρο του να μιλήσουν για να της αναφέρει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, με τον ίδιο να υποστηρίζει πως προσπάθησε να ειδοποιήσει τη δικηγόρο του στην αίθουσα, μέσω του διερμηνέα, αλλά αυτός ουσιαστικά τον αγνόησε.   

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Προτού υπεισέλθουμε στο σχολιασμό της μαρτυρίας οφείλουμε να σημειώσουμε πως αποτελεί καθιερωμένη αρχή, ότι προτού επιτραπεί η παρουσίαση κατάθεσης κατηγορουμένου στο Δικαστήριο ως στοιχείο μαρτυρίας, θα πρέπει η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει θετικά και πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι η κατάθεση ήταν θεληματική, με την έννοια ότι δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς προσώπου ασκώντας εξουσία σε σχέση με την ανάκριση ή την δίωξη η οποία να είχε προκαλέσει στον κατηγορούμενο είτε φόβο για δυσμενείς επιπτώσεις είτε ελπίδα για αποκόμιση πλεονεκτήματος είτε που να συνιστά καταπίεση, δηλαδή μεταχείριση η οποία έτεινε να υπονομεύσει και στην πραγματικότητα υπονόμευσε την ελεύθερη θέληση του κατηγορούμενου[3].  Πρέπει επίσης να καταδεικνύεται, στον ίδιο πάλι βαθμό, ότι η κατάθεση λήφθηκε νομότυπα δηλαδή σύμφωνα με τους Δικαστικούς Κανόνες[4], παρόλο που αναφορικά με αυτή την πτυχή το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική εξουσία να αποδέχεται κατάθεση όπου υπήρξε κάποια τυπική ή επουσιώδης παρέκκλιση από τους κανόνες, η οποία να μην επέδρασε επί της θεληματικότητας της κατάθεσης και να μην έθεσε τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση.

 

Αναπόφευκτα, η απόδειξη της θεληματικότητας μιας κατάθεσης, συνεπάγεται τη διατύπωση ευρημάτων, τα οποία προκύπτουν από την αξιολόγηση της τεθείσας μαρτυρίας, αξιολόγηση ωστόσο που απαιτείται να περιορίζεται σε όσο το δυνατό στενότερα πλαίσια και μόνο στο βαθμό που κρίνεται απολύτως αναγκαίο ώστε να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα της δίκης εντός δίκης.  Δεν πρέπει να εξάγονται συμπεράσματα που δυνατόν να επηρεάσουν τον Κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του, όπως για παράδειγμα γενικά συμπεράσματα αξιοπιστίας του Κατηγορούμενου[5]. Είναι με αυτό τον τρόπο που προσεγγίζουμε τη διαθέσιμη μαρτυρία, με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές και έχοντας πάντα κατά νου, ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ειδικότερα, του Κατηγορούμενου. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει περιορισμούς στο σχολιασμό της μαρτυρίας, αλλά και στη διατύπωση ευρημάτων (βλ. Ioannides v. The Republic και Petri v. The Police (1968) 2 Α.Α.Δ. 40).

 

Αρχίζοντας από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, και πιο συγκεκριμένα από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, οι οποίοι ήταν ομολογουμένως μάρτυρες που κατέθεσαν για περιορισμένα γεγονότα (ήτοι αυτά που αφορούν τη μεταφορά του Κατηγορουμένου από τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού προς το ΤΑΕ Αμμοχώστου), αποτελεί διαπίστωση μας πως ήταν ανεξάρτητοι μάρτυρες, χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης, για την οποία ως παρέμεινε αναντίλεκτο δεν είχαν ούτε οποιαδήποτε γνώση επί της ουσίας, αφού ως ανέφεραν, δεν γνώριζαν καν για ποιο λόγο μεταφερόταν ο Κατηγορούμενος στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, χωρίς επί τούτου να αμφισβητηθούν.   Επομένως δεν θεωρούμε πως είχαν οποιονδήποτε λόγο να αναφέρουν οτιδήποτε μεροληπτικά ή προκατειλημμένα.  

 

Η δε μαρτυρία τους με βάση την οποία περιέγραψαν τη διαδρομή και διαδικασία που ακολούθησαν ώστε να μεταφέρουν τον Κατηγορούμενο στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, είχε συνοχή και συνήδε λογικά, ενώ το γεγονός ότι δεν γνώριζαν το τί ακολούθησε στα γραφεία του ΤΑΕ μετά την παράδοση του Κατηγορούμενου, συνάδει με τη θέση τους πως, μετά που τον παρέδωσαν στον Μ.Κ.3, αναχώρησαν για άλλες εργασίες. Ενδεικτικό δε της αξιοπιστίας τους είναι και το γεγονός πως η περιγραφή του οχήματος που χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά του Κατηγορουμένου, συνήδε πλήρως με την περιγραφή που έδωσε ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, όταν κλήθηκε να περιγράψει το όχημα με το οποίο μεταφέρθηκε.

 

Το ουσιαστικότερο όμως σε σχέση με τη μαρτυρία τους είναι το γεγονός ότι η  αναφορά τόσο του Μ.Κ.1 όσο και της Μ.Κ.2, ότι ουδείς ήρθε σε επικοινωνία με τον Κατηγορούμενο κατά την μεταφορά του, ως επίσης και το ότι δεν του ασκήθηκε βία, δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, αφού καμμιά αντίθετη θέση τους υποβλήθηκε.  Εν τέλει δε η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μέσα από τη μαρτυρία του ίδιου του Κατηγορούμενου ο οποίος ρητώς παραδέχθηκε πως κατά τον παραπάνω χρόνο ουδεμία βία του ασκήθηκε.   Και τούτο παρά τη ρητή θέση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου κατά το χρόνο που τέθηκε το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, ότι βία είχε εξασκηθεί και κατά το χρόνο της μεταφοράς του από το σταθμό όπου κρατείτο στο ΤΑΕ, ισχυρισμός ο οποίος στην πραγματικότητα δεν προωθήθηκε τελικώς.

 

Δεν διαλανθάνει βέβαια την προσοχή μας ότι ο Κατηγορούμενος, κατ’ αντίθεση προς τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, υποστήριξε πως έγιναν στάσεις κατά τη διαδρομή τους από τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού προς το ΤΑΕ Αμμοχώστου.  Παρόλο που με δεδομένη τη μη προώθηση θέσης περί εξάσκησης βίας κατά το χρόνο της μεταφοράς, ουδεμία ουσιαστική σημασία βρίσκουμε να έχει το ζήτημα αυτό, εντούτοις οφείλουμε να σημειώσουμε πως η θέση των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 πως δεν είχαν γίνει στάσεις, ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή τους.  Από την άλλη ο Κατηγορούμενος παρότι αρχικά ανέφερε ότι έγιναν 2-3 στάσεις, εντούτοις στη συνέχεια υποστήριξε ότι η στάση ήταν μια, ενώ όταν του υποδείχθηκε ότι κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι είχαν γίνει 2-3 στάσεις, διαφοροποίησε εκ νέου τη θέση του λέγοντας πως, τελικά, οι στάσεις που έγιναν ήταν δύο.   Θέση την οποία αδυνατούμε να αποδεχθούμε τόσο ένεκα του μονόπλευρου τρόπου με τον οποίο προωθήθηκε αλλά και της έλλειψης πειστικότητας που τη χαρακτηρίζει, ένεκα ακριβώς των αλλεπάλληλων διαφοροποιήσεων που εντοπίζονται σε σχέση με το ζήτημα αυτό. 

 

Ό,τι δε άλλο εν τέλει αμφισβητήθηκε από τη μαρτυρία τους ήταν οι ώρες άφιξης-αναχώρησης τους από και προς τον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού.   Ούτε όμως αυτό το μέρος που αμφισβητήθηκε, θεωρούμε ότι προσδίδει ιδιαίτερη αποδεικτική αξία στον ισχυρισμό της υπεράσπισης (που απέμεινε να εξετάζεται), ότι ασκήθηκε βία στον Κατηγορούμενο στο ΤΑΕ Αμμοχώστου.  Στο βαθμό όμως που επιχειρήθηκε κάποια διασύνδεση με αυτόν, σημειώνουμε πως οι ώρες που αναφέρθηκαν από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, ως ώρες άφιξης -αναχώρησης από τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού, συνάδουν λογικά μεταξύ τους.  Ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι το όχημα το παρέλαβαν στις 13:35 σύμφωνα με την αναντίλεκτη επί του προκειμένου μαρτυρία της Μ.Κ.2, ενώ σύμφωνα με το Μ.Κ.1, ο ίδιος υπέγραψε το έντυπο παραλαβής του Κατηγορούμενου στον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού, γύρω στις 15:00, θέση η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε.  Ως δε υποστήριξε η Μ.Κ.2, χρειάζονταν περί τη 1 ώρα και 30 λεπτά για να διανύσουν την απόσταση από το Παραλίμνι μέχρι τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού. Βέβαια η Μ.Κ.2 αμφισβητήθηκε επί της τελευταίας αυτής της θέσης, στην οποία όμως πρέπει να πούμε πως παρέμεινε σταθερή και ουδόλως κλονίστηκε και δεν βλέπουμε για ποιο λόγο θα έλεγε ψέματα επί αυτού του σημείου.  Τη στιγμή μάλιστα που η μαρτυρία της επί των λοιπών και πιο ουσιαστικών σημείων, δεν αμφισβητήθηκε και δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχεία αναξιοπιστίας.   

 

Η μαρτυρία όμως των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, σε σχέση με την ώρα που του παρέδωσαν τον Κατηγορούμενο,  βρισκόταν σε συνοχή και με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3. Το ότι δε, ο Μ.Κ.3 ανέφερε πως παρέλαβε τον Κατηγορούμενο μετά τις 16:30, και δη στις 16:40 περίπου, ενώ οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ανέφεραν ότι τον παρέδωσαν στον Μ.Κ.3 στις  16:30, δεν θεωρούμε πως είναι δυνατόν να πλήξει το αξιόπιστο της αναφοράς των εν λόγω μαρτύρων ως προς την ώρα που έφτασαν στα γραφεία του ΤΑΕ. Τουναντίον, η παραπάνω, λογικώς αναμενόμενη απόκλιση, θεωρούμε πως υποδηλοί και έλλειψη προσυνεννόησης  μεταξύ τους ως προς το τί θα κατέθεταν, κατά τρόπο που ενισχύει την αξιοπιστία τους. 

 

Από την άλλη, παρά την αμφισβήτηση της οποίας έτυχαν οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, ως προς την ώρα άφιξης του Κατηγορούμενου στο ΤΑΕ, στον κάθε μάρτυρα υποβλήθηκε διαφορετική θέση από την υπεράσπιση, κατά τρόπο που να μην δυνάμεθα να αντιληφθούμε, ποια εν τέλει είναι η θέση της υπεράσπισης σε σχέση με την ώρα άφιξης του Κατηγορούμενου στο ΤΑΕ.  Πόσω δε μάλλον να πειστούμε για να την αποδεχθούμε ως ορθή. Συγκεκριμένα, στον Μ.Κ.1 υποβλήθηκε ότι έφτασαν στις 17:00, ενώ στην Μ.Κ.2 στις 16:00, ο ίδιος δε ο Κατηγορούμενος υποστήριξε πως έφτασαν στις 13:30. Ειδικότερα, ως προς τη θέση του Κατηγορούμενου, ότι αφίχθηκε στο ΤΑΕ Αμμοχώστου στις 13:30, οφείλουμε να σημειώσουμε πως, συνέχεια τούτης, αποτέλεσε η θέση του ότι ακολούθως οδηγήθηκε ουσιαστικά αμέσως στο γραφείο ανακρίσεων, όπου τοποθετεί, μεταξύ άλλων προσώπων, και τον Μ.Κ.3. Πέραν του ότι ως υποδείξαμε στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής τέθηκαν άλλες θέσεις και μάλιστα αντιφατικές μεταξύ τους ως προς τις ώρες άφιξης στο ΤΑΕ, παρατηρούμε περιπλέον, πως η αναφορά του Μ.Κ.3 ότι εκείνη την ημέρα, είχε αναλάβει καθήκοντα στις 15:00, δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση και ουδέποτε του τέθηκε ότι είναι στις 13:30 που έφτασε ο Κατηγορούμενος και πως ο ίδιος βρισκόταν εκεί από τις 13:30.   

 

Σε σχέση δε με τη διάρκεια λήψης της κατάθεσης η οποία ολοκληρώθηκε στις 17:13, τις επόμενες ενέργειες που ακολούθησαν όπως η λήψη φωτογραφιών που φαίνεται να έλαβε χώρα στις 18:25, επίσης δεν διαβλέπουμε οτιδήποτε ύποπτο στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, το οποίο (διάστημα) εν πάση περιπτώσει δεν θεωρούμε μεγάλο. Ιδίως αν συνοπολογιστεί η πειστική και σαφής θέση του Μ.Κ.3, ότι κατ’ εκείνη την χρονική στιγμή διεξαγόταν διερεύνηση και σε σχέση με άλλες 3-4 βάρκες που αφίχθηκαν τις προηγούμενες ημέρες από άλλους αστυφύλακες και πως με την πρώτη ευκαιρία που του επιτρέπετο, προέβαινε στη διεκπεραίωση των ενεργειών που απαιτούνταν.  

 

Στρεφόμενοι τώρα στα όσα ανέφερε ο Μ.Κ.3, σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση του Κατηγορουμένου, παρατηρούμε πως σε ό,τι αφορά τα επίμαχα γεγονότα, ο Μ.Κ.3 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του ως προς το τί ακριβώς συνέβη την επίδικη ημερομηνία, πριν, κατά και μετά τη διαδικασία λήψης της εν λόγω κατάθεσης. Θεωρούμε δε πως αναφέρθηκε με σαφήνεια και θετικό τρόπο στα όσα διαδραματίστηκαν τόσο πριν, όσο και κατά τη λήψη της κατάθεσης, αλλά και μετά την ολοκλήρωση της και δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση.  Η δε θέση του ότι ο Κατηγορούμενος υπέγραψε την επίμαχη κατάθεση στα σημεία που υπέδειξε, ως ήδη λέχθηκε, ουδόλως αμφισβητήθηκε αφού καμμιά αντίθετη θέση του τέθηκε ενόσω κατέθετε, παρά τα όσα αντίθετα προώθησε μονόπλευρα και αιφνιδιαστικά ο Κατηγορούμενος κατά τη μαρτυρία του.

 

Εξάλλου ως προς το κρίσιμο ζήτημα της άσκησης βίας, ο ίδιος επέμεινε κατηγορηματικά ότι ο ίδιος ήταν συνεχώς με τον Κατηγορούμενο κατά το χρόνο που μεσολάβησε από την άφιξη του στο ΤΑΕ μέχρι και τη λήψη της κατάθεσης του, αφού είχε προγραμματιστεί από πριν η άφιξη του εκεί, εξ ου και είχε μαζί του και τα σχετικά έντυπα, με αποτέλεσμα να μην χρειαστεί να βγει από το δωμάτιο μέχρι και τη λήψη της κατάθεσης του.  Επέμεινε δε σθεναρά πως κανένας άλλος είχε επαφή μαζί του, με εξαίρεση τον διερμηνέα, στον οποίο, σημειωτέον, δεν αποδίδεται από την υπεράσπιση άσκηση βίας, αλλά παράλειψη μετάφρασης και επεξήγησης των δικαιωμάτων του, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω.  Ως μάλιστα πειστικά ο Μ.Κ.3 ανέφερε, δεδομένου του ότι είχαν εξασφαλίσει όχι μια, αλλά τρεις καταθέσεις από μάρτυρες που κατονόμαζαν τον Κατηγορούμενο ως οδηγό της βάρκας, προτού λάβουν από αυτόν την επίδικη κατάθεση, δεν υφίστατο οποιοδήποτε λόγος άσκησης βίας στον Κατηγορούμενο, προκειμένου να ομολογήσει κάτι το οποίο ουδέποτε διέπραξε.

 

Ο Μ.Κ.3 επίσης με περισσή φυσικότητα και αμεσότητα περιέγραψε και το λόγο που του αναφέρθηκε από τον Κατηγορούμενο, ως λόγος που τον οδήγησε σε ομολογία.  Και ο οποίος δεν ήταν άλλος από το γεγονός ότι ως του ανέφερε, αντιλαμβανόταν ότι άλλο άτομο το οποίο δεν είχε σχέση με την υπόθεση και δεν είχε οδηγήσει το σκάφος, κρατείτο (αδίκως).  Λόγο τον οποίο ούτε και εμείς θεωρούμε παράλογο ή ύποπτο, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψιν και το γεγονός ότι, ο Κατηγορούμενος είχε ενημερωθεί για τη μαρτυρία που εξασφαλίστηκε εναντίον του.  

 

Σε ό,τι δε αφορά τα της παράδοσης των έγγραφων δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου και της υπογραφής τους από τον τελευταίο και της ανάγνωσης του εντύπου από τον διερμηνέα προς τον Κατηγορούμενο, σημειώνουμε πως δεν αμφισβητήθηκε η παράδοση και υπογραφή τους από τον Κατηγορούμενο, αλλά προωθήθηκε η θέση ότι δεν του μεταφράστηκαν και δεν του επεξηγήθηκαν από τον διερμηνέα αλλά «τον έβαλαν» να τα υπογράψει για να καλύψουν τη βία που εξάσκησαν.  Επί τούτου σημειώνουμε πως δεν διαλανθάνει την προσοχή μας η ευλόγως αναμενόμενη και ειλικρινής αναφορά του Μ.Κ.3, ότι δεν ήταν σε θέση ο ίδιος  να αντιληφθεί τί ακριβώς διαμείβετο μεταξύ του διερμηνέα και του Κατηγορούμενου, λόγω μη κατανόησης της αραβικής γλώσσας. Ωστόσο στο ζήτημα αυτό πολύ λίγη σημασία προσδίδουμε, ενόψει της ρητής θέσης της συνηγόρου υπεράσπισης ότι με την εισήγηση αυτή δεν προωθούσε νέο λόγο αποκλεισμού της επίμαχης κατάθεσης αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός προωθείτο για σκοπούς αξιοπιστίας του Μ.Κ.3.   Εξ ου και εν τέλει του τέθηκε πως ο λόγος που «τον έβαλαν» να τα υπογράψει χωρίς να μεταφραστούν του ή να του επεξηγηθούν ήταν για να καλύψουν την προηγουμένως εξασκηθείσα βία.  Ισχυρισμό τον οποίο με δεδομένη την εν γένει αναξιοπιστία που παρουσιάζει η όλη εκδοχή της υπεράσπισης αλλά και αυτή τούτη η μαρτυρία του Κατηγορούμενου στη βάση των όσων αμέσως πιο κάτω παραθέτουμε, αδυνατούμε να αποδεχθούμε. Τουναντίον αποδεχόμαστε τη θέση του Μ.Κ.3 ότι στην παρουσία του ο διερμηνέας του διάβασε τα δικαιώματα του και στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος υπέγραψε το εν λόγω έντυπο.

 

Στρεφόμενοι τώρα στην πλευρά του Κατηγορούμενου σημειώνουμε πως παρά το ότι αρχική θέση της υπεράσπισης,  κατά το στάδιο της διεξαγωγής της δίκης εντός δίκης, ήταν η ισχυριζόμενη άσκηση βίας στον Κατηγορούμενο από αστυφύλακα αρσενικού γένους, κατά την μεταφορά του αλλά και την παραμονή του στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου, εντούτοις, κατά το στάδιο αντεξέτασης του Μ.Κ.3, υποβλήθηκε στο μάρτυρα μια σαφώς διαφοροποιημένη θέση και δη ότι δύο αστυφύλακες (και όχι ένας), άσκησαν βία στον Κατηγορούμενο, χτυπώντας τον στο πρόσωπο και τους ώμους.

 

Αυτή δεν ήταν βέβαια η πρώτη μεταστροφή που παρατηρήσαμε. Ως ήδη υποδείξαμε ενώ είχε προβληθεί ισχυρισμός περί άσκησης βίας και κατά το στάδιο της μεταφοράς του Κατηγορούμενου στο μέρος όπου του λήφθηκε κατάθεση, εντούτοις τέτοιος ισχυρισμός δεν προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.   Αντί τούτου μάλιστα ο Κατηγορούμενος μονόπλευρα προώθησε μια άλλη, νέα θέση, ότι δηλαδή δεν είπε αυτά τα οποία καταγράφονται στην κατάθεση του, την οποία εν τέλει αρνήθηκε και ότι υπέγραψε.  Θέση η οποία βέβαια συγκρούεται κάθετα με τη θέση που προωθήθηκε κατά το στάδιο που τέθηκε το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, όπου ήταν αποδεκτή η υπογραφή της κατάθεσης, αφότου όμως είχε προηγηθεί άσκηση, κατ’ ισχυρισμόν, βίας.

 

Τούτο είναι βέβαια σαφές, αφού πέραν του ότι η συνήγορος του δεν έθεσε τέτοιο ζήτημα κατά το στάδιο που ήγειρε ένσταση στην παρουσίαση της εν λόγω κατάθεσης ως τεκμήριο, περιπλέον κατά την κυρίως εξέταση του Κατηγορούμενου ο ίδιος ανέφερε ρητώς πως υπέγραψε την εν λόγω κατάθεση ενώ και η ίδια η συνήγορος υπεράσπισης τον ρώτησε ευθέως γιατί δεν αρνήθηκε να υπογράψει την εν λόγω κατάθεση αφού (σύμφωνα με τα λεγόμενα του) είχε δεχθεί βία, με τον ίδιο μάλιστα να της απαντά ότι δεν αρνήθηκε να την υπογράψει διότι ουσιαστικά ο μεταφραστής του είπε πως με αυτή την κατάθεση θα λάμβανε χαμηλή ποινή (2-6 μήνες το πολύ).   Τοποθετήσεις από τις οποίες εξάγεται αβίαστα, η αποδοχή από αμφότερους (τόσο τον Κατηγορούμενο όσο και τη συνήγορο του) της υπογραφής της επίμαχης κατάθεσης.

 

Ασφαλώς το ότι δεν ηγέρθη τέτοιο ζήτημα κατά το στάδιο διαμόρφωσης του πλαισίου της δίκης εντός δίκης είναι προφανές, αφού εάν θέση της υπεράσπισης ήταν εξ αρχής ότι ουδέποτε είπε ο Κατηγορούμενος τα όσα περιλαμβάνονται στην επίμαχη κατάθεση και δεν την υπέγραψε, δεν θα τίθετο ούτε και ζήτημα διεξαγωγής δίκης εντός δίκης, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Kirnouyan v. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 2 ΑΑΔ 126[6].   

 

Περαιτέρω όμως ό,τι άλλο είναι σημαντικό να σημειωθεί είναι ότι, εκτός πλαισίου της δίκης εντός δίκης, ήταν και ο ως άνω καταγραφείς, νέος ισχυρισμός που προέβαλε ο Κατηγορούμενος για πρώτη φορά μέσω της μαρτυρίας του, απαντώντας στην ερώτηση γιατί δεν αρνήθηκε να υπογράψει την κατάθεση, όπου αναφέρθηκε στα όσα κατ’ ισχυρισμόν του είπε ο μεταφραστής αναφορικά με την ποινή που θα λάμβανε με βάση την εν λόγω κατάθεση.   Και τούτο αφού ουδέποτε τέθηκε στον Μ.Κ.3, ούτε και αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης κατά το στάδιο που τέθηκε το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, ότι ο Κατηγορούμενος υπέγραψε την κατάθεση κατόπιν υποσχέσεων ότι θα λάμβανε χαμηλότερη ποινή, ως ήταν η θέση που και πάλιν μονόπλευρα προώθησε ο Κατηγορούμενος με τη μαρτυρία του. Ό,τι άλλο αξίζει να σημειωθεί εν σχέσει με τον ισχυρισμό αυτό είναι πως ούτως ή άλλως ο εν λόγω ισχυρισμός έκδηλα συγκρούεται με τον έτερο ισχυρισμό που επίσης προώθησε ο Κατηγορούμενος ότι δηλαδή δεν υπέγραψε την επίδικη κατάθεση.  Και τούτο διότι είτε δέχθηκε να την υπογράψει επειδή του ανέφερε ο μεταφραστής ότι θα λάμβανε χαμηλή ποινή, είτε δεν την υπέγραψε ο ίδιος ποτέ.

 

Όλα τα πιο πάνω αναπόφευκτα αναδεικνύουν μια εγγενή αναξιοπιστία καθ’ όσον αφορά την όλη εκδοχή που προώθησε η υπεράσπιση εν σχέσει πάντα με τη λήψη της κατάθεσης και όσα προηγήθηκαν αυτής, η οποία δεν επιτρέπει την αποδοχή της. Ούτε βέβαια μπορούμε να συμμεριστούμε τις θέσεις της υπεράσπισης ότι πρόκειται για αναμενόμενες «μικροαντιφάσεις» ενός αμόρφωτου ανθρώπου, μη δυνάμενες να πλήξουν το αξιόπιστο των ισχυρισμών του.  Και τούτο αφού, ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι μια εναλλαγή θέσεων του Κατηγορούμενου και εν γένει της υπεράσπισης επί αυτού τούτου του κρινόμενου ζητήματος που αφορά τον τρόπο λήψης της επίδικης κατάθεσης, η οποία δεν επιτρέπει καν στο Δικαστήριο να αντιληφθεί ποια ακριβώς είναι τελικά η θέση του Κατηγορούμενου επί του προκειμένου.

 

Εν κατακλείδι, αποτελεί διαπίστωση μας ότι οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου, επί των ουσιωδών γεγονότων, για ό,τι αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, είναι αντιφατικοί και δεν παρουσιάζουν ούτε σταθερότητα, ούτε συνέπεια, ούτε και λογική συνοχή, όπως δεν παρουσιάζουν και οι αντίστοιχες θέσεις που προβλήθηκαν στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής. Περαιτέρω, ως έχουμε ήδη αναφέρει αμέσως πιο πάνω, κάποιες πολύ ουσιώδεις θέσεις που προέβαλε κατά τη μαρτυρία του δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας για να τις σχολιάσουν.

 

Για όλους λοιπόν τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου, για ό,τι αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, δεν γίνεται αποδεχτή ως ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων ζητημάτων.

 

Από την άλλη η μαρτυρία των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ουδόλως πλήγηκε ή κλονίστηκε σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούσαν την παρούσα διαδικασία.    Ό,τι δε άλλο θα προσθέταμε για τους εν λόγω μάρτυρες, είναι ότι παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους ενώ από την αντιπαραβολή των μαρτυριών των εν λόγω μαρτύρων προκύπτει ξεκάθαρα ότι επί της ουσίας οι μαρτυρίες τους συνάδουν μεταξύ τους αλλά και με τη λογική, σε βαθμό που να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ή κενό για τις ενέργειες που ακολούθησαν και τις οποίες αποδεχόμαστε.

 

Επομένως, στη βάση των ανωτέρω, αποδεχόμαστε ότι τα γεγονότα που αφορούν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου διαδραματίστηκαν όπως τα περιέγραψαν οι τρείς μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Συναφώς, και σύμφωνα με τις ανωτέρω διαπιστώσεις μας, τα σχετικά γεγονότα που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση του Κατηγορούμενου έχουν ως εξής:

 

Κατ’ αρχάς, τη δεδομένη ημερομηνία 16.9.23 ο Κατηγορούμενος μεταφέρθηκε από τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού στο ΤΑΕ Αμμοχώστου ως οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ανέφεραν, χωρίς να ασκηθεί σε αυτόν οποιαδήποτε βία και τον παρέδωσαν περί τις 16:30 στον Μ.Κ.3 στο χώρο υποδοχής, ο οποίος τον μετέφερε σε παρακείμενο γραφείο ανακρίσεων. Πριν τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης, ο Μ.Κ.1 παρέδωσε στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματα του, τα οποία του διαβάστηκαν από διερμηνέα της αραβικής γλώσσας. Για την πληροφόρηση του και την παραλαβή των σχετικών εγγράφων, ο Κατηγορούμενος υπέγραψε τη σχετική βεβαίωση, Τεκμήριο 1 ΔΕΔ (16.9.23, ώρα 16:50).

 

Ακολούθησε η λήψη της ανακριτικής κατάθεσης (Τεκμήριο 2 ΔΕΔ, 16.09.23, ώρα 17:00-17:13), με τον εξής τρόπο. Αφού προηγουμένως διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο η παράγραφος που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της ανακριτικής κατάθεσης που του λήφθηκε και υπέγραψε ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της, εξέφρασε την επιθυμία να προβεί σε θεληματική κατάθεση, όπως και έπραξε αφότου ενημερώθηκε πως μπορεί να την καταγράψει ο ίδιος. Ο Κατηγορούμενος ζήτησε όπως η κατάθεση καταγραφεί από τον διερμηνέα αφού δεν γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει.  Με το πέρας της διαδικασίας, η κατάθεση διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο από τον διερμηνέα, αφού  προηγουμένως του προσφέρθηκε να την διαβάσει και δήλωσε ότι δεν γνωρίζει να διαβάζει, και αφού συμφώνησε, την υπόγραψε σε κάθε σελίδα, στην παρουσία του Μ.Κ.3 και του διερμηνέα. Όταν ζητήθηκε δε από τον Κατηγορούμενο να γράψει στο τέλος της κατάθεσης το ιδιόχειρο λεκτικό, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ούτε να γράφει.  

 

Στη βάση δε της αποδεκτής μαρτυρίας, αποτελεί διαπίστωση μας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του Κατηγορούμενου στο ΤΑΕ Αμμοχώστου και δη προ της λήψης της κατάθεσης που έχει αναφερθεί ανωτέρω, κανένα πρόσωπο άσκησε βία έναντι του ή τον παρότρυνε να προβεί στην κατάθεση στην οποία προέβη, έτσι ώστε η κατάθεση του (Τεκμήριο 2 ΔΕΔ) να καθίσταται μη θεληματική.

 

Συναφώς, η ένσταση της υπεράσπισης θα πρέπει ν’ απορριφθεί και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, θεωρούμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει ν’ αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι η επίδικη κατάθεση λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο νόμιμα και θεληματικά.

 

Επομένως, η κατάθεση της ανακριτικής κατάθεσης που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο, ημερομηνίας 16.09.2023, επιτρέπεται.  

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Global Positioning System.

[2] Κατά το στάδιο που τέθηκε το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης.

[3] βλ. Ibrahim v. R. (1914) A.C. 599 (H.L.), Commissioners of Customs and Excise v. Harz and Power (1967) 1 A.C. 760 (H.L.), D.P.P. v. Ping Lin (1975) 3 ALL E. R. 175, R. v. Priestly 51 Cr. App. R. 1, Psaras & Another v. Republic (1987) 2 CLR 132, R. v. Sfongaras 22 CLR 113 και Kokkinos v. Police (1967) 2 CLR 217

[4] Για τη λήψη καταθέσεων στη Δημοκρατία, ισχύουν οι Δικαστικοί Κανόνες που εγκρίνονται από τους Δικαστές του Queen’s Bench Division (Koutrouzas ν The Republic (1972) 2 CLR 9) και τους οποίους ενσωματώνει στην κυπριακή νομοθεσία το άρθρο 8 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

 

[5] βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 268/2015, ημερ. 13.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B534.

[6] «άρνηση του κατηγορουμένου ότι προέβη σε [..] ενοχοποιητική δήλωση, δεν αφήνει αντικείμενο για εξέταση στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης. Η δίκη εντός δίκης διεξάγεται εν σχέσει με υπαρκτή ενοχοποιητική δήλωση»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο