ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1681/23

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

W.A.

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 20 Ιουνίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κα. Κ. Σοφοκλέους

Κατηγορούμενος παρών

 

Π Ο Ι Ν Η

 

(Η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών και η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό. Έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία των αδικημάτων, θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης, χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια, για προστασία των τελευταίων.)

 

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του άρθρου 5(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας Νόμου, Ν. 115(Ι)/21, αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε στις 9.7.2023.

 

Α. Γεγονότα

Τα γεγονότα της υπόθεσης εμφαίνονται στην εκδοθείσα απόφαση και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν στο σύνολο τους. Συνοπτικά σημειώνουμε ότι η Παραπονούμενη η οποία είναι ηλικίας 38 ετών, φαρμακοποιός και η οποία κατάγεται από τη Δανία, ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 6.7.2023 για διακοπές με τη φίλη της (Μ.Κ.4) και διέμεναν σε ξενοδοχείο στην περιοχή του Πρωταρά.  Κατά την 8.7.2023 μετέβηκαν για πρώτη φορά μαζί με τη φίλη της για διασκέδαση στην Αγία Νάπα, αφού προηγουμένως είχαν δειπνίσει στην περιοχή του Πρωταρά. Εκεί επισκέφθηκαν τρία μπαρ όπου κατανάλωσαν μερικά ποτά, για να καταλήξουν τελικώς σε συγκεκριμένη μπυραρία περί τις 01:00, όπου και εκεί κατανάλωσαν ένα ποτό με την Μ.Κ.4 και γενικώς γνώρισαν και μιλούσαν με διάφορα άτομα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν ο Κατηγορούμενος και ο φίλος και συγγενής του
J.A. (αναφερόμενος στην απόφαση ως Καταζητούμενος), με τους οποίους επίσης κατανάλωσε κάποια ποτά και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου της βραδιάς. Σε κάποια στιγμή η φίλη της αποφάσισε να εγκαταλείψει το εν λόγω μπαρ, μαζί με πρόσωπο που είχε γνωρίσει προηγουμένως για να μεταβεί σε άλλη μπυραρία, ενέργεια σε σχέση με την οποία ενημέρωσε την Παραπονούμενη, η οποία παρέμεινε στο εν λόγω μπαρ με τα δύο πιο πάνω πρόσωπα, όπου συνέχισαν να διασκεδάζουν, να πίνουν και να χορεύουν, έχοντας σε κάποιες στιγμές επαφές όπως αγγίγματα και αγκαλιάσματα, ενώ αποτέλεσε περαιτέρω διαπίστωση του Δικαστηρίου πως τουλάχιστον σε μια περίπτωση φιλήθηκαν με τον Κατηγορούμενο.  Η Μ.Κ.4 αφ' ης στιγμής εγκατέλειψε την εν λόγω μπυραρία επέστρεψε δύο με τρεις φορές για να ελέγξει την Παραπονούμενη, η οποία στις 02:50:07 εγκατέλειψε το εν λόγω μπαρ μαζί με τα δύο προαναφερόμενα πρόσωπα, αφού τα εν λόγω πρόσωπα της είχαν αναφέρει μέσω του Καταζητούμενου, δια του οποίου ουσιαστικά συνεννοούντο, ότι θα μετέβαιναν σε άλλο μπαρ όπου θα συναντούσαν την φίλη της.

 

Πράγματι εξήλθαν του εν λόγω μπαρ και αφού περπάτησαν μαζί επί της οδού Αγίας Μαύρης, ως καταγράφεται και στα κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης, σε κάποιο σημείο και συγκεκριμένα στο σημείο Δ επί του χάρτη (Τεκμήριο 7), έστριψαν δεξιά κατευθυνόμενοι προς περιοχή η οποία δεν ήταν πολυσύχναστη ούτε καλά φωτισμένη, εν αντιθέσει με την οδό Αγ. Μαύρης. Η Παραπονούμενη τότε ανησύχησε και ρώτησε τον Καταζητούμενο εάν πράγματι ακολουθούν τη σωστή κατεύθυνση, για να λάβει διαβεβαίωση ότι θα έβρισκαν άλλα νυκτερινά κέντρα αφότου θα έστριβαν ξανά δεξιά. 

 

Αντί τούτου την οδήγησαν σε παρακείμενο πάρκο, όπου το Καταζητούμενο πρόσωπο την έβαλε να ξαπλώσει στο έδαφος και ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς την θέληση της. Αφότου ολοκλήρωσε την επαφή μαζί της, κάλεσε τον Κατηγορούμενο, ο οποίος παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν από κοντινή απόσταση και τότε αυτός προσήλθε κοντά στην Παραπονούμενη και είχε και αυτός σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της δια διείσδυσης του πέους του στον κόλπο της. Οι ως άνω σεξουαλικές επαφές διήρκεσαν συνολικά περί τα 15 λεπτά, η δε επαφή με τον Κατηγορούμενο διήρκεσε περί τα 4-5 λεπτά.  Κατά τον χρόνο που ο Κατηγορούμενος επιχειρούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί της, η Παραπονούμενη του ανέφερε «Όχι» και «Σε παρακαλώ μην», στην αγγλική γλώσσα, ενώ παράλληλα κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά υποδηλώνοντας άρνηση, προσπαθούσε να σπρώξει τα πόδια της μαζί, πλην όμως και παρά ταύτα ο Κατηγορούμενος δια της βίας προχώρησε και εισχώρησε με το πέος του στον κόλπο της και ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της.

 

Αφότου δε ολοκληρώθηκαν οι σεξουαλικές επαφές των δύο πιο πάνω προσώπων με την Παραπονούμενη, αυτοί εγκατέλειψαν το μέρος αφήνοντας την Παραπονούμενη ουσιαστικά μόνη της στο μέρος, για να επιστρέψουν στην οδό Αγίας Μαύρης, στην οποία προηγουμένως περπατούσαν μαζί με την Παραπονούμενη, όπου πλέον απεικονίζονται και από τα κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης μόνοι τους (χωρίς δηλαδή την Παραπονούμενη) και χωρίς να φέρουν φανέλες. Η δε Παραπονούμενη μετά τα πιο πάνω άρχισε να τρέχει για να καταλήξει στο σημείο Ε επί του χάρτη (Τεκμήριο 7), το οποίο αποτελεί μπυραρία, η οποία βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση σε σχέση με το πάρκο όπου έλαβαν χώρα τα επίμαχα γεγονότα.


Από εκεί η ίδια επικοινώνησε επανειλημμένα με τη Μ.Κ.4, η οποία ως ήδη λέχθηκε, αφότου έφυγε από το μπαρ επέστρεφε ανά διαστήματα για να ελέγξει αν η Παραπονούμενη ήταν εντάξει και η οποία όταν αντιλήφθηκε την απουσία της από το εν λόγω μπαρ άρχισε να την καλεί τηλεφωνικώς για να διαπιστώσει πού βρίσκεται. Η Παραπονούμενη την κάλεσε τελικά πίσω για πρώτη φορά στις 03:21 (ώρα που φαίνονται οι Κατηγορούμενοι να επιστρέφουν στην οδό Αγ. Μαύρης) και στη συνέχεια ακολούθησαν αλλεπάλληλες κλήσεις αφού η Μ.Κ.4 έχοντας το τηλέφωνο της σε σίγαση δεν μπόρεσε να απαντήσει στις κλήσεις της Παραπονούμενης. Ακολούθως η Μ.Κ.4 κάλεσε πίσω την Παραπονούμενη η οποία δεν της απάντησε και εν τέλει κατάφεραν για πρώτη φορά να έχουν επικοινωνία στις 03:27. Το τηλεφώνημα αυτό ήταν διάρκειας περί τα 50 δευτερόλεπτα, η Παραπονούμενη δεν μιλούσε, η Μ.Κ.4 νόμισε ότι η Παραπονούμενη βρισκόταν σε κάποια μπυραρία και δεν την άκουγε, προσπάθησε να της εξηγήσει πού βρισκόταν και να της αποστείλει σχετική φωτογραφία χωρίς επιτυχία, αφού το τηλέφωνο της δεν απέστελλε τη φωτογραφία και έτσι αναγκάστηκε να καλέσει ξανά την Παραπονούμενη στις 03:31, οπόταν η τελευταία δεν απάντησε όμως την κάλεσε πίσω στις 03:37 και τότε ήταν που είχαν μιας μακρύτερης διάρκειας συνομιλία, οπόταν και συνειδητοποίησε ότι η Παραπονούμενη έκλαιγε και ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Είναι δε σε αυτό το τηλεφώνημα που η Παραπονούμενη της είχε πει ότι είχε βιαστεί, πρόταση η οποία ήταν και η μόνη που, ως χαρακτηριστικά η Μ.Κ.4 ανέφερε, έβγαζε νόημα από τα λεγόμενα της Παραπονούμενης. Μετά δε από καθοδήγηση της ίδιας της Μ.Κ.4 αφού η Παραπονούμενη, καιτοι ανεξάρτητο άτομο κατ' εκείνο το χρόνο ήταν "αβοήθητη", ως η Μ.Κ.4 χαρακτηριστικά ανέφερε, κατάφερε να την εντοπίσει συνομιλώντας μαζί της καθ’ όλον τον χρόνο κατά τον οποίο, τρέχοντας, επιχειρούσε να φτάσει κοντά της.

 

Φτάνοντας δε στο σημείο Ε επί του χάρτη (Τεκμήριο 7), εντόπισε την Παραπονούμενη να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να κλαίει έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα και τον κορμό της γερμένο προς τα μπροστά, λαμβάνοντας δηλαδή τη στάση που έχει κάποιος όταν θέλει να προστατέψει τον εαυτό του. Τα μάτια της ήταν πρησμένα και τα μαλλιά της πολύ ανακατωμένα και λερωμένα, έχοντας μέσα μικρά κλαδιά. Φαινόταν δε πολύ φοβισμένη και λυπημένη. Η ίδια την αγκάλιασε και ρώτησε τί έγινε, οπόταν και η ίδια της επανέλαβε ότι είχε βιαστεί από δύο άτομα τα οποία προηγουμένως της ζήτησαν να τους ακολουθήσει σε άλλο νυχτερινό κέντρο, πράγμα που έπραξε και αντ’ αυτού την πήραν σε ένα έρημο και σκοτεινό μέρος όπου την ανάγκασαν να έρθει σε σεξουαλική επαφή και με τους δύο διαδοχικά. Η Μ.Κ.4 στη συνέχεια εντόπισε διαθέσιμο ταξί, μπήκαν μέσα και στην πορεία, η ίδια ήταν αυτή που κατηύθυνε την Παραπονούμενη ως προς την ανάγκη να μεταβούν σε σταθμό για να καταγγείλουν τα συμβάντα, αφού η Παραπονούμενη λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν επιθυμούσε να μεταβεί στο ξενοδοχείο και όχι στην Αστυνομία. Αφού δε μετέβηκαν στον αστυνομικό σταθμό, ανέλαβε το χειρισμό η Μ.Κ.1 από κοινού με τον Μ.Κ.2 ως εξεταστές, οι οποίοι μαζί και με τη Μ.Κ.5 προέβησαν σε όλες τις ενέργειες που καταγράφονται στην απόφαση μας στο πλαίσιο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης.

 

Ως αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.  

Β. Αγόρευση προς Μετριασμό


Η συνήγορος του Κατηγορουμένου αναγνωρίζοντας την εγγενή σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, κάλεσε το Δικαστήριο όπως στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής λάβει υπόψη προς μετριασμό, το λευκό του ποινικό μητρώο, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό από ένα καλό πολίτη με καλή διαγωγή, αφού προ της παρούσας υπόθεσης δεν είχε απασχολήσει προηγουμένως τη δικαιοσύνη με άλλη υπόθεση, το γεγονός ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ, την απουσία επιβαρυντικών παραγόντων αλλά και το γεγονός ότι, ως η θέση της, ο Κατηγορούμενος συνεργάστηκε με την αστυνομία.

 

 

Επίσης, ζήτησε να ληφθούν υπόψη και οι προσωπικές του περιστάσεις τις οποίες ανέλυσε εκτενώς, υιοθετώντας προς τούτο και την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και δίδοντας βαρύτητα μεταξύ άλλων στο νεαρό της ηλικίας του (20 ετών), στο χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο, στα δύσκολα παιδικά του χρόνια και εν γένει στις δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις, καλώντας το Δικαστήριο να του δώσει μέσω της ποινής που του θα επιβάλει μια δεύτερη ευκαιρία, συνεκτιμώντας και το χρόνο κατά τον οποίο τελεί υπό κράτηση αλλά και το γεγονός ότι ο Καταζητούμενος δεν έχει μέχρι στιγμής διωχθεί.   

Γ. Νομική Πτυχή

Για το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Κεφ. 154, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου. Η σοβαρότητα του αδικήματος αυτού είναι αδιαμφισβήτητη και εμφαίνεται από την προβλεπόμενη στον νόμο ποινή η οποία με βάση και τη σχετική επί του θέματος νομολογία αποτελεί την αφετηρία για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής. (Δημοκρατία
v. Ομήρου, Ποιν. Έφ. 351/18, ημερ. 20.1.20, ECLI:CY:AD:2020:B23, Δημοκρατία v. Hunganu, Ποιν. Εφ. 130/20, ημερ. 20.7.21), ECLI:CY:AD:2021:B348.

 

Ως έχει νομολογηθεί σε σχέση με το αδίκημα του βιασμού, η ισόβια φυλάκιση, πέραν του ότι αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από τον νόμο, αντανακλά και τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ.489). Επιπτώσεις οι οποίες σκιαγραφούνται με ευκρίνεια στην Hunganu (ανωτέρω) και επαναλήφθηκαν και στην Δ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 57/20, ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432:

 

«Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 36). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).»

 

Ακόμη δε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/22 ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:D136, που αφορούσε συζυγικό βιασμό, τονίστηκε εκ νέου με αναφορά στην Ομήρου (ανωτέρω), ότι η δια βίου φυλάκιση που προβλέπεται ως ανώτατη ποινή για το αδίκημα του βιασμού, είναι ενδεικτική της σοβαρότητας του, αφού το εν λόγω αδίκημα στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια και, ενίοτε, συνθλίβει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του θύματος, αποτελώντας έτσι τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού ενός ατόμου[1].

 

Στα πιο πάνω θα πρέπει αναμφίβολα να προστεθεί και η κατ’ επανάληψιν διαπιστωθείσα ανησυχητική τάση που παρουσιάζεται στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων, διαπίστωση στην οποία και εμείς δυστυχώς οδηγούμαστε, αντλώντας δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον μας και που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν αδικήματα σεξουαλικής φύσεως.   Αυτή ακριβώς η πτυχή αναδείχθηκε και στην πρόσφατη απόφαση στην Hany Marzouk Fam Bakhit (ανωτέρω), όπου λέχθηκε με ευκρίνεια ότι αυτής της φύσεως αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα, δεδομένης και της διαπίστωσης αυξητικής τάσης ως προς τη διάπραξή τους[2]. Στη δε υπόθεση Selmani v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά., ημερ. 5.10.16 που αφορούσε βιασμό, επιβεβαιώθηκε η αρχή, ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται

 

αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων.

 

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα Δικαστήρια προσεγγίζουν το ζήτημα της ποινής σε υποθέσεις βιασμού, έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα άντλησης καθοδήγησης από την αγγλική νομολογία και πιο συγκεκριμένα από τις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση R. v. Billam (1986) 8 Cr. App. R.(s) 48, οι οποίες αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια[3]. Επί τούτου σχετική αναφορά μπορεί να γίνει και πάλιν στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bahkit (ανωτέρω), όπου υιοθετήθηκε το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) ΑΑΔ 680:

 

«Ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Keith Billam & Others (1986) 3 Crim. App. Rep. (S) 48. Ο Lord Chief Justice στις σελ. 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια.

 

Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών. Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη.

 

Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

 

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(1)           Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική.

(2)          Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση

βλάβης στο θύμα.

(3)          Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται

(4)          Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί.

(5)          Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας.

(6)          Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό.

(7)          Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο.

(8)          Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας.

 

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.» (Βλ. και την Tarita, ανωτέρω).»

 

Με δεδομένο δε το ότι, ως υποδείξαμε στο πλαίσιο της εκδοθείσας απόφασης, το αδίκημα στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος συνιστά αδίκημα βίας κατά γυναίκας, εν τη εννοία του όρου στο Ν. 115(Ι)/21, κρίνουμε ορθό να σημειώσουμε επίσης πως, το άρθρο 11 του εν λόγω νόμου καθορίζει ως επιβαρυντικές συγκεκριμένες περιστάσεις (νοουμένου βεβαίως ότι δεν αποτελούν ήδη μέρος των συστατικών στοιχείων του αδικήματος) ως ακολούθως:

 

«α) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο ή µέλος της οικογένειάς του ή από πρόσωπο που συζεί ή συζούσε µε το θύµα ή από πρόσωπο το οποίο έχει καταχραστεί ή εκµεταλλευτεί θέση εξουσίας, εµπιστοσύνης ή επιρροής·

(β) το αδίκηµα ή τα συναφή αδικήµατα διαπράχθηκαν κατά συρροή·

(γ) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου το οποίο είναι σε ευάλωτη θέση συνεπεία διανοητικής ή σωµατικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης ή κατά γυναίκας η οποία εγκυµονούσε κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήµατος ή που τελούσε υπό άλλες ειδικές συνθήκες·

(δ) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον ή στην παρουσία παιδιού, ήτοι εντός του οπτικού ή ακουστικού πεδίου αυτού·

(ε) το αδίκηµα διαπράχθηκε από δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούντα από κοινού·

(στ) του αδικήµατος προηγήθηκε η άσκηση ακραίας βίας, εξαναγκασµού ή απειλής ή αυτό συνοδεύθηκε από τέτοια βία, εξαναγκασµό ή απειλή·

(ζ) το αδίκηµα διαπράχθηκε µε τη χρήση ή υπό την απειλή όπλου ή άλλου επικίνδυνου αντικειµένου·

(η) το αδίκηµα είχε ως αποτέλεσµα την πρόκληση σοβαρής βλάβης στο θύµα·

(θ) ο καταδικασθείς προηγουµένως είχε καταδικαστεί για αδίκηµα της ίδιας φύσεως·

(ι) το αδίκηµα διαπράχθηκε από δηµόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του»

(έμφαση δοθείσα)

 

Ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το αδίκημα του βιασμού επιβεβαιώνει τις ανωτέρω αρχές. Σημειώνεται βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν έχουν όμως τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1).

 

Στην υπόθεση Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 η ποινή φυλάκισης των 7 ετών κατόπιν ακρόασης επικυρώθηκε κατ’ έφεση, υπό περιστάσεις όπου δύο αλλοδαποί φοιτητές ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο βίασαν νεαρή τουρίστρια μετά από γλέντι σε νυκτερινά κέντρα με τη χρήση βίας και απειλών προκειμένου να την αναγκάσουν να συγκατανεύσει στις ορέξεις τους.

 

Στην υπόθεση Hamieh v. Γ.Ε. (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, ο κατηγορούμενος ηλικίας 24 ετών κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο αδίκημα του βιασμού 48χρονης. Δεν είχε ασκηθεί υπέρμετρη βία από τον κατηγορούμενο, αλλά μόνο τόση όση χρειαζόταν για να καμφθεί η αντίσταση του θύματος και παρά το ότι το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε ότι η εν λόγω περίπτωση δεν ήταν από τις χειρότερες υποθέσεις βιασμού με βάση τις περιστάσεις της, θεώρησε εντούτοις δεδομένη τη σοβαρότητα της και επικύρωσε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 9 ετών.

 

Στην υπόθεση Χριστοφή v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323 όπου ο εφεσείων, λευκού ποινικού μητρώου, διέπραξε το αδίκημα του βιασμού μπροστά στα μάτια του τρίχρονου γιού της παραπονούμενης επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 13 ετών. Υπήρχε παραδοχή και συνεργασία με την Αστυνομία ενώ λήφθηκαν υπόψη και διάφορες άλλες κατηγορίες, κατά την επιβολή της ποινής, οι οποίες αφορούσαν τη διάπραξη, κατά συρροήν, άσεμνων επιθέσεων εναντίον γυναικών.

 

Στη Λοΐζου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.469 ο πρώτος εφεσείων είχε παλαιότερα ερωτικό δεσμό με την παραπονούμενη και ο δεύτερος εφεσείων είχε δεσμό μαζί της κατά τον επίδικο χρόνο. Κρίθηκαν ένοχοι και οι δύο κατόπιν ακρόασης για διαδοχικούς βιασμούς. Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη και τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 10 ετών κατόπιν ακρόασης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις δύο κατηγορίες βιασμού. Τόνισε πως παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν κτυπήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, δεν μπορούσε να παραβλεφθεί ο σχεδιασμός και ο εξευτελισμός που αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα 2, με τον οποίο την περίοδο εκείνη διατηρούσε μια ερωτική σχέση. Το γεγονός ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως προηγούμενες καταδίκες για βιασμό, επιπτώσεις στο θύμα ιδιάζουσας σοβαρότητας, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό, δεν συνιστούσε λόγο για εξουδετέρωση της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

 

Στην Meterin v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.120 η ποινή των 7 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, κατόπιν ακρόασης, επικυρώθηκε κατ’ έφεση με την επισήμανση ότι θα μπορούσε να ήταν και αυστηρότερη. Ο βιασμός διαπράχθηκε κατά τις πρωινές ώρες όταν άγνωστο πρόσωπο που είχε γνωρίσει η παραπονούμενη νωρίτερα, την οδήγησε σε κατοικία όπου μαζί με τον εφεσείοντα και ένα άλλο πρόσωπο, παρά τη θέλησή της, με χρήση βίας και απειλών τη βίασαν διαδοχικά.

 

Στην Νeica v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 527 ο εφεσείων καταδικάστηκε σε τρεις κατηγορίες βιασμού, πέντε κατηγορίες απαγωγής και μία κατηγορία συνωμοσίας με άλλο πρόσωπο προς διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστο ύψος τα 7 έτη.

 

Στην Mihalta κ.ά. v. Δημοκρατίας (2014) 2Β Α.Α.Δ. 764 οι ποινές φυλάκισης 10 και 13 χρόνων κατόπιν ακρόασης σε κατηγορίες για βιασμό δύο γυναικών από τέσσερις εφεσείοντες, επικυρώθηκαν αφού τονίστηκε πως ο εξευτελισμός που υφίσταται το θύμα βιασμού, απαιτεί την αυστηρή τιμωρία του δράστη.

 

Στην Tarita v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 106/14 κ.ά., ημερ. 8.7.16, η πρωτοδίκως επιβληθείσα μετά από ακρόαση ποινή φυλάκισης των 12 ετών μειώθηκε σε 10 έτη υπό περιστάσεις όπου η παραπονούμενη ηλικίας 50 ετών, μπήκε στο αυτοκίνητο των Εφεσειόντων κατόπιν πρόσκλησης τους να τη μεταφέρουν στον προορισμό της και αντί τούτου παρεξέκλιναν της πορείας τους και κατευθύνθηκαν σε απόμερο μέρος, σε δάσος, οπόταν προχώρησαν σε διαδοχικές πράξεις βιασμού, όπως και εξαναγκασμού της σε στοματικό σεξ ενώ αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης έκλαιγε και ικέτευε τους Κατηγορoύμενους να την αφήσουν ελεύθερη.

 

Στην Selmani v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά., ημερ. 5.10.16 η ποινή φυλάκισης 10 ετών κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας επικυρώθηκε. Οι εφεσείοντες γνώριζαν την παραπονούμενη και όταν αυτή επιχείρησε να φύγει από το κέντρο όπου βρίσκονταν την έσπρωξαν χωρίς τη θέλησή της σε εγκατειλημμένη αποθήκη λέγοντας της ότι «ήθελαν να κάνουν σεξ» μαζί της και όταν αυτή αρνήθηκε ο δεύτερος εφεσείων της επιτέθηκε και της τράβηξε κάτω το παντελόνι και το εσώρουχό της, ακολούθως ο πρώτος εφεσείοντας τη βίασε από τον κόλπο με τη βοήθεια του δεύτερου εφεσείοντα, ο οποίος της κρατούσε τα πόδια στο έδαφος βάζοντας ο δεύτερος αρκετές φορές τα δάκτυλα του στον πρωκτό και κόλπο της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη έκλαιγε και φώναζε, αλλά, παρά ταύτα, οι εφεσείοντες συνέχιζαν.

 

Στην Ivarsson v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 159/15, ημερ. 29.11.16, η ποινή φυλάκισης των 7 ετών κατόπιν ακρόασης επικυρώθηκε κατ’ έφεση αφού το Εφετείο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα ως τη χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονουμένη, η οποία μεταξύ άλλων είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά γεγονός που ήταν εν γνώσει του εφεσείοντος πριν από τον βιασμό και αφού έλαβε υπόψιν τον εξετευλισμό που αυτή υπέστη μετά τον βιασμό αφού ο εφεσείων την έσπρωξε σχεδόν ολόγυμνη έξω από το δωμάτιο μετά που ικανοποίησε τις σεξουαλικές του ορέξεις, αναγκάζοντας την να ζητήσει βοήθεια πανικόβλητη.

 

Στην Κυπριανού v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 137/17, ημερ. 26.4.18, ECLI:CY:AD:2018:B197, η επιβληθείσα ποινή των 8 ετών, κατόπιν παραδοχής, σε δύο κατηγορίες βιασμού πρωκτικού και κολπικού που έλαβαν χώρα σε δημόσιες τουαλέτες με τη χρήση υπέρμετρης βίας και το οποίο ακολούθησε ο εξευτελισμός της βιασθείσας την οποία ο εφεσείων ανάγκασε να εξέλθει και να κυκλοφορεί γυμνή στην παρουσία τρίτων παρισταμένων, επικυρώθηκε από το Εφετείο.

 

Στην υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 80/17, ημερ. 17.9.19, ECLI:CY:AD:2019:B372 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών για το αδίκημα του βιασμού κατόπιν ακρόασης, υπό περιστάσεις όπου ο εφεσείων απήγαγε και βίασε την παραπονούμενη η οποία ήταν πρώην σύζυγος του.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Hunganu Ποιν. Εφ. 130/20, ημερ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B348 ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής για βιασμό ενήλικου προσώπου, καθώς και διάρρηξη, επιθέσεις και παράνομη είσοδο. Του επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 8 ετών για το αδίκημα του βιασμού, η οποία αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 11 έτη αφού το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τις ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις της υπόθεσης και δη ότι υπήρξε προσχεδιασμός, ο εφεσίβλητος τόσο στην περίπτωση που αφορούσε την 1η παραπονούμενη, όσο και στην περίπτωση της 2ης παραπονούμενης, χρησιμοποίησε τον ίδιο τρόπο δράσης, ήτοι εισέβαλε κατόπιν διάρρηξης, στα σπίτια τους κατά τις πρωινές ώρες έχοντας σκοπό να έρθει σε συνουσία μαζί με ανυποψίαστα και άγνωστα προς εκείνο θύματα, τις παραπονούμενες, χωρίς τη θέληση τους και καθ΄ ην στιγμή αυτές κοιμόντουσαν στο κρεβάτι τους και για να πετύχει τον ειδεχθή σκοπό του και να ικανοποιήσει τις άρρωστες ορέξεις του χρησιμοποίησε βία.

 

Στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/22 ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:D136,  ο λευκού ποινικού μητρώου Εφεσείων, κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε 10 (από τις 12) κατηγορίες βιασμού που αντιμετώπιζε σε σχέση με την εν διαστάσει σύζυγο του, υπό περιστάσεις όπου την εξανάγκαζε να έλθει σε συνουσία μαζί του, με τη συναίνεσή της, η οποία, όμως, εξασφαλιζόταν υπό το κράτος, άλλοτε βίας και άλλοτε απειλών και φόβου, που οδηγούσαν κάθε φορά σε κάμψη της αντίδρασης της.   Περαιτέρω κρίθηκε ένοχος και σε άλλες 5 συνολικά κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της κοινής επίθεσης, της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και της πρόκλησης ψυχικής βλάβης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Κεφ. 154 και του Ν. 119(Ι)/2000, δύο εκ των οποίων παραδέχθηκε μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας. Προσέβαλε ως υπερβολικές τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 ετών που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες βιασμού, με το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίπτει την έφεση, επισημαίνοντας ότι όχι μόνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί έκδηλα υπερβολική η ποινή στην προκειμένη περίπτωση, αλλά ούτε καν αυστηρή δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί.


Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αυτό που αναδύεται έντονα από αυτά είναι ο τρόπος με τον οποίο, σύμφωνα με τα ευρήματα μας, μεθοδευμένα τα δύο αυτά πρόσωπα κατάφεραν να απομακρύνουν την ανυποψίαστη Παραπονούμενη από το μπαρ όπου διασκέδαζαν και να την μεταφέρουν στο απόμερο σημείο, όπου εξελίχθηκαν τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν και δη ο διαδοχικός βιασμός της από τα πιο πάνω πρόσωπα.

 

Και λέγουμε τούτο, αφού ο Κατηγορούμενος, ο οποίος κατά παραδοχήν του, βρισκόταν σε στύση για μια ώρα περίπου προηγουμένως και με ασυγκράτητες ορμές, ένεκα τόσο της νεαρής του ηλικίας αλλά και της συναναστροφής του με την Παραπονούμενη και ενώ δεν είχε σεξουαλική επαφή για 1‑2 μήνες προηγουμένως, γνώριζε, ως διαφάνηκε, το απόμερο σημείο προς το οποίο κατευθύνθηκαν και στο οποίο εν τέλει κατέληξαν, εφόσον είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν τον παρακείμενο, στο πάρκο, χώρο στάθμευσης. Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός πως προτού εγκαταλείψουν το μπαρ όπου διασκέδαζαν, την έκαναν δια του Καταζητούμενου να πιστέψει ότι θα πήγαιναν σε άλλο νυχτερινό κέντρο, όπου θα έβρισκαν και τη φίλη της. Χαρακτηριστικό είναι δε και το γεγονός πως επέλεξαν να εγκαταλείψουν το εν λόγω νυκτερινό κέντρο, σε στιγμή που η Μ.Κ.4 δεν βρισκόταν εκεί, θέλοντας προφανώς να διασφαλίσουν πως το προαναφερόμενο σχέδιο τους δεν θα χαλούσε.  Αφότου δε πέτυχαν τον σκοπό τους που δεν ήταν άλλος από τη δική τους προσωπική σεξουαλική ικανοποίηση, εγκατέλειψαν την Παραπονούμενη και έφυγαν, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τα κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης, αφού ως ήδη λέχθηκε, φαίνονται να κατευθύνονται στην οδό Αγίας Μαύρης με αντίθετη πορεία από αυτήν που ακολουθούσαν προηγουμένως όταν πορεύονταν μαζί με την Παραπονούμενη, με την τελευταία αυτή τη φορά να μην είναι μαζί τους και οι ίδιοι να μην φορούν τις φανέλες τους.

 

Ό,τι δε περαιτέρω αναδύεται από τα γεγονότα και εντυπωσιάζει (αρνητικά) είναι η αναλγησία του Κατηγορουμένου ο οποίος προέβη σε αυτές τις πράξεις με απώτερο στόχο πάντοτε τη δική του σεξουαλική ικανοποίηση, όντας σε στύση χωρίς να διαφαίνεται ίχνος τύψεων και χωρίς να εντοπίζονται σημάδια μεταμέλειας. Αντίθετα ό,τι προκύπτει είναι πως ο Κατηγορούμενος αδιαφόρησε για την ψυχική κατάσταση της Παραπονούμενης η οποία του είχε δείξει με τη συμπεριφορά αλλά και με τα λόγια της, πως δεν επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί του.

 

Είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι τόσο ο προσχεδιασμός του εγκλήματος αλλά και το γεγονός ότι σε αυτό συμμετείχαν δύο πρόσωπα, τα οποία βίασαν διαδοχικά την Παραπονούμενη, εντείνει σε μεγάλο βαθμό τη σοβαρότητα της υπόθεσης, εφόσον τα δύο πιο πάνω στοιχεία προσμετρούν ως επιβαρυντικά σύμφωνα με τη σχετική νομολογία αλλά και τις νομοθετικές διατάξεις, που πραγματευτήκαμε ανωτέρω. Περαιτέρω και παρόλο που δεν υπήρξε εισήγηση ούτε και ρητό εύρημα μας για την ύπαρξη σωματικών ή ψυχολογικών καταλοίπων στην Παραπονούμενη, εντούτοις ως εκ της ίδιας της φύσης του αδικήματος του βιασμού, προκύπτει σαφώς ως απόρροια της κοινής λογικής και πείρας το ότι οποιαδήποτε σεξουαλικής φύσης επίθεση, αποτελεί τραυματική εμπειρία (βλ. Ε.Α ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 231/18, ημερομηνίας 19.11.19), ECLI:CY:AD:2019:B473. Πέραν δε τούτου, αξίζει να σημειωθεί και η χαρακτηριστική περιγραφή των συναισθημάτων της Παραπονούμενης και δη του φόβου που αισθάνθηκε όταν πλέον αντελήφθη τις προθέσεις των Κατηγορουμένων, ευρισκόμενη μόνη σε ένα άγνωστο και σκοτεινό μέρος, σε μια ξένη χώρα, χωρίς να είναι σε θέση να αντισταθεί επιτυχώς στους δύο άνδρες, με αποτέλεσμα αυτοί να πετύχουν τους άνομους σκοπούς τους.  Υπενθυμίζουμε δε και την ιδιαίτερα κακή κατάσταση, στην οποία πολύ παραστατικά η Μ.Κ.4 περιέγραψε ότι εντόπισε την Παραπονούμενη αμέσως μετά τα προαναφερόμενα συμβάντα, όπου ως χαρακτηριστικά ανέφερε, η φίλη της την οποία γνωρίζει για 7 με 8 χρόνια και η οποία είναι ένα ανεξάρτητο άτομο, τη δεδομένη στιγμή ήταν "αβοήθητη" και αισθανόταν ότι έπρεπε η ίδια να την καθοδηγήσει και να την βοηθήσει για να ανταπεξέλθει.  Στα πιο πάνω πρέπει αναμφίβολα να προστεθεί και το γεγονός ότι ως εκ των διαδοχικών επαφών της Παραπονούμενης με τα πρόσωπα αυτά, η ίδια υπέστη και κάποια αιμορραγία γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε και αποτέλεσε εύρημα μας.

 

Επομένως και υπό το φως των πιο πάνω δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρξε καμμιά επίπτωση από σωματικής ή και ψυχολογικής απόψεως στην Παραπονούμενη, όσο και αν πράγματι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε μόνιμης ζημιάς.

 

Ως προς τον βαθμό βίας που εκδηλώθηκε πρέπει να πούμε πως παρότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπέρμετρη και παρόλο που δεν φαίνεται να προκάλεσε τραυματισμό σε άλλα μέρη του σώματος της πέραν της προαναφερθείσας αιμορραγίας, εντούτοις αφήνει αναλλοίωτη τη δεδομένη σοβαρότητα της υπόθεσης όπως την αναλύσαμε ανωτέρω και τη συνακόλουθη ανάγκη επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Και τούτο ούτως ώστε να καταστεί σαφές ότι το φλερτ ή ακόμα και το φιλί δεν εξυπακούει συναίνεση για σεξουαλική επαφή και πως γενικά και σε κάθε περίπτωση απαιτείται χωρίς εκπτώσεις ο απόλυτος σεβασμός των επιθυμιών έκαστης πλευράς.

Έχοντας προδιαγράψει τη σοβαρότητα του αδικήματος υπό το φως και των περιστάσεων της υπόθεσης, δεν παραβλέπουμε το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής, το οποίο δεν ατονεί ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Ως λέχθηκε όμως στη
Selmani v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), υπό το πρίσμα αυτό και με προεξέχουσα τη σημασία της αποτροπής προς το σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, οι προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου ναι μεν λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της εξατομίκευσης, αλλά σε βαθμό και έκταση που να μην εξουδετερώνουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής.


Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνουμε κατ' αρχάς υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο και το γεγονός πως ευρισκόμενος στη Δημοκρατία δεν απασχόλησε προηγουμένως με τις πράξεις του τη δικαιοσύνη.  Εξ αυτών προκύπτει και το ότι η παρούσα, παρά την αναντίλεκτη σοβαρότητα της, αποτελεί, ως ήταν και η εισήγηση της συνηγόρου του, ένα μεμονωμένο περιστατικό για τον Κατηγορούμενο.  

 

 

Ζητήθηκε επίσης από τη συνήγορο του Κατηγορούμενου να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, η συνεργασία του Κατηγορούμενου με την Αστυνομία. Επί τούτου σημειώνουμε πως στην εκδοθείσα απόφαση γίνεται αναφορά στο πώς οι θέσεις που έδωσε ο Κατηγορούμενος κατά τη σύλληψη του αλλά και κατά την προφορική και γραπτή του ανάκριση[4], καταρρίφθηκαν ως αναληθείς από τα κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης, την κατάθεση του αδελφού του Κατηγορούμενου αλλά και τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν σε επίπεδο γενετικού υλικού. Επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως με τις θέσεις που είχε αναμφίβολα κάθε δικαίωμα να προβάλει, βοήθησε το ανακριτικό έργο των αρχών. Συναφώς, ό,τι σχετικά μπορεί να πιστωθεί προς όφελος του σε αυτό το πλαίσιο, είναι ότι από πλευράς συμπεριφοράς, ήταν συνεργάσιμος κατά το ανακριτικό στάδιο και δεν προκάλεσε προβλήματα, για όποια βαρύτητα το στοιχείο τούτο έχει, δεδομένης και της γενικότερης υποχρέωσης συλληφθέντων και ύποπτων προσώπων να συνεργάζονται με νόμιμες υποδείξεις των ανακριτικών αρχών.

 

Ως προς τις περιστάσεις διάπραξης λαμβάνουμε υπόψη ότι η βία που χρησιμοποιήθηκε από τον Κατηγορούμενο δεν ήταν μεγαλύτερης έκτασης από αυτήν που απαιτείτο ώστε να συντελεστεί το αδίκημα και ότι συνεπώς δεν παρατηρήθηκε χρήση υπερβολικής βίας από τον Κατηγορούμενο, ως παρατηρήθηκε σε άλλες υποθέσεις και ότι κατ’ επέκταση απουσιάζει ο εν λόγω επιβαρυντικός παράγοντας. Επίσης υπόψη μας είναι το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε κάποιο επιθετικό όπλο ή αντικείμενο και ότι δεν συντρέχουν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες πέραν των δύο στους οποίους αναφερθήκαμε σε άλλο σημείο της απόφασης, ανωτέρω. Περαιτέρω δεν διαλανθάνει την προσοχή μας πως ο Κατηγορούμενος είχε καταναλώσει κάποια ποσότητα αλκοόλης, χωρίς ωστόσο να έχει υποβληθεί εισήγηση ότι τελούσε σε κατάσταση μέθης, υπό την έννοια που η νομολογία αναγνωρίζει ως ελαφρυντικό παράγοντα[5]. Παρόλο δε που το όλο συμβάν δεν είχε αμελητέα διάρκεια, εντούτοις δεν μπορεί να λεχθεί πως ήταν παρατεταμένο, ο δε βιασμός από τον Κατηγορούμενο διήρκεσε 4-5 λεπτά. Τα πιο πάνω βεβαίως, δεν μεταβάλλουν τη σοβαρότητα της υπόθεσης, όπως πιο πάνω την έχουμε σκιαγραφήσει και η οποία είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, αφήνοντας έτσι αναλλοίωτη την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.


Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψη και το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων ως αυτές αναφέρονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και ως περαιτέρω αναπτύχθηκαν και διευκρινίστηκαν από τη συνήγορο του. Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη πως πρόκειται για νεαρό πρόσωπο, ηλικίας 20 ετών, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία και προέρχεται από μια πολυμελή οικογένεια, με τον ίδιο να αποτελεί το έβδομο από τα 10 αδέλφια του. Οι γονείς του (ηλικίας 55 ετών ο πατέρας και 51 ετών η μητέρα) αλλά και τα αδέλφια του διαμένουν στη Συρία, ενώ ο ίδιος και ο αμέσως μεγαλύτερος από τον ίδιο αδελφός του, ήρθαν στην Κύπρο για να διαφύγουν από τον πόλεμο και ταυτόχρονα για να εργαστούν και να στηρίξουν την οικογένεια τους.  Οικογένεια, η οποία ζει σε άθλιες συνθήκες, διαμένει σε αντίσκηνα, δεν υπάρχει δυνατότητα εργασίας των μελών της και στηρίζεται στον Κατηγορούμενο και τον αδελφό του που βρίσκονται εδώ για να τους αποστείλουν χρηματική βοήθεια, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζειν. Προς τούτο σημειώνεται πως ο Κατηγορούμενος, προ της σύλληψης του, απασχολείτο μαζί με τον αδελφό του στις οικοδομές, αποστέλλοντας στην οικογένεια τους χρήματα από το μισθό τους. 

 

Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχιας, εντός μιας οικογένειας με χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο, με τον ίδιο να έχει αναγκαστεί να μην φοιτήσει σε σχολείο αλλά να εργάζεται από μικρή ηλικία, στερούμενος βασικών υλικών αγαθών αλλά και ορθής διαπαιδαγώγησης, με αποτέλεσμα το μορφωτικό του επίπεδο τόσο από απόψεως ακαδημαϊκής όσο και από απόψεως κοινωνικής μόρφωσης, να είναι πολύ χαμηλό. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι είναι νυμφευμένος με ομοεθνή του, η οποία όμως δεν διαμένει στην Κύπρο και με την οποία απέκτησε δύο δίδυμα παιδιά τα οποία, μέχρι τη σύλληψη του, συντηρούσε ο ίδιος καθώς και το γεγονός πως κατά το διάστημα που τελεί υπό κράτηση δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί τους ως και με την ευρύτερη οικογένεια του που διαμένει στη Συρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης στους οικείους του και δη τη σύζυγο και τα τέκνα του αλλά και τα λοιπά μέλη της ευρύτερης οικογένειας του τα οποία εξαρτώνται από τον ίδιο, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψη, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο νεαρό της ηλικίας του, εισηγούμενη ότι υπάρχουν περιθώρια αναμόρφωσης του Κατηγορούμενου και ότι συναφώς η ποινή θα πρέπει να έχει αναμορφωτικό ρόλο παρά τιμωρητικό. Έχει πράγματι αναγνωριστεί και από τη νομολογία, ότι η πιθανότητα αναμόρφωσης στους νέους είναι ισχυρότερη από ότι στα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα.  Ο Κατηγορούμενος στην προκειμένη περίπτωση είναι ηλικίας 20 ετών και συνεπώς το νεαρό της ηλικίας του λαμβάνεται υπόψιν προς όφελος του, σημειώνοντας όμως παράλληλα ότι τούτο δεν αποτελεί πάντοτε παράγοντα που επηρεάζει από μόνος του το είδος της ποινής. Συνεκτιμάται και αυτός με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50).  Εν ολίγοις δηλαδή, παρότι η ηλικία λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας[6].  Χαρακτηριστικά τα νομολογηθέντα στην Velcu v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 100/2019 ημερ. 20.1.2019, όπου λέχθηκε πως:

 

“Η αναγκαιότητα, όμως, για επιτέλεση του σκοπού της αναμόρφωσης, δεν μπορεί να εξουδετερώνει τους υπόλοιπους στόχους της επιβολής ποινής που αφορούν στην αποτροπή διάπραξης αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και από τρίτους, και, επιπλέον, στοχεύει στην προστασία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από συμπεριφορές όπως αυτές του εφεσείοντα. Δεν θα ήταν ορθό το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα αποφυγής των συνεπειών του νόμου και απουσίας επιβολής οποιασδήποτε ποινής”.

 

Το ότι τα πιο πάνω βρίσκουν εφαρμογή και σε υποθέσεις της φύσεως που αντιμετώπισε ο Κατηγορούμενος, επιβεβαιώνεται από την αναφορά στη νομολογία που αφορά υποθέσεις βιασμών στην οποία προβήκαμε ανωτέρω, από την οποία αναδύεται σαφέστατα η επιβολή πολυετών ποινών φυλάκισης ακόμα και σε νεαρά άτομα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω, είναι πολλές φορές οι δράστες σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις.

 

Αποτέλεσε επίσης εισήγηση της υπεράσπισης ότι θα πρέπει να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας η μη δίωξη του έτερου προσώπου (Καταζητούμενου) που ήταν μαζί με τον Κατηγορούμενο κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και ο οποίος επίσης εμπλέκετο.  Και τούτο παρά το ότι αναγνώρισε ότι στην προκειμένη περίπτωση η μη δίωξη του εν λόγω προσώπου δεν συνιστά προσπάθεια ευνοϊκότερης μεταχείρισης του άλλου προσώπου έναντι του Κατηγορούμενου. Εν προκειμένω η θέση της ήταν ότι το αντικειμενικό γεγονός ότι κατά το στάδιο που θα επιβληθεί ποινή στον Κατηγορούμενο δεν έχει διωχθεί το άλλο άτομο, θα πρέπει στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας να προσμετρήσει ως ελαφρυντικό.

 

Από την πλευρά του, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, υποστήριξε ότι η εισήγηση της συνηγόρου υπεράσπισης δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία και τόνισε πως στην προκειμένη περίπτωση έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε σχέση με το εν λόγω πρόσωπο, το οποίο και καταζητείται, δεν έχουν εγκαταλειφθεί οι προσπάθειες εντοπισμού του και εφόσον ήθελε εντοπιστεί η πρόθεση του Γενικού Εισαγγελέα είναι να τον προσαγάγει ενώπιον της δικαιοσύνης.

 

Με δεδομένο πως δεν αμφισβητείται πως στην προκειμένη περίπτωση η μη δίωξη του έτερου προσώπου δεν οφείλεται σε προσπάθεια ευνοϊκότερης μεταχείρισης του αλλά αντιθέτως, έχουν δοθεί λόγοι για τη μέχρι στιγμής μη δίωξη του και έχει ρητώς δηλωθεί πως πρόθεση της κατηγορούσας αρχής είναι να προχωρήσει στη δίωξη του εφόσον το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμεί εναντίον του εκτελεστεί, αρκούμαστε να πούμε πως η εισήγηση της υπεράσπισης δεν υποστηρίζεται από πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Παραπέμπουμε προς τούτο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά (1996) 2 A.A.Δ. 257 η οποία από παλαιά ξεκαθάρισε το ζήτημα με αναφορά και σε προϋπάρχουσα νομολογία:

 

 «Η μη τιμωρία τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνον όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών. (Βλέπε Georghiou and Others v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109Παναγή νΔημοκρατίας (1991) 2 A.A.Δ. 115Κάττου & Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, στις οποίες αναφέρθηκε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας.)».

 

Επίσης και στην Xiaojin κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ 104, λέχθηκε ρητώς πως η μη δίωξη συγκατηγορούμενου αποτελεί μετριαστικό παράγοντα στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης μόνο όπου οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή[7]. Εκεί η μη δίωξη του εγκεφάλου κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί μετριαστικός παράγοντας, καθ’ ότι δεν ήταν σκόπιμη και ηθελημένη εφόσον αυτός συνελήφθη την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων ως παράνομος αλλοδαπός και απελάθηκε χωρίς η Αστυνομία να γνωρίζει οτιδήποτε για την εμπλοκή του στην υπόθεση ενώ προσπάθειες για εντοπισμό του μέσω της Interpol, απέβησαν άκαρπες.

 

Από την άλλη, το Ανώτατο Δικαστήριο στη Φλούρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2015, ημερ. 29.6.16, μείωσε την ποινή του εφεσείοντα, αλλά υπό περιστάσεις όπου δεν δόθηκαν, από πλευράς κατηγορούσας αρχής, οι λόγοι της διακοπής των κατηγοριών συγκατηγορουμένων του, ώστε να μπορούσε να ελεγχθεί αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορούσε να ετίθετο θέμα για ευνοϊκή μεταχείριση, επιβεβαιώνοντας έτσι την προγενέστερη νομολογία.

 

Οι ίδιες αρχές επαναλήφθηκαν ακόμα πιο πρόσφατα και συγκεκριμένα στη Γεωργίου κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν Εφ. 38/19 κ.α., ημερ. 20.1.22, όπου λέχθηκαν τα εξής με αναφορά στη Σατανά (ανωτέρω):

 

«Σε ό,τι αφορά το έτερο ζήτημα που ηγέρθη, είναι γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσίβλητου ότι ο ιθύνων νους δεν κατονομάστηκε και δεν διώχθηκε. Και τούτο παρά το ότι τα στοιχεία αυτού του προσώπου ήταν άγνωστα στην Κατηγορούσα Αρχή, λησμονώντας με αυτό τον τρόπο την πάγια νομολογία ότι η μη τιμωρία συνεργού δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής, παρά μόνο εκεί όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή που, προφανώς, δεν ήταν εν προκειμένω η περίπτωση».

 

Τέλος λαμβάνουμε υπόψη το χρόνο κατά τον οποίο ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση και εν γένει τον διαρρεύσαντα από την ημερομηνία διάπραξης χρόνο, τονίζοντας βεβαίως πως δεν έχει υπάρξει εισήγηση περί καθυστέρησης

σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε από πλευράς της Δημοκρατίας είτε και του Δικαστηρίου, ούτε και αναφέρθηκαν οποιαδήποτε ουσιώδη γεγονότα που μεσολάβησαν στο μεταξύ που μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστική μεταβολή στις περιστάσεις του.

 

Ως προς το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στην κατηγορία πρέπει να λεχθεί πως τούτο δεν λογίζεται ως επιβαρυντικός παράγοντας αφού είχε κάθε δικαίωμα να μην παραδεχθεί την κατηγορία, ωστόσο αυτή η μη παραδοχή στερεί από αυτόν την έκπτωση στην ποινή που διαφορετικά θα δικαιούτο. Και τούτο διότι η παραδοχή, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή, όχι μόνο λόγω του χρόνου που περισώζεται αλλά και διότι με αυτόν τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους[8]. Κάτι που επιβεβαιώθηκε πολύ πρόσφατα και στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit (ανωτέρω).

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα και έχοντας κατά νου ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα οι προσωπικές περιστάσεις και τα άλλα ελαφρυντικά που λαμβάνονται υπόψη, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής, καταλήγουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή υπό τις περιστάσεις δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου και αναμφίβολα θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. 

 

Κρίνουμε κατάλληλη και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο, στην κατηγορία 1, ποινή φυλάκισης 11 ετών.

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 117 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, η ποινή να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση ήτοι από τις 20.7.2023.

 

Τα έξοδα ύψους €60 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] βλ. και Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/2017 ημερ. 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B197, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23, στις οποίες έγινε αναφορά.

[2] βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. 69/2017, ημερ. 5.12.2017.

[3] Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.323, Δημοκρατία ν. Hunganu (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας v. Μητάρα, Ποιν. Εφ. 59/22, ημερ. 7.12.22, ECLI:CY:AD:2022:D312

[4] Ότι δηλαδή δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη κατά την επίδικη ημερομηνία, ότι εγκατέλειψε το νυχτερινό κέντρο πριν από αυτήν ή και ότι εγκατέλειψε μαζί της το κέντρο για να την αφήσει όμως με τον Καταζητούμενο σε περίπτερο και να αναχωρήσει ο ίδιος με τον αδελφό του από την Αγία Νάπα.

[5] βλ. Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ 417.

[6] Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ, 304,  Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 83, Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ.84/20 κ.α. ημερ. 17.2.21, ECLI:CY:AD:2021:B48.

[7] Βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοίζου κ.α. (2000) 2 Α.Α.Δ 371, και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104.

[8] Βλ. Hamieh v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, Γ.Χ. v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 140/2010, ημερ. 14/9/2015, Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 και Σ.Κ. v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304 Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ., 28, xxx Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/2014, απόφαση ημερ. 15/6/2015 και Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/2018 (σχ. Με 50/2018), απόφαση ημερ. 8/4/2020, Δ.Α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 57/20 ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο